Εργατικός Αγώνας

Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ

Ο Εργατικός Αγώνας συνεχίζει τα ιστορικά δημοσιεύματα γύρω από τα Συνέδρια του ΚΚΕ της περιόδου 1918-1945. Πρόκειται για τα πρώτα επτά συνέδρια του κόμματος από το ιδρυτικό του έως και το 7ο που ήταν το πρώτο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Η επιλογή να ασχοληθούμε με αυτή την περίοδο της ιστορίας του ΚΚΕ δεν έγινε τυχαία. Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ δημοσιεύει τον αναθεωρημένο πρώτο τόμο του δοκιμίου της κομματικής ιστορίας που καλύπτει την περίοδο 1918-1949. Από πλήθος ιστορικών εκδόσεων και αρθρογραφίας, η ηγεσία του ΚΚΕ έχει καταστήσει σαφές ότι αναθεωρεί πλήρως το κομματικό παρελθόν βγάζοντας λάθος όλη την κομματική πολιτική -τακτική και στρατηγική- στο μεσοπόλεμο, στην αντίσταση και στη μεταπολεμική περίοδο. Λαθεμένη, επίσης, θεωρεί και την πολιτική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος εκείνης της εποχής.

Το σημερινό δημοσίευμα αναφέρεται στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ που έγινε το Δεκέμβρη του 1935.

Με τα δημοσιεύματά μας γύρω από τα επτά πρώτα συνέδρια του ΚΚΕ δίνουμε την δική μας γενική προσέγγιση και στάση απέναντι στην κομματική ιστορία εκείνης της εποχής. Στα επόμενα δημοσιεύματα -όπου κρίνουμε απαραίτητο- θα δώσουμε στη δημοσιότητα κι άλλο αρχειακό υλικό διευκολύνοντας το αναγνωστικό κοινό του Εργατικού Αγώνα ώστε να έχει τη μέγιστη δυνατή πρόσβαση στις πηγές της κομματικής ιστορίας.

 Η Συντακτική Ομάδα του Ε.Α.

Την πρωτοχρονιά του 1936 ο Ριζοσπάστης κυκλοφόρησε με βασικό του θέμα το Μανιφέστο του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΕ «Προς την Εργατική τάξη, προς όλο τον εργαζόμενο λαό της χώρας». Ο τίτλος της εφημερίδας συμπύκνωνε όλο το περιεχόμενο του ντοκουμέντου: «ΚΑΛΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ Ν’ ΑΓΩΝΙΣΤΕΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΚΑΘΕ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ, ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΩΝ ΑΠΕΙΛΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ». Στην πρώτη σελίδα, κάτω από τη δημοσίευση του μανιφέστου, υπό τον τίτλο «Συνήλθε το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ- Σχετική ανακοίνωση του Προεδρείου», διαβάζουμε: «Μέσα στο Δεκέμβρη, στην Αθήνα το 6ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας. Οι δουλειές του Συνεδρίου βάσταξαν 4 μέρες. Τα θέματα που απασχόλησαν το Συνέδριο ήταν τα παρακάτω: 1ο Έκθεση δράσης της Κεντρικής Επιτροπής. Με εισηγητή το σ. Ν. Ζαχαριάδη- Έκθεση της αντιπροσωπείας του ΚΚΕ στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Με εισηγητή το σ. Πεταλίδη. 2ο Η κατάχρηση των συμμάχων. Με εισηγητή το σ. Γ. Αντωνίου. 3ο Τα καθήκοντα των κομμουνιστών στην πάλη κατά του πολέμου. Με εισηγητή το σ. Γ. Αντωνίου. 4ο Καταστατικό του ΚΚΕ. 5ο Εκλογές Κεντρικής Επιτροπής. Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ ‘‘ενέκρινε ομόφωνα την πολιτική γραμμή και πρακτική δουλειά της Κεντρικής Επιτροπής» από το 5ο Συνέδριο μέχρι το 6ο και ψήφισε παμψηφεί την πολιτική απόφαση πάνω στο 1ο θέμα που δημοσιεύεται παρακάτω. Επίσης το Συνέδριο χαιρέτισε και αποδέχτηκε με ενθουσιασμό τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κ.Δ.

Πάνω στο 2ο θέμα το Συνέδριο αποδέχτηκε ομόφωνα το σχέδιο θέσεων, έγκρινε βασικά την εισήγηση πάνω στο 3ο θέμα και ανέθεσε στην Κ.Ε. τη δημοσίευση των σχετικών θέσεων πάνω στο 2ο και στο 3ο θέματα.

Το συνέδριο έγκρινε σαν οριστικό το καταστατικό του Κ.Κ.Ε. πούχε δημοσιεύσει σαν προσωρινό η Κ.Ε.

Το Συνέδριο ψήφισε μανιφέστο προς την εργατική τάξη και τον ελληνικό λαό και έστειλε χαιρετιστήρια στο αρχηγό της εργαζόμενης ανθρωπότητας σ. Στάλιν, στον σ. Δημητρώφ τιμονιέρη της Κ.Δ., στο αρχηγό του γερμανικού προλεταριάτου σ. Τέλμαν και στους ηρωικούς απεργούς πείνας, φυλακισμένους και εξόριστους αγωνιστές του ελληνικού λαού. Το συνέδριο ανέθεσε στην ΚΕ τη δημοσίευση των εισηγήσεων και των λόγων των αντιπροσώπων. Το συνέδριο εξέλεξε καινούργια Κ.Ε.

Στο Συνέδριο, που η προπαρασκευή του γένηκε ανοιχτά σ’ όλο το κόμμα, αντιπροσωπεύτηκαν όλες οι κομματικές οργανώσεις με αντιπροσωπείες εκλεγμένες από τις προσυνεδριακές τοπικές συνδιασκέψεις. Απ’ το Συνέδριο απουσίασε για τεχνικούς λόγους μόνο η αντιπροσωπεία που εκλέχτηκε απ’ τη Συνδιάσκεψη της περιφερειακής οργάνωσης Κρήτης. Επίσης στο Συνέδριο παρακάθισε και αντιπροσωπεία της Ο.Κ.Ν.Ε.».

Το 6ο Συνέδριο συνήλθε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά το 5ο Συνέδριο. Είχαν συμπληρωθεί μόλις 21 μήνες. Τι είχε άραγε μεσολαβήσει που καθιστούσε επιτακτική την εσπευσμένη σύγκλιση του Συνεδρίου; Μια ανασκόπηση στα γεγονότα αυτών των 21 μηνών θα δώσει την ακριβή απάντηση

Αντιφασιστικοί και εργατικοί αγώνες έως από το 5ο ως το 6ο Συνέδριο

Με οδηγό τις αποφάσεις της ιστορικής 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του 1934 αλλά και με τις αποφάσεις του 5ου Συνεδρίου του, το ΚΚΕ πήρε την πρωτοβουλία του αγώνα κατά του φασισμού και του επικείμενου πολέμου, τα σύννεφα του οποίου ήσαν πλέον ορατά πάνω από την Ευρώπη. Ταυτόχρονα το κόμμα πρωταγωνίστησε στην πάλη των εργαζομένων για τα δικαιώματα τους στη δουλειά και στη ζωή.

Στο πλαίσιο της οργάνωσης της Αντιφασιστικής πάλης το ΚΚΕ πρωταγωνίστησε το 1934 στην διοργάνωση ενός πανελλαδικού αντιφασιστικού συνεδρίου αλλά και στη συσπείρωση κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων για την αποτροπή ενδεχόμενης επιβολής στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας στη χώρα. Το Απρίλη του 1934 δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη μία διακήρυξη που την υπέγραφαν οι: Ν. Καρβούνης, Μ. Τατασόπουλος, Τάκης Καλλαντζόπουλος, Γ. Σιάντος, Αύρα Θεοδωροπούλου, Π. Δαμασκόπουλος, Β. Γεωργίου, Ι. Αντωνόπουλος, Αιμ. Βεάκης, Μεν. Μαρκόπουλος, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ν. Τσιλογιάννης, Αρ. Γεωργίου, Δημ. Γληνός, Ι. Αντωνιάδης, Γ. Κούμουλος, Κ. Βάρναλης. Στη διακήρυξη, αφού επισημαινόταν ο άμεσος κίνδυνος του φασισμού, ανα­κοινωνόταν η συγκρότηση Αντιφασιστικής Επιτροπής για την προετοιμασία και τη σύγκληση Αντιφασιστικού Συνεδρί­ου, με τη συμμετοχή όλων των αντιφασιστικών τάσεων και δυνάμεων. «Το Πανελλαδικό αυτό Αντιφασιστικό Συνέ­δριο», τονιζόταν στη διακήρυξη, «πρέπει να συνενώσει, έξω από κάθε ιδεολογική και πολιτική διαφορά, όλα τα τίμια αντιφασιστικά στοιχεία.»[1]

Στην πρόσκληση της Αντιφασιστικής Επιτροπής αντα­ποκρίθηκαν με ενθουσιασμό οι εργαζόμενοι, οι φοιτητές και αρκετά στελέχη του Σοσιαλιστικού και του Αγροτικού Κόμ­ματος. Η προετοιμασία του Συνεδρίου, στη διάρκεια της οποίας εκλέχτηκαν 2.700 αντιπρόσωποι, συνο­δεύτηκε από μαχητικές αντιφασιστικές εκδηλώσεις, σε συν­θήκες αδιάκοπων διώξεων των αντιφασιστών από την κυ­βέρνηση Παναγή Τσαλδάρη, η οποία, τελικά, απαγόρευσε το Αντιφασιστικό Συνέδριο. Η απαγόρευση αυτή προκάλεσε κύμα αγανάκτησης και οργής και στις 3 Ιουνίου, 1.200 αντιπρόσωποι και χιλιάδες άλλοι αντιφασίστες της Αθήνας και του Πειραιά συγκεντρώθηκαν στο κέντρο της πρωτεύουσας για να διαδηλώσουν τη διαμαρτυρία τους. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη δε δίστασε να χρησιμοποιήσει, για άλλη μια φορά, την ωμή αστυνομική βία, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό τριών αντιφασιστών και τη σύλληψη εκα­τοντάδων διαδηλωτών[2]. Τελικά, το Αντιφασιστικό Συνέδριο συνήλθε ύστερα από δυο μέρες στον Κοκκιναρά της Κηφι­σιάς, σαν Πανελλαδική Αντιφασιστική Συνδιάσκεψη. Η Συνδιάσκεψη αυτή, στην οποία πήραν μέρος κομμουνιστές, σο­σιαλιστές, δημοκράτες και άλλοι αντιφασίστες αντιπρόσω­ποι, ήταν μια από τις πρώτες σοβαρές εκδηλώσεις κατά του φασισμού και του πολέμου στην Ελλάδα.

Η αντιφασιστική δράση του κόμματος δεν σταμάτησε στα παραπάνω. Στις 9 του Σεπτέμβρη 1934, το ΚΚΕ και η Ενωτική ΓΣΕΕ απηύθυναν ανοιχτό γράμμα προς όλους τους εργαζόμενους της χώρας, τη ΓΣΕΕ, τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα, το Αγροτικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τη Γενική Συνομοσπονδία των Επαγγελματιών και Βιοτε­χνών της Ελλάδας (ΓΣΕΒΕ). Στο γράμμα τους αυτό, αφού διαπίστωναν παραπέρα δυνάμωμα του κινδύνου εγκαθίδρυ­σης ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας και υπογράμμιζαν τις ολέθριες συνέπειες της διάσπασης του προλεταριάτου και όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων, δήλωναν ότι ήταν «… έτοιμοι, για το συμφέρον του αντιφασιστικού αγώνα», να αποκαταστήσουν μαζί τους αντιφασιστική ενότητα δρά­σης[3].

Στις 5 του Οκτώβρη 1934, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ υπογράφτηκε σύμφωνο κοινής δράσης για την αποσόβησή του κινδύνου επιβολής στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το Αγροτικό Κόμμα: τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας, την Ενωτική ΓΣΕΕ και τα Ανεξάρτητα Εργατικά Συνδικάτα[4]. Το σύμφωνο αυτό είχε πολύ μεγάλη σημασία και άσκησε σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη της αντιφασιστικής πάλης, παρά το γεγο­νός ότι οι ηγέτες του Αγροτικού Κόμματος, της ΓΣΕΕκαι των Ανεξάρτητων Εργατικών Συνδικάτων δεν το εφάρμο­σαν. Ωστόσο, σε ορισμένες πόλεις, όπως στη Θεσσαλονί­κη, τη Δράμα, την Κατερίνη, τη Λιβαδειά κ.ά., οι τοπικές κομ­μουνιστικές, σοσιαλρεφορμιστικές και αγροτικές οργανώ­σεις έκλεισαν συμφωνίες για ενότητα δράσης και οργάνω­σαν κοινές αντιφασιστικές εκδηλώσεις[5].

Το Νοέμβρη του ‘34 ακολούθησαν ενιαίες κινητοποιήσεις για τη ματαίωση του φασιστικού συνεδρίου, που θα συγκαλούνταν με σκοπό την ενοποίηση των φασιστικών οργανώσεων. Χάρη σ’ αυτές τις κινητοποιήσεις, ματαιώθηκε τόσο το φα­σιστικό συνέδριο όσο και το συλλαλητήριο που επιχείρησαν οι μοναρχοφασιστικές οργανώσεις στις 3 του Φλεβάρη 1935[6].

Στις 17 του Νοέμβρη 1934 «εθνικοσοσιαλιστές» της ορ­γάνωσης «Τρίαινα», θέλοντας να εκδικηθούν για τη ματαίω­ση του φασιστικού συνεδρίου τους, επιτέθηκαν ενάντια στα γραφεία του Ριζοσπάστη. Αποκρούστηκαν, όμως, ηρωικά από την εργατική φρουρά των γραφείων. Τελικά, έσπευσε η αστυνομία σε ενίσχυση των φασιστών, έσπασε τις πόρτες και τραυμάτισε με σφαίρες τριάντα υπερασπιστές του Ριζο­σπάστη.

Στις 18 του Νοέμβρη, μόλις έγινε γνωστή η επίθεση των φασιστών και της αστυνομίας κατά του Ριζοσπάστη, οι ερ­γάτες της Αθήνας και του Πειραιά οργάνωσαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και άνοιξαν έρανο υπέρ του Ριζοσπάστη. Στην αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου και στην περιφρούρηση των συγκεντρώσεων, απεργιών, γραφείων οργανώσεων και εφημερίδων και στην απόκρουση των επι­θέσεων των φασιστικών οργανώσεων (ΕΕΕ, «Σιδηρά Φρου­ρά», κ.ά.), σημαντικό ρόλο έπαιξε η μαχητική «Αντιφασι­στική Οργάνωση» (Αντιφά) που καθοδηγούνταν από τους Γ. Γιώση, Δασκαλιέρο, Σπ. Κωτσάκη κ.ά. και είχε δημοσιο­γραφικό όργανο την εφημερίδα «Κόκκινο Μέτωπο»[7].

Ας δούμε όμως πως στο διάστημα που εξετάζουμε αναπτύσσεται το εργατικό κίνημα.

Από το Μάρτη του 1933 η πολιτική ζωή της χώρας είχε στραφεί σε συντηρικότερες κατευθύνσεις με την ανάληψη της εξουσίας από το δεξιό Λαϊκό Κόμμα. Η διαπίστωση αυτή δεν υπονοεί καθόλου πως οι ομάδες των Φιλελευθέρων ήταν προοδευτικότερες της δεξιάς αλλά ότι η συντηρητική ολίσθηση ήταν πλέον απροσχημάτιστη. Η νέα κυβέρνηση των Λαϊκών όξυνε ακόμη πιο πολύ τα οικονο­μικά και κοινωνικά προβλήματα και οδήγησε στην παραπέρα ανάπτυξη των αγώνων της εργατικής τάξης. Ξέσπασαν μια σειρά απεργίες, οι περισσότερες από τις οποίες οδήγησαν σε άμεσες συγκρούσεις των εργατών με τα όργανα της κρα­τικής καταπίεσης.

Το 1934 η άνοδος του απεργιακού κινήματος υπήρξε πολύ σημαντική. Ενώ το 1933 κηρύχτηκαν 482 απεργίες με 100 χιλιάδες εργάτες, το 1934 έγιναν 482 απεργίες με 182 χιλιάδες απεργούς. Πολλές εργατικές κινητοποιήσεις εκείνου του χρόνου αντιμετωπίστηκαν με πρωτοφανή κρατική βία ακόμη και με τη χρήση δυνάμεων του στρατού. Η κρατική εξουσία, που δεν είχε διστάσει να αντιμετωπί­σει ακόμη και με τα όπλα τις εργατικές κινητοποιήσεις, χρη­σιμοποίησε τη βία ενάντια και στους ξεσηκωμένους σταφι­δοπαραγωγούς, με αποτέλεσμα στις 26 του Αυγούστου1934, σε μεγάλο συλλαλητήριο που συγκροτήθηκε στο Αί­γιο, η αστυνομία να πυροβολήσει επανειλημμένα κατά των διαδηλωτών και να σκοτώσει δύο αγρότες. Βία χρησιμοποί­ησε η κυβέρνηση και κατά των οινοπαραγωγών της Λευκά­δας, οι οποίοι τον επόμενο χρόνο διεκδίκησαν τον καθορι­σμό δίκαιων τιμών για το προϊόν τους με γιγαντιαία και μα­χητική πορεία τους προς την πρωτεύουσα του νησιού.

Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη του 1934 έγιναν 13 ενιαιομε­τωπικές απεργίες με συμμετοχή 37.960 απεργών. Το ίδιο διάστημα στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη ενώ­θηκαν ορισμένες παράλληλες συνδικαλιστικές οργανώσεις βάσης. Και στο Ηράκλειο και τη Δράμα ιδρύθηκαν ενιαία ερ­γατικά κέντρα.

Οι κυριότερες πολιτικές εξελίξεις ανάμεσα στα δύο συνέδρια

Η περίοδος ανάμεσα στο 5ο και στο 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ σημαδεύτηκε από σημαντικά ιστορικά γεγονότα με κορυφαία το βενιζελοπλασηρικό στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935 και την παλινόρθωση της Μοναρχίας το Φθινόπωρο του ιδίου έτους. Επρόκειτο για γεγονότα που ολοκλήρωσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος την προετοιμασία της εγκαθίδρυσης ενός στρατιωτικοφαιστικού καθεστώτος το οποίο δεν άργησε να ακολουθήσει. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Στις 26/1/1935 ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε επιστολή αντιφασίστα αξιωματικού με την οποία αποκαλυπτόταν ότι οι βενιζελικοί ετοίμαζαν στρατιωτικό κίνημα για την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας. Η επιβεβαίωση του δημοσιεύματος δεν άργησε να έρθει. Την πρώτη Μαρτίου του 1935, στις 7 το βράδυ καταλήφτηκε από το συνταγμα­τάρχη Στ. Σαράφη το πρότυπο τάγμα ευζώνων στου «Μα­κρυγιάννη» και από το λοχαγό Τσιγάντε η Σχολή Ευελπί­δων, ενώ ο υποναύαρχος Δεμέστιχας έθεσε υπό τον έλεγ­χό του όλο σχεδόν τον πολεμικό στόλο που βρισκόταν στη ναυτική βάση της Σαλαμίνας. Στους κινηματίες προσχώρη­σαν αμέσως οι μονάδες του στρατού που έδρευαν στα νη­σιά, την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Η πλήρης, όμως, έλλειψη συντονισμού στις ενέργειες των στασιαστών και η υποτίμηση της των αντιπάλων των κινηματιών οδήγησαν το κίνημα από την αρχή στην πλήρη αποτυχία. «Το βενιζελοπλαστηρικό κίνημα- σημειώνουν οι ιστορικοί του ΚΚΕ- υπήρξε ουσιαστικά έργο της αγγλικής πολιτικής στην Ελλάδα. Ήταν μια οργανωμένη προβοκατόρικη ενέργεια των βρετανικών μυστικών υπηρε­σιών, που πράκτορές τους δρούσαν συντονισμένα μέσα στην ‘‘Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση’’, η οποία, μαζί με τη ‘‘Δημοκρατική Άμυνα’’ του στρατηγού Παπούλια και το ‘‘Δημοκρατικό Φρουρό’’ της Θεσσαλονίκης, είχε προετοι­μάσει και εκτελέσει το πραξικόπημα.»[8]              

Την αποτυχία του βενιζελοπλαστηρικού κινήματος ακο­λούθησε αμέσως μια σειρά από δίκες[9]. Ο Στ. Σαράφης, ο Λ. Σπαής και οι αδελφοί Τσιγάντε καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά, ενώ οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι σε απλές φυλακί­σεις, τη στιγμή που οι ακροδεξιοί ζητούσαν την επιβολή θα­νατικής καταδίκης. Οι δίκες συνεχίστηκαν για αρκετό καιρό και στα τέλη του Μάρτη ο Παπούλιας και ο Κοιμήσης καταδικάστηκαν σε θά­νατο και τουφεκίστηκαν τη Μεγάλη Εβδομάδα[10].

Μέσα στο κλίμα της τρομοκρατίας έγιναν στις 9 του Ιούνη 1935 βουλευτικές εκλογές, στις οποίες αρνήθηκε να πάρει μέρος το Κόμμα των Φιλελευθέρων και ζήτησε από τους οπαδούς του να απόσχουν. Αντίθετα, το ΚΚΕ κατέβασε παντού αγωνιστικούς συνδυα­σμούς, συνεργαζόμενο, όπου αυτό στάθηκε δυνατό, και με άλλες προοδευτικές δυνάμεις της χώρας.

Οι εκλογές οδήγησαν στη νίκη των αντιβενιζελικών κομ­μάτων που πήραν όλες τις βουλευτικές έδρες. Το ΚΚΕ εξα­σφάλισε 98.699 ψήφους. Κέρδισε δηλαδή 39.999 ψήφους περισσότερες από τις εκλογές της 5ης του Μάρτη 1933, ανεβάζοντας το ποσοστό του στο 9,5% των ψήφων. Δεν κα­τόρθωσε, όμως, να εκλέξει κανένα βουλευτή, εξαιτίας του καλπονοθευτικού εκλογικού συστήματος.

Μετά τις εκλογές, οι προσπάθειες του ΚΚΕ για τη συ­σπείρωση των αντιφασιστικών δυνάμεων πολλαπλασιάστη­καν. Έτσι, στις 13 του Ιούνη 1935, με απόφαση της Κεντρι­κής Επιτροπής του, έριξε την ιδέα της δημιουργίας Πανελ­λαδικού Δημοκρατικού Συνασπισμού, προβάλλοντας σαν καινούργιο στοιχείο της πολιτικής των κομμουνιστών τη συ­νεργασία τους κατά του μοναρχοφασισμού όχι μόνο με τους ρεφορμιστές σοσιαλιστές και αγροτιστές, αλλά και με τα μι­κρά αστικά δημοκρατικά κόμματα.[11]

Στις 2 του Ιούλη 1935, το ΚΚΕ, συνεχίζοντας τις προ­σπάθειές του για τη συγκέντρωση των αντιφασιστικών δυ­νάμεων, απηύθυνε ανοιχτή επιστολή στις διοικήσεις της ΓΣΕΕ και της Ενωτικής ΓΣΕΕ, στο Σοσιαλιστικό και στο Αγροτικό Κόμμα, στην Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή, στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των επαγγελματιών, στην Προσωρινή Επιτροπή Δράσης των Αγροτών και σε άλλους ανάλογους φορείς, με την οποία πρότεινε τη σύγκληση εθνικής σύσκεψης, με σκοπό τη μελέτη της κοινής δράσης των οργανώσεων και των μαζών για τη δημιουργία του Πα­νελλαδικού Αντιφασιστικού Συνασπισμού. Όμως δεν ανέπτυσσε δράση μόνο το ΚΚΕ και το εργατικό κίνημα αλλά και ο ταξικός αντίπαλος που από καιρό προετοίμαζε τη στροφή προς τη μοναρχοφασιστική δικτατορία.

Στις 10 Οκτωβρίου του 1935 εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα υπό τον στρατηγό Γ. Κονδύλη με την συμμετοχή στο ηγετικό επιτελείο του διοικητή του Α’ Σώματος Στρατού υποστράτηγου Αλ. Παπάγου, του αρχηγού του Ναυτικού υποναύαρχου Δ. Οικονόμου και του διοικητή της Αεροπορίας υποστράτηγου Γ. Ρέππα.

Το βράδυ την ίδιας ημέρα, η Ε’ Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε υπό καθεστώς στρατοκρατίας για να δώσει- όπως και έγινε άλλωστε- την τυπική της έγκριση σε μια νέα κυβέρνηση της οποίας επικεφαλής ήταν ο Κονδύλης. Ο Τσαλδάρης αν και διέθετε όλη την κοινοβουλευτική δύναμη που χρειαζόταν ώστε η κυβέρνηση του Κονδύλη να καταψηφιστεί, έπραξε ότι χρειαζόταν για να συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Αντί να κάτσει μέσα στην βουλή και να καταψηφίσει την κυβέρνηση του Κονδύλη πήρε τους 165 πιστούς βουλευτές του και αποχώρησε αφήνοντας πίσω του ένα κοινοβουλευτικό σώμα- την εγκυρότητα του οποίου δεν αμφισβήτησε- από 82 μοναρχικούς βουλευτές που στήριξαν το πραξικόπημα και τους πραξικοπηματίες[12].

«Το πραξικόπημα με μηχανισμόν φάρσας- γράφει ο Σπ. Μαρκεζίνης[13]– ενεδύετο δημοκρατικόν μανδύαν και μετ’ ολίγον η Εθνοσυνέλευσις ή τουλάχιστον όσα μέλη της θα παρέμενον εις την συνεδρίασιν, παρίστανον ασυναισθήτως μελλοθανάτους Ρωμαίων Καισάρων».

Λίγες ημέρες αργότερα στις 3 Νοεμβρίου του 1935 πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα για το οποίο δεν βρέθηκε κανείς, ούτε τότε ούτε αργότερα, να υποστηρίξει πως ήταν γνήσιο. Τα αποτελέσματα του ήταν εντελώς εξωφρενικά που ούτε αυτοί που τα μαγείρεψαν δεν μπορούσαν να τα αποδεχτούν[14]. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στο δημοψήφισμα εμφανίστηκαν ότι είχαν ψηφίσει 1.527.714 ψηφοφόροι, δηλαδή κάπου 438.000 περισσότεροι απ’ αυτούς που ψήφισαν στις εκλογές του Ιουνίου του 1935!!! Η αποχή είχε μηδενιστεί- παρά το γεγονός ότι τα κόμματα του κέντρου απείχαν- κι όπως ανακοινώθηκε υπέρ της Μοναρχίας ψήφισαν 1.491.992 ή το 97.80% ενώ υπέρ της Δημοκρατίας μόνο 32.545 ή το 2.12%[15]. Η βασιλεία- όπως σημειώνει ο Σπ. Λιναρδάτος[16]– εμφανιζόταν να ψηφίζεται από το 105% περίπου, των πραγματικά εγγεγραμμένων πράγμα καθόλου περίεργο αφού όπως αναφέρει ο Αλ Μαζαράκης[17] «τόσον χονδροειδείς καλπονοθεύσεις ποτέ δεν έγιναν. Στρατιώται και πολίται εψήφιζον όσας φοράς ήθελον».

Ας επανέλθουμε όμως στο ΚΚΕ να δούμε πως διαμορφώνεται η πολιτική του αυτή την περίοδο.

Το 7ο Συνέδριο της ΚΔ σφραγίζει τις εξελίξεις

Στις 25 του Ιουλίου του 1935 άρχισε στη Μόσχα τις εργασίες του το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Την περίοδο του 7ου Συνεδρίου η Κομιντέρν συνένωνε 76 Κομμουνιστικά Κόμματα και οργανώσεις, οι 19 από τις οποίες ήταν συμπαθούντες. Απ’ αυτά τα κόμματα μόνο τα 22 (εκ των οποίων 11 στην Ευρώπη) δρούσαν νόμιμα ή μισοπαράνομα ενώ τα υπόλοιπα ζούσαν κάτω από το καθεστώς των διώξεων και της τρομοκρατίας (ανάμεσά τους και το Γερμανικό ΚΚ ο ηγέτης του οποίου Ε. Ταίλμαν βρισκόταν κλεισμένος στις χιτλερικές φυλακές). Το γεγονός αυτό επηρέασε και την σύνθεση του Συνεδρίου. Έτσι στο Συνέδριο συμμετείχαν 513 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν 65 Κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις. Η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ απαρτιζόταν από τους Στυλιανό Σκλάβαινα (επικεφαλής), Γιάννη Ιωαννίδη, Γιάννη Μιχαηλίδη, Μιχάλη Τυρίμο, Μιχάλη Σινάκο, Δημήτρη Σακαρέλο, Νίκο Πλουμπίδη και Ανδρέα Τσίπα.

Η ημερήσια διάταξη του Συνεδρίου περιλάμβανε τα εξής θέματα:

– Απολογισμός δράσης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Εισηγήτης ο Β. Πίκ.

– Απολογισμός δουλειάς της διεθνούς Εξελεγκτικής Επιτροπής. Εισηγητής ο Ζ. Ανγκαρέτης.

– Η επίθεση του Φασισμού και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην πάλη για την ενότητα της της εργατικής τάξης ενάντια στο φασισμό. Εισηγητής ο Γ. Δημητρόφ.

– Η προετοιμασία του ιμπεριαλιστικού πολέμου και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Εισηγητής ο Π. Τολιάτι (ψευδώνυμο Μ. Έρκολι).

– Τα αποτελέσματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Εισηγητής ο Δ. Μανουήλσκι.

– Εκλογές των καθοδηγητικών οργάνων της Κομμουνιστικής Διεθνούς[18].

Η προσοχή του Συνεδρίου, όπως ήταν αναμενόμενο- και χωρίς αυτό να σημαίνει υποτίμηση οποιουδήποτε άλλου θέματος- επικεντρώθηκε γύρω από την εισήγηση του Γ. Δημητρόφ, η οποία άλλωστε είναι και η πιο γνωστή ως τις μέρες μας λόγω και των εξελίξεων που ακολούθησαν τα επόμενα, μετά το 1935, χρόνια. Ξεχωριστό ενδιαφέρον από τις επεξεργασίες του συνεδρίου έχουν οι προσεγγίσεις που έγιναν γύρω από το φαινόμενο του φασισμού, τον χαρακτήρα του και τους κινδύνους που περιέκλειε.

Το 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν επιβεβαίωσε τον ορισμό της 13ης Ολομέλειας της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν ότι «ο φασισμό είναι η ανοικτή τρομοκρατική διχτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου» επισημαίνοντας ότι οι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι χρειάζονται το φασισμό για να ρίξουν όλο το βάρος της κρίσης πάνω στους ώμους των εργαζομένων, για να λύσουν το πρόβλημα των αγορών ξαναμοιράζοντας τον κόσμο δια μέσω του πολέμου, για να προλάβουν την αύξηση των δυνάμεων της επανάστασης συντρίβοντας το επαναστατικό κίνημα των εργατών και των αγροτών, χτυπώντας στρατιωτικά το προπύργιο του παγκόσμιου προλεταριάτου, τη Σοβιετική Ένωση[19]. Στο Συνέδριο αποκρούστηκε οποιαδήποτε σχηματοποίηση στις εκτιμήσεις για το φαινόμενο του φασισμού. «Η ανάπτυξη του φασισμού- σημείωσε ο Δημητρόφ στην εισήγησή του- και η ίδια η φασιστική διχτατορία παίρνουν στις διάφορες χώρες διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τις ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, ανάλογα με τις εθνικές ιδιομορφίες και τη διεθνή θέση της δοσμένης χώρας». Επίσης τονίστηκε ότι ο Φασισμός «δεν είναι μια απλή αντικατάσταση μιας αστικής κυβέρνησης από μιαν άλλη» αλλά «η αλλαγή της μορφής διακυβέρνησης της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, της αστικής δημοκρατίας, με μιαν άλλη μορφή, την ανοιχτή τρομοκρατική διχτατορία»[20]. Επισημάνθηκε δε, η ανάγκη να μην παραβλέπεται αυτή η διαφορά γιατί διαφορετικά θα εμπόδιζε το επαναστατικό προλεταριάτο να κινητοποιεί πλατιά στρώματα του λαού στον αγώνα κατά του φασιστικού κινδύνου.

Πρωταρχική σημασία έδωσε το Συνέδριο στην ανάγκη δημιουργίας ενιαίου εργατικού μετώπου. Στο ερώτημα αν ήταν δυνατή η ενότητα δράσης του προλεταριάτου σε κάθε χώρα και διεθνώς το συνέδριο απάντησε καταφατικά: «Ναι αυτό είναι δυνατό- σημείωνε ο Δημητρόφ. Μπορεί να γίνει τώρα κιόλας, αμέσως. Η Κομμουνιστική Διεθνής, δεν βάζει απολύτως άλλο όρο για την ενότητα δράσης, εχτός από έναν μοναδικό, στοιχειώδη, αποδεχτό από όλους τους εργάτες, δηλαδή, η ενότητα δράσης να στρέφεται ενάντια στο φασισμό, ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου, ενάντια στον κίνδυνο του πολέμου, ενάντια στον ταξικό εχθρό. Αυτός είναι ο δικός μας όρος»[21].

Σε απόλυτη συνάφεια με την πολιτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου το 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν επεξεργάστηκε και την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου, την πολιτική συσπείρωσης δηλαδή όλων των αντιφαστικών δυνάμεων, πολιτικών και κοινωνικών, πέρα από την εργατική τάξη και τα κόμματά της. Βάση για την επεξεργασία αυτής της πολιτικής δεν ήταν μόνο η ανάγκη η αντιφασιστική πάλη να συσπειρώνει ευρύτερες- πέραν του προλεταριάτου- δυνάμεις, αλλά και το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν μπορούσε να αδιαφορεί για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξήγαγε τον ταξικό της αγώνα, για το αν δηλαδή επρόκειτο για συνθήκες ανοικτής φασιστικής τρομοκρατικής Δικτατορίας ή συνθήκες αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε τελευταία ανάλυση οι όποιες ελευθερίες απολάμβανε η εργατική τάξη στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ήταν κατακτήσεις δικές της πληρωμένες με αίμα, τις οποίες έπρεπε να υπερασπιστεί και να διευρύνει. Το Συνέδριο απάντησε καταφατικά στο ενδεχόμενο οι κομμουνιστές να μοιραστούν την ευθύνη σε μια κυβέρνηση του Ενιαίου Μετώπου ή του Λαϊκού Αντιφασιστικού Μετώπου, καθορίζοντας τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, αποκρούοντας αριστερές και δεξιές οπορτουνιστικές αντιλήψεις γύρω από το θέμα, ξεκαθαρίζοντας το τοπίο από πιθανές αυταπάτες. «Όσο κι μια τέτοια κυβέρνηση- τόνιζε στην εισήγησή του ο Γ. Δημητρόφ- θα διεξάγει πραγματικά αγώνα ενάντια στους εχθρούς του λαού και θα αφήνει ελευθερία δράσης στην εργατική τάξη και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, εμείς οι κομμουνιστές θα την υποστηρίζουμε με κάθε τρόπο και θα αγωνιστούμε στις πρώτες γραμμές σα στρατιώτες της επανάστασης. Δηλώνουμε όμως ανοιχτά στις μάζες: Η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να φέρει την τελική σωτηρία. Δεν είναι σε θέση να ανατρέψει την ταξική κυριαρχία των εκμεταλλευτών, γι’ αυτό δεν μπορεί να ματαιώσει οριστικά τον κίνδυνο της φασιστικής αντεπανάστασης. Επομένως πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τη σοσιαλιστική επανάσταση! Η σωτηρία θα έρθει αποκλειστικά μόνο από την εξουσία των σοβιέτ!»[22]. Το 7ο Συνέδριο έληξε τις εργασίες του με την εκλογή νέων καθοδηγητικών οργάνων της ΚΔ. Στην Εκτελεστική Επιτροπή εκλέχτηκαν 46 τακτικά μέλη και 33 αναπληρωματικά. Στο προεδρείο εκλέχτηκαν 19 μέλη. Ακόμη εκλέχτηκε γραμματεία από 7 τακτικά μέλη και τρία αναπληρωματικά. Γενικός Γραμματέας της Διεθνούς εκλέχτηκε ο Γ. Δημητρόφ.

Η επεξεργασία της νέας ολοκληρωμένης πολιτικής του ΚΚΕ, με βάση τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ, ου­σιαστικά άρχισε τον Αύγουστο του 1935 με την «Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ πάνω στην τρέχουσα στιγμή». Με την απόφαση αυτή η Κε­ντρική Επιτροπή διατύπωσε το σύνθημα της δημοκρατικής αντιφασιστικής κυβέρνησης. Η 4η Ολομέλεια της ΚΕ (Σε­πτέμβρης του 1935) και κυρίως το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Δε­κέμβρης του 1935), μέσα από δημιουργική επεξεργασία έφεραν σε αντιστοιχία όλες τις πλευρές της πο­λιτικής του Κόμματος με τις απαιτήσεις των αποφάσεων του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ.

Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ

Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ, όπως έχουμε προαναφέρει συνήλθε στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1935. Πήραν μέρος σ’ αυτό 45 αντιπρόσωποι, εκλεγμένοι από τις συνδιασκέψεις των τοπικών κομματικών οργανώσεων, 2 αντιπρόσωποι της Κεντρικής Επιτροπής, 2 της ΟΚΝΕ και 2 προσκαλεσμένοι με συμβουλευτική ψήφο, συνολικά 51 αντι­πρόσωποι[23].

Η σύγκληση του 6ου Συνεδρίου έγινε σε μια περίοδο έντασης της επίθεσης των δυνάμεων του φασισμού και του πολέμου σε διεθνή κλίμακα και στην Ελλάδα. Σ’ αυτές τις συνθήκες, μεγάλη σημασία είχε η σύγκληση του 7ου Συνε­δρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το 6ο Συνέδριο, στηριζόμενο και στις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ, επικέντρωσε την προσοχή του στην αποσόβηση του κινδύνου εγκαθίδρυσης φασιστικής δικτατορίας.

Καθόρισε σωστά τα καθήκοντα του ΚΚΕ για τη δημιουρ­γία του Ενιαίου Μετώπου και του Παλλαϊκού Μετώπου και την πραγματοποίηση της συνδικαλιστικής ενότητας, που μπορούσαν να φράξουν το δρόμο στη φασιστική δικτατορία. Υιοθέτησε το σύνθημα της «Λαϊκής Δημοκρατικής Εξουσίας» του προλε­ταριάτου και της αγροτιάς, στην οποία θα οδηγούσε η συ­ντριβή του μοναρχοφασισμού και στη συνέχεια η ανατροπή της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Έθεσε με νέο τρόπο τα ζητήματα του κύριου εχθρού και της διάταξης των ταξικών δυνάμεων στην επικείμενη αστι­κοδημοκρατική επανάσταση για την οποία γινόταν λόγος στις αποφάσεις της 6ης ολομέλειας της ΚΕ του ’34 αλλά και του 5ου Συνεδρίου που επικύρωσε αυτές τις αποφάσεις. Υπογράμμισε ότι κοινός εχθρός της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων της πό­λης και του χωριού, όλου του εργαζόμενου λαού είναι η πλουτοκρατική ολιγαρχία. Αυτή αποτελεί τον κύριο εχθρό και ενάντιά της πρέπει να στραφεί το κύριο χτύπημα του με­τώπου των λαϊκών δυνάμεων. Σπουδαία ήταν η απόφαση του 6ου Συνεδρίου για τον πόλεμο. Χαρακτηρίζοντας άμεσο τον κίνδυνο πολέμου που απειλούσε τη χώρα μας και τον κίνδυνο απώλειας της εθνι­κής της ανεξαρτησίας από τους ξένους ιμπεριαλιστές, κυ­ρίως από την Ιταλία , καθόρισε ότι «το καθήκον τόσο της απόκρουσης της άμεσης απειλής του πολέμου, όσο και της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές… πέφτει πάνω στο κόμμα μας».[24] «Οι Έλληνες κομμουνιστές», τονιζόταν στο Μανιφέστο του Συνεδρίου προς την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό της χώρας, «θα είναι στην πρώτη γραμμή σαν πρόκειται να υπερασπίσουν την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρ­τησία της χώρας, όταν απειληθεί…»[25]

Το Συνέδριο έθεσε το καθήκον της «συγχώνευσης των κομμουνιστικών αγροτικών οργανώσεων με όλα τα αγροτι­κά κόμματα και τις άλλες δημοκρατικές πολιτικές οργανώ­σεις στο χωριό σ’ ένα μαζικό και ενιαίο παναγροτικό κόμμα, με βάση την πάλη για τις άμεσες απαιτήσεις της αγροτιάς, την πάλη κατά του φασισμού και του πολέμου και τη συμμα­χία με την εργατική τάξη». Με την απόφαση, όμως, του Συνεδρίου για τη διάλυση των οργανώσεων του ΚΚΕ στο χωριό και την ένταξη των μελών τους στο ΑΚΕ καταργήθηκε η αυτόνομη οργάνωση Και δράση των κομμουνιστών στην ύπαιθρο.

Για τη νέα γενιά, το 6ο Συνέδριο έθεσε το καθήκον της πάλης για τη δημιουργία ενιαίας οργάνωσης νέων στην Ελλάδα.

Το Συνέδριο επικύρωσε την απόφαση της 3ης Ολομέ­λειας της ΚΕ (Απρίλη ς του 1935) που ακύρωσε το σύνθημα για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» και το αντικατέστησε με το σύνθημα της πλήρους εθνικής και πολιτικής ισοτιμίας όλων των εθνικών μειονοτήτων που. ζούσαν στην Ελλάδα.

Το Συνέδριο εξέλεξε νέα Κεντρική Επιτροπή και νέο Πολιτικό Γραφείο. Η ΚΕ αποτελέστηκε από τους Στέργιο Αναστασιάδη, Βασίλη Βερβέρη, Παντελή Δαμασκόπουλο, Νίκο Ζαχαριάδη, Γιάννη Ζέβγο, Γιάννη Ιωαννίδη, Παντελή Καραγκίτση, Δαμιανό Μάθεση, Γιάννη Μιχαηλίδη, Γιάννη Μιχελίδη, Στέφανο Μόσχο, Βασίλη Νεφελούδη, Δημή­τρη Παρτσαλίδη, Νίκο Πλουμπίδη, Μιλτιάδη Πoρφυρoγένη, Πέτρο Ρού­σο, Γιώργη Σιάντο, Μιχάλη Σινάκο, Σιτοκωσταντίνου, Γρηγόρη Σκαφί­δα, Στυλιανό Σκλάβαινα, Λεωνίδα Στρίγκο, Μιχάλη Τυρίμο και Χρύσα Χατζηβασιλείου. Το νέο Πολιτικό Γραφείο αποτέλεσαν οι Νίκος Ζαχαριάδης, Βασίλης Νεφελούδης, Στυλιανός Σκλάβαινας, Γιάννης Μι­χαηλίδης, Γιώργης Σιάντος, Γιάννης Ιωαννίδης και Δημήτρης Παρτσαλίδης.

Γιώργος Πετρόπουλος

 


[1] Ριζοσπάστης, 6.4.1934.

[2] Σε 16 μήνες διακυβέρνησης της χώρας από το Λαϊκό Κόμμα, δο­λοφονήθηκαν 10 εργάτες και αγρότες, συνελήφθη καν 3.725, από τους οποίους οι 785 καταδικάστηκαν σε πολύχρονες φυλακίσεις και εκτοπί­σεις. Στάλθηκαν στον πειθαρχικό ουλαμό Καλπακίου 54 φαντάροι, βα­σανίστηκαν 300 πολίτες, τραυματίστηκαν 305. Απαγορεύτηκαν 160 συ­γκεντρώσεις, διαλύθηκαν βίαια άλλες 128 και έγιναν 138 επιδρομές σε γραφεία οργανώσεων και σωματείων, σε τυπογραφεία εφημερίδων κλπ. (Βλ Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τόμος τέταρτος, σελ 511).

[3] «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος τέταρτος, σελ 84-86.

[4] «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος τέταρτος, σελ. 87-89.

[5] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 271

[6] Αλέκος Kουτσούκαλης: «Η δεύτερη δεκαετία του ΚΚΕ», εκδόσεις ΓΝΩΣΗ σελ. 102.

[7] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 274

[8] στο ίδιο, σελ. 276

[9] Ακολούθησαν, επίσης, αθρόες απολύσεις δημοκρατικών δημο­σίων υπαλλήλων. Είναι χαρακτηριστικό το μισαλλόδοξο πνεύμα των υπουργικών εγγράφων, με τα οποία ζητού­νταν από τις τοπικές υπηρεσίες τα ονόματα των δημοσίων λειτουργών, «οίτινες προσεχώρησαν ή οπωσδήποτε ηυνόησαν το στασιαστικόν κί­νημα» ή «καθ’ ων υπήρχον ενδείξεις επί κομμουνισμώ».

[10] Εκτός από τους στρατηγούς Παπούλια και Κοιμήση, που ήταν ηγέτες της «Δημοκρατικής Άμυνας», αλλά πρώην στελέχη του μοναρ­χισμού, τουφεκίστηκε και ο επίλαρχος Βολάνης. Στις 5 του Μάη, εξάλ­λου, καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο οι Ε. Βενιζέλος, Ν. Πλαστή­ρας, Ι. Κούνδουρος και Ε. Τζανακάκης απαλλάχτηκαν ή τιμωρήθηκαν με μικρές ποινές όσοι αστοί πολιτικοί ήταν παρόντες στη δίκη, όπως οι Καφαντάρης, Σοφούλης και Παπαναστασίου, οι οποίοι, τρομοκρατημέ­νοι, όχι μόνο αποκήρυξαν το κίνημα του Μάρτη, αλλά και ζήτησαν τη φι­λανθρωπία των στρατοκρατών (Βλέπε σχετικά: Ν. Ψυρούκης: «Ο Φασισμός της 4ης Αυγούστου, εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ, σελ. 103).

[11] «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε. τόμος τέταρτος, σελ. 186-188.

[12] Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909- 1940», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος Δ’, σελ. 57

[13] Σπ. Β. Μαρκεζίνη, στο ίδιο, σελ. 219

[14] Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις Διογένης, σελ. 70

[15] Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909- 1940», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος Δ’, σελ. 62- 63

[16] Σπ. Λιναρδάτου, στο ίδιο, σελ. 117

[17] Αλέξανδρου Μαζαράκη- Αινιάνος: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις Ίκαρος 1948, σελ. 431

[18] «Ιστορία της 3ης Διεθνούς», Έκδοση Σύγχρονη Εποχή, σελ. 398- 400.

[19] Γ. Δημητρόφ: «Ο Φασισμός:Εισήγηση στο 7ο Συνέδριο», Εκδόσεις Πορεία σελ. 19- 21

[20] στο ίδιο, σελ.22- 23

[21] στο ίδιο, σελ. 45

[22] Γ. Δημητρόφ, στο ίδιο, σελ. 96

[23] «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 284

[24] «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε. τόμος τέταρτος, σελ. 294.

[25] Στο ίδιο, σελ. 322.

 

Αρχική Δημοσίευση: rizospastis.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας