Εργατικός Αγώνας

Το 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ

Ο Εργατικός Αγώνας συνεχίζει τα ιστορικά δημοσιεύματα γύρω από τα Συνέδρια του ΚΚΕ της περιόδου 1918-1945. Πρόκειται για τα πρώτα επτά συνέδρια του κόμματος από το ιδρυτικό του έως και το 7ο που ήταν το πρώτο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Η επιλογή να ασχοληθούμε με αυτή την περίοδο της ιστορίας του ΚΚΕ δεν έγινε τυχαία. Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ δημοσιεύει τον αναθεωρημένο πρώτο τόμο του δοκιμίου της κομματικής ιστορίας που καλύπτει την περίοδο 1918-1949. Από πλήθος ιστορικών εκδόσεων και αρθρογραφίας, η ηγεσία του ΚΚΕ έχει καταστήσει σαφές ότι αναθεωρεί πλήρως το κομματικό παρελθόν βγάζοντας λάθος όλη την κομματική πολιτική -τακτική και στρατηγική- στο μεσοπόλεμο, στην αντίσταση και στη μεταπολεμική περίοδο. Λαθεμένη, επίσης, θεωρεί και την πολιτική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος εκείνης της εποχής.

Το σημερινό δημοσίευμα αναφέρεται στο 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ που έγινε το Μάρτιο του 1928.

Με τα δημοσιεύματά μας γύρω από τα επτά πρώτα συνέδρια του ΚΚΕ δίνουμε την δική μας γενική προσέγγιση και στάση απέναντι στην κομματική ιστορία εκείνης της εποχής. Στα επόμενα δημοσιεύματα -όπου κρίνουμε απαραίτητο- θα δώσουμε στη δημοσιότητα κι άλλο αρχειακό υλικό διευκολύνοντας το αναγνωστικό κοινό του Εργατικού Αγώνα ώστε να έχει τη μέγιστη δυνατή πρόσβαση στις πηγές της κομματικής ιστορίας.

 Η Συντακτική Ομάδα του Ε.Α.

Το 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ συνήλθε το Μάρτιο του 1934, κάτι περισσότερο από 5 χρόνια μετά τη σύγκληση του 4ου Συνεδρίου που είχε ολοκληρώσει τις εργασίες του το Δεκέμβρη του 1928. Το Συνέδριο συνήλθε στην Αθήνα σ’ ένα παράνομο σπίτι στους Αμπελόκηπους. Μετάτο τέλος των εργασιών του και αφού πέρασαν 15 μέρες, που ήταν το όριο ασφαλείας για να έχουν γυρίσει όλοι οι α­ντιπρόσωποι στις οργανώσεις τους, ανακοινώθηκε ότι συνήλθε στη Χαλ­κίδα. Το κόμμα βρισκόταν σε κατάσταση μισοπαρανομίας κι όφειλε να παίρνει όλα τα μέτρα για τη προστασία, από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, των μελών, των στελεχών του, της ίδιας της λειτουργίας του. «Οι εισηγήσεις- γράφει ο Δ. Λιβιεράτος[1]– δημοσιεύθηκαν στην ‘‘Κομμουνιστική Επιθεώρηση’’ και το ‘‘Ριζοσπάστη’’ σαν κανονικά άρθρα, για να μην δώσουν υποψίες ότι πρόκειται να γίνει συ­νέδριο. Έλαβαν μέρος περί τους 30 αντιπροσώπους από όλη την Ελλάδα». Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΚΕ του Κόμματος[2] στο συ­νέδριο πήραν μέρος όλες οι οργανώσεις του κόμματος εκτός από εκείνη της Ηπείρου, της οποίας άργησε ο αντιπρόσωπος να φτάσει. Επίσης οι αντιπρόσωποι της Θεσσα­λίας και της Κρήτης παρακολούθησαν τις εργασίες με συμβουλευτική ψήφο επειδή δεν οι συνδιασκέψεις των οργανώσεών τους ούτως ώστε να γίνει κανονική εκλογή αντιπρόσωπων. Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση Στο συνέδριο παραβρέθηκε αντι­προσωπεία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της ΟΚΝΕ (Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος) και του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ που καθορίστηκε με απόφαση της 7ης Ολομέλειας που συνήλθε λίγο πριν από το συνέδριο. «Στο συνέδριο επεκράτησε πλέρια μπολσεβίκικη ενότητα», αναφέρει η ανακοίνωση της ΚΕ. Πως όμως έφτασε το κόμμα ως αυτό το σημείο, όταν λίγα χρόνια πριν οι εσωκομματικές συγκρούσεις σφράγιζαν κάθε βήμα του; Στο ερώτημα αυτό θα απαντήσουμε μέσα από μια όσο το δυνατόν σύντομη και περιεκτική παράθεση των ιστορικών γεγονότων.

Μετά το 4ο Συνέδριο-Η εσωκομματική κρίση 1929- 1931

Με το 4ο Συνέδριό του το ΚΚΕ όχι μόνο δεν κατάφερε να θέσει τέρμα στην εσωκομματική του κρίση αλλά αντίθετα δοκίμασε αυτή την κρίση, που το μάστιζε χρόνια, σε ένα νέο επίπεδο, με μεγαλύτερη ένταση και σε μεγαλύτερη έκταση απ’ ότι πριν. Στην πραγματικότητα το κόμμα έφτασε στα όρια της διάλυσης, παρά το γεγονός ότι οι αντικειμενικές συνθήκες υπογράμμιζαν παντοιοτρόπως την αναγκαιότητα ύπαρξής του. Χωρίς αμφιβολία και αυτή η φάση της κρίσης του κόμματος είναι απότοκος της γενικότερης κρίσης στρατηγικής που το διακρίνει από την ίδρυσή του ακόμη, μια κρίση στρατηγικής που επηρεάζεται συχνά από τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και στο μπολσεβίκικο κόμμα και που κατά διαστήματα λύνεται προσωρινά μέσα από οξύτατες εσωκομματικές συγκρούσεις και διασπάσεις. Για το ζήτημα της κρίσης του κόμματο ο Ν. Ζαχαριάδης, πολύ εύστοχα, γράφει[3]-: «Με την ίδρυσή του το ΚΚΕ μπαίνει σε μια βαθιά και μακρόχρονη εσωτερική κρίση, που για αιτία έχει τούτη τη βασική αντίθεση… που χαρακτηρίζει και αντανακλά σε ολόκληρο το λαϊκό επαναστατικό κίνημα: ενώ αντικειμενικά η κατάσταση το καλεί να οργανώσει και καθοδηγήσει τον εργαζόμενο λαό, στη λαοκρατική δημοκρατική μεταβολή που είναι ώριμη, υποκειμενικά το κόμμα δεν μπορεί να συλλάβει το νόημα της εποχής του, να δώσει το νεοελληνικό μπολσεβίκικο πρόγραμμα της μεταβολής αυτής, να τοποθετηθεί σωστά στο πεδίο των πολιτικών, κοινωνικών συγκρούσεων της περιόδου αυτής. Αναμασά και μεταφέρνει απ’ έξω γενικές αφηρημένες, δογματικές θέσεις και διαπιστώσεις, χρησιμοποιεί έτσι είτε αλλιώς αφηρημένη επαναστατική φρασεολογία, δεν μπορεί όμως μέσα από τη νεοελληνική κοινωνική ζωή και πραγματικότητα να χαράξει το νεοελληνικό μπολσεβίκικο δρόμο εξέλιξης. Αυτό το γεγονός το κρατά ουσιαστικά μακριά από τη ζωντανή δημιουργική πολιτική δράση, από τις πολιτικές ανάγκες και ζυμώσεις της στιγμής. Το κόμμα παλεύει ακούραστα και αποτελεσματικά για την οργάνωση και τις οικονομικές διεκδικήσεις των εργαζομένων, κατά πρώτο λόγο της εργατικής τάξης. Όμως δεν έχει καθημερινή νεοελληνική επαναστατική πολιτική. Δεν ανταποκρίνεται, στις πολιτικές απαιτήσεις που κάθε στιγμή προβάλλουν τα γεγονότα, η γοργή εξέλιξη και κίνηση της εποχής, οι μάζες. Δεν μπορεί να δώσει μαρξιστικά- λενινιστικά τη θεωρητική προγραμματική σύνθεση της τότε νεοελληνικής πραγματικότητας, να φωτίσει το δρόμο της ανέλιξης και έτσι να συνενώσει και να κατευθύνει πολιτικά τον τεράστιο λαϊκό επαναστατικό οργασμό προς τη λαοκρατική δημοκρατική μεταβολή που είναι τότε το ώριμο και πραγματοποιήσιμο καθήκον».

Η νέα φάση της κρίσης του ΚΚΕ μετά το 4ο Συνέδριό του αφορά το διάστημα 1929- 1931 κι έχει μείνει γνωστή στην κομματική φιλολογία ως «φραξιονιστική πάλη δίχως αρχές» ανάμεσα σε δύο κύριες ομάδες της ηγεσίας του κόμματος: την ομάδα των Χαϊτά- Ευτυχιάδη και την ομάδα των Θέου- Σιάντου- Πυλιώτη- Αλέξη. Δίπλα στις δύο αυτές ομάδες κι ενάντια τους υπήρχε και μία τρίτη των Κ. Καραγιώργη, Άγι Βλάχου και Θέμελη. Η ομάδα αυτή επιδίωκε την παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την έξοδο του κόμματος από την κρίση.

Λόγω έλλειψης χώρου δεν θα αναφερθούμε αναλυτικά στις θέσεις που υποστήριξε η κάθε μία από αυτές τις ομάδες. Θα δώσουμε μόνο το στίγμα των δύο βασικών ομάδων και ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία της όλης κατάστασης που είχε δημιουργηθεί στο κόμμά τότε. Αναφορικά με τις θέσεις της κάθε ομάδας, στην ιστορική Έκκληση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Νοέμ­βρης του 1931) με την οποία μπήκε τέρμα σ’ αυτή την κατάσταση, τονιζόταν: «αν και στη βάση της φραξιονιστικής πάλης στους κόλπους του κόμματος υπήρξαν μερικές πολιτικές διαφωνίες μέσα στη διοίκηση του Κόμματος, ο χαρακτήρας της πάλης αυτής προέκυψε από μία εις το έπακρον μεγαλο­ποίηση αυτών των διαφορών γνωμών και σε πολλές περι­πτώσεις από προσωπικά ελατήρια άνευ αρχών. Στο μέτρο που πολιτικές διαφορές χώριζαν τις δύο ομάδες της διοίκη­σης του Κόμματος (των Χαϊτά- Ευτυχιάδη και των Θέου- Σιά­ντου- Πυλιώτη- Αλέξη), οι πλατφόρμες των δύο αυτών ομά­δων αντιπροσώπευαν ένα μίγμα δεξιών και “αριστερών” πα­ρεκκλίσεων από την μπολσεβίκικη τακτική στην πάλη των τάξεων. Πρακτικά, το γεγονός αυτό βρήκε την έκφρασή του στη διεύθυνση των οικονομικών αγώνων, στην προπαρα­σκευή της γενικής απεργίας, καθώς επίσης και στη διεύθυν­ση της όλης εσωτερικής οργανωτικής και μαζικής δουλειάς του Κόμματος»[4].

Για την κρίση του κόμματος στην περίοδο 1929- 1931 ο Ν. Ζαχαριάδης στις «Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ» γράφει[5]: «Η τελευταία δίχως αρχές φραξιονιστική πάλη (1929- 31) που στην οργάνωση της πήρε μέρος και ο ταξικός εχθρός, χτύπησε το κόμμα πιο πολύ απ’ όλες». Πρόκειται για μια διαπίστωση που ισχύει απόλυτα και ως προς τα δύο σκέλη της: και ως προς τις επιπτώσεις που είχε στο ΚΚΕ και ως προς την ανάμειξη του ταξικού εχθρού σ’ αυτή. Ως προς τις επιπτώσεις στο κόμμα αξίζει να αναφερθούν τα εξής: Το 1930 το ΚΚΕ έφτασε να αριθμεί μόλις 1.500 μέλη κι αυτά κυρίως στην επαρχία. Στην Αθήνα τα μέλη ήταν μόνο 170 και στον Πειραιά, το μεγαλύτερο εργατικό κέντρο της χώρας, μόνο 70. Σημαντικά μειώθηκε και ο αριθμός των αναγνωστών του Ριζοσπάστη που από τις 3.000 που ήταν το 1929, έπεσε στους 1.666 το 1930[6].

Αναφορικά με την εμπλοκή του ταξικού εχθρού στην εσωκομματική πάλη αξίζει να σταθούμε στα όσα γράφει ο, κατά την μετεμφυλιακή περίοδο, καθηγητής του αντικομουνισμού στις σχολές στην Αστυνομίας, της Χωροφυλακής, της ΚΥΠ και του Στρατού Αθανάσιος Παυλόπουλος[7]. «Κατά την περίοδον του φραξιονισμού- γράφει ο Παυλόπουλος[8]– αι υπηρεσίαι Εθνικής Ασφαλείας του Κράτους επέδειξαν αντικομμουνιστικήν δραστηριότητα, επωφεληθείσαι της ενδοκομματικής πάλης του ΚΚΕ και της αντιθέσεως μεταξύ τούτου και των αντιπάλων κομμουνιστικών οργανώσεων του λικβινταριστικού Σπάρτακου του Π. Πουλιόπουλου και το αρχειομαρξισμού. Όλως εξαιρετική υπήρξεν η δραστηριότης κατά την περίοδον ταύτην του επί κεφαλής της αντικομουνιστικής ομάδος της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Αθηνών Αξιωματικού της Αστυνομίας Πόλεων Νικολάου Λαμπρινοπούλου. Ούτως εξεμεταλλεύθη πρώτον τας αντιθέσεις μεταξύ των τριών αντιπάλων παρατάξεων εντός του ΚΚΕ και τας αντιθέσεις μεταξύ τούτων και των αντιπάλων κομμουνιστικών οργανώσεων εν Ελλάδι, ιδία δε τας μεταξύ του ΚΚΕ και του αρχειομαρξισμού. Ο Ν. Λαμπρινόπουλος ότε μεν συνελάμβανε και εξετόπιζεν στελέχη της μιας παρατάξεως δια να την εξασθενίση και ενισχύση τας υπολοίπους, ότε δε συνελάμβανε τα στελέχη των υπέρ το δέον ενισχυθεισών παρατάξεων και απελευθέρωνε στελέχη της άλλης. Συγχρόνως ελθών εις επαφήν μετά των ηγετών της υπό τον Γ. Σιάντον ομάδος εκαλλιέργησε και εδημιούργησε την εντύπωσιν ότι είναι φιλοκομμουνιστής και ότι πρέπει να θεωρείται ‘‘παράνομο’’ μέλος του ΚΚΕ».

Η εμπλοκή του ταξικού εχθρού στην εσωκομματική πάλη είχε πάρει τέτοιε διαστάσεις που γινόταν πλέον αντιληπτή δια γυμνού οφθαλμού. Έτσι δεν είναι καθόλου παράξενο που η Κομμουνιστική Διεθνής στην περίφημη έκκληση της σημειώνει ότι «το φραξιονιστικό πνεύμα εξασθένησε τη θέληση μερικών στοιχείων του Κόμματος, υπέσκαψε την πειθαρχία και συντέλεσε στη δημιουργία καθεστώτος κάτω απ’ το οποίο η εσωτερική ζωή του κόμματος κατέστη κτήμα του ταξικού εχθρού»[9].

Η εσωκομματική κρίση τερματίστηκε με την ανοικτή επέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Συγκεκριμένα, στις 24 Φεβρουαρίου του 1931 δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπά­στη» γράμμα της ΚΔ προς την ΚΕ του ΚΚΕ. Μ’ αυτό γινόταν πρόταση να σταματήσει κάθε συζήτηση, μέσα στο ΚΚΕ ώσπου να εξεταστεί η ουσία των διαφωνιών και να μην παρ­θεί ως τότε κανένα μέτρο κατά των διαφωνούντων. Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ δέχτηκε την πρόταση της ΚΔ. Παρ’ όλα αυτά, η εσωκομματική πάλη όχι μόνο δε σταμά­τησε, αλλά έφτασε στο απροχώρητο. Έτσι Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ, το Νοέμβρη του 1931, απηύθυνε Έκκληση «Προς τα μέλη του ΚΚΕ», με την οποία, αφού ανέλυε τις αιτίες της εσωκομματικής κρίσης, υπέ­βαλε σε αυστηρή κριτική τις δύο φραξιονιστικές ομάδες και τη λαθεμένη γραμμή τους, καλούσε όλα τα μέλη του ΚΚΕ να ξεκόψουν αποφασιστικά απ’ αυτές, να αποκαταστήσουν αμέσως την ενότητα του κόμματος στη βάση των αρχών του μαρξισμού-λενινισμού και να μπουν επικεφαλής των αγώ­νων του λαού[10].

Η Κομμουνιστική Διεθνής, προχώρησε επίσης στην αλλαγή των μελών της ηγεσίας του κόμματος που, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, είχαν εμπλακεί στη φραξιονιστική πάλη. Έτσι όρισε νέο Πολιτικό Γραφείο από τους Νίκο Ζαχαριάδη, Γραμματέα και μέλη τους Γιάννη Ιωαννίδη, Στέλιο Σκλάβαινα, Γιάννη Μι­χαηλίδη, Βασίλη Νεφελούδη, Γιώργο Κωνσταντινίδη (Αση­μίδη) και Λεωνίδα Στρίγκο. Ο μέσος όρος ηλικίας της νέας καθοδήγησης δεν ξεπερνούσε τα 27 χρόνια.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση 1929- 1933 και η Ελλάδα

Η περίοδος ανάμεσα στο 4ο και στο 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ δεν έχει μόνο την εσωκομματική πλευρά. Είναι μια περίοδος που σφραγίζεται από το τέλος της μερικής σταθεροποίησης το καπιταλισμού και το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης που συγκλονίζει το σύστημα σε παγκόσμια κλίμακα. Σημαντική αλλά και ταυτόχρονα ενδεικτική είναι η εικόνα που παρουσιάζουν στο διάστημα της κρίσης τα τέσσερα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη όσον αφορά τους τομείς της παραγωγής και της απασχόλησης. Ο δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής (1929= 100) ήταν το 1932 στην Αγγλία -83, στη Γαλλία -72, στις ΗΠΑ -54 και στη Γερμανία -53. Το 1938 στη Γαλλία ανέβηκε μόνο στο 76 και στις ΗΠΑ ως το 72. Η ανεργία τραντάζει όλες τις κεφαλαιοκρατικές χώρες και παίρνει καταστροφικές διαστάσεις. Το 1932 στην Αγγλία υπήρχαν 3,5 εκατομμύρια άνεργοι, στη Γερμανία 8 εκατομμύρια και στις ΗΠΑ 17 περίπου εκατομμύρια[11]. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες οι αστικές τάξεις σκληραίνουν τη στάση τους απέναντι στο προλεταριάτο με την τρομοκρατία και την ανοικτή υποστήριξη του Φασισμού μέσω του οποίου επιδιώκουν την ενίσχυση της θέσης τους. Ταυτόχρονα το κυνηγητό των εξοπλισμών παίρνει νέες διαστάσεις ενώ η οικονομία στρατιωτικοποιείται. Η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας είναι ιδιαίτερα εμφανή ως τάση για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Γερμανία και την Ιαπωνία και υποδηλώνει ότι το θέμα του ξαναμοιράσματος του κόσμου μπαίνει επί τάπητος.

Η κρίση όπως ήταν αναμενόμενο δεν άφησε άθικτη την Ελλάδα. Αγκάλιασε όλους τους τομείς της οικονομίας και έπληξε σοβαρά όλες τις τά­ξεις και τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Σημειώθηκε ραγδαία πτώση των χρηματιστικών αξιών. Σε σύγκριση με το 1928, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε το 1930 κατά 7,2% και το 1931 κατά 14,8%[12]. Η αξία της αγροτικής παραγωγής, από 11 δισ. δραχμές το 1929, έφτα­σε στα 5 δισ. το 1931. Οι εξαγωγές της σταφίδας και του κα­πνού μειώθηκαν κατά 30%. Οι άνεργοι από 30 χιλ. το 1929, έφτασαν τις 200 χιλ. το 1931. Ο τιμάριθμος ανέβηκε στα δύο χρόνια κατά 20% και η αμοιβή της εργασίας έχασε περίπου το 30% της αγοραστικής της αξίας. Το εθνικό εισόδημα, από 640 εκατ. δολάρια το 1929, έπεσε σε 330 εκατ. δολ. το 1932. Η φορολογική επιβάρυνση του λαού έφτασε στο πενταπλάσιο το 1931 σε σχέση με το 1928[13].

Εξαιρετικά βαριές ήταν οι συνέπειες της κρίσης για την αγροτιά που αποτελούσε το 67% ‘[ου πληθυσμού της χώ­ρας. Τα συνολικά χρέη των αγροτών έφτασαν το 1932 στα 13 δισεκατομμύρια δραχ­μές, ποσό που ξεπερνούσε κατά πολύ τα ετήσια έσοδά τους. Η πληρωμή των χρεών και των φόρων απαιτούσε κάθε χρόνο τα 2/3 του ακαθάριστου αγροτικού εισοδήματος[14]. Μεγά­λωσε ο αριθμός των άνεργων εργατών γης.

Η κρίση επιδείνωσε σοβαρά και την κατάσταση των με­σαίων στρωμάτων της πόλης. Εξαιτίας της μείωσης της αγοραστικής ικανότητας του πληθυσμού και του συναγωνι­σμού του μεγάλου βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου, των υψηλών φόρων και των υπερβολικών τόκων, οι βιοτέ­χνες, οι μικροεπαγγελματίες και οι μικρέμποροι οδηγού­νταν στη χρεοκοπία. Μόνο στην Αθήνα, το πρώτο εξάμηνο του 1932, χρεοκόπησαν 250 μικρές επιχειρήσεις.

Χαρακτηριστικό της επίδρασης που είχε η κρίση στην Ελλάδα είναι το γεγονός ότι το 1932 η χώρα κήρυξε πτώχευση αδυνατώντας να αντεπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις που είχε δημιουργήσει προς το ξένο κεφάλαιο.Στο διάστημα 1922- 1932 παρουσιάζεται στην Ελλάδα μια τεράστια εισβολή ξένων κεφαλαίων, σχεδόν διπλάσια απ’ αυτή που είχαμε την εποχή του Τρικούπη. Το εξωτερικό χρέος της χώρας έφτανε τα 1.022 εκατομμύρια χρυσά φράγκα ενώ το εσωτερικό ήταν 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Συστηματικό δανειστές της χώρας ήταν οίκος Hambro του Λονδίνου (γνωστός από τα δάνεια της εποχής του Τρικούπη), το συγκρότημα Speyer and Co της Ν. Υόρκης και η Εθνική τράπεζα Αθηνών. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά, το 1,7% γερμανικά και το 1,65% ιταλικά. Επίσης ένα ποσό 108 εκατομμυρίων δολαρίων (περίπου το 20% του συνολικού εξωτερικού χρέους) ήταν χρεόγραφα οι κάτοχοι των οποίων ζούσαν στην Ελλάδα[15].

Σε πολιτικό επίπεδο η κρίση 1929- 1933 αντιδραστικοποιεί περισσότερο το αστικό καθεστώς στην Ελλάδα. Η αστική τάξη στην προσπάθεια της διασφαλίσει την εξουσία της προβαίνει στη νομική θωράκιση του καθεστώτος της με νομικά εκτρώματα όπως το περιβόητο Ιδιώνυμο αλλά και με ένταση και έκταση της κρατικής καταστολής. Για του λόγου το αληθές αναφέρουμε ότι ο απολογισμός της κρατικής τρομοκρατίας στο διάστημα 1928- 1934 έχει ως εξής: 37 δολοφονίες, 16.775 συλλήψεις, 2.825 καταδίκες, 2.824 χρόνια φυλακής, 1.320 χρόνια εξορίας , 174 εκτοπισμοί στρατιωτών στο κάτεργο του Ουλαμού Καλπακίου, 250 εξορισθέντες[16]. Δίπλα σε αυτή την πραγματικότητα ξετυλίγεται το κουβάρι του εκφασισμού της πολιτικής ζωής της χώρας. Επίδοξοι δικτάτορες, απόπειρες πραξικοπημάτων αλλά και ανοικτή δράση φασιστικών οργανώσεων συνθέτουν την προετοιμασία του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου που θάρθει λίγο αργότερα.

Το ΚΚΕ μετά την κρίση του – η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του 1934

Μετά την παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και την αλλαγή ηγεσίας το ΚΚΕ άρχισε να βρίσκει το βηματισμό του και ν’ αναπτύσσεται ραγδαία. Για παράδειγμα ενώ το 1930 είχε μόνο 1.500 μέλη, στα τέλη του 1933 έφτασε να έχει 4.416. Επίσης το τιράζ του Ριζοσπάστη ανέβηκε στις 12 χιλιάδες φύλλα. Τη στροφή που γίνεται στο κόμμα μετά την παρέμβαση της ΚΔ είναι αδύνατο να μην την παραδεχτεί ο αντικειμενικός μελετητής. Γράφει για παράδειγμα ο Σπ. Λιναρδάτος[17]: «Οι ως το 1931 ηγεσίες του ΚΚΕ μετέφεραν δογματικά τα θεωρητικά πορίσματα και τις αποφάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς, χωρίς να μελετούν και να προσαρμόζουν την πολιτική γραμμή του κόμματος στις ιδιομορφίες που παρουσίαζε η Ελλάδα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το Κόμμα να απομονώνεται από τα πλατιά στρώματα του εργαζόμενου λαού. Δεν ήταν σε θέση να καθοδηγήσει τους αγώνες των εργαζομένων, ενώ στους κόλπους του ΚΚΕ είχε ξεσπάσει πάλη ανάμεσα στις διάφορες ηγετικές ομάδες. Το Νοέμβριο του 1931, ενώ η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε φτάσει στο οξύτερο σημείο της, η Κομμουνιστική Διεθνής με έκκλησή της καθόριζε ότι ‘‘το κόμμα έχει βασικό καθήκον την κατάκτηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και την εξασφάλιση της πλέριας υποστήριξη των στρωμάτων των εργαζόμενων χωρικών’’. Από τότε σημειώθηκαν σημαντικές πολιτικές και οργανωτικές επιτυχίες του ΚΚΕ»

Το Γενάρη του 1934 συνήλθε στην Αθήνα η 6η Ολομέ­λεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Πρόκειται για ένα ιστορικό κομματικό σώμα διότι κατάφερε να εξοπλίσει το κόμμα με προγραμματικές κατευθύνσεις οι οποίες είχαν τεράστια σημασία όχι μόνο για τον προσδιορισμό του στρατηγικού του στόχου αλλά και για την διαμόρφωση της πολιτικής τακτικής του. Όλα τα θέματα που εξέτασε η 6η Ολομέλεια δεν είναι δυνατό να τα παρουσιάσουμε σ’ αυτό το σημείωμα. Θα δώσουμε όμως το στίγμα των προγραμματικών επεξεργασιών της.

«Η ιδιομορφία της Ελλάδας», αναφέρεται στην απόφα­ση της 6ης Ολομέλειας, «συνίσταται στη σημαντική της εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο και στην συνδεδεμένη μ’ αυτή μονομερή, ασθενή ανάπτυξη της βιομηχανίας και γενικά των παραγωγικών δυνάμεων, στην ύπαρξη, παρά την εκμηδένιση των ανοιχτά φεουδαρχικών σχέσεων σε ένα μέρος της παλιάς Ελλάδας (Πελοπόννη­σος) μετά το διώξιμο των Τούρκων και τη μερική αγροτική μεταρρύθμιση, που έγινε μετά τον παγκόσμιο πόλεμο στις άλλες περιφέρειες – υπολειμμάτων μισοφεουδαρχικών σχέσεων που πιέζουν τη βασική μάζα της αγροτιάς και στην εθνική καταπίεση του πληθυσμού της Μακεδονίας και της Θράκης»[18].

Η 6η Ολομέλεια έθεσε στην πρώτη γραμμή το καθήκον της πάλης για «απελευθέρωση της χώρας από το ζυγό του ξένου κεφαλαίου και την εξάρτηση απ’ τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, την ακύρωση των ξένων χρεών, τη δήμευση και εθνικοποίηση των ξένων επιχειρήσεων»[19].

Η 6η Ολομέλεια της ΚΕ έστρεψε επίσης την προσοχή της στην ύπαρξη εθνικών μειονο­τήτων που καταπιέζονταν από την ελληνική πλουτοκρατία. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, οι εθνικές μειονότη­τες στην Ελλάδα (Σλαβομακεδόνες, Μουσουλμάνοι, Εβραί­οι και Αρμένιοι) αριθμούσαν 320.575 άτομα[20].

Με βάση τα παραπάνω, η 6η Ολομέλεια διαπίστωσε ότι η Ελλάδα ανήκε στον τύπο εκείνων των χωρών που στο Πρό­γραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς χαρακτηρίζονταν σαν «χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού… με σημαντικά κατάλοιπα μισοφεουδαρχικών σχέσεων στην αγροτική οικονομία, με ορισμένο μίνιμουμ υλικών προϋπο­θέσεων που είναι αναγκαίες για τη σοσιαλιστική ανοικοδό­μηση, με όχι τελειωμένο ακόμα τον αστικοδημοκρατικό με­τασχηματισμό». Ανήκε στην κατηγορία εκείνων των χωρών, για τις οποίες προβλεπόταν «πορεία λίγο ή πολύ γρήγορου περάσματος της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε επανάσταση σοσιαλιστική» και στις οποίες «η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί να μην επέλθει και αμέσως, αλλά μέσα στην πορεία του περάσματος απ’ τη δημοκρατική δι­κτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς στη σοσιαλι­στική δικτατορία του προλεταριάτου»[21]. Κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης θα ήταν «η εργα­τική τάξη και οι φτωχομεσαίες μάζες της αγροτιάς στην πάλη κατά της αντεπαναστατικής μπουρζουαζίας που υπο­στηρίζεται απ’ τους πλούσιους αγρότες»[22]. Ηγεμόνας της επανάστασης, πιο πρωτοποριακή, δρα­στήρια καθοδηγητική δύναμη θα ήταν το προλεταριάτο, το οποίο, σύμφωνα με την 6η Ολομέλεια, όφειλε να γίνει ο ηγέ­της της επανάστασης, γιατί η αστική τάξη είχε αποδειχτεί ανίκανη να λύσει τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα. Η ηγεμονία του προλεταριάτου στον αγώνα αυτό, με επικεφα­λής το ΚΚΕ, αποτελούσε «την προϋπόθεση της νίκης της εργατοαγροτικής επανάστασης, αλλά και της γρήγορης με­τατροπής της σε επανάσταση σοσιαλιστική»[23].

Ακολουθώντας τη γραμμή που χάραξε η 6η Ολομέλεια, το ΚΚΕ αναδείχθηκε στην πορεία εμπνευστής, οργανωτής και ηγέτης του αντιφασιστικού-δημοκρατικού κινήματος της περιόδου 1934-1940.

Το 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ

Όπως αναφέραμε στην αρχή, το Μάρτη του 1934, περίπου 3 μήνες μετά την 6η Ολο­μέλεια της ΚΕ, συνήλθε στην Αθήνα το 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Η προετοιμασία του Συνεδρίου και οι εργασίες του διεξήχθησαν με αυστηρή μυστικότητα για λόγους ασφάλειας.

Το 5ο Συνέδριο του ΚΚΕ ενέκρινε ομόφωνα την πολιτι­κή γραμμή και την πρακτική δουλειά της ΚΕ από την Έκκλη­ση της ΕΕ της ΚΔ (Νοέμβρης του 1931) μέχρι τότε και επι­κύρωσε την απόφαση της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ για το χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης στην Ελλάδα.

Το Συνέδριο, που συνήλθε με σημαντική καθυστέρηση από το προηγούμενο, περιορίστηκε στην έγκριση των αποφάσεων της 6ης Ολομέλειας, χωρίς να συμβάλει στην παραπέρα δημιουργική επεξεργασία τους, όπως θα μπορούσε να περιμένει κανείς. Το Συνέδριο διαπίστωσε ότι «η κατάσταση στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την παράλληλη συγκέντρωση και κινητοποίηση των δυνάμεων της επανάστασης και της αντίδρασης, του φασισμού. Οι άρχουσες τάξεις- εκτίμησε το συνέδριο- ολοένα και περισσότερο καταφεύγουν στο φασισμό για να στηρίξουν την κλονιζόμενη δικτατορία τους και για την εφαρμογή της πολιτικής τους, της πείνας και του πολέμου[24]. Γι’ αυτό «ο φασισμός και ο πόλεμος γίνονται κάθε μέρα και πιο έντονη απειλή και πραγματικότητα»[25]. Τέλος, υπογράμμισε ότι «η οργάνωση του Ενιαίου Αντιφασιστικού Μετώπου Πάλης αποτελούσε το αποφασιστικό καθήκον της στιγμής».

Το συνέδριο διαπίστωσε ότι το βενιζελικό στρατόπεδο προετοίμασε τις δυνάμεις του για «ανοιχτή φασιστική δικτατορία»[26] και ότι «ο ρεφορμισμός, παρ’ όλη την εσωτερική του κρίση και διά­σπαση, παρέμενε… οδοστρωτήρας του φασισμού». Στην απόφαση για το συνδικαλιστικό κίνημα, το 5ο Συνέ­δριο υπογράμμισε ότι η δουλειά στα συνδικάτα αποκτά απο­φασιστική σπουδαιότητα και ότι, με βάση το σύνθημα «τα συνδικάτα πρέπει να μετατραπούν σε αντιφασιστικά φρού­ρια»[27], χρειάζεται ν’ αναπτυχθεί η δουλειά στα ρεφορμιστικά συνδικάτα και ιδιαίτερα στα εργοστάσια. Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της συνδικαλιστικής ενότητας, το συνέδριο έριξε το σύνθη­μα της ενότητας μόνο από τα κάτω, πιστεύοντας ότι η διά­λυση της μαζικής βάσης του ρεφορμισμού αποτελεί μοναδι­κό τρόπο αποκατάστασης της συνδικαλιστικής ενότητας.

«Βασική μέθοδος για την κατάκτηση των εργατών αυτών -δηλαδή των ρεφορμιστικών συνδικάτων- και τη διάλυση της μαζικής βάσης του σοσιαλφασισμού», τονίζεται στην απόφαση του Συνεδρίου για τα συνδικάτα, «είναι η τακτική του ενιαίου μετώπου απ’ τα κάτω, στην πάλη για τις άμεσες, τις μερικές, καθώς και τις γενικότερες απαιτήσεις της ερ­γατικής τάξης και για την οργάνωση των εργατών μέσα στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις. Πάνω σ’ αυτή τη βάση μόνο και σαν αποτέλεσμα μιας σωστής ενιαιομετωπικής πολιτι­κής, μπορεί να αποκατασταθεί η συνδικαλιστική ενότητα του εργατικού κινήματος»[28]

Το 5ο Συνέδριο υπογράμμισε την ιδιαίτερη σημασία που αποκτούσαν για ολόκληρο το κόμμα η σωστή επιλογή, ανά­δειξη και τοποθέτηση των στελεχών, ο καθημερινός έλεγ­χος της εκτέλεσης των αποφάσεων του κόμματος απ’ τα πάνω ως τα κάτω και η μαρξιστική-λενινιστική διαπαιδαγώ­γηση όλων των μελών και στελεχών του κόμματος. «Χρειάζεται μια ριζική στροφή στα προβλήματα της μαρ­ξιστικής-λενινιστικής διαπαιδαγώγησης, τόσο μέσα στο Κόμμα, όσο και στα συνδικάτα και στις πλατιές μάζες» , τόνι­σε το Συνέδριο, «γιατί μόνο τότε το Κόμμα θα μπορέσει να αντιμετωπίσει και να λύσει σωστά τα σοβαρά ζητήματα που προκύπτουν από το τρομακτικά χαμηλό πολιτικό επίπεδο όχι μονάχα των μελών, μα και του αχτίφ του.»[29] Το Συνέδριο έθεσε επιτακτικά το καθήκον της βελτίωσης της εσωκομμα­τικής και εξωκομματικής μαρξιστικής-λενινιστικής διαπαι­δαγώγησης και το ανέβασμά της στο ύψος που απαιτούσε η γρήγορη ανάπτυξη του κόμματος και του κινήματος.

Το Συνέδριο εξέλεξε νέα Κεντρική Επιτροπή, η οποία, στην πρώτη ολομέλειά της, εξέλεξε τα τακτικά και αναπλη­ρωματικά μέλη του Πολιτικού Γραφείου. Η νέα ΚΕ αποτελέστηκε από τους Στέργιο Αναστασιάδη, Βασίλη Βερβέρη, Νίκο Ζαχαριάδη, Γιάννη Ζέβγο, Γιάννη Ιωαννίδη, Γιάννη Μι­χαηλίδη, Βασίλη Νεφελούδη, Δημήτρη Παρτσαλίδη, Μιλτιάδη Πορφυ­ρογένη, Πέτρο Ρούσο, Γιώργη Σιάvτo, Μιχάλη Σινάκο, Γρηγόρη Σκαφί­δα, Στυλιανό Σκλάβαινα, Λεωνίδα Στρίγκο και Μιχάλη Τυρίμο. Στο Πολιτικό Γραφείο εκλέχτηκαν οι Ν. Ζαχαριάδης, Β. Νεφελού­δης, Στ. Σκλάβαινας, Γ. Μιχαηλίδης, Γ. Ιωαννίδης και Δ. Παρτσαλίδης. Αναπληρωματικά μέλη ο Γ. Σιάντος και ο Μ. Σινάκος[30].

Γιώργος Πετρόπουλος

 


[1] Δ. Λιβιεράτου: «Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα 1932- 1936», Εναλλακτικές εκδόσεις, σελ. 151

[2]«Αποφάσεις του 5ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας», Μάρτης 1934, Παράρτημα Κομμουνιστικής Επιθεώρησης, σελ. 1- 2

[3] Ν. Ζαχαριάδη: «Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ», στον τόμο «Ν. Ζαχαριάδη: «Συλλογή Έργων», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1953, σελ. 23- 24

[4]«Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε. τόμος τρίτος, σελ 297

[5] «Ν. Ζαχαριάδη: «Συλλογή Έργων», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1953, σελ. 27

[6] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 221

[7] Αθανάσιος Παυλόπουλος είναι το μετεμφυλιακό όνομα που έδωσαν οι αρχές στον μεγαλοχαφιέ στις τάξεις του ΚΚΕ Θανάση Λυκογιάννη. Ο Θανάσης Λυκογιάννης πέρασε από την Ακροναυπλία στην περίοδο της μεταξικής Δικτατορίας, δραπέτευσε στις αρχές της κατοχής αλλά συνελήφθη πολύ νωρίς κι έκανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Την περίοδο 1945- 1946 (μέχρι το Γ’ ψήφισμα) υπήρξε διευθυντής στην ανώτατη κομματική σχολή «Δημήτρης Γληνός».

[8] Γενικό Επιτελείο Στρατού- Σχολή Γενικής Μορφώσεως: «Ιστορία του Κομμουνισμού Εν Ελλάδι», Υπό Αθανασίου Παυλοπούλου. Εξετυπώθη υπό Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, Ιανουάριος 1967, σελ. 16

[9] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος τρίτος, σελ. 305.

[10]Ολόκληρη η Έκκλησης της Εκτελεστικής Επιτρο­πής της Κ. Διεθνούς: «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος τρίτος, σελ. 294-306.

[11] «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 1ος, σελ. 14

[12]Δημήτρης Σάρλης: «Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μο­ναρχοφασισμού», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ 12.

[13]Γιώργης Δ. Κατσούλης, «Ιστορία του ΚΚΕ», εκδόσεις Λιβάνη, τόμος Γ, 1927-1933,σελ. 140.

[14]Δημήτρης Σάρλης: «Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μο­ναρχοφασισμού», εκδόσεις Σ.Ε. σελ 17.

[15] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ, σελ. 335- 338

[16] Κ. Μοσκώφ: «Εισαγωγή στην Ιστορία του κινήματος της Εργατικής τάξης», εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 444

[17] Σπ. Λιναρδάτου: «Πως εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», εκδόσεις Θεμέλιο 1965, σελ. 151- 152

[18] «Το ΚΚΕ Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε. τόμος τέταρτος, 1934-1940,σελ.19.

[19] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα », εκδόσεις Σ.Ε., τόμος τέταρτος, σελ 24.

[20] Από τα 320.575 άτομα, ποσοστό 5,1% του συνόλου του πληθυ­σμού της χώρας, οι Σλαβομακεδόνες ήταν 98.759 άτομα, οι Μουσουλ­μάνοι 86.506, οι Εβραίοι 63.200, οι Αρμένιοι 33.634, οι Κουτσόβλαχοι19.703 και οι Αρβανίτες 18.773 (ΚΟΜΕΠ, 1935, τεύχος 16, σελ 740).

[21] Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, εκδόσεις Σ.Ε. τόμος τέταρτος, σελ. 19.

[22] στο ίδιο, σελ 25

[23] στο ίδιο, σελ. 26

[24] στο ίδιο, σελ. 40.

[25]στο ίδιο, σελ. 45

[26]στο ίδιο, σελ. 43

[27] στο ίδιο, σελ 64.

[28] Στο ίδιο, σελ 69.

[29] στο ίδιο, σελ 59.

[30] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 265

 

 

Αρχική δημοσίευση: rizospastis.gr

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας