Εργατικός Αγώνας

«Ολανδρέου», «Τσιπρανδρέου», ίδια αντιλαϊκή ευρωενωσιακή γεύση

Γράφει ο Ερμής Σελεκούδης

Το τελευταίο δεκαήμερο βλέπουμε μια μεγάλη κινητικότητα από την κυβέρνηση σε σχέση με την εξεύρεση και την απόδοση των υπεσχημένων προς την τρόικα ή κατά την κυβερνητική ορολογία, τους θεσμούς της Ευρωένωσης. Σε πρώτο πλάνο προβάλλει το ασφαλιστικό- συνταξιοδοτικό από το οποίο οι «θεσμοί», σύμφωνα και με το τρίτο μνημόνιο που συνυπόγραψαν με την κυβέρνηση, απαιτούν 700 εκατομμύρια € για φέτος.

Ταυτόχρονα, πάλι σύμφωνα με αυτό το μνημόνιο, απαιτούν στην ουσία πληστηριασμούς της πρώτης κατοικίας για τα κόκκινα δάνεια, την άμεση ενεργοποίηση της διαβόητης εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ (άνοιγμα κλειστών αγορών και επαγγελμάτων), 23% ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση, αύξηση της φορολογίας των αγροτών κλπ. Επίσης κοντά σ’ όλα αυτά οι «εταίροι» βάζουν και νέο πονοκέφαλο στην κυβέρνηση σε σχέση με το προσφυγικό απαιτώντας τη δημιουργία καταυλισμών των 50.000 ατόμων για τους πρόσφυγες που φθάνουν στη χώρα μας. Για όλα αυτά μπαινοβγαίνουν στη χώρα μας οι αξιωματούχοι των «θεσμών» και τελευταία ο αντιπρόεδρος της κομισιόν Ντομπρόβσκις που συνιστούν επιτάχυνση των κυβερνητικών ενεργειών, δηλ. των αντιλαϊκών μέτρων, για να μπορέσει να γίνει η σχετική αξιολόγηση από τους δανειστές και να ανοίξει η εκταμίευση της πρώτης δόσης των 2 δις €.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα, η κυβέρνηση χρειαζόταν έναν αντιπερισπασμό και για να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη αλλά και για να τον αξιοποιήσει έναντι των δανειστών. Αυτόν τον αντιπερισπασμό τον βρήκε στην επίσκεψη του προέδρου της Γαλλίας. Ο Ολάντ πάλι από την πλευρά του, θέλοντας να ανακτήσει μέρος από το χαμένο γόητρό του στο εσωτερικό της Γαλλίας (κάποιοι τον αποκαλούν υποτιμητικά «αντικαγκελάριο» της Μέρκελ) αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρουσιάστηκε ως ευαίσθητος προς την Ελλάδα διαιτητής, ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους δανειστές. Έτσι εκδήλωσε συμπάθεια προς την Ελληνική πλευρά για το «κόκκινα» δάνεια και για την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Ακόμα ακόμα έκανε και μια «προκεχωρημένη» πρόταση για μετατροπή του διακρατικού χρέους της Ελλάδας προς τη Γαλλία (από την πρώτη δανειακή σύμβαση του 2010), ύψους πάνω από 10 δισ. ευρώ, σε μετοχές ελληνικών δημόσιων επιχειρήσεων και περιουσιακών στοιχείων. Είπε κοντολογίς «δώστε μου εταιρίες και ακίνητα του δημοσίου και εγώ σας διαγράφω τα 10 δις από το χρέος σας». Πρόκειται φυσικά για εκποίηση περιουσίας του δημοσίου δηλ. του λαού και είναι εγκληματική ενέργεια που η κυβέρνηση το βλέπει ευνοϊκά και το παρουσιάζει ως θετική πράξη. Βέβαια πρακτικά, αυτή η πρόταση δεν έχει μέλλον, αφού αυτά είναι ζητήματα που οι δανειστές θα τα δουν μελλοντικά, στα πλαίσια των ενδοευρωενωσιακών ανταγωνισμών τους. Ταυτόχρονα και στα πλαίσια των συμφωνηθέντων της προηγηθείσας συνάντησης των Συνδέσμων των Γάλλων και των Ελλήνων βιομηχάνων, ο Γάλλος πρόεδρος και η ελληνική κυβέρνηση συνυπέγραψαν συμφωνία για κοινές συμπράξεις στα ευρωπαϊκά προγράμματα, με κοινές γαλλοελληνικές εταιρίες που θα «επιχειρήσουν» στα βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Στην αθέατη πλευρά της συνάντησης, είναι σίγουρο ότι θα υπήρξε και συζήτηση για τη γεωστρατηγική στάση της χώρας μας στους εξελισσόμενους και με πόλεμο, ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και για τα τεκταινόμενα στη Συρία, δεδομένου ότι η ανάμιξη της Γαλλίας στη χώρα αυτή είναι γνωστή.

Το μήνυμα που θέλησε να εκπέμψει ο Ολάντ είναι ότι, μέσα στην Ευρωένωση και η Γαλλία, θα πρέπει να υπολογίζεται, ως ισότιμη της Γερμανίας, ηγέτιδα δύναμη. Είναι κοινό μυστικό άλλωστε, ότι η Ουάσινγκτον παροτρύνει παρασκηνιακά το Παρίσι να κάνει κινήσεις που, εμμέσως πλην σαφώς, θα έχουν σκοπό να ανασχέσουν τον γερμανικό ηγεμονισμό, να «κοντύνουν» πολιτικά τη Γερμανία και να αποκαταστήσουν τη διαταραγμένη ισορροπία στην Ευρώπη. Έχοντας όμως ο Ολάντ επίγνωση ότι δεν μπορεί να το παίξει και «αφεντικό», ως γνήσιος ευρωεντολοδόχος, τόνισε προς την κυβέρνηση: εφαρμόστε απολύτως και κατά γράμμα το πρόγραμμα, δηλαδή το μνημόνιο και, εφόσον ολοκληρωθεί επιτυχώς η πρώτη αξιολόγηση της εφαρμογής του, θα δρομολογηθεί η διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.

Από την πλευρά του, ο έλληνας πρωθυπουργός, είχε ανάγκη αυτή την επίσκεψη του Γάλλου πρωθυπουργού, αφενός για αντιπερισπασμό εντυπώσεων, σε μια δύσκολη συγκυρία λόγω των επώδυνων αντιλαϊκών μέτρων που προωθεί τώρα, αφετέρου για να καταδείξει και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ότι δεν είναι απομονωμένος στους κόλπους της ΕΕ.

Έτσι, τώρα πια που, μετά την ακραία αντιλαϊκή μεταστροφή του και ο Τσίπρας έγινε «Τσιπρανδρέου», ο αποκαλούμενος παλαιότερα από τον ίδιο, υποτιμητικά, «Ολανδρέου», του έγινε πολύτιμος φίλος και σύμβουλος και αξιοποιεί την επίσκεψη του για να αποπροσανατολίσει και να εξαπατήσει ξανά τον ελληνικό λαό. Αφήνει μάλιστα έμμεσα να διαχέεται ότι αρχίζει να συγκροτείται ένα μέτωπο του Νότου της Ευρωένωσης που τάχα θα συγκρουστεί με το Βορρά της (τη Γερμανία),με στόχο έτσι να καλλιεργούνται φρούδες ελπίδες. Στην πραγματικότητα όμως, ο Γάλλος πρόεδρος δεν έχει τέτοιες προθέσεις και το μόνο που σίγουρα επιδιώκει είναι τα οικονομικά οφέλη που θα αποκομίσει για τα Γαλλικά μονοπώλια με αυτή του την επίσκεψη στην Ελλάδα και κατά συνέπεια και την αναβάθμιση του πολιτικού του προφίλ. Αυτό ακριβώς, με μεγάλο κυνισμό το έγραψε και η γαλλική «Figaro» που σημειώνει ότι «οι Γάλλοι έχουν χάσει έδαφος έναντι των Κινέζων και των Γερμανών στο ξεπούλημα των ελληνικών “ασημικών”». Πάντως οι ευρωενωσιακοί μονοπωλιακοί ανταγωνισμοί δυσκολεύουν τη «γαλλική αρπακτικότητα» γιατί όπως τονίζει η γαλλική εφημερίδα «Liberation», είναι δύσκολο, σε μια δύσκολη μάχη, όπως αυτή για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, «να έρχεσαι τρεις μήνες μετά και να παίζεις το αρπακτικό γύρω από τις ιδιωτικοποιήσεις που απαιτεί η Γερμανία». Σε αυτό το πλαίσιο, γίνονται ολοφάνεροι οι μονοπωλιακοί ανταγωνισμοί, που αφορούν στην απόσπαση ζωτικού χώρου, στη μοιρασιά της επιχειρηματικής πίτας, των κερδών και των κερδοφόρων επενδύσεων. Παρόλα αυτά, στη διακήρυξη της συνεργασίας Ελλάδας – Γαλλίας που συνυπέγραψαν οι δύο πλευρές, επικυρώνεται το πρωτόκολλο συνεργασίας των Συνδέσμων Βιομηχάνων Ελλάδας και Γαλλίας που συμφώνησαν ότι τα μέχρι τώρα αντεργατικά κυβερνητικά μέτρα και ιδιαίτερα η πολιτική απελευθέρωσης σε διάφορους τομείς της οικονομίας καθώς και οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις τομέων οικονομίας κρατικής ιδιοκτησίας, έχουν δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την μεγάλη επιχειρηματική κερδοφορία. Στα πλαίσια αυτά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ελληνογαλλική Διακήρυξη, οι Ολάντ και Τσίπρας «επιβεβαίωσαν με ικανοποίηση το εξαιρετικό επίπεδο της διμερούς σχέσης, η οποία τροφοδοτείται από τις κοινές αξίες, τις συγκλίνουσες θέσεις και συμφέροντα, στο πλαίσιο της ΕΕ και της Ευρωζώνης, καθώς και στους κοινούς στόχους στο ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο».

Παράλληλα, η κοινή Διακήρυξη, προβλέπει:

«Στο πλαίσιο των αποκρατικοποιήσεων της επόμενης περιόδου, οι δύο πλευρές προσβλέπουν σε γαλλικές επενδυτικές προτάσεις προς όφελος των δύο οικονομιών».

Την παροχή «τεχνογνωσίας» από τη γαλλική προς την ελληνική κυβέρνηση σε ζητήματα «δημόσιας διοίκησης», μεταξύ άλλων, στη«βελτίωση της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού στο δημόσιο τομέα (αξιολόγηση, επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων, βαθμολογική εξέλιξη)».

Το «στρατηγικό χαρακτήρα της έρευνας και της καινοτομίας»,στο πλαίσιο του οποίου υπογράφηκε «Σύμφωνο συνεργασίας στον τομέα του διαστήματος μεταξύ του εθνικού κέντρου Διαστημικών Ερευνών της Γαλλίας (CNES) και της Γενικής Γραμματείας Ερευνάς και Τεχνολογίας». Ωφελημένοι φυσικά θα είναι οι επιχειρηματικοί κλάδοι του τομέα από τις «εταιρικές σχέσεις ανάμεσα σε ελληνικές και γαλλικές επιχειρήσεις και συστάδες επιχειρήσεων (…) με προοπτικές περαιτέρω αναβάθμισης».

Επειδή όμως τα «θαύματα» διαρκούν πολύ λίγο, αμέσως μετά την αναχώρηση του Γάλλου προέδρου, ο ερχομός του αντιπροέδρου της κομισιόνΝτομπρόβσκις, προσγείωσε στη σκληρή πραγματικότητα τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και εξανέμισε τους «ευσεβείς» πόθους της. Ο αντιπρόεδρος της κομισιόν ήταν απόλυτος και σαφής. «πρώτα θα πρέπει να προηγηθεί η αξιολόγηση του προγράμματος για την απαρέγκλιτη και πλήρη εφαρμογή των συμφωνηθέντων και μετά, αν είναι θετική αυτή η αξιολόγηση θα εκταμιευθεί η πρώτη δόση του δανείου προς την Ελλάδα». Πράγμα που σημαίνει ότι μέχρι τα μέσα Δεκέμβρη θα πρέπει να ψηφιστούν ακραίες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, με το νέο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό και το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων καθώς και με τα άλλα προαπαιτούμενα του μνημονίου.

Όλα αυτά ασφαλώς και είναι αιτία πολέμου, πανεργατικού ξεσηκωμού. Και τέτοιος ξεσηκωμός για να γίνει απαιτείται η άμεση συγκρότηση ενός, όσο γίνεται ευρύτερου μετώπου πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που θα συμφωνούν σε ζητήματα άμεσης προτεραιότητας, ενταγμένα σε μια προοπτική για συνολικές ριζικότερες αλλαγές. Δεν αρκεί μόνο μια απεργία στις 12 Νοέμβρη που και αυτή απλά θα καταμετρήσει δυνάμεις, σε δύο ή τρεις απεργιακές συγκεντρώσεις και μετά θα περιμένουμε να έρθουν στη βουλή τα άλλα αντιλαϊκά μέτρα για να ξανακάνουμε πάλι μια ή δυο απεργίες. Χρειάζεται το ώριμο μέτωπο τη ανάγκης και της οργής του σήμερα, το σύγχρονο εργατικό ΕΑΜ. Δυστυχώς αυτό το μέτωπο μέχρι σήμερα, με ευθύνη του εργοδοτικού, κυβερνητικού και γραφειοκρατικού συνδικαλισμού δεν πραγματοποιήθηκε. Ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός συναινεί, συνέπραξε και συμπράττει στο αντεργατικό ανοσιούργημα των προηγούμενων και της σημερινής κυβέρνησης. Το ΠΑΜΕ με την περιχαράκωσή του, τη γραφειοκρατική λειτουργία του ως πολιτικοϊδεολογικό εξάρτημα του ΚΚΕ και τη μοναχική πορεία του, στην ουσία αφήνει ελεύθερο το πεδίο για να περνούν μέτρα που εξαθλιώνουν το λαό. Οι ευθύνες είναι ιστορικές και όσο θα υπάρχουν εμμονές, ζημιωμένοι θα είναι, ο εργαζόμενος και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

ΟΛΟΙ ΤΩΡΑ ΝΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΟΛΕΣ ΜΑΣ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΤΥΧΕΙ Η ΠΑΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΤΙΣ 12 ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ ΑΛΛΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΙ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ, ΠΑΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΓΙΑ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ, ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΤΑ ΝΕΑ ΑΝΤΕΡΓΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ, ΝΑ ΑΝΑΤΡΑΠΟΥΝ ΤΑ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΣΥΝΤΡΙΒΟΥΝ ΟΙ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥΣ.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας