Εργατικός Αγώνας

Η ανωριμότητα του κόμματος της εργατικής τάξης

Γράφει ο Στωικός

«Σημειώθηκε σταδιακή υποχώρηση από τη θέση ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, επομένως και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία».

Από την απόφαση του 18ου συνέδριου του ΚΚΕ για τις αιτίες που οδήγησαν στην ήττα του σοσιαλισμού. Το συγκεκριμένο απόσπασμα χρησιμοποιήθηκε από τον Α. Γκίκα στο άρθρο του για το Δεκέμβρη του 1944 που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος της ΚΟΜΕΠ.

Αν θέλαμε να συμπυκνώσουμε σε μια φράση τα σημερνά αδιέξοδα του κομμουνιστικού κινήματος, το συγκεκριμένο απόσπασμα των θέσεων του 18ου συνέδριου, που αναπαράγαγε ο αρθρογράφος της ΚΟΜΕΠ, είναι το πιο ενδεικτικό και χαρακτηριστικό.

Υποτίθεται ότι προσπαθεί να περιγράψει την κίνηση ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, αλλά αυτό που κάνει είναι να καταργεί την ίδια την κίνηση, την ίδια την εξελικτική διαδικασία. Στη θέση της επιστημονικής ανάλυσης της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό των κοινωνικών και ταξικών αντιθέσεων, της χάραξης πολιτικής συμμαχιών στο εργατικό και λαϊκό κίνημα και τον καθορισμό της τακτικής και της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος, έχουμε ένα στεγνό, αντιδιαλεκτικό σχήμα, το οποίο προσπαθεί να ερμηνεύσει την κοινωνική εξέλιξη, στηριζόμενο στις αντιλήψεις του μηχανιστικού υλισμού του 18ου αιώνα. Όλα είναι ή μαύρο ή άσπρο. Ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί άλλο κοινωνικό σύστημα, επομένως η εξουσία θα είναι είτε κεφαλαιοκρατική είτε εργατική. Ενδιάμεσες αποχρώσεις και καταστάσεις – οι οποίες «νοθεύουν» το απόλυτο αυτό σχήμα- που όμως είναι ευδιάκριτες σε όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς στην αέναη πάλη του νέου κατά του παλιού, για τους θεωρητικούς της αντίληψης αυτής, απλώς δεν υπάρχουν. Ο καπιταλισμός είναι ίδιος και στη φάση της ακμής του και στη φάση της κρίσης, επομένως δεν χρειάζονται προσαρμογές των στόχων πάλης του εργατικού κινήματος. Και στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και στην περίοδο της οικονομικής άνθισης, ο στόχος παραμένει ίδιος. Η συσπείρωση δυνάμεων για την ανατροπή…

Οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, μέσα στα πλαίσια του συστήματος, είναι αυταπάτη. Το εργατικό κίνημα, δεν μπορεί να βελτιώσει τη θέση του μέσα στα καπιταλιστικά πλαίσια. Θα πρέπει να παλεύει μόνο για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.

Η σιδερόφρακτη αυτή λογική, καταδικάζει τις κοινωνικές τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα σε διαρκή ακινησία. Όλα τελούν υπό την καταλυτική κυριαρχία του κεφαλαίου, άρα είναι μάταιη η πάλη για οικονομικές και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που θα ευρύνουν τους ορίζοντες του κινήματος. Η εργατική τάξη θα πρέπει – κατά ένα μεταφυσικό τρόπο, αφού τακτικοί στόχοι πάλης δεν υπάρχουν – να συσπειρώνει δυνάμεις, ώστε κάποια στιγμή να κάνει το ντου…

Δεν ξέρουμε αν όσοι εμφορούνται από τέτοιες απόψεις, έχουν καταλάβει, ότι βρίσκονται ένα βήμα πριν αμφισβητήσουν την ίδια την πάλη των τάξεων. Η πάλη των τάξεων προϋποθέτει την κίνηση, η οποία δεν είναι πάντα ομαλή, αλλά πολλές φορές εκδηλώνεται με αντιφάσκουσες μορφές. Προϋποθέτει συνεχή μεταβολή, και την υποβόσκουσα ή φανερή σύγκρουση των αντιθέτων. Η μεταφυσική και μηχανιστική αντίληψη που έχει εισάγει η ηγεσία του κόμματος για τα κοινωνικά συστήματα και τον χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας, στηρίζεται στην ακινησία, στην αδράνεια των αντιμαχόμενων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων και δεν είναι σε θέση, με διαλεκτικούς όρους να παρακολουθήσει τον πλούτο των μορφών έκφρασης της ταξικής πάλης στην πορεία της μετάβασης από το ένα κοινωνικό σύστημα στο άλλο.

Η χρεοκοπία του σχήματος του «καθαρού» σοσιαλισμού

Η εφαρμογή του σχήματος αυτού την περίοδο της οικονομικής κρίσης, είχε ολέθριες συνέπειες για το ίδιο το κόμμα, αλλά και το εργατικό – λαϊκό κίνημα.

Όταν το 2010, μετά το πρώτο ξάφνιασμα που υπήρξε από την είσοδο της Ελλάδας στη μνημονιακή εποχή, ο λαός βγήκε αυθόρμητα στους δρόμους, η ηγεσία του κόμματος, αντί να ακολουθήσει ενωτική πολιτική, προκειμένου να υπάρξει η μέγιστη δυνατή συσπείρωση των λαϊκών δυνάμεων κατά των πολιτικών της λιτότητας, επέλεξε τις μεμονωμένες κινητοποιήσεις του ΠΑΜΕ, όπου κυριαρχούσαν τα συνθήματα της ανατροπής του καπιταλισμού(;). Όλη αυτή την περίοδο ως σήμερα, το κόμμα δεν έχει επεξεργασμένο πολιτικό πλαίσιο πάλης εξόδου από την κρίση, γιατί κάτι τέτοιο αντίκειται στο σχήμα του «καθαρού» σοσιαλισμού.

Πιστή στο ανεδαφικό αυτό σχήμα η ηγεσία, αρνήθηκε να καταθέσει μεταβατικό πρόγραμμα και να ρίξει το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης, σε μια περίοδο κατά την οποία η εξουσία της αστικής τάξης και του πολιτικού της συστήματος, άρχισε να παρουσιάζει σοβαρές ρωγμές και στοιχεία αποσύνθεσης, ενώ η συνείδηση του λαϊκού παράγοντα ριζοσπαστικοποιούνταν και ωρίμαζε με γρήγορους ρυθμούς.

Τα αδιέξοδα της πολιτικής αυτής, αναδείχθηκαν σε όλο τους το μεγαλείο, την περίοδο των διπλών εκλογών του 2012, όπου ο λαός ζητούσε την κατάργηση των πολιτικών λιτότητας και των μνημονίων, ενώ η ηγεσία του κόμματος του έλεγε ότι δεν είναι ακόμα ώριμες οι συνθήκες για λαϊκή εξουσία και του ζητούσε να ψηφίσει ΚΚΕ για να υπάρχει ισχυρή αντιπολίτευση(!)

Έτσι χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία της δημιουργίας ενός μεγάλου πλειοψηφικού λαϊκού ρεύματος που θα σάρωνε τις πολιτικές λιτότητας μαζί με τους πολιτικούς τους εκφραστές, μέσα από την προώθηση ενός ριζοσπαστικού προγράμματος αντιμονοπωλιακών, αντιιμπεριαλιστικών αλλαγών, οι οποίες, την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των πολιτικών λιτότητας, είχαν ωριμάσει στη λαϊκή συνείδηση.

Στο βωμό του «καθαρού» σοσιαλισμού, θυσιάστηκε και το αίτημα της αποδέσμευσης της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά το γεγονός ότι η οικονομική κρίση και οι άγριες πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν με πρωτοβουλία του κοινοτικού διευθυντηρίου και του ΔΝΤ, αποκάλυψαν στον ελληνικό λαό, τον βάρβαρο και αντιδραστικό της χαρακτήρα του ευρωπαϊκού αυτού ιμπεριαλιστικού οργανισμού.

Και ενώ η συγκυρία ήταν ευνοϊκή, η ηγεσία του κόμματος, στο όνομα πάντα του «καθαρού σοσιαλισμού», δεν πήρε την παραμικρή πρωτοβουλία για τη δημιουργία μετώπου υπέρ της αποδέσμευσης, ενώ αδράνησε και δεν αντιπάλεψε τα επιχειρήματα των οπαδών της αστικής τάξης, οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια τρομοκρατούν το λαό, με το κατασκευασμένο επιχείρημα ότι αν η Ελλάδα αποχωρήσει από την ΕΕ θα βρεθεί αντιμέτωπη με την καταστροφή και την ερείπωση.

Μπροστά στον ορυμαγδό της κινδυνολογίας και καταστροφολογίας από το «κόμμα» της υποτέλειας και της εξάρτησης της χώρας από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της ΕΕ και των ΗΠΑ, όχι μόνο δεν υπήρξε αντίδραση, αλλά αντίθετα, στελέχη του κόμματος διακήρυτταν –   σιγοντάροντας τις αστικές απόψεις – ότι δεν έχει νόημα η αποδέσμευση από την ΕΕ, χωρίς λαϊκή εξουσία.

Με αυτά και αυτά, έχουμε διανύσει πέντε χρόνια άγριων πολιτικών λιτότητας που βύθισαν το λαό στην απόγνωση και την απελπισία, και οδεύουμε ολοταχώς προς τον έκτο. Και ενώ ο «ελληνικός» καπιταλισμός διέρχεται την μεγαλύτερη ίσως κρίση της ιστορίας του, δεν υπάρχει σήμερα πολιτική δύναμη, ικανή να συσπειρώσει ένα λαό, που στα χρόνια της κρίσης, έδειξε με χίλιους τρόπους ότι είναι διατεθειμένος να βάλει πλάτη και να βαδίσει μπροστά. Να συγκρουστεί με όλες εκείνες τις αιτίες που τον οδήγησαν στη σημερινή δυσχερή θέση και να υπερασπιστεί ένα ευρύτερο πρόγραμμα δημοκρατικών, κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών που θα επιφέρει αποφασιστικό χτύπημα στο σύστημα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και στο μονοπωλιακό κεφάλαιο. Ετσι μόνο θα ανοίξει ο δρόμος για το σοσιαλισμό στη χώρα μας.

Και αυτή είναι η σύγχρονη τραγωδία. Σε μια περίοδο που το σύστημα καπιταλιστικής εκμετάλλευσης συγκλονίζεται συθέμελα από την κρίση. Σε μια περίοδο που ωριμάζει η συνείδηση του λαϊκού παράγοντα για την αναγκαιότητα προώθησης ριζοσπαστικών αλλαγών στο επίπεδο της οικονομίας και της κοινωνίας, ικανών να επιφέρουν αποφασιστικό χτύπημα στα βάθρα του εκμεταλλευτικού συστήματος, δεν υπάρχει ο πολιτικός εκείνος φορέας που θα τεθεί επικεφαλής του λαϊκού κινήματος για την υλοποίηση των φιλόδοξων αυτών στόχων.  

Όχι, η ηγεσία, δεν είναι διατεθειμένη να νοθεύσει το στόχο του «καθαρού» σοσιαλισμού για να διαδραματίσει το ρόλο αυτό. Ακόμα και όταν οι εργαζόμενοι της δείχνουν ότι είναι εκτός γραμμής, της γυρίζουν την πλάτη και περιορίζουν την εκλογική επιρροή του κόμματος στο 4,5 – 5,5%. Ακόμα και όταν το κόμμα παλεύει χωρίς πολιτικό πλαίσιο και περιορίζεται να προβάλλει μόνο οικονομίστικα και συντεχνιακά αιτήματα, λες και πρόκειται για συνδικαλιστικό φορέα. Ακόμα και όταν, στο όνομα του «καθαρού σοσιαλισμού», δίνει παράταση ζωής σε ένα σάπιο και ιστορικά ξεπερασμένο εκμεταλλευτικό κοινωνικό σύστημα, το οποίο, όσο δεν βρίσκεται πολιτική δύναμη να το αμφισβητήσει, θα συνεχίζει να επιβιώνει τρώγοντας ανθρώπινες σάρκες και πίνοντας ανθρώπινο αίμα.

Ο δημιουργικός μαρξισμός

Για να γίνει κατανοητό πόσο ξένο με την μαρξιστική ανάλυση είναι το δογματικό σχήμα για τις σχέσεις καπιταλισμού – σοσιαλισμού και την πορεία κατάκτησης της εργατικής εξουσίας, που προβάλει σήμερα η ηγεσία του κόμματος, θα καταφύγουμε στον μεγάλο θεωρητικό, ο οποίος όχι μόνο ανέλυσε με μαρξιστικούς όρους τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του, αλλά με βάση τις θεωρητικές αυτές αναλύσεις βοήθησε το προλεταριάτο να κατακτήσει την εξουσία.

Ο λόγος στον Β.Ι. Λένιν. Θα μπορούσαμε να πάρουμε οποιοδήποτε κείμενο του μεγάλου επαναστάτη που, στηριζόμενος στη δημιουργική εφαρμογή του μαρξισμού, ανέλυσε την πραγματικότητα της Ρωσίας των αρχών του 20ου αιώνα.

Επιλέξαμε τελικά το «Σχέδιο θέσεων της 4 του Μάρτη 1917» (τόμος 31 άπαντα, σελ. 1 -6 εκδόσεις Σ.Ε) που γράφηκε στη Ζυρίχη της Ελβετίας την ίδια περίοδο και αποτέλεσε τη βάση των περίφημων ¨Θέσεων του Απρίλη¨ για την τακτική του μπολσεβίκικου κόμματος τη συγκεκριμένη περίοδο.

Ο Λένιν, όντας εξόριστος στη Ζυρίχη, πληροφορείται από τα μέσα της εποχής την παραίτηση του τσάρου και το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης από τα κόμματα των Οκτωβριστών και των Καντέτων.

Τι έπρεπε να κάνει το κόμμα των μπολσεβίκων μπροστά στη νέα κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στη Ρωσία;

Αν οι Ρώσοι μπολσεβίκοι λειτουργούσαν με κριτήριο το δόγμα – θέσφατο που έχει υιοθετήσει η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, δεν θα έπρεπε να κάνουν απολύτως τίποτα, παρά να εμείνουν στο στόχο της συσπείρωσης δυνάμεων για την τελική λύση.

Ο Λένιν όμως και οι μπολσεβίκοι, ήταν πραγματικοί επαναστάτες και όχι απλώς επαναστάτες της φράσης, που πίσω από τις ηχηρές διακηρύξεις για το σοσιαλισμό, δεν κάνουν απολύτως τίποτα για να φέρουν τον στόχο αυτό πιο κοντά, καταδικάζοντας έτσι το κίνημα σε ακινησία και αδράνεια.

Ας δούμε λοιπόν πως είδε το κόμμα των μπολσεβίκων τη νέα κατάσταση, μετά την ανατροπή του τσάρου και τι καθήκοντα έθεσε στην ημερήσια διάταξη, μέσα από το κείμενο του Λένιν (παραθέτουμε στη συνέχεια εκτενή αποσπάσματα του άρθρου).

Κατ’ αρχάς ο Λένιν αποσαφηνίζει τον ταξικό χαρακτήρα της νέας κυβέρνησης: «Από την άλλη πλευρά, η νέα κυβέρνηση που κετέλαβε την εξουσία στην Πετρούπολη, ή πιο σωστά την απέσπασε από τα χέρια του προλεταριάτου, το οποίο είχε νικήσει σε έναν αιματηρό και ηρωικό αγώνα, αποτελείται από φιλελευθέρους αστούς και τσιφλικάδες, που σέρνουν από τη μύτη τον Κερένσκι, εκπρόσωπο της δημοκρατικής αγροτιάς και, ίσως, μια μερίδα εργατών που παρασύρθηκαν στον αστικό δρόμο και ξέχασαν το διεθνισμό. Η νέα κυβέρνηση αποτελείται από πασίγνωστους οπαδούς και υπερασπιστές του ιμπεριαλιστικού πολέμου ενάντια στη Γερμανία, δηλαδή του πολέμου που γίνεται σε συμμαχία με τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, του πολέμου για την καταλήστευση και την κατάκτηση ξένων εδαφών, της Αρμενίας, της Γαλικίας, της Κωνσταντινούπολης κλπ».

Στη συνέχεια διατυπώνει την κατηγορηματική θέση, ότι «Η νέα κυβέρνηση δεν μπορεί να δώσει ούτε στους λαούς της Ρωσίας(ούτε στα έθνη με τα οποία μας συνέδεσε ο πόλεμος), ούτε ειρήνη, ούτε ψωμί, ούτε πλήρη ελευθερία και γι΄ αυτό η εργατική τάξη πρέπει να συνεχίσει την πάλη της για το σοσιαλισμό και την ειρήνη….».

Οι μπολσεβίκοι, στις συνθήκες του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου, δεν έβγαζαν άναρθρες κραυγές για το εδώ και τώρα σοσιαλισμός, αλλά επεδίωκαν να συσπειρώσουν τις λαϊκές μάζες πάνω στα τρία «ταπεινά» αιτήματα: Ειρήνη, ψωμί, πλήρη ελευθερία.

Εργατική κυβέρνηση

Ο Λένιν, αφού ξεκαθαρίζει ότι «Η νέα κυβέρνηση δεν μπορεί να δώσει ειρήνη και γιατί είναι εκπρόσωπος των καπιταλιστών και των τσιφλικάδων και γιατί συνδέεται με συμφωνίες και χρηματικές υποχρεώσεις με τους καπιταλιστές της Αγγλίας και της Γαλλίας» προσθέτει στη συνέχεια: «Για να γίνει αυτό, χρειάζεται εργατική κυβέρνηση σε συμμαχία πρώτο, με τη φτωχή μάζα του πληθυσμού του χωριού, δεύτερο, με τους επαναστάτες εργάτες όλων των εμπόλεμων χωρών».

Το θέμα της εργατικής κυβέρνησης το επισημαίνει και στη συνέχεια του άρθρου, όπου και αναφέρει: «Για να δοθεί στους λαούς ψωμί, χρειάζονται επαναστατικά μέτρα ενάντια στους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές και τα μέτρα αυτά είναι σε θέση να τα πραγματοποιήσει μόνο μια εργατική κυβέρνηση».

Η προβληματική για το εάν το επαναστατικό προλεταριάτο θα πρέπει σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, όταν οι μάζες βρίσκονται σε κίνηση και η συνοχή του συστήματος εξουσίας του κεφαλαίου παρουσιάζει σοβαρές ρωγμές, να στηρίξει εργατική κυβέρνηση, βρίσκεται σήμερα στην επικαιρότητα και στη χώρα μας. Η ηγεσία του κόμματος, καταγγέλλει μια τέτοια κυβέρνηση σαν οπορτουνιστική, αν όχι σαν πράξη προδοσίας κατά της επανάστασης. Ο Λένιν βέβαια είχε διαφορετική άποψη.

Βαθιές δημοκρατικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις

Ο Λένιν έκρινε ότι στις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στη Ρωσία μετά την παραίτηση του τσάρου, ήταν ώριμες, ώστε το επαναστατικό προλεταριάτο να προωθήσει αιτήματα δημοκρατικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Μεταρρυθμίσεις, τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν υποτιμούσε, αλλά αντίθετα τις θεωρούσε «βοηθητικό μέσο για την ταξική πάλη».

Αναφέρει συγκεκριμένα: «Η νέα κυβέρνηση υπόσχεται στο διάγγελμα της κάθε λογής ελευθερίες, όμως δεν εκπληρώνει το άμεσο και απόλυτο χρέος της να παραχωρήσει αμέσως τις ελευθερίες, να καθιερώσει την εκλογή των αξιωματικών από τους στρατιώτες, να προκηρύξει εκλογές για τη Δούμα της Πετρούπολης, της Μόσχας κλπ, με βάση μια καθολική και όχι μόνο για τους άνδρες, ψηφοφορία, να ανοίξει όλα τα κρατικά και δημόσια κτήρια για τις λαϊκές συνελεύσεις, να προκηρύξει εκλογές για όλα τα τοπικά ιδρύματα και τα ζέμστβο με βάση πάλι μια καθολική ψηφοφορία, να καταργήσει όλους τους περιορισμούς των δικαιωμάτων της τοπικής αυτοδιοίκησης, να πάψει όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, τους διορισμένους από τα πάνω για την επιτήρηση της τοπικής αυτοδιοίκησης, να παραχωρήσει όχι μόνο ελευθερία θρησκεύματος, αλλά και ελευθερία από τη θρησκεία, να πραγματοποιήσει αμέσως το χωρισμό του σχολείου από την εκκλησία και να το απαλλάξει από την κηδεμονία των δημόσιων λειτουργών κλπ».

Και συνεχίζει ο Λένιν: « Ολόκληρο το διάγγελμα της νέας κυβέρνησης της 17.ΙΙΙ, εμπνέει πλήρη δυσπιστία, γιατί αποτελείται μόνο από υποχρεώσεις και δεν βάζει αμέσως σε εφαρμογή ούτε ένα από τα πιο επείγοντα μέτρα, τα οποία μπορούν και πρέπει να εφαρμοστούν πέρα για πέρα αμέσως.

Η νέα κυβέρνηση δεν λέει ούτε λέξη στο πρόγραμμα της ούτε για το οκτάωρο και τις άλλες οικονομικές βελτιώσεις της κατάστασης των εργατών, ούτε για γη στους αγρότες, για μεταβίβαση στους αγρότες χωρίς εξαγορά όλης της γης των τσιφλικάδων, ξεσκεπάζοντας με τη σιωπή της πάνω στα φλέγοντα αυτά ζητήματα την καπιταλιστική και τσιφλικάδικη φύση της».

Αντίθετα με τον Λένιν, η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ μόνο σπυριά δεν βγάζει όταν ακούει για μεταρρυθμίσεις. Κατά την άποψη της η διεκδίκηση δημοκρατικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων στα πλαίσια του συστήματος, οδηγεί στην ενσωμάτωση του κινήματος και στον οπορτουνισμό. Και εδώ παρατηρούμε μια ακραία αμφισβήτηση της λενινιστικής θεωρίας για το ρόλο των μεταρρυθμίσεων στην ταξική πάλη.

Για τα στάδια

Και ερχόμαστε τώρα στην καρδιά του προβλήματος των μορφών εξουσίας. Η ηγεσία του κόμματος με μια σιδερόφρακτη, άκαμπτη λογική υποστηρίζει ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δεν μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, επομένως και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία.

Σύμφωνα όμως με τον Λένιν «…το επαναστατικό προλεταριάτο δεν μπορεί να βλέπει την επανάσταση της 1 (14) ΙΙΙ, παρά σαν μια πρώτη του, κάθε άλλο ακόμη παρά πλήρη, νίκη στο μεγάλο του δρόμο, δεν μπορεί παρά να βάζει σαν καθήκον του τη συνέχιση της πάλης για την κατάκτηση της λαοκρατικής δημοκρατίας και του σοσιαλισμού».

Και πάρα κάτω: «Μόνο με την κατατόπιση των πιο πλατιών μαζών του πληθυσμού και την οργάνωση τους εξασφαλίζεται η πλήρης νίκη στο επόμενο στάδιο της επανάστασης και η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική κυβέρνηση».

Και εντάξει, η επανάσταση του Φλεβάρη – Μάρτη του 1917 ήταν αστικοδημοκρατική. Αλλά εδώ ο Λένιν μιλάει «για την κατάκτηση της λαοκρατικής δημοκρατίας και του σοσιαλισμού», καθώς και για «επόμενο στάδιο της επανάστασης». Και μπορεί ο καθένας να καταλάβει ότι η λαοκρατική δημοκρατία δεν είναι σοσιαλισμός, όπως και το ότι ο Λένιν μιλούσε για δύο στάδια στην επανάσταση. Το πρώτο στάδιο το αστικοδημοκρατικό και το δεύτερο στάδιο το οποίο και ολοκληρώθηκε με τον Οκτώβρη του 2017.

Με την εκτενή αυτή παράθεση του άρθρου του Λένιν, προσπαθήσαμε να τεκμηριώσουμε την άποψη, ότι η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ έχει πάρει διαζύγιο από τη λενινιστική θεωρία για την προλεταριακή επανάσταση, και ότι, όλο αυτό τον επαναστατικό πλούτο τον έχει πετάξει στο κάλαθο των αχρήστων και τον έχει αντικαταστήσει με μικροαστικά απλουστευτικά δογματικά σχήματα, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ερμηνεύσουν την πολυπλοκότητα της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών.

Γιατί, αν ο βαθμός δυσκολίας του επαναστατικού εγχειρήματος ανάγονταν σε επίπεδο αναγνώσματος πρώτης δημοτικού – «Λο και Λα, όλο μαζί Λόλα» – τότε όλοι θα είχαν γίνει θεωρητικοί της επανάστασης.

Ξέρουμε όμως ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.

Εν τέλει, όλα δείχνουν πως

Οι αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες από καιρό

Ο υποκειμενικός παράγοντας ωριμάζει

Το πρόβλημα είναι η ανωριμότητα του κόμματος της εργατικής τάξης

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας