Εργατικός Αγώνας

Η επικείμενη συμφωνία με τους δανειστές και οι επιπτώσεις της

Γράφει ο Δ. Δημητριάδης

Οι εντατικές συζητήσεις των τελευταίων ημερών και η ανταλλαγή προτάσεων ως βάση για συμφωνία μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των «θεσμών» προϊδεάζουν ότι επίκειται η κατάληξη των συνομιλιών και η υπογραφή συμφωνίας. Απ’ ότι φάνηκε επίσης από την πρόταση των «θεσμών», αυτοί δεν δείχνουν διατεθειμένοι να δεχτούν, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, κάποιο συμβιβασμό. Προβάλλουν όλο και περισσότερες αντιλαϊκές απαιτήσεις. Αν επιμείνουν σε αυτή τη λογική μέχρι το τέλος δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει το αδιέξοδο και την προκήρυξη εκλογών από την κυβέρνηση. Εκείνο που πρέπει να αποκλειστεί είναι η εκ μέρους της κυβέρνησης διακοπή των συνομιλιών, η σύγκρουση και η ρήξη και η αποχώρηση από την ευρωζώνη και την ΕΕ.

Με τις μέχρι στιγμής προτάσεις της η κυβέρνηση βρίσκεται σε πολύ μεγάλη απόσταση όχι μόνο από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αλλά και από τις προγραμματικές δηλώσεις της. Έχει κάνει πολύ μεγάλες υποχωρήσεις. Το μοναδικό φιλολαϊκό μέτρο που ψήφισε ήταν το ανθρωπιστικό πρόγραμμα ανακούφισης της πιο ακραίας φτώχειας και μέτρα τύπου εκατό δόσεων που κυρίως διευκολύνουν την είσπραξη από το κράτος των χρεών και λιγότερο τους εργαζόμενους που πένονται. Ο ΦΠΑ τροποποιείται σε πιο αντιλαϊκή κατεύθυνση ώστε να επιβαρύνει κυρίως τους φτωχότερους και να αυξήσει τα κρατικά έσοδα περισσότερο από ενάμισι δις ευρώ. Ο ΕΝΦΙΑ δεν καταργείται και παραμένει χωρίς μάλιστα τον υπολογισμό του με πιο χαμηλές αντικειμενικές αξίες. Το αφορολόγητο των 12.000 € πάει για το αόριστο μέλλον όπως και ο κατώτερος μισθός που θα ανέβαινε σε 751 €. Η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων καλά κρατεί. Περιφερειακά αεροδρόμια, περιφερειακά λιμάνια, ΔΕΗ, Ελληνικό, ΟΛΠ, ΟΛΘ κ.λπ. Την ίδια στιγμή κανένα μέτρο που επιβαρύνει το μεγάλο κεφάλαιο, που μειώνει τις μεγάλες φοροαπαλλαγές και τις παντοειδείς ενισχύσεις του, δεν έχει ληφθεί.

Σε όλα αυτά η κυβέρνηση συμφώνησε με τους δανειστές και μαζί με άλλες απαιτήσεις που θα προβάλλουν είναι έτοιμη να τις δρομολογήσει. Στις συζητήσεις βρίσκονται ορισμένα κρίσιμα θέματα, τα οποία η κυβέρνηση δεν θέλει να αποφασιστούν τώρα ως και στις λεπτομέρειές τους. Κυρίως διότι θα είναι εξαιρετικά επώδυνα για τον ελληνικό λαό και ως εκ τούτου πολύ δύσκολα θα μπορέσει να τα διαχειριστεί, απέναντι στους βουλευτές της και κυρίως στους εργαζομένους. Πρόκειται για μεγάλα προβλήματα όπως οι αλλαγές στο ασφαλιστικό, η παραπέρα απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η απελευθέρωση των απολύσεων, η μείωση των συντάξεων κ.λπ. Το ζήτημα του κρατικού χρέους όχι με τη διαγραφή του αλλά για ορισμένους καλύτερους όρους αποπληρωμής του, που όμως θα δέσουν χειροπόδαρα τη χώρα για πολλές δεκαετίες ακόμη, τη χρηματοδότηση των τραπεζών, τη χρηματοδότηση για την αποπληρωμή του κρατικού χρέους. Όλα αυτά είναι απαιτήσεις των τραπεζιτών και των δανειστών και όχι των εργαζομένων

Άρα το πιθανότερο είναι να αναμένεται μια συμφωνία που θα υλοποιηθεί σε δύο φάσεις. Το πρώτο τμήμα της αμέσως και τα πιο επώδυνα μέτρα, τα οποία θα έχουν συζητηθεί και θα περιέχονται σε γενικές γραμμές στη συμφωνία θα τα προωθήσει το φθινόπωρο. Σε αντάλλαγμα η κυβέρνηση επιδιώκει να πάρει κάποια ποσά για να καλύψει τις δόσεις του χρέους που λήγουν ως το τέλος Αυγούστου.

Ουσιαστικά η χώρα βαδίζει για μια συνολική συμφωνία, με σκληρά αντιλαϊκά μέτρα, η οποία θα συνοδεύεται από ένα καινούργιο δάνειο για την αποπληρωμή του χρέους. Η χώρα βαδίζει προς ένα νέο μνημόνιο. Οι εξελίξεις αυτές είναι πολύ σοβαρές και θα έχουν καταλυτικές επιπτώσεις στον εργαζόμενο λαό και στο εργατικό και λαϊκό κίνημα.

Από τις μέχρι τώρα εξελίξεις μπορούμε να βγάλουμε τα εξής βασικά συμπεράσματα:

α) Φιλολαϊκή πολιτική και μέτρα υπέρ του εργαζόμενου λαού δεν είναι δυνατόν να διεκδικηθούν και να επιβληθούν με συζητήσεις και συμφωνίες με τους δανειστές και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της ΕΕ Σε μια τέτοια βάση η συμφωνία που θα επιτευχθεί θα είναι εξαιρετικά ανισότιμη και θα αποτυπώνει τα συμφέροντα των δανειστών σε βάρος των συμφερόντων των εργαζομένων. Οι τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις οδηγούν σε συνεχείς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, σε απεμπόληση των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων και κατακτήσεων, οδηγούν σε νέο μνημόνιο.

β) Πολιτική που να βρίσκει σύμφωνους και να τους ικανοποιεί όλους, λαό, πολυεθνικό κεφάλαιο και δανειστές, όπως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζε, δεν μπορεί να υπάρξει. Πολιτική και μέτρα υπέρ των εργαζομένων είναι δυνατόν να επιβληθούν σε σύγκρουση με το μονοπωλιακό κεφάλαιο και την αστική πολιτική εξουσία και μάλιστα όταν υπάρχει απόφαση να φτάσει η σύγκρουση αυτή ως το τέλος, την ολοκληρωτική ρήξη. Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ, «ούτε ρήξη, ούτε η υποταγή» απλά παραπλάνησε τον εργαζόμενο λαό και τον αριστερό κόσμο.

γ) Το δίλημμα που θέτουν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και αποδέχεται και προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, να υπάρξει συμφωνία για να ξεπεραστεί η ύφεση, να οδηγηθεί η χώρα στην ανάπτυξη και στα πλαίσια αυτών των εξελίξεων να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της χώρας και του λαού, είναι παραπλανητικό. Καταρχήν είναι αμφίβολο αν μπορεί να υπάρξει αξιόλογη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, με 340 δισ. ευρώ κρατικό χρέος που πρέπει να αποπληρωθεί, με τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στη χώρα – λιτότητα, τεράστια ύφεση, ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου κ.λπ.- και με το διεθνές πλαίσιο να μην προδικάζει ισχυρή ανάπτυξη των οικονομιών. Δεύτερο, η οποία ανάπτυξη θα στηριχθεί στην υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων, στους μισθούς επιπέδου Βουλγαρίας και θα κυριαρχείται από το πολυεθνικό κεφάλαιο και τα ‘’υγιή” καπιταλιστικά συμφέροντα. Αυτή η ανάπτυξη δεν θα είναι υπέρ του λαού. Υπέρ του λαού θα είναι εξελίξεις στον αντίποδα αυτής της πολιτικής και μια ανάπτυξη με βάση τα δικά του συμφέροντα.

δ) Σε αυτή την πεντάχρονη πορεία των μνημονίων αποτυπώθηκαν καθαρά ακόμη και για τους πιο δύσπιστους, τα ταξικά συμφέροντα που κινούν την πολιτική και οικονομική ζωή, πολιτικά κόμματα, μέσα μαζικής ενημέρωσης, θεσμούς, δομές και μηχανισμούς σε τέτοιο βαθμό που πλέον κάθε εργαζόμενος έχει όλα τα στοιχεία για να διαμορφώσει ορθή γνώμη και κρίση.

ε) Ο συμβιβασμός της κυβέρνησης και η υπογραφή νέας συμφωνίας, αφού εξέθρεψε ελπίδες αντίστασης στις πιέσεις και προοπτική για μια πολιτική που θα ανακουφίσει κάπως τους εργαζόμενους πέρα από άλλες επιπτώσεις έχει και μια σημαντικότερη πλευρά. Η κυβέρνηση συμβάλλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση και το ξεπέρασμα της κρίσης του πολιτικού συστήματος, στη στερέωση της αστικής κυριαρχίας και όχι στην αμφισβήτηση της. Εγκλωβίζοντας σε αδιέξοδες επιλογές τους εργαζόμενους συμβάλλει στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την σταθεροποίηση του αστικού συστήματος διακυβέρνησης και το στοιχείο αυτό είναι εκείνο που πρέπει ιδιαίτερα να αξιολογηθεί από τους εργαζόμενους και τον κόσμο της αριστεράς. Είναι πραγματική προσφορά στην αστική τάξη.

Οι εξελίξεις που περιγράψαμε ασκούν σημαντική επίδραση σε ευρύτερα λαϊκά τμήματα και η υπογραφή συμφωνίας θα δημιουργήσει μεγάλη δυσαρέσκεια. Τα συμπεράσματα που προαναφέρονται έχουν αποδοχή από ευρύτερα τμήματα εργαζόμενων που δεν τους «τρομάζει», αντίθετα, θεωρούν αναγκαία εξέλιξη την ρήξη με το μονοπωλιακό κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Το μεγάλο στοίχημα είναι πως αυτά τα τμήματα του εργαζόμενου λαού θα απορρίψουν με αποφασιστικό τρόπο την συμφωνία που ετοιμάζεται και θα σταθούν αγωνιστικά το επόμενο διάστημα. Από αυτή την άποψη το πλαίσιο της συγκυρίας τροποποιείται και μπορεί να αλλάξει δραστικά το άμεσο διάστημα. Οι αμφιβολίες ότι η κυβέρνηση δεν θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της και θα υπαναχωρήσει, μετατρέπεται σε βεβαιότητα και αυτό θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στη συμπεριφορά ευρύτερων εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Κατά συνέπεια η περίοδος που αρχίζει έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μπορεί να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος.

Είναι αναγκαία προϋπόθεση να διαμορφωθεί ένα ισχυρό και σε ενωτική βάση κίνημα εργαζομένων, συνταξιούχων, λαού και νεολαίας. Αυτό θα πρέπει να είναι ανοιχτό σε όλους τους εργαζόμενους που συμφωνούν με τους στόχους του και σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που είναι διατεθειμένες να συμπαραταχθούν. Το περιεχόμενο και οι στόχοι του πρέπει να δίνουν συγκεκριμένες απαντήσεις στους εργαζόμενους, όχι μόνο τι πρέπει να διεκδικήσουν και ποια θα είναι τα άμεσα αιτήματά που πρέπει να προβάλλουν, αλλά και ποιοι είναι οι στόχοι του κινήματος, ποια θα είναι η τακτική για να διεκδικήσουν όλα αυτά, ποια θα πρέπει να είναι η στάση απέναντι στην κυβέρνηση και την κυβερνητική πολιτική, πώς με βάση το σημερινό συσχετισμό και τις συνθήκες, όπως διαμορφώνονται, θα αναπτυχθεί το κίνημα. Απέναντι στις συνασπισμένες δυνάμεις κεφαλαίου, κράτους και ιμπεριαλιστικών οργανισμών πρέπει να αντιταχθεί ένα ισχυρό μέτωπο των εργαζομένων και του λαού με ξεκαθαρισμένους στόχους και προοπτική.

Είναι προφανές ότι οικονομικά αιτήματα και διεκδικήσεις, όσο εύστοχα και αν είναι, δεν επαρκούν. Απαιτούνται ολοκληρωμένες απαντήσεις οι οποίες θα τεθούν και στα συνδικάτα, παίρνοντας υπόψη βέβαια το χαρακτήρα τους. Κεντρικό αίτημα, ξεκάθαρος στόχος πρέπει να είναι η αποτροπή της υπογραφής της νέας συμφωνίας και ο στόχος αυτός να διεκδικηθεί με κάθε μέσον. Να σταματήσουν αμέσως οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή νέου μνημονίου.

Να προβληθεί η ανάγκη άμεσης παύσης πληρωμών του χρέους στην κατεύθυνση της μονομερούς διαγραφής του. Τα προηγούμενα θα οδηγήσουν προφανώς σε σύγκρουση με την ΕΕ. Το αίτημα, που θα προβληθεί πρέπει να είναι η ρήξη και η αποχώρηση άμεσα από την ευρωζώνη και την ΕΕ, η εθνικοποίηση των τραπεζών με λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για να σταματήσει η εκροή κεφαλαίων κ.λπ.

Διακριτός στόχος πρέπει να είναι η προβολή και η διεκδίκηση των αιτημάτων των εργαζομένων, η απαλλαγή τους από του φτώχεια και την έλλειψη προοπτικής. Άμεσες αυξήσεις μισθών και συντάξεων, ανακούφιση των ανέργων, η μείωση της βαριάς φορολογίας και η διεκδίκηση ενός κοινωνικά δίκαιου φορολογικού συστήματος, η στήριξη του καταρρέοντος υγειονομικού συστήματος, η άμεση χρηματοδότηση της παιδείας…

Να τεθεί το ζήτημα ότι πρέπει όχι απλά να αποτραπεί η υπογραφή της νέας συμφωνίας αλλά η αναγκαιότητα να ηττηθεί η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, γιατί πρόκειται για πολιτική συμβιβασμού και υποταγής.

Από αυτή την άποψη το πλαίσιο που έδωσε στη δημοσιότητα το ΠΑΜΕ και καλεί στα συλλαλητήρια της 11 Ιούνη είναι εντελώς ανεπαρκές, διότι

  • περιορίζεται στην παράθεση ζωτικών και άμεσων αιτημάτων, αλλά δεν απαντά σε καίρια ζητήματα όπως, με ποια τακτική και ποιο σχέδιο θα αναπτυχθούν οι διεκδικήσεις και οι αγώνες,
  • δεν θέτει ξεκάθαρα το στόχο της ματαίωσης της υπογραφής της συμφωνίας,
  • δεν προβάλλει μεγάλους πολιτικούς στόχους που συνδέουν τον οικονομικό αγώνα για τα άμεσα προβλήματα με την προοπτική (ΕΕ- χρέος- εθνικού ποίησης κ.λπ.) και
  • δεν απαντά στο τεράστιο πρόβλημα: πώς θα επιτευχθεί η πλατιά ενότητα της εργατικής τάξης και του λαού σε ένα πανίσχυρο μέτωπο σωτηρίας και προοπτικής.
Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας