Εργατικός Αγώνας

Η απουσία του Χαρίλαου γίνεται όλο και πιο έντονη

Στις 22 Μαΐου του 2005, περί τις 6 το απόγευμα ο Χαρίλαος Φλωράκης έφυγε από τη ζωή. Πέρασαν από τότε δέκα χρόνια κι όσο περνάει ο καιρός αντί να ξεχνιέται, η απουσία του γίνεται όλο πιο έντονη και πιο αισθητή. Σ’ όλη του τη ζωή ήταν ταυτισμένος με το εργατικό, το λαϊκό, το επαναστατικό – κομμουνιστικό κίνημα. Αφιέρωσε όλο του το είναι στην υπηρεσία των πιο ανθρώπινων ιδανικών καθοδηγούμενος από την πιο επιστημονική κοινωνική θεωρία που διανοήθηκε ποτέ ο νους των ανθρώπων, τον μαρξισμό- λενινισμό.

Μέσα από την αδιάκοπη επαναστατική του δράση ο Χαρίλαος Φλωράκης διαμόρφωσε μια ηγετική φυσιογνωμία που δύσκολα επαναλαμβάνεται. Πέρα από τα μεγάλα χαρίσματα που είχε, ως ηγέτης πλάστηκε μέσα στο ζωντανό κίνημα, μέσα στη δράση, έχοντας μια μοναδική σχέση με τις πλατιές λαϊκές μάζες. Αυτό πολλαπλασίασε τις χάρες με τις οποίες τον όπλισε η φύση. Ο Χαρίλαος δεν ήταν ηγέτης των γραφείων και δεν επιχείρησε ποτέ να γίνει τέτοιος. Ανάπνεε εκεί που βρισκόταν ο εργαζόμενος λαός.

Από το Δεκέμβρη του 1973 ως το καλοκαίρι του 1989 διετέλεσε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Αλλά δεν ήταν οι θέσεις που έκαναν ηγέτη τον Καπετάνιο. Εκείνος ήταν που έδινε αξία στις θέσεις. Γι’ αυτό και παρέμεινε ο φυσικός ηγέτης του ΚΚΕ ως το θάνατό του. Αν δεν ήταν τέτοιος, το ΚΚΕ δεν θα ορθοποδούσε μετά την πτώση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και την κρίση του κόμματος 1989- 1991 που παραλίγο να το διαλύσει. Όσοι έζησαν εκείνη την περίοδο τον θυμούνται να οργώνει μόνος του ολόκληρη την Ελλάδα, να κάνει περιοδείες, να μιλάει και με τον τελευταίο άνθρωπο που συναντούσε στο δρόμο του, να ξαναστήνει όρθιο το ΚΚΕ, να ταξιδεύει στο εξωτερικό για να αποκαταστήσει τις σχέσεις του κόμματος με το βαριά τραυματισμένο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Κανείς δεν είχε την απήχηση και το κύρος να φέρει σε πέρας εκείνη την αναγκαστική αποστολή. Ο καπετάν Γιώτης μπήκε μπροστά. Κι όπως συνέβαινε παλιά, βρήκε το δρόμο να βγει νικητής.

Αρωγοί του και συμπαραστάτες του η γενιά της αντίστασης και του ΔΣΕ, η γενιά των σκληρών μετεμφυλιακών αγώνων και της μεταπολίτευσης, οι παλιοί και οι νέοι κομμουνιστές που δεν σταμάτησαν να πιστεύουν στην υπόθεση του κομμουνισμού και σε ένα ΚΚΕ πραγματικό μαρξιστικό- λενινιστικό κόμμα νέου τύπου.

Τώρα που η κληρονομιά του Χαρίλαου και της γενιάς του βρίσκεται σε κίνδυνο, ο αγώνας γι’ αυτό το κόμμα θα είναι πολλαπλά πιο δύσκολος. Ο Κουκουές, όμως, μέσα από την στάχτη του ξαναγίνεται.

Τιμώντας τον Χαρίλαο Φλωράκη, στα δέκα χρόνια από το θάνατό του, ο ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ δίνει στη δημοσιότητα την αυτοβιογραφία του, όπως την έγραψε ο ίδιος το 1951, με αφορμή την ανακαταγραφή των μελών και των στελεχών του κόμματος. Πιστεύουμε πως οι αναγνώστες μας και κυρίως οι νέοι κομμουνιστές έχουν να διδαχτούν πολλά απ’ αυτό το ντοκουμέντο.

ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

 

Βιογραφική έκθεση του σ. Χαρίλαου Φλωράκη (Γιώτη)

Η οικογένειά μου αποτελείται από τη μάνα μου Στυλιανή, τα δυο αδέλφια μου Αλεξάνδρα και Λάμπρο και τις τρεις αδελφές μου Αθηνά, Σοφία και Αγγελική.

Ο πατέρας μου Γιάννης Φλωράκης πέθανε στην Αθήνα τον Μάρτη του 1943 από καλπάζουσα φυματίωση σε ηλικία 60 ετών. Ο πατέρας μου κατάγονταν από το Κλειστό της Ευρυτανίας, η μάνα μου από τη Ραχούλα της Καρδίτσας. Εμείς τα παιδιά γεννηθήκαμε άλλα στη Ραχούλα και άλλα στην Καρδίτσα. Μέχρι το 1933 μέναμε στην Καρδίτσα, από το 1933 φύγαμε οικογενειακά για την Αθήνα όπου η οικογένειά μου μέχρι σήμερα μένει.

Όσα χρόνια είμασταν στην Καρδίτσα ο πατέρας μου είχε ξυλεμπορικό κατάστημα δικό του μέχρι το 1930. Το 1930 κάηκε το μαγαζί που ήταν ανασφάλιστο, η ασφάλειά του είχε λήξει πριν 15 μέρες από την πυρκαγιά! Ύστερα από το ατύχημα αυτό πουλήσαμε το σπίτι μας και φύγαμε το 1933 για την Αθήνα, βασικά για να σπουδάσουν τα παιδιά. Στην Αθήνα όταν πήγαμε αρχίσαμε όλοι τη δουλειά. Ο μεγάλος ο Αλέξανδρος έπιασε δουλειά στην Εθνική Τράπεζα σαν εισπράκτορας, ο Λάμπρος που είχε τελειώσει δικηγόρος έδωσε εξετάσεις και έγινε πρωτοδίκης, εγώ διορίστηκα στο υπουργείο στρατιωτικών σαν έκτακτος υπάλληλος, η μάνα μου με την αδελφή μου δουλεύανε τις αγελάδες που φέραμε από την Καρδίτσα.

Ο πατέρας μου γύριζε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, αγόραζε καρυδιές και τις μεταπουλούσε. Γενικά δουλεύαμε όλοι στο σπίτι και έτσι ζούσαμε. Η οικογενειακή ζωή από άποψη σχέσεων ήτανε πάρα πολύ ομαλή και αγαπημένη. Ο πατέρας μου όσο καιρό ήτανε στην Καρδίτσα υποστήριζε πολιτικά ανάλογα με τους προσωπικούς του δεσμούς και φιλίες τους διάφορους υποψήφιους, πότε τον Ταλιαδούρο, πότε τον Κωτούζα ή πότε τον Κουκορίκο του αγροτικού κόμματος.

Όλη η οικογένειά μου από την Κατοχή ήταν δική μας. Ο πρώτος μου αδελφός ο Αλέξανδρος ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ της Εθνικής Τράπεζας όπου συνέχιζε να είναι μέλος και μετά τη Βάρκιζα (τον γνωρίζει ο σ. Λευτέρης Φράγγου, βρίσκεται στην Τασκέντ). Όπως πληροφορήθηκα τώρα από το σπίτι μου είναι βαριά άρρωστος από το 1947 από εγκεφαλική ληθαργίτιδα. Ο δεύτερος αδελφός μου, ο Λάμπρος, ήταν πρωτοδίκης στο πρωτοδικείο της Αθήνας, το 1942 τον έφερα σε επαφή με τον τότε καθοδηγητή μου σ. Γιάννη Ποτήρη ο οποίος αργότερα τον στρατολόγησε στο κόμμα. Δούλευσε στην κομμουνιστική οργάνωση των δικαστών της Αθήνας. Την άνοιξη του 1944 με εντολή της οργάνωσης βγήκε στο βουνό και δούλεψε σαν επίτροπος του Ακυρωτικού Δικαστηρίου της ΠΕΕΑ. Η στάση του μετά τη Βάρκιζα ήταν πολύ καλή. Σα μέλος του Κακουργιοδικείου Πειραιά ξεσκέπασε στο ακροατήριο τους ψευδομάρτυρες τής υπόθεσης ενός γιατρού, στέλεχος τού Πειραιά, που τον κατηγορούσαν για φόνο μιας κοπέλας το Δεκέμβρη. Αρνήθηκε στις πιέσεις και τους εκβιασμούς του υπουργού της Δικαιοσύνης να δηλώσει ασθένεια για ν’ αναβληθεί η δίκη. Την υπόθεση αυτή μπορεί να τη θυμάται ο σ. Μπαρτζιώτας γιατί είχε πει στην οργάνωση του Πειραιά να πάρουν μέτρα για την ασφάλειά του, γιατί τον απειλούσαν οι χίτες. Η απολογία του στον Άρειο Πάγο για τη συμμετοχή του στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα ήταν επαναστατική, την έγγραφη απολογία του την ενέκρινε η οργάνωση (ο σ. Σουκαράς που ήταν καθοδηγητής).

Για τη δράση του απολύθηκε από πρωτοδίκης, όπου εξακολουθεί και σήμερα να είναι απολυμένος, τον γνωρίζουν οι σ. Παρτσαλίδης, Σουκαράς.

Η αδελφή μου είναι δική μας, δεν είναι όμως οργανωμένη, έδωσε οικονομική ενίσχυση στην Αλληλεγγύη, ο άνδρας της είναι δεξιός μα τίμιος και ήσυχος Παρά το γεγονός ότι δεν είναι στο κίνημά μας, όσες φορές του λέγαμε να φιλοξενήσει παράνομους ή να δώσει ενίσχυση ήταν πρόθυμος (τον γνωρίζει ό σ. Σουκαράς).Τα αδέλφια του είναι, δικά μας. Ο ένας αδελφός στο ΔΣΕ. Η αδελφή μου Σοφία ήταν υπάλληλος στο Φιξ και μέλος του κόμματος στην οργάνωση του Φιξ. Μετά τη Βάρκιζα την απέλυσαν από τη δουλειά της για τη συμμετοχή της στο κίνημα (την γνωρίζει ο σ. Πορφύρης, βρίσκεται στην Τασκέντ).

Η αδελφή μου Αγγελική μέλος του κόμματος από τέλη του 1942 ήταν υπάλληλος του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ήταν γραμματέας της ΚΟΒ του Ειρηνοδικείου. Μετά τη Βάρκιζα απολύθηκε από την υπηρεσία της για τη συμμετοχή της στο κίνημα. Μετά δούλεψε στο μηχανισμό του Π.Γ. σαν δαχτυλογράφος (τη γνωρίζει ο σ. Πλουμπίδης, ο σ. Πολύδωρος) (…). Η μάνα μου 65 χρόνων είναι δική μας, δεν ήτανε οργανωμένη. Η οικογένειά μου διώχτηκε από την ασφάλεια για τη δράση μας.

Οι συγγενείς μου, μέχρι δεύτερο ξάδερφο, εκτός από έναν πρώτο εξάδελφο του πατέρα μου γιατρό, (Φουρνό της Ευρυτανίας) που είναι πολιτευτής του Λαϊκού Κόμματος είναι ή συμπαθούντες ή οργανωμένοι στο κίνημα.

Εγώ γεννήθηκα στο Παληοζογλώπι της Καρδίτσας στις 20 του Ιούλη του 1914. Μεγάλωσα στην Καρδίτσα, ανατράφηκα μέσα σε οικογενειακό περιβάλλον μικροαστικής οικογένειας με γνήσια ελληνικά έθιμα του χωριού και της πόλης. Η ζωή μας ήτανε οικονομικά άνετη. Η ζωή μου στα μαθητικά μου χρόνια ήταν ομαλή στο σχολειό και στο σπίτι. Για την μαθητική μου ζωή ξέρουν απ’ αυτούς που τώρα βρίσκονται στο Δ.Σ. ο Περ. Παπαδημητρίου (Ίταμος), Δήμος Κρανιάς.

Το σπίτι μας ήταν πάντα ανοιχτό και φιλόξενο, ιδιαίτερα την Τετάρτη που γινότανε παζάρι στην Καρδίτσα στο σπίτι μας μαζεύονταν πολλοί χωριάτες, ιδιαίτερα από το χωριό της μάνας μου τη Ραχούλα. Όλοι αυτοί ερχότανε για να δέσουν τον γάιδαρό τους γιατί δεν είχαν να πληρώσουν το χανιάτικο, να φάνε κανένα πιάτο φαγητό ή να ζητήσουν δανεικά για να αγοράσουν καλαμπόκι. Το γεγονός αυτό μου φανέρωσε ότι υπήρχαν άνθρωποι που ζούσαν σε άθλια κατάσταση, που πεινούσαν. Ακόμα μου δημιουργήθηκε μια συμπόνια και λύπη.

Αργότερα ήμουνα μαθητής στο ελληνικό σχολείο, το καλοκαίρι που παραθερίζαμε στο Παληοζογλώπι άκουσα για πρώτη φορά να μιλάει στους χωριάτες ένας πρώτος ξάδελφός μου Χρήστος Παπαλεωνίδου, που ήταν φοιτητής της φιλολογίας (τώρα καθηγητής δικός μας) για την αδικία, για κλεψιά και για κομμουνισμό.

Αργότερα το 1926 και μετά η Καρδίτσα παρουσίαζε σοβαρή εργατική και αγροτική κίνηση (καπνεργάτες και αγρότες). Οι αγροτικές διαδηλώσεις με τις μαύρες σημαίες, με μοναδικό αίτημα φθηνό καλαμπόκι, μου είχαν τραβήξει την προσοχή. Το Εργατικό Κέντρο της Καρδίτσας ήτανε κοντά στο σπίτι μου και πάνω στο δρόμο μου σχολειό-σπίτι. Γυρνώντας το απόγευμα από το σχολειό στεκόμουν στο Εργατικό Κέντρο και άκουγα τις ομιλίες και συζητήσεις το εργατών για τα ζητήματά τους, για το δίκιο τους. Πιο πολύ με τραβούσαν τα τραγούδια τους που λέγαν μετά τις ομιλίες στα οποία άρχισα να παίρνω και εγώ μέρος. Εκεί γνωρίστηκα με πολλούς εργάτες και έγινα φίλος των, ιδιαίτερα με τον Τάσο Αρβανίτη, τον Χρόνη, τον Θωμά Τσιρογιάννη, τον Καναβό.

Ένα βράδυ τις μέρες των απόκρεω γυρνώντας με τη μάνα μου από ένα συγγενικό μας σπίτι είδα από την Αρνη να δέρνει άγρια ένας χωροφύλακας έναν εργάτη γνωστό μου, που τον έβλεπα στο Εργατικό Κέντρο, γιατί κοίταξε από το τζάμι μέσα στην αίθουσα που γινότανε χορός της αριστοκρατίας της Καρδίτσας. Το γεγονός αυτό μου έκανε να πιστέψω ότι όσα λέγαν οι εργάτες στο Εργατικό Κέντρο ήτανε αλήθεια και ακόμη ότι όλοι οι χωροφύλακες ήταν όργανα των πλούσιων και εχθροί του λαού.

Μια μέρα ο τσαγκάρης Καναβός με παρακάλεσε να βγαίνω περίπατο στην πόλη με ένα σύντροφο από την Καβάλα (δεν μου είπανε το όνομά του) που τον κυνηγούσε η αστυνομία της Καβάλας και αναγκάστηκε να έρθει στην Καρδίτσα και αυτό γιατί μαζί μου δεν μπορούσαν να τον υποψιαστούν. Πραγματικά τον σύντροφο τον συνόδεψα όσες φορές ήθελε στις διάφορες δουλειές του έως έφυγε από την Καρδίτσα. Ο σύντροφος εκείνος με μίλησε συγκεκριμένα για τη σαπίλα της αστικής κοινωνίας, για το δίκιο των εργαζομένων, για την ανάγκη του αγώνα. Αργότερα ο χτίστης Χρόνης με γνώρισε με τον σ. Βαγγέλη Κουρκάτζελο.

Έτσι ο σ. Κουρκάτζελος το 1929 με οργάνωσε στις ομάδες πρωτοπόρων με τους μαθητές Γιάννη Ντότσικα, Καραμαγκιόλα. Η δράση μου στις ομάδες πρωτοπόρων ήταν να μιλάμε ανάμεσα στους μαθητές αφηρημένα για κομμουνισμό, μαζευόμασταν παράνομα 4-6 μαθητές, μας μίλαγε ο σ. Χρόνης, ο σ. Κουρκάτζελος, μας έκανε ανάλυση από το βιβλίο, το αλφάβητο του κομμουνισμού. Δίναμε και συνδρομή, δεν θυμάμαι για ποιο σκοπό. Την Κυριακή το πρωί πηγαίναμε στα λειβάδια των στρατώνων και παίρναμε μέρος στον κόκκινο αθλητισμό, αγοράζαμε την εφημερίδα της ΟΚΝΕ. Το 1931 έφυγα για την Αθήνα.

Στην Αθήνα δεν γνώριζα κανέναν και επί ένα χρόνο δεν είχα καμία επαφή. Το μόνο που έκανα ήταν να αγοράζω «Ριζοσπάστη» και να μιλάω για κομμουνισμό γενικά και αφηρημένα, γιατί και ‘γω πολλά πράγματα δεν καταλάβαινα (θυμάμαι τότε ο «Ρίζος» δημοσίευε και το έργο «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ»). Μια μέρα ήρθε στο σπίτι μου ο πρώτος ξάδελφός μου γιατρός Βασίλης Παπαλεωνίδου από το Ζογλώπι της Καρδίτσας, είδε τους «Ριζοσπάστες» και με ρώτησε αν έχω καμία επαφή (για το γιατρό ήξερα ότι ήταν κομμουνιστής, στον ΕΛΑΣ υπηρέτησε σαν γιατρός στα τμήματα τής Θεσσαλίας, μετά την Βάρκιζα τον βασάνισαν οι Σούρληδες, τον γαμπρό του τον σκότωσαν οι χωροφύλακες)

Του απάντησα όχι δεν ξέρω κανένα στην Αθήνα. Αυτός μου συνέστησε να παίρνω «Ριζοσπάστη» και τις Κυριακές να πηγαίνω πίσω από την Αγία Ειρήνη επί της οδού Αιόλου στο Λαϊκό Θέατρο. Άρχισα σχεδόν κάθε Κυριακή να πηγαίνω στο Λαϊκό Θέατρο, που ήτανε της Εργατικής Βοήθειας και εκεί έδινα και 5 δρχ. συνδρομή.

Στα τέλη του 1932 διορίστηκα στο υπουργείο Στρατιωτικών σαν έκτακτος υπάλληλος, εκεί δεν είχα καμία επαφή, ούτε δράση. Στα 1933 απολύθηκα και πήγα στη σχολή των ΤΤΤ. Στις αρχές του 1933 (δεν θυμάμαι μήνα) κηρύχτηκε απεργία των τριατατικών. Στη σχολή ήρθανε μέλη τής Απεργιακής έπιτροπής Κοτσοτζός Γραμ. της Ομοσπονδίας ΤΤΤ, Κοτσιγιάννης, Νίκος Τσέντος Μάρκος Γεωργαλής, μάς μίλησαν για την Απεργία και ζήτησαν τη βοήθειά μας. Εμείς μιλήσαμε στους μαθητές ότι πρέπει να κατεβούμε σε Απεργία σε ένδειξη Αλληλεγγύης. Πράγματι βγήκε επιτροπή Αγώνα με γραμματέα τον σ. Κώστα Σαραντόπουλο, έμενα και τον Λονάρδο (ο Σαραντόπουλος στην περίοδο τής κατοχής ήταν μέλος τής περιφερειακής Μεσσηνίας) και απεργήσαμε με απολυτή επιτυχία.

Κάτω από την καθοδήγηση της Ομοσπονδίας φτιάσαμε αργότερα σύλλογο μαθητών των ΤΤΤ, γραμματέας του συλλόγου βγήκα εγώ. Τις συνεδριάσεις μας τις παρακολουθούσε ο Παντελής Δαμασκόπουλος. Το 1935 τοποθετήθηκα στις Σέρρες σαν υπάλληλος. Στις Σέρρες είχαμε συνδικαλιστική οργάνωση. Έκανα παρέα πάντα με συναδέλφους που τους θεωρούσα κομμουνιστές με τον διανομέα Σαμαρά, τον Καλογερά και τον γέρο Παπανικολάου δάσκαλο. Στις Σέρρες μία μέρα ήρθε ο σ. Δρακόπουλος Απόστολος, που υπηρετούσε στην Αγγίστα. Αυτός μας συνεδρίασε σε ένα σπίτι και μας έβαλε διάφορα καθήκοντα. Στο τέλος μας ζήτησε συνδρομές για το κόμμα και στον οποίο έδωσα (ο σ. Δρακόπουλος το 1946 ήταν γραμματέας της ΚΟΒ Τριατατικών της Αθήνας). Τέλη του 1935 μετατέθηκα στη Θεσσαλονίκη.

Στη Θεσσαλονίκη πήρα ενεργό δράση σε όλη τη συνδικαλιστική κίνηση των υπαλλήλων, πλήρωνα συνδρομές στον Μιχάλη Κωστόγλου, Κατσαρό και Αγη Χιώτη. Την άνοιξη του 1936 μετατέθηκα στη Λάρισα. Στη Λάρισα ανασυγκροτήσαμε τη συνδικαλιστική οργάνωση. Εκεί ανέλαβα γραμματέας της Συνδικαλιστικής Επιτροπής με μέλη τους σ. Καραγιάννη, Σχοινά, Κουρτάρα, πλήρωνα συνδρομή για το κόμμα στο σ. Μήτσο Καραγιάννη. Κάναμε διάφορες κινητοποιήσεις, σε μια παρουσίαση στη διεύθυνση της αστυνομίας (ζητούσαμε άδεια για συγκέντρωση) τσακώθηκα με τον διοικητή Ραφτοδήμο. Τότε ο Ραφτοδήμος μου είπε «το Γυμνάσιο της Λάρισας και εσάς τους τριατατικούς εγώ θα σας διαλύσω». Την άλλη μέρα μου κοινοποίησαν διαταγή μετάθεσης για το χωριό Ραψάνη. Εγώ το έσκασα, πήγα στην Αθήνα και ύστερα από προσπάθειες της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ομοσπονδίας ΤΤΤ μετατέθηκα στην Τρίπολη, δούλευα συνδικαλιστικά, και ήμουνα μέλος της συνδικαλιστικής επιτροπής Αρκαδίας. Βγήκα αναπληρωματικός αντιπρόσωπος στο Συνέδριο ΤΤΤ, επλήρωνα συνδρομή στον σ. Παρασκευά Δημόπουλο. Στα 1937τσακώθηκα με τον γνωστό από τότε Αντικομουνιστή υπολοχαγό Παπαδόγκωνα και λοχαγό Δημήτριο Σαρρή (ήτανε στη λογοκρισία του τηλεγραφείου). Ο Παπαδόγκωνας έκανε Αναφορά στο II σύνταγμα Τρίπολης ότι ήμουνα κομμουνιστής και ζητούσε τη δίωξή μου. Με πολλές φροντίδες του αδελφού μου τιμωρήθηκα μόνο από τη διεύθυνση ΤΤΤ Αρκαδίας για απρεπή συμπεριφορά και μετατέθηκα στην Κόρινθο. Στην Κόρινθο συνδέθηκα με τον σ. Γιώργη Καζαντζή, Βαγγέλη Μεγαρίτη, Γιώργη Κατσιγιάννη που υπηρετούσε στο Λουτράκι, πλήρωνα συνδρομή στο σ. Γιώργη Καζαντζή. Στην Κόρινθο με καθοδήγηση του σ. Γιώργη Κατσιγιάννη κάναμε παράνομη συνδικαλιστική επιτροπή με τους Μεγαρίτη και Καζαντζή και κάναμε διάφορες παρουσιάσεις στον διευθυντή ΤΤΤ Κορίνθου.

Τέλη του 1938 μετατέθηκα στην Αθήνα, αρχές του 1939 πήγα φαντάρος στο τάγμα τηλ/τών Θεσσαλονίκης Εκεί γνωρίστηκα με το λοχία Πετρουκάκη και δεκανέα Μαργέλο. Στον Πετρουκάκη έδωσα δυο φορές ενίσχυση για την εργατική βοήθεια. Στο τάγμα τηλ/τών ήρθε χαρτί που έλεγε για τη συνδικαλιστική μου δράση. Μια μέρα με φώναξε ο ανθ/γός Γ. Κασιός ο οποίος μου είπε να κάτσω φρόνιμα γιατί εδώ δεν είναι τηλεγραφείο αλλά στρατός. Τον Ιούλη του 1939 με διώξανε από το τάγμα τηλ/τών Θεσσαλονίκης ως μη εμπνέοντα εμπιστοσύνη και με στείλανε στα Τρίκαλα σ’ ένα τάγμα ανεξάρτητο που ήταν μάζεμα από ανθρώπους βασικά παλιοστοιχεία (πρεζάκηδες, μαχαιροβγάλτες κ.λπ. απ’ όλη την Ελλάδα) στο τάγμα αυτό υπήρχαν και λίγοι αριστεροί, τέτοιους γνώρισα εκεί τον φοιτητή Βαγγελόπουλο, καθηγητή Σαμαρά κ.λπ. Με το τάγμα μας διώξανε αμέσως πεζοπορία για τα σύνορα. Σταματήσαμε στην περιοχή Γρεβενών για δυο μήνες εκεί μας βάλανε και σκάβαμε χαρακώματα στο Μελήσσι- Παληοχώρι. Μετά συνεχίσαμε την πορεία στο Νεστόρι Καστοριάς, όπου συνεχίσαμε το σκάψιμο στο Χιονάτο. Αρχές του 1940 διαλύθηκε το τάγμα και με στείλανε στο τάγμα γεφυροποιών στη Λάρισσα και σε δυο μήνες με μετέθεσαν στο τάγμα σκαπανέων στο Βόλο απ’ όπου πήρα απολυτήριο το καλοκαίρι του 1940. Για τη στάση μου στο στρατό και τη μεταχείρισή μου ξέρει ο ταγματάρχης του Δ.Σ. σ. Κ. Μίσχος, τον είχαν στο σκάψιμο διοικητή λόχου.

Στον πόλεμο με τους Ιταλούς επιστρατεύθηκα σαν αξιωματικός λόγω του επαγγέλματος και υπηρέτησα στη στρατιωτική υπηρεσία γραμμών ΣΕΚ στην περιοχή Θεσ/νίκης-Φλώρινας. Με την κατάρρευση επανήλθα στο κεντρικό τηλεγραφείο Αθηνών. Σέ όλο το διάστημα, μέχρι το 1941 δούλεψα συνδικαλιστικά (στην περίοδο τής μεταξικής δικτατορίας περιορισμένη η έννοια της δουλειάς) άνηκα στην αριστερή παράταξη, πλήρωνα συνδρομή.

Στο υπουργείο είμουνα χαρακτηρισμένος σαν αριστερός. Θεωρούσα τον εαυτό μου για κομμουνιστή. Παρ’ όλο που η παρέα μου ήταν πάντα με κομμουνιστές, παρ’ όλο που με παίρνανε σε ιδιαίτερες προκαταρκτικές συσκέψεις πριν από την κανονική συνεδρίαση των συνδικαλιστικών συνεδριάσεων, κανένας δεν μου είπε επίσημα ότι είμαι μέλος του κόμματος ή ακόμα να γίνω μέλος του κόμματος. Εγώ δεν ζήτησα ο ίδιος να μπω στο κόμμα πιθανόν γιατί δεν είχα την ωριμότητα ή δίσταζα ν’ αναλάβω κομματικές υποχρεώσεις, παρ’ όλο που ήξερα και ένιωσα ότι η δουλειά μου ήτανε κομματική. Ακόμα είχα την αντίληψη ότι εφόσον οι άλλοι δεν μου κάνουν πρόταση φαίνεται ότι δεν με κρίνουν κατάλληλο.

Στη περίοδο της μεταξικής δικτατορίας η στάση μου ήταν αντιφασιστική-αντιμεταξική. Στην ΕΟΝ αρνήθηκα να μπω Ξέχωρα από το επεισόδιο που είχα στην Τρίπολη με τον Παπαδόγκωνα- Σαρρή και στην Κόρινθο σαν προϊστάμενος τμήματος του τηλεγραφείου έβγαλα έξω από το τηλεγραφείο μια επιτροπή από γυναίκες, πού ήρθαν να πουλήσουν εισιτήρια για τον πρωτοχρονιάτικο χορό της ΕΟΝ, βρίζοντας μπροστά τους την ΕΟΝ. Το επεισόδιο αυτό το αποσόβησε ο ανθυπασπιστής της χωρ)κής Ηλίας Γαντές (ο αδελφός του ήταν κομμουνιστής), όπως έμαθα στην κατοχή. Τον ανθυπασπιστή Γαντέ τον εξετέλεσαν οι Γερμανοί για πατριωτική δράση.

Το καλοκαίρι του 1941 με έπιασε η ειδική ασφάλεια μαζί με τους τριατατικούς Κατσιγιάννη Θόδωρο Ζέγκο (ήτανε στο πυρ/κό του Δ.Σ) Ηλιάδη και φοιτητή Πίκο Ροΐδη (τιμημένο νεκρό του ΕΛΑΣ της Αθήνας). Ύστερα από 24 ώρες κράτηση μάς απόλυσε. Εμένα μου πήραν τα στοιχεία και μου υπέβαλαν το ερώτημα για τη στενή μου παρέα με τον Κατσιγιάννη και Κλάδη, η απάντησή μου ήτανε ότι είναι φίλοι μου συνάδελφοι και τίμιοι άνθρωποι. Απολυθήκαμε χωρίς να υποστούμε καμία πίεση ή κανένα βασανισμό, χωρίς να υπογράψω καμιά δήλωση. Η σύλληψή μας αυτή έγινε πιθανό για να εξακριβώσουν ποιοι είμαστε γιατί τότε εμείς δεν δουλεύαμε (το τηλεγραφείο το είχαμε κλείσει για κάμποσο καιρό οι Γερμανοί) καί μαζευόμασταν κάθε πρωί στο μουσείο όπου κάναμε διάφορες συζητήσεις, εκεί δε συχνάζανε καί χαφιέδες τής ασφάλειας. Για τη στάση μου στην Ασφάλεια και στον τότε διοικητή του παραρτήματος Πικοπουλο ξέρουν οι Γιάννης Κατσιγάννης Τριατατικός, Αντώνης Μαυρομιχαλάκης Τριατατικός, Ελευθερία Σταυριδάκη, Θόδωρος Ζέγκος τ-κος ( Ο Ζέγκος έμαθα ήταν στο ΔΣ στον πυροβολικο).

Ύστερα από λίγες μέρες ο Θόδωρος Ζέγκος μου είπε ότι είσαι μέλος του κόμματος (ΚΚΕ) και ζήτησε να κάνουμε οργάνωση στα ΤΤΤ (ο Ζέγκος τότε ήταν απολυμένος από την υπηρεσία, ήτανε συνταξιούχος φυματικός). Εγώ είχα υπόψη μου από τις συζητήσεις και για την παλιά και προσωρινή Κεντρική Επιτροπή, ότι είναι ύποπτες χαφιεδικές κ.λπ., αρνήθηκα στο Ζέγκο και του είπα ότι θα είμαι σύμφωνος αν μου το πει ο Νίκος Τσέντος ή ο σ. Κατσιγιάννης, τους δύο αυτούς συντρόφους τους γνώριζα καλά και είχα εμπιστοσύνη.

Ύστερα από δύο τρεις μέρες με βρήκε ο σ. Νίκος Τσέντος (στην Κατοχή δούλευε σαν στέλεχος στο εργατικό ΕΑΜ, τον γνωρίζει καλά ο σ. Θέος και Πλουμπίδης, μετά τη Βάρκιζα ήτανε στο νοσοκομείο της Βούλας, είχε σπονδυλίτιδα) και μου είπε ότι είμαι μέλος του κόμματος και ότι με το σ. Κλάδη και Μπρουλιδάκη να φτιάσουμε την οργάνωση στα ΤΤΤ. Από τότε αρχίζει η συνεχής μου οργανωμένη κομματική ζωή. Στην αρχή ήμουνα μέλος της κομματικής τριάδας στο Κεντρικό Τηλ/φείο.

Τον Γενάρη, Φλεβάρη του 1942 (δεν θυμάμαι ακριβώς) ανέλαβα γραμματέας του πυρήνα του τηλ/φείου και μέλος της οργάνωσης (καθοδηγητής μας ήταν ο σ. Τσέντος) παράλληλα αρχίσαμε τη συνδικαλιστική οργάνωση στα ΤΤΤ και την οργάνωση του ΕΑΜ. Μαζί με άλλα συνδικαλιστικά στελέχη των άλλων κλάδων φτιάξαμε την προσωρινή Κεντρική Υπαλληλική Επιτροπή Δημοσίων Υπαλλήλων, που έγινα μέλος της. Φτιάσαμε ένα υπόμνημα και κάναμε την πρώτη παρουσίαση στην Κατοχή στον πρωθυπουργό Τσολάκογλου για τα ζητήματα των υπαλλήλων. Τον Απρίλη του 1942 σαν γραμματέας του Κεντρικού Τηλ/φείου μαζί με τους άλλους συντρόφους οργανώσαμε και κάναμε με απόλυτη επιτυχία την απεργία των τριατατικών, την πρώτη απεργία στη σκλαβωμένη Ευρώπη.

Ύστερα από την απεργία και μετά το κομματικό αχτίφ κριτικής της απεργίας βγήκε νέο κομματικό γραφείο για όλη την οργάνωση των ΤΤΤ, στο οποίο ανέλαβα δεύτερος γραμματέας, με γραμματέα τον Χρήστο Βλάχο (τα αχτίφ το παρακολούθησε από την οργάνωση της Αθήνας ο Γιάννης Ποτήρης και ο Κώστας Χατζήμαλης). Τον Οκτώβρη του 1942 ανέλαβα γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης των τριατατικών της Αθήνας και ήμουνα μέλος στην κομματική γκρούπα των δημοσίων υπαλλήλων. Πήρα μέρος σαν αντιπρόσωπος στην πρώτη περιφερειακή συνδιάσκεψη της Αθήνας (από το Π.Γ. ήταν ο σ. Πλουμπίδης).

Το Γενάρη του 1943 πιάστηκα από την ειδική ασφάλεια μαζί με τον Κλάδη και τον Αποστόλη Δρακόπουλο (ο Δρακόπουλος ήταν τότε γραμματέας της οργάνωσης του τηλεγραφείου). Η σύλληψή μας έγινε για τη συνδικαλιστική μας δράση και ύστερα από έγγραφο του υπουργείου ΤΤΤ. Στην ασφάλεια κρατηθήκαμε 5 μέρες στο ίδιο δωμάτιο και οι τρεις. Απολυθήκαμε ύστερα από κινητοποιήσεις των υπαλλήλων στο υπουργείο και στο Πολιτικό Γραφείο, καμία δήλωση δεν υπογράψαμε, η στάση μας ήταν επαναστατική. Ύστερα από έγγραφο του Γενικού Διευθυντή των ΤΤΤ συνταγματάρχη Βάλβη (εκτελέστηκε τον Δεκέμβρη) στο ιταλικό φρουραρχείο κυνηγήθηκα από τους Ιταλούς και αναγκάστηκα να πέσω στην παρανομία μέχρι τον Μάρτη του 1943 οπότε βγήκα στο βουνό στον ΕΛΑΣ, ύστερα από εντολή της οργάνωσης της Αθήνας.

Μέχρι τότε πήρα μέρος σ’ όλες τις απεργίες, κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις της Αθήνας. Για τη στάση μου και τη δράση μου ξέρουν από κείνους που ζουν οι Πλουμπίδης, Κώστας Νικολακόπουλος, Γιάννης Ποτήρης, Θανάσης Χατζής, Θανάσης Παπαναστασίου και ο Τάκης Υφαντής (Ηρακλής) ήταν τότε μέλος στην κομματική γκρούπα των δημοσίων υπαλλήλων. Στον ΕΛΑΣ βγήκα ύστερα από εντολή του Ευθυμιάδη (νομίζω τότε παρακολουθούσε τον ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας εκ μέρους του Π.Γ.) στο αρχηγείο Αττικοβοιωτίας.

Τοποθετήθηκα σαν ομαδάρχης και αργότερα πολιτικός καθοδηγητής διμοιρίας. Πήρα μέρος σ’ όλες τις αποστολές και μικροδράσεις, με την ομάδα μου συνόδευσα τον σ. Σαράφη και Βασίλη Σαμαρινιώτη από τα Δερβενοχώρια μέχρι τα Χάσια όπου τους παρέδωσα στον σύνδεσμο της Αθήνας (τον Θανάση τον Κουτσό) ήτανε η πρώτη φορά που κατέβαινε ο Σαράφης στην Αθήνα μετά την προσχώρησή του στον ΕΛΑΣ.

Το καλοκαίρι του 1943 ανέβηκε ολόκληρο το αρχηγείο Αττικοβοιωτίας στην περιοχή Ευρυτανίας (ήτανε το περίφημο σχέδιο αντιμετώπισης των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Ιταλών). Εκεί με πήρε η οργάνωση (Ηλίας Μανιάτης) και με βάλανε μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής Φθιωτιδο-Φωκίδας-Ευρυτανίας, υπεύθυνο του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Γραμματέας ήταν ο Ηλίας Μανιάτης, μέλη Τάσος Λευτεριάς, Μήτσος Μαρής, Μαργαρίτα Κωτσάκη, Τάσος Γκίνογλου και ‘γώ. Με τη δημιουργία της ΚΟΠΣ και των διαφόρων περιφερειακών Επιτροπών Στέρεας στάλθηκα σαν γραμματέας της περιφερειακής Επιτροπής Δωρίδος- Παρνασσίδας. Στις αρχές του 1944 γραμματέας ήρθε ο σ. Βασίλης Ασίκης και ‘γώ πήγα στην 5η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ που ήτανε καπετάνιος ο Ηλίας Καρράς και ο Ορέστης. Εκεί ήμουνα γραμματέας της ΕΔΑ. Όταν έφυγε ο σ. Καρράς ανέλαβα γραμματέας της Κομ. Επιτροπής της ΙΙ Μεραρχίας.

Πήρα μέρος στη δράση της Μεραρχίας με μαχητική αποστολή στην επιχείρηση της Άμφισσας και στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη. Μου έγινε πρόταση για ονομασία για το βαθμό του ταγματάρχη, δεν ξέρω αν ονομάστηκα. Στη συνδιάσκεψη του γραφείου Στερεάς, νομίζω Νοέμβρης του 1944, βγήκα στην Ολομέλεια της ΚΟΜΣ. Μετά τη Βάρκιζα πήγα στην Αθήνα, ανέλαβα αμέσως δουλειά, ανέλαβα δεύτερος γραμματέας της Αχτίδας των δημοσίων υπαλλήλων με γραμματέα τον σ. Σουκαρά. Αρχές του 1946 ανέλαβα γραμματέας της ΙΙ Αχτίδας Δ.Υ. της Αθήνας μέχρι το μήνα Νοέμβρη του 1946 που βγήκα στο βουνό στο ΔΣΕ. (Για τη δράση μου στον ΕΛΑΣ ξέρει ο σ. Ηλίας Καρράς και Βάσος Γεωργίου). Ήμουνα μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ομοσπονδίας ΤΤΤ και γραμματέας της νόμιμης προσωρινής Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων (Τριατατικών- Εκπαιδευτικών) από το συνέδριο των ΤΤΤ του 1946 βγήκα αντιπρόσωπος για το παγκόσμιο συνέδριο των ΤΤΤ, δεν πήγα γιατί δεν μου δώσανε διαβατήριο.

Για τη δράση μου και στάση μου στην οργάνωση της Αθήνας ξέρει ο σ. Μπαρτζιώτας. Πήρα μέρος στο συνέδριο του κόμματος σαν αναπληρωματικός αντιπρόσωπος. Από τη Συν/ψη της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας βγήκα στην Ολομέλεια της Επιτροπής Πόλης της Αθήνας. Τέλη του 1945 πιάστηκα στην Αθήνα, κατηγορούμενος για φόνους στην περιοχή της Ρούμελης, σαν ηθικός αυτουργός.

Κρατήθηκα 10 μέρες στο τμήμα μεταγωγών της Αθήνας και μεταφέρθηκα στις φυλακές Άμφισσας. Ύστερα από 10 μέρες απολύθηκα με το νόμο του Σοφούλη. Για τη στάση μου στη φυλακή και στον ανακριτή ξέρει ο σ. Βασίλης Ασίκης που ήταν γραμματέας ομάδας φυλακών Άμφισσας και ο δικηγόρος Καβάγιας που με έδωσε η οργάνωση της Αθήνας και ήρθε μαζί μου στην Άμφισσα.

Το Νοέμβρη του 1946 βγήκα στο ΔΣΕ, ύστερα από εντολή του κόμματος. Την εντολή μού την έδωσε προσωπικά ο σ. Στέργιος Αναστασιάδης.

Συνδέθηκα με τον σ. Γούσια που και κείνος πήγαινε σαν επικεφαλής στη Ρούμελη. Για μένα καθορίστηκε να βγω ένοπλα από την Αθήνα στην Πάρνηθα. Στην Πάρνηθα θα συναντούσαμε μια ομάδα καταδιωκομένων και από κει θα συνεχίζαμε το δρόμο για τη Ρούμελη. Με τη βοήθεια της οργάνωσης της Αθήνας σχηματίσαμε μια ομάδα από 9 με επικεφαλής εμένα.

Η ομάδα στην Πάρνηθα δεν υπήρχε, επρόκειτο για κάτι καταδιωκόμενους αντάρτες του ΕΛΑΣ που ζούσαν παράνομα στην Αθήνα, που είχαν όπλα κρυμμένα στο καλύβι της Χασιάς και ετοιμάζονταν να βγουν έξω.

Παρά το γεγονός αυτό αποφασίστηκε να βγούμε δίχως την ομάδα της Πάρνηθας, χωρίς να έχουμε καμία πληροφορία ακόμα για κατάσταση στην περιοχή κ.λπ.

Στην ομάδα μας ήρθαν και 4 από τους καταδιωκόμενους, έτσι βγήκαμε 13 από την Αθήνα στην Πάρνηθα οπλισμένοι με πιστόλια, περνώντας από τα καλύβια της Χασιάς πήραμε και ατομικά ντουφέκια. Από την Πάρνηθα περάσαμε στον Κιθαιρώνα. Στο πέρασμά μας προς τον Κιθαιρώνα μας έφυγε ο Ζυγούρας (τον είχε δώσει η οργάνωση του Πειραιά, ήτανε στέλεχος τής ΟΠΛΑ) μαζί με δυο άλλους. Ο Ζυγούρας ήταν από το Κοπορέλι του Κιθαιρώνα και έτσι στερηθήκαμε τον καλύτερο οδηγό. Ο Ζυγούρας επιστρέφοντας στην Αθήνα στην έκθεσή του που διάβαζα ισχυρίζονταν ότι χάθηκε και αναγκάστηκε να γυρίσει αμέσως. Γνώμη μου είναι ότι δείλιασε από τις δυσκολίες και έφυγε.

Η πορεία μας προς τον Κιθαιρώνα δεν ήταν ομαλή. Ο σ. Γαλανός δεν μπορούσε να βάδισε κι έπεφτε στο δρόμο, πού με ανάγκασε πολλές φορές να γυρίζω να τον μαζεύω. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής ήταν να κοπούνε τρεις από την περιφέρεια της Αττικής, να πέσουν σε ενέδρα χωροφυλάκων και μάυδων και να σαστίσουν. Με τους υπόλοιπους επιχειρήσαμε 4 βραδιές συνέχεια να περάσουμε δίχως οδηγό από Κιθαιρώνα στον Ελικώνα.

Με την κακοκαιρία όμως που είχε ξεσπάσει (χιόνι και συνεχής ομίχλη) δεν τα καταφέραμε να περάσουμε και γυρίζαμε πάλι στον Κιθαιρώνα. Εν τω μεταξύ άρχισε σοβαρή εξάντληση από την πείνα, την αϋπνία και το κρύο και είμαστε πια άρρωστοι από τις ταλαιπωρίες, είχαμε 10-12 μέρες. Όλοι τους βάλανε το ζήτημα ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν μπορούν να προχωρήσουν (πρωτοστατούντος του Γαλανού). Έτσι αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε στην Αθήνα και να φύγουμε με άλλο τρόπο, γυρίσαμε μέχρι την Κάζα, εκεί χωρίσαμε για να τραβήξουμε για την Αθήνα και να μπούμε μεμονωμένα. Ο Γαλανός με δυο άλλους, παρά τις αυστηρές συστάσεις μου να αποφύγουν κάθε επαφή και χωριό και να μπούνε τη νύχτα στην Αθήνα, αυτοί πήγαν στα χάνια της Κάζας για να φάνε, εκεί δε τούς πιάσανε σαν ύποπτους (έμαθα ότι τους πέρασαν αργότερα από στρατοδικείο, ο Γαλανός δικάστηκε σε θάνατο, δεν γνωρίζω αν εκτελέστηκες ). Όλοι οι άλλοι μπήκανε κανονικά στην Αθήνα. Εγώ είχα πάθει ελαφριά κρυοπαγήματα. Ύστερα από δυο μέρες συνάντησα τον σ. Κώστα Φαρμάκη και Στέργιο Αναστασιάδη και αποφασίστηκε να φύγω μέσω Θεσσαλίας.

Έτσι έφυγα από τον Πειραιά- Βόλο- Σοφάδες και από τους Σοφάδες στο Θραψίμι όπου βρήκα Φρουραρχείο του Αρχηγείου Άγραφων, από κει κατέβηκα στη Ρούμελη όπου συνάντησα το σ. Γούσια.

Για την υπόθεση αυτή εγώ βρίσκω ευθύνες στον εαυτό μου γιατί δεν αντιμετώπισα από την πρώτη μέρα της πορείας την κατάσταση αποφασιστικά ενάντια στους βραδυπορούντες, ακόμα λάθος βρίσκω και το γεγονός ότι δεν είπα τη γνώμη μου στο κόμμα όταν διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει ομάδα στην Πάρνηθα και καμιά απολύτως πληροφορία δεν υπήρχε. Μέχρι τον Μάρτη 1946 ήμουνα στη Ρούμελη, δούλεψα στην αρχή με τον σ. Διαμαντή στις διεισδύσεις Παρνασσού και Λοκρίδας. Αργότερα στη Δυτική Στερεά σαν διοικητής του αρχηγείου, πήρα μέρος στις επιχειρήσεις Ρούμελης, στη διείσδυση και ελιγμό Βάλτου – Τζουμέρκα για τη μεταφορά του Γ.Α. από Ρούμελη- Μακεδονία.

Από τον Απρίλη του 1948 μέχρι το πέρασμά μου στην Αλβανία ήμουνα διοικητής της 1ης Μεραρχίας. Με την πρώτη ονομασία των αξιωματικών του ΔΣΕ Δεκέμβρης του 1947, ονομάστηκα αντισυνταγματάρχης, τον Απρίλη του 1948 Συνταγματάρχης και τον Σεπτέμβρη του 1949 υποστράτηγος.

Μου δόθηκε μετάλλιο στρατιωτικής αξίας Β’, τραυματίστηκα ελαφρά στο κεφάλι και χέρι στις επιχειρήσεις Νότιας Ηπείρου στο Ξεροβούνι το 1948. Από την Αλβανία πήγα στην Τασκέντ και τον Οκτώβρη του 1950 βρίσκομαι σε σχολή.

Σ’ όλες τις αποστολές που μου ανέθεσε το κόμμα δεν αρνήθηκα ποτέ, κατέβαλα κάθε προσπάθεια για να τις εκτελέσω, δεν το πετύχαινα όμως πάντα. Από το κόμμα δεν τιμωρήθηκα ποτέ.

Στις διάφορες παρεκκλίσεις του κόμματος εγώ ακολούθησα πάντα τη γραμμή που χάραζε κάθε φορά το κόμμα και δούλευα πάντα πάνω στις αποφάσεις του γραμμή Κατοχής- Βάρκιζα – εκλογές κ.λπ. δεν είδα τα λάθη αυτά και ποτέ δεν έβαλα καθαρή γνώμη μου στο κόμμα.

Εξετάζοντας σήμερα τη δουλειά μου και τον εαυτό μου στο ΔΣΕ βρίσκω μια σειρά λάθη και αδυναμίες, σχεδόν σε όλες τις επιχειρήσεις. Σήμερα βλέπω καθαρά τις αδυναμίες μου, ιδιαίτερα στον τομέα της οργάνωσης, ελέγχου και διεξαγωγής μιας επιχείρησης. Ευθύνομαι ιδιαίτερα για τη λειψή οργάνωση επιχείρησης των Σοφάδων, για την επιχείρηση στο Δερβένι, έχω ευθύνη γιατί δεν ξεκαθάρισα όσο έπρεπε την κατάσταση της Θεσσαλίας, εκεί κάτω από την επίδραση της παλιάς κατάστασης του πνεύματος που υπήρχε και από έλλειψη βοήθειας από το σ. επίτροπο Ζωγράφο και Κλιμάκιο Καραγιώργη εγώ έκανα ορισμένες υποχωρήσεις ιδιαίτερα στην κατάσταση Αν. Θεσσαλίας.

Το σοβαρότερο απ’ όλα βλέπω την ευθύνη μου στο ζήτημα του οργανωτικού της Νότιας Ελλάδας, εφεδρειών και προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από προσπάθειές μου το όλο ζήτημα το είδα μυωπικά και φέρνω ευθύνη. Εγώ δεν είδα και δεν κατάλαβα τις βρομοδουλειές του Καραγιώργη, τον έβλεπα σαν τον εκπρόσωπο του Π.Γ. και τον σεβόμουν και εκτιμούσα μέχρι τη συνεδρίαση του Π.Γ. τον Ιούλη του 1949 (αν θυμάμαι καλά). Έτσι, εγώ ουσιαστικά δεν βοήθησα το κόμμα σχετικά με τον Καραγιώργη.

Εξετάζοντας τον εαυτό μου από την άποψη της κομματικής μου συγκρότησης και με τη βοήθεια των συντρόφων που μου τις έδειξαν στις διάφορες κριτικές που μου κάνανε, βρίσκω ότι:

Η κοινωνική μου προέλευση, το μικροαστικό και δημοσιοϋπαλληλικό περιβάλλον που έζησα είχαν σαν συνέπεια:

1) Να μην έχω το θάρρος να ζητήσω να μπω στο κόμμα νωρίτερα.

2) Να έχω ένα μικροαστικό εγωισμό βλαβερό, που εκδηλώνεται στο να μη μου αρέσει η κριτική, να μην την καταλαβαίνω αμέσως, να τη θεωρώ προσωπική, να φέρνομαι απότομα και να πικραίνω τους συντρόφους. Καταλαβαίνω π.χ. καλύτερα την κριτική όταν μου γίνεται ξεχωριστά παρά σε συνεδρίαση, ακριβώς γιατί εκεί θίγεται ο εγωισμός μου και νομίζω ότι πέφτει το κύρος μου. Καταλαβαίνω τη μεγάλη ζημιά που φέρνει αυτή η αδυναμία μου και για τον εαυτό μου και για τους συντρόφους και με την τέτοια στάση μου δεν δίνω το παράδειγμα διαπαιδαγώγησης. Στην όλη μου αυτή στάση βοηθάνε και τα νεύρα μου τα οποία είναι πολλά και όχι σε καλή κατάσταση.

3) Νομίζω ότι το γεγονός ότι στα χρόνια της Κατοχής στον ΕΛΑΣ, κάτω από την καθοδήγηση του Ορέστη και γενικά με την αδύνατη κομματική δουλειά που γινότανε στον ΕΛΑΣ και στο ΔΣΕ, ξεκομμένος από την καθοδήγηση και με καθοδηγητή τον Καραγιώργη, οι αδυναμίες μου αυτές αναζωογονήθηκαν, αντί να ξεπεραστούν.

4) Καταβάλλω προσπάθειες, τις νιώθω, παλεύω αλλά βλέπω ότι έχω υποτροπές, την πάλη μου αυτή θα την εξακολουθήσω.

5) Το μορφωτικό μου ιδεολογικό επίπεδο απέχει πολύ απ’ ό,τι χρειάζεται. Τα μαρξιστικά βιβλία που διάβασα μέχρι σήμερα απλώς τα διάβασα, δεν τα μελέτησα.

Γιώτης

 

– Στην 5η Ολομέλεια βγήκα αναπληρωματικό μέλος της Κ.Ε. του κόμματος. Από την 1η Ολομέλεια έγινα ταχτικό μέλος της Ολομέλειας. Πήρα μέρος στην 6η Ολομέλεια (1949) στην 7η Ολομέλεια, στην ΙΙΙ Συνδιάσκεψη του κόμματος σαν ταχτικός αντιπρόσωπος και στην 1η Ολομέλεια της Κεντρικής».

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας