Εργατικός Αγώνας

Η ελληνική οικονομία ήταν ήδη εξασθενημένη πριν την κρίση

(Οι συνέπειες της ένταξης της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ)

Γράφει ο Στωικός

Το άρθρο αυτό άρχισα να το γράφω την Τετάρτη το βράδυ (1/7), όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ άρχισε κάτι να ψελλίζει για πραξικόπημα που βρισκόταν σε εξέλιξη με τη συμμετοχή ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των γνωστών κέντρων στο εσωτερικό της χώρας, με στόχο την ανατροπή της και τη δημιουργία πολιτικής ανωμαλίας.

Η αντιπαράθεση που διεξάγεται τις ημέρες αυτές με αφορμή το δημοψήφισμα της Κυριακής, δεν θα μείνει στην ιστορία της χώρας για την ποιότητα των πολιτικών επιχειρημάτων και από την πλευρά του ΟΧΙ και από την πλευρά του ΝΑΙ.

Το στρατόπεδο του ΝΑΙ, στο οποίο έχει τεθεί επικεφαλής η αστική τάξη της χώρας, δεν μπαίνει καν στον κόπο να αρθρώσει πολιτικά επιχειρήματα που να έχουν κάποιο λογικό ειρμό. Για την ακρίβεια, αντί επιχειρημάτων έχουμε άναρθρες κραυγές πρωτόγονων πολεμιστών του τύπου: αν βγούμε από το ευρώ, θα έρθει η καταστροφή, θα χρεοκοπήσει η χώρα – λες και τώρα δεν έχει χρεοκοπήσει – θα χαθούν οι καταθέσεις του κοσμάκη, δεν θα έχουμε χρήματα να αγοράσουμε χρήματα και φάρμακα, θα διαλυθούμε σαν χώρα. Η αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, δεν έχουν πειστικά επιχειρήματα να δικαιολογήσουν γιατί η χώρα πρέπει να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Βρίσκονται σε ιδεολογική και πολιτική ένδεια. Γι’ αυτό κινδυνολογούν, επιλέγουν την στρατηγική του φόβου, επιδιώκοντας να τρομοκρατήσουν το λαό και να κερδίσουν το δημοψήφισμα. Τα ίδια έκαναν τα αστικά κόμματα και στις εκλογές τον Ιούνη του 2012 και στις ευρωεκλογές το Μάη του 2014 και στις πρόσφατες εκλογές το Γενάρη του 2015. Πόσο μακριά μπορεί να τους πάει η συνεχής επίκληση της κινδυνολογίας;

Από την άλλη, ενώ όλη η κοινωνία έχει καταλάβει, ότι, κάτω από τις συνθήκες που διεξάγεται το δημοψήφισμα, το δίλημμα έχει ξεφύγει από το ΟΧΙ ή ΝΑΙ στις προτάσεις των δανειστών, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ξορκίσει το κακό και να υποστηρίζει στα σοβαρά, ότι το δημοψήφισμα δεν έχει την παραμικρή σχέση με την Ευρωπαϊκή Ενωση, Μια ένωση ιμπεριαλιστών, η οποία επί 5,5 χρόνια βασανίζει με τα προγράμματα λιτότητας τον ελληνικό λαό.

Αν όμως το δημοψήφισμα περιορίζεται στο ΟΧΙ ή ΝΑΙ στα μέτρα των δανειστών, ο λαός θα έπρεπε να τοποθετηθεί και για τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες δεν απέχουν και πολύ από αυτές των δανειστών.

Αυτό που πραγματικά θα κριθεί την Κυριακή – και στην προκειμένη περίπτωση έχει δίκιο η αστική τάξη – είναι οι σχέσεις της Ελλάδας με τη ζώνη του ευρώ και συνολικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι’ αυτό και αξίζει να δώσουμε την μάχη του ΟΧΙ, που αν κερδηθεί θα ανοίξει άλλες, πολύ πιο ευνοϊκές προοπτικές για το λαϊκό κίνημα.

Εν τω μεταξύ -και με το ΚΚΕ να δηλώνει απόν- το σύνολο των κομμάτων της χώρας αποφεύγουν να τοποθετηθούν στην ουσία των σχέσεων της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Φέτος συμπληρώνονται 35 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ – ΕΕ και 13 χρόνια συμμετοχής της στη ζώνη του ευρώ. Τι έγινε όλα αυτά τα χρόνια; Ωφεληθήκαμε ως χώρα από την επιλογή αυτή ή όχι; Και επειδή η ελληνική κοινωνία είναι μια ταξική κοινωνία, το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί ποιο συγκεκριμένα. Ποιες κοινωνικές τάξεις και ομάδες ωφελήθηκαν από τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ποιες ζημιώθηκαν; ¨Η ένα άλλο ερώτημα. Ποια ήταν η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση το 2009 και ποια σχέση μπορεί να έχει η απάντηση στο ερώτημα αυτό με τη συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ και την ευρωπαϊκή ένωση; Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ότι περάσαμε τα τελευταία χρόνια, τα περάσαμε με την Ελλάδα μέλος της ζώνης του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μήπως κάποια στιγμή πρέπει να ρίξουμε τα φώτα της επιστημονικής έρευνας στη σχέση αυτή;

 

Η συμμετοχή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ

Λίγο πριν η Ελλάδα ενταχθεί στη ζώνη του ευρώ, υπήρχε μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε εκπροσώπους των αστικών δυνάμεων, για το αν η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη θα είναι επωφελής για τις ελληνικές εξαγωγές ή αντίθετα το νέο οικονομικό πλαίσιο θα λειτουργήσει ως τροχοπέδη (στις εξαγωγές).

Όπως καταλαβαίνει κανείς, η αντιπαράθεση αφορούσε τις προοπτικές του εξαγωγικού κεφαλαίου στη ζώνη του ευρώ.

Όσοι εξέφραζαν αντιρρήσεις, υποστήριζαν, ότι σε μεγάλο βαθμό η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών, με δεδομένη την μειονεκτική θέση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, στηριζόταν εν πολλοίς στη δυνατότητα χάραξης εθνικής συναλλαγματικής πολιτικής και πιο συγκεκριμένα στη δυνατότητα των νομισματικών αρχών της χώρας, να διαμορφώνουν τη συναλλαγματική ισοτιμία του εθνικού νομίσματος σε τέτοια επίπεδα, ώστε να προστατεύουν τις ελληνικές εξαγωγές.

Αυτό καθαυτό το πρόβλημα αφορούσε τα επίπεδα παραγωγικότητας των εξαγωγικών επιχειρήσεων, στον ανταγωνισμό που διεξάγουν για την κατάκτηση μεριδίων στην ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά. Αν η παραγωγικότητα της εργασίας μιας χώρας είναι υψηλότερη από αυτή των ανταγωνιστικών χωρών, τότε πι μειονεκτούσες χώρες δύο λύσεις έχουν. ¨Η να αυξήσουν και αυτές την παραγωγικότητα της εργασίας στα επίπεδα των ανταγωνιστών τους, ή – η άλλη περίπτωση – να υποτιμήσουν το νόμισμα τους, πράγμα που θα επιτρέψει στις εξαγωγικές τους επιχειρήσεις, να πωλήσουν φθηνότερα στις ανταγωνιστικές αγορές. Πόσο φθηνότερα; Όσο οι νομισματικές αρχές υποτιμήσουν το εθνικό νόμισμα, σε σχέση πάντα με τα άλλα, ανταγωνιστικά νομίσματα.

Αυτή ήταν η συνήθης πρακτική των κυβερνήσεων της Ελλάδας, οι οποίες, για να στηρίξουν τα εξαγωγικά μονοπώλια της χώρας, ακολουθούσαν την πολιτική της διολίσθησης της δραχμής, ή ακόμα και την υποτίμηση της, όπως έγινε το 1997 όταν και υποτιμήθηκε κατά 15% σε σχέση με τα ευρωπαϊκά νομίσματα και το δολάριο.

Με την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ, η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική της χώρας, παραδόθηκε στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Στην προκειμένη περίπτωση το «ελληνικό» εξαγωγικό κεφάλαιο, θα έπρεπε να λύσει δύο προβλήματα:

Το πρώτο: Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προσάρμοσε την νομισματική και συναλλαγματική πολιτική στις ανάγκες των μονοπωλιακών ομίλων των ισχυρότερων χωρών της ευρωζώνης, πρώτα και κύρια των γερμανικών. Η πολιτική του «σκληρού» ευρώ που εφαρμόστηκε από το 1999 (ισοτιμία ευρώ/δολαρίου 1 προς 1,3), ήταν καταστροφική για τις επιχειρήσεις των περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης, καθώς τα εμπορεύματα τους σε αγορές, εκτός της ζώνης του ευρώ, από τη μία στιγμή στην άλλη, έγιναν ακριβότερα κατά 30%. Τα γερμανικά μονοπώλια από την άλλη, ισοστάθμισαν τις αρνητικές επιπτώσεις της πολιτικής του «σκληρού» ευρώ, με την πάμφθηνη χρηματοδότηση από τις εμπορικές τράπεζες, δεδομένου ότι ένα ισχυρό νόμισμα μιας περιφερειακής ένωσης χωρών, προσελκύει κεφάλαια στα ισχυρότερα κέντρα της και η αφθονία του κεφαλαίου οδηγεί στην πτώση των επιτοκίων.

Το δεύτερο: Με ποιους τρόπους θα ισοστάθμιζε την απώλεια της εθνικής νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής. Η επιλογή στην προκειμένη περίπτωση ήταν μια και μοναδική. Η επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, η ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης με την ευρύτερη έννοια του όρου (μισθοί, ασφαλιστικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα, παιδεία – ως παράγοντας αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης – αναδιανομή του εισοδήματος με κρατική παρέμβαση προς όφελος των μονοπωλίων, πληθωρισμός κλπ).

Οι πολιτικές αυτές εφαρμόστηκαν με συνέπεια από τις αστικές κυβερνήσεις από το 1990 ακόμη, ενώ εντάθηκαν μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη και είχε δύο κατά βάση αποτελέσματα. Την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και την επιτάχυνση της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, καθώς στην απαιτητική αγορά της ευρωζώνης, οι επιχειρήσεις που χτυπιούνται πρώτες είναι οι πιο μικρές και οι πιο αδύνατες.

 

Η περίοδος 2002 – 2008

Οι νομοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής, μπορεί να επιβραδυνθούν ή να επιταχυνθούν, δεν μπορούν όμως να ανασταλούν.

Ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης, ο οποίος έχει γενική ισχύ σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες, έδρασε φυσικά και στη ζώνη του ευρώ. Σε ορισμένες περιφέρειες – χώρες της ευρωζώνης, η ανάπτυξη προχωρεί με ταχύτερους ρυθμούς και σε άλλες με βραδύτερους. Η ενιαία αγορά σε μια περιφερειακή καπιταλιστική ένωση μόνο κατ΄όνομα είναι ενιαία. Από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης της ξεκινά η πάλη των μονοπωλιακών ομίλων, με την επικουρία των κρατών που έχουν ως βάση, για την κατάκτηση των μεριδίων αγοράς. Στην πάλη αυτή, υπάρχουν κερδισμένοι και χαμένοι. Σήμερα ξέρουμε ότι στη μάχη αυτή κέρδισαν κατά κράτος τα γερμανικά μονοπώλια, ενώ οι μονοπωλιακοί όμιλοι των άλλων18 χωρών, μέτρησαν μικρές ή μεγάλες απώλειες. Η γερμανική ηγεμονία σήμερα, στηρίζεται πρώτα και κύρια στην οικονομική ισχύ, στην επεκτατική δύναμη των μονοπωλιακών της επιχειρήσεων.

Και τώρα –στα πλαίσια των δυνατοτήτων ενός άρθρου –ερχόμαστε να απαντήσουμε στο ερώτημα: σε τι κατάσταση ήταν η ελληνική οικονομία, λίγο πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση το 2009;

Όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης, θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας της περιόδου 2002 (πρώτο έτος λειτουργίας του ευρώ) – 2008 (ο τελευταίος χρόνος πριν το ξέσπασμα της κρίσης) μέσα από την εξέλιξη α) της βιομηχανικής παραγωγής β) του κρατικού χρέους γ) του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

 

Βιομηχανική παραγωγή

 

Η βιομηχανική παραγωγή της χώρας την περίοδο 2002 – 2007 ( με δείκτη το 100 και έτος βάσης το 2010) έμεινε περίπου σταθερή με μικρές αυξομειώσεις. Αυτή η σταθερότητα του βιομηχανικού δείκτη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτυχής, δεδομένου ότι η εξεταζόμενη περίοδος περιστρέφεται γύρω από το έτος 2004 ( διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων) όπου θα ανέμενε κανείς, ότι η οικονομική δραστηριότητα θα ήταν εντονότερη.

Εντύπωση ως τόσο προκαλεί η απότομη πτώση του βιομηχανικού δείχτη κατά 5 ολόκληρες μονάδες μεταξύ του 2007 και του 2008 ( από 122,6 σε 117,5 μονάδες). ¨Όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, το έτος 2008 είναι ενδεικτικό, καθώς ξεκινάει η καθοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας.

 

Κρατικό χρέος

 

Το κρατικό χρέος της χώρας, ως ποσοστό του ΑΕΠ εμφανίζει μια μικρή υποχώρηση το 2003 και 2004 σε σχέση με το 2002 και μια εντυπωσιακή άνοδο 10 μονάδων το 2005, η οποία αποδίδεται στον υπερδανεισμό της χώρας τα προηγούμενα χρόνια προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων. Το 2006 και 2007 σταθεροποιείται στα υψηλά επίπεδα του 105 – 106% του ΑΕΠ, για να εμφανίσει μια εντυπωσιακή άνοδο 5,3 μονάδων το 2008.

 

Ισοζύγιο πληρωμών

 

Ο πιο ενδεικτικός και ο πιο αποκαλυπτικός πίνακας απ’ όλους.

Το 2002 – 2004 το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών κυμαίνεται μεταξύ του ανεκτού 5,8 και 6,8% του ΑΕΠ. Το 2005 εμφανίζει μια μικρή άνοδο στο 7,5% του ΑΕΠ και τα έτη 2006 – 2007 – 2008 απογειώνεται στο 11,3%, στο 13,6% και στο 14,7%.

Και οι πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών σχολών γνωρίζουν ότι όταν μια οικονομία εμφανίζει τόσο υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών της , αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας αλλά και συνολικότερη επιδείνωση όλων των άλλων οικονομικών της μεγεθών.

Προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι η ελληνική οικονομία άρχισε να εμφανίζει σοβαρά προβλήματα επιβράδυνσης και στασιμότητας ένα χρόνο πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2009. Η οικονομική κρίση που σάρωσε τον παγκόσμιο καπιταλισμό την βρήκε σοβαρά αποδυναμωμένη και την έπληξε καθοριστικά.

Μήπως ο αναγνώστης μπορεί να βρει κάποιο άλλο λόγο της οικονομικής αυτής εξασθένισης, από τη συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ; ΄

 

 

Τα στοιχεία των πινάκων προέρχονται από τους Εθνικούς Λογαριασμούς της ΕΛΣΤΑΤ του έτους 2011.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας