Εργατικός Αγώνας

«Μέρα Μαγιού»…

Μικρό αφιέρωμα του «Εργατικού Αγώνα» στο μήνα που είναι και θα είναι πάντα κόκκινος.

Της Δώρας Μόσχου.

Α. «Βαλπούργια νύχτα». Η γέννηση.

Ο 14ος αιώνας είναι ακόμα Μεσαίωνας – έστω και όψιμος. Ο Μάϊος στη λαϊκή συνείδηση, δεν είναι παρά ο μήνας της οργιαστικής βλάστησης, της αναγέννησης της φύσης. Για τον ελληνικό λαό, που παρετυμολογούσε το όνομά του και το συνέδεε με τα μάγια και τη μαγεία, ήταν ένας μήνας μαγικός. Μήνας μαγικός όμως ήταν και για τη δύση η νύχτα της 30ης Απριλίου προς την πρωτομαγιά, ήταν η «Βαλπούργια νύχτα», «νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια», η νύχτα που, για τη λαϊκή κουλτούρα και συνείδηση, γινόταν η μεγάλη σύναξη των μαγισσών… «Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα» και η ανθρωπότητα, κατά τον όψιμο μεσαίωνα, αδαής και θρησκόληπτη, δεν είχε άλλο τρόπο να δηλώσει την αντίθεση και τη δυσφορία της απέναντι στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, παρά την καταφυγή της στο υπερφυσικό και το δαιμονικό, πράγμα που ενοχλούσε κατάφωρα την παντοδύναμη εκκλησία ….

               Ωστόσο, ήδη στις πόλεις της βόρειας Ιταλίας αναπτύσσονται φύτρα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Αντίστοιχα, αναπτύσσεται και ένα κοινωνικό στρώμα που αποτελεί πρόδρομο της εργατικής τάξης. Τα κοινά στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτούς που το συγκροτούν είναι δύο: η προσωπική ελευθερία (με την έννοια της μη εξάρτησης από τη γη, κάτι που συμβαίνει στην κλασική δουλοπαροικία) και η απόλυτη έλλειψη μέσων παραγωγής που τους ωθεί στο να μισθώνουν την εργατική τους δύναμη. Άλλοι από αυτούς, προέρχονται από την αποσύνθεση των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής στην ύπαιθρο∙ άλλοι, αντίθετα, από τη διάλυση των παλιών συντεχνιών των πόλεων και την προοδευτική αντικατάστασή τους από τις μανιφακτούρες.

                Οι άνθρωποι αυτοί απασχολούνται στη μεταποίηση – ειδικά την υφαντουργία – το εμπόριο, τα ορυχεία, τα ναυπηγεία, τις υπηρεσίες. Οι συνθήκες ζωής τους είναι άθλιες: αν – πράγμα γενικά σπάνιο – δεν υπήρχε επιδημία ή λιμός, ο φτωχότερος πληθυσμός των πόλεων ξόδευε γύρω στο 60 με 80% των εισοδημάτων του για διατροφή, χωρίς ωστόσο η τροφή του να είναι ούτε πλούσια ούτε καν επαρκής και θρεπτική. Ελάχιστα από τα έσοδα αρκούσαν για την ένδυση. Μετά από κάθε επιδημία, βασική μέριμνα των γιατρών των νοσοκομείων ήταν να αποδοθούν τα ρούχα των νεκρών στους νόμιμους κληρονόμους για να μην κλαπούν από ανθρώπους που περίμεναν τους ασθενείς να πεθάνουν γι` αυτόν ακριβώς το λόγο

Στις άθλιες συνθήκες ζωής θα πρέπει να προσθέσουμε και τις νομικού και αστυνομικού χαρακτήρα δεσμεύσεις που καταδυνάστευαν τη ζωή των μισθωτών, ώστε να τους προσδέσουν στο επάγγελμά τους. Για παράδειγμα, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας απαγόρευε με νόμο στους εργάτες των ναυπηγείων να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους και την πόλη τους.

Προερχόμενο από δύο διαφορετικές ταξικές πηγές, ακόμα ολιγάριθμο ώστε να χαρακτηρίσει το σύστημα (μόλις το 18ο αιώνα ανάγεται περίπου στο 25 με 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, κοινωνιών ακόμα έντονα αγροτικών και φεουδαρχικών) το στρώμα αυτό, από το οποίο σχηματίστηκε το προλεταριάτο, δεν έχει ακόμα καμιά ξεκάθαρη συνείδηση της ταξικής του θέσης (που και η ίδια εξ άλλου δεν είναι ξεκάθαρη), παρά μόνο μια έντονα επώδυνη συναίσθηση της δυστυχίας του. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι πρώτες εξεγέρσεις μισθωτών εργατών έγιναν πολύ πρώιμα, το 14ο μόλις αιώνα, και μάλιστα σε μια ευημερούσα πόλη, στη Φλωρεντία.

Το 1343 έγινε το πρώτο ίσως εργατικό συλλαλητήριο της ιστορίας: οι ξάντες μαλλιού (τσόμπι) της Φλωρεντίας απαίτησαν την κατάργηση των φόρων και ζήτησαν το «θάνατο των καλοθρεμμένων αστών», εννοώντας τους εμπόρους και τους τραπεζίτες. Το 1345 ο ξάντης Τσούτο Μπραντίνι ιδρύει μια οργάνωση ξαντών και βαφέων. Λίγο αργότερα, συλλαμβάνεται και εκτελείται.

Οι επόμενες σημαντικές εξεγέρσεις έγιναν τριάντα χρόνια αργότερα, το 1371, στην Περούτζα και στη Σιένα. Για μια ακόμη φορά πρωτοστάτησαν οι ξάντες. Μάλιστα στη Σιένα οι ξάντες κατόρθωσαν, μετά την πολιορκία της έδρας της «Σινιορία[1]» να σχηματίσουν κυβέρνηση που χαρακτηρίστηκε ως κυβέρνηση του «λιπόσαρκου λαού», δηλαδή των μισθωτών εργατών, στην οποία συμμετείχαν και αρκετοί μικροί βιοτέχνες. Η εξέγερση συνετρίβη από τα στρατεύματα των αστών, που δέχτηκαν και ισχυρή φεουδαρχική βοήθεια, ενώ οι μικροί βιοτέχνες την εγκατέλειψαν πολύ σύντομα.

Η σημαντικότερη από τις πρώιμες αυτές εξεγέρσεις των μισθωτών εργατών έγινε στη Φλωρεντία, το 1378 και είναι, και αυτή, γνωστή, ως η «εξέγερση των τσόμπι». Οι εξεγερμένοι κατόρθωσαν να συγκροτήσουν δική τους κυβέρνηση και να οργανωθούν σε δική τους συντεχνία. Το γεγονός όμως ότι τα εργαστήρια παρέμειναν στα χέρια των αστών, υπονόμευσε την εξέγερση: οι ιδιοκτήτες τους τα έκλεισαν, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί σοβαρή έλλειψη αγαθών στην πόλη. Αλλά και οι πολιτικές πρωτοβουλίες των μισθωτών ξαντών τρόμαξαν (όπως και στην προηγούμενη περίπτωση της Σιένα) τους μικροϊδιοκτήτες βιοτέχνες και εμπόρους, που αποχώρησαν από αυτήν την άτυπη «συμμαχία».

Τελικά, και αυτή η εξέγερση συνετρίβη, μετά από δύο μήνες επικράτησής της από συνασπισμένα μισθοφορικά και φεουδαρχικά στρατεύματα, ενώ οι ηγέτες της εκτελέστηκαν. Το πρόπλασμα της εργατικής τάξης όμως είχε ήδη αποκτήσει τις πρώτες του εμπειρίες στο δρόμο του αγώνα …

Β. «Όταν δέθηκε τ` ατσάλι»

Από εκείνα τα πρώιμα φανερώματα της εργατικής συνείδησης, πέρασαν πολλοί αιώνες και πολλές «βαλπούργιες νύχτες», μέχρι να συνειδητοποιήσει η εργατική τάξη τη δύναμή της και να αποφασίσει ότι «είναι δουλεύτρα και δεν έχει κανέναν ανάγκη». Ακόμα ολιγάριθμη και κάτω από ξένη σημαία, θα πάρει μέρος στα οδοφράγματα της Γαλλικής επανάστασης και θα διδαχτεί από την επαναστατική δημοκρατική δικτατορία των Γιακωβίνων. Μετά την ήττα τους, θα βρει έναν ηγέτη στο πρόσωπο του Γράκχου Μπαμπέφ, του επαναστάτη που έμεινε στην ιστορία ως «τελευταίος Γιακωβίνος και πρώτος κομμουνιστής». Θα στήσει νέα οδοφράγματα στα μεγάλα επαναστατικά κινήματα του 1830 – 1832 στη Γαλλία, ακόμα κάτω από τη σημαία της αστικής τάξης, και θα βοηθήσει ουσιαστικά να δοθεί το τελευταίο, οριστικό χτύπημα στη φεουδαρχία. Θα πυκνώσει αριθμητικά με τη Βιομηχανική Επανάσταση και, το κυριότερο, θα αποχτήσει συνείδηση, θα γίνει από «τάξη καθεαυτή», «τάξη για τον εαυτό της», με τη γέννηση της επαναστατικής κοσμοθεωρίας του μαρξισμού. Το 1848, οι Μαρξ και Ένγκελς εκδίδουν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο; η εργατική τάξη μαθαίνει όχι μόνο να συνδικαλίζεται, αλλά και να συγκροτεί Κόμμα και να διεκδικεί για τον εαυτό της «την πλάση ακράτη», όπως γράφει ο μεγάλος Κώστας Βάρναλης. Το 1871 – μήνα Μάϊο, να μην το ξεχνάμε – επιχειρεί την πρώτη έφοδο στον ουρανό με τη συγκρότηση της Παρισινής Κομμούνας. Παρά το δραματικό της τέλος – και τις εκατοντάδες των εκτελεσμένων κομμουνάρων στον τοίχο του νεκροταφείου Περ Λασαίζ – οι παρακαταθήκες της Κομμούνας θα αποτελέσουν το νέο πλούτο του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος∙ κι ακόμα, θα του χαρίσουν τον Ύμνο του, τη Διεθνή, γραμμένη από τον Ευγένιο Ποτιέ.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1886, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. ο μαγικός μήνας της λαϊκής κουλτούρας, θα δεθεί μια για πάντα με την εργατική τάξη και τους αγώνες της. Οι εργάτες του Σικάγου ξεχύνονται στους δρόμους, για να παλέψουν για το οχτάωρο: οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες ύπνο, σε μια εποχή όπου ακόμα και εξάχρονα παιδιά δούλευαν 16ωρα σε συνθήκες ακραίας εξαθλίωσης. Τη γενικευμένη σφαγή των εργατών κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων ακολουθεί η καταδίκη σε θάνατο δι` απαγχονισμού επτά συνδικαλιστών ηγετών, από τους οποίους εκτελέστηκαν οι τέσσερις. Τρία χρόνια αργότερα, στις 20 Ιουλίου του 1889, το ιδρυτικό συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς, αποφάσισε την καθιέρωση της 1ης του Μάη ως παγκόσμιας ημέρας των εργατών.

Πολύ νερό κύλησε από τότε στ` αυλάκι: το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα ωρίμασε, πέρασε μέσα από συμπληγάδες, από νίκες και από ήττες: είδε την οικοδόμηση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στην ιστορία της ανθρωπότητας, συνέτεινε τα μέγιστα στη συντριβή του ναζισμού και του φασισμού∙ εξασφάλισε, νικηφόρο πια, σε ένα σημαντικό κομμάτι του κόσμου, την ελευθερία από τις βασικές υλικές ανάγκες και πέτυχε σημαντική βελτίωση των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης και στον καπιταλιστικό κόσμο.. Γνώρισε την – πρόσκαιρη, πιστεύουμε – ήττα: άφησε πίσω του ανοιχτά ερωτήματα, το γιατί και το πώς. Σήμερα, στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, η εργατική τάξη αντιμετωπίζει με οξύτητα τα ίδια ακριβώς προβλήματα, τις ίδιες ανάγκες για την ικανοποίηση των οποίων βάφτηκε με αίμα το Σικάγο. Κι ακόμα, μένει ανοιχτό το ζήτημα του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου, του Κομμουνιστικού Κόμματος με τα λενινιστικά εκείνα χαρακτηριστικά που θα κάνουν τη δράση του μαζική και τελεσφόρα, για να μπορέσει να πάρει ξανά μπροστά ο τροχός της ιστορίας…

Γ. «Μ` αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια»…. (Ελληνικές Πρωτομαγιές).

Η Πρωτομαγιά στην Ελλάδα, όπου, για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, υπήρξε καθυστέρηση και στην ωρίμανση της εργατικής τάξης και στη συγκρότηση επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου, τιμήθηκε για πρώτη φορά το 1893, στο νεόχτιστο τότε Παναθηναϊκό Στάδιο, το Καλλιμάρμαρο, από τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο που είχε επικεφαλής έναν … αριστοκράτη, το Σταύρο Καλλέργη. Ο Σταύρος Καλλέργης, από τους τελευταίους απογόνους της παλαιότατης κρητικής οικογένειας των Καλλέργηδων, συγγενής με το συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη[2], από τους πρωτεργάτες της συνταγματικής επανάστασης του 1843, υπήρξε ένας από τους πρώτους σοσιαλιστές στην Ελλάδα. Οι σοσιαλιστικές του απόψεις βέβαια δεν είχαν και πολύ μεγάλη σχέση με το μαρξισμό∙ ο Καλλέργης ανήκε περισσότερο στην παράδοση των ουτοπιστών σοσιαλιστών. Ωστόσο, η ιδεολογική του ανεπάρκεια δεν μειώνει σε καμιά περίπτωση την αξία του εγχειρήματος του, σε μια Ελλάδα όπου κυριαρχούσε ασφυκτικά στο πεδίο της ιδεολογίας το «Δόγμα του Αλυτρωτισμού», η «Μεγάλη Ιδέα» και που δεν άφηνε χώρο να αναπτυχθούν στη συνείδηση ακόμα και των υπάλληλων τάξεων, αιτήματα που να σχετίζονται με την ικανοποίηση των υλικών τους αναγκών. Η άρχουσα τάξη το κατάλαβε καλά αυτό και επεφύλαξε συλλήψεις και διώξεις για το νεαρό, τότε, φοιτητή του Πολυτεχνείου. Ωστόσο, την επόμενη χρονιά (1894) το εγχείρημα επαναλήφθηκε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός αυτή τη φορά με συμμετοχή της οργάνωσης ενός άλλου πρωτοπόρου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα, του Ιθακήσιου Πλάτωνα Δρακούλη. Χρειάστηκαν όμως 24 χρόνια ακόμη για να ωριμάσει και στη χώρα μας το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα: καρπός αυτής της ωρίμανσης, υπήρξε, το Νοέμβρη του 1918, η ίδρυση του ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ), αλλά και της ΓΣΕΕ.

Δ. «Μέρες του `36». Η τραγωδία και ο Επιτάφιος Θρήνος

Ένας από τους ηρωικότερους και τραγικότερους Μάϊους της νεότερης ελληνικής ιστορίας, είναι, χωρίς άλλο, ο Μάης του `36: ήταν τις μέρες που ακολούθησαν την Πρωτομαγιά, με κυβέρνηση Μεταξά, λίγους μήνες πριν καταλύσει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, όταν οι μεγάλες εργατικές διαδηλώσεις που συγκλόνισαν τη χώρα (ειδικά τη Θεσσαλονίκη) χτυπήθηκαν άγρια από το στρατό και τη χωροφυλακή και πνίγηκαν σ` ένα λουτρό αίματος. Αυτό το συγκλονιστικό γεγονός, μια από τις κορυφαίες στιγμές της πάλης της εργατικής τάξης της χώρας μας, με εξαιρετικά επώδυνο τρόπο, βοήθησε να γεννηθεί μια νέα κατάσταση πραγμάτων στο χώρο του πολιτισμού: ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε τη συγκλονιστική φωτογραφία του δολοφονημένου από τις δυνάμεις καταστολής αυτοκινητιστή Τάσου Τούση, που οι σύντροφοί του μεταφέρανε στη μάνα του, πάνω σε μια πόρτα ξηλωμένη από γειτονικό κτίριο. Ο θρήνος της μάνας πάνω από το νεκρό αγωνιστή γιο, μια πραγματική ταξική Πιετά, συγκλόνισε το νεαρό ποιητή Γιάννη Ρίτσο – γεννημένο την Πρωτομαγιά (!) του 1909∙ τον ίδιο αυτό ποιητή που όταν έκανε την παρθενική του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα, ο γηραιός Παλαμάς δήλωσε γι` αυτόν: «Να παραμερίσουμε, ποιητή, για να περάσεις». Ο Ρίτσος κλείστηκε τρεις μέρες στο δωμάτιό του, έκανε αιμόπτυση – έπασχε ήδη από φυματίωση – και γέννησε ένα αριστούργημα: τον «Επιτάφιο». Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα ποιήματα που έχουν γραφτεί στην ελληνική γλώσσα: με λαγαρούς δεκαπεντασύλλαβους, που έλκουν την καταγωγή από τον Κορνάρο, το Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι, με απίστευτα δυνατές λογοτεχνικές εικόνες που παραπέμπουν στα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής, ο Ρίτσος περιγράφει την πορεία των συναισθημάτων και της συνείδησης της Γυναίκας, της Μάνας, από το θρήνο για την αμετάκλητη απώλεια του αγαπημένου, στο θυμό, την οργή, την ταξική και πολιτική συνειδητοποίηση. Η Μάνα, στο τέλος του ποιήματος, θα πάρει τη θέση του νεκρού γιου, στις γραμμές του αγώνα, ανάμεσα στους συντρόφους του.

Η αριστουργηματική αυτή ποιητική σύνθεση, λίγους μήνες μετά, όταν ο Μεταξάς έχει ήδη κηρύξει τη δικτατορία του, είναι ένα από τα πρώτα βιβλία που το καθεστώς θα ρίξει στη δημόσια πυρά. Και, πολύ αργότερα, η μελοποίηση εκτεταμένων αποσπασμάτων του έργου από το Μίκη Θεοδωράκη, πατώντας πάνω στους δρόμους του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων, του ρεμπέτικου, γέννησε το μοναδικό ίσως στον κόσμο πολιτισμικό φαινόμενο του λεγόμενου «έντεχνου λαϊκού τραγουδιού»∙ ένα πολιτισμικό φαινόμενο στενά δεμένο με το λαϊκό κίνημα, που έμαθε στο λαό μας να τραγουδάει τη ζωή και τους αγώνες του, μέσα από τα λόγια των μεγάλων του ποιητών.

«Όχι εσύ, Ναπολέων …» (Οι «200»)

                Ένα από τα συγκλονιστικότερα ιστορικά δράματα που έχουν παιχτεί πάνω σ` αυτή τη γη, την «αιεί οικουμένη», είναι το δίχως άλλο, η εκτέλεση των 200 κομμουνιστών. την Πρωτομαγιά του 1944, στο «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς», στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά: μετά από ενέδρα του ΕΛΑΣ στους Μολάους της Λακωνίας και το θάνατο ενός γερμανού ανώτατου αξιωματικού, η γερμανική κατοχική διοίκηση αποφασίζει αντίποινα: τον τυφεκισμό όλων των ανδρών που θα συναντούσαν τα στρατεύματα κατοχής στο δρόμο που [3]συνδέει τους Μολάους με τη Σπάρτη και την εκτέλεση 200 κομμουνιστών, έγκλειστων στις φυλακές Χαϊδαρίου. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, ήταν παλιοί ακροναυπλιώτες κρατούμενοι ήδη από τη δικτατορία Μεταξά, που η άρχουσα τάξη και οι μηχανισμοί της μετά την προδοσία που διέπραξαν τον Απρίλη του `41, παρέδωσαν με πρωτόκολλο στους γερμανούς κατακτητές. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει η ευγενική μορφή του μικρασιάτη στην καταγωγή, μεγαλωμένου στην Κρήτη, Ναπολέοντα Σουκατζίδη: του ανθρώπου που, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, του προσφέρθηκε η δυνατότητα να ζήσει, με τον όρο να πάρει άλλος κρατούμενος τη θέση του κι εκείνος αρνήθηκε και βάδισε οικειοθελώς στο θάνατο.

                Οι «200» πέρασαν το τελευταίο τους βράδυ στο Χαϊδάρι, με χορούς και τραγούδια. Βάδισαν στο θάνατο με τον Εθνικό Ύμνο στα χείλη και την πίστη στην αντιφασιστική νίκη και στην καλύτερη κοινωνία στην ψυχή. Τους έστηναν στον τοίχο ανά εικοσάδες και οι επόμενοι έθαβαν τους προηγούμενους. Όταν τους φόρτωσαν στα καμιόνια – τα απορριματοφόρα του Δήμου (!) για να τους μεταφέρουν στο Γ` Νεκροταφείο, η οδός Φιλολάου, που ενώνει την Καισαριανή με το Παγκράτι, έγινε ποτάμι από το αίμα! «Έφυγαν» όρθιοι και περήφανοι, αποδεικνύοντας με τη στάση και τη θυσία τους, τί σημαίνει να αναδεικνύεται η εργατική τάξη σε ηγέτιδα τάξη του έθνους. Πέρασαν στην αθανασία που μόνο η λαϊκή μνήμη μπορεί να εξασφαλίσει, δηλώνοντας με το θάνατό τους τα ποιοτικά ανώτερα χαρακτηριστικά του πατριωτισμού των κομμουνιστών. Και όσο η πατρίδα μας, μέσα στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος παραμένει εξαρτημένη – ειδικά σήμερα, που η εξάρτηση έχει βαθύνει∙ όσο η εργατική τάξη, το συλλογικό ιστορικό υποκείμενο που επέλεξε να υπηρετήσει με τη ζωή, τη δράση και το θάνατό του ο Ναπολέων Σουκατζίδης παραμένει τάξη υπάλληλη∙ όσο, μ` ένα λόγο, και η εθνική και η κοινωνική ελευθερία υπονομεύονται και ακυρώνονται από την άρχουσα τάξη και τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στον τόπο μας, αλλά και σ` όλες τις χώρες του κόσμου∙ η ιδεολογία, η θεωρία και η πράξη που γεννάνε Σουκατζίδηδες, δηλαδή ο σοσιαλισμός και η αναγκαιότητά του. παραμένουν οι «Μεγάλες Ουσίες» των καιρών, απαντάνε στα μεγάλα αιτήματα των καιρών, γεννάνε τα μελλοντικά μεγάλα κινήματα των καιρών

Ε. «Ο Μάης είναι ένας μήνας σκληρός».[4]

                Μπορεί η Πρωτομαγιά να είναι μια εμβληματική μέρα, αλλά δεν είναι μόνο αυτή η επέτειος που τιμάται το μήνα Μάη. Στις 30 Απριλίου του 1945, υψώθηκε η νικηφόρα Κόκκινη Σημαία στο Ράϊχσταγκ και εννιά μέρες μετά, συνθηκολόγησε ταπεινωμένη η χιτλερική Γερμανία. Στα καθ` ημάς: στις 22 Μαϊου του 1963, το φασιστικό παρακράτος, μακρύ και δόλιο χέρι του επίσημου κρατικού μηχανισμού, δολοφονεί στη Θεσσαλονίκη το «βαλκανιονίκη της ειρήνης», το Γρηγόρη Λαμπράκη. Στις 22 Μαίου του 2005, ο καπετάνιος, ο καπετάνιος μας, ο Χαρίλαος Φλωράκης, ταξίδεψε για το αγνάντι του Άη – Λια. Αλλά και σε άλλους αγώνες του λαού μας ήταν παρών ο Μάης: στις 21 Μαϊου του 1864, ο εθνικοαπελευθερωτικός και κοινωνικοταξικός αγώνας των επτανησίων φτάνει σε αίσιο τέλος, αφού τα νησιά ενώνονται με την Ελλάδα. Και εκεί, στην τελετή παράδοσης των νησιών από την αγγλική «προστασία» θα ακουστεί για πρώτη φορά μελοποιημένος ο Ύμνος που, 80 χρόνια αργότερα, θα συνοδέψει τους «200» στο θάνατο – και στην αθανασία …

                Αλλά και το Μάη του `41, οι κρητικοί θα ξεθάψουν τα προγονικά ντουφέκια για να υπερασπιστούν από τους φασίστες εισβολείς την Κρήτη, που η μεταξική δικτατορία είχε αφήσει άοπλη και ανοχύρωτη, η άρχουσα τάξη φρόντιζε άρον – άρον να την εγκαταλείψει και οι βρετανοί «σύμμαχοι» ενέτασσαν στους στρατηγικούς σχεδιασμούς τους όσο και όπως τους συνέφερε. Και με τα προγονικά ντουφέκια, ο λαός της Κρήτης ταπείνωσε τη μέχρι τότε ανίκητη γερμανική φασιστική πολεμική μηχανή, για να πληρώσει αργότερα ακριβό τίμημα, υφιστάμενος τα πρώτα ολοκαυτώματα επί ευρωπαϊκού εδάφους…

                Ναι, ο Μάης είναι ένας μήνας σκληρός. Η ιστορική συγκυρία όμως θέλησε να είναι και ένας μήνας κόκκινος. Αυτός ο μαγεμένος των όπου γης λαϊκών δοξασιών, είναι στ` αλήθεια ένας μαγικός μήνας: γιατί «Μέρα Μαγιού» δοξάστηκε και τιμάται η μοναδική και υπέρτατη μαγεία πάνω στη γη: τα χέρια και το μυαλό του εργαζόμενου ανθρώπου, που παράγει τον πλούτο του κόσμου και που, γι` αυτό το λόγο, μόνος αυτός, έχει δικαιώματα επάνω του…

 


[1] Σινιορία: η διοίκηση των ιταλικών ανεξάρτητων πόλεων – κρατών κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

[2] Και επίσης, ήταν πατέρας του σπουδαίου ηθοποιού Λυκούργου Καλλέργη που, για σημαντικό χρονικό διάστημα, θήτευσε στις γραμμές του ΚΚΕ.

[3] Εν τω μεταξύ, ομάδες ταγματασφαλητών, δολοφόνησαν άλλους 100 κομμουνιστές.

[4] Από το μυθιστόρημα του Β. Βασιλικού, «Ζ».

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας