Εργατικός Αγώνας

Ξένοι πολιτικοί πρόσφυγες στην Ελλάδα στην περίοδο των αστικοδημοκρατικών εξεγέρσεων του 1848

του Τάσου Βουρνά (*)

Στις αρχές του 1848 ή Ευρώπη μπαίνει σε μια από τις πιο αποφασιστικές καμπές της ιστορίας της. Οι αναπτυσσόμενες νέες παραγωγικές δυνάμεις προβάλλουν με ορμή στο ιστορικό προσκήνιο κι έρχονται σέ σφοδρή σύγκρουση με τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής, που τα τελευταία τους κατάλοιπα επικρατούσαν ακόμα στον ευρωπαϊκό χώρο, με πολιτική τους έκφραση τον απολυταρχισμό. Τη σύγκρουση επιταχύνει η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση του προηγούμενου έτους, ενώ η ανάπτυξη των καινούριων παραγωγικών δυνάμεων, φέρνει στην επιφάνεια μια νέα παραγωγική τάξη, που όσο πάει αποχτά ενότητα και επιρροή αποφασιστικού κοινωνικού ρυθμιστή, την εργατική τάξη. Το 1848 λοιπόν αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την καπιταλιστική εξέλιξη των ευρωπαϊκών χωρών και η εργατική τάξη γίνεται σοβαρός παράγοντας, που με την παρουσία της σφραγίζει την πορεία των γεγονότων.

Τα επαναστατικά γεγονότα που συγκλόνισαν το 1848 τον ευρωπαϊκό χώρο, ξεκίνησαν στις 22 Φεβρουάριου από τη Γαλλία κι από κει, σαν πυρκαγιά, μεταδόθηκαν σ’ όλη την Ευρώπη. Στο Παρίσι, πλάι στα αστικά δημοκρατικά στοιχεία, πήρε ενεργό μέρος στις ένοπλες συγκρούσεις και η εργατική τάξη, και αναδείχτηκε σε πρώτης ποιότητας δημοκρατική επαναστατική δύναμή. Στις άλλες υποανάπτυκτες χώρες, την επαναστατική πρωτοπορία αποτέλεσαν οι αγρότες, που με τα αιτήματά τους για την ατομική ιδιοκτησία πάνω στη γη που καλλιεργούσαν και την μετατροπή των παραγωγικών σχέσεων, ενίσχυσαν την γενικότερή πάλη κατά τού φεουδαρχισμού και βοηθούσαν στον αστικό μετασχηματισμό.

Μέσα σ’ ένα χρόνο περίπου από την έκρηξη της Επανάστασης στο Παρίσι, η φλόγα της εξέγερσης έκανε μια πανευρωπαϊκή διαδρομή, κλονίζοντας τα αντιδραστικά κοινωνικά καθεστώτα από την Ιταλία ως τα δυτικά σύνορα της ρωσικής αυτοκρατορίας. Ο φεουδαρχισμός δέχτηκε σοβαρά χτυπήματα κι η μορφή της πάλης καθορίστηκε, με μια απαρασάλευτη ιστορική αιτιοκρατία, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε χώρα. Έτσι στους εθνικά υπόδουλους λαούς όπως της Ιταλίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, οι εξεγέρσεις είχαν έντονο εθνικοαπελευθερωτικό και εθνικοενωτικό χαρακτήρα, ενώ στις χώρες που είχαν λυμένο το εθνικό τους πρόβλημα, ο αγώνας ήταν καθαρά αστικοδημοκρατικός.

Τα γεγονότα του 1848 είχαν άμεσο αντίχτυπο και στην Ελλάδα με τις μισοφεουδαρχικές σχέσεις στην οικονομική ζωή και το καθεστώς της υποτέλειας στην πολιτική. Ξέσπασαν κι εδώ, όπως κι αλλού, έντονοι πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες με αιτήματα βασικά την αστική αλλαγή, την απαλλαγή από την ξενική εξάρτηση και την καθιέρωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ωστόσο, η χώρα μας ήταν ανώριμη για να επιδιώξει μια τέτοια εσωτερική αλλαγή. Δεν υπήρχε ούτε ένα πολιτικό κόμμα με δημοκρατική ιδεολογία που θα είχε σαν έργο του να συσπειρώσει γύρω του και να οργανώσει τις δυνάμεις που θα οδηγούσαν στην αλλαγή αυτή. Έτσι τόσο οι πολιτικοί όσο και ο ένοπλος αγώνας, που ξέσπασαν στην Αθήνα, τη Ρούμελη και τον Μοριά, γρήγορα απότυχαν κι η Ελλάδα έπεσε και πάλι στο αδιέξοδο της υποτέλειας και της κοινωνικής καθυστέρησης ([1]).

Αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που ζούσαν κάτω από συνθήκες εθνικής δουλείας και κοινωνικής οπισθοδρόμησης, οι εξεγέρσεις των λαών τους γνώρισαν διαδοχικά την στρατιωτική ήττα, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως δεν πρόσθεσαν ένα καινούριο χρυσό κρίκο στην πάλη τής ανθρωπότητας για την κοινωνική και πολιτική της χειραφέτηση. Οι ευρωπαϊκοί αγώνες του 1848, έκτος από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι προώθησαν το κοινωνικό πρόβλημα της Ευρώπης (ας μην ξεχνάμε ότι το 1848 είναι η αφετηρία της πολιτικής δράσης του Μαρξ και του Ένγκελς), ανάδειξαν και μεγάλες πολιτικές φυσιογνωμίες, που ηγήθηκαν των λαϊκών αγώνων και σφράγισαν με την παρουσία τους την ευρωπαϊκή πολιτική ζωή, όπως τον Αδάμ Μισκίεβιτς στην Πολωνία, το φλογερό ποιητή και πατριώτη, τον Μαντζίνι και τον Γκαριμπάλντι στην Ιταλία ή τον Κόσουθ στην Ουγγαρία.

Η παλινδρόμηση της αντίδρασής στις χώρες όπου νικήθηκαν οι εξεγέρσεις του 1848, δημιούργησε ένα μεγάλο ρεύμα πολιτικών προσφύγων. Ιδιαίτερα στις περιοχές όπου κυριαρχούσε ο αυστριακός δεσποτισμός, ο διωγμός κατά των επαναστατών ήταν τόσο ισχυρός, ώστε χιλιάδες απ’ αυτούς πήραν το δρόμο της προσφυγιάς προς τις γειτονικές χώρες. Μέσα στο 1849 ένα μεγάλο μερίδιο προσφύγων δέχτηκε κι η Ελλάδα, κυρίως από την Ιταλία, την Ουγγαρία, όπως επίσης και μέρος από τους πολωνούς λεγεωνάριους του Μισκίεβιτς με τον ίδιο επικεφαλής, που πολεμούσαν στο πλευρό των γάλλων επαναστατών στα παρισινά οδοφράγματα και των ιταλών πατριωτών, στα πεδία των μαχών της Ιταλίας.

Για τους ξένους πρόσφυγες των εξεγέρσεων του 1848 στην Ελλάδα, καθώς και την εγκάρδια υποδοχή και προστασία που τους επιφύλαξε ο ελληνικός λαός, έχουμε αξιόλογες ειδήσεις, τόσο από τον αθηναϊκό τύπο του 1849, όσο κι από επίσημα έγγραφα. Ιδιαίτερα για τους αγώνες των μαχητών του ιταλικού «ριζορτσιμέντο», έκτος από τις ειδήσεις που αναφέραμε, υπάρχουν και αξιόλογες απηχήσεις στο έργο ενός από τους πιο ολοκληρωμένους συγγραφείς μας, του Εμμανουήλ Ροΐδη.

Ένα μεγάλο κομμάτι ιταλών πολιτικών προσφύγων βρίσκεται εγκαταστημένο στα 1849 στη Σύρα, που ήταν τότε ένα από τα πιο αξιόλογα εμπορικά και βιοτεχνικά κέντρα της χώρας. Να, τι γράφει γι’ αυτούς ο Ροΐδης στα «Συριανά διηγήματα»:

«Ερχόμενος εξ Ιταλίας δεν ευρέθην όσον εφοβούμην εις την Σύραν ξηνητευμένος. Πολλοί τω όντι απέμενον ακόμη εις την υμνηθείσαν υπό του Ορφανίδου ξηρόνησον Ιταλοί πατριώται εκ των φιλοξενηθέντων μετά την αποτυχίαν της επαναστάσεως του 1848. Οι Ιταλοί ήσαν οι κλειστοί ακονηταί ξυραφίων, καθαρισταί κηλίδων, συγκολληταί σπασμένων πινακίων, ανακαινισταί παλαιών υποδημάτων, διακοσμηταί των νεκρικών φερέτρων, ευνουχισταί πετεινών, υπαίθριοι τηγανισταί σμαρίδων και πάντες ανεξαιρέτως ζωγράφοι, λιθοξόοι, χοροδιδάσκαλοι και μουσικοί».

Όλοι αυτοί οι Ιταλοί βετεράνοι του «ριζορτσιμέντο», που ο ελληνικός τύπος της εποχής τους υπολογίζει σέ 450 μόνο στη Σύρα, κρατούσαν ακέρια την ιδεολογία τους και δεν δίσταζαν να την εκλαϊκεύουν μπροστά στο κοινό της Σύρας. Να, τι λέει και πάλι ο Ροΐδης περιγράφοντας με εξαίρετα χρώματα τον Γαριβαλδινό λοχία Γιαμβατίστα, στο διήγημά του «Ιστορία ενός σκύλου»:

«Πολύ μάλλον τούτων είλκυε την περιέργειαν και τα πεντάλεπτα των Συριανών ο σκύλος, ζητωκραυγάζων ή μάλλον ζητωγαυγίζων υπέρ του Γαριβάλδη, ήτοι προ πασσάλου ενδυθέντος κόκκινον χιτώνα ή ορμών να κατασπαράξη τον Ιησουίτην ή τον Ραδέσκην, τον αυτόν δηλαδή πάσσαλον φέροντα μαύρον ή ασπρόχρυσον στολήν και πίλον πτερωτόν αυστριακού στρατάρχου. Ακόμη νοστιμότερος ήτο όταν όρθιος επί της τραπέζης και έχων επί κεφαλής αρχιερατικόν διάδημα εκ χρυσοχάρτου εμιμείτο τον πάπαν Πίον Νόννον ευλογών δια των εμπροσθίων ποδών του τα πλήθη των πιστών».

Ποια ήταν τώρα η υποδοχή που επιφύλαξε στους ξένους πολιτικούς πρόσφυγες ο ελληνικός λαός; Όπως μαθαίνουμε από τον τύπο της εποχής, ήταν αδελφική και εγκάρδια. Όταν μάλιστα, από εξωτερικές επεμβάσεις, πιέστηκε η ελληνική κυβέρνηση να πάρει εχθρική στάση απέναντι στους πρόσφυγες, ξέσπασε θύελλα διαμαρτυριών που ματαίωσε, όπως θα δούμε, τις προθέσεις των ξένων αντιδραστικών κυβερνήσεων εναντίον των φυγάδων. Γενικά η στάση του ελληνικού λαού απέναντι των πολιτικών προσφύγων είναι από τις ωραιότερες εκδηλώσεις δημοκρατικής αλληλεγγύης, γι’ αυτό αξίζει να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στην ειδησεογραφία του τύπου της εποχής.

Η πρώτη είδηση για την άφιξη ξένων — ιταλών πολιτικών προσφύγων δημοσιεύεται στον «Αιώνα» της 9 Ιουλίου 1849:

«Την 4ην Ιουλίου απεβιβάσθησαν εις Πάτρας εβδομήκοντα Ιταλοί πρόσφυγες εξ ων εις λοχαγός και εξήκοντα εννέα στρατιώται εκ της φρουράς της Αγκώνης. Άλλοι εκ της ιδίας φρουράς έμειναν εις Κέρκυραν, ως διακόσιοι εβδομήκοντα. Ο νομάρχης Αχαΐας και Ήλιδος κύριος Π. Α. Αναγνωστόπουλος, καλώς ποιών, διέταξε την Δημαρχίαν να τους δοθώσι καταλύμματα. Μανθάνομεν δε μετά της μεγαλυτέρας ευχαριστήσεως ότι οι πολίται Πατρών έδειξαν συμπαθείας χριστιανικής αισθήματα υποδεχθέντες και περιποιούμενοι τους πρόσφυγας εις τους οίκους των. Μανθάνομεν προσέτι ότι οι πρόσφυγες ούτοι εζήτησαν να καταταχθώσιν ως λόχος εις τον ελληνικόν στρατόν. Αν τούτο, ως βλέπομεν, δεν θέλει πραγματοποιηθή, έχομεν όμως οι Έλληνες καθήκον δικαιοσύνης και φιλανθρωπίας να εκπληρώσωμεν προς τους πρόσφυγας των ατυχών Ιταλών, ενθυμούμενοι μάλιστα τα όποια επί του Αγώνος ελάβομεν βοηθήματα και συνδρομήν διά παντός μέσου».

Τέλη Ιουλίου φτάνουν στον Πειραιά είκοσιέξη ιταλοί πολιτικοί πρόσφυγες από την Πάτρα, με το σκοπό να πετύχουν κυβερνητική προστασία για τους ομοεθνείς τους.

«Εις Πειραιά μετέβησαν—γράφει ο «Αιών» — είκοσι εξ εκ των εις Πάτρας προσφύγων ’Ιταλών. Ομολογούμεν οπόσην εις τους κατοίκους Πειραιώς διήγειρε συμπάθειαν η παρουσία τούτων. Πιστεύομεν δε ότι συνεισφορά ικανή θέλει υπέρ αυτών γίνη και ευελπιζόμεθα εις τον καλόν δήμαρχον Πειραιώς κ. Ομηρίδην, ότι δεν θέλει φεισθή ουδενός κόπου, ούτε παντός δυνατού μέσου προς περίθαλψιν τούτων».

Πραγματικά το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης γίνεται ολοένα και πιο θερμό για τους ιταλούς πολιτικούς πρόσφυγες. Η Βουλή συζητεί το πρόβλημα και σχηματίζεται επιτροπή από βουλευτές για να το μελετήσει. Σχέδια προτείνονται, όπως η ίδρυση κοντά στον Ισθμό ιδιαίτερης πόλης που θα τους στεγάσει, σχηματίζονται πρόχειρα επίσημες και ανεπίσημες ερανικές επιτροπές που μαζεύουν χρήματα στην Αθήνα, Πάτρα, Σύρα κι άλλου, ενώ οι κατά τόπους δήμοι παίρνουν τα πρώτα μέτρα στέγασης και διατροφής των.

Το ρεύμα των πολιτικών προσφύγων συνεχώς ογκώνεται. Στις αρχές Αυγούστου 1849, κατά τις ειδήσεις του τύπου, φτάνουν άλλοι 165 από τη Ρώμη και μεταξύ τους είναι και ο πολύς Μαντζίνι, μέλος της ιταλικής επαναστατικής κυβέρνησης. Ο «Αιών» συνοψίζοντας το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στο φτωχό ελληνικό κράτος, γράφει στο φύλλο της 20/8/1849:

«Αδιαλείπτως έρχονται εις Αθήνας πρόσφυγες εκ διαφόρων μερών της Ιταλίας. Ο μέχρι τούδε αριθμός αητών υπερβαίνει ίσως τους 400. Αρτίως απεβιβάσθησαν και τινες εκ της Σικελίας μετά των οικογενειών των. Δυστυχώς εις την Μελίτην ([2]) και Κέρκυραν (αγγλοκρατούμενα νησιά) γίνονται δεκτοί μόνον όσοι φέρουσι μεθ’ εαυτών και μέσα χρηματικά δια να ζώσι. Δεν δύναται να βλέπη τις εν Αθήναις τα θύματα αυτά άνευ πολλής συγκινήσεως και συμπαθείας, άλλά πού υπάρχει βιομηχανία δια να έπιδοθή εις αυτήν μέρος τούτων; Πού μέσα δημόσια και ιδιωτικά ικανά ν’ απαντώσι διηνεκώς τα υπέρ αυτών έξοδα της πρώτης τουλάχιστον ανάγκης; Της σχηματισθείσης φιλανθρωπικής επιτροπής αι εισπράξεις μόλις φθάνουσι τας πέντε ή εξ χιλιάδας δραχμών μέχρι τούδε. Άλλ’ αν τις παραδεχθή ως εισπραχθησόμενον τριπλάσιον και τετραπλάσιον ποσόν, πάλιν μεσολαβεί μέγα έλειμμα ως προς την απαιτουμένην δαπάνην δια τα μέσα της πρώτης ανάγκης τοσούτων προσώπων. Ο άγιος Θεός ας γίνη ίλεως! Οφείλομεν δε εν τοσούτω καθόσον αφορά ημάς να προτρέπωμεν επαναλειπτικώς γενναιοτέραν των πολιτών την συνδρομήν. Οφείλομεν εν τούτοις να παρατηρήσωμεν προς την Επιτροπήν ότι δια να φθάση εις τον όποιον προέθετο φιλανθρωπικόν σκοπόν απαιτείται, τη αδεία της εξουσίας, ν’ ανοίξη καταλόγους συνδρομών και εις τας επαρχίας, από τας οποίας δύναται ν’ απαρτισθή ποσότης τις αποχρώσα. Άλλως αι Αθήναι μόναι δεν θέλουσι δυνηθή να επαρκέσωσι, εντός αυτών της επιτροπής περιοριζομένης. Δεν χρησιμεύει τόσον το πεντάδραχμον των ολίγων όσον η δραχμή των πολλών».

Η εφημερίδα συνεχίζοντας δημοσιεύει σημαντικότατες ειδήσεις για το έργο της περίθαλψης των ξένων πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα. Έτσι μας πληροφορεί ότι ο τότε υπουργός των εσωτερικών Χρηστίδης συνιστά με εγκύκλιό του στους νομάρχες να περιθάλψουν τους πρόσφυγες. Επίσης μαθαίνουμε πως στην ερανική επιτροπή πήραν μέρος οι πιο επιφανείς πολίτες τής πρωτεύουσας.

Ωστόσο η συμπάθεια του ελληνικού λαού και οι φροντίδες του κράτους για τα θύματα του ευρωπαϊκού απολυταρχισμού, ανησύχησαν φοβερά τις αντιδραστικές κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων και ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Αυστρίας. Από το δημοσίευμα του «Αιώνα» φαίνεται η εχθρική στάση της Αγγλίας, που απαγορεύει στους πρόσφυγες ν΄ αποβιβαστούν στα αγγλοκρατούμενα Εφτάνησα και την Μάλτα. Άρχισαν λοιπόν επίσημα και ανεπίσημα διαβήματα, ζητώντας από το ελληνικό κράτος να σταματήσει κάθε μέριμνα υπέρ των προσφύγων, να τους απαγορεύσει τη διαμονή σε ελληνικό έδαφος και να απελάσει όσους είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα.

Οι πληροφορίες για τα διαβήματα των ξένων έγιναν γρήγορα γνωστές στην κοινή γνώμη και ξέσπασε μεγάλη αγανάχτηση εναντίον των ενεργειών τους. Το Βατικανό, που ήταν αποφασιστικά εχθρικό στις αστικοδημοκρατικές εξεγέρσεις του 1848 και που στάθηκε ένας από τους κύριους στόχους των επαναστατημένων λαών της Ευρώπης, ανέλαβε να γίνει το φερέφωνο της απολυταρχικής πολιτικής των ξένων στην Ελλάδα, στέλνοντας μηνύματα στις εδώ αποστολές του να ζητήσουν την απέλαση από τη χώρα των πολιτικών προσφύγων. Να, τι γράφει και πάλι ο «Αιών» στο φύλλο της 31-8-1849:

«Και Ρωμάνοι και Βενετοί και Λομβαρδοί και Πολωνοί πρόσφυγες εις Αθήνας ήρχισαν να τρέμωσι και ν’ απελπίζωνται μαθόντες ότι οι Καπουτσίνοι της Σύρου διετάγησαν παρά του Πάπα να έλθωσιν ενταύθα και να επικαλεσθώσι παρά του βασιλέως ημών την αποπομπήν τούτων. Αγνοούμεν εισέτι αν αληθεύη αποστολή τοιαύτη. Βεβαιούμεν ότι εις αριθμός Καπουτσίνων έφθασε κατ’ αυτάς εκ Σύρου εις Αθήνας. Δοθείσης όμως αληθούς της φήμης ταύτης, είναι, ερωτώμεν και αξιοπρεπές να παραδεχώμέθα διαταγάς, ούτως ειπείν, ξένων, διαταγάς Πάπα και ταύτας εναντίον παντός ανθρωπίνου αισθήματος και πάσης φιλανθρωπίας; Πειθόμεθα εξ εναντίας ότι η κυβέρνησις ημών θέλει αποκρούσει μετ’ αγανακτήσεως τοιαύτην αυθάδη αίτησιν, τοιαύτην απάνθρωπον σκληρότητα μεταφέρουσαν και εν ταις Αθήναις το ανανεωθέν εν τη δυστυχή Ρώμη κατάπτυστον σύστημα των διωγμών της Ιεράς εξετάσεως».

Χάρη στη θαρραλέα αντίσταση της κοινής γνώμης όσο και του τύπου, οι μηχανορραφίες των ξένων και του Βατικανού αποτυχαίνουν και το έργο της περίθαλψης των προσφύγων ολοένα συστηματοποιείται. Οι εφημερίδες αναγγέλλουν και νέα κύματα προσφύγων. «Κατέπλευσαν εις τον Πειραιά —γράφει ό «Αιών» της 20-9-1849—ως πεντακόσιοι νέοι πρόσφυγες Ιταλοί, Βενετοί και άλλοι επί δύο Σαρδηνικών πλοίων». Ταυτόχρονα το κοινό πληροφορείται ότι πολλοί απ’ αυτούς απορροφήθηκαν, είτε σα βιοτεχνικοί εργάτες στις πόλεις είτε σαν εργάτες γης στην ύπαιθρο. Γίνονται σκέψεις να ιδρυθεί, όπως γράφει ο τύπος, «γεωργικός τις συνοικισμός εκ μέρους των Λομβαρδών, τον όποιον ανήκει να παραδεχθή και συντρέξη η κυβέρνησις λόγω φιλανθρωπίας, οικονομίας και πολιτικής προνοίας».

Οι πρόσφυγες από την Ιταλία ξεπέρασαν σε συνολικό άριθμό τούς χίλιους και οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Πάτρα, όπου οι απόγονοι τους ζούσαν εκεί ως την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1944. H παρουσία των πολιτικών προσφύγων του 1848 στη χώρα μας είχε ευνοϊκό αντίχτυπο στο βιοτεχνικό τομέα, γιατί «έφεραν εδώ και εδίδαξαν στους ντόπιους μια προηγμένη τεχνική». Από τον «Αιώνα» της 15-10-1849 παίρνουμε μια διαφήμιση, πού δείχνει ότι πολλοί απ’ αυτούς μπόρεσαν να βρουν στην Ελλάδα επαγγελματική προστασία: «Ο Δομένικος Βαρόνι, χύτης κωδώνων εκκλησιών, υγδίων εξ ορειχάλκου, μηχανών μακαρονίων» εγκατάστησε βιοτεχνικό εργαστήριο και κατασκεύαζε τα παραπάνω είδη που ως τα τότε εισάγονταν από το εξωτερικό.

Η υποδοχή που συνάντησαν οι ξένοι πολιτικοί πρόσφυγες στην Ελλάδα και ιδιαίτερα οι ιταλοί, συγκίνησε εξαιρετικά την προοδευτική κοινή γνώμη της Ιταλίας. Έτσι η εφημερίδα «Κονκόρντια» του Τουρίνου γράφει ;

«Στην καταπιεζόμενη και άτυχη Ιταλία η μεγαλόψυχη Ελλάδα προσφέρει την ενίσχυση μιας αξιαγάπητης και γενναιόφρονης φιλοξενίας. Ω, ας σε ανταμείψει ο θεός με το μεγαλύτερο από τ’ αγαθά του, με την κατοχύρωση της ελευθερίας σου και της ανεξαρτησίας σου, γη αγαπημένη κι ευγενική». (Καιροφύλα, La Grecia et l’ Ittalia nel Risorgimento Italiano, Roma 1919).

Εκτός από τους ιταλούς πέρασε την ίδια εποχή από την Ελλάδα και η Πολωνική λεγεώνα του Μισκίεβιτς. Αφού πολέμησε στο Παρίσι και κατόπι στα επαναστατικά πεδία των μαχών της Ιταλίας, ύστερα από διαδοχικές ήττες, έφτασε στο λιμάνι—επίνειο της Ρώμης Τσιβίτα Βέκκια, κι από κει μπήκε σε πλοία και πέρασε στην Ελλάδα, με το σκοπό να βαδίσει και να διαπεραιωθεί στην επαναστατημένη Ουγγαρία. Όταν όμως έφτασαν στην Αθήνα ήταν αργά να αναζητήσουν καινούρια πεδία μαχών, γιατί είχε πια επέλθει πανευρωπαϊκή κάμψη στα αστικοδημοκρατικά κινήματα. Στην Αθήνα η λεγεώνα του φλογερού ποιητή και πατριώτη διαλύθηκε. Ένα μέρος μαχητών έμεινε στην Ελλάδα, άλλοι πέρασαν στην Τουρκία και άλλοι επιβιβάστηκαν για την Αμερική. Ο Μισκίεβιτς κατέφυγε στη Γαλλία και λάβαινε τακτικά γράμματα από τους οπαδούς του στην Αθήνα. Σ’ ένα απόσπασμα από σωζόμενα τέτοια γράμματα, ένας μαχητής του τού γράφει από δω:

«Νικηθήκαμε από τη δύναμη, άλλα δεν λυγίσαμε τη σπονδυλική μας στήλη μπροστά στον εχθρό της ανθρωπότητας. Οι άνδρες μας δεν πέθαναν. Οι μεταγενέστεροι θα αποδώσουν δικαιοσύνη στην ιερή μας υπόθεση». (Ελεύθερα Γράμματα, φ. 7 – 8/1949, σ. 298).

Από τις επίσημες διπλωματικές ενέργειες της Αυστρίας εναντίον των υπηκόων της πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα, δίνουμε τις παρακάτω δύο ανέκδοτες εκθέσεις της αυστριακής πρεσβείας στην Αθήνα, παρμένες από τα κρατικά Αρχεία της Βιέννης, που δείχνουν ότι πολύ πριν φτάσει το κύμα των προσφύγων στην Ελλάδα, η Αυστρία κινήθηκε για ν’ αποτρέψει ενδεχόμενη προστασία τους:

1. «Έκθεση υπ’ αριθ. 2139/1859

Αθήνα 11 Φεβρουάριου 1849

Η υπηρεσία της Ανατολής

προς το Καισαροβασιλικό Υπουργείο ’Εξωτερικών.

Η υψηλή εντολή σας υπ’ αριθ. 510 της 23 Ιανουαρίου 1849 σχετικά με τις κινήσεις ούγγρων φυγάδων επαναστατών, βρίσκεται στα χέρια μας αυτή την εβδομάδα. Αμέσως πληροφόρησα εμπιστευτικά το ενταύθα προξενείο μας καθώς και τα προξενεία μας Πατρών και Σύρας, με το σκοπό να επιτύχω τη σύλληψη των ατόμων αυτών, σε περίπτωση που θα είχαν επιβιβαστεί σε αυστριακά πλοία ή θα είχαν αποβιβαστεί σε ελληνικό έδαφος.

Στη δεύτερη περίπτωση έπρεπε φυσικά να συνεννοηθώ με την Ελληνική κυβέρνηση. Διαπίστωσα ότι ενώ απ’ τη μια μεριά συμφωνεί με την απαίτησή μας, απ’ την άλλη ισχυρίζεται ότι εμποδίζεται από το σύνταγμα και από την ανυπαρξία συμφωνίας για την παράδοση πολιτικών εγκληματιών. Περιορίστικα λοιπόν ν’ αξιώσω τη βοήθειά της μόνο επί του αστυνομικού πεδίου και συνομολόγησα μαζύ της τα ακόλουθα:

Οι διοικητές των παραλίων περιοχών έλαβαν εντολή να ειδοποιήσουν αμέσως το Αυστριακό προξενείο σε περίπτωση που θα εμφανίζονταν αυστριακοί υπήκοοι χωρίς διαβατήρια ή με πλαστά ή ξένα διαβατήρια. Θα παραδίδουν στο προξενείο κάθε άτομο που θα συλλαμβάνεται και θα βοηθούν στην ταχύτατη απέλασή τους από τη χώρα επί αυστριακών πλοίων. Στους νομάρχες δόθηκε διαταγή να διπλασιάσουν την προσοχή τους πάνω σ’ όλους τους ξένους και να στέλνουν ταχύτατα, με συνοδεία, στην Αθήνα, κάθε ύποπτο άτομο.

Οι νομάρχες των θαλασσίων περιοχών ανέλαβαν την υποχρέωση να παίρνουν βεβαίωση των αυστριακών προξενείων για την εθνικότητα των ατόμων, ενώ οι νομάρχες των μεσογειακών νομών κατατοπίστηκαν εμπιστευτικά πάνω στα χαρακτηριστικά των καταζητουμένων φυγάδων. Έτσι από ελληνικής πλευράς μου παρασχέθηκαν διαβεβαιώσεις για κάθε αναγκαία βοήθεια, εγώ δε ενημέρωσα τα προξενεία.

Υπάρχει ακόμα ένας δρόμος, που δυστυχώς δεν μπορώ να τον κλείσω, γιατί μου λείπουν τα μέσα. Φοβούμαι δηλαδή μήπως κανένας από τους επαναστάτες κατορθώσει να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη ή τα Δαρδανέλλια ή την Σμύρνη με αγγλικό ή γαλλικό πλοίο, κι από κει ν’ ανέβει προς βορράν. Επίσης είναι δυνατή η δραπέτευση προς τη Μάλτα ή την Αλεξάνδρεια.

Πρόκες —Όστεν»

 

2. «Έκθεση υπ’ αριθ. 20

Αθήνα, 20 Μαΐου 1849

Υψηλότατε,

Ο αυτοκρατορικός πρόξενος στα Γιάννενα δόκτωρ φον Χαν με πληροφορεί ότι εννέα Ούγγροι που υπηρετούσαν στο στρατό τής Σαρδηνίας παραιτήθηκαν υστέρα από την τελευταία ανακωχή και έφτασαν εκεί με διαβατήριο του λόρδου αστυνομικού διευθυντού των Ιονίων νήσων, στο όποιο φαίνονται ως Ούγγρου υπήκοοι που έχουν σκοπό από τα Γιάννενα να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους και να ενωθούν με τους επαναστάτες. Ο κύριος φον Χαν τους οδήγησε με συνοδεία στο Δυρράχιο.

Το αυτοκρατορικό προξενείο των Πατρών με πληροφόρησε επίσης ότι έφτασαν εκεί τρεις άλλοι υπό τις ίδιες συνθήκες και την ίδια προοπτική. Τα ονόματά τους είναι: Ιωακείμ Βουγιάκοβιτς, Ιωσήφ Τάουφ, και Γεώργιος Μπάουμαν. Οι δύο τελευταίοι, καθώς με πληροφορούν, είναι Βιεννέζοι. Κι οι τρεις συνέχισαν το δρόμο τους προς την Αθήνα και από τριημέρου βρίσκονται εδώ.

Συνεννοήθηκα με τις ελληνικές αρχές να τους επιτηρούν κατάλληλα και να με ενημερώσουν για την διεύθυνση που θ’ ακολουθήσουν σε περίπτωση που θα επιχειρήσουν να διαφύγουν. Οι προσπάθειές μου στις διευθετήσεις τέτοιων υποθέσεων με την κυβέρνηση δεν μπορούν να υπερβούν τα όρια αυτά. Σέ όμοιες ενέργειες πρότρεψα και τις υφιστάμενές μου προξενικές μας αρχές, στην περίπτωση που κάποιο από τα άτομα αυτά θα εμφανιστεί στην περιφέρειά τους. Ταυτόχρονα διέταξα τα προξενεία να μη θεωρήσουν διαβατήριά τους για τις χώρες του αυτοκράτορος και να το παρακολουθούν μήπως απομακρυνθούν από την περιοχή τους. Με παρόμοιες οδηγίες θα εφοδιάσω τον πρεσβευτή μας στην Κωσταντινούπολη, όπως και τον πρεσβευτή του Πάπα.

Το αυτοκρατορικό γενικό προξενείο μας στην Κέρκυρα μου γνωστοποιεί ότι η νήσος εξακολουθεί όπως και στο παρελθόν να είναι καταφύγιο πολιτικών φυγάδων. Η ευκολία με την οποία μπορεί κανείς να κινηθεί από εκεί επιστρέφοντας στην πατρίδα μας ή όπου αλλού η κατάσταση είναι οξυμένη, μαρτυρεί την αλήθεια της προξενικής καταγγελίας. Θα ευχόταν κανείς να σέβονται οι τοπικές συνοριακές αρχές περισσότερο τα διαβατήρια των πρεσβευτικών και προξενικών υπαλλήλων.

Ας ευαρεστηθεί η Υψηλότης σας να δεχτεί την έκφραση της βαθύτατης αφοσίωσής μου.

φον Βάις»

***

(*) Δημοσιεύθηκε στο φύλλο 20 του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» (Αύγουστος 1956)

***

Ο Τάσος Βουρνάς (Αγριλόβουνο Μεσσηνίας 1913 – Αθήνα 15 Νοεμβρίου 1990) ήταν Έλληνας ιστορικός, δημοσιογράφος, μεταφραστής και κριτικός. Ήταν συμμαθητής του Αλέκου Σακελλάριου, με τον οποίο εξέδωσε μια μαθητική εφημερίδα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρθρογράφησε σε περιοδικά της λογοτεχνίας και των τεχνών όπως η Επιθεώρηση Τέχνης, ενώ συνεργάστηκε με εφημερίδες του αριστερού κυρίως χώρου, ειδικά με την εφημερίδα Αυγή. Το 1962 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου.

Μετέφρασε έργα αρχαίων και βυζαντινών συγγραφέων, όπως τους μύθους του Αισώπου και το Χρονικό του Γεωργίου Φραντζή, κατά τη διάρκεια της επταετίας και με τα ψευδώνυμα “Β. Τάσος” και “Α. Ελευθερίου”. Κεντρικό θέμα στο ιστοριογραφικό του έργο αποτέλεσε η νεότερη ελληνική ιστορία -την οποία κυκλοφόρησε σε έξι τόμους- η ελληνική Επανάσταση του 1821 αλλά και ζητήματα της ελληνικής Αριστεράς. Το 1987 πήρε την πρωτοβουλία για τη σύσταση επιτροπής αποκατάστασης της μνήμης των ελλήνων κομμουνιστών που διώχθηκαν από την ηγεσία του ΚΚΕ. Έγραψε τέλος τα σενάρια για τα ντοκιμαντέρ της Άννας Μποτοπούλου-Βουρνά «Λευκή Πολιτεία» (1979) και «Η Αθήνα που φεύγει» (1978). Πέθανε από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 77 ετών. (Πηγή: wikipedia)

 


[1] Για τους αγώνες του 1848 στην Ελλάδα, ιδές τη μελέτη μου «Το Ελληνικό 1848», Αθήνα 1952.

[2] Η Μάλτα.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας