Εργατικός Αγώνας

Τι θ’ απολογηθούν μπροστά στην Ιστορία;

Η συνήθεια των ελληνικών κυβερνήσεων να ξεπουλούν «”έναντι τριάκοντα αργυρίων” το σώμα και το αίμα της πατρίδας» στη Γερμανία που «παίζοντας το ρόλο του τσακαλιού θ’ αποκομίσει όσα δεν κατόρθωσε ν’ αποχτήσει με το ρόλο της τίγρης» δεν είναι τωρινή. Έχει τις ρίζες της στα μεταπολεμικά χρόνια όπως μαρτυρά το κείμενο που δημοσιεύουμε σήμερα από το τεύχος 49 (Ιανουάριος 1959) του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης».

 

Αισθήματα βαθύτατης πίκρας και οργής πλημμυρίζουν την ψυχή τού Ελληνικού λαού από την ημέρα που είδε το φως το νομοσχέδιο για την αμνήστευση των Γερμανών εγκληματιών πολέμου[1]. Όταν οι πληγές από τα κακουργήματα των δημίων δεν έχουν επουλωθεί ακόμα, όταν το χώμα στους τάφους των θυμάτων διατηρείται νωπό, όταν προπάντων οι πατριώτες — που, συνεχίζοντας τις καλύτερες ελληνικές παραδόσεις, αντιμετώπισαν άτρομοι με το όπλο στο χέρι ή με τις διαδηλώσεις στους δρόμους και γενικά με τη συμμετοχή τους στο εθνικό απελευθερωτικό κίνημα τη ναζιστική θηριωδία — φθείρονται ακόμα κλεισμένοι μέσα στις φυλακές και εθνικοί αγωνιστές της περιωπής του Μανώλη Γλέζου συλλαμβάνονται και απομονώνονται, η απλή έστω διατύπωση της ιδέας για ένα τέτοιο νομοσχέδιο θ’ αποτελούσε ασύγγνωστη ύβρη εναντίον του έθνους και κατασπίλωση μιας από τις λαμπρότερες σελίδες τής ιστορίας του.

Κι όμως ο Ελληνικός λαός όχι μόνο άκουσε να διατυπώνεται μια τέτοια ιδέα, αλλά και σαστισμένος από κατάπληξη την είδε να παίρνει τη μορφή νομοσχέδιου. Γεμάτος οδύνη παρακολούθησε τη σχετική συζήτηση στη Βουλή και είδε την κυβερνητική πλειοψηφία του νομοθετικού σώματος να ψηφίζει το νομοσχέδιο και να το κάνει νόμο του κράτους.

Δεν είναι το τυφλό μίσος, ούτε η χυδαία και στείρα μνησικακία, τα αίτια που κάνουν τους Έλληνες να ντρέπονται και ν’ αγανακτούν για το νομοθέτημα που ψηφίστηκε. Ό Ελληνικός λαός, πάντοτε ανεξίκακος και γενναιόψυχος στο σύνολό του, πάρα πολλές φορές στη μακραίωνη ιστορία του έδειξε υψηλόφρονη συμπεριφορά στους χθεσινούς εχθρούς του και έμπρακτα παραμέρισε τις εχθρότητες που του είχαν κληροδοτηθεί από το παρελθόν.

Και δεν θα είχε καμμιάν αντίρρηση να δείξει παρόμοια συμπεριφορά και σε τούτην εδώ την περίσταση — ίσα ίσα μάλιστα θα έσπευδε ομόθυμα να το πράξει, με κείνη τη λεβέντικη απλοχεριά που τον χαρακτηρίζει, — αν ήταν με την ενέργειά του αυτή να εξυπηρετήσει την υπόθεση της δίκαιης φιλίας ανάμεσα στους λαούς, αν η πράξη του θα συνέβαλλε έστω κ’ ελάχιστα στο να θεμελιωθεί πάνω σε στέρεες βάσεις το οικοδόμημα της παγκόσμιας ειρήνης.

Αν όμως υπήρχε πραγματικό ενδιαφέρον για την προαγωγή της παγκόσμιας φιλίας και ειρήνης τότε όλοι αυτοί οι υπάνθρωποι — σαν τον Μέρτεν, τον Αντρέ και τους όμοιούς τους —που στο διάστημα του πολέμου διέπραξαν ψύχραιμα τα πιο αποτροπιαστικά εγκλήματα, θάπρεπε όχι να αμνηστευθούν άλλα να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Κι αυτό, όχι για να ικανοποιηθεί το δίκαιο μα οπωσδήποτε πρωτόγονο αίσθημα εκδίκησης των παθόντων, άλλα — όπως πολύ σωστά παρατηρήθηκε — για να υπάρξει ένα είδος έμπρακτης προειδοποίησης από μέρους της ανθρωπότητας, ένα είδος εγγύησης λοιπόν, πως παρόμοια εγκλήματα δεν πρόκειται να διαπραχθούν στο μέλλον. Και σέ μια τέτοια περίπτωση, σωστό θα ήταν ό ρόλος του πρωτοστάτη σ’ αυτό το απορρυπαντικό και εγγυητικό έργο, να δινόταν στον ίδιο το Γερμανικό λαό όποιος έτσι θα είχε την ευκαιρία να προσφέρει στον κόσμο χεροπιαστά δείγματα της μεταμέλειάς του για τα κακά που προξένησαν οι ανάξιοι γιοί του.

Αλλά τι λογής προειδοποιήσεις κ’ εγγυήσεις μπορούν να υπάρξουν, όταν η Γερμανία του Αντενάουερ δηλ. του Κρούππ και του Σπάϊντελ, συμβάλλοντας μεθοδικώτατα στην προετοιμασία ενός καινούργιου μακελειού—από το όποιο λογαριάζει πως παίζοντας το ρόλο του τσακαλιού θ’ αποκομίσει όσα δεν κατόρθωσε ν’ αποχτήσει με το ρόλο της τίγρης—αντί να φροντίσει ν’ αποπλύνει το άγος, κοιτάζει πώς θα περισώσει όσο το δυνατόν περισσότερους από τους δημίους εκείνους, για να τους τοποθετήσει στις καιριώτερες θέσεις τού διοικητικού μηχανισμού της;

Ας μην ξεγελιόμαστε λοιπόν! Και προπάντων ας εγκαταλειφθεί η όχι και τόσο τιμητική προσπάθεια να ξεγελαστεί ο Ελληνικός λαός. Κανένας ευγενικός σκοπός δεν πρόκειται να εξυπηρετηθεί από το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε. Είναι απλώς μια κοινή, κοινότατη πράξη αγοραπωλησίας, ή μάλλον ένα επονείδιστο αντάλλαγμα που απαίτησε η Γερμανία των «φιλοσόφων» τύπου Μέρτεν για να μας δανείσει μερικά μάρκα, (και μάλιστα με όρους που μάς δένουν χεροπόδαρα) όταν ακόμα μας χρωστάει τις επανορθώσεις από τις. ζημιές που μας προξένησε στον πόλεμο!

Αλλά τι θ’ απολογηθούν μπροστά στην ιστορία οι Έλληνες που δέχτηκαν να διαπράξουν αυτή την ανταλλαγή; Απορούμε, πώς είναι δυνατόν να δεχτούν να βαρύνεται εσαεί το όνομά τους με την κατηγορία πως αντάλλαξαν «έναντι τριάκοντα αργυρίων» το σώμα και το αίμα της πατρίδας —όχι όμως και την τιμή της, γιατί ο Ελληνικός λαός, στο σύνολό του, δεν έχει και δεν θέλει να έχει καμμιά σχέση με το ανοσιούργημα. Το ότι το νομοθέτημα ερμηνεύτηκε — και μάλιστα ορισμένοι επεδίωξαν να ερμηνευτεί—σαν ένας ακόμα μυκτηρισμός και προπηλακισμός της παράταξης που περισσότερο από κάθε άλλη συνέβαλε στη δημιουργία του μεγάλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, καταλογίζεται σε βάρος όχι της παράταξης αυτής, αλλά των αυτουργών της αμνήστευσης των εχθρών της πατρίδας και κάνει ακόμα πιο λεπτή τη θέση τους.

Τούτο ακριβώς αποτελεί ένα πρόσθετο ερωτηματικό για τον ελληνικό λαό, ο όποιος προσπαθώντας για μίαν ακόμη φορά να δει ψύχραιμα το πράγμα σαν μια τάχα προσπάθεια να «ριχτεί στη λήθη το παρελθόν» απορεί: Πώς είναι δυνατόν η Κυβέρνηση νά εφαρμόζει τη «λήθη του παρελθόντος» για τους εχθρούς της πατρίδας ενώ αρνείται επίμονα να την εφαρμόσει για τους πατριώτες που πολέμησαν;

Πιστεύοντας ότι εκφράζουμε τη γνώμη του συνόλου του Ελληνικού λαού, που θέλει να μείνει καθαρός και περήφανος, καλούμε εκείνους που συνέλαβαν και διατύπωσαν το νομοσχέδιο και εκείνους που το ψήφισαν να συναισθανθούν την ευθύνη τους απέναντι στην ιστορία τής χώρας. Κ’ επειδή ό,τι έγινε δεν μπορεί, ίσως, να ξεγίνει, να σπεύσουν μ’ ένα άλλο νομοσχέδιο που θα το ψηφίσουν κατεπειγόντως, να αφήσουν ελεύθερους όλους τούς πατριώτες πού με οποιεσδήποτε προφάσεις κρατούν ακόμα στις φυλακές και στις εξορίες, εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο αληθινής δημοκρατίας, πραγματικής ισονομίας και σεβασμού των εθνικών κεφαλαίων. Κι ας είναι βέβαιοι πως αυτή τη φορά ολόκληρη η Ελλάδα θα επικροτήσει.

Τούς συνιστούμε, λοιπόν να το πράξουν όσο μπορούν πιο γρήγορα. Κι όχι σαν αντάλλαγμα τάχα ή «αποζημίωση» για την αμνήστευση των Γερμανών εγκληματιών—τέτοιου είδους εμπορικές πράξεις ο ελληνικός λαός τις απορρίπτει με περιφρόνηση—αλλά σαν μια έμπρακτη εκδήλωση επανόρθωσης για το νομοθέτημα που θέσπισαν στις 29 Ιανουαρίου. Θα ελαφρύνουν έτσι τη θέση τους απέναντι στην ιστορία που αδέκαστη θα τους κρίνει αύριο, δίχως να μπορούν με την απειλή της εκτόπισης, της φυλάκισης ή άλλου είδους καταδίκης να την κάνουν να σωπάσει, ούτε και με κανενός είδους εφεύρημα ν’ αλλοιώσουν την κρίση της.

ΚΟΣΤΑΣ ΚΟΥΛΟΥΦΑΚΟΣ

***

Ο Κώστας Κουλουφάκος (1924-1994) γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από το χωριό Κουτήφαρι της μεσσηνιακής Μάνης.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής, μαθητής ακόμη, οργάνωσε την ανεξάρτητη αντιστασιακή ομάδα «Ελεύθεροι Έλληνες» με συνέπεια τη σύλληψή του από τους Ιταλούς και τη φυλάκισή του στο Spoleto της Ιταλίας το 1941. Απέδρασε δύο χρόνια αργότερα και κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου κατατάχτηκε στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Πήρε μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση. Το 1945 γράφτηκε στο Χημικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του λίγο πριν το πτυχίο (1953) καθώς αποφάσισε να ασχοληθεί συστηματικά με την τέχνη του λόγου.

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ, πέρασε στην παρανομία και εξορίστηκε στον Άη – Στράτη και τη Μακρόνησο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1953, όπου έζησε ως αδειούχος εξόριστος για λόγους υγείας ως το 1962, οπότε καταργήθηκαν τα στρατόπεδα.

Ως μέλος του ΚΚΕ υπέστη νέες ταλαιπωρίες και εξορίες με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας. Με την μεταπολίτευση συνέχισε την ενεργό πολιτική δράση του στο χώρο της Αριστεράς.

Πρωτοπαρουσιάστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1950 με τη δημοσίευση αποσπάσματος από την ποιητική συλλογή «Στις έξη του Μάη» στις σελίδες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα. Η δημοσίευση έγινε με πρωτοβουλία του Γιάννη Ρίτσου, φίλου και συναγωνιστή του.

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης, όπου διετέλεσε υπεύθυνος ύλης (1955-1962) και αρχισυντάκτης (1965-1967), ιδρυτής και διευθυντής του εκδοτικού οίκου Διογένης (1971), ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων και συνεργάτης του περιοδικού Ηριδανός.

Δημοσίευσε ποιήματα, βιβλιοκρισίες, μελέτες και μεταφράσεις. Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο, ως ιδρυτικό μέλος του θεατρικού οργανισμού Δεσμοί (1975 από κοινού με τη Βάσω Κατράκη την Ασπασία Παπαθανασίου και τον Αλέξανδρο Αργυρίου). Εργάστηκε ως καθηγητής λογοτεχνίας στη δραματική σχολή του Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου του Λεωνίδα Τριβιζά και στην ιδιωτική εκπαίδευση.

 


[1] Πρόκειται για το νομοσχέδιο που ψήφισε η ΕΡΕ τον Ιανουάριο του 1959 με το οποίο σταματούσαν οι διώξεις των Γερμανών εγκληματιών πολέμου εκτός της περίπτωσης του Μαξ Μέρτεν που είχε πρόσφατα συλλήφθη αλλά ελευθερώθηκε με περιπετειώδη τρόπο λίγο αργότερα.

Ο Μαξ Μέρτεν (8 Σεπτεμβρίου 1911 – 21 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν Γερμανός ανώτατος εισαγγελέας της Ναζιστικής Γερμανίας που έφερε τον βαθμό του λοχαγού. Έδρασε στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1942-1944 όπου ανέλαβε τη γενική εποπτεία της δίωξης των Εβραίων της Μακεδονίας.

Θεωρείται ο κύριος υπεύθυνος της γενοκτονίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, διατάσσοντας τη μεταφορά περίπου 45.000 ατόμων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, καθώς και την ευθύνη της λεηλασίας των περιουσιών τους, μέχρι και τυμβωρυχίας του εβραϊκού νεκροταφείου, που υπολογίσθηκε ότι ξεπερνούσαν σε αξία το τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό των 125.000.000 χρυσών φράγκων. Εξ αυτών και αποκαλούνταν «Δήμιος της Θεσσαλονίκης» ή «Χασάπης της Θεσσαλονίκης».

Μετά τη λήξη του πολέμου ο Μέρτεν συνελήφθη από τους Αμερικανούς στην Γερμανία. Το 1946 οι Αμερικανοί πρότειναν την παράδοσή του στις ελληνικές αρχές, αλλά η ελληνική πλευρά δια του Έλληνα στρατιωτικού ακολούθου στο Βερολίνο, στρατηγού Ανδρέα Υψηλάντη, πρότεινε την απελευθέρωσή του λόγω της άμεμπτης συμπεριφοράς του και των ανεκτίμητων υπηρεσιών του προς την Ελλάδα.

H υπόθεση Μέρτεν ξεκίνησε το Μάιο του 1957 όταν ο Γερμανός εγκληματίας, με τη συναίσθηση ότι ήταν απολύτως ασφαλής, έφθασε στην Ελλάδα και προσήλθε στο Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα, για να εξεταστεί ως μάρτυρας υπεράσπισης του συμπατριώτη του, επίσης εγκληματία πολέμου, Αρθούρου Μάισνερ.

Μόλις διαπιστώθηκε η ταυτότητά του, ο Μέρτεν συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη. Ο προσδιορισμός της δίκης έγινε λίγο προτού η κυβέρνηση της ΕΡΕ φέρει στη Βουλή το νομοσχέδιο περί “αναστολής διώξεων” των Γερμανών εγκληματιών πολέμου. Παρά το γεγονός ότι το νομοσχέδιο εξαιρούσε τον Μέρτεν από το ευεργέτημα, έγινε φανερό και καταγγέλθηκε στη Βουλή ότι αποτελούσε το πρώτο βήμα για την απόλυση του Μέρτεν.

Η κυβέρνηση Καραμανλή δέχτηκε μεγάλες πιέσεις από τον καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ, καθώς το φθινόπωρο του 1958 αναμένονταν η σύναψη δανείου μεταξύ της Δ. Γερμανίας και της Ελλάδας ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων.

Οι Δυτικογερμανοί ηγέτες ενδιαφέρονταν για τη διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα και για την εξάπλωση της οικονομικής επιρροής της Δυτικής Γερμανίας στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Ενδιαφέρονταν όμως και για την παύση των διώξεων των εγκληματιών πολέμου στην Ελλάδα, ώστε οι παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Δυτικής Γερμανίας που βαρύνονταν με εγκλήματα ή είχαν εντάλματα για την κατοχική δράση τους στην Ελλάδα, να μπορούσαν ανενόχλητα να έρχονται και να φεύγουν.

Στις 13 Νοεμβρίου του 1958, υπογράφτηκε γερμανοελληνική οικονομική συμφωνία σε μυστικό παράρτημα της οποίας «ο Καραμανλής υποσχέθηκε στον Γερμανό Καγκελάριο Αντενάουερ ότι η Ελλάδα θα ανέστελλε όλες τις διώξεις και θα παρέδιδε τον Μέρτεν στη Γερμανία».

Στα τέλη Ιανουαρίου του 1959, η κυβέρνηση Καραμανλή έφερε για συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου», σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης». Οι αντιδράσεις εντός και εκτός Ελλάδος ήταν σφοδρότατες.

Τελικά η δίκη του Μαξ Μέρτεν ξεκίνησε στις 11 Φεβρουαρίου του 1959 στο Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου στην Αθήνα και κράτησε περισσότερο από 20 μέρες. Στις 5 Μαρτίου του 1959 ο Μέρτεν καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη, κατά συγχώνευση, για παράνομες φυλακίσεις και εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης Ελλήνων και Ισραηλιτών, φόνους και θάνατο από ασιτία Ισραηλιτών, τρομοκράτηση σε βάρος 56.000 Ισραηλιτών, καταστροφή του Εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης, εκτοπίσεις 40.000 Εβραίων σε γερμανικά στρατόπεδα κ.λπ.

Το φθινόπωρο του 1959 η υπόθεση Μέρτεν ήλθε και πάλι στην επικαιρότητα με το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση της ΕΡΕ, με το οποίο γινόταν τροποποίηση του προηγούμενου σχετικού νόμου και επιτρεπόταν η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και εκρατούντο σε ελληνικές φυλακές. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε και στις 5 Νοεμβρίου του 1959 ο Μέρτεν αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα. Το θράσος του ήταν τέτοιο που από την ασφάλεια της Γερμανίας κατηγόρησε όσους τον ευεργέτησαν (τον Κ. Καραμανλή, τον υπουργό Εσωτερικών Δ. Μακρή και τη σύζυγό του, Δοξούλα) πως ήταν “έμμισθοι πληροφοριοδότες των γερμανικών αρχών Κατοχής και για τις πολύτιμες πληροφορίες που είχαν δώσει, σχετικά με την Αντίσταση, πήραν ανταμοιβή από τις κατασχεμένες περιουσίες των Εβραίων”. Η υπόθεση προκάλεσε νέο σάλο αλλά ο Μέρτεν ουδέποτε εμφανίστηκε σε δικαστήριο για να στηρίξει τις κατηγορίες που εξαπέλυσε.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας