Εργατικός Αγώνας

2ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ: Η κομμουνιστική αρχή του κόμματος

Ο Εργατικός Αγώνας συνεχίζει τα ιστορικά δημοσιεύματα γύρω από τα Συνέδρια του ΚΚΕ της περιόδου 1918-1945. Πρόκειται για τα πρώτα επτά συνέδρια του κόμματος από το ιδρυτικό του έως και το 7ο που ήταν το πρώτο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Η επιλογή να ασχοληθούμε με αυτή την περίοδο της ιστορίας του ΚΚΕ δεν έγινε τυχαία. Αυτές τις μέρες δίδεται στη δημοσιότητα, από την σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, ο αναθεωρημένος πρώτος τόμος του δοκιμίου της κομματικής ιστορίας που καλύπτει την περίοδο 1918-1949. Από πλήθος ιστορικών εκδόσεων και αρθρογραφίας η ηγεσία του ΚΚΕ έχει καταστήσει σαφές ότι αναθεωρεί πλήρως το κομματικό παρελθόν βγάζοντας λάθος όλη την κομματική πολιτική -τακτική και στρατηγική- στο μεσοπόλεμο, στην αντίσταση και στη μεταπολεμική περίοδο. Λαθεμένη, επίσης, θεωρεί και την πολιτική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος εκείνης της εποχής.

Το σημερινό δημοσίευμα αναφέρεται στο 2ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ όπου το  κόμμα γίνεται τμήμα της Γ Διεθνούς και προσθέτει τον όρο  «Κομμουνιστικό» στον τίτλο του.

Με τα δημοσιεύματά μας γύρω από τα επτά πρώτα συνέδρια του ΚΚΕ δίνουμε την δική μας γενική προσέγγιση και στάση απέναντι στην κομματική ιστορία εκείνης της εποχής. Ασφαλώς όταν βγει στη δημοσιότητα ο αναθεωρημένος πρώτος τόμος της κομματικής ιστορίας θα τον μελετήσουμε και θα τοποθετηθούμε αναλυτικά και συγκεκριμένα.

Στα επόμενα δημοσιεύματα -όπου κρίνουμε απαραίτητο- θα δώσουμε στη δημοσιότητα κι άλλο αρχειακό υλικό διευκολύνοντας το αναγνωστικό κοινό του Εργατικού Αγώνα ώστε να έχει τη μέγιστη δυνατή πρόσβαση στις πηγές της κομματικής ιστορίας.

 Η Συντακτική Ομάδα του Ε.Α.

 

«Το Κόμμα κηρύσσει εαυτό τμήμα της Διεθνούς ηνωμένον και συνδεδεμένον μετά των κομμάτων όλων των χωρών, τα οποία αγωνίζονται δια την ανατροπήν της Διεθνούς κεφαλαιοκρατίας και τον θρίαμβον του Διεθνούς σοσιαλισμού». Μ’ αυτή τη θέση, που περιλαμβάνεται στο ιδρυτικό του ψήφισμα[1], το ΣΕΚΕ τοποθετούσε αυτοδικαίως τον εαυτό του στις γραμμές της Δεύτερης Διεθνούς. Το Νοέμβρη του 1918 που ιδρύθηκε το κόμμα η Τρίτη Διεθνής δεν είχε ακόμα ιδρυθεί. Θα έκανε την εμφάνισή της σε κάτι περισσότερο από τρεις μήνες. Η παρουσία της όμως, με την έννοια της άμεσης προοπτικής, ήταν παντού, ξεπηδούσε μέσα από την αίγλη της Οκτωβριανής επανάστασης που έδειχνε το δρόμο της νίκης στο προλεταριάτο. Από αυτή την προοπτική δεν θα μπορούσε να λείψει το νεογέννητο ελληνικό εργατικό κόμμα, το οποίο άλλωστε είχε δημιουργηθεί μέσα από μια βασανιστική πορεία πολιτικής ωρίμανσης του ελληνικού προλεταριάτου, με ρυθμούς που επιταχύνθηκαν κάτω από την ισχυρή επίδραση της ρωσικής επανάστασης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που στο άνοιγμα των εργασιών του ιδρυτικού συνεδρίου, μιλώντας εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής, ο Αρ. Αρβανίτης τόνισε μεταξύ άλλων[2]: «Είναι τώρα κάμποσος καιρός που η σοσιαλιστική μας κοινωνία δεν είναι πλέον ιδέα αλλά γεγονός που επραγματώθη πάνω από τα όρια κρατών και θρησκειών ψηλά στη Ρωσία που έγινε τελευταία το κέντρο της επαναστατικής μαζικής κινήσεως».

Η πορεία του κόμματος προς την Τρίτη Διεθνή δεν ήταν εύκολη. Όπως δείχνουν όμως τα πράγματα εκ των υστέρων ήταν μάλλον μονόδρομος. Αναφερόμενος στη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στο κόμμα πάνω σε αυτό το ζήτημα, αμέσως μετά το ιδρυτικό συνέδριο, ο Αβραάμ Μπεναρόγια γράφει: «Η νέα Κ.Ε. έπρεπε πλέον να συνδεθή με το διεθνές προλεταριάτον. Είχεν όμως αναγγελθή η ίδρυσις της Γ’ Διεθνούς και η ανασύνταξις της Β’. Που έπρεπε να προσχωρήση το εν Ελλάδι Σοσιαλ. Εργ. Κόμμα; Η Κ.Ε. ρέπει προς τη Γ’ Διεθνή». Και παρακάτω προσθέτει: «Το Σοσ. Συνέδριον καθώρισε μία κατέυθυνσιν συμβιβαστικήν των διαφόρων τάσεων, αλλά η Διοίκησις απετελέσθη μάλλον από αριστερά στοιχεία. Η δημιουργία της Γ’ Διεθνούς έσχεν εις το κόμμα μίαν επίδρασιν αδιστάκτου προσανατολισμού των αριστερών προς τη Γ’ Διεθνή… Η εξέλιξις των παγκοσμίων γεγονότων, ίδία της Γερμανικής επαναστάσεως ενισχύει μεγάλως την επίδρασιν της αριστερίζουσας Κ.Ε. επί της κατευθύνσεως του Κόμματος»[3].

Η πρώτη Σύνοδος του Εθνικού Συμβουλίου του ΣΕΚΕ

Το ΣΕΚΕ θα ολοκληρώσει τον προσανατολισμό του προς την Κομιντέρν με το δεύτερο συνέδριό του, όταν, πέραν των άλλων θα προσθέσει και στον τίτλο του, μέσα σε παρένθεση, το «Κ», υποδηλώνοντας ότι είναι κόμμα κομμουνιστικό. Πριν όμως μιλήσουμε γι’ αυτό το συνέδριο αναλυτικότερα, οφείλουμε να σταθούμε σε έναν άλλο, εξίσου ιστορικό, σταθμό της κομματικής πορείας προς την Κομμουνιστική Διεθνή, στην πρώτη Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου του ΣΕΚΕ που πραγματοποιήθηκε στο διάστημα από 18 έως 24 Μαΐου (31Μαϊου- 5 Ιουνίου με το ημερολόγιο) του 1919. Το Εθνικό Συμβούλιο στο πλαίσιο των εκθέσεων δράσης των κεντρικών κομματικών οργάνων (ΚΕ, ΚΕΕ) συζήτησε την συνδικαλιστική πολιτική του ΣΕΚΕ, την εσωτερική και εξωτερική του πολιτική, ζητήματα κομματικής προπαγάνδας, το ζήτημα του Ριζοσπάστη (που τότε δεν ήταν ακόμη κομματικό όργανο αλλά ανήκε στον Γ. Πετσόπουλο που ήταν υποψήφιο κομματικό μέλος) και φυσικά το ζήτημα των σχέσεων του κόμματος με το διεθνές εργατικό κίνημα, των σχέσεων του δηλαδή με την Β’ και τη Γ’ διεθνή. Στο τελευταίο αυτό ζήτημα, που ήταν κεφαλαιώδες για την αποσαφήνιση του χαρακτήρα του κόμματος, ο προσανατολισμός προς την Κομιντέρν πήρε πλέον σάρκα και οστά. Η σχετική απόφαση του Συμβουλίου έχει ως εξής[4]: «Το Σοσιαλιστικόν εργατικόν κόμμα, λαβόν υπόψιν ότι τα κόμματα και τα στοιχεία που απαρτίζουν σήμερον τη β’ Διεθνή επρόδωσαν την σοσιαλιστικήν ιδεολογίαν συμπράττοντα με τας αστικάς κυβερνήσεις κατά το διάστημα του πολέμου και ότι συνεργαζόμενα με αυτάς εγκατέλειψαν την πάλη των τάξεων, ενίσχυσαν τον ιμπεριαλιστικόν πόλεμον, αντεστάθησαν εις την αδελφοποίησιν των λαών και εις τη επανίδρυσιν της σοσιαλιστικής Διεθνούς. Παρατηρούν επίσης ότι η β’ Διεθνής συγκεντρωθείσα εις Βέρνην και Άμστερνταμ δεν έκαμε τίποτε δια τα κόμματα που επρόδωσαν τον αγώνα και είναι αδύνατη και ανίκανη να απαλλαχθή από αυτά δια μιας αναγκαίας εκκαθαρίσεως

Αποφασίζει: 1)Να αποχωρήση εκ της β’ Διεθνούς και να αποκηρύξη την οπορτουνιστικήν τακτικήν της. 2) Δίδει εντολήν εις την Κεντρικήν Επιτροπήν να προπαρασκευάση το έδαφος δια την προσχώρησιν εις την γ’ διεθνή μη αποκλειομένου εκ τούτου να ευρίσκεται εις σχέσεις με τα κόμματα εκείνα της Β’ Διεθνούς τα οποία έμειναν πιστά εις τας σοσιαλιστικάς αρχάς».

Στην πρώτη αυτή συνεδρίαση του Εθνικού Κομματικού Συμβουλίου παρά τις θετική απόφαση για το ζήτημα της Διεθνούς, η κομμουνιστική τάση του Κόμματος δέχθηκε ένα πλήγμα, όταν ο Δ. Λιγδόπουλος και ο Ν. Δημητράτος που ήταν και γραμματέας της ΚΕ, οδηγήθηκαν σε παραίτηση για λόγους ευθιξίας, επειδή κατηγορήθηκαν ότι δημοσίευσαν αλλοιωμένο το πρόγραμμα του Κόμματος που είχε ψηφισθεί στο ιδρυτικό συνέδριο. Το πλήγμα αυτό δεν αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικό. Τα κύρος τω δύο ηγετών ήταν πολύ μεγάλο που ακόμα και οι κατήγοροι τους εναντιώθηκαν στις παραιτήσεις τους, με αποτέλεσμα λίγους μήνες αργότερα στη Δεύτερη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου οι παραιτηθέντες να επιστρέψουν στις θέσεις τους στα κομματικά όργανα.

Το δεύτερο Εθνικό Συμβούλιο του Κόμματος συγκλήθηκε στις 25 Νοεμβρίου (8 Δεκεμβρίου) του 1919 και επιβεβαίωσε τον κομματικό προσανατολισμό προς την κομμουνιστική Διεθνή. Μάλιστα σε αυτό το Συμβούλιο λήφθηκε και η απόφαση να συμμετάσχει το Κόμμα στην Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία. Για το λόγο αυτό στάλθηκε στη Σόφια ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος, ώστε ως αντιπρόσωπος του ΣΕΚΕ να πάρει μέρος στην ιστορική Συνδιάσκεψη της ΒΣΟ (Γενάρης 1920), όπου λήφθηκε η απόφαση της μετονομασίας της σε Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία[5].

Ο Αβρ. Μπεναρόγια δίνει γλαφυρότατα την εικόνα του ΣΕΚΕ αυτήν την περίοδο όταν γράφει[6]: «Οι έλληνες κομμουνιστές εμφανίζονται. Εν δεύτερον Συμβούλιον του Κόμματος συγκαλείται συντόμως εις Αθήνας το οποίο επαναφέρει τους παραιτηθέντας Ν. Δημητράτον και Δ. Λιγδόπουλον. Ο Αρβανίτης παραιτείται. Ο ‘‘Ριζοσπάστης’’ αναγνωρίζεται ανεπίσημον όργανον του κόμματος παρά τας αντιρρήσεις ενίων αλλά υπό τον όρον του ελέγχου της Κ.Ε. και με αρχισυντάκτας μέλη του κόμματος. Μετ’ ολίγον ο Γιάννης Πετσόπουλος εισέρχεται εις το κόμμα, συγχρόνως δε εμφανίζονται εις τας τάξεις αυτού άλλοι διανοούμενοι εν οις οι Γ. Κορδάτος, Γ. Γεωργιάδης, Ε. Παπαναστασίου κλπ., οίτινες αναγνωρίζονται ως μέλη του κόμματος. Το Συμβούλιον του Κόμματος, αφού επανέφερε την αριστεράν πλειοψηφίαν εις την ΚΕ του Κόμματος και επεκύρωσε την προσχώρισιν του Κόμματος εις την Βαλκανικήν Ομοσπονδίαν εις την οποίαν συνελθούσαν εκ νέου εις Σόφιαν είχε αντιπροσωπευθή δια του Δ. Λιγδόπουλου. Δεδομένου δ’ ότι η Β.Ο. είχε ήδη προσχωρήση εις την Γ’ Διεθνή η συμμετοχή του κόμματος εις την Β.Ο. αποτελεί τον πρόλογον της προσχωρήσεως αυτού εις την Γ’ Διεθνή. Πάντως η προσχώρησις εις την Γ’ Διεθνή αφέθη όπως αποφασισθή εις το β’ Τακτικόν Συνέδριον του Κόμματος το οποίο θα συνήρχετο το επόμενο έτος, αφέθη δε εις την Κ.Ε. όπως εν τω μεταξύ έλθη εις επαφήν με την Γ’ Διεθνή δια την καλυτέραν διαπίστωσιν της διεθνούς καταστάσεως προς διαφώτισιν του προσεχούς συνεδρίου του κόμματος».

Το Β’ Συνέδριο του ΣΕΚΕ ανοίγει τις πύλες του

Το Β’ Συνέδριο του ΣΕΚΕ άρχισε τις εργασίες του στις 5 (18) Απριλίου του 1920 και τις ολοκλήρωσε μια εβδομάδα μετά, στις 12 (25) του ιδίου μήνα[7]. Την επομένη της έναρξης των εργασιών του Συνεδρίου ο Ριζοσάστης έγραφε[8]:

«Ήρχισε χθες τας εργασίας του το συνέδριον του Κόμματός μας, του Σοσιαλιστικού εργατικού κόμματος της Ελλάδος. Για όσους παρίσταντο εις την συγκέντρωσιν αυτήν, όπου οι αντιπρόσωποι εξ όλων των άκρων της Ελλάδος, αντιπρόσωποι κατέχοντες θέσιν επίλεκτον μέσα εις τον εργατικόν κίνημα της χώρας, εκίνησαν και ήλθον δια να αντιπροσωπεύσωσι τα τμήματα των εις το συνέδριον τούτο του Κόμματος που εκπροσωπεί την πολιτικήν εκδήλωσιν της εργατικής τάξεως της Ελλάδος, ο σοσιαλισμός εις την Ελλάδα αποτελεί ένα γεγονός και το Σοσιαλιστικόν εργατικόν κόμμα έναν οργανισμόν, προς τον οποίον θα αναγκασθούν πολύ ταχέως να στρέψουν τα βλέμματα των όσοι έως σήμερον επίστευον ότι δύνανται να τον αγνοούν. Οι εργάται που παρακολουθούν τον αγώνα μας, που αισθάνονται τον πολιτικόν αγώνα ως ανάγκην δια την απολύτρωσιν της τάξεώς των και που ατενίζουν με εμπιστοσύνην προς το διεξάγων τον αγώνα τούτον Σοσιαλιστικόν εργατικό κόμμα, ας είναι βέβαιοι, ότι το συνέδριον τους θα φανή αντάξιον της εμπιστοσύνης των και αι αποφάσεις του αντάξιαι των προσδοκιών των. Ας είναι βέβαιοι, ότι το συνέδριον τούτο θα θεμελιώσει στερεάς τας βάσεις επί των οποίων το εργατικόν μας κίνημα θα βάδιση εις το μέλλον αλματικώς και απροσκόπτως εις τον δρόμον της ιστορικής του αποστολής».

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη το συνέδριο συγκλήθηκε «εις την αίθουσαν Τσαλδάρη παρά το θέατρον ‘‘Κεντρικόν’’ εντός της στοάς». Η αίθουσα ήταν διακοσμημένη με εικόνες «των Καρλ Μαρξ, Λένιν, Λήμπκνεχτ, Ρόζας Λούξεμπουργκ και λοιπών ηγετών του διεθνούς σοσιαλισμού, ως και με ερυθράς σημαίας» ενώ οι εργασίες άρχισαν στις 2μ.μ. «Άπειρον πλήθος εργατών και λοιπού διανοουμένου κόσμου- έγραφε ο Ριζοσπάστης-, από ενωρίς επλημμύρισε την αίθουσα ασφυκτικώς. Μεταξύ των παρευρισκομένων διεκρίνεντο τα διοικητικά συμβούλια των μεγαλυτέρων εργατικών οργανώσεων, τόσον των Αθηνών όσο και του Πειραιώς. Αρκετοί δημοσιογράφοι και ανταποκριταί ξένων εφημερίδων κατείχον την αριστεράν πλευράν της αιθούσης, παρακολουθήσαντες μετ’ άκρου ενδιαφέροντος τας γενομένας συζητήσεις και ιδίως την έκθεσιν των πεπραγμένων της Κεντρικής Επιτροπής, την οποίαν ανέγνωσεν ο γενικός γραμματεύς του κόμματος σύντροφος Ν. Δημητράτος»[9].

Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες διεξαγωγής του Συνεδρίου

        

Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήχθη το Συνέδριο παρουσιάζουν ορισμένες ποιοτικές διαφορές σε σχέση με αυτές που επικροτούσαν κατά το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ, το Φθινόπωρο του 1918. Αν και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε λήξει και το στρατόπεδο των νικητών ιμπεριαλιστών μοίραζε τη λεία των ηττημένων στο τραπέζι της ειρήνης, για την Ελλάδα ο πόλεμος ήταν ακόμη κυρίαρχο στοιχείο στη ζωή των πολιτών της. Η Μικρασιατική εκστρατεία αλλά και η συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων στην ιμπεριαλιστική επέμβαση κατά της νεαρής Σοβιετικής Ρωσίας στην Ουκρανία δεν υπογράμμιζαν μόνο την αλληλοδιαπλοκή της άρχουσας τάξης της χώρας με το πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, αλλά και το αντιδραστικό κλίμα που επικρατούσε, όπως και την κατάσταση ένδειας μέσα στην οποία ζούσαν οι εργαζόμενες μάζες.

Η εργατοϋπαλληλική τάξη της χώρας απασχολούσε στη βιομηχανική παραγωγή- που είχε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, περίπου, 10%- γύρω στα 180.000 άτομα. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργατών παρουσίαζαν σημαντική ανάπτυξη αφού μέσα σε τρία χρόνια, από το 1917 ως το 1920, αυξήθηκαν κατά 20% Τα ημερομίσθια παρουσίαζαν κάποια σταθερότητα αλλά αυτή ήταν προσωρινή αφού δεν άργησε να τα εξανεμίσει ο μεγάλος πληθωρισμός του 1921- 1923. Στις συνθήκες πάντως του 1920 ο εργατικός μισθός κάλυπτε μόλις το 50% των αναγκών μιας εργατικής οικογένειας. Η χώρα από οικονομική άποψη ήταν κατά βάση γεωργική. Το 53% του πληθυσμού ήταν αγρότες και το 60% του εθνικού εισοδήματος προερχόταν από τη γεωργία ενώ το αγροτικό πρόβλημα συνέχιζε να παραμένει άλυτο[10].

Ας επιστρέψουμε, όμως στο Συνέδριο και ας δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες τις εργασίες του.

Η σύνθεση του συνεδρίου

Στο συνέδριο πήραν μέρος οι εξής αντιπρόσωποι: Από το τμήμα της Αθήνας ο Ι. Λαγουδάκης (σωματείο των κοσμηματογράφων), ο Κ Δαμίγος (σωματείο βαρελοποιών) και ο Μ. Οικονόμου. Από το τμήμα Πειραιά, ο Σ. Κόκκινος της Ένωσης Ηλεκτροτεχνιτών και Γ. Γκέλος από τους μηχανουργούς. Από το τμήμα Βόλου, ο δημοσιογράφος Κ. Γκοντίνος, και ο Σπ. Φασούλης της Καπνεργατικής Ένωσης ‘‘Αλληλεγγύη’’. Από τοπ τμήμα της Θεσσαλονίκης, ο Ν. Σαργολόγος εμποροϋπάλληλος, Άντζελ Πεχνά του Διεθνούς Συνδικάτου Καπνεργατών και ο Ν. Καστρινός Δημοσιογράφος. Από το τμήμα Δράμας ο Ε. Σταυρίδης γραμματέας της Πανεργατικής Δράμας. Από το τμήμα Καβάλας, ο Λ. Χατζησταύρου του Καπνεργατικού Συνδέσμου ‘‘Ευδαιμονία’’ και Χαΐμ Γιουδάς του σωματείου Στιβαβαδόρων ‘‘Ευδαιμονία’’. Από το τμήμα των Σερρών, ο Α. Παπαδόπουλος του Καπνεργατικού Συνδικάτου ‘‘Ένωσις’’. Από το τμήμα Λάρισας ο Α. Νικολάου. Από το τμήμα Χαλκίδος ο Χάνος. Από το τμήμα Πύργου ο Λυκουριώτης. Επίσης στο συνέδριο έλαβαν μέρος τα μέλη της ΚΕ κα ης Εξελεγκτικής Επιτροπής του κόμματος και από τους κομματικούς βουλευτές ο Α. Κουριέλ.

Με συμβουλευτική ψήφο πήραν μέρος στις εργασίες του Συνεδρίου οι Γ. Κορδάτος, Γ. Γεωργιάδης, Α. Αρβανίτης και Γ. Πετσόπουλος. Επίσης παραβρέθηκαν ως προσκεκλημένοι ο Γ. Παπανικολάου εκ μέρους της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, ο Χατζής εκ μέρους της διοικήσεως της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας, και ο Ράλλης εκ μέρους της ομοσπονδίας των Τ.Τ.Τ.

Στο συνέδριο δεν πήρε μέρος ο Δ. Λιγδόπουλος που είχε αναχωρήσει για την Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Ομοσπονδίας στη Σόφια κι από εκεί θα πήγαινε στη Μόσχα ώστε να συνδέσει το κόμμα με την Κομμουνιστική Διεθνή και ο Α. Μπεναρόγια που ήταν εξόριστος στη Φολέγανδρο[11].

Την κεντρική εισήγηση στο συνέδριο παρουσίασε ο γραμματέας του κόμματος Ν. Δημητράτος. Από τα στοιχεία αυτής της εισήγησης προκύπτει ότι στη δύναμη του κόμματος, ανήκαν 6 αναγνωρισμένα τμήματα (Αθηνών, Πειραιά, Βόλου, Θεσσαλονίκης, Καβάλας και Κερκύρας), 1 τμήμα υπό αναγνώριση (Δράμας), 8 όμιλοι αναγνωρισμένοι (Χαλκίδας, Ιωαννίνων, Λάρισας, Σερρών, Αργοστολίου, Πύργου, Καλαμάτας και Πατρών), 6 όμιλοι υπό οργάνωση (Τρικάλων, Καρδίτσας, Λαμίας, Τιρνάβου, Αγρινίου και Λαυρίου), 5 οργανώσεις Νεολαίας (Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Βόλου και Καβάλας) και δύο οργανώσεις Νεολαίας υπό οργάνωση (Χαλκίδας και Κέρκυρας)[12].

Ο Α. Μπεναρόγια στα απομνημονεύματα του αναφέρει ότι στο συνέδριο αντιπροσωπεύτηκαν «7 τμήματα με 18 αντιπροσώπους, 8 όμιλοι με ψήφους, 8 νεολαίαι και 3 συνεργαζόμεναι ομοσπονδίαι (καπνεργατική, ηλεκτροκινήσεως, προσωπικού Τ.Τ.Τ.)»[13]. Ορισμένα επιπλέον στοιχεία που δείχνουν την δύναμη του κόμματος είναι τα εξής: Το κόμμα είχε συνολικά 1.000 μέλη. Ο αριθμός των μελών της νεολαίας ήταν 500. Οι αναγνώστες της κομματικής εφημερίδας «Εργατικός Αγών», που έβγαινε σε εβδομαδιαία βάση, ήταν 6.000 ενώ οι αναγνώστες του Ριζοσπάστη- που τότε ήταν φίλα προσκείμενος στο κόμμα- ήταν πάνω από 10.000. Τέλος στις 60.000 υπολογίζονταν οι αναγνώστες κομματικών μπροσούρων.[14]

Ημερήσια διάταξη και αποφάσεις

Για την διεύθυνση των εργασιών του το συνέδριο εξέλεξε προεδρείο αποτελούμενο από τους Ν. Καστρινό (πρόεδρο), Κ. Γκοντίνο και Ε. Σταυρίδη (γραμματείς). Επίσης αποφασίστηκε οι εργασίες να διαρκούν από τις 10 π.μ. έως τις 1 μ.μ. και από τις 3 μ.μ. έως τις 8 μ.μ. , κάθε ημέρα. Ως θέματα των συνεδριακών εργασιών ορίστηκαν τα παρακάτω:

Πρώτη ημέρα: έναρξη, καταρτισμός του γραφείου, υποβολή εκθέσεων, εκλογή διαφόρων επιτροπών.

Δεύτερη ημέρα: Συζήτηση επί των εκθέσεων, επί του απολογισμού και επί του τύπου του κόμματος.

Ημέρα τρίτη: Συζήτηση επί του ζητήματος των εκλογών και επί του αγροτικού ζητήματος.

Ημέρα τέταρτη: Συζήτηση επί του ζητήματος της Διεθνούς και επί του προγράμματος.

Ημέρα πέμπτη: συζήτηση επί διαφόρων προτάσεων (συγκεντρωτικό σύστημα) κ.λ.π.[15]

Τελικά, το συνέδριο κράτησε επτά και όχι πέντε ημέρες. Τα θέματα όμως που αναφέρονται συζητήθηκαν όλα και λήφθηκαν οι σχετικές αποφάσεις. Συγκεκριμένα, το συνέδριο άκουσε, συζήτησε, ενέκρινε την έκθεση δράσης ης Κεντρικής Επιτροπής καθώς και την έκθεση δράσης της εξελεγκτικής επιτροπής. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συζήτηση έγινε όσον αφορά το ζήτημα τη συμμετοχής των κομουνιστών στο κοινοβούλιο, κατά την οποία απορρίφθηκε η θέση της ομάδας Παπαναστασίου που ήταν αρνητική ως προς το θέμα. «Παρουσιάστηκαν όμως στο συνέδριο- γράφει ο Κορδάτος[16]– και μερικοί που διατύπωσαν την γνώμη πως οι κομμουνιστές δεν έχουν θέση στο κοινοβούλιο. Η βουλή λέγανε είναι για τους αστούς! Η θέση των κομμουνιστών είναι στο πεζοδρόμιο! Οι εξτρεμιστές αυτοί εμπνέονταν από τον Ευαγ. Παπαναστασίου, αλλά δεν είχαν πολλούς οπαδούς και παραμερίστηκαν, ύστερα από τις ομιλίες του Αριστ. Σίδερι, Π. Δημητράτου, Πετσόπουλου, Αρ. Αρβανίτη και άλλων».

Στις ιστορικές αποφάσεις του Συνεδρίου κατατάσσονται η απόφαση για προσχώρησή του ΣΕΚΕ στην Κομμουνιστική Διεθνή και η εκ νέου επεξεργασία του προγράμματός του σύμφωνα με τις αρχές της, η προσθήκη στον τίτλο του της λέξης «Κομμουνιστικό» (ως απόρροια της απόφασης για προσχώρηση στην Κομιντέρν) καθώς και η συγκεντρωτική οργάνωση του με τον αποκλεισμό των οργανωμένων τάσεων. Επρόκειτο για ένα τεράστιο βήμα στην κατεύθυνση εδραίωσης των προλεταριακών- κομμουνιστικών χαρακτηριστικών του κόμματος.

Επίσης αποφασίστηκε να τεθεί ο Ριζοσπάστης υπό τον έλεγχο της ΚΕ του κόμματος[17] όπως και να δημιουργηθεί εκδοτική κομματική εταιρεία στην οποία το κάθε μέλος υποχρεούνταν να έχει τουλάχιστον μία μετοχή[18]. Τέλος, το συνέδριο συζήτησε το αγροτικό ζήτημα ύστερα από εισήγηση του Γ. Κορδάτου ο οποίος πρότεινε την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών χωρίς αποζημίωση. Τελικά, όμως, εγκρίθηκε πρόταση των Π. Δημητράτου- Γ. Πετσόπουλου για εθνικοποίηση της γης[19].

Το κόμμα και η διεθνής

Στο συνέδριο εκδηλώθηκαν κυρίως δύο τάσεις που είχαν, η κάθε μία, τις ιδεολογικοπολιτικές τους αναφορές στη διεθνή πραγματικότητα του εργατικού κινήματος «Η μια- γράφει ο Κορδάτος[20]– με επικεφαλής τον Αρ. Σίδερι, Αλ. Κουριέλ, Π. Δημητράτο και Αρ. Αρβανίτη εκπροσωπούσε το δυτικό σοσιαλισμό. Η άλλη με επικεφαλής τον Κορδάτο, Γεωργιάδη, Σταυρίδη, Καστρινό, Γκοντίνο τον κομμουνισμό της Τρίτης Διεθνούς». Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών του δυτικού σοσιαλισμού δεν αντιτάχθηκε στις τελικές αποφάσεις για ένταξη του κόμματος στην Κομιντέρν γεγονός που μπορεί να εξηγηθεί από την μεγάλη αίγλη της Οκτωβριανής Επανάστασης και της Τρίτης Διεθνούς και από την απέχθεια που προκαλούσε η προδοσία της εργατικής τάξης από τη Β’ Διεθνή[21].

Στο Συνέδριο τέθηκαν σε ψηφοφορία δύο προτάσεις. Μία του βουλευτή Αλμπέρτ Κουριέλ και η άλλη της εισήγησης συμπληρωμένης από τις θέσεις που ανέπτυξαν οι Πετσόπουλος, Οικονόμου και Δαμίγος. Και οι δύο προτάσεις αναγνώριζαν την ανάγκη αποχώρησης από τη Β’ Διεθνή και σύνδεσης με την Τρίτη. Όμως η πρόταση Κουριέλ υποστήριζε τη θεωρητική προσχώρηση στην Κομιντέρν αφήνοντας την οργανική για το μέλλον ενώ η πρόταση της εισήγησης ζητούσε το κόμμα όχι μόνο να ασπαστεί τις αρχές της αλλά και να γίνει οργανικό μέρος της[22].

Η πρόταση του Κουριέλ συγκέντρωσε δύο ψήφους του τμήματος Βόλου ενώ η πρόταση της εισήγησης, που εγκρίθηκε από τους υπόλοιπους αντιπροσώπους, έλεγε μεταξύ άλλων ότι το συνέδριο «Εγκρίνει τη απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου περί αποχωρήσεως του κόμματος από τη β’ Διεθνή… Προσχωρεί οργανικώς εις την γ’ διεθνή της Μόσχας, της οποίας δέχεται τας αρχάς και τα ψηφίσματα. Εγκρίνει και επιδοκιμάζει τας αποφάσεις της Βαλκανικής Κομμουνιστικής συνδιασκέψεως, ήτις συνήλθεν εν Σόφια την 15η Ιανουαρίου (ν. η.) ε.ε. και δίδει εντολήν εις την ΚΕ να εργασθή δια να συνδεθή το κόμμα στενώτερον με τα σοσιαλιστικά κόμματα της Βαλκανικής που ακολουθούν τη γ’ διεθνή δια την προπαρασκευήν κοινού αγώνος των προλεταρίων της Βαλκανικής προς δημιουργίαν της Ομοσπονδιακής σοσιαλιστικής δημοκρατίας των συμβουλίων των εργατών και αγροτών της Βαλκανικής»[23].

Το Συνέδριο εξέλεξε νέα Κεντρική Επιτροπή η οποία αποτελούνταν από τους: Ν. Δημητράτο (Γραμματέα), Γ. Δούμα, Γιάννη Κορδάτο, Μ. Σιδέρη και Π. Δημητράτο, τακτικά μέλη και από τους Ν. Δαμίγο και Δ. Λιγδόπουλο, αναπληρωματικά. Η Εξελεγκτική Επιτροπή αποτελέστηκε από τους: Αβραάμ Μπεναρόγια, Α. Αρβανίτη και Σ. Κομιώτη. Αναπληρωματικό μέλος εκλέχτηκε ο Λαγουδάκης[24].

Χωρίς αμφιβολία το Δεύτερο Συνέδριο υπήρξε Συνέδριο- σταθμός στην ιστορία του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ, όσον αφορά την πορεία διαμόρφωσης του σε μαρξιστικό- λενινιστικό κόμμα νέου Τύπου. Εντούτοις, έμελλε ακόμη να γίνουν πολλά προς αυτή την κατεύθυνση.

 

 Γιώργος Πετρόπουλος


[1] «Το Πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ- Πρακτικά», Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 134

[2] στο ίδιο, σελ. 22

[3] Αβραάμ Μπεναρόγια: «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, σελ. 124 και 126

[4] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α’, σελ. 31.

[5] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α’ 1918- 1949, σελ. 104- 105

[6] Αβραάμ Μπεναρόγια, στο ίδιο, σελ. 133

[7] Η ημερομηνία εκτός παρενθέσεως είναι με το παλιό- τότε ισχύον- ημερολόγιο και μέσα στην παρένθεση είναι με το νέο ημερολόγιο

[8] Ριζοσπάστης 6- 19/4/1920

[9] Ριζοσπάστης 6/4/1920 και «Το ΚΚΕ από το 1918 έως το 1931», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1947, τόμος Α’, σελ. 26- 27

[10] Γιώργη Κατσούλη: «Ιστορία του ΚΚΕ», εκδόσεις Νέα Σύνορα, τόμος Α’, σελ. 149- 150

[11] «Ρ» 6/4/1920, Γ. Κατσούλη, στο ίδιο, σελ. 151- 152, «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ» Εκδόσεις ΣΕ, σελ. 105- 106 κ.α.

[12] «Το ΚΚΕ από το 1918 έως το 1931», στο ίδιο, σελ. 29- 30

[13] Αβραάμ Μπεναρόγια: «Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου», εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, σελ. 135

[14] «Το ΚΚΕ από το 1918 έως το 1931», στο ίδιο, σελ. 30 και Α. Μπεναρόγια, στο ίδιο, σε. 135.

[15] «Το ΚΚΕ από το 1918 έως το 1931», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1947, τόμος Α’, σελ. 32- 33

[16] Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις 20ος αιώνας, τόμος XIII, σελ. 537.

[17] Υπεύθυνος από την ΚΕ του Κόμματος για το «Ρ» ορίστηκε αργότερα ο Γ. Κορδάτος

[18] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α’ 1918- 1949, σελ. 106- 107

[19] Βλέπε το σύνολο των αποφάσεων του Συνεδρίου: «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α’, σελ. 50- 75

[20] Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 538

[21] Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι το κόμμα στο Εθνικό του συμβούλιο (που συγκλήθηκε το Μάη- Ιούνη του 1919) αποφάσισε την αποχώρηση από την Β’ διεθνή και τη προσχώρηση στην Κομιντέρν.(«Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», σελ. 101)

[22] Βλέπε αναλυτικά για τη συζήτηση του θέματος με τη Διεθνή: «Το ΚΚΕ από το 1918 έως το 1931», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1947, τόμος Α’, σελ. 58- 69

[23] «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α’, σελ. 61- 62

[24] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος Α’ 1918- 1949, σελ. 108

 

 

Αρχική δημοσίευση: rizospastis.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας