Εργατικός Αγώνας

Πούλησε στίχους ο Βάρναλης;

Από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου

Το ιστολόγιο έχει αναφερθεί πολλές φορές στον μεγάλο Κώστα Βάρναλη, που είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς -άλλωστε έχω εκδώσει σε βιβλίο τα χρονογραφήματά του από το Παρίσι και στο τέλος του χρόνου θα εκδοθούν και οι εντυπώσεις του από τη Μόσχα (“Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ”), την οποία είχε επισκεφτεί το 1934. Έτσι, με πολύ ενδιαφέρον διάβασα -και παρουσιάζω σήμερα- ένα άρθρο του Ηρακλή Κακαβάνη, που το βιβλίο του “Ο άγνωστος Βάρναλης” το είχαμε παρουσιάσει παλιότερα εδώ.

Το άρθρο του Η. Κακαβάνη δημοσιεύτηκε στο τ. 51-52 του περιοδικού Θέματα Παιδείας, το οποίο δεν δημοσιεύει την ύλη του στο Διαδίκτυο. Μπορείτε ωστόσο να πάρετε μια γεύση από ένα άλλο άρθρο που δημοσιευσε ο Η.Κ. στο διαδικτυακό ψηφιακό περιοδικό Fractal, που μετράει ήδη τέσσερα τεύχη. Το άρθρο του Fractal δεν είναι ίδιο με το άρθρο των Θεμάτων Παιδείας, είναι περιληπτικό, σαφώς μικρότερο σε έκταση, περιέχει όμως και νέα στοιχεία που δεν τα έχει το έντυπο άρθρο. Εγώ θα αναφερθώ και στα δύο κείμενα.

Το άρθρο του Κακαβάνη είναι βασισμένο σε υλικό που προέρχεται από το Αρχείο Βάρναλη, από το οποίο προκύπτει ότι πολλά παιδικά ποιήματα του Βάρναλη δημοσιεύτηκαν σε βιβλίο (“Ο κορυδαλλός”, 1937) με την υπογραφή του συγγραφέα Νώντα Έλατου. Πρόκειται για θεμα ασυνήθιστο και φυσικά πολύ ενδιαφέρον, επειδή όχι μόνο ο Βάρναλης είναι από τους κορυφαίους ποιητές μας, αλλά και ο Έλατος (ψευδώνυμο του Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ, 1871-1951), εκπαιδευτικός, χάραξε τη δική του αξιόλογη πορεία στην παιδική λογοτεχνία, συνεργάστηκε με πολλούς μεγάλους λογοτέχνες (Βουτυρά, Καρκαβίτσα) σε συγγραφή αναγνωστικών για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και βιβλία του κυκλοφορούν ακόμα, παρά το ότι η παιδική λογοτεχνία έχει μεταμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες.

Ακριβέστερα, από τα 76 ποιήματα του βιβλίου, τα 39 είναι του Βάρναλη ενώ τα υπόλοιπα είναι είτε διασκευές ξένων τραγουδιών είτε ποιήματα του Έλατου. Όμως, κατόπιν κοινής συμφωνίας, συγγραφέας της συλλογής φέρεται μόνο ο Έλατος.

Έχοντας μελετήσει το αρχειακό υλικό, ο Κακαβάνης υποστηρίζει ότι ο Βάρναλης “Έγραψε τα ποιήματα κατά παραγγελία και επ’ αμοιβή! Τα πούλησε στον Νώντα Έλατο.” Στο άρθρο του στο Fractal, ο Η.Κ. παραθέτει προηγούμενες περιπτώσεις αγοραπωλησίας ποιημάτων και συγγραφής κατά παραγγελία, που όμως δεν έχουν μεγάλη σχέση με την περίπτωση Βάρναλη -όπως και ο ίδιος αναγνωρίζει.

Τυχαίνει να έχω κοιτάξει κι εγώ το ίδιο αρχειακό υλικό, αλλά έχω καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα: κατά τη γνώμη μου, ούτε πώληση ποιημάτων συνέβη, ούτε συγγραφή κατά παραγγελία, αλλά συνεργασία δύο ποιητών, παλιών συναδέλφων και ομοτέχνων, που όμως ήταν κατ’ ανάγκη ετεροβαρής αφού ο ένας από τους δύο, ο πιο ταλαντούχος, έχοντας μπει στη μαύρη λίστα της δικτατορίας του Μεταξά, δεν είχε δικαίωμα να δημοσιεύει τίποτε στο όνομά του.

Αυτό το πολύ ενδιαφέρον εύρημα, φοβάμαι ότι ο Η.Κ., παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό του ερευνητή, το παρερμήνευσε. Ο ίδιος άλλωστε ενθουσιασμός τον κάνει να βλέπει ανακαλύψεις και ανατροπές εκεί που δεν υπάρχουν. Εξηγούμαι. Το άρθρο στο Fractal ξεκινάει: Η μελέτη και έρευνα στο έργο του ποιητή Κώστα Βάρναλη κρύβει εκπλήξεις , που ανατρέπουν τη μέχρι τώρα γνώση μας για το εύρος του έργου και τη χρονολόγησή του. Για παράδειγμα, τα «Δώδεκα διαλεχτά παραμύθια» και η διασκευή του «Δον Κιχώτη», που τα τοποθετούσαμε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, πρωτοκυκλοφόρησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ποια όμως είναι η έκπληξη εδώ; Η πρώτη έκδοση των Δώδεκα διαλεχτών παραμυθιών υπάρχει στον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ακόμα και ονλάιν, άρα δεν στοιχειοθετείται κάποια “ανατροπή” των γνώσεών μας.

Και αμέσως μετά: Η έρευνα απρόσμενα έφερε στο φως και ένα θησαυρό από τριάντα εννιά παιδικά ποιήματα, που έγραψε – κατά παραγγελία- το 1936 ο Κώστας Βάρναλης και δημοσιεύτηκαν στις αρχές του 1937 με την υπογραφή του Νώντα Έλατου. Πέρα από το ότι τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο τέλος και όχι στις αρχές του 1937, δεν χρειάζεται μεγάλη έρευνα για κάτι που είναι ήδη δημοσιευμένο.

Θέλω να πω ότι στην περιοδική έκδοση The New Griffon της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, στο τεύχος 11 (2010), που είναι ολόκληρο αφιερωμένο στο αρχείο Βάρναλη, υπάρχει λεπτομερής (πιάνει σχεδόν 130 σελίδες) κατάλογος του αρχείου από την κ. Θεανώ Μιχαηλίδου, όπου σημειώνεται ότι ποιήματα του Βάρναλη “συμπεριλήφθηκαν μαζί με ποιήματα του Νώντα Έλατου … στην ποιητική συλλογή για παιδιά Ο Κορυδαλλός (1937) … Κατόπιν κοινής συμφωνίας, ως συγγραφέας της συλλογής φέρεται μόνον ο Ν.Ε.” Άλλωστε, αυτή ακριβώς η διατύπωση επαναλαμβάνεται στο Χρονολόγιο Βάρναλη που υπάρχει στο βιβλίο του Κακαβάνη αλλά και στο δικό μου βιβλίο (Γράμματα από το Παρίσι). Δηλαδή, τα ποιήματα δεν ήταν κρυμμένα και άγνωστα, είχαν καταγραφεί και περίμεναν τον ερευνητή που θα τα αξιοποιήσει.

Πριν προχωρήσω, να επισημάνω μια σοβαρή παράλειψη, ότι στο άρθρο του Fractal δεν υπάρχει καμιά αναφορά στη δουλειά της Θ. Μιχαηλίδου, που εκείνη πρώτη εντόπισε τη συνεργασία Έλατου και Βάρναλη, ενώ και στο άρθρο των Θεμάτων Παιδείας, η αναφορά στο όνομά της είναι γενικόλογη, χωρίς να αναγνωρίζεται ρητά η καθοριστική συμβολή της προηγούμενης ερευνήτριας. Ασφαλώς αυτό πρέπει να διορθωθεί γιατί είναι σοβαρό δεοντολογικό φάλτσο.

Πάμε τώρα στην ουσία της διαφωνίας μου με την ερμηνεία του Η.Κ. Στοιχειοθετείται “πώληση των ποιημάτων” και “συγγραφή επί παραγγελία”; Το σωστό θα ήταν να παρατεθούν εδώ όλες οι επιστολές του Έλατου (διότι αυτές έχουμε μόνο στο αρχείο Βάρναλη, οι αντίστοιχες του Βάρναλη, αν έχουν σωθεί, θα βρίσκονται στο αρχείο του Έλατου, που δεν ξέρω αν και πού υπάρχει) για να κρίνετε και εσείς, αλλά αυτό είναι τεχνικά πολύ δύσκολο. Πάντως, όπως το βλέπω εγώ, έχουμε μια διαπραγμάτευση ανάμεσα σε δυο ομότεχνους:

Από τη μια, ο Βάρναλης δεν μπορεί να εκδώσει τίποτα με το όνομά του. Η δικτατορία Μεταξά δεν έχει απαγορέψει μόνο τα κομμουνιστικά έργα αλλά και οτιδήποτε μπορεί να παραπέμψει σε κομμουνισμό και (κατά πληροφορία του ιστορικού Γ. Πετρόπουλου, που δεν υπάρχει στα άρθρα που συζητάμε) έχει υποχρεώσει εκδότες και βιβλιοπώλες να παραδώσουν στις αρχές όλα τα σχετικά βιβλία. Άρα, δεν έχει έσοδα ούτε από την κυκλοφορία των βιβλίων του, ενώ στην Πρωία γράφει ευκαιριακά. Ο βασικός πόρος της οικογένειάς του είναι ο μισθός της γυναίκας του, της Δώρας Μοάτσου (ήταν καθηγήτρια Γαλλικών) που και αυτή η θέση είναι επισφαλής μέσα στη δικτατορία.

Από την άλλη, ο Έλατος, που ξέρει και εκτιμά τον Βάρναλη και το ανέκδοτο υλικό του, συλλαμβάνει την ιδέα της κοινής έκδοσης. Ο Έλατος δεν είναι χαρακτηρισμένος από το καθεστώς, ξέρει πρόσωπα και πράγματα στην πιάτσα της συγγραφής σχολικών βιβλίων, ξέρει τι πρέπει να περιλαμβάνει μια παιδική ποιητική συλλογή για να βραβευτεί ή να διαλεχτούν κομμάτια της για τα αναγνωστικά: κάνει αυτή τη δουλειά επί δεκαετίες. Δικαιολογημένα, τρέφει μεγάλες ελπίδες για τη βράβευση της συλλογής.

Στη διαπραγμάτευση, ο Βάρναλης θέλει αφενός να εισπράξει αμέσως μια προκαταβολή που θα του επιτρέψει να αντεπεξέλθει στις βιοτικές του ανάγκες και αφετέρου να κατοχυρώσει την πλήρη κυριότητα πάνω στο έργο του και τα πνευματικά του δικαιώματα. Και καθώς δεν μπορεί να υπογράψει συμφωνία με εκδότη, μόνο σε ιδιωτική βάση με τον Έλατο μπορεί να διασφαλίσει τα δικαιώματά του. Παρά τη δεινή οικονομικά θέση του, είναι σκληρός διαπραγματευτής -στα γράμματά του ο Έλατος συχνά παραπονιέται γι’ αυτό.

Ο Έλατος, από την πλευρά του, δεν αρνείται να αποδώσει στον Βάρναλη το μερίδιό του, αλλά κρίνει τις απαιτήσεις του Βάρναλη για προκαταβολή υπερβολικές, και του το γράφει: Αγαπητέ Κώστα. Άλλο πεντακοσιάρικο (σικ) δεν υπάρχει και μη χάνεις τα λόγια σου και τον καιρό. Αυτή η κάπως απότομη φράση φαίνεται πως ενόχλησε τον Βάρναλη, αφού ο Έλατος σε επόμενη επιστολή σπεύδει να διευκρινίσει: Το να απαντώ και να λέω “δεν υπάρχει” ούτε αφεντοσύνη ούτε απειλή μπορεί να θεωρηθεί. Στην πρώτη φάση της έκδοσης (διότι στη συνέχεια τα πράγματα φαίνεται να άλλαξαν, αφού ενεπλάκη εκδοτικός οίκος) ο Έλατος φαίνεται να έχει μονομερώς κάνει κάποια έξοδα για το βιβλίο και έχει επιπλέον πληρώσει στον Βάρναλη προκαταβολή έναντι των μελλοντικών κερδών. Δεν είναι άλλωστε πλούσιος: το πεντακοσάρικο της προκαταβολής το είχε για να αγοράσει βιβλία του παιδιού του, ενώ αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να εκδώσει το βιβλίο με δανεικά.

Ο Έλατος κατά πάσα πιθανότητα έχει τον εξής φόβο: είναι μεν εξασφαλισμένος όσο υπάρχει η δικτατορία, αφού ο Βάρναλης δεν μπορεί να εκδώσει με το όνομά του, αλλά σε ενδεχόμενη αλλαγή της κατάστασης, δεδομένου ότι ο Βάρναλης δεν δεσμεύεται με κανένα συμβόλαιο για την συγκεκριμένη έκδοση, θα μπορεί να πάρει τα 39 ποιήματά του και να πάει να τα εκδώσει αλλού με το όνομά του, οπότε ο Κορυδαλλός χαντακώνεται, ή να συνεργαστεί με άλλους συγγραφείς αναγνωστικών βιβλίων, ανταγωνιστές του. Γι’ αυτό και προσπαθεί να εξασφαλίσει ότι το βιβλίο που θα βγει με το δικό του όνομα θα κάνει τον κύκλο του, θα δώσει όσα κέρδη (ηθικά και υλικά) είναι να δώσει και μετά ο Βάρναλης μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με τα δικά του ποιήματα. Κι έτσι ζητάει τον εξής όρο: “Όσο είμαι στη ζωή δεν έχετε δικαίωμα να χαρίζετε απ’ αυτή τη συλλογή σε άλλους να μπαίνουν σε αναγνωστικά βιβλία”. Σε άλλο γράμμα ζητάει να διατηρηθεί η πρόνοια αυτή για μια πενταετία. (“Εγώ τα πλέρωσα να τα εμφανίσω πρώτος κι έχω δικαίωμα πέντε χρόνια. Μετά έχετε δικαίωμα να κάνετε ό,τι θέλετε”.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Έλατος σε καμια φάση της διαπραγμάτευσης δεν αρνείται στον Βάρναλη πνευματικά δικαιώματα και άλλες απολαβές, αλλά θέλει να διασφαλίσει ότι η συλλογή θα κυκλοφορεί ενιαία και ότι τα ποιήματά της δεν θα δοθούν αλλού. Σε επιστολή στις 17.11.1937, γραμμένη επίτηδες στην καθαρεύουσα των ιδιωτικών συμφωνητικών, το λέει καθαρά: “Τα καθαρά κέρδη θα διανέμονται εξ ίσου μεταξύ των δύο μας. … Παν χρηματικόν βραβείον απονεμηθησόμενον τυχόν εκ των άνω ποιητικών συλλογών … ανήκει καθ’ ολοκληρίαν εις υμάς. Εάν το κράτος βραβεύσει ή αγοράσει την συλλογήν, τότε το βραβείον ή αντίτιμον της αγοράς ανήκει εξ ίσου εις αμφοτέρους ημάς”. Νομίζω ότι και μόνο αυτές οι φράσεις αρκούν για να καταδείξουν ότι δεν υπάρχει “πώληση” αλλά “συνεργασία” και ότι το ποσό που ο Έλατος έχει προκαταβάλει στον Βάρναλη (το “πεντακοσιάρικο”) δεν είναι αντίτιμο πώλησης, αλλά προκαταβολή.

Τελικά, ο Βάρναλης εμφανίζεται ανυποχώρητος και στο ζήτημα του να διατηρήσει την ελευθερία της χρήσης των ποιημάτων του (πιθανώς από θέση αρχής, αφού πρακτικά δεν έχει δυνατότητα να εκδώσει με το όνομά του) κι έτσι ο Έλατος υποχωρεί και σ’ αυτό. Σε επιστολή στις 5.2.1938, ο Έλατος, αφού απαριθμήσει ένα προς ένα τα ποιήματα που ανήκουν στον Βάρναλη, διευκρινίζει: “Των ως άνω ποιημάτων σας δύνασθε να κάμνετε χρήσιν όπως και όταν θέλετε είτε εις σύνταξιν σχολικών βιβλίων είτε εις έκδοσιν ιδίας σας ποιητικής συλλογής”.

Δεν αποκλείεται η επίτευξη συμφωνίας να διευκολύνθηκε από την παρέμβαση του εκδοτικού οίκου Εστία, αν κρίνουμε από αχρονολόγητο σημείωμα που υπάρχει στο αρχείο Βάρναλη (και που δεν το αναφέρει στο άρθρο του ο Κακαβάνης). Εκεί ο Έλατος γράφει: Αγαπητέ Κώστα, συμφωνότατοι. Μόλις τα παραδίνεις στον θαυμάσιο Μιχάλη θα σε πληρώνει. Μόλις τελειώσει η σειρά θα έχεις άλλη. Πλέρια λευτεριά. Μην κοιτάς τα παιγνίδια τα δικά μου. Δικός σου. Ν. Έλατος. Ο “θαυμάσιος” Μιχάλης είναι ο Μιχ. Σαρδέλης, στέλεχος της Εστίας. Εικάζω ότι με την παρέμβαση του εκδοτικού οίκου λύθηκε το πρόβλημα της προκαταβολής και των εξόδων που είχε κάνει ο Έλατος, και πλέον η έκδοση προχωράει απρόσκοπτα.

Άρα, έδειξα νομίζω πειστικά ότι δεν στοιχειοθετείται πώληση από μεριάς του Βάρναλη, ούτε στην αρχή, ούτε, κατά μείζονα λόγο, στο τέλος της διαπραγμάτευσης. (Εδώ που τα λέμε, και μόνο το γεγονός ότι υπογράφεται συμφωνητικό για τα δικαιώματα, αποκλείει τον χαρακτηρισμό ‘πώληση’, που συνεπάγεται παραίτηση από κάθε δικαίωμα!)

Αν υπάρχει μια ομοιότητα με άλλα περιστατικά, αυτό δεν είναι οι περιπτώσεις αγοραπωλησίας που αναφέρονται στο άρθρο, αλλά οι περιπτώσεις όπου ένας συγγραφέας εμφανίζεται ως “βιτρίνα” για άλλον που έχει μπει στον μαύρο πίνακα -θυμηθείτε την ταινία “Η βιτρίνα” με τον (και όχι “του”) Γούντι Άλεν για το Χόλιγουντ την εποχή του μακαρθισμού. Ή, για να μην πηγαίνουμε μακριά, επί χούντας ο Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής έγραφε ραδιοφωνικά ρομάντζα (Το σπίτι των ανέμων κτλ.) χρησιμοποιώντας φίλο του για βιτρίνα. Βέβαια, στην περίπτωση του Έλατου δεν είναι δίκαιο να τον ταυτίσουμε με αυτά τα περιστατικά, αφού είχε και δικό του αξιόλογο έργο, δεν ήταν αποκλειστικά “βιτρίνα” δηλαδή. Να σημειωθεί ακόμα ότι και το 1938, όταν παίχτηκε από το Εθνικό Θέατρο ένα έργο του Μολιέρου σε μετάφραση Βάρναλη, δεν αναφέρθηκε το όνομά του πουθενά, παρά μόνο τα αρχικά του, Β.

Περνάω τώρα στο δεύτερο ερώτημα, αν στοιχειοθετείται “συγγραφή επί παραγγελία”, δηλαδή αν ο Έλατος υπέδειξε στον Βάρναλη τι να γράψει. Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται σε κάποια σημεία των επιστολών όπου ο Έλατος ζητάει από τον Βάρναλη να στείλει “τη γιαγιά και το ποιμενικό” για να τυπωθούν μαζί με τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής.

Νομίζω ότι είναι άστοχη ερμηνεία. Ο Βάρναλης τα περισσότερα ποιήματα πρέπει να τα είχε ήδη έτοιμα όταν του έγινε η πρώτη κρούση από τον Έλατο. Ο Έλατος, παλιά καραβάνα των σχολικών βιβλίων, ξέρει ότι μια παιδική ποιητική συλλογή, για να είναι κατάλληλη για βράβευση και για άντληση υλικού από τους συγγραφείς αναγνωστικών, πρέπει να καλύπτει όλο το φάσμα της σχολικής ζωής και θεματολογίας. Όταν έβαλαν κάτω το υλικό που είχε έτοιμο ο καθένας, διαπίστωσαν ότι κάποια θέματα λείπουν, και προφανώς ο καθένας ανέλαβε να γράψει κάποια ποιήματα για να καλυφθούν τα κενά. Μάλιστα, στο αρχείο Βάρναλη υπάρχει ένα σημείωμα που ίσως δεν προσέχτηκε (το ανεβάζω εδώ), όπου ο Έλατος εκθέτει μια σειρά θέματα ποιημάτων και έχει σβήσει με διαγράμμιση τα περισσότερα, σημάδι ότι καλύφθηκαν: ένα θρησκευτικό – για τη μάνα – πατέρα – γιαγιά // του θερισμού – κανένα ποιμενικό // κι ένα πατριωτικό. Έμεινε μόνο η Γιαγιά και το Ποιμενικό, που τα είχε αναλάβει ο Βάρναλης και, ίσως επειδή μπήκαν στη μέση οι διαφωνίες των διαπραγματεύσεων, τελικά δεν τα έγραψε ποτέ. Αν βγαίνει κάποιο συμπέρασμα, είναι ότι ο Βάρναλης δεν έγραψε κατά παραγγελία! (Στο ίδιο σημείωμα βλέπουμε ότι ο Έλατος φιλοδοξούσε να συνεχιστεί η συνεργασία, αν το πρώτο εγχείρημα έβρισκε την προσδοκώμενη επιτυχία).

Να σημειωθεί ότι ο Έλατος μπορεί να μην ήταν ποιητής με το ανάστημα του Βάρναλη, αλλά ήξερε καλά τις προδιαγραφές των σχολικών ποιημάτων. Έτσι, σε ένα γράμμα προς τον Βάρναλη, που δεν παρατίθεται στο άρθρο, του λέει: Κάνε επιλογή να μείνουν είκοσι. … α. Να τα ξανακοιτάξεις, β. Να προσθέσεις, όπου πάει, ρεφρέν. Αλλά και για το βιβλίο έχει άποψη, και στον αντιπρόσωπο του εκδότη γράφει: “Το καλύτερο να’ναι δεμένα και ξακρισμένα, γιατί οι δάσκαλοι θέλουν να το ξεφυλλίζουν για να το αγοράζουν”. Έχει επίσης οξεία αίσθηση της αγοράς, και ξέρει ότι δεν πρέπει επουδενί να χαθεί η χριστουγεννιάτικη περίοδος, γι’ αυτό και στο σημείωμα που είδαμε λέει πως το βιβλίο πρέπει να βγει “ή τώρα ή ποτέ” (τελικά, πρόλαβε και βγήκε έγκαιρα).

Ένα θέμα προς έρευνα, που δεν προλαβαίνω να το κοιτάξω, θα ήταν αν τελικά τιμήθηκε με βραβείο η συλλογή “Ο Κορυδαλλός” και αν ποιήματά της εντάχθηκαν σε αναγνωστικά. Πάντως, πρέπει να έκανε καλή εντύπωση. Στο αρχείο Μαν. Τριανταφυλλίδη υπάρχει ένα σημείωμά του, στο χαρακτηρίζει “πολύ καλά” αρκετά ποιήματα της συλλογής, που την κρίνει κατάλληλη για παιδιά 7-10 χρονών.

Αλλά γράφω τόση ώρα για τα ποιήματα και ακόμα δεν παρουσίασα ούτε ένα! Να επανορθώσω λοιπόν. Παραθέτω εδώ το ποίημα (του Βάρναλη) που χάρισε στη συλλογή τον τίτλο της:

O Κορυδαλλός

Αυγήν αυγή
και μόλις βγει
στον ουρανό
το γαλανό
απ’ το βουνό του ήλιου ο δαυλός
από κοντά
τον χαιρετά
με λαγαρή
φωνή αργυρή
ο ψάλτης ο κορυδαλλός

Έτσι κι εσύ
νιότη χρυσή,
όλη χαρά
με τα φτερά
της φαντασιάς στα ουράνια πέτα.
με λαγαρή
φωνή αργυρή
σαν τον τρελό
κορυδαλλό
τον Ήλιο, τη Ζωή χαιρέτα.

Όπως βλέπετε, το ποίημα έχει την υπογραφή του Βάρναλη, διότι δεν το πήρα από τη συλλογή, αλλά από το περιοδικό “Καλλιτεχνικά Νέα”, που έβγαινε επί Κατοχής από λογοτέχνες προσκείμενους στο ΕΑΜ. Στο πρωτοχρονιάτικο τεύχος του 1944 υπήρχε κι ένα ένθετο, θα το λέγαμε σήμερα, με ύλη για παιδιά (“Ξεχωριστό φύλλο για το παιδί”). Εκεί ο Βάρναλης δημοσιεύει το ποίημα που είχε προηγουμένως κυκλοφορήσει με το όνομα του Έλατου, δηλώνοντας καθαρά ότι σε αυτόν ανήκει η πατρότητα. Πάντως, δεν ξέρω να έχει καταγραφεί άλλη δημοσίευση των ποιημάτων της συλλογής αυτής από τον Βάρναλη.

Σαν συμπέρασμα, και επειδή στο άρθρο των Θεμάτων Παιδείας αναγγέλλεται ότι τα ποιήματα θα εκδοθούν σε βιβλίο, πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο (ή ίσως: επιβάλλεται) να ξανακοιταχτεί το θέμα της συνεργασίας Έλατου-Βάρναλη όχι σαν αγοραπωλησία (που με κανένα τρόπο δεν ήταν) αλλά σαν μια τροποποιημένη περίπτωση “βιτρίνας”.

Και κάτι τελευταίο. Το άρθρο στο περιοδικό Fractal τελειώνει με δύο εικόνες των οποίων ο σχολιασμός έχει λάθη που καλό είναι να διορθωθούν. Το ένα είναι στην εικόνα του αναγνωστικού “Το ραζακί [και όχι “ροζακί”] σταφύλι”, όπου υπάρχει η λεζάντα: Το εξώφυλλο του αναγνωστικού «Το Ροζακί σταφύλι» που έγραψε ο Καρκαβίτσας, μαζί με τον Νώντα Ελατο (Ε. Παπαμιχαήλ), την εποχή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Ε. Βενιζέλο το 1932. Αν δεν είναι κακή διατύπωση, είναι γκάφα: ο Καρκαβίτσας το 1932 είχε κλείσει δέκα χρόνια πεθαμένος. Το αναγνωστικό το έγραψαν (μαζί) το 1918, αν και χωρίς τίτλο. Τότε έγινε άλλωστε η (σημαντικότερη) εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου.

Το δεύτερο λάθος, πιο σοβαρό, είναι στο σχόλιο ότι Τα «Καλλιτεχνικά Νέα» ήταν εβδομαδιαίο θεατρικό, λογοτεχνικό, κινηματογραφικό, καλλιτεχνικό περιοδικό που κυκλοφόρησε αρχικώς παράνομα και μετά την απελευθέρωση νόμιμα (χρόνος έκδοσης 1943-1945). Διευθυντής ήταν ο Γ. Βασιλόπουλος και αρχισυντάκτης ο Κ. Μεραναίος.

Όχι όμως. Το περιοδικό κυκλοφόρησε εξαρχής νόμιμα, μέσα στην Κατοχή, όπως άλλωστε και δεκάδες άλλα λογοτεχνικά περιοδικά. Όποιος δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα, θα εκπλαγεί αν δει πόσο πολλά περιοδικά (κάποια βραχύβια, άλλα πολύ σημαντικά) έβγαιναν το 1943 και το 1944, μέσα στην Κατοχή -αλλά ενώ η ελπίδα αχνόφεγγε από την ανατολή. Η ειρωνεία είναι ότι λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση άρχισαν οι διώξεις των αριστερών και ο αριθμός των περιοδικών μειώθηκε. Ας πούμε, τα Καλλιτεχνικά Νέα έβγαλαν 36 φύλλα (νόμιμα, πάντοτε) επί κατοχής -και ένα μόνο φύλλο το 1945. Κι έτσι, το 1946 ή το 1948 πρέπει να έβγαιναν λιγότερα λογοτεχνικά και νεανικά περιοδικά απ’ ό,τι το 1943 -αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας