Εργατικός Αγώνας

Το μνημόνιο ψηφίστηκε. Οι δυνάμεις της Αριστεράς ποιες προτεραιότητες βάζουν;

Γράφει ο Δ. Δημητριάδης

Οι μεγάλες αλλαγές στον πολιτικό χάρτη της χώρας που ωριμάζουν μετά τη συμφωνία και την ψήφιση του νέου μνημονίου από τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα αναζωογόνησαν στο χώρο της αριστεράς τις συζητήσεις σχετικά με την τακτική που πρέπει να ακολουθηθεί, με το περιεχόμενο της πάλης και ιδιαίτερα με την ανάγκη δημιουργίας ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου αντίστασης και ανατροπής που θα συμπεριλάβει μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού και μαζί πολιτικές δυνάμεις και οργανώσεις που ενδιαφέρονται για έναν τέτοιον αγώνα. Οι μύχιοι πόθοι των κομμουνιστών και των αριστερών ανθρώπων και γενικότερα των εργαζομένων για την ανάπτυξη κοινής δράσης και συνεργασίας ως τη δημιουργία ενός μετώπου έρχονται με επιτακτικό τρόπο στο προσκήνιο.

Όπως είναι φυσικό διατυπώνονται διαφορετικές προσεγγίσεις σε αρκετά ζητήματα, όσον αφορά το χαρακτήρα του μετώπου, το περιεχόμενο που δίνεται στην κοινή δράση και στο μέτωπο και με εντελώς διαφορετικό τρόπο συνδέουν το μέτωπο με τους στρατηγικούς στόχους.

Θα επιδιώξουμε καταρχήν την εξαγωγή ορισμένων βασικών συμπερασμάτων από τις τελευταίες εξελίξεις που είναι χρήσιμα για το επόμενο διάστημα.

Ορισμένα στοιχεία δείχνουν μια ανάκαμψη των αγωνιστικών διαθέσεων του λαού, με πιο χαρακτηριστικό στοιχείο το 61,3% στο δημοψήφισμα, με το οποίο ο λαός απόρριψε τη λιτότητα, τα μνημόνια και τον μνημονιακό νομικό και πολιτικό πλαίσιο και τα οποία σε μεγάλο βαθμό τα συνέδεε με την αντίθεσή του στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Την ίδια στιγμή όμως δεν υπάρχει πολιτικός φορέας ή συμμαχία πολιτικών δυνάμεων που θα εκφράσει τις δυνάμεις αυτές, θα τους δώσει ώθηση και θα συμβάλει στην μετουσίωσή τους σε ένα ισχυρό κίνημα αντίστασης και ανατροπής. Να σημειώσουμε επίσης ότι ενώ διαπιστώνεται άνοδος των λαϊκών διαθέσεων το εργατικό και το λαϊκό κίνημα βρίσκονται στο χειρότερο σημείο τους των τελευταίων δεκαετιών. Ιδιαίτερα στο συνδικαλιστικό κίνημα των εργατοϋπαλλήλων κυριαρχεί η απαξίωση και ο απόλυτος εκφυλισμός και αυτό δεν χαρακτηρίζει μόνο την ΓΣΕΕ, ούτε μόνο μεγάλες ομοσπονδίες, τον αστικό δηλαδή συνδικαλισμό, αλλά σε άλλο ίσως βαθμό και με άλλο τρόπο ολόκληρο το συνδικαλιστικό κίνημα. Η συνέχιση αυτής της κατάστασης θα δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την όποια ανάπτυξη της δράσης, αν δεν δρα παραλυτικά. Δε μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη ισχυρού πολιτικού κινήματος και αλλαγή συσχετισμών δύναμης όταν αυτή δεν τροφοδοτείται από τις διεργασίες για την ανάπτυξη των αγώνων στο κοινωνικό επίπεδο, από την ισχυροποίηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος και αντίστροφα η πολιτική ισχυροποίηση θα τροφοδοτεί της κοινωνικούς αγώνες και την ενδυνάμωση του κινήματος.

Σε ένα ισχυρό αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό κίνημα που θα συγκρούεται με την κυρίαρχη τάξη για τα άμεσα ζητήματα και τις γενικότερες διεκδικήσεις των εργαζομένων αντιστοιχούν συγκεκριμένα μέσα και μορφές. Στο κίνημα αυτό αντιστοιχούν η δράση μέσα στο λαό και η κινητοποίηση του, η κινητοποίηση της εργατικής τάξης και των συνδικάτων, η προώθηση της εργατικής ενότητας και η προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας. Η δράση στους θεσμούς, στη βουλή, η μεγάλη σημασία στις γενικές εκλογές με παράλληλη υποβάθμιση της δράσης του λαϊκού παράγοντα αντιστοιχεί στην υπηρέτηση της αστικής πολιτικής και των επιδιώξεων της κυρίαρχης τάξης και όχι στην αμφισβήτηση τους.

Αυτό έγινε πολύ καθαρό τα τελευταία χρόνια με τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ. Ώσπου να φθάσει στο 27% στις εκλογές του 2012 αξιοποίησε με έναν ορισμένο τρόπο τους λαϊκούς αγώνες και στη συνέχεια η προτεραιότητα δόθηκε στην κοινοβουλευτική παρουσία, στις επαφές και τις διασυνδέσεις με τμήματα της αστικής τάξης και του ξένου παράγοντα, στην απορρόφηση μεγάλων τμημάτων του ΠΑΣΟΚ. και με κεντρική επιδίωξη την κυβέρνηση της αριστεράς. Και μόνο αυτό το στοιχείο ήταν ενδεικτικό των επιδιώξεων και του προσανατολισμού του.

Το ερώτημα τίθεται και θα τεθεί με επιτακτικό τρόπο και στο άμεσο μέλλον. Η αιχμή του δόρατος το επόμενο διάστημα από τις δυνάμεις της αριστεράς θα είναι η επιδίωξη μιας αριστερής ή «αριστερής» κυβέρνησης και η κοινοβουλευτική διεκδίκηση της ή η ανάπτυξη ισχυρού εργατικού και λαϊκού κινήματος σε γραμμή αντίστασης στην επίθεση του κεφαλαίου και ανατροπής, η δημιουργία σύγχρονου ισχυρού εργατικού επαναστατικού κόμματος που θα τεθεί επικεφαλής ενός ισχυρού αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου και θα διεκδικήσει την εξουσία; Μπορεί να ανατεθεί στις εκλογές, στον κοινοβουλευτισμό και στους θεσμούς η υπόθεση της αριστεράς και ο αγώνας για το σοσιαλισμό στη χώρα, ή η προτεραιότητα θα δοθεί στη λαϊκή δράση και τους λαϊκούς αγώνες;

Τις τελευταίες δεκαετίες, μετά τη μεταπολίτευση, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις μικροαστικά μεταρρυθμιστικά κόμματα με ισχυρά αστικά στοιχεία στη συγκρότηση και στον προσανατολισμό τους εκμεταλλεύτηκαν τον ανερχόμενο λαϊκό ριζοσπαστισμό, τον υπέταξαν και τελικά τον οδήγησαν στην ενσωμάτωση, φυσικά με την αδυναμία της κομμουνιστικής αριστεράς να το εμποδίσει και να το ματαιώσει. Αναφερόμαστε στο ΠΑΣΟΚ του τέλους της δεκαετίας του ’70 και στη δεκαετία του ’80 και στο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα στην εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης και των μνημονίων. Οι δυνάμεις της κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς δεν είναι δυνατόν να επιτρέψουν την επανάληψη του φαινομένου για τρίτη φορά και η προσπάθεια αυτή πρέπει να ξεκινήσει από τώρα, από σήμερα, σήμερα να τεθούν οι βάσεις, πατώντας σταθερά στο έδαφος του μαρξισμού λενινισμού και φυσικά επιδεικνύοντας την αναγκαία ευελιξία. Αυτό σημαίνει ότι από σήμερα πρέπει να τεθούν οι βάσεις για ένα κίνημα σταθερά ταξικά προσανατολισμένο, που δύσκολα θα χειραγωγείται.

Οι συνθήκες που θα διαμορφωθούν το επόμενο διάστημα θα είναι θετικές για την ανάπτυξη της πολιτικής και συνδικαλιστικής πάλης. Η κυβέρνηση και μαζί το σύνολο των αστικών δυνάμεων αναγκασμένοι να εφαρμόζουν επώδυνα αντιλαϊκά μέτρα θα έρθουν αντιμέτωποι με ευρύτατα λαϊκά και εργατικά τμήματα. Είναι δυνατόν με την κατάλληλη τακτική η δυσαρέσκεια που θα αναπτυχθεί να μη μετατραπεί σε απογοήτευση και ιδιώτευση, αλλά σε ισχυρό κίνημα αμφισβήτησης. Κύρια προϋπόθεση γι’ αυτό είναι αφενός μεν ένα εναλλακτικό σχέδιο για τη χώρα που θα εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του λαού και αφετέρου η διαμόρφωση ενός ισχυρού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου που θα συμπεριλάβει ευρύτατες κοινωνικές δυνάμεις και μαζί πολιτικά κόμματα και οργανώσεις που στον ένα ή στον άλλο βαθμό εκφράζουν τα λαϊκά συμφέροντα.

Η δίκαιη επισήμανση πολλών αρθρογράφων και πολιτικών στελεχών για τις ευθύνες της Αριστερής Πλατφόρμας όσον αφορά τις εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ σε βάθος χρόνου και η ανάγκη να κάνει την αυτοκριτική της δεν είναι το κύριο ζήτημα αυτή τη στιγμή, παρότι η εξαγωγή συμπερασμάτων και διδαγμάτων είναι κρίσιμη και αναγκαία. Το κεντρικό ζήτημα είναι τι θα οικοδομηθεί τώρα, σε ποια κατεύθυνση θα αναπτυχθεί η δράση, σε ποια βάση θα αναπτυχθεί η συμπαράταξη και το μέτωπο.

Πολλές από τις απόψεις που διατυπώνονται για το χαρακτήρα του μετώπου και της δράσης το επόμενο διάστημα πρέπει να το πούμε καθαρά ότι δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Προτάσεις όπως «το μέτωπο θα πρέπει να είναι δημοκρατικό, πατριωτικό και προοδευτικό» ή ότι «θα διεκδικεί μια Ελλάδα εθνικά κυρίαρχη, χωρίς λιτότητα και επιτροπεία, με δημοκρατία και παραγωγική ανασυγκρότηση και κοινωνική αλληλεγγύη» δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες, είναι πολύ πίσω από τις απαιτήσεις. Η λογική αυτή, αν επικρατήσει, μπορεί να αποδειχθεί ο δρόμος της ενσωμάτωσης και όχι της λαϊκής ανάτασης για την ανατροπή.

Ως βάση της συγκρότησης του μετώπου θα πρέπει να τεθεί αφενός μεν η διεκδίκηση των άμεσων ζωτικών προβλημάτων του λαού και αφετέρου η σύγκρουση με τις βασικές αιτίες και παράγοντες που καθηλώνουν τη χώρα και το λαό σε αυτή τη θέση και φυσικά ο αγώνας για την ανατροπή τους. Μόνο έτσι μπορεί να ανοίξει για τη χώρα ένας άλλος δρόμος που θα έχει στο επίκεντρό του την επιβίωση και την αξιοπρέπεια του λαού και τα λαϊκά συμφέροντα στο τιμόνι του σκάφους.

Κεντρικό ζήτημα που ξεχωρίζει και πάνω στο οποίο πρέπει να δομηθεί ένα εναλλακτικό πρόγραμμα και να διαμορφωθεί το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο είναι η έξοδος της χώρας από την ΕΕ. Η κρίση και τα συνεπακόλουθα της ανέδειξαν την εξάρτηση της χώρας από το διεθνή ιμπεριαλισμό και κυρίως τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ ως την κεντρική αιτία αυτών των καταστροφικών εξελίξεων. Δεν είναι βέβαια η μοναδική αιτία, είναι όμως η κεντρική και πάνω σ’ αυτή συναρθρώνονται και αλληλοσυνδέονται μαζί της όλες οι ανισορροπίες και οι αντιφάσεις που συνοδεύουν το μονοπωλιακό κεφάλαιο και τον καπιταλισμό.

Η Ελλάδα ως πλήρες μέλος της ΕΟΚ παλαιότερα, ύστερα της ΕΕ και από το 2001 της ευρωζώνης, με την πειθήνια συμμόρφωση όλων των αστικών κυβερνήσεων στις αποφάσεις και τις κατευθύνσεις του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου, γνώρισε μια τεράστια καταστροφή και υποβάθμιση των παραγωγικών δυνάμεων της, της υλικής παραγωγής της. Η βιομηχανική βάση έχει υπονομευτεί, έχει σε μεγάλο βαθμό συντριβεί. Η μεταποίηση τείνει να συνεισφέρει το 10% περίπου του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, ενώ η αγροτική οικονομία λίγο πάνω από το 3%. Οι υπηρεσίες και κυρίως ο τουρισμός εκτοξεύθηκαν σε πρωτοφανή ύψη. Η υλική παραγωγή όμως δημιουργεί τον πλούτο και η υπονόμευση της δεν κάνουν τίποτε άλλο από τον αυξάνει κατακόρυφα τις εισαγωγές και να κάνει και αυτή την τουριστική ανάπτυξη αναποτελεσματική. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της εξέλιξης είναι αυτό που ζούμε, υπονόμευση της παραγωγής και της παραγωγικής βάσης, εκτίναξη του εμπορικού ισοζυγίου, υπερδανεισμός και υπερχρέωση, συσσώρευση δανείων για την αποπληρωμή των χρεών, εκτίναξη της ανεργίας και φτώχειας και πάει λέγοντας.

Η ΕΕ αποτελεί το βασικότερο πυλώνα της αστικής στρατηγικής και κατά συνέπεια η αμφισβήτηση του σημαίνει αμφισβήτηση της ίδιας της αστικής κυριαρχίας, ενώ εντός της ΕΕ όχι μόνο οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν νοείται, αλλά ούτε στοιχειώδης φιλολαϊκή πολιτική. Πέραν αυτών όσο και αν οι δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν τις διαθέσεις του ελληνικού λαού υπέρ της παραμονής στην ΕΕ και μάλιστα με πολύ υψηλά ποσοστά, δεν είναι αυτή η πραγματική εικόνα. Ένα κύμα αντίΕΕ διαθέσεων ανεβαίνει και στο κατάλληλο κλίμα και με τις ανάλογες προϋποθέσεις μπορεί να τροποποιήσει ριζικά τις λαϊκές διαθέσεις. Ο κεντρικός στόχος της αποδέσμευσης από την ΕΕ πρέπει να πλαισιωθεί με ένα πλέγμα άλλων στόχων και αιτημάτων ώστε να διαμορφωθεί ένα συνεκτικό προγραμματικό πλαίσιο ρεαλιστικό και συνάμα προοπτικής που κατευθύνει την πάλη στην ίδια την αμφισβήτηση του καπιταλισμού. Τέτοια αιτήματα έχουν διατυπωθεί και μεταξύ των άλλων είναι η μονομερής διαγραφή του εξωτερικού χρέους της χώρας, η κρατικοποίηση καταρχήν του τραπεζικού συστήματος, ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση του και να χρηματοδοτηθεί η οικονομία, η εθνικοποίηση επιχειρήσεων και τομέων στρατηγικής σημασίας της οικονομίας, η ικανοποίηση βασικών αιτημάτων των εργαζομένων και η ανάπτυξη του βιοτικού τους επιπέδου, η αντιμετώπιση της τεράστιας ανεργίας, ένα δίκιο κοινωνικά φορολογικό σύστημα κ.λπ. Αυτή θεωρούμε ότι πρέπει να είναι η προγραμματική βάση του μετώπου. Άλλες προτάσεις που διατυπώνονται είναι πίσω από τις ανάγκες γι’ αυτό και είναι αναποτελεσματικές και ατελέσφορες.

Το ζήτημα που ανακύπτει είναι το εξής: Υπάρχουν αυτή τη στιγμή οι προϋποθέσεις για να περάσουμε στη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου με αυτά τα χαρακτηριστικά; Είναι έτοιμες οι πολιτικές δυνάμεις και οργανώσεις για μια ολοκληρωμένη συμφωνία σε αυτή τη βάση;

Αυτά που βλέπουμε και ακούμε μέχρι στιγμής μας πείθουν για το αντίθετο και επειδή η υπόθεση κοινή ενωτική δράση ως και τη δημιουργία μετώπου πρέπει να προχωρήσει και να μην υπονομευθεί, θεωρούμε ότι αυτή τη στιγμή ώριμο είναι να διευκολυνθεί η κοινή δράση πάνω σε μια από κοινού συμφωνημένη βάση και πλαίσιο, η οποία τουλάχιστον θα αμφισβητεί τα μνημόνια, τη λιτότητα και το διαμορφωθέν μνημονιακό πλαίσιο και θα αγωνίζεται για την ανατροπή τους, θα θέτει και θα διεκδικεί το ζήτημα του χρέους και άλλους στόχους και φυσικά θα αναδεικνύει τον καταστροφικό ρόλο της ΕΕ, χωρίς ίσως να θέτει συνολικά το ζήτημα της αποδέσμευσης, εάν ένα τέτοιο ζήτημα δεν βοηθάει στη συγκέντρωση δυνάμεων ή εμποδίζει την πλατιά κοινή δράση από τα κάτω. Εννοείται πως κάθε πολιτική δύναμη που συμμετέχει σ’ αυτή τη δράση διατηρεί στο ακέραιο τις θέσεις και τις απόψεις τις οποίες μπορεί ελεύθερα να ζυμώνει είτε η ίδια είτε σε συνεργασία με άλλες δυνάμεις. Εννοείται επίσης ότι χρειάζεται μια βαθιά, επιστημονικά τεκμηριωμένη πρόταση για την έξοδο από το ευρώ, της ευρωζώνη και την ΕΕ. Ο διακηρυκτικός χαρακτήρας του στόχου, όπως προβάλλεται μέχρι στιγμής αποδεικνύεται ανεπαρκής για να απαντήσει στην κυρίαρχη πολιτική της άρχουσας τάξης και των πολιτικών δυνάμεων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στηρίζουν την παραμονή στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα.

Είναι προφανές ότι μια τέτοια κοινή δράση θα διαμορφώσει άλλο κλίμα, θα δώσει θετική πείρα προς αξιοποίηση και επιπλέον θα δώσει το χρόνο για αναλυτική συζήτηση όλων των διαφορών και των προβλημάτων που σχετίζονται με τη δημιουργία του μετώπου. Θεωρούμε ότι θα πρέπει να μη συνδεθεί απαραιτήτως το ζήτημα αυτό με τις ερχόμενες εκλογές που φαίνεται ότι θα είναι εντός του Σεπτεμβρίου και τις επιδιώξεις πολιτικών δυνάμεων, όσο και αν αυτό δεν είναι εύκολο ή αφαιρεί δυνατότητες.

Πρόσφατα είδαν το φως της δημοσιότητας δύο καλέσματα: το πρώτο από έναν αριθμό 13 αγωνιστών από διάφορες οργανώσεις και το δεύτερο από οργανώσεις της αριστεράς. Ο Εργατικός Αγώνας υπέγραψε και τα δύο κείμενα και αυτό δεν είχε την έννοια της έγκρισης και των δύο, αλλά ήθελε να υπογραμμίσει την ανάγκη και τη σημασία να προχωρήσει η κοινή δράση άμεσα ως και τη δημιουργία του μετώπου. Δεν μας διαφεύγει ότι το ένα κείμενο είναι πολύ αόριστο και ανεπαρκές, είναι μόνο μια γενική δήλωση προθέσεων, ενώ το δεύτερο κείμενο θέτει μεν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο το οποίο δύσκολα μπορεί να απορριφθεί, δεν λύνει όμως το πρόβλημα πώς θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για να στεφθεί με επιτυχία όλο αυτό το εγχείρημα και δεν θα ακυρωθεί η προσπάθεια αυτή επιμένοντας κάθε δύναμη στην άποψη της.

Όλα αυτά ο Εργατικός Αγώνας τα έχει υπ’ όψιν γι’ αυτό και κάνει την παραπάνω πρόταση.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας