Εργατικός Αγώνας

Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και η βαλκανική πολιτική της ΚΔ

Γράφει ο Γιώργος Πετρόπουλος

Στην κοινωνία και στην φύση- όπως έχουμε προαναφέρει- δεν υπάρχει τίποτα σταθερό και αμετάβλητο. Το ίδιο συμβαίνει και στην πολιτική ως κοινωνική αναγκαιότητα. Δεν υπάρχουν ούτε κόμματα, ούτε ντοκουμέντα και αποφάσεις παντός καιρού, αιώνα και αμετάβλητα. Ο θρησκευτικός μυστικισμός και η μεταφυσική που θέλουν- αν όχι όλα- κάποια πράγματα εντελώς αμετακίνητα υπάρχουν μόνο στα μυαλά των ανθρώπων και συνήθως σηματοδοτούν μια πνευματική και κοινωνική καθυστέρηση.

Στην ιστορία, ως επιστήμη, οι αποδείξεις, δηλαδή τα ντοκουμέντα, είναι ταυτισμένα με την ύπαρξή της. Τα ντοκουμέντα, όμως, πρέπει να τοποθετούνται σωστά στον ιστορικό χώρο και στον ιστορικό χρόνο. Διαφορετικά οδηγούν σε παρανοήσεις και σε πλαστογράφηση του παρελθόντος. Μια ιστορική απόδειξη, ένα ντοκουμέντο, αφορά σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Αν αποδοθεί στο περιεχόμενο του ισχύς πέραν των ορίων και χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία και την εξήγηση διαφορετικών καταστάσεων απ’ αυτές στις οποίες αναφέρεται τότε δεν έχουμε ούτε ερμηνεία ούτε εξήγηση. Έχουμε μια καταφανή παρερμηνεία.

Σε ιστορικές συνθήκες όπου οι καταστάσεις εναλλάσσονται με μεγάλη ταχύτητα και ο ιστορικός και πολιτικός χρόνος είναι πολύ συμπυκνωμένοι, οι ιστορικές αποδείξεις- ντοκουμέντα- πρέπει να χρησιμοποιούνται με μεγάλη προσοχή. Ο πιο ασφαλής δρόμος για να επιτυγχάνεται αυτό είναι η καλή γνώση των ιστορικών γεγονότων στην διαλεκτική τους αλληλουχία. Η διαλεκτική σχέση ιστορικών γεγονότων και ιστορικών αποδείξεων δεν μπορεί ποτέ να παραβιάζεται. Απαιτεί τη μέγιστη αυστηρότητα.

Είχαμε την ευκαιρία να αποδείξουμε σε ένα από τα πρώτα σημειώματα αυτής της σειράς ότι στο 7οο Συνέδριό της (1935) η Κομμουνιστική Διεθνής, μελετώντας τη διεθνή κατάσταση που είχε τότε διαμορφωθεί κατέληξε στην εκτίμηση πως ο, τότε, κόσμος βρισκόταν μπροστά στον κίνδυνο ενός νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Τα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα είχαν ήδη διαμορφωθεί στην Ευρώπη. Το ένα ήταν αυτό του φασιστικού άξονα και το άλλο του αγγλογαλλικού ιμπεριαλισμού με την στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πρωτοβουλία κήρυξης αυτού του πολέμου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΚΔ, προερχόταν από τον φασιστικό άξονα. Στο πλαίσιο αυτό, και για την προάσπιση των κατακτήσεων της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό που απειλούσε ο φασισμός, η Κ.Δ. διαμόρφωσε μια πολιτική αποτροπής του επερχόμενου ιμπεριαλιστικού πολέμου που είχε δύο σκέλη. Το ένα αφορούσε την κινητοποίηση των μαζών σε ολόκληρο τον κόσμο. Το άλλο αποσκοπούσε στην αξιοποίηση του ενός ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, σε συμμαχία με την ΕΣΣΔ, ως δύναμη αποτροπής των πολεμικών σχεδίων του άλλου ιμπεριαλιστικού συνασπισμού. Με δεδομένη τη φύση του φασισμού, τις επιπτώσεις που έφερνε η επικράτησή του στις λαϊκές ελευθερίες και στις κατακτήσεις της εργατικής τάξης, με δεδομένο ότι από τον φασισμό προερχόταν ο κύριος κίνδυνος για το ξέσπασμα ενός νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου, η ΕΣΣΔ επιδίωξε μια στρατιωτική συμμαχία με τους αγγλογάλλους για την αντιμετώπιση του φασισμού και την αποτροπή των πολεμικών του σχεδίων. Επρόκειτο για μία τακτική που πέραν των άλλων πατούσε γερά στο έδαφος του λενινισμού. Υπενθυμίζουμε πως ο Λένιν από το 1918 είχε επισημάνει: «Δεν αρνούμαστε καθόλου τις στρατιωτικές συμφωνίες γενικά με τον ένα ιμπεριαλιστικό συνασπισμό ενάντια στον άλλο σε περιπτώσεις που η συμφωνία αυτή, χωρίς να θίγει τις βάσεις της Σοβιετικής εξουσίας, θα μπορούσε να ενισχύσει τη θέση της και να παραλύσει την πίεση που θα ασκούσε επάνω της οποιαδήποτε ιμπεριαλιστική δύναμη» (Άπαντα, τόμος 36, σελ. 323).

Το 1939- κι αφού απέτυχαν οι προσπάθειες για μια συμφωνία στρατιωτικής συνδρομής και αποτροπής του φασισμού ανάμεσα στην ΕΣΣΔ, την Αγγλία και τη Γαλλία, η Σοβιετική Ένωση υποχρεώθηκε να υπογράψει σύμφωνο μη επίθεσης μες την χιτλερική Γερμανία, το γνωστό και ως «σύμφωνο Ρίμπεντροπ- Μολότοφ». Το σύμφωνο αυτό, που δεν ήταν σύμφωνο στρατιωτικής συνδρομής αλλά σύμφωνο μη επίθεσης, απομάκρυνε προσωρινά τον κίνδυνο να δεχτεί η ΕΣΣΔ μια στρατιωτική εισβολή από το φασιστικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Η αποτυχία δε, με ευθύνη των δυτικών, της υπογραφής μιας συμφωνίας στρατιωτικής συνδρομής και αποτροπής του φασισμού ανάμεσα στην Σοβιετική Ένωση και στους Αγγλογάλλους αποδείκνυε ότι στόχος των τελευταίων δεν ήταν η αποτροπή του πολέμου αλλά η υποδαύλισή του σε βάρος του πρώτου εργατικού κράτους στην ιστορία. Εκ των πραγμάτων, μετά από αυτές τις εξελίξεις, η εκτίμηση του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ ότι ο κύριος υποκινητής του πολέμου ήταν ο φασιστικός ιμπεριαλιστικός άξονας, στις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί, τροποποιούνταν και άλλαζε. Χωρίς να αλλάζει τίποτα στις εκτιμήσεις για την φύση και τον χαρακτήρα του φασισμού, κύριοι υποκινητές του πολέμου- και μάλιστα σε βάρος της ΕΣΣΔ- στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία μετατρέπονταν οι αγγλογάλλοι. Μέγιστη απόδειξη, ο λεγόμενος παράξενος πόλεμος. Η άρνησή τους, δηλαδή να αναλάβουν πολεμική δράση κατά της Γερμανίας αναζητώντας έστω και την τελευταία στιγμή τη συμμαχία με την ΕΣΣΔ, παρά το γεγονός ότι από τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1939- με αφορμή τη χιτλερική εισβολή στην Πολωνία- της είχαν κηρύξει επισήμως τον πόλεμο στον Χίτλερ.

Οι εκτιμήσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ ότι ο φασισμός ήταν ο κύριος υποκινητής του πολέμου επιβεβαιώθηκαν εντέλει και απέκτησαν την αρχική τους ισχύ όταν οι Γερμανία στράφηκε προς την Δύση την άνοιξη του 1940 αναγκάζοντας τους αγγλογάλλους να μπουν για τα καλά στον πόλεμο εναντίο της, σε συνδυασμό με το γεγονός- και ποτέ χωρίς αυτό- ότι το Καλοκαίρι του ’41 ο Χίτλερ εισέβαλε στην ΕΣΣΔ προκαλώντας εκ των πραγμάτων τη συγκρότηση της αντιχιτλερικής συμμαχίας. Αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά και η Γερμανία δεν στρεφόταν ποτέ κατά της Σοβιετικής Ένωσης αλλά επιδίωκε, μετά την Γαλλία, τη συντριβή της Μ. Βρετανίας ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος θα παρέμενε αυτό που ήταν από την αρχή: Ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος κι από τις δύο πλευρές ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα που ενδεχομένως στον τέλος να εξελισσόταν και σ’ έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, από την μία πλευρά, κατά του σοβιετικού κράτους. Αν πάλι, μετά την κατάληψη της Πολωνίας, ενθαρρυμένη από τους δυτικούς η Γερμανία στρεφόταν μονομερώς προς την ανατολή και την ΕΣΣΔ θα είχαμε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο κατά του πρώτου εργατικού κράτους τον οποίο θα είχαν υποδαυλίσει- όπως άλλωστε επιδίωκαν- οι αγγλογάλλοι και ο οποίος, στην περίπτωση ήττας της Σοβιετικής Ένωσης, ενδεχομένως να είχε εξελιχθεί, πολύ αργά, σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα: το φασιστικό και το αγγλογαλλικό συν τις ΗΠΑ. Η ζωή τελικά, για άλλη μια φορά, τα έφερε διαφορετικά, πιο περίπλοκα και πιο πρωτότυπα απ’ ότι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.

Η μικρή αυτή εισαγωγή κρίθηκε αναγκαία για να αντιληφθούμε την ζωντανή διαλεκτική μιας πραγματικότητας- που εξελίχθηκε έτσι όπως την ξέρουμε αλλά και που θα μπορούσε να εξελιχθεί αλλιώς- την οποία δεν μπορούμε να την ερμηνεύουμε ποτέ με προκατασκευασμένα σχήματα. Αυτό θα μας βοηθήσει στη συνέχεια να κατανοήσουμε την βαλκανική πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τόσο πριν την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου πολέμου όσο και μετά απ’ αυτήν.

 

Το 7ο Συνέδριο της ΚΔ, οι εκτιμήσεις του και το κρίσιμο 1939

Στην ιστορία του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και στην σχέση αυτού του κινήματος με τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τα όσα συνέβησαν το 1939 προκαλούν ακόμα συγχίσεις. Προκάλεσαν τότε, προκαλούν και τώρα. Οι, τότε, απότομες στροφές της πολιτικής, ως συνέπεια των απότομων στροφών στις διεθνείς σχέσεις, συχνά παρερμηνεύονται απ’ όσους βλέπουν στεγνά και μονοδιάστατα, εντελώς ρηχά και δογματικά την ιστορία κι από εκείνους που οι παρερμηνείες τούς εξυπηρετούν στους σύγχρονους πολιτικούς τους σχεδιασμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι κυριαρχεί η άποψη- και στην αστική και στην λεγόμενη αριστερή και… κομμουνιστική ιστοριογραφία- πως η στροφή στην πολιτική της Κομουνιστικής Διεθνούς και της ΕΣΣΔ είναι συνέπεια του συμφώνου Ρίμπεντροπ- Μολότοφ και όχι της έναρξης του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το πόνημα του ιστορικού τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ που ισχυρίζεται ακριβώς αυτό το πράγμα.

Χωρίς αμφιβολία το σύμφωνο Ρίμπεντροπ- Μολότωφ ήταν ένας σταθμός στις τότε διεθνείς σχέσεις. Εκείνο που εξασφάλισε το σύμφωνο Ρίμπεντροπ- Μολότοφ ήταν το ελάχιστο, αλλά πολύ σημαντικό, για την σοβιετική εξωτερική πολιτική. Αφού δεν ήταν δυνατόν να αποτραπεί ένας γενικευμένος πόλεμος στην Ευρώπη από μέρους του φασισμού αποτρεπόταν προσωρινά ένας πόλεμος του φασιστικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου εναντίον της ΕΣΣΔ. Παρόλα αυτά τίποτα δεν άλλαξε ως συνέπεια του συμφώνου στην πολιτική της ΚΔ και των κομμουνιστικών κομμάτων. Αν και υπήρξαν δυσκολίες στην κατανόησή του από κόμματα και παράγοντες του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος εντούτοις η εκτίμηση της ΚΔ ότι ο επικείμενος πόλεμος θα είναι ιμπεριαλιστικός παραμένει. Δεν τροποποιήθηκε επίσης ούτε η πολιτική του ενιαίου εργατικού και αντιφασιστικού μετώπου καθώς και η πολιτική των λαϊκών μετώπων.

Η μεγάλη στροφή στην πολιτική της ΚΔ και των κομμουνιστικών κομμάτων συντελείται με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως έχουμε αναφέρει με άλλη ευκαιρία ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος ξέσπασε την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, όταν ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στην Πολωνία. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939, στις 11 το πρωί, η αγγλική κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία. Το βράδυ της ίδιας ημέρας με το μέρος της Αγγλίας τάχθηκε η Γαλλία και το ίδιο έκαναν οι Ινδίες, η Αυστραλία και η Ν. Ζηλανδία. Στις 8/9/1939 η ΚΔ εξέδωσε οδηγία με την οποία επιβεβαίωσε την εκτίμηση του 7ου Συνεδρίου ότι ο επικείμενος πόλεμος- που τώρα είχε ξεσπάσει- ήταν ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές. Ταυτόχρονα όμως άλλαξε η πολιτική των μετώπων. Το ενιαίο εργατικό μέτωπο κατά του φασισμού και τα λαϊκά μέτωπα είχαν χάσει την σημασία τους κι εκ των πραγμάτων μετατράπηκαν σε μία πολιτική επιδίωξης συγκρότησης πλατιών μετώπων κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Η τροποποίηση αυτή της πολιτικής της ΚΔ και των κομμουνιστικών κομμάτων ήταν απολύτως λογική. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος δεν ερχόταν. Ήταν ήδη μια πραγματικότητα. Κι αυτός ο πόλεμος δεν γινόταν για την αντιμετώπιση του φασισμού αλλά για την παγκόσμια κυριαρχία τους ενός ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου σε βάρος του άλλου. Αν η Κομμουνιστική Διεθνής δεν έκανε στροφή στην πολιτική της και διατηρούσε την πολιτική των μετώπων με το παλιό περιεχόμενο θα έστελνε το εργατικό κίνημα στην αγκαλιά του ενός ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, του αγγλογαλικού, και μάλιστα χωρίς όρους, χωρίς κανένα όφελος γι’ αυτό, την στιγμή που οι αγγλογάλλοι έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να στρέψουν τον φασιστικό ιμπεριαλιστικό συνασπισμό εναντίον της ΕΣΣΔ. Εξ’ αντικειμένου η διατήρηση της παλιάς πολιτικής θα μετατρεπόταν σε μια σοσιαλπατριωτική, αντισοβιετική πολιτική.

 

Το 7ο Συνέδριο της ΚΔ και ο κίνδυνος του πολέμου στα Βαλκάνια

Εξετάζοντας την πολιτική της ΚΔ στα Βαλκάνια οφείλουμε να την κρίνουμε με ορόσημο την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Να κατανοούμε δηλαδή ότι σ’ αυτή την πολιτική υπάρχουν δύο φάσεις. Η πρώτη πριν τον πόλεμο και η δεύτερη αφότου αυτός έχει ξεσπάσει. Ταυτόχρονα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη ότι η πολιτική της ΚΔ- έτσι έπρεπε να συμβαίνει- ποτέ δεν ήταν μια πολιτική γενικών αποφάσεων παντός τόπου και καιρού που ίσχυε το ίδιο, σε όλες τις καταστάσεις, για όλες τις χώρες και για όλα τα μέρη του κόσμου. Το γενικό, το ειδικό και το συγκεκριμένο, στη συνάφειά τους, είναι βασικός νόμος της μαρξιστικής διαλεκτικής.

Στο πλαίσιο αυτό, το 7ο Συνέριο της ΚΔ αφού εκτίμησε ότι ο επερχόμενος παγκόσμιος πόλεμος θα ήταν ιμπεριαλιστικός διαμόρφωσε μια ειδική θέση για ‘κείνες τις χώρες που ήταν μεν καπιταλιστικές αλλά ήταν μικρές κι εξαρτημένες. Στην πολιτική απόφαση του συνεδρίου πάνω στην εισήγηση του Τολιάτι, ανάμεσα σε άλλα, διαβάζουμε: «Αν οποιοδήποτε αδύνατο κράτος υποστεί επίθεση από μια ή περισσότερες μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πού θα θέλαν να καταστρέφουν την ανεξαρτησία του και την εθνική του ενότητα ή να το διαμοιρασθούν όπως αυτό έγινε στην ιστορία τής Πολωνίας, ο πόλεμος της εθνικής μπουρζουαζίας μιας τέτοιας χώρας για την απόκρουση αυτής της επίθεσης, μπορεί να πάρει χαρακτήρα απελευθερωτικού πολέμου στον όποιο η εργατική τάξη και οι κομμουνιστές αυτής της χώρας δεν μπορούν να μην επέμβουν. Το καθήκον των κομμουνιστών μιας τέτοιας χώρας έγκειται στο ότι διεξάγοντας μια αδιάλλακτη πάλη για να εξασφαλίσουν τις οικονομικές και πολιτικές θέσεις των εργατών, των εργαζομένων αγροτών και των εθνικών μειονοτήτων, να μπουν ταυτόχρονα στις πρώτες γραμμές των αγωνιστών για την εθνική ανεξαρτησία και να διεξάγουν ως το τέλος τον απελευθερωτικό πόλεμο, μην επιτρέποντας στη «δική τους» κεφαλαιοκρατία να ζητήσει συμβιβασμούς με τις επιτιθέμενες δυνάμεις εις βάρος των συμφερόντων τής χώρας τους» («Το Κομμουνιστικό Κόμμα 1931- 1936- Πέντε Χρόνια Αγώνων», Έκδοση ‘‘Ριζοσπάστη’’. Αθήνα, Μάης 1936, σελ. 500- 501 και ΚΟΜΕΠ, τ.13 15/9/1935, σελ. 607).

Η θέση αυτή του 7ου Συνεδρίου ίσχυε για όλες τις βαλκανικές χώρες και φυσικά για την Ελλάδα. Αν, μάλιστα, ο αναγνώστης κάνει τις ανάλογές συγκρίσεις θα διαπιστώσει πως όλο της το πνεύμα υπάρχει πλήρως αποτυπωμένο στο περίφημο πρώτο Γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί πως αυτή η απόφαση παρέμεινε εν ισχύ και μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου καθώς ποτέ και πουθενά η Κομμουνιστική Διεθνής δεν αμφισβήτησε το δικαίωμα μιας μικρής χώρας, του λαού της και των κομμουνιστών να υπερασπίσουν την εθνική τους ανεξαρτησία από την επίθεση μιας ή περισσότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Ειδικά για την Ελλάδα η ΚΔ εξέδωσε ειδικές οδηγίες τον Ιούλιο του 1939, στο πνεύμα της προαναφερόμενης απόφασης του 7ου Συνεδρίου. Πρόκειται για τις οδηγίες στις οποίες αναφέρθηκέ ο Γ. Σιάντος στην εισήγησή του στη 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (Δεκέμβρης 1942- Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος πέμπτος, Αθήνα 1981, σελ. 296). Ας δούμε τι λέει αυτό το ντοκουμέντο για το ζήτημα ενδεχόμενης πολεμικής εισβολής της Ιταλίας στην Ελλάδα:

«Αν συμβεί να επιτεθούν κατά της Ελλάδας οι φασίστες επιδρομείς (Μουσολίνι, Χίτλερ) ενώ στην εξουσία βρίσκεται η δικτατορική κυβέρνηση του Μεταξά, δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνει για να στρέψουμε εναντίον της τα όπλα, εάν αυτή θα αντισταθεί στους επιδρομείς . Εμείς θα μαχόμαστε με όλες τις δυνάμεις εναντίον του κύριου εχθρού, των φασιστικών στρατευμάτων που εισέβαλαν στην Ελλάδα. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, οφείλουμε να μην ξεχνάμε ότι η δικτατορία της βασιλοστρατοκρατικής και μεγαλοκαπιταλιστικής κλίκας δεν αποτελεί καμιά εγγύηση, δεν αξίζει να την εμπιστευόμαστε, γιατί αυτή μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να συνθηκολογήσει με τον εχθρό, να προδώσει το λαό. Εμείς πρέπει να παίρνουμε όλα τα επιβαλλόμενα από τις περιστάσεις μέτρα, για να συσπειρώνουμε τις δημοκρατικές μάζες, να τις δραστηριοποιούμε, ώστε να είναι σε θέση να παρεμποδίσουν οποιαδήποτε συνθηκολόγηση και προδοσία, να μπορέσουν να φέρουν το έργο της άμυνας της χώρας σε νικηφόρο πέρας.

Ότι η δικτατορία διώκει τους κομμουνιστές, είναι σε όλους γνωστό. Αν αυτή, κατά την επιστράτευση, απαιτήσει τυπική αντικομμουνιστική δήλωση ή όχι, αυτό δεν μπορεί να αλλάξει τη γραμμή μας» (Γρ. Φαράκος: «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος- Σχέσεις ΚΚΕ και Διεθνούς Κομμουνιστικού Κέντρου», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σελ. 343).

 

Η βαλκανική πολιτική της ΚΔ μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Όπως προαναφέραμε, μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η ΚΔ τροποποίησε την πολιτική της θέτοντας στην πρώτη γραμμή το καθήκον, οι κομμουνιστές να πρωταγωνιστήσουν στην συγκρότηση πλατιών μετώπων κατά ιμπεριαλιστικού πολέμου και κατά των δύο αντιμαχόμενων ιμπεριαλιστικών συνασπισμών.

Στο πνεύμα αυτό, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1939 η Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ εξέδωσε οδηγίες με γενικό τίτλο «Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και τα Βαλκάνια». Οι οδηγίες αυτές δεν αφορούσαν στο ενδεχόμενο μια βαλκανική χώρα να υποστεί την επίθεση μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης κι ούτε σε έναν πόλεμο στον οποίο ήδη είχαν μπει τα βαλκάνια αλλά σ’ εκείνο που έμοιαζε πιθανότερο: Με δεδομένο ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είχε επισήμως ξεκινήσει στην Ευρώπη, υπήρχε ο κίνδυνος να αυξηθεί η πίεση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για προσχώρηση των βαλκανικών χωρών με το μέρος του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού συνασπισμού, στο πλαίσιο του γενικότερου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Να επεκταθεί δηλαδή ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος ως τέτοιος στα βαλκάνια και τα τελευταία να μετατραπούν σε θέατρο αυτού του πολέμου. Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο και στην συγκεκριμένη ιστορική στιγμή- πριν δηλαδή ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος αγκαλιάσει τη Βαλκανική χερσόνησο- η ΚΔ κάλεσε τα κομμουνιστικά κόμματα των βαλκάνιων «στο παρόν στάδιο… να αγωνισθούν κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου, κατά της ανάμιξης στον πόλεμο, κατά των εμπρηστών του πολέμου, όποιοι κι αν είναι και κάτω από οποιαδήποτε μάσκα κι αν παρουσιάζονται». Αυτό πρωτίστως σήμαινε την πάλη κατά των αντιδραστικών κυβερνήσεων των βαλκανικών χωρών αφού αυτές ήταν που θα επιδίωκαν και θα παζάρευαν την συμμετοχή της χώρας στον ένα ή στον άλλο ιμπεριαλιστικό συνασπισμό. Ταυτόχρονα η ΚΔ πρόταξε την πάλη για την ειρήνη και την εθνική ανεξαρτησία των βαλκανικών λαών και υπογράμμισε πως αυτή η πάλη μπορούσε να στηριχθεί μόνο στην διεθνή αλληλεγγύη των εργατών και στην ΕΣΣΔ. Τέλος, κάλεσε τα ΚΚ να συνδέσουν την πάλη κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου με την προοπτική της εργατοαγροτικής εξουσίας (Γρ. Φαράκος: «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος- Σχέσεις ΚΚΕ και Διεθνούς Κομμουνιστικού Κέντρου», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σελ. 165- 168).

Συνοψίζοντας πάνω στην Βαλκανική πολιτική της ΚΔ πριν και μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου οφείλουμε να σημειώσουμε ορισμένα συμπεράσματα.

Πρώτον: Η ΚΔ ποτέ δεν χαρακτήρισε τις βαλκανικές χώρες ως χώρες ιμπεριαλιστικές και ποτέ δεν αρνήθηκε το δικαίωμά τους, το δικαίωμα των λαών τους και την υποχρέωση των κομμουνιστών να υπερασπίσουν την εθνική τους ανεξαρτησία στην περίπτωση που δέχονταν επίθεση από μία μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη.

Δεύτερον: Αφότου ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος προσπάθησε να κινητοποιήσει τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, την εργατική τάξη και τους βαλκανικούς λαούς ενάντια σ’ αυτόν τον πόλεμο και στην εμπλοκή των χωρών τους υπερ του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού συνασπισμού.

Τρίτον: Υπερασπίζοντας την εθνική τους ανεξαρτησία και παλεύοντας κατά της εμπλοκής της χώρας τους στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο οι λαοί και τα κομμουνιστικά κόμμα των Βαλκανίων όφειλαν είναι πρωταγωνιστές σε αυτή την πάλη, να αναδεικνύονται σε ηγέτες της και να την προσανατολίζουν ώστε ως τελικός στόχο να έχει την ανατροπή των αντιδραστικών κυβερνήσεων και το άνοιγμα του δρόμου για την εργατοαγροτική εξουσία, για την υπέρβαση δηλαδή του καπιταλισμού.

Τέταρτον: Το ΚΚΕ, παρά τους διωγμούς τους οποίους υπέστη, παρά την τραγικά δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αυτή την πολιτική της ΚΔ την εφάρμοσε με εξαιρετική ικανότητα και ευλυγισία. Τα γράμματα του Ζαχαριάδη είναι η ιστορική απόδειξη, παρόλο που μόνο το πρώτο δημοσιοποιήθηκε εγκαίρως. Η ιστορική αξία των δύο άλλων σε διαλεκτική σχέση με το πρώτο είναι αδιαμφησβήτητο τεκμήριο για την ορθή προσέγγιση της ιστορίας του κόμματος στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Ο ιστορικός ρόλος του τότε ηγέτη του ΚΚΕ, στην συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, είναι ανυπέρβλητος.

 

Αντί επιλόγου

Στον αντίποδα αυτής της ανάλυσης κινείται η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ με το πόνημα του ιστορικού τμήματος για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Βγάζει έξω από το ιστορικό τους πλαίσιο τις οδηγίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της 28ης Σεπτεμβρίου 1939, και τις χρησιμοποιεί για «πάσα νόσον…» και ως αποδεικτικό στοιχείο της θέσης της ότι ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν ένα ιμπεριαλιστικός πόλεμος και από τις δύο πλευρές. Διαβάζει τα ντοκουμέντα όπως την βολεύουν κι εμφανίζει το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα και την ΚΔ ως ένα αλλοπρόσαλλο συνονθύλευμα που άλλα έλεγε την μια στιγμή και άλλα την άλλη, καταπατώντας κάθε έννοια και κάθε αρχή του μαρξισμού- λενινισμού. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο παρουσιάζει τους κομμουνιστές και την ΕΣΣΔ εκείνης της περιόδου η αντικομουνιστική προπαγάνδα, αποδίδοντας όμως στο κομμουνιστικό κίνημα και στη Σοβιετική Ένωση δυο σταθερές: την δολιότητα και τον μακιαβελισμό. Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ δεν έχει φτάσει ακόμη σ’ αυτό το σημείο αλλά κάνει ότι μπορεί για να δικαιώσει τον ταξικό αντίπαλο. Αδιάφορο είναι αν το κατανοεί.

Ο Μ. Μαΐλης, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να μας αντικρούσει, γράφει: «Οι Γ. Πετρόπουλος και Δ. Δημητριάδης (;) καταγγέλλουν το ΚΚΕ ότι ξεπατικώνει τον Αγι Στίνα (τροτσκιστής)… Πρώτη απάτη: Αντί να παραθέσουν αποσπάσματα από τον τροτσκισμό, θα μπορούσαν, αν ήταν καλοπροαίρετοι, να παραθέσουν το τι έλεγε η Κομμουνιστική Διεθνής εκείνο το διάστημα για το χαρακτήρα του πολέμου (αντιγράφοντας, άραγε, κι αυτή τον τροτσκισμό;). Κρύβουν όμως το τι έλεγε η ΚΔ και παραθέτουν τον Στίνα, για να ψαρέψουν σε θολά νερά. Στις 28 του Σεπτέμβρη 1939, λοιπόν, η οδηγία της ΚΔ προς τα ΚΚ των Βαλκανίων, με τίτλο «Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και τα Βαλκάνια», έλεγε…».

Για τον Μάκη Μαΐλη και την ηγεσία του ΚΚΕ, που τα τελευταία χρόνια αντικατέστησαν την θεωρία του μαρξιστικού- λενινιστικού κόμματος νέου τύπου με τη νεόκοπη θεωρία του κόμματος παντός καιρού, όλα είναι ίσωμα. Στο μυαλό τους έχουν ένα κόμμα κι ένα κίνημα παντός καιρού που κινούνται με αποφάσεις παντός τόπου και καιρού. Έτσι, οι οδηγίες της ΚΔ για την αποτροπή της προσχώρησης των βαλκανικών χωρών στους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς και της εμπλοκής τους στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ήταν αρκετές για να καθορίσουν τη στάση των κομμουνιστικών κομμάτων και των βαλκανικών λαών στην περίπτωση που η χώρα τους, στη συνέχεια, εμπλεκόταν στον οποιοδήποτε πόλεμο με οποιαδήποτε χώρα. Αυτή την άποψη λανσάρει σήμερα η ηγεσία του ΚΚΕ για να δικαιολογήσει την προσχώρησή της στις νεοτροτσκιστικές ιδεοληψίες. Και μένει άφωνη όταν φτάνει σε μετέπειτα κείμενα της ΚΔ, όπως αυτό της 10/1/1941 (το οποίο παραθέσαμε ολόκληρο στο προηγούμενο σημείωμα) όπου διαβάζει: «Η εθνική ανεξαρτησία του ελληνικού λαού βρέθηκε υπό σοβαρότατη απειλή, εξαιτίας της στρατιωτικής επίθεσης του ιταλικού ιμπεριαλισμού κατά της Ελλάδας, που αποσκοπεί στην κατάκτηση των ελληνικών εδαφών, την υποταγή του ελληνικού λαού στην ιταλική κυριαρχία και την παγίδευση της Ελλάδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο με το μέρος του γερμανο-ιταλικού συνασπισμού. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας ενήργησε απολύτως σωστά, στεκόμενο στο πλευρό του στον αμυντικό αγώνα κατά του ιμπεριαλιστή κατακτητή».

Μα είναι δυνατόν η ΚΔ άλλα να λέει στις 28 Σεπτεμβρίου του 1939 και άλλα στις 10 Γενάρη του 1941; Κάπως έτσι αναρωτιέται η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ που όλα τα αντιλαμβάνεται ως αιώνιες κι αμετακίνητες αξίες και δεν της περνάει από το μυαλό ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά ντοκουμέντα που αφορούν διαφορετικές καταστάσεις. Και δίνει απάντηση με τον μοναδικό τρόπο που μόνο αυτή ξέρει να σκέπτεται και να απαντάει. Το Πρωτόκολλο της 10/1/1941 περιέχει αντιφάσεις μας λέει ο Μαΐλης. Σοφόν!!! Για αντιφάσεις του Πρωτοκόλλου μιλάει και το πόνημα του ιστορικού τμήματος για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο (σελ. 146), όπου ανάμεσα στα άλλα διαβάζουμε: «Η ΚΔ χαρακτήρισε ιμπεριαλιστικό τον πόλεμο τόσο της Ιταλίας ενάντια στην Ελλάδα όσο και τον γενικότερο αλλά τον ονόμαζε ‘‘αμυντικό’’ από την πλευρά της κυβέρνησης Μεταξά». Αυτό κι αν δεν είναι σοφόν!!!

Το σίγουρο είναι ότι η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ έχει ξεκόψει εντελώς από τον Μαρξισμό. Γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνεται ότι κάθε συγκεκριμένη κατάσταση απαιτεί συγκεκριμένη ανάλυση. Και κάθε συγκεκριμένη ανάλυση αφορά σε συγκεκριμένη κατάσταση. Με τις αναλύσεις της ΚΔ η ηγεσία του ΚΚΕ βρίσκεται σε πλήρη διάσταση. Προσχηματικά τσαλαβουτάει στις αποφάσεις της και αξιοποιεί- κόβοντας και ράβοντας- ό,τι νομίζει πως μπορεί να της φανεί χρήσιμο. «Φύλλο συκής» για να κρύψει την προσχώρησή της στις νεοτροτσκιστικές αναλύσεις είναι οι αναφορές της στην ΚΔ. Αυτό το «φύλλο συκής» ο Μ. Μαΐλης επιχείρησε να το κρατήσει μπροστά του με χέρια και με δόντια, παριστάνοντας τον εξοργισμένο επειδή αποκαλύψαμε ότι ξεπατικώνουν τον Αγι Στίνα. Αλλά να ξεπατίκωναν μόνο αυτόν… Ξεπατικώνουν ολόκληρο το νεοτροτσισμό ανεξαρτήτου οργανώσεως!!! Ιδού η απόδειξη: Στα τέλη του 1946 το ΚΚΕ οργάνωσε μια σειρά διαλέξεις στις οποίες αντιπαρατέθηκε το ίδιο, ιδεολογικά και πολιτικά με όλες τις τότε τροτσκιστικές οργανώσεις. Σε μία από αυτές ο εκπρόσωπος του ΚΔΚΕ, είπε τα παρακάτω: «Στην Ελλάδα το Κ.Κ.Ε., ακολουθώντας το γενικό αντεπαναστατικό εκφυλισμό της σταλινισμένης Κομμουνιστικής Διεθνούς, εγκαταλείποντας τη μαρξική θέση, ότι ‘‘οι εργάτες δεν έχουνε πατρίδα’’ και τη λενινική πολιτική της ‘‘μετατροπής που ιμπεριαλιστικού πολέμου σ’ εμφύλιο’’, τάχτηκε από το 1936 ‘‘για την υπεράσπιση τής ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας’’, δηλαδή για την υπεράσπιση της αστικής πατρίδας. Στα 1940 με το γράμμα του Ζαχαριάδη η σταλινική γραφειοκρατία κάλεσε τις μάζες να τραβήξουνε στο ιμπεριαλιστικό σφαγείο, με τον ισχυρισμό, ότι ο πόλεμος του Μεταξά ήτανε ένας πόλεμος εθνικοαπελευθερωτικός. Αντίθετα από τους 4 διεθνιστές που καταγγείλανε τον αντιδραστικό χαραχτήρα που ο πόλεμος είχε, τόσο από την πλευρά του Ιταλικού όσο κι από την πλευρά του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Που αποκαλύψανε ότι ο ελληνοϊταλικός πόλεμος δεν ήτανε τίποτε άλλο παρά μια πράξη, ένα επεισόδιο του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου και διακηρύξανε πως ο ρόλος της ελληνικής μπουρζουαζίας και της διχτατορικής της κυβέρνησης- (που συναγωνίζονταν το φασισμό στις καταπιεστικές μέθοδές της σέ βάρος του ελληνικού λαού)- ήτανε ο αντιδραστικός ρόλος ενός μικροσκοπικού ιμπεριαλιστικού δορυφόρου στην υπηρεσία των μεγάλων ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων τής Δύσης» (Οι Διαλέξεις- Συζητήσεις ανάμεσα στο ΚΚΕ και τις παραφυάδες του Ελληνικού Τροτσκισμού», Έκδοση ‘’Κομμουνιστικής Επιθεώρησης’’, Αθήνα 1947, σελ. 78).

Ας μας πει η ηγεσία του ΚΚΕ τι διαφορετικό λέει για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την πολιτική του ΚΚΕ μετά το 7ο Συνέδριο της ΚΔ, απ’ όσα είπε ο εκπρόσωπος του ΚΔΚΕ το 1946; Κι ο Δ. Κουτσούμπας ας μας ξαναμιλήσει για το πώς το σημερινό ΚΚΕ βλέπει κριτικά την ιστορία του και βγάζει συμπεράσματα. Γιατί πολλά μας τα είπε στην εκδήλωση για τον Χαρίλαο Φλωράκηστην εκδήλωση για τον Χαρίλαο Φλωράκη στο Χαλάνδρι.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

Για να έχουν πλήρη εικόνα οι αναγνώστες μας, δίνουμε στη συνέχεια ολόκληρα τα ντοκουμέντα της ΚΔ που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ A

7ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΔ

Απόφαση

πάνω στην εισήγηση του σ. Έρκολι:

Τα καθήκοντα τής Κομμουνιστικής Διεθνούς σχετικά με τον ετοιμαζόμενο καινούριο παγκόσμιο Ιμπεριαλ. πόλεμο

(Ψηφίστηκε στις 20 Αυγούστου 1935

(ΠΗΓΗ: «Το Κομμουνιστικό Κόμμα 1931- 1936- Πέντε Χρόνια Αγώνων», Έκδοση ‘‘Ριζοσπάστη’’. Αθήνα, Μάης 1936, σελ. 495- 502 και ΚΟΜΕΠ, τ.13 15/9/1935, σελ. 604- 608).

Ι. ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ MOIPΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η παγκόσμια οικονομική κρίση και η ρήξη της καπιταλιστικής σταθεροποίησης γεννήσανε μιαν υπέρτατη αστάθεια σ’ όλες τις διεθνείς σχέσεις. Η ένταση της πάλης στην παγκόσμια αγορά, που στένεψε υπερβολικά εξ αιτίας τής οικονομικής κρίσης, οδήγησε σ’ ένα λυσσαλέο οικονομικό πόλεμο.

Ο γιαπωνέζικος ιμπεριαλισμός που διεξάγει τον πόλεμο στην Απω Ανατολή, εγκαινίασε το καινούργιο μοίρασμα του κόσμου.

Η στρατιωτική κατοχή τής Μαντζουρίας και της Βόρειας Κίνας σημαίνει την πραγματική εκμηδένιση των συμφωνιών της Ουάσιγκτον, που κανονίζανε την κατανομή των σφαιρών επιρροής μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην Κίνα, όπως επίσης και τις σχέσεις τους στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η ληστρική εκστρατεία τής Ιαπωνίας φέρνει πιά μια εξασθένηση της επιρροής τού εγγλέζικου ιμπεριαλισμού στην Κίνα, απειλεί τις θέσεις της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών στον Ειρηνικό Ωκεανό και αποτελεί μια προπαρασκευή του αντεπαναστατικού πολέμου ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.

Από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών παρέμειναν μονάχα τα κρατικά σύνορα και η κατανομή των αποικιακών εντολών. Η διάλυση τής συνθήκης των Βερσαλλιών αποτελειώθηκε με το σταμάτημα των πληρωμών των επανορθώσεων, με την επαναφορά της γενικής στρατιωτικής θητείας από την κυβέρνηση του Χίτλερ, όπως και με τη σύναψη της ναυτικής συμφωνίας μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας.

Οι Γερμανοί φασίστες που είναι οι κύριοι υποκινητές του πολέμου και που ζητούν να εγκαταστήσουν στην Ευρώπη την ηγεμονία του γερμανικού ιμπεριαλισμού, θέτουνε το ζήτημα τής μεταβολής των ευρωπαϊκών συνόρων μέσον του πολέμου και εις βάρος των γειτόνων τους. Τα τυχοδιωκτικά σχέδια των Γερμανών φασιστών τραβούν πολύ μακριά: σκοπός τους η στρατιωτική ρεβάνς (εκδίκηση) ενάντια στη Γαλλία, το μοίρασμα τής Τσεχοσλοβακίας, η εκμηδένιση της ανεξαρτησίας των Βαλτικών χωρών, τις όποιες θέλουν να κάμουν βάσεις ανεφοδιασμού για την εξόρμηση ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Σκοπός τους επίσης η απόσπαση της Σοβιετικής Ουκρανίας από την ΕΣΣΔ. Ζητούν για τους εαυτούς τους αποικίες, προσπαθούν να ερεθίσουν τα πνεύματα για τον παγκόσμιο πόλεμο, με σκοπό ένα καινούργιο μοίρασμα του κόσμου. Όλα αυτά τα σχέδια των απερίσκεπτων εμπρηστών τού πολέμου συντείνουν στην επιδείνωση των αντιθέσεων ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη και δημιουργούν την ταραχή σ’ όλη την Ευρώπη.

Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός βρήκε στην Ευρώπη ένα σύμμαχο, τον πολωνικό φασισμό, που ζητά επίσης να επεκτείνει τα εδάφη του σέ βάρος τής Τσεχοσλοβακίας, των Βαλτικών χωρών και τής Σοβιετικής ‘Ένωσης.

Οι διευθύνοντες κύκλοι της εγγλέζικης μπουρζουαζίας υποστηρίζουν τους γερμανικούς εξοπλισμούς για να εξασθενήσουν την ηγεμονία της Γαλλίας πάνω στην ευρωπαϊκή Ήπειρο, για να στρέψουν την αιχμή των γερμανικών εξοπλισμών από τη Δύση προς την Ανατολή και για να κατευθύνουν την επιθετικότητα της Γερμανίας ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Με την πολιτική αυτή η Αγγλία ζητεί να δημιουργήσει πάνω στην παγκόσμια κλίμακα ένα αντίβαρο στις Ηνωμένες Πολιτείες και να δυναμώσει ταυτόχρονα τις αντισοβιετικές τάσεις όχι μόνον τής Γερμανίας, μα επίσης και της Ιαπωνίας, όπως και τής Πολωνίας.

Η πολιτική αυτή τού εγγλέζικου ιμπεριαλισμού αποτελεί ένα από τούς παράγοντες πού επιταχύνουν το ξέσπασμα του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Ο ιταλικός ιμπεριαλισμός περνά κατ’ ευθείαν στην κατάχτηση της Αβησσυνίας, προκαλώντας έτσι μια νέα ένταση μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Ο κύριος ανταγωνισμός μέσα στο στρατόπεδο των ιμπεριαλιστών είναι ο Άγγλο- αμερικάνικος, πού εξασκεί την επιρροή του σ’ όλες τις αντιφάσεις τής παγκόσμιας πολιτικής. Ο ανταγωνισμός αυτός οδήγησε στη Νότιο ’Αμερική, όπου τα αντίμαχα συμφέροντα τής ’Αγγλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών συγκρούονται με τη μεγαλύτερη βιαιότητα, στον πόλεμο μεταξύ στους νοτιαμερικανούς υποτελείς των δύο δυνάμεων (Βολιβίας, Παραγουάης, Κολομβίας, Περού) και απειλεί να προκαλέσει καινούργιες στρατιωτικές συρράξεις στη Μεσημβρινή και Κεντρική ’Αμερική (Κολομβία- Βενεζουέλα) .

Τη στιγμή που προ πάντων τα φασιστικά κράτη- η Γερμανία, ή Πολωνία, η Ουγγαρία, η ’Ιταλία- είναι εκείνα πού επιθυμούν απροκάλυπτα ένα καινούργιο μοίρασμα του κόσμου και τη μεταβολή των συνόρων στην Ευρώπη, υπάρχει η τάση σ’ άλλα κράτη να διατηρηθεί η τωρινή κατάσταση (στάτους κβο). Αυτή ή τάση αντιπροσωπεύεται τώρα, σέ παγκόσμια κλίμακα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, προ πάντων απ’ τη Γαλλία. Και ή τάση των δυο αυτών κύριων Ιμπεριαλιστικών κρατών για τη διατήρηση του στάτους κβο, υποστηρίζεται από ένα ορισμένο αριθμό μικρών κρατών (τη Μικρή Αντάντ και τη Βαλκανική Συνεννόηση, μερικά Βαλτικά κράτη) των όποιων ή ανεξαρτησία απειλείται από ένα καινούργιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

H νίκη του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, πού αποτελεί την πιο αντιδραστική, την πιο επιθετική μορφή του φασισμού και οι προκλήσεις του για τον πόλεμο σπρώξανε τα κόμματα του πολέμου, πού αντιπροσωπεύουν τα πιο αντιδραστικά και σοβινιστικά στοιχεία τής μπουρζουαζίας να οξύνουν σ’ όλες τις χώρες, την πάλη για την κατάχτηση τής εξουσίας και να εντείνουν τη φασιστικοποίηση του κρατικού μηχανισμού.

Οι αχαλίνωτοι εξοπλισμοί τής φασιστικής Γερμανίας και ειδικά ή επαναφορά τής στρατιωτικής θητείας και το τεράστιο δυνάμωμα των ναυτικών και εναερίων εξοπλισμών τής Γερμανίας προκάλεσαν σ’ όλες τις καπιταλιστικές χώρες ένα καινούργιο δυναμωμένο κυνηγητό των εξοπλισμών.

Παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση, ή πολεμική βιομηχανία ανθίζει όσο ποτέ άλλοτε. Στις χώρες όπου ή προετοιμασία του πολέμου προχώρησε παραπάνω από κάθε άλλη (Γερμανία, Ιαπωνία, ’Ιταλία, Πολωνία), ή εθνική οικονομία έχει ήδη τοποθετηθεί σέ πολεμική βάση. Κοντά στον ταχτικό στρατό, προετοιμάζουν τα ειδικά φασιστικά αποσπάσματα για την εξασφάλιση των «μετόπισθεν» και τής υπηρεσίας τής χωροφυλακής του μετώπου. Σ’ όλες τις καπιταλιστικές χώρες ή στρατιωτική προπαρασκευή φτάνει ως τούς εφήβους ακόμα. Ή εκπαίδευση και ή προπαγάνδα στο πνεύμα τής σοβινιστικής και φυλετικής δημαγωγίας, γίνονται με δαπάνες του κράτους και ενθαρρύνονται με κάθε τρόπο.

Αν και τη στιγμή αυτή ή επιδείνωση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων κάμνει πιο δύσκολο τον σχηματισμό ενός αντισοβιετικού συνασπισμού, οι φασιστικές κυβερνήσεις και τα κόμματα του πολέμου στις καπιταλιστικές χώρες δεν παραιτηθήκανε από την προσπάθεια να λύσουν αυτές τις αντιθέσεις σέ βάρος τής πατρίδας όλων των εργαζομένων, σέ βάρος τής Σοβιετικής ‘Ένωσης. ‘Ο κίνδυνος ξεσπάσματος ενός καινούργιου ιμπεριαλιστικού πολέμου απειλεί από μέρα σέ μέρα την ανθρωπότητα.

II. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

Ή γρήγορη πρόοδος τής σοσιαλιστικής βιομηχανίας και γεωργίας, ή εξάλειψη των κουλάκων- τελευταίας καπιταλιστικής τάξης- ή οριστική νίκη του σοσιαλισμού πάνω στον καπιταλισμό και το κατά συνέπεια δυνάμωμα τής αμυντικής ικανότητας τής χώρας είχαν σαν αποτέλεσμα οι σχέσεις τής Σοβιετικής Ένωσης με τις καπιταλιστικές χώρες να μπούνε σέ μια νέα φάση.

Ή θεμελιώδης αντίθεση μεταξύ του σοσιαλιστικού και του καπιταλιστικού κόσμου έγινε ακόμα πιο οξεία. Άλλα„ χάρη στη δύναμή της, πού ολοένα και μεγαλώνει ή Σοβιετική “Ένωση πού μπόρεσε να προλάβει την επίθεση πού είχαν έτοιμη οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και οι υποτελείς της και να αναπτύξει μια συνεπή πολιτική ειρήνης ενάντια σ’ όλους τούς υποκινητές τού πολέμου. Έτσι ή Σοβιετική Ένωση έγινε το κέντρο προσελκύσεως όχι μόνο των εργατών πού έχουν ταξική συνείδηση, μα επίσης και όλου του εργαζόμενου λαού πού στις καπιταλιστικές και αποικιακές χώρες θέλει την ειρήνη. Εξόν απ’ αυτό, η φιλειρηνική πολιτική τής ΕΣΣΔ όχι μόνο εματαίωσε τα σχέδια των ιμπεριαλιστών πού σκόπευαν την απομόνωση τής Σοβιετικής Ένωσης, μα σύγχρονα έβαλε τα θεμέλια τής συνεργασίας της με τα μικρά κράτη για τη διατήρηση τής ειρήνης, με τα μικρά κράτη για τα όποια ό πόλεμος, πού απειλεί την ανεξαρτησία τους, αποτελεί ένα ιδιαίτερο κίνδυνο, όπως επίσης και με τα κράτη εκείνα πού στη δεδομένη στιγμή ενδιαφέρονται για τη διατήρηση τής ειρήνης.

Ή φιλειρηνική πολιτική τής ΕΣΣΔ, αντιτάσσοντας τον προλεταριακό διεθνισμό στις εθνικιστικές και φυλετικές διαμάχες, δεν έχει μόνο για σκοπό της την υπεράσπιση τής χώρας των Σοβιέτ, την εξασφάλιση τής σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης. Προστατεύει τη ζωή των εργατών όλων των χωρών, τη ζωή όλων των καταπιεζομένων και εκμεταλλευομένων. Σημαίνει την υπεράσπιση τής εθνικής ανεξαρτησίας των μικρών εθνών, εξυπηρετεί τα ζωτικά συμφέροντα τής ανθρωπότητας, υπερασπίζει τον πολιτισμό ενάντια στη βαρβαρότητα του πολέμου.

Τη στιγμή πού ένας καινούργιος πόλεμος μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών ολοένα και πλησιάζει, η δύναμη τού Κόκκινου Στρατού των εργατών και χωρικών τής ΕΣΣΔ παίρνει μια σημασία πού ολοένα και μεγαλώνει μέσα στην πάλη για την ειρήνη. Απέναντι στους εξοπλισμούς, πού οι ιμπεριαλιστικές χώρες εξωθούνε με φρενίτιδα, προ παντός δε η Γερμανία, η ’Ιαπωνία και η Πολωνία, το δυνάμωμα του Κόκκινου Στρατού και ή ενεργός υποστήριξή του παρουσιάζει ζωτικό συμφέρον για όλους εκείνους πού επιθυμούν τη διατήρηση της ειρήνης.

ΙΙΙ. ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ, ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑ¬ΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Το 6ο παγκόσμιο Συνέδριο τής Κομμουνιστικής Διεθνούς, πάνω στη βάση τής διδασκαλίας του Μαρξ- Ένγκελς- Λένιν-Στάλιν για τον πόλεμο, επεξεργάστηκε συγκεκριμένα τα καθήκοντα των κομμουνιστικών κομμάτων και του επαναστατικού προλεταριάτου στην πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Οδηγημένα απ’ αυτή την αρχή τα κομμουνιστικά κόμματα ’Ιαπωνίας και τής Κίνας, άμεσα θιγμένα από τον πόλεμο, διεξήγαν και διεξάγουν με μπολσεβίκικη μέθοδο την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, για την υπεράσπιση του κινέζικου λαού. Το 7ο παγκόσμιο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς επικυρώνοντας τις αποφάσεις του 6ου Συνεδρίου πάνω στην πάλη ενάντια στον Ιμπεριαλιστικό πόλεμο, θέτει στα κομμουνιστικά κόμματα, στους επαναστατημένους εργάτες, στους χωρικούς και τούς καταπιεζόμενους λαούς ολοκλήρου του κόσμου τα εξής κύρια καθήκοντα:

1. Η πάλη για την ειρήνη και την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ. Μπρος στις προκλήσεις για τον πόλεμο των Γερμανών φασιστών και των Γιαπωνέζων ιμπεριαλιστών και τούς εξοπλισμούς πού εξωθούν στο υπέρτατο σημείο τα κόμματα του πολέμου στις καπιταλιστικές χώρες, μπρος στον επικείμενο κίνδυνο ξεσπάσματος ενός αντεπαναστατικού πολέμου ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, το κεντρικό σύνθημα των κομμουνιστικών κομμάτων πρέπει να είναι : Η πάλη για την ειρήνη.

2. Το ενιαίο λαϊκό μέτωπο μέσα στην πάλη για την ειρήνη ενάντια στους υποκινητές του πολέμου: Η πάλη για την ειρήνη ανοίγει στα κομμουνιστικά κόμματα τις μεγαλύτερες δυνατότητες για τη δημιουργία τού πιο πλατιού ενιαίου μετώπου. Στις γραμμές αυτού του ενιαίου μετώπου πρέπει να συγκεντρωθούν όσοι ενδιαφέρονται για τη διατήρηση τής ειρήνης. ‘Η συγκέντρωση των δυνάμεων σέ κάθε δεδομένη στιγμή ενάντια στους κυρίους υποκινητές του πολέμου (τη στιγμή αυτή ενάντια στη φασιστική Γερμανία και την Πολωνία, ίσως και την ’Ιαπωνία πού είναι συνδεδεμένη μαζί τους), αποτελεί το σημαντικότερο τακτικό καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων.

Για το γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ξεσκεπάσει την εθνικιστική δημαγωγία τού χιτλερικού φασισμού, πού κρύβεται κάτω από φράσεις για ενοποίηση του γερμανικού λαού, μα πού πραγματικά οδηγεί το γερμανικό λαό στην απομόνωση και σέ μια καινούργια στρατιωτική καταστροφή. Αναγκαίος όρος και προϋπόθεση τής ενοποίησης του γερμανικού λαού είναι ή ανατροπή του χιτλερικού φασισμού. Ή δημιουργία του ενιαίου μετώπου με τις σοσιαλιστικές και ρεφορμιστικές οργανώσεις (κόμματα, συνδικάτα, συνεταιρισμούς, αθλητικές και μορφωτικές Οργανώσεις) και με τη μάζα των μελών τους, όπως επίσης και με τις μαζικές οργανώσεις εθνικής απολύτρωσης, με θρησκευτικές, δημοκρατικές, πασιφιστικές οργανώσεις και με τούς οπαδούς της έχει αποφασιστική σημασία στην πάλη ενάντια στον πόλεμο και τούς φασίστες εμπρηστές του πολέμου σ’ όλες τις χώρες.

Ο σχηματισμός τού ενιαίου μετώπου με τις σοσιαλδημοκρατικές και ρεφορμιστικές οργανώσεις για την πάλη για την ειρήνη, απαιτεί έναν αποφασιστικό ιδεολογικό αγώνα ενάντια στα αντιδραστικά στοιχεία μέσα στις τάξεις τής σοσιαλδημοκρατίας, στοιχεία πού, μπροστά στον άμεσο κίνδυνο πολέμου τείνουν σέ μια συνεργασία ακόμα πιο στενή με την μπουρζουαζία για την υπεράσπιση τής αστικής πατρίδας και με τη συκοφαντική εκστρατεία τους ενάντια στην ΕΣΣΔ υποστηρίζουν άμεσα την προετοιμασία ενός αντισοβιετικού πολέμου. Απαιτεί μια στενή συνεργασία με όλες εκείνες τις δυνάμεις πού βρίσκονται μέσα στα σοσιαλδημ. κόμματα, τα ρεφορμιστικά συνδικάτα και τις άλλες μαζικές εργατικές οργανώσεις, πού πλησιάζουν προς τις θέσεις τής επαναστατικής πάλης ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Το τράβηγμα των πασιφιστικών οργανώσεων και των μελών τους στις γραμμές του ενιαίου μετώπου πάλης για την ειρήνη αποκτά μεγάλη σπουδαιότητα για την κινητοποίηση των μικροαστικών μαζών, των προχωρημένων διανοουμένων, των γυναικών και των νέων κατά του πολέμου. Υποβάλλοντας πάντοτε σε μια επεξηγηματική κριτική τις εσφαλμένες αντιλήψεις των από καλή πίστη πασιφιστών, παλεύοντας δραστήρια ενάντια σ’ εκείνους τούς πασιφιστές οι όποιοι με την πολιτική τους σκεπάζουν την προετοιμασία του ιμπεριαλιστικού πολέμου από τούς Γερμανούς φασίστες (την καθοδήγηση του Λέμπουρ Πάρτυ στην Αγγλία κτλ.), οι κομμουνιστές πρέπει να εξασφαλίσουν τη συνεργασία όλων των πασιφιστικών οργανώσεων πού εχίνε έτοιμες να κάνουν μαζί τους τουλάχιστο ένα μέρος του δρόμου τής πραγματικής πάλης κατά των ιμπεριαλιστικών πολέμων.

Οι κομμουνιστές οφείλουν να υποστηρίξουν με τη δραστήρια συνεργασία τους το κίνημα του Άμστερνταμ- Πλεγέλ κατά του πολέμου και να βοηθήσουν το ξάπλωμά του.

3. Ο συντονισμός της πάλης κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου και τής πάλης κατά του φασισμού. Ή αντιπολεμική πάλη των μαζών πού ποθούν να διατηρήσουν την ειρήνη, πρέπει να συντονισθεί κατά τον πιο στενότερο τρόπο με την πάλη κατά του φασισμού και τού φασιστικού κινήματος. Είναι αναγκαίο όχι μονάχα να διεξάγουμε μια γενική προπαγάνδα για την ειρήνη, μα κατά πρώτο λόγο μια πάλη ενάντια στους κυριότερους υποκινητές του πολέμου, ενάντια στα φασιστικά κόμματα και τα άλλα ιμπεριαλιστικά κόμματα πολέμου και ενάντια στα συγκεκριμένα μέτρα προετοιμασίας του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

4. Ή πάλη κατά του μιλιταρισμού και των εξοπλισμών. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα σ’ όλες τις καπιταλιστικές χώρες οφείλουν να παλεύουν ενάντια στις πολεμικές δαπάνες (στρατιωτικός προϋπολογισμός) για να ανακληθούν οι στρατιωτικές δυνάμεις από τις αποικιακές και τις υπό εντολήν χώρες, ενάντια στα μέτρα στρατιωτικοποίησης που εφαρμόζουν οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις και κυρίως ενάντια στη στρατιωτικοποίηση των νέων, των γυναικών και των άνεργων, ενάντια στους εξαιρετικούς νόμους πού περιορίζουν τις αστικές δημοκρατικές ελευθερίες, με το σκοπό τής προετοιμασίας του πολέμου, ενάντια στον περιορισμό των δικαιωμάτων των εργατών πού δουλεύουν στα πολεμικά εργοστάσια, ενάντια στις επιχορηγήσεις στην πολεμική, βιομηχανία και ενάντια στο εμπόριο και μεταφορά πολεμοφοδίων. Δεν μπορούμε να διεξάγουμε την πάλη ενάντια στα μέτρα προετοιμασίας του πολέμου, παρά μόνο συν-δικάζοντας αυτή την πάλη κατά τον στενότερο τρόπο με την υπεράσπιση των οικονομικών συμφερόντων και των πολιτικών δικαιωμάτων των εργατών, των υπαλλήλων, των εργαζομένων αγροτών και τής μικρομπουρζουαζίας των πόλεων.

5. Ή πάλη κατά τού σωβινισμού. Στην πάλη κατά τού σωβινισμού, το καθήκον των κομμουνιστών είναι να διαπαιδαγωγήσουν τούς εργάτες και όλο τον εργαζόμενο λαό στο πνεύμα τού προλεταριακού διεθνισμού. Αυτό είναι πραγματοποιήσιμο μόνο στην πάλη ενάντια στους εκμεταλλευτές και καταπιεστές για τα ζωτικά ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου, καθώς και στην πάλη ενάντια στον χτηνώδικο σωβινισμό των εθνικοσοσιαλιστικών κομμάτων και όλων των άλλων φασιστικών κομμάτων. Ταυτόχρονα οι κομμουνιστές πρέπει να δείχνουν πώς ή εργατική τάξη διεξάγει μια συνεπή πάλη για την υπεράσπιση τής εθνικής ελευθερίας και τής ανεξαρτησίας όλου τού λαού από κάθε καταπίεση και εκμετάλλευση γιατί μόνο ή κομμουνιστική πολιτική υπερασπίζει ως το τέλος την εθνική ελευθερία και την ανεξαρτησία τού λαού.

6. Η πάλη για την εθνική απελευθέρωση και ή υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών πολέμων: Αν οποιοδήποτε αδύνατο κράτος υποστεί επίθεση από μια ή περισσότερες μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πού θα θέλαν να καταστρέφουν την ανεξαρτησία του και την εθνική του ενότητα ή να το διαμοιρασθούν πως αυτό έγινε στην ιστορία τής Πολωνίας, ό πόλεμος της εθνικής μπουρζουαζίας μιας τέτοιας χώρας για την απόκρουση αυτής τής επίθεσης, μπορεί να πάρει χαρακτήρα απελευθερωτικού πολέμου στον όποιο ή εργατική τάξη και οι κομμουνιστές αυτής τής χώρας δεν μπορούν να μην επέμβουν. Το καθήκον των κομμουνιστών μιας τέτοιας χώρας έγκειται στο ότι διεξάγοντας μια αδιάλλακτη πάλη για να εξασφαλίσουν τις οικονομικές και πολιτικές θέσεις των εργατών, των εργαζομένων αγροτών και των εθνικών μειονοτήτων, να μπουν ταυτόχρονα στις πρώτες γραμμές των αγωνιστών για την εθνική ανεξαρτησία και να διεξάγουν ως το τέλος τον απελευθερωτικό πόλεμο, μην επιτρέποντας στη «δική τους» κεφαλαιοκρατία να ζητήσει συμβιβασμούς με τις επιτιθέμενες δυνάμεις εις βάρος των συμφερόντων τής χώρας τους.

Οι κομμουνιστές έχουν το καθήκον να υποστηρίξουν δραστήρια την πάλη για την εθνική απελευθέρωση των καταπιεζομένων λαών των αποικιών και των μισοαποικιών και κυρίως την πάλη του Κόκκινου Στρατού των κινέζικων Σοβιέτ ενάντια στους Γιαπωνέζους και άλλους ιμπεριαλιστές και ενάντια στο Κουομιντάγκ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα τής Κίνας πρέπει να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να πλατύνει το μέτωπο τής πάλης για την εθνική απελευθέρωση και να τραβήξει σ’ αυτό όλες τις εθνικές δυνάμεις πού είναι έτοιμες να αντιτάξουν αντίσταση στη ληστρική εκστρατεία του γιαπωνέζικου ιμπεριαλισμού και των άλλων ιμπεριαλιστών.

IV. ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Το 7ο Παγκόσμιο Συνέδριο τής Κομμουνιστικής Διεθνούς απορρίπτει με τον πιο αποφασιστικό τρόπο τούς συκοφαντικούς ισχυρισμούς ότι τάχα οι κομμουνιστές θέλουν τον πόλεμο με την ελπίδα πώς αυτός θα οδηγήσει στην επανάσταση. Μονάχα το γεγονός πώς τα Κομμουνιστικά Κόμματα όλων των χωρών παίρνουν καθοδηγητικό μέρος στην πάλη για τη διατήρηση τής ειρήνης και για το θρίαμβο τής πολιτικής τής ειρήνης τής Σοβιετικής Ένωσης αποδείχνει πώς οι κομμουνιστές προσπαθούν μ’ όλες τους τις δυνάμεις να παρεμποδίσουν την προετοιμασία και το ξέσπασμα ενός καινούργιου πολέμου.

Οι κομμουνιστές διεξάγοντας επίσης μια δραστήρια πάλη ενάντια στις αυταπάτες, ότι τάχα είναι δυνατό να εξαλειφθούν οι πόλεμοι εφόσον θα υπάρχει ακόμα καπιταλιστικό καθεστώς, αναπτύσσουν και θ’ αναπτύξουν όλες τις δυνάμεις τους για ν’ αποτρέψουν τον πόλεμο. Μα στην περίπτωση πού θα ξεσπούσε ένας καινούργιος παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, παρ’ όλες τις προσπάθειες τής εργατικής τάξης, για τη ματαίωσή του, οι κομμουνιστές θα προσπαθήσουν να τραβήξουν τούς εχθρούς τού πολέμου, πού οργανώθηκαν μέσα στην πάλη για την ειρήνη, στην πάλη για την μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σέ εμφύλιο πόλεμο ενάντια στους φασίστες υποκινητές τού πολέμου, ενάντια στην κεφαλαιοκρατία, για την ανατροπή τού καπιταλισμού.

Ταυτόχρονα το Συνέδριο εφιστά την προσοχή των κομμουνιστών και των επαναστατών εργατών, ενάντια στις αναρχοσυνδικαλιστικές μέθοδες πάλης κατά τού πολέμου υπό μορφή άρνησης να προσέλθουν στη στρατιωτική υπηρεσία υπό τη μορφή τού λεγομένου μποϊκοταρίσματος της επιστράτευσης, του σαμποτάζ μέσα στα πολεμικά εργοστάσια κλπ.

Το συνέδριο θεωρεί πώς παρόμοιες μέθοδες πάλης δεν μπορούν παρά να βλάψουν το προλεταριάτο. Οι Ρώσσοι μπολσεβίκοι, οι όποιοι κατά τον παγκόσμιο πόλεμο πάλευαν δραστήρια κατά του πολέμου και που τάχθηκαν υπέρ τής ήττας της ρωσικής κυβέρνησης, απορρίπτουν εν τούτοις παρόμοιες μέθοδες. Αυτές οι μέθοδες δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να διευκολύνουν τις διώξεις της κεφαλαιοκρατίας ενάντια στους κομμουνιστές και τούς επαναστάτες εργάτες και παρεμποδίζουν την κατάχτηση των εργαζομένων μαζών από τούς κομμουνιστές και κυρίως τη μάζα των φαντάρων για τη μαζική πάλη κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου και την μετατροπή του σ’ εμφύλιο, πόλεμο κατά τής κεφαλαιοκρατίας.

Το 7ο Συνέδριο τής Κομμουνιστικής Διεθνούς καθορίζοντας τα καθήκοντα των Κομμουνιστικών Κομμάτων και ολόκληρης της εργατικής τάξης σέ περίπτωση πολέμου αναφέρεται στη θέση πού πρότεινε ό Λένιν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ και πού ψηφίστηκε από το συνέδριο τής Στουτγάρδης της 2ης προπολεμικής Διεθνούς.

«Αν ο πόλεμος εν τούτοις κηρυχθεί είναι καθήκον των εργαζόμενων να παλέψουν για ένα γρήγορο αποτελείωμά του και να επιδιώξουν με όλες τους τις δυνάμεις να εκμεταλλευθούν την οικονομική και πολιτική κρίση πού θα προκαλέσει ό πόλεμος για να ξυπνήσουν την πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών και να επιταχύνουν την κατάρρευση τής ταξικής κυριαρχίας των καπιταλιστών».

Στο σημερινό ιστορικό στάδιο, τη στιγμή πού πάνω στο 1)6 της γης η Σοβιετική Ένωση υπερασπίζει το σοσιαλισμό και την ειρήνη για ολόκληρη την ανθρωπότητα τα πιο ζωτικά συμφέροντα των εργατών και των εργαζομένων όλων των χωρών απαιτούν, ή πολιτική τής εργατικής τάξης, ή πάλη για την ειρήνη, ή πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο προ και μετά το ξέσπασμα τού πολέμου, να διεξάγεται με την κατεύθυνση τής υπεράσπισης τής Σοβιετικής Ένωσης.

Αν το ξέσπασμα ενός αντεπαναστατικού πολέμου υποχρεώνει τη Σοβιετική Ένωση, να κινητοποιήσει τον Κόκκινο Στρατό των εργατών και αγροτών για την υπεράσπιση του σοσιαλισμού, οι κομμουνιστές θα καλέσουν όλους τούς εργαζόμενους να συμβάλουν με όλα τα μέσα και μ’ οποιαδήποτε θυσία στη νίκη του Κόκκινου Στρατού πάνω στους στρατούς των ιμπεριαλιστών.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β’

Η «γενική γραμμή» της ΚΔ για τα Βαλκάνια- και ειδικές υποδείξεις της προς το ΚΚΕ

(ΠΗΓΗ: Γρ. Φαράκος: «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος- Σχέσεις ΚΚΕ και Διεθνούς Κομμουνιστικού Κέντρου», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σελ. 341- 343).

(Όπως αναφέρει ο Φαράκος, το δακτυλογραφημένο κείμενό έχει αρ. πρωτ. εισερχομένων 925,14.VII. 1939. Στη βάση του γενικού νοήματος της απόφασης και με εξειδικευμένες υποδείξεις προς το ΚΚΕ, συντάχθηκε τρισέλιδο δακτυλογραφημένο κείμενο που στάλθηκε στον εκπρόσωπο του ΚΚΕ στο Παρίσι Δ. Σακαρέλο. Στο κείμενο πάνω, ο Δημητρόφ σημείωσε ιδιοχείρως: «Επικυρώνεται 29.7.39 Γ.Δ.»)

«Απόρρητο. Στέλνουμε για ΑΜΕΣΗ διαβίβαση στη χώρα την απόφαση της Γραμματείας της ΕΕΚΔ για το Βαλκανικό Συνασπισμό άμυνας μαζί με την εγκριθείσα “Πλατφόρμα κινήματος για Βαλκανικό Συνασπισμό”. Η απόφαση της ΕΕΚΔ δεν είναι προς δημοσίευση, αλλά η Πλατφόρμα είναι ανάγκη να εκλαϊκευθεί παντοιοτρόπως στις μάζες ως έργο της πρωτοβουλίας των μαζικών οργανώσεων στην Ελλάδα. Στην απόφαση δίνεται η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ για όλα τα κομμουνιστικά κόμματα των Βαλκανίων στις τωρινές συνθήκες της απειλής εκ μέρους των γερμανοϊταλικών φασιστών επιδρομέων. Το ελληνικό ΚΚ πρέπει να προάγει αυτή τη γενική γραμμή και να ξεκινάει απ’ αυτή όταν επεξεργάζεται τη δική του συγκεκριμένη τακτική.

Καθοδηγούμενοι από τις υποδείξεις της απόφασης της ΕΕΚΔ, δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ότι τα συνθήματα του ΚΚΕ που προβάλλονται στην τωρινή κατάσταση, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΗ, δεν συμβάλλουν στην κινητοποίηση ενός πλατιού εθνικού μετώπου άμυνας εναντίον της ενισχυμένης απειλής επίθεσης εκ μέρους της Ιταλίας και μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρά λάθη.

Στο σύνθημα του κόμματος γίνεται λόγος για στερέωση “πανελληνιστικου μετώπου εθνικής σωτηρίας” (“Front Panellenique de salut national”). Θεωρούμε ότι το “πανελληνιστικό μέτωπο εθνικής σωτηρίας” αποτελεί αντίληψη πανελληνιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων, που ζητούν ν’ αγκαλιάσουν Έλληνες και μόνον Έλληνες, όχι μόνο επί του εδάφους της Ελλάδας, αλλά και ΕΞΩ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ ΤΗΣ, π.χ. της Τουρκίας . Το “Πανελληνιστικό Μέτωπο” θα απωθεί, δεν θα προσελκύει, τις μη ελληνικές εθνικές ομάδες στην Ελλάδα. Το “Πανελληνιστικό Μέτωπο” δεν συμβάλλει στη διαμόρφωση βαλκανικού αμυντικού [η λέξη έχει προστεθεί ιδιοχείρως από τον Δημητρόφ] συνασπισμού, σε δημιουργία και δυνάμωμα μιας Βαλκανικής Αντάντ, αντιθέτως διασπά τα Βαλκάνια, σπέρνει δυσπιστία σ’ εκείνες τις χώρες, όπως η Τουρκία, όπου ζουν πιο συμπαγείς μάζες Ελλήνων. Αντί γι’ αυτό, θα έπρεπε να προβάλει το απλό σύνθημα δημιουργίας και στερέωσης ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, που συμπεριλαμβάνει, μαζί με τον ελληνικό λαό, όλους τους λαούς και τις εθνότητες που ζουν στο έδαφος της Ελλάδας.

Ο βασικός εχθρός είναι ο άξονας Βερολίνο-Ρώμη, που στην Ελλάδα δρα κυρίως με την ιταλική πτέρυγα. Ο Μουσολίνι είναι ο σπουδαιότατος και εγγύτατος εχθρός, εναντίον του οποίου πρέπει να κινητοποιηθεί ο ελληνικός λαός. Αλλά από το κομμάτι της απόφασης του ΚΚΕ, όπου τίθεται το ζήτημα της συμπεριφοράς των κομμουνιστών σε περίπτωση επιστράτευσης, προκύπτει ότι το ΚΚΕ θεωρεί “κύριο εχθρό της χώρας” τη δικτατορία, χωρίς να παίρνει υπόψη του την εξωτερική πολιτική του Μεταξά, τη στάση του προς τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ . Από όσα γνωρίζουμε, η εξωτερική πολιτική του Μεταξά είναι, γενικά και ως σύνολο, ευνοϊκή προς την Αγγλία. Αυτός [ο Μεταξάς] υποστηρίζει τις συμμαχικές σχέσεις με την Τουρκία και γενικά είναι υπέρ της Βαλκανικής Αντάντ. Ο Μουσολίνι τον βλέπει σαν εμπόδιο στη δική του πολιτική και ραδιουργεί εναντίον του, υποστηρίζοντας στρατιωτικούς κινηματίες για την ανατροπή του.

Δουλεύοντας για τη διαμόρφωση πλατύτατου εθνικού μετώπου άμυνας κατά του Μουσολίνι και του Χίτλερ, το ΚΚΕ οφείλει να παλεύει κατά του δικτατορικού καθεστώτος, γιατί η δικτατορία παρεμποδίζει τη συσπείρωση όλου του λαού, δεν μπορεί να εξασφαλίσει την άμυνα της χώρας κατά των επιδρομέων. Ο ελληνικός λαός διεξάγει την πιο ενεργητική πάλη εναντίον της δικτατορίας στο όνομά της καλύτερης υπεράσπισης της ανεξαρτησίας του. Απ’ όσα γνωρίζουμε, στο “αντιδικτατορικό μέτωπο” της Ελλάδας υπάρχουν ορισμένες αντιδραστικές ομαδούλες, που θέλουν ν’ ανατρέψουν τον Μεταξά, όχι γιατί είναι δικτάτορας, αλλά γιατί δεν συμφωνούν με την εξωτερική του πολιτική, της συνεργασίας με την Τουρκία και τις άλλες βαλκανικές χώρες κατά των επιδρομέων. Για τους παράγοντες αυτούς το αντιδικτατορικό σύνθημα αποτελεί μόνο προκάλυμμα της πολιτικής τους συμφωνίας με τον Μουσολίνι στο όνομα του πανελληνιστικού ιμπεριαλισμού.

Τέτοια αντιδραστικά στοιχεία δεν ανήκουν στο εθνικό μέτωπο άμυνας και πρέπει να προειδοποιούμε τις μάζες για να μην πέφτουν στην παγίδα τους.

Αν συμβεί να επιτεθούν κατά της Ελλάδας οι φασίστες επιδρομείς (Μουσολίνι, Χίτλερ) ενώ στην εξουσία βρίσκεται η δικτατορική κυβέρνηση του Μεταξά, δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνει για να στρέψουμε εναντίον της τα όπλα, εάν αυτή θα αντισταθεί στους επιδρομείς . Εμείς θα μαχόμαστε με όλες τις δυνάμεις εναντίον του κύριου εχθρού, των φασιστικών στρατευμάτων που εισέβαλαν στην Ελλάδα. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, οφείλουμε να μην ξεχνάμε ότι η δικτατορία της βασιλοστρατοκρατικής και μεγαλοκαπιταλιστικής κλίκας δεν αποτελεί καμιά εγγύηση, δεν αξίζει να την εμπιστευόμαστε, γιατί αυτή μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να συνθηκολογήσει με τον εχθρό, να προδώσει το λαό. Εμείς πρέπει να παίρνουμε όλα τα επιβαλλόμενα από τις περιστάσεις μέτρα, για να συσπειρώνουμε τις δημοκρατικές μάζες, να τις δραστηριοποιούμε, ώστε να είναι σε θέση να παρεμποδίσουν οποιαδήποτε συνθηκολόγηση και προδοσία, να μπορέσουν να φέρουν το έργο της άμυνας της χώρας σε νικηφόρο πέρας.

Ότι η δικτατορία διώκει τους κομμουνιστές, είναι σε όλους γνωστό. Αν αυτή, κατά την επιστράτευση, απαιτήσει τυπική αντικομουνιστική δήλωση ή όχι, αυτό δεν μπορεί να αλλάξει τη γραμμή μας.

Αυτή είναι η απάντησή μας στα τεθέντα ερωτήματα».

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ’

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΔ

«Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ (28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1939)

(ΠΗΓΗ: Γρ. Φαράκος: «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος- Σχέσεις ΚΚΕ και Διεθνούς Κομμουνιστικού Κέντρου», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σελ. 165- 168. Δυστυχώς, στο βιβλίο του ο Φαράκος δεν παραθέτει ολόκληρο το ντοκουμέντο και άλλη δημοσίευσή του στα ελληνικά δεν υπάρχει- Σημείωση Γ.Π.).

ΑΠΟΡΡΗΤΟ

Ο πόλεμος, ο οποίος έχει εκραγεί στην Ευρώπη, είναι πόλεμος ιμπεριαλιστικός, άδικος και από τις δύο εμπόλεμες πλευρές. Όσο κι αν αποπειράθηκαν οι ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, υποστηριζόμενες από τους ηγέτες της 2ης Διεθνούς, να συγκαλύψουν το ρόλο τους, ως προβοκατόρων και υποκινητών του πολέμου, είναι σ’ ολόκληρο τον κόσμο γνωστό ότι στην προσπάθειά τους να εξωθήσουν σε σύγκρουση τη φασιστική Γερμανία με τη Σοβιετική Ένωση, αυτές οι κυβερνήσεις οδήγησαν σε αδιέξοδο τις αγγλο-γαλλο-σοβιετικές συνομιλίες και με τον τρόπο αυτό αρνήθηκαν το μοναδικό δρόμο για την αποτροπή της χιτλερικής επίθεσης. Όσο κι αν επιδίωξε η στρατιωτικοτσιφλικάδικη κλίκα της Πολωνίας να παραστήσει τον εαυτό της ως το αθώο θύμα, δεν πρέπει να θεωρηθεί δίκαιος ο πόλεμος από την πλευρά μιας κυβέρνησης, η οποία καταπίεζε ξένους λαούς, συμμετείχε, μαζί με τον Χίτλερ, στην εξολόθρευση και το διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας και αρνήθηκε τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης προς τον πολωνικό λαό.

[…]

II

Τους βαλκανικούς λαούς απειλεί ο άμεσος κίνδυνος να εμπλακούν στον εκραγέντα ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ο κίνδυνος μεγαλώνει από το γεγονός ότι, με τη συμμετοχή τους στον πόλεμο, ανεξάρτητα από την πλευρά με την οποία θα πολεμούσαν και σε ποια θα σημειωνόταν η νίκη, μόνο την υλοποίηση των ληστρικών στόχων των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων θα βοηθούσαν. Σ’ αυτό τον πόλεμο, που εξαπολύθηκε από τους ιμπεριαλιστές και των δύο εμπολέμων πλευρών με σκοπό την ηγεμονία στον κόσμο, οι μικροί λαοί θα χρησιμοποιηθούν ως ανταλλακτικό νόμισμα ενόψει της νέας διανομής του κόσμου. Η μοίρα της Αβησσυνίας, της Αυστρίας, της Ισπανικής Δημοκρατίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Αλβανίας και, τελικά, της Πολωνίας είναι γι’ αυτούς σοβαρές προειδοποιήσεις.

Όσο ο πόλεμος θα παρατείνεται, θα ενισχύεται η πίεση των ιμπεριαλιστών στα βαλκανικά κράτη για «αυτοπροσδιορισμό» με τη μία ή την άλλη πλευρά. Θα εξαπολυθούν στην πορεία όλοι οι τρόποι εξωτερικής επιρροής- από την «ηθική» προεργασία, τη διαφθορά, τις υποσχέσεις εδαφικών επεκτάσεων, μέχρι την ολόπλευρη πίεση, κάθε είδους απειλές και την ευθεία επίθεση. Θα κινητοποιηθούν οι δυνάμεις της εσωτερικής αντίδρασης – ρυθμίζεται η μηχανή της σοβινιστικής δηλητηρίασης των μαζών, εξαφανίζονται τα τελευταία υπολείμματα δημοκρατικών ελευθεριών, ενισχύεται το καθεστώς της τρομοκρατίας και των θηριωδών διώξεων, πριν απ’ όλα κατά των κομμουνιστών.

Υπό τις συνθήκες αυτές το κυριότερο καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων στα Βαλκάνια στο παρόν στάδιο είναι να αγωνισθούν κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου, κατά της ανάμιξης στον πόλεμο, κατά των εμπρηστών του πολέμου, όποιοι κι αν είναι και κάτω από οποιαδήποτε μάσκα κι αν παρουσιάζονται.

Ο αγώνας των κομμουνιστικών κομμάτων πρέπει να προσανατολίζεται πριν απ’ όλα εναντίον της τσιφλικάδικης-καπιταλιστικής, στρατιωτικομοναρχικής αντίδρασης στα Βαλκάνια συνολικά και σε κάθε βαλκανική χώρα ειδικότερα.

[…]

Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να ξεσκεπάσουν χωρίς οίκτο την ψεύτικη «ουδετερότητα» των αντιδραστικών κυβερνήσεων […]. Πρέπει με κάθε μέσο να αντιπαρατεθούν στη σοβινιστική έξαψη μεταξύ των βαλκανικών λαών και να επιδιώξουν την ενίσχυση των φιλικών δεσμών μεταξύ των βαλκανικών χωρών. Δυναμώνοντας τη συμμαχία εργατών και αγροτών, οι κομμουνιστές πρέπει να κινητοποιήσουν όλους τους εργαζόμενους, όπως και τις εθνικά καταπιεζόμενες μειονότητες, εναντίον των πολεμικών ελιγμών των ηγετικών κύκλων: Για την υπεράσπιση της ειρήνης και της ανεξαρτησίας των βαλκανικών λαών. Εναντίον των αντιδραστικών καθεστώτων και των καταπιεστικών κυβερνήσεων. Για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και της εθνικής ισονομίας. Εναντίον της αχαλίνωτης εκμετάλλευσης των εργατών και των αγροτών. Για την υπεράσπιση της δουλειάς, του ψωμιού και της ζωής των εργαζομένων.

III

Στη μάχη εναντίον του ιμπεριαλιστικού πολέμου και για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας οι εργαζόμενοι των βαλκανικών χωρών μπορούν να στηρίζονται μόνο στη διεθνή αλληλεγγύη των εργατών όλου του κόσμου και, σε πρώτη γραμμή, στη Σοβιετική Ένωση, που ασκεί συνεπή πολιτική ειρήνης, χωρίς να επιδιώκει κανένα κατακτητικό στόχο σε βάρος άλλων λαών, που προσφέρει υποστήριξη σε όποιον προασπίζεται με αγώνα την ελευθερία και την ανεξαρτησία του. Οι κομμουνιστές πρέπει να εκλαϊκεύουν στις μάζες την επίμονη και συστηματική δουλειά της σοβιετικής κυβέρνησης για την αποτροπή του πολέμου, τη βοήθειά της προς την Ισπανική Δημοκρατία και τους λαούς της Τσεχοσλοβακίας, που προδόθηκαν από τις αντιδραστικές κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας. Πρέπει να εξηγήσουν τις προσπάθειες της σοβιετικής κυβέρνησης, που παρέλυσαν εξαιτίας των Άγγλων και Γάλλων ιμπεριαλιστών, να σωθεί η διεθνής ειρήνη, εκφράζοντας την ετοιμότητά της να υπερασπισθεί με τον Κόκκινο Στρατό της την Πολωνία, σε περίπτωση επίθεσης. Πρέπει ιδίως να ερμηνεύουν στις μάζες την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στα σύνορα της συντετριμμένης Πολωνίας όχι για να την κατακτήσει και υποδουλώσει, αλλά με την ιδιότητα του απελευθερωτή, για την απολύτρωση από τον πολωνικό τσιφλικάδικο ζυγό των συμπατριωτών του Ουκρανών και Λευκορώσων και ως προσφορά αδελφικής βοήθειας προς τον πολωνικό λαό, που ρίχτηκε στον πόλεμο από την εγκληματική στρατιωτικοτσιφλικάδικη κυβέρνηση και οδηγήθηκε στη θυσία από τους ιμπεριαλιστές «συμμάχους» της. Οι καταπιεσμένες εθνικές μειονότητες στα Βαλκάνια έχουν στο πρόσωπο της Σοβιετικής Ένωσης ένα σταθερό φίλο και ισχυρό σύμμαχο. Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει με όλες τις δυνάμεις τους να επιδιώκουν την αποκατάσταση και ενίσχυση φιλικών σχέσεων με τη μεγάλη Σοβιετική Ένωση και τη συνένωση των βαλκανικών λαών γύρω από τη Σοβιετική Ένωση. Με τον τρόπο αυτό μπορούν επίσης να συμβάλουν στον περιορισμό του θεάτρου του πολέμου και το σύντομο τερματισμό του.

IV

[…]

Όπως κι αν εξελίχθηκαν, σε σχέση με τον πόλεμο, τα γεγονότα στα Βαλκάνια, τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να συνεκτιμήσουν την ταχεία όξυνση της εσωτερικής κατάστασης των βαλκανικών χωρών και την ταχεία άνοδο της δυσαρέσκειας των εργαζομένων. Γι’ αυτό πρέπει άμεσα να εξηγήσουν στις μάζες εκείνα τα επαναστατικά καθήκοντα, που αναπόφευκτα θα βρεθούν μπροστά τους. Πρέπει, μάλιστα, στη διαφωτιστική τους δουλειά, να υπολογίσουν επίσης τα διδάγματα των προηγουμένων πολέμων και την επαναστατική πείρα των εργαζομένων των βαλκανικών χωρών.

Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει ακούραστα να εξηγούν στους εργαζομένους ότι δεν υπάρχει γι’ αυτούς σωτηρία, όσο στην εξουσία βρίσκονται οι αντιδραστικές τσιφλικάδικες-καπιταλιστικές τάξεις και οι στρατιωτικομοναρχικοί και φασίστες εγκάθετοί τους. Εκλαϊκεύοντας την τεράστια πείρα της ΕΣΣΔ, πρέπει να δείχνουν στους εργαζομένους ότι μόνο η ανατροπή της καπιταλιστικής κυβέρνησης, μόνο ο σχηματισμός εργατοαγροτικής κυβέρνησης και η προσέγγιση στη Σοβιετική Ένωση, στη βάση της ισοτιμίας και της αμοιβαιότητας, μόνο η πραγματοποίηση του σοσιαλισμού θα εξασφαλίσουν στους εργαζόμενους των βαλκανικών χωρών ειρήνη, εθνική ισοτιμία, ελεύθερη και ευτυχισμένη ζωή»

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας