Εργατικός Αγώνας

Δυο βιβλία του Βάρναλη

Γράφει ο Νίκος Σαραντάκος

Ίσως επειδή το 2014 είχαμε τη διπλή επέτειο των 130 χρόνων από τη γέννησή του και των 40 χρόνων από τον θάνατό του, κυκλοφόρησαν στα τέλη της χρονιάς τουλάχιστον τρία βιβλία με κείμενα του Κώστα Βάρναλη. Το ένα από αυτά, το δικό μου, τη σειρά εντυπώσεων «Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ», το έχω παρουσιάσει εδώ, οπότε δεν θα ασχοληθώ περισσότερο σε τούτο το άρθρο. Από τα άλλα δύο, ξεκινάω με εκείνο στο οποίο θα αφιερώσω μικρότερη έκταση και επειδή λίγα έχω να πω και επειδή δεν το έχω μπροστά μου (αλλά το έχω δει). Να σημειώσω ότι η σημερινή δημοσίευση έχει και κάποιον επετειακό χαρακτήρα, αφού ο Βάρναλης γεννήθηκε (κατά πάσα πιθανότητα) σαν χτες.

Το πρώτο βιβλίο λοιπόν είναι τα Άπαντα τα ποιητικά, 1904-1974, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος σε επιμέλεια της Μαρίας Συμεωνίδου. Είναι ένα πολύ σημαντικό βιβλίο για όποιον δεν έχει στη βιβλιοθήκη του τον Βάρναλη. Ωστόσο, φοβάμαι ότι ο τίτλος του δεν είναι ακριβής. Αν δεν κάνω κάποιο τραγικό λάθος, δεν περιλαμβάνονται όλα τα ποιήματα που έγραψε ή που δημοσίευσε όσο ζούσε ο Βάρναλης, αλλά μόνο όσα κυκλοφορούσαν ήδη από τον Κέδρο σε επιμέρους βιβλία -πρόκειται δηλαδή για συγκεντρωτικήν έκδοση και όχι για Άπαντα.

Και ειδικά με τον Βάρναλη, η διαφορά είναι μεγάλη, διότι πολλά αξιόλογα ποιήματα ιδίως της πρώτης περιόδου του έχουν μείνει απέξω, επειδή ο ίδιος δεν τα συμπεριέλαβε σε μια (πολύ αυστηρή) εκλογή που είχε κάνει ενόψει της έκδοσης των Ποιητικών του το 1956. Και δίνεται μια κάπως στρεβλή εικόνα του βαρναλικού ποιητικού σώματος, διότι περιλαμβάνονται στο βιβλίο οι συλλογές Πυθμένες και Κηρήθρες που έγραψε νεότατος ο Βάρναλης, όχι όμως πολλά από τα πολύ ωριμότερα και αρτιότερα ποιήματα που έγραψε ως φτασμένος ποιητής. Απέξω μένουν και ποιήματα που είχαν παραλειφθεί από τη συγκεντρωτική έκδοση του 1956 λόγω του περιεχομένου τους, όπως ο «αντιπατριωτικός» Εξαγνισμός. Τέλος (και αυτό είναι σημαντικό για τον Βάρναλη) νομίζω ότι από τη νέα έκδοση δεν υπάρχουν οι παραλλαγές των ποιητικών του συνθέσεων -η πρώτη έκδοση του Φωτός που καίει, πολύ διαφορετική από την δεύτερη, όπως και οι παραλλαγές των Σκλάβων πολιορκημένων.

Παρ’ όλες τις ενστάσεις, η συγκεντρωτική έκδοση του Κέδρου είναι χρήσιμη, αλλά το κακό με μια λειψή έκδοση «Απάντων» είναι ότι κάνει δυσκολότερο να εκδοθεί στο μέλλον μια πλήρης έκδοση. Υπάρχει βέβαια πάντοτε η δυνατότητα να συγκεντρωθούν και να εκδοθούν τα «Παραλειπόμενα» ποιήματα, τα οποία, στην περίπτωση του Βάρναλη θα έχουν μέσα και πολλά διαμάντια. Σε σχέση με την έκδοση του Κέδρου, ενδιαφέροντα πράγματα είπε στη Φωτεινή Λαμπρίδη και στον ραδιοσταθμό Στο Κόκκινο ο κριτικός λογοτεχνίας Κώστας Βούλγαρης.

Το δεύτερο βιβλίο που θα παρουσιάσω σήμερα, και στο οποίο θα αφιερώσω περισσότερο χρόνο επειδή έχω πιο πολλές παρατηρήσεις, είναι η έκδοση Άι Στράτης – Θυμήματα εξορίας, που κυκλοφόρησε επίσης πρόσφατα, από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε επιμέλεια Ηρακλή Κακαβάνη. Θα αναφερθώ πρώτα στα περιεχόμενα του βιβλίου και στη συνέχεια θα παρουσιάσω κάποιες μάλλον σοβαρές αντιρρήσεις που έχω για την επιμέλεια, ώστε να μην κουράσω όποιον βαριέται τις φιλολογικές λεπτομέρειες.

Στις 10 Οκτωβρίου 1935, ενώ η ελληνική δημοκρατία έπνεε τα λοίσθια, έγινε στρατιωτικό κίνημα με επικεφαλής τον (πρώην βενιζελικό) Γ. Κονδύλη, το οποίο κατέλαβε αναίμακτα την εξουσία και προκήρυξε δημοψήφισμα για τις 3 Νοεμβρίου 1935 με ερώτημα την επαναφορά της βασιλείας. Με σκοπό να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα, το νέο καθεστώς προχώρησε πολύ σύντομα σε προληπτικές συλλήψεις και εκτοπίσεις εκατοντάδων πολιτών, όχι μόνο κομμουνιστών ή αριστερών, αλλά και βενιζελικών. Το δημοψήφισμα ήταν εντελώς νόθο (λέγεται ότι έβγαλε αποτέλεσμα Ναι πάνω από 100% των εγγεγραμμένων σε αρκετές περιφέρειες) έδωσε το αναμενόμενο αποτέλεσμα και ο βασιλιάς Γεώργιος Β επανήλθε στο θρόνο.

Ο Βάρναλης ήταν από τους εξόριστους του κινήματος Κονδύλη. Τον έπιασαν, μαζί με τον Δημήτρη Γληνό και πολλούς άλλους δημοκρατικούς πολίτες, στις 17 Οκτωβρίου και τον εξόρισαν στον Άϊ Στράτη, καθιερωμένο τόπο εξορίας ανατρεπτικών στοιχείων και από πριν και αργότερα, αφού πρώτα οι μέλλοντες εξόριστοι πέρασαν μερικές μέρες στη Μυτιλήνη. Στον Άι Στράτη ο Βάρναλης έμεινε δυο μήνες, από τις 26 Οκτωβρίου ως τα Χριστούγεννα, οπότε και απολύθηκε. Αμέσως μετά την επιστροφή του αρχίζει να δημοσιεύει στην εφημερίδα Ανεξάρτητος του Δ. Πουρνάρα (με την οποία ήδη συνεργαζόταν) τις εντυπώσεις του.

Στο μεταξύ, έχουν προκηρυχτεί οι εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 και στις αρχές Ιανουαρίου κάποια δημοσιεύματα του Ανεξάρτητου θεωρούνται προβοκατόρικα από το ΚΚΕ, με αποτέλεσμα το κόμμα να εκδώσει δριμύτατη καταγγελία εναντίον της εφημερίδας και ο Βάρναλης να διακόψει τη συνεργασία του, παρόλο που ο ίδιος δεν είχε άλλον βιοποριστικό πόρο. Μάλιστα, το τελευταίο του άρθρο τελειώνει «Μα γι’ αυτό το ζήτημα αύριο». Λίγες μέρες αργότερα, ο Ριζοσπάστης ανακοινώνει με πανηγυρικούς τόνους την έναρξη συνεργασίας του Βάρναλη (καθώς και του Γληνού, του Καρβούνη, της Γαλάτειας Καζαντζάκη και του Πολ Νορ) με την εφημερίδα. Επίσης αναγγέλθηκε ότι θα κυκλοφορούσαν σε βιβλίο οι εντυπώσεις από την εξορία. Σύμφωνα με μαρτυρίες, το βιβλίο είχε δοθεί στο τυπογραφείο στα τέλη Ιουλίου και χάθηκε εξαιτίας της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.

Τα 12 άρθρα με εντυπώσεις από την εξορία, που δημοσίευσε ο Βάρναλης στον Ανεξάρτητο, μαζί με άλλα τρία για το ίδιο θέμα (αλλά όχι ως συνέχεια των πρώτων) στον Ριζοσπάστη, αποτελούν το πρώτο μέρος του βιβλίου «Θυμήματα εξορίας». Ο Βάρναλης και η φουρνιά εξορίστων που έφτασαν μαζί του στον Αϊ Στράτη είχαν την τύχη να βρουν εκεί μια ομάδα παλιότερων (κομμουνιστών) εξορίστων, που είχε οργανώσει τη συλλογική της διαβίωση πολύ καλά, είχε λύσει το πρόβλημα της επιβίωσης (ενώ σε άλλα νησιά οι εξόριστοι λιμοκτονούσαν) κι έτσι μπόρεσε να υποδεχτεί πολύ καλά, τηρουμένων των αναλογιών βέβαια, τους νεοφερμένους, που δεν ήταν όλοι έμπειροι σε αυτά, ενώ πολλοί ήταν μεσήλικες (ο Βάρναλης είχε περάσει τα 50, και το 1930 λογαριαζόσουν σχεδόν για γέρος σε τέτοια ηλικία).

Ο Βάρναλης περιγράφει με ενθουσιασμό και χιούμορ την ομαδική διαβίωση των εξορίστων και το καθημερινό πρόγραμμα στην «κολλεχτίβα» τους, με έμφαση στην καλλιτεχνική και μορφωτική δραστηριότητα, αφού οι εξορίες ήταν μεγάλο σχολείο όπου όσοι είχαν σπουδάσει κάποια επιστήμη παρέδιδαν μαθήματα στους άλλους (και ο Βάρναλης στα γράμματά του ζητάει από τη γυναίκα του να του στείλει βιβλία για τα μαθήματα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που θα παρέδιδε). Αντιθέτως, με ζοφερά χρώματα περιγράφει την πολύ δύσκολη και γεμάτη στερήσεις ζωή των ντόπιων κατοίκων. (Όμως, το 1935 ο ξεκομμένος Άγιος Ευστράτιος συντηρούσε δημοτικό σχολείο με 170 παιδιά, ενώ σήμερα, διαβάζω στη Βικιπαίδεια, έχει 270 κατοίκους όλους κι όλους).

Θετικό στοιχείο σε αυτή την ενότητα είναι ότι ο επιμελητής αξιοποίησε στον υπομνηματισμό αφενός άλλα δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη της εποχής και αφετέρου τις αναμνήσεις του συγγραφέα και εικαστικού Γιώργου Φαρσακίδη που ήταν επίσης εξόριστος στο νησί, μεταπολεμικά βέβαια. Επίσης 16 (θαυμάσια) σχέδια του Φαρσακίδη κοσμούν τις σελίδες του βιβλίου.

Για να πάρετε μια γεύση από τις εντυπώσεις του Βάρναλη, σας παραπέμπω σε ένα κομμάτι του, με τίτλο «Ο Σταφίδας», που το είχα ανεβάσει παλιότερα στον παλιό μου ιστότοπο. Επειδή όμως ο παλιός μου ιστότοπος είναι εκτός λειτουργίας, προσωρινά ελπίζω, το έχω μεταφέρει εδώ. Ο Σταφίδας είναι υπαρκτό πρόσωπο, και όπως με πληροφόρησε αναγνώστης του ιστοτόπου μου, λεγόταν Πάνος Τσώνης, ζούσε ως τη δεκαετία του 1990 στη Μπαρμπάσαινα Ηλείας και διηγόταν με καμάρι ότι είχε κάνει εξορία μαζί με τον Βάρναλη και τον Γληνό!

Για να επιστρέψουμε στο βιβλίο, το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τις επιστολές που αντάλλαξαν ο Βάρναλης και η σύζυγός του, η ποιήτρια Δώρα Μοάτσου, όσο ο Βάρναλης έλειπε στην εξορία, καθώς και ορισμένες άλλες επιστολές τρίτων από το αρχείο Βάρναλη. Το μέρος αυτό έχει το ενδιαφέρον του, γιατί βλέπει κανείς τις ιδιωτικές, ας πούμε, σκέψεις και ανησυχίες του εξόριστου, τις ανθρώπινες στιγμές του.

Στο σύντομο τρίτο μέρος δημοσιεύονται τα ποιήματα «Στην εξορία (Οχτώβρης 1935)» και «Η ώρα φτάνει» του Βάρναλη, που αναφέρονται και τα δυο στην εξορία αλλά το πρώτο, που είναι και το γνωστότερο (μπορείτε να το δείτε εδώ), όπως σωστά υποθέτει ο επιμελητής και όπως φαίνεται κι από τον τίτλο, πρέπει να γράφτηκε δεκαετίες αργότερα. Τέλος, στο Παράρτημα υπάρχουν διάφορα δημοσιεύματα που, κατά τον επιμελητή, συνδέονται με την υπόθεση της εξορίας του Βάρναλη, ενώ η έκδοση κλείνει με λεπτομερειακό, αν και όχι χωρίς λαθάκια, εργοβιογραφικό σημείωμα.

Εδώ θα μπορούσα να κλείσω το σημείωμα -και ίσως για τον μέσο αναγνώστη το ενδιαφέρον να τελειώνει εδώ. Αν θέλετε, μπορείτε να πάτε κατευθείαν στην προτελευταία παράγραφο του κειμένου.

Θέλω όμως να διατυπώσω μερικές παρατηρήσεις για την επιμέλεια, διότι έχω αρκετά σοβαρές ενστάσεις. Κατά τη γνώμη μου, το βιβλίο δεν προσέχτηκε όσο έπρεπε από τον επιμελητή αλλά ούτε και από τον διορθωτή, με αποτέλεσμα να το βαραίνουν πολλές δεκάδες, πάνω από εκατό τα λογαριάζω, λαθάκια, κενά, σοβαρότερα λάθη, ανακρίβειες, άτσαλες διατυπώσεις και άλλα σφάλματα. Ιδιαίτερα φτωχή είναι η επιμέλεια στη δεύτερη ενότητα, τις επιστολές, όπου ο υπομνηματισμός σχεδόν απουσιάζει. Το αναγνωρίζει άλλωστε αυτό κι ο επιμελητής στον πρόλογο, λέγοντας ότι κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πολύχρονη δουλειά που προσιδιάζει σχεδόν σε διδακτορική διατριβή. Ίσως να’ναι έτσι, αλλά προσωπικά δεν συμφωνώ. Πάντως, τα λάθη αυτά, αν και πολλά, δεν θα τα αντιληφθούν οι περισσότεροι αναγνώστες -μόνο ο νεοελληνιστής θα χαμογελάσει.

Πρέπει να πω ότι έχω αναμιχτεί προσωπικά στην επεξεργασία ενός τμήματος του υλικού: ο επιμελητής μού έδωσε τις πρώτες μεταγραφές των 12 χειρόγραφων επιστολών, με πάρα πολλά κενά, κι εγώ έκανα το δεύτερο χέρι, αφήνοντας λίγα κενά και κάνοντας έναν πολύ πρόχειρο υπομνηματισμό. Το τρίτο χέρι επεξεργασίας που υπέθετα ότι θα γινόταν δεν έγινε ποτέ, με αποτέλεσμα να μείνουν κενά όλα τα σημεία που είχα αφήσει εγώ κενά, και να υπάρχουν αρκετά λάθη στη μεταγραφή των επιστολών. Σαν συμβουλή, όταν έχετε να μεταγράψετε ένα χειρόγραφο και έχετε σημεία που δεν τα βγάζετε, πρέπει να το αφήνετε και να το να ξανακοιτάτε πολλές μέρες μετά, και τότε βλέπετε πράγματα που δεν τα έχετε ξεδιαλύνει. Εδώ δεν έγινε αυτό, και είναι κρίμα -το αστείο είναι ότι τώρα που ξαναδιάβασα τις επιστολές τυπωμένες, βρήκα τι σημαίνουν δυο σημεία που έχουν μείνει κενά και που δεν τα είχα αποκρυπτογραφήσει.

Πάσχει επίσης ο υπομνηματισμός των επιστολών -και θα δώσω ένα μόνο παράδειγμα. Πολλές φορές ο Βάρναλης και η Δώρα Μοάτσου στις επιστολές τους κάνουν λόγο για ένα φιλικό τους ζευγάρι, τον Έκτορα και την Καρολίνα. Πρόκειται για μάλλον σπάνια ονόματα από μόνα τους, πόσο μάλλον σε συνδυασμό: δεν νομίζω να υπήρχε στην Αθήνα του 1935 άλλος Έκτορας παντρεμένος με Καρολίνα! Θεωρούσα αυτονόητο ότι ο επιμελητής έπρεπε να βρει ποιοι ήταν αυτοί οι δυο στενοί φίλοι του Βάρναλη -και ανέφερα και με ποιον τρόπο. Ο επιμελητής όμως μου αντέτεινε ότι «εδώ δεν κάνουμε διδακτορικό». Κρίνοντας από άλλες εκδόσεις αλληλογραφίας λογοτεχνών (και όχι διδακτορικά), όπου γίνεται προσπάθεια να υπομνηματιστεί μέχρι και το τελευταίο πρόσωπο που αναφέρεται στις επιστολές, θεωρούσα τέτοιες παραλείψεις πολύ σοβαρές -«έτσι δεν μπορεί να βγει βιβλίο» ήταν η γνώμη μου και από τότε δεν ασχολήθηκα άλλο, διότι κατάλαβα ότι γίνομαι φορτικός.

Τέλος πάντων, το βιβλίο βγήκε όπως βγήκε, με λειψόν υπομνηματισμό. (Για να είμαι δίκαιος: στην πρώτη ενότητα, που είναι και η μεγαλύτερη, υπάρχουν αρκετές υποσημειώσεις. Ωστόσο, και πάλι πολλά πράγματα αφήνονται ανεξήγητα, ενώ γενικά οι υποσημειώσεις δίνουν την εντύπωση ότι έχουν γραφτεί με ένα απλό… γκούγκλισμα. Για να δώσω ένα παράδειγμα, η λέξη «μουσλούκι» (δοχείο νερού με στρόφιγγα) εξηγείται μεν, αλλά δίνεται ως πηγή… το slang.gr! Να ήταν λέξη της αργκό, να το δεχτώ. Αλλά δεν είναι ένδειξη σοβαρότητας σε ένα βιβλίο να παρατίθεται ως πηγή το καθ’ όλα αξιόλογο αυτό σάιτ, που επιπλέον δίνει έναν εντελώς φλύαρο ορισμό. Χάθηκε ένα λεξικό που έχει τον όρο, π.χ. το Γλωσσάρι του Κουκκίδη; Άσε που έτσι κι αλλιώς πηγή δεν χρειαζόταν, αφού η λέξη λέγεται ακόμα. Κάτι τέτοια μειώνουν το κύρος του βιβλίου).

Το δυστύχημα δεν είναι ότι λείπει μόνο ο υπομνηματισμός, είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλά λάθη. Μακάρι να εξαντληθεί γρήγορα η πρώτη έκδοση και να θελήσει ο εκδότης να κάνει μια διορθωμένη δεύτερη έκδοση -έχω εδώ και καιρό στείλει επιστολή όπου επισημαίνω κάποια λίγα από τα πολλά λάθη. Δεν έχει νόημα να τα απαριθμήσω όλα εδώ, άλλωστε τα περισσότερα δεν είναι τέτοια που να μειώνουν την αξία του βιβλίου -αν και πρέπει να πω ότι υπάρχουν λαθάκια ακόμα και στα ποιήματα.

Αλλά θα δώσω μερικά παραδείγματα, που όλα τα έχω μαζέψει από τη σελ. 200 και μετά. Αρκετά λάθη νομίζω πως υπάρχουν και στην πρώτη ενότητα, αλλά επειδή δεν έχω πρόχειρο το πρωτότυπο δεν θέλω να αναφέρω τις περιπτώσεις που εντόπισα για να μην αδικήσω τον επιμελητή, μπορεί να είναι λάθη της πρωτότυπης δημοσίευσης (που βέβαια και αυτά έπρεπε να διορθωθούν).

Λοιπόν, στη σελ. 260-61, δημοσιεύεται μια διαμαρτυρία Γάλλων διανοουμένων, με δεκάδες υπογραφές –αλλά και με πάρα πολλά λάθη, δυστυχώς, στα ονόματα. Βέβαια, εδώ έχει ευθύνη και ο διορθωτής. Ο επιμελητής εντάξει, δεν έχει εποπτεία της γαλλικής πνευματικής ζωής, αγνοεί παγκοσμίως διάσημα ονόματα, οπότε τον Ζαν-Ρισάρ Μπλοκ τον μεταγράφει Ζαν-Ριτάρ Μπλοκ, τον Πολ Λανζεβέν τον κάνει Λάνζεδεν, τον «Ζαν Περέν της Ακαδημίας, βραβείον Νόμπελ» τον μετατρέπει σε «Ζαν Περέν της Ακαδημίας Νόμπελ», τον Αντρέ Σαμσόν τον κανει Αντρέ Σαμοάν, τον Ζαν Ζιονό τον κάνει Ζιανό, τον Πολ Νιζάν τον κάνει Ντιζάν, και άλλα αμέτρητα και τραγικά. Εντάξει, δεν ξέρει ότι οι γαλλικές λέξεις τονίζονται στη λήγουσα, οπότε, εκτός από τον «Λάνζεδεν», έκανε επίσης Βίλντρακ τον Βιλντράκ, Ανσελιέ-Ύστας την Ανσελιέ-Υστάς, και Ντάμπι (λες κι είναι το ελεφαντάκι) τον Ευγένιο Νταμπί. Αυτά όμως τα μαργαριτάρια έπρεπε να τα μαζέψει ο διορθωτής γιατί βλάφτουν την υπόληψη ενός ιστορικού εκδοτικού οίκου.

(Τα λάθη δεν είναι της πρωτότυπης πηγής, έψαξα και βρήκα το δημοσίευμα. Και λέω ότι «έψαξα» και το βρήκα, επειδή ο επιμελητής δεν αναφέρει στο βιβλίο από ποια εφημερίδα και ποιο φύλλο πήρε το δημοσίευμα που παραθέτει, πράγμα που το βρίσκω περίεργο δείγμα φιλολογικού ήθους).

Και τα λάθη συνεχίζονται στη σελ. 262, όπου παρατίθεται άνευ σχολίων ένα εμετικό δημοσίευμα της Εστίας (θα το σχολιάσω κάποτε στο ιστολόγιο, διότι δείχνει πόσο κοντά στη λογική του Χίτλερ βρίσκονταν πολλοί το 1935) πάλι με λάθη στα ονόματα που αναφέρονται (πάλι ο Ζαν-Ριτάρ, Μαρβέλ Κον αντί Μαρσέλ Κοέν) και χωρίς αναφορά της ημερομηνίας δημοσίευσης –κάτι φιλολογικώς απαράδεκτο.

Το πιο διασκεδαστικό από τα μαργαριτάρια είναι στη σελ. 220, όπου παρατίθεται μια επιστολή που φαίνεται να στέλνεται από κάποιους Chalonssur-Mame, Henri Vendel. Ο δεύτερος από αυτούς ήταν συγγραφέας, αλλά ο πρώτος γράφεται Châlons-sur-Marne και, το κυριότερο, δεν είναι άνθρωπος αλλά πόλη! (Παρακαλείται ο ληξίαρχος της Νομανσλάνδης να τον καταχωρήσει στα κατάστιχα).

Τα λάθη δεν περιορίζονται στις μεταγραφές ξένων ονομάτων. Σταχυολογώ μερικά μόνο. Ο Λύσανδρος Μηλιαρέσης δεν έγινε ποτέ «βουλευτής Αθηνών» (σελ. 244). Τα άρθρα του Βάρναλη στην Πρόοδο δεν σταμάτησαν την 1/8/1926, αλλά την 1/9/1926 (σελ. 278). Ο Βάρναλης δεν έγραψε βιογραφία του Μιλτιάδη αλλά του Αλκιβιάδη (σελ. 287). Μπορεί βεβαια κάποια να είναι και αβλεψίες.

Δυο άλλα λάθη είναι συγγνωστά επειδή ο επιμελητής τα μετέφερε από αλλού. Η επιστολή της σελ. 262 που υπογράφεται «Λιλίκα» δεν μπορεί να είναι της Έλλης Αλεξίου (παρόλο που τη φώναζαν Λιλίκα) γιατί δεν νοείται η Αλεξίου που είχε πολύχρονη και πολύ στενή φιλία με τον Βάρναλη να του γράφει στον πληθυντικό και να του εκφράζει σεβασμό. Ολοφάνερα είναι άλλη Λιλίκα, πιθανότατα η Λιλίκα Νάκου, η οποία είχε στενές σχέσεις με ανθρώπους στο Παρίσι (όπως αναφέρει στο γράμμα) ενώ η Αλεξίου, απ’ όσο ξέρω, πολλές παρτίδες δεν είχε. Αλλά εδώ ο επιμελητής μεταφέρει την άποψη που υπάρχει στον κατάλογο του αρχείου Βάρναλ, όπου πράγματι η συγκεκριμένη επιστολή αποδίδεται στην Αλεξίου -κακώς, και ελπίζω να διορθωθεί κάποτε.

Κι αυτό μας φέρνει στο δεύτερο συγγνωστό λάθος, που πάλι έχει σχέση με τη Λιλίκα Νάκου. Είναι λάθος (στη σελ. 283), παρόλο που το επαναλαμβάνουν πολλοί (κι εγώ την έχω πατήσει στο παρελθόν) ότι ο Βάρναλης συμμετείχε το καλοκαίρι του 1935 στο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων στο Παρίσι και ότι έγραψε τις εντυπώσεις του στα Νεοελληνικά Γράμματα. Όχι, η Λιλίκα Νάκου συμμετείχε στο Συνέδριο και κατά 99% αυτή έγραψε και το (ανυπόγραφο) άρθρο στα Ν.Γρ. Ο Βάρναλης αποδεδειγμένα δεν βγήκε από την Ελλάδα το 1935 -περισσότερα δεν γράφω, διότι έχω στείλει σχετικό άρθρο σε φιλολογικό περιοδικό και θα το αναδημοσιεύσω στο ιστολόγιο όταν δημοσιευτεί εκεί.

Θα μπορούσα να συνεχίσω έτσι επί πολύ, αλλά θα σας κουράσω. Αν ο εκδοτικός οίκος θέλει, θα του στείλω πλήρη κατάλογο αβλεψιών και λαθών. Ένας φίλος μού είπε επίσης ότι κακώς παρατίθεται στο Παράρτημα το νομοσχέδιο περί εκτοπίσεων, διότι αυτό ψηφίστηκε μετά την εξορία του Βάρναλη, άρα είναι άσχετο με την περίπτωσή του (το μεταφέρω με επιφύλαξη πάντως, διότι δεν το έχω ψάξει εγώ). Επίσης άσχετη είναι και μια συνέντευξη του Βάρναλη που παρατίθεται στο παράρτημα και έχει δοθεί λίγους μήνες πριν από την εξορία του -θα μου πεις, μιλάει για την πολιτική κατάσταση, άρα έχει κάποια αξία.

Μπορεί, αλλά είναι περίεργο να μπαίνει αυτή η άσχετη συνέντευξη και να μην υπάρχει η παραμικρή αναφορά στην εξαιρετικά  σημαντική συνέντευξη που έδωσε ο Βάρναλης στον Μπερτ Μπερτλς ακριβώς για το θέμα της εξορίας του, και που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Εξόριστοι στο Αιγαίο». Η συνέντευξη αυτή έχει ιδιαίτερη αξία επειδή σ’ αυτήν ο Βάρναλης δίνει μια κάπως διαφορετικήν εικόνα για την εξορία απ’ ό,τι στα άρθρα του -ίσως σε έναν ξένο δημοσιογράφο να εκφράστηκε πιο ελεύθερα. Δεν καταλαβαίνω πώς ξεκινάει κανείς να επιμεληθεί βιβλίο για την εξορία στο Αιγαίο και παραλείπει ένα τόσο σημαντικό έργο αναφοράς -αυτό προδίδει άγνοια της βασικής βιβλιογραφίας.

Κι όμως, παρά τις πολλές δεκάδες λάθη και λαθάκια του, το βιβλίο έχει αξία γιατί ο απλός αναγνώστης δεν δίνει τόση προσοχή στα μικροφιλολογικά παραπτώματα. Είναι κρίμα όμως που το βιβλίο δεν μπορεί να χρησιμέψει σαν πηγή για φιλολογικές εργασίες, παρά μόνο ύστερα από γενική επισκευή.

Και για να μην κλείσω με γκρίνια, αντιγράφω ένα απόσπασμα από το πρώτο άρθρο του Βάρναλη, στο οποίο αφηγείται τα περιστατικά της σύλληψής του. Το πρωί της μέρας εκείνης (17 Οκτωβρίου 1935) πληροφορείται τυχαία ότι έχουν αρχίσει συλλήψεις και συμπεραίνει (σωστά) ότι είναι κι αυτός στον κατάλογο των «300 βενιζελοκομμουνιστών». Πώς αντιδρά;

Εννοείται, πως δε φρόντισα ούτε να προφυλαχτώ, ούτε να κρυφτώ σε κανένα σίγουρο καταφύγιο όσο να περάσει η μπόρα και να γλιτώσω έτσι την εξορία ή και χειρότερα άλλα… Όπως πάντα στη ζωή μου συνήθισα να μην κρύβω, να μην καμουφλάρω τη σκέψη μου και τα αισθήματά μου, γιατί η ισάδα και η ειλικρίνεια είναι βιοτικό σύστημα πιο άνετο και πιο αποτελεσματικό για την εσωτερική γαλήνη του ανθρώπου, έτσι και τώρα δεν εννοούσα να σπάσω το κεφάλι μου για ν’ αναβάλω μια δυσάρεστη λύση, που αργά ή γρήγορα δε θα μπορούσα να την αποφύγω.

Η συμβουλή για την ισάδα και την εσωτερική γαλήνη διατηρεί, θαρρώ, την αξία της.

Πηγή: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας