Εργατικός Αγώνας

Aνάδυση μιας δύσκολης μνήμης

Ο Γιάννης Καρατζόγλου μιλάει στον Γιάννη Ρουσιά για «Το ημερολόγιο κατοχής του Βενιαμίν Χαΐμ Καπόν».

 

Είναι η πρώτη φορά που το ημερολόγιο του Βενιαμίν Χαΐμ Καπόν κυκλοφορεί. Ποια είναι η ιστορική του σημασία;

Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια μαρτυρία για τη μοίρα που επιφύλαξε η Ιστορία στους Θεσσαλονικείς Εβραίους κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ και της Κατοχής της Ελλάδος από τα γερμανικά στρατεύματα στα χρόνια 1941-1944.

Η ιδιαιτερότητα αυτής της μαρτυρίας  είναι ότι, έχει γραφεί σε ημερολογιακή μορφή, ότι η αφήγηση της ξεκινά από τη διαφυγή, στην ουσία δραπέτευση του συγγραφέα της από το γκέτο της γερμανοκρατούμενης Θεσσαλονίκης στα τέλη Μαρτίου του 1943 προς την ιταλοκρατούμενη Αθήνα, συνεχίζει με τις περιπέτειες του κρυψίματος της οικογένειας του στην πρωτεύουσα, παρουσιάζει την (ανεπιτυχή) προσπάθεια μετάβασης του αφηγητή στη Μέση Ανατολή, τη σύλληψη, τον εγκλεισμό στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου ως την απόλυση του από κει, το περαιτέρω κρύψιμο σε διάφορα σπίτια, τα μπλόκα, την αγωνία, την Απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά.

Μία άλλη –σημαντική- ιδιαιτερότητα του Ημερολογίου είναι, πως αντιπροσωπεύει μια από τις πολύ λίγες, ελάχιστες, γραπτές μαρτυρίες που περιγράφουν τη ζωή των Θεσσαλονικέων Εβραίων οι οποίοι απέδρασαν στην Αθήνα στο διάστημα της Κατοχής. 

 

Συνοδεύεται και από άλλες ιστορικές μαρτυρίες. Τι έρχονται να προσθέσουν αυτές οι μαρτυρίες στη γνώση μας για το ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης;

Οι μαρτυρίες αυτές έρχονται να επιβεβαιώσουν το γεγονός ότι, ο μεγάλος αριθμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης που διέφυγε στην Αθήνα εκείνη την εποχή, διασώθηκε χάρις στο εκτεταμένο και κυρίως αποτελεσματικό δίκτυο διάσωσης, που στήθηκε κυρίως από φορείς όπως η Αστυνομία του Άγγελου Έβερτ με τους αστυνομικούς διευθυντές Δημήτριο Βρανόπουλο, Μιχαήλ Γλύκα και Δημήτριο Βλαστάρη,  η Εκκλησία του Αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού, ο Δήμος Αθηναίων με τον Παναγιώτη Χαλδέζο, προϊστάμενο του Μητρώου του Δήμου και από αντιστασιακές οργανώσεις, κυρίως το ΕΑΜ.

Όλα αυτά βέβαια, σε θεσμικό επίπεδο. Διότι το σωτήριο κρύψιμο χιλιάδων Εβραίων στην Αθήνα της Κατοχής, ιδίως μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943, οφείλονταν στον ανθρωπισμό, στην ανοχή, στην προθυμία και την περιφρόνηση των συνεπειών που θα μπορούσαν να έχουν αντίστοιχοι χιλιάδες χριστιανοί Αθηναίοι όλου του κοινωνικού φάσματος, χωρίς την έμπρακτη βοήθεια των οποίων οι εκδόσεις πλαστών πιστοποιητικών και ταυτοτήτων θα ήταν «γράμμα κενό».

Αυτό που προκύπτει από όλες τις μαρτυρίες Αθηναίων Εβραίων που κρύφτηκαν στην ίδια τους την πόλη ή Θεσσαλονικέων που διέφυγαν με μεγάλες δυσκολίες και οικονομική αιμορραγία από τα σπίτια τους και κατέφυγαν στην Αθήνα, είναι ότι όλοι τους κρύφτηκαν σε σπίτια είτε επαγγελματικών συνεργατών τους , είτε φίλων και απλώς γνωστών χριστιανών, είτε νοίκιασαν διαμερίσματα από χριστιανούς Αθηναίους που γνώριζαν ή υποπτεύονταν το θρήσκευμα των κυνηγημένων συνανθρώπων τους. Και βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις είναι εμφανής και η συμβολή των Αντιστασιακών δυνάμεων της εποχής.

 

Ποιος ήταν ο ρόλος των Ελλήνων στη διάσωση των Εβραίων από τους Γερμανούς;

Προφανώς στο ερώτημα, εννοείτε τον ρόλο των χριστιανών στο ζήτημα της διάσωσης. Εδώ πρέπει να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Σε ότι αφορά την Αθήνα, εξηγούμε το πλαίσιο στην προηγούμενη ερώτηση. Στη Θεσσαλονίκη, ο αριθμός των διασωθέντων που κρύφτηκαν στην πόλη και επέζησαν, ανήλθε μόνον σε 73 άτομα. Γιατί;

Η πόλη το 1942-43 ήταν απόλυτα υποταγμένη και καλά ελεγχόμενη από τον τακτικό Γερμανικό Στρατό Κατοχής, την Γκεστάπο, τα SS και όλον τον ναζιστικό μηχανισμό που είχαν φέρει μαζί τους οι κατακτητές αλλά και αυτόν που δημιούργησαν με διάφορα κατακάθια της τότε κοινωνίας, εντόπια ή ελθόντα από τα πέρατα της Ελλάδας, με τα οποία είχαν αποκαταστήσει δεσμούς επ’ αμοιβαία ωφελεία.

Όλος αυτός ο εσμός αποτελούσε ένα πρώτης τάξεως μίγμα πληροφοριοδοτών, σε σημείο που η καταγγελία του γείτονα ή του έχοντος προσωπικές διαφορές ή εμπορική αντιπαλότητα με τον απέναντι, να καταντάει συνηθισμένο φαινόμενο. Οι εκτελέσεις από την αρχή ακόμα της Κατοχής δημιουργούσαν ένα κλίμα απόλυτης φοβίας στον τοπικό πληθυσμό. Μην ξεχνούμε ότι αντιστασιακές ενέργειες του τύπου κατεβάσματος της γερμανικής σημαίας δεν σημειώθηκαν στην Θεσσαλονίκη από κανέναν γηγενή Γλέζο ή Σάντα.

Οι ίδιοι οι Εβραίοι, ανησυχούσαν μεν για το τι μέλει γενέσθαι, υπήρχε ένας διάχυτος φόβος, αλλά κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει έναν πλήρη αφανισμό, που τελικά έγινε. Ζώντας κι εκείνοι στο δικό τους περίκλειστο περιβάλλον, συζητούσαν τα τεκταινόμενα και τις προοπτικές κυρίως μεταξύ τους, στη γλώσσα τους, αξιολογώντας κατά το δοκούν τις λίγες πληροφορίες που διέθεταν.

Τα ραδιόφωνα είχαν σφραγιστεί από την αρχή της Κατοχής, το BBC ήταν πολύ μακριά, τα τηλέφωνα λίγα, και οι συνομιλίες με την Αθήνα ελεγχόμενες. Το αριστερό κίνημα που περιλάμβανε πολλούς ομοθρήσκους τους στην προηγούμενη δεκαετία, έχοντας δεχθεί ισχυρό πλήγμα ήδη από την περίοδο του Μεταξά, ήταν ανίσχυρο. Η έξοδος από την πόλη ήταν ελεγχόμενη, η Χαλκιδική γερμανοκρατούμενη, τα «σύνορα» στον Πλαταμώνα από όπου άρχιζε η ιταλοκρατούμενη ζώνη, αυστηρά ελεγχόμενη.

Η μοναδική λύση φάνταζε να είναι η Αθήνα και δευτερευόντως οι Σποράδες. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα πορεύονταν η πόλη μέχρι την άφιξη του κομάντο Ρόζενμπεργκ, και συγκεκριμένα του Αλόις Μπρούνερ και του Ντήτερ Βισλιτσένυ και της ομάδας τους τον Φεβρουάριο του 1943 για να εκτελέσουν το σχέδιο εφαρμογής της «τελικής λύσης» με διαταγή του Άιχμαν. Και το εκτέλεσαν.

 

Ποιο ρόλο έπαιξε ο ραβίνος της Θεσσαλονίκης στο σχέδιο της τελικής λύσης;

Αμφιλεγόμενο. Οι μαρτυρίες των Εβραίων που έζησαν ως αυτόπτες την εποχή εκείνη τον κατατάσσουν στη χορεία των προδοτών. Οι σύγχρονοι ιστορικοί τείνουν να τον θεωρούν ως παραπλανημένο αλλά όχι προδότη. Τα Αρχεία της Εβραϊκής Κοινότητας που σίγουρα κάποτε θα δουν το φως, που σήμερα βρίσκονται διάσπαρτα μεταξύ Μόσχας, ΗΠΑ, Γερμανίας, Ισραήλ κλπ., θα μας διαφωτίσουν καλύτερα.

 

Ποια η διαφορά ανάμεσα στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης  και της Αθήνας;

Οι Εβραίοι των Αθηνών ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους Ρωμανιώτες, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν και Σεφαραδίτες όπως και Ασκεναζίμ και  μιλούσαν πριν από πολλές δεκαετίες άπταιστα Ελληνικά χωρίς καμία ιδιαίτερη προφορά και έτσι ουδείς μπορούσε να τους ξεχωρίσει από τους χριστιανούς κατοίκους της πρωτεύουσας.

Εξάλλου, η ενσωμάτωσή τους στον ελληνικό κορμό είχε επιτευχθεί από τον προηγούμενο αιώνα με καταγεγραμμένη την ταξική τους κατάταξη στην αστική τάξη της πόλης: μικροέμποροι ή μεσαίοι έμποροι, επαγγελματίες, επιστήμονες (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί κλπ) ενταγμένοι πλήρως στις επαγγελματικές οργανώσεις της πόλης, με επαγγελματικές διασυνδέσεις και συνεταιρισμούς ή προσωπικές φιλίες με άτομα του ομοιοεπαγγελματικού τους χώρου, ή του κοινωνικού τους status, της περιοχής κατοικίας τους ή του συλλόγου (εκδρομικού, καλλιτεχνικού, εξωραϊστικού κλπ) στον οποίο ανήκαν.

Οι γνωριμίες και οι φιλίες των εβραϊκών οικογενειών της Αθήνας δεν περιορίζονταν στον στενό κύκλο των ομοθρήσκων τους, αλλά εκτείνονταν  πέραν δογματισμών και θρησκοληψίας,  με κριτήριο τις προσωπικές τους επιλογές και συμπάθειες. Βεβαίως πολλοί γνώριζαν ξένες γλώσσες, γαλλικά-γερμανικά-αγγλικά, σε ποσοστό ανάλογο της αστική τάξη της εποχής –πάντως όχι όλοι Ισπανοεβραϊκά, τη γλώσσα των Θεσσαλονικέων ομοθρήσκων τους.

Αρκετοί ήταν θρησκευόμενοι και μετέβαιναν στην Συναγωγή στις εβραϊκές γιορτές, αλλά άλλοι τόσοι ήταν σχετικά αδιάφοροι και μετείχαν σε θρησκευτικές εκδηλώσεις μόνον στις μεγάλες εβραϊκές γιορτές ή  σε γάμους, κηδείες και μπαρ-μιτσβά ομοθρήσκων συγγενών και φίλων τους. Οι περισσότεροι κατοικούσαν στο κέντρο της Αθήνας, στο Θησείο, στα Πετράλωνα, στον Κολωνό, στην Πλάκα, στο Κολωνάκι, στο Μετς, αρκετοί στην Πατησίων, στην Κυψέλη, το Παγκράτι, και πολύ λίγοι στα προάστια.

Οι Εβραίοι της Αθήνας δεν διέθεταν δική τους, εβραϊκή εφημερίδα, οι εβραϊκές εφημερίδες της Θεσσαλονίκης δεν διανέμονταν από τα Πρακτορεία εφημερίδων στην πρωτεύουσα, έτσι διάβαζαν «Ελεύθερον Βήμα», «Ακρόπολη», ή «Καθημερινή». Δεν είχαν εβραϊκά γηροκομεία ή νοσοκομεία και κλινικές, νοσηλεύονταν μαζί με τους υπόλοιπους Αθηναίους στον «Ευαγγελισμό» ή στο «Ιπποκράτειο», ο οικογενειακός γιατρός τους ήταν συνήθως κάποιος γνωστός τους Αθηναίος επιλεγμένος λόγω της εγγύτητας του ιατρείου του ή της γνώσης των πελατών του για τη θεραπευτική του ικανότητα, ο δικηγόρος τους επιλεγμένος με αντίστοιχα κριτήρια.  Η Αθήνα ήτανε τότε μια πλήρως χριστιανική πόλη, με κάθε γειτονιά να διαθέτει την εκκλησία της, η «ενορία» να καθορίζει τα όρια την «γειτονιάς» και κάθε Κυριακή η καμπάνα της να καλεί τους πιστούς Χριστιανούς στη θεία λειτουργία, καθώς και σε κάθε χριστιανική γιορτή, ιδίως το Πάσχα, να υπάρχουν πιο «θορυβώδεις» λατρευτικές εκδηλώσεις.  Μέσα σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο ζούσανε την καθημερινότητα τους και οι Εβραίοι των Αθηνών.

Από την άλλη πλευρά, οι Εβραίοι της Αθήνας δεν είχαν το παρελθόν των 400 ετών συνεχούς διαμονής στην πόλη, όπως οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Ο εβραϊσμός των Αθηνών δεν διέθετε βαθύπλουτες οικογένειες («familias excelentes») όπως οι Αλλατίνι-Μοδιάνο-Μισραχή-Φερνάντες-Μορπούργο-Σαίας κλπ όπως αυτός της Θεσσαλονίκης, αλλά ούτε και κάτι παρόμοιο με διακριτή διαμονή σε αρχοντικές βίλες, όπως η ανώτερη εβραϊκή τάξη της Θεσσαλονίκης (και βέβαια, όχι μόνον η εβραϊκή) στη συνοικία των «Εξοχών» (Campanias). Έτσι, ο κοινωνικός φθόνος στην Αθήνα ήταν σχεδόν ανύπαρκτος.

Από την άλλη πλευρά, επίσης στην Αθήνα δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο προς το πολυπληθές προλεταριάτο της Θεσσαλονίκης με τις συντεχνίες των ψαράδων , των αχθοφόρων του λιμανιού, της αγοράς και του Σταθμού, τους χαμάληδες κάθε οικονομικής περιοχής που μονοπωλούσαν τα σχετικά επαγγέλματα. Σε ό,τι αφορά το εμπόριο, κι εκεί η παρουσία τους στη μεγάλη –σε σύγκριση με τη Θεσσαλονίκη- αγορά των Αθηνών ήταν σε ποσοστιαία αναλογία πολύ περιορισμένη, πολύ μικρή.

Το γεγονός αυτό, ήταν ένας ακόμη περιοριστικός παράγων για τη δημιουργία φθοροποιού ανταγωνισμού μεταξύ επαγγελματιών, στην Αθήνα, όπως γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Τέλος στην Αθήνα, παρά τον όποιον οπωσδήποτε ενυπάρχοντα θρησκευτικό αντισημιτισμό των χριστιανών της πρωτεύουσας, παρά την εγκατάσταση μεγάλου αριθμού προσφύγων μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, δεν υπήρξαν φαινόμενα ίδρυσης παρακρατικών οργανώσεων τύπου «Ε.Ε.Ε» όπως στη Θεσσαλονίκη, γιατί δεν υπήρχε καμία «αναγκαιότητα» έκφρασής του.

Πάντως κατά βάση, τα κριτικά σημεία της μη ύπαρξης αντισημιτισμού στην Αθήνα ήταν,  όπως αναφέρθηκε στην αρχή, το ελάχιστο ποσοστό της παρουσίας των Εβραίων Αθηναίων, στο σύνολο των κατοίκων της πρωτεύουσας και ο βαθμός αφομοίωσής τους στην κοινωνία, ακριβώς το αντίθετο με ότι υπήρχε στη Θεσσαλονίκη.

 

Μετά την επιστροφή των Εβραίων στην Ελλάδα πέρασε μεγάλο διάστημα για να έχουμε προφορικές μαρτυρίες. Που οφείλεται αυτό;

Πράγματι, έπρεπε να περάσει πολύς καιρός για να μιλήσουν οι επιζήσαντες των στρατοπέδων αφήνοντάς μας τη μαρτυρία τους, γραπτή ή και προφορική. Το τραύμα δεν επουλώνεται γρήγορα, χρειάζεται χρόνος για την επούλωσή του. Η αναβίωση της μνήμης όταν είναι επώδυνη, η αναφορά στο απίστευτο, η «ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης» κατά την Οντέτ Βαρών-Βασάρ, ήταν μια εξαιρετικά δυσβάστακτη υπόθεση τα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή. Έτσι εξηγείται η αρχική σιωπή.  Όταν πέρασε αυτός ο «κρίσιμος χρόνος», αρχίσαμε να έχουμε τις μαρτυρίες που τελικά διασώθηκαν σε γραπτή ή και σε προφορική μορφή.

 

Αρχική δημοσίευση: bookia.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας