Εργατικός Αγώνας

Οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται και η τακτική του εργατικού κινήματος

Γράφει ο Δ. Δημητριάδης

Η χώρα εισήλθε σε συνθήκες που χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη επιτάχυνση των εξελίξεων και τη μεγάλη ρευστότητα στο πολιτικό επίπεδο. Με μια έννοια τα μνημόνια και η παρουσία του ΔΝΤ το επόμενο διάστημα θα επιφέρουν πολύ μεγαλύτερες πολιτικές ανατροπές από ότι μέχρι σήμερα. Η ουσιαστική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και η καταβύθιση της ΝΔ, η δημιουργία νέων κομμάτων, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν θνησιγενή, η ανάδειξη ενός αριστερού μικροαστικού κόμματος στη ισχυρότερη πολιτική δύναμη της χώρας και στην κυβέρνηση, μάλλον θα υστερούν σε σχέση με τις ανατροπές που έρχονται.

Σημειώνουμε ορισμένα βασικά στοιχεία που διαμορφώνουν τις εξελίξεις: Την ακόμη μεγαλύτερη απαξίωση του αστικού πολιτικού συστήματος και κορυφαίων θεσμών του με τη στάση και τη συμπεριφορά του, η οποία το τελευταίο διάστημα επιδεινώνει την κατάσταση. Τη μετατροπή του περήφανου ΟΧΙ του ελληνικού λαού από τη μια στιγμή στην άλλη σε ΝΑΙ και σε ολοκληρωτική παράδοση του λαού και της χώρας από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση στις ορέξεις του πολυεθνικού κεφαλαίου. Τη στάση των αστικών πολιτικών κομμάτων. Η συμπεριφορά τους ολόκληρο το προηγούμενο διάστημα, που πρακτικά λειτουργούσαν ως εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου και της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας και μάλιστα με τρόπο προκλητικό πιέζοντας την κυβέρνηση να υπογράψει τις απαιτήσεις της τρόικας από την πρώτη στιγμή, έχει δημιουργήσει ένα πολύ μεγάλο χάσμα ανάμεσα στα κόμματα αυτά και το λαό. Τη λειτουργία της βουλής και συνολικά τους όρους λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Την άθλια στάση των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Την ολοκληρωτική απαξίωση στη συνείδηση του λαού της ΕΕ και του περίφημου «ευρωπαϊκού ιδεώδους». Στα μάτια του κόσμου φάνηκε ανάγλυφα αυτό που πάντα η ΕΕ ήταν, ιμπεριαλιστική και αδίστακτη, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζει έστω και ελάχιστη αντίσταση. Οι συνθήκες διαβίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων θα χειροτερεύσουν απότομα, ως συνέπεια της εφαρμογής των μέτρων αυτών και θα δώσουν ώθηση στη δυσαρέσκεια, θα φέρουν σε ευθεία αντίθεση το λαό με την κυβέρνηση, το κράτος και τα αστικά πολιτικά κόμματα και μάλιστα σε συνθήκες ενός εντελώς απαξιωμένου πολιτικού συστήματος που αδυνατεί να ελέγξει τις λαϊκές διαθέσεις και να ενσωματώσει τις αντιδράσεις.

Αυτά είναι ορισμένα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, εντός του οποίου θα εξελιχθεί η πολιτική ζωή και οι αγώνες το επόμενο διάστημα. Είναι μια καλή βάση για την άνοδο ενός νέου ριζοσπαστισμού που μπορεί να εκφραστεί στο κίνημα και στους αγώνες και υπό προϋποθέσεις να διαμορφώσει νέα δεδομένα.

Θα ήταν όμως σοβαρή παράλειψη να μην ληφθούν υπόψη οι δυσκολίες για το λαό και το λαϊκό κίνημα. Η αστική τάξη θα πάρει οπωσδήποτε τα μέτρα της και έχει λύσεις και εφεδρείες, διαθέτει εμπειρία και σοβαρούς μηχανισμούς εντός της χώρας, στην ΕΕ και γενικότερα. Ένας επιπλέον κίνδυνος είναι η πιθανή άνοδος της λαϊκής απογοήτευσης, συνεπεία κυρίως του ξεπουλήματος του λαού μετά τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ και επιπλέον να ενισχυθεί η αντίληψη περί παντοδύναμου αστικού συστήματος και του μάταιου των εργατικών και λαϊκών αγώνων.

Οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα η πιθανή δημιουργία ενός αριστερού ριζοσπαστικού κόμματος και η μετατροπή του υπολοίπου σε κεντρώο αστικό κυβερνητικό κόμμα αυτόνομα ή σε συμμαχία με άλλα κόμματα, κάτι σαν νέα ΔΗΜΑΡ, θεωρούμε ότι είναι καταρχήν θετικό γεγονός. Η ύπαρξη του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα με δύναμη 27%, ήτοι 37% ήταν σοβαρό εμπόδιο στη ριζοσπαστικοποίηση των εργαζομένων και την ανάπτυξη του κινήματος και αυτό το ζήσαμε μετά τον Ιούνιο του 2012. Φυσικά δεν ήταν η μοναδική και πιθανόν ούτε η κυρία αιτία. Ουσιαστικότερο ρόλο έπαιξε η ανεπάρκεια της κομμουνιστικής αριστεράς.

Η διαμόρφωση ενός αριστερού ριζοσπαστικού κόμματος με κορμό την αριστερή πλατφόρμα μπορεί να δώσει ώθηση στους αγώνες και στη βελτίωση του πολιτικού συσχετισμού. Η καταγγελία που επιχειρείται από ορισμένες πλευρές της αριστερής τάσης του ΣΥΡΙΖΑ, ως το μελλοντικό ανάχωμα που θα εμποδίσει τους εργαζόμενους να πάνε στην κομμουνιστική αριστερά και να διαμορφώσουν επαναστατική συνείδηση είναι η χειρότερη πρακτική που μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Τα κόμματα δεν δημιουργούνται, ούτε ισχυροποιούνται ως συνέπεια της θέλησης της ηγεσίας τους, ούτε παρεμποδίζεται η ανάπτυξή τους αν κάποιοι τα καταγγέλλουν. Αν εκφράζουν οι υπαρκτές τάσεις και υπαρκτές πολιτικές ανάγκες ορισμένων κοινωνικών δυνάμεων, αν έχουν δηλαδή ρόλο στην πολιτική ζωή, μόνο τότε επιβιώνουν και αναπτύσσονται. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 4% έγινε μεγάλο κόμμα και κυβέρνηση όχι γιατί οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις δεν κατήγγειλαν το χαρακτήρα και τις κρυφές επιδιώξεις του, αλλά γιατί στο τεράστιο κενό που άφησε το 2010-2012 η κομμουνιστική αριστερά κατάφερε να εκφράσει, προφανώς με ρεφορμιστικό τρόπο, τις λαϊκές ανάγκες και επιδιώξεις και φυσικά οδήγησε τη λαϊκή υπόθεση στην υποταγή. Η αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ τότε και αντίστοιχα σήμερα δεν μπορούσε να ήταν η καταγγελία και το ξεσκέπασμα, αλλά η χάραξη της πολιτικής εκείνης που, ερμηνεύοντας τη συγκυρία και τα διακυβεύματά της, συνενώνει αρμονικά τον αγώνα για τις άμεσες ανάγκες του λαού με τις στρατηγικές επιλογές και στόχους.

Σήμερα είναι λάθος να καταγγέλλεται η αριστερή πλατφόρμα και να θεωρείται ότι έτσι θα καθηλωθεί. Πρέπει να αξιοποιείται η παρουσία της για την ανάπτυξη των ταξικών αγώνων και του λαϊκού κινήματος, ενώ παράλληλα η κομμουνιστική αριστερά θα θέτει τις ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους, ανοίγοντας τα αναγκαία ιδεολογικά μέτωπα, τη σύνδεση της δράσης σήμερα με την προοπτική. Μόνο τότε ωφελείται το λαϊκό κίνημα και η κομμουνιστική αριστερά. Αυτά καταρχήν. Μένει να δει κανείς την εξέλιξη των γεγονότων, πώς διαμορφώνεται, ποιες είναι οι θέσεις και η συμπεριφορά του νέου φορέα, οι ιδεολογικές βάσεις του κ.λπ.

Με βάση όλα τα προηγούμενα το πλαίσιο της δράσης του εργατικού κινήματος και της κομμουνιστικής αριστεράς πρέπει να είναι η επιμονή, χωρίς εκπτώσεις, στο πλαίσιο στόχων που έχει συζητηθεί εκτενώς τα προηγούμενα χρόνια, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει:

Τον αγώνα για τη μη εφαρμογή του νέου μνημονίου, την ανατροπή των μνημονίων και των μνημονιακών νόμων, συγκεκριμένα μέτρα και διεκδικήσεις για τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων. Οι διεκδικήσεις αυτές συνδέονται με την προοπτική με μεγάλους πολιτικούς στόχους και αιτήματα, οι οποίοι αντιστρατεύονται την αστική κυριαρχία, βελτιώνουν υπέρ του εργατικού κινήματος τον ταξικό συσχετισμό, υπονομεύουν τα βάθρα της αστικής στρατηγικής και διευρύνουν την ενότητα της εργατικής τάξης και τη συμμαχία της με τα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα. Η ανάπτυξη των αγώνων για τα άμεσα ζητήματα και για την ανατροπή των μνημονίων είναι πολύ μεγάλης σημασίας κρίκος που μπορεί να οδηγήσει σε γενικότερη αμφισβήτηση της αστικής κυριαρχίας.

Κόκκινη γραμμή σε αυτό το πλαίσιο διεκδικήσεων, η οποία διαχωρίζει το αστικό στρατόπεδο από τις πολιτικές δυνάμεις και το μπλοκ του εργαζόμενου λαού, αποτελεί η σύγκρουση με την ΕΕ και η αποδέσμευση. Ανεξαρτήτως της τακτικής με βάση την οποία θα διεκδικηθεί ο στόχος αυτός, αν θα προβληθεί καταρχήν η σύγκρουση και η αποχώρηση από την ευρωζώνη, ο στόχος είναι η ΕΕ και θα πρέπει να διεκδικηθεί χωρίς ταλαντεύσεις. Τυχόν υποχώρηση απ’ αυτόν μπορεί να αποδειχθεί το όχημα της διολίσθησης προς τον ρεφορμισμό. Το ζήτημα της διαγραφής του δημόσιου χρέους, ένα πρόγραμμα εθνικοποίησης επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας και καταρχήν των τραπεζών, χωρίς αποζημίωση και με εργατικό ελέγχου, ένα κοινωνικά δίκαιο φορολογικό σύστημα, ένα πλαίσιο διεκδικήσεων για τα δημοκρατικά δικαιώματα και συνολικά για τα ζητήματα της δημοκρατίας, η ανάπτυξη του αγώνα εναντίον του ιμπεριαλισμού και της κάθε είδους εξάρτησης, είναι ορισμένοι από τους άξονες αυτού του πλαισίου. Η πολιτική αυτή και οι στόχοι που την απαρτίζουν πρέπει να γίνεται αντιληπτή όχι αποσπασματικά, αλλά ως το όχημα που αφενός μεν αντιμετωπίζει σημερινές λαϊκές ανάγκες και αφετέρου οδηγεί, πρέπει να οδηγεί, στο στρατηγικό στόχο.

Τις διεκδικήσεις αυτές τις αναπτύσσει και της καθοδηγεί ένα ενιαίο μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων εναντίον των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού και ο αγώνας κατευθύνεται σε βαθιές αντικαπιταλιστικές αλλαγές στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Η συμμαχία στη βάση, μέσα στην κοινωνία, είναι συμπαράταξη της εργατικής τάξης, των αγροτών, των ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων, της νεολαίας που το περιεχόμενό της ποικίλει, ανάλογα με τις συνθήκες κάθε χώρου, υπηρετεί όμως το γενικό πλαίσιο και τις επιδιώξεις του Μετώπου. Στο πολιτικό επίπεδο συσπειρώνονται στο μέτωπο όλες οι πολιτικές δυνάμεις και οργανώσεις που θέτουν τέτοιους στόχους. Με βάση τα σημερινά δεδομένα στο πλαίσιο αυτό μπορούν να συμπαραταχθούν το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι δυνάμεις του Αριστερού Ρεύματος και άλλες μικρότερες οργανώσεις και συλλογικότητες.

Στην πορεία, αναπτύσσεται η κοινή δράση και η συνεργασία όλων αυτών των πολιτικών δυνάμεων και διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις αλληλοκατανόησης και σύγκλισης σε κοινή προγραμματική βάση, ώστε να διαμορφωθεί το μέτωπο. Το εργατικό κίνημα στη χώρα μας έχει πλούσια θετική και αρνητική πείρα μετωπικής πολιτικής και των κινδύνων τους οποίους διατρέχει. Υπερβολικές υποχωρήσεις σε κρίσιμα ζητήματα, ώστε να επιτευχθεί συμφωνία, στρογγυλέματα στα κεντρικά πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα π.χ. ΕΕ και η διαμόρφωση των προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό μέσω αυτής της δράσης είναι ζητήματα στα οποία οι υπερβολικές υποχωρήσεις υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν την προσπάθεια σε εκτροπή. Ο κίνδυνος του ρεφορμισμού, ο κίνδυνος να επικρατήσει η λογική του μικρότερου κακού είναι υπαρκτός, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες. Τον ζήσαμε το 2010-2012 και μπορούμε να τον αποφύγουμε.

 

Ορισμένες επισημάνσεις για την τακτική του ΚΚΕ το τελευταίο διάστημα

Οι περίοδοι που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ρευστότητα και μεγάλες ανακατατάξεις είναι και περίοδοι σημαντικών δυνατοτήτων για το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική Αριστερά. Εκεί φαίνονται τα προτερήματα και οι αδυναμίες κάθε πολιτικής και κάθε ηγεσίας. Στις συνθήκες αυτές δύο δρόμοι υπάρχουν για τη δράση της κομμουνιστικής αριστεράς. Ή θα διαμορφώσει σχέδιο δράσης με μεγάλες παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες που θα απηχούν τα εργατικά συμφέροντα και τις διεκδικήσεις στις συνθήκες αυτές και μαζί την προοπτική της επαναστατικής πάλης και αυτό σημαίνει πέραν των άλλων την ανάληψη σημαντικού ρίσκου ή θα συνεχίσει στο ίδιο πλαίσιο, στον ίδιο ρυθμό με τις προηγούμενες συνθήκες, οπότε την προσπερνούν οι εξελίξεις και ο εργαζόμενος λαός. Ο πρώτος δρόμος είναι αυτός που χαρακτηρίζει ζωντανές πολιτικές δυνάμεις, που έχουν πολύ ισχυρούς δεσμούς με την εργατική τάξη και εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της και ο δεύτερος εκφράζει συνήθως γραφειοκρατικές σε σημαντικό βαθμό δυνάμεις που τρομοκρατούνται από το άγνωστο και θέλουν να προφυλάξουν τα κεκτημένα, να μην αναλάβουν κανένα ρίσκο και επιτίθενται σε καθετί που τους αντιτίθεται και θεωρούν ότι αποτελεί πιθανό κίνδυνο.

Η συμπεριφορά αυτή σε ένα λίγο πολύ σταθερό πλαίσιο, σε συνθήκες παγιωμένων εξελίξεων δεν έχει πολιτικό κόστος, σε φάσεις όμως μεγάλης ρευστότητας τα αποτελέσματα μπορεί να αποδειχθούν ακόμη και καταστροφικά. Απ’ ό,τι μέχρι σήμερα είδαμε, το ΚΚΕ συνεχίζει μια τακτική ανάλογη με αυτή των τελευταίων ετών, η οποία φυσικά δεν ανταποκρίνονταν ούτε στις παλαιότερες ούτε στις σημερινές συνθήκες. Χαρακτηρίζεται από συντήρηση των δυνάμεων του, από περιχαράκωση, ξεχωριστή κινητοποίηση των δυνάμεων του και οξύτατες πολιτικές αντιπαραθέσεις με την υπόλοιπη Αριστερά και μέσα στο κίνημα. Σε τελική ανάλυση καμία αξιοποίηση των δυνατοτήτων που υπάρχουν.

Χαρακτηριστική είναι η στάση του στο πρόσφατο δημοψήφισμα και συνολικά στις τελευταίες εξελίξεις. Με το επιχείρημα ότι το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν αποσπασματικό και υπήρχε ο κίνδυνος να αξιοποιήσει το αποτέλεσμα του η κυβέρνηση επέλεξε αυτό που, για όσους γνωρίζουν, ήταν το αναμενόμενο με βάση την πολιτική του, επέλεξε το άκυρο, θέτοντας τη θέση «όχι» στα μέτρα της τρόικας, ούτε σε αυτά της κυβέρνησης και τα συμπλήρωνε με τη γνωστή θέση εξόδου από την ΕΕ με εργατική εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι στο δημοψήφισμα και σε κάθε δημοψήφισμα το ΚΚΕ καλεί για την ψήφιση της συνολικής στρατηγικής του.

Αποτέλεσμα, ο λαός απάντησε με ένα μεγάλο περήφανο ΟΧΙ, στο 61,3% των ψηφοφόρων, που τουλάχιστον η κυβέρνηση δεν το περίμενε και δεν το ήθελε, γιατί δυσκόλευε τους χειρισμούς που είχε κατά νου, δηλαδή να οδηγήσει τα πράγματα στο συμβιβασμό και την υπογραφή μνημονίου. Στο 61,3% συγκεντρώθηκε η συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης και του εργαζομένου λαού εκφράζοντας τη θέληση της για απαλλαγή από τα μνημόνια και τη λιτότητα και από την άλλη πλευρά ήταν η αστική τάξη, το σύνολο του ντόπιου και ευρωπαϊκού κατεστημένου. Ήταν ένας πρωτοφανής για τα μεταπολιτευτικά χρονικά ταξικός διαχωρισμός. Με τη στάση του το ΚΚΕ βρέθηκε έξω από το λαϊκό στρατόπεδο, ορισμένες φορές μάλιστα με διάφορα προσχήματα το λοιδόρησε. Η εργατική τάξη είδε το ΚΚΕ όχι ως το κόμμα της, αλλά κάτι πέρα και έξω από αυτήν, ξένο προς τα συμφέροντα της. Είναι φυσικό ότι τα μέλη και οι ψηφοφόροι του πλειοψηφικά δεν ακολούθησαν τις κομματικές επιλογές, με αποτέλεσμα έναν νέο βαθύ ρήγμα ανάμεσα στην ηγεσία και την πολιτική της και στον κόσμο του κόμματος.

Την ώρα που μπορούσε να αναδειχθεί σε κινητήρια δύναμη της συντριπτικής πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και του λαού, του 61,3%, να το εκφράσει πολιτικά και να προωθήσει την ενότητα της εργατικής τάξης και την κοινωνική συμμαχία, το ΚΚΕ βρέθηκε απομονωμένο, αποσπώντας τη δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης και τους επαίνους των αστικών δυνάμεων περί του σταθερού και συνεπούς χαρακτήρα του. Αναρωτιέται κανείς ποια τύχη μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα ένας πολιτικός σχηματισμός που η ηγεσία του αδυνατεί να δει σωστά κατ’ επανάληψη την αντικειμενική πραγματικότητα και τοποθετείται κατ’ επανάληψη διαιρώντας τους ψηφοφόρους του.

Δυστυχώς η στάση αυτή δεν είναι λάθος και προϊόν κάποιων λανθασμένων εκτιμήσεων, είναι το συνεπακόλουθο των ιδεολογικών και προγραμματικών αντιλήψεων που διαμόρφωσε τα τελευταία χρόνια το ΚΚΕ και των επιδιώξεων της ηγεσίας του, οι οποίες συμπυκνώνονται στα εξής:

Όχι μεγάλες πρωτοβουλίες και ανάληψη δράσης που διαμορφώνουν προϋποθέσεις συσπείρωσης μεγάλων λαϊκών τμημάτων και φυσικά θέτουν την αναγκαιότητα της πολιτικής συνεργασίας και του μετώπου με άλλες πολιτικές δυνάμεις, σημαίνει ότι δεν γίνεται καμία προσπάθεια αξιοποίησης της συγκυρίας για την ισχυροποίηση του εργατικού κινήματος και φυσικά δεν αμφισβητείται ουσιαστικά η αστική τάξη και η κυριαρχία της. Απλά συντηρεί τις δυνάμεις του, επιδιώκει «να μη το έχει ο αντίπαλος στο χέρι την κρίσιμη ώρα, να έχει την ανεξαρτησία του», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά παλαιότερη κομματική απόφαση, εννοώντας ως κρίσιμη ώρα την επαναστατική κατάσταση. Επιπλέον την επαναστατική κατάσταση την συναρτά αποκλειστικά και μόνο από ένα γενικευμένο πόλεμο[1] και τα μέσα για την κατάληψη της εξουσίας είναι μόνο, κατά την αντίληψή του, η εξέγερση και ο εμφύλιος πόλεμος[2].

Αυτή η στρατηγική είναι φανερό ότι δεν απαιτεί μεγάλους ταξικούς αγώνες με επιδίωξη να διαμορφωθεί και καθημερινά να ισχυροποιείται το μέτωπο των επαναστατικών δυνάμεων και του εργατικού κινήματος, δεν απαιτεί πλατύ ταξικό κίνημα στο οποίο το ΚΚΕ θα αγωνιστεί να αποκτήσει ηγεμονική θέση. Η έννοια της ηγεμονίας του είναι άγνωστη, διότι ηγεμονία κάποιου στον εαυτό του δεν έχει κανένα νόημα. Η στρατηγική αυτή απαιτεί ένα μικρό, κλειστό, αυστηρά οριοθετημένο κόμμα που αναμένει την επαναστατική κατάσταση για να ηγηθεί της εξέγερσης για την εξουσία. Ο Αύγουστος Μπλανκί σε έκδοση του 2015. Μόνο που ο Μπλανκί και οι Γάλλοι επαναστάτες της εποχής του είχαν ένα επαναστατικό άρωμα σε μια εποχή μάλιστα που η εξέγερση και τα οδοφράγματα ήταν ο κανόνας, τακτική που οι κλασικοί του μαρξισμού την αντιμετώπισαν αποτελεσματικά και την απαξίωσαν και αργότερα στις αρχές του 20ου αιώνα το ίδιο αποτελεσματικά την αντιμετώπισε και ο Λένιν.

Όποιος αρνείται την πιθανότητα της εξέγερσης για την εξουσία σαφέστατα δεν έχει σχέση με το μαρξισμό. Οι κομμουνιστές πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για τη χρήση όλων των μορφών πάλης, ανάλογα με τις συνθήκες. Η φιλολογία όμως για την εξέγερση και τον εμφύλιο πόλεμο σήμερα, αυτή τη στιγμή, είναι η καλύτερη πρόφαση να μην κάνει κανείς τίποτα για να προετοιμάσει την επανάσταση και ενδεχομένως την εξέγερση. Είναι η συνταγή της ήττας.

 


[1] Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο συνέδριο σ. 59

[2] Θεωρητικά ζητήματα στο πρόγραμμα του ΚΚΕ , σ. 105-116

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας