Εργατικός Αγώνας

Η κυπριακή τραγωδία

46 χρόνια από τον Αττίλα.

Του Γιώργου Πετρόπουλου.

Η Δευτέρα 15 Ιουλίου του 1974 ξημέρωσε ήσυχα για την πρωτεύουσα της Κύπρου Λευκωσία. Οι κάτοικοι ξύπνησαν ήρεμοι και τράβηξαν για τις δουλείες τους, οι άνδρες του Επικουρικού Σώματος που παρακολουθούσαν τα στρατόπεδα της Εθνοφρουράς για το φόβο πραξικοπήματος εγκατέλειψαν τη βάρδια τους χωρίς να έχουν παρατηρήσει την παραμικρή ύποπτη κίνηση και ο πρόεδρος Μακάριος έφυγε νωρίς το πρωί, από την εξοχική του κατοικία στο όρος Τρόοδος, με κατεύθυνση το προεδρικό μέγαρο περνώντας, μάλιστα, λίγο πριν τις 8π.μ., έξω από το στρατόπεδο της Εθνοφρουράς της Κοκκινοτριμηθιάς, όπου εκείνη την ώρα… άρματα μάχης ζέσταιναν τις μηχανές τους.[1]

Γύρω στις 8.15′, από το στρατόπεδο της Κοκκινοτριμιθιάς άρχισαν να βγαίνουν τάνκς με κατευθύνσεις το Προεδρικό Μέγαρο, το κτήριο τηλεπικοινωνιών και το κτήριο της αρχιεπισκοπής. Αλλά και αυτό το γεγονός, αρχικά τουλάχιστον, δεν προκάλεσε τις υποψίες των πολιτών οι οποίοι και τις προηγούμενες ημέρες είχαν παρατηρήσει την ίδια εικόνα όπου στρατιωτικές δυνάμεις και τα άρματα μάχης έβγαιναν από τα στρατόπεδα, έπαιρναν το δρόμο προς το προεδρικό μέγαρο, το παρέκαμπταν και κατέληγαν κοντά στο χωριό Τσέρι όπου επιδίδονταν σε ασκήσεις βολής. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε αυτό το γεγονός, που έκανε τους κατοίκους να συνηθίσουν τα τάνκς στους δρόμους, ποιος μπορούσε να φανταστεί τα όσα έμελλε να συμβούν; Πραξικοπήματα δεν γίνονταν ημέρα. Αυτά ήταν δουλειές της νύχτας.

Κι όμως τούτη τη φορά τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά.

Δεν πρόλαβαν να κυλήσουν, παρά ελάχιστα λεπτά της ώρας και οι πυροβολισμοί που ακούγονταν από διάφορα σημεία αναστάτωσαν ολόκληρη την κυπριακή πρωτεύουσα. Εκείνη την ώρα, γύρω στις 8.25′ π.μ., ο Μακάριος υποδεχόταν στο προεδρικό μέγαρο έλληνες μαθητές από σχολεία της Αλεξάνδρειας που όμως υποχρεώθηκε να τους εγκαταλείψει άρον – άρον. Πριν καλά- καλά αρχίσει η τελετή υποδοχής τα άρματα μάχης, που είχαν φτάσει απέξω, άρχισαν να βάλουν κατά του προεδρικού μεγάρου και κάποιος από το προσωπικό, έντρομος άρχισε να φωνάζει προς τη μεριά του αρχιεπισκόπου: «Μακαριότατε, άρματα επιτίθενται. Είναι για σας. Πρέπει να φύγετε! Να σωθείτε…!»[2].

Εκτός του Προεδρικού μεγάρου οι πραξικοπηματίες χτύπησαν επίσης, το Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, το κτήριο των τηλεπικοινωνιών, το Αρχηγείο της αστυνομίας, το στρατόπεδο του εφεδρικού σώματος που αποτελούνταν από πιστούς οπαδούς του Μακαρίου και, φυσικά το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ), ενώ άνδρες της ΕΛΔΥΚ επιτέθηκαν στον Αερολιμένα της Λευκωσίας.. Αν και εκδηλώθηκε σθεναρή αντίσταση, η δύναμη των πραξικοπηματιών ήταν απείρως ισχυρότερη και σε δύο ώρες, περίπου, η Λευκωσία ήταν στα χέρια τους. ΄Έτσι κατά τις 10 π.μ., εν μέσω εμβατηρίων και άλλων …πατριωτικών ύμνων, μεταδόθηκε η εξής ανακοίνωση:

«Σήμερον την πρωίαν, η Εθνική Φρουρά επενέβη δια να σταματήση τον αδελφοκτόνον πόλεμον. Η Εθνική Φρουρά είναι την στιγμήν αυτήν κυρία της καταστάσεως. Ο Μακάριος είναι νεκρός»[3]. Βέβαια ο Μακάριος είχε διαφύγει αλλά για την Κύπρο είχε πλέον ανοίξει μια πληγή που αιμορραγεί ως τα σήμερα. Ας δούμε όμως τι συνέβαινε στην Αθήνα εκείνες τις δραματικές ώρες.

Στην Αθήνα πανηγυρίζουν από νωρίς…

«Το πρωί της Δευτέρας, 15 Ιουλίου- γράφει ο τότε αρχηγός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος[4]– έφθασα στο γραφείον μου πολύ ενωρίτερον της συνήθους ώρας προσελεύσεώς μου. Κατά προηγηθείσαν συζήτησιν, ο Ιωαννίδης μου είχεν είπει ότι θα προσέλθωμεν κανονικώς στην υπηρεσία, δια να μη δοθή η εντύπωσις ότι κάτι έκτακτον συνέβαινε. Ηγνόησα την υπόδειξιν. Ήτο αδύνατον να μείνω μακράν του Αρχηγείου.

Περί την 7ην πρωϊνήν, εισέρχεται στο γραφείον μου ο Ματάτσης και μου αναφέρει ότι η ενέργεια ανατροπής του Μακαρίου ήρχισε και ότι μέχρι στιγμής, ουδέν εμπόδιον παρουσιάζεται δια την επιτυχίαν της.

Μετ’ ολίγον με επεσκέφθη ο Ιωαννίδης, περιχαρής δια την επιτυχίαν και μου λέγει ότι ο Μακάριος είναι νεκρός. Κατόπιν αυτού, την 7.30 ώραν, καλώ τους Αρχηγούς των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Τους ενημέρωσα δια την αναληφθείσαν ενέργειαν ανατροπής και ανέφερα την πληροφορίαν του Ιωαννίδη, ότι ο Μακάριος μάλλον εφονεύθη».

Για το θέμα της ενημέρωσης των αρχηγών από τον Μπονάνο ο τότε αρχηγός της πολεμικής αεροπορίας αντιπτέραρχος Αλέξανδρος Παπανικολάου, σε απόρρητη έκθεσή του που παρέδωσε στην κυβέρνηση Καραμανλή μετά τη μεταπολίτευση, γράφει[5]: «Η αυλαία του δράματος υψώθη την 15ην Ιουλίου 1974. Ο στρατηγός Μπονάνος εκάλεσεν εις το γραφείον του άπαντας τους αρχηγούς Κλάδων Ενόπλων Δυνάμεων την 0800 ώραν, και ανεκοίνωσεν εις αυτούς ότι η Εθνοφρουρά ανέτρεψε τον Μακάριον, όστις μάλλον είχε φονευθεί.».

Λαμβάνοντας υπόψην το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το πραξικόπημα στην Κύπρο εκδηλώθηκε τη Δευτέρα 15 Ιουλίου του 1974 αλλά μετά τις 8 το πρωί, από τις προαναφερόμενες μαρτυρίες του Μπονάνου και του Παπανικολάου προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η χούντα των Αθηνών άρχισε να πανηγυρίζει πριν ακόμη βγουν στους δρόμους της Λευκωσίας τα τανκς!!!

Ποιοι ήταν οι πραγματικοί οργανωτές του πραξικοπήματος

Όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των πρωταγωνιστών στην επιτροπή της βουλής που εξέτασε το φάκελο της Κύπρου, η χούντα των Αθηνών είχε αποφασίσει, τουλάχιστον, από τις αρχές του 1974 την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου. Η σχετική απόφαση λήφθηκε σε σύσκεψη που έγινε, με πρωτοβουλία του αόρατου δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη, στο σπίτι του «πρωθυπουργού» Ανδρουτσόπουλου και με τη συμμετοχή του «προέδρου Δημοκρατίας» του καθεστώτος Φ. Γκιζίκη καθώς και του αρχηγού ενόπλων δυνάμεων στρατηγού Μπονάνου[6]. Έτσι τον Ιούλιο του 1974 είχαν γίνει ουσιαστικά όλες οι σχετικές προετοιμασίες. Ήταν όμως η χούντα ο πραγματικός οργανωτής του πραξικοπήματος ή αυτή έκανε όλη τη βρώμικη δουλειά για λογαριασμό άλλων;

Δεν χωράει αμφιβολία πως το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας, ένα καθεστώς μαριονέτα των Ηνωμένων Πολιτειών, ήταν αδύνατο να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια στην Κύπρο χωρίς αμερικανική παρότρυνση. Το συμπέρασμα αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται κι απ’ όλα τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν τα οποία μαρτυρούν πως τόσο το πραξικόπημα όσο και ο ΑΤΤΙΛΑΣ που ακολούθησε αποτελούσαν ένα ενιαίο σχέδιο των αμερικανών με κύριο στόχο να προωθήσουν δυναμικά την πολιτική που από χρόνια είχαν υιοθετήσει για διχοτομική λύση του κυπριακού.

Ο Αντιπτέραρχος Παπανικολάου, αναφέρει στην προαναφερόμενη, απόρρητη, έκθεσή του πως όταν στις 16 Ιουλίου του 1974 ρώτησε τον Ιωαννίδη για της επιπτώσεις που θα είχε η ανατροπή του Μακαρίου εισέπραξε την εξής απάντηση: «ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Τούρκοι επεθύμουν τον Μακάριον»[7]. Αλλά και ο τότε αρχηγός του πολεμικού Ναυτικού Αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης σε δική του έκθεση υποστηρίζει πως ο Ιωαννίδης του είχε πει για το πραξικόπημα: «Κύριε αρχηγέ, όταν κάποτε πληροφορηθείτε τα εις χείρας μου στοιχεία και τας ενθαρρύνσεις ας είχον θα με δικαιολογήσητε»[8]. Μια για τις ενθαρρύνσεις που είχε ο Ιωαννίδης μας δίνει ο στρατηγός Μπονάνος ο οποίος γράφει[9]:

«Πολλάκις ο Ιωαννίδης με διαβεβαιώσεν, ότι οι Τούρκοι δεν πρόκειται να αναμειχθούν, διότι και οι Αμερικανοί είναι υπέρ της ανατροπής του Μακαρίου και θα σταθούν δίπλα μας εις πάσαν περίπτωσιν».

Ο Μπονάνος αναφέρει, επίσης, πως ο Ιωαννίδης του έλεγε «ότι έχει διαβεβαιώσεις από την CIA ότι οι Τούρκοι δεν θα επέμβουν». Τέλος, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του Μπονάνου, παρόμοιες διαβεβαιώσεις για τις προθέσεις των αμερικανών έπαιρνε από την CIA– αλλά και από τον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάππας- και ο τότε αρχηγός της ΚΥΠ Σταθόπουλος.

Για το ποιοι πραγματικά ήταν πίσω από το πραξικόπημα και την τραγωδία της Κύπρου άκρως ενδιαφέρουσα είναι η μαρτυρία που καταθέτει στο βιβλίο του, που εκδόθηκε τελευταία, ο αντιναύαρχος Π. Αραπάκης ο οποίο γράφει μεταξύ άλλων[10]:

«Οι σχεδιασμοί των ξένων κέντρων αποφάσεων απέβλεπαν στη εξυπηρέτηση των συμμαχικών συμφερόντων σε βάρος, στην περίπτωση αυτή, της Ελλάδας και της Κύπρου και υπέρ της Τουρκίας. Η εξόντωση του Μακαρίου απέβλεπε, πέρα από την αποτροπή του κινδύνου ‘‘κουβανοποίησης’’ της Κύπρου και της πρόλήψης τριτοκοσμικών ενεργειών του, που θα μπορούσαν να αποβούν σε βάρος του Ισραήλ και των Δυτικών συμμάχων, στη διαμόρφωση συνθηκών ικανών να δικαιολογήσουν τη δημιουργία τουρκικής βάσης στη βόρεια Κύπρο, σύμφωνα με συμμαχική επιδίωξη». Κατά τον Αραπάκη, ούτε η CIA δεν γνώριζε τα σχέδια για εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, μετά το πραξικόπημα, κι αυτό γιατί «το μεγάλο σχέδιο της διχοτόμησης για την Κύπρο, το οποίο είχε καταστρωθεί στο εξωτερικό, θα ναυαγούσε. Η απόλυτη μυστικότητα- σημειώνει ο Αραπάκης- αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την υλοποίησή του.».

Αν σ’ όλα αυτά προστεθεί και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ απέφυγαν επιμελώς να καταγγείλουν το πραξικόπημα και να στηρίξουν το Μακάριο[11], τότε δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να γίνει αντιληπτό ότι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της κυπριακής τραγωδίας ήταν εξολοκλήρου αμερικανικής εμπνεύσεως.

Ο Αττίλας

Η δεύτερη φάση του αμερικανικού σχεδίου για την Κύπρο, μετά το πραξικόπημα, προέβλεπε την τουρκική εισβολή και την, δια των όπλων, διχοτόμηση του νησιού. Έτσι, στις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου του 1974 μπήκε μπροστά ο ΑΤΤΙΛΑΣ και μέχρι τα χαράματα της 22ας Ιουλίου, που καταλήχθηκε η συμφωνία ανακωχής, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις εξελίξεις τον είχαν οι αμερικανοί οι οποίοι καθόλου δεν ενδιαφέρονταν να σταματήσουν την τουρκική εισβολή. Αντίθετα κύριο μέλημα τους είχαν να μην εκδηλωθεί ελληνοτουρκική σύρραξη η οποία εκ των πραγμάτων θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες για την νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.

Στις 14 Αυγούστου του 1974, στις 4.30 π.μ., ξεκίνησε η δεύτερη φάση της Τουρκικής εισβολής που έχει μείνει στην ιστορία με την επωνυμία «ΑΤΤΙΛΑΣ 2». Με την ολοκλήρωση και αυτής της επιχείρησης στα χέρια των τούρκων πέρασε το 36,3% του κυπριακού εδάφους, το νησί διχοτομήθηκε και η κατάσταση αυτή παραμένει μέχρι σήμερα η ίδια.

Ο δεύτερος ΑΤΤΙΛΑΣ υποχρέωσε την τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είχε προέλθει από την πολιτική μεταβολή της 24ης Ιουλίου 1974 να προχωρήσει στο μέτρο της αποχώρησης της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ[12]. Ήταν μια ενέργεια χαρακτηριστική που αν μη τι άλλο φανερώνει τον κύριο υπεύθυνο της τραγωδίας του κυπριακού λαού και που καταδεικνύει επίσης πως οποιαδήποτε αναζήτηση λύσης του κυπριακού ζητήματος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της αμερικανικής κηδεμονίας δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά παρά μόνο στη νομιμοποίηση, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, του καθεστώτος που δημιούργησε η τουρκική εισβολή, δηλαδή στη νομιμοποίηση της διχοτόμησης του νησιού μ’ όποιο όνομα κι αν αυτή εμφανιστεί.

 


[1] Διονυσίου Καρδιανού (Σπ. Παπαγεωργίου): «Ο ΑΤΤΙΛΑΣ πλήττει την Κύπρον», εκδόσεις Γ. Λαδιά, Αθήναι 1976, σελ. 33 και Αλ. Ζαούση: «Ο εμπαιγμός», εκδόσεις Παπαζήση, τόμος β’, σελ. 301- 302

[2] Σόλωνα Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος 7ος, σελ. 222- 225

[3] Διονυσίου Καρδιανού (Σπ. Παπαγεωργίου): «Ο ΑΤΤΙΛΑΣ πλήττει την Κύπρον», εκδόσεις Γ. Λαδιά, Αθήναι 1976, σελ. 35

[4] Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια», Αθήνα 1986, σελ. 224

[5] Βλέπε «Η απόρρητη έκθεση του Αντιπτέραρχου Αλ Παπανικολάου» στο, Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 205- 239.

[6] Κ. Κάππου: «Έγκλημα εναντίον της Κύπρου», εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ, σελ. 57

[7] Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», Αθήνα 1975, σελ. 226

[8] στο ίδιο, σελ. 61

[9] Στρατηγού Γρ. Μπονάνου, στο ίδιο, σελ. 216 και 218

[10] Πέτρου Αραπάκη: «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ- Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2000, σελ. 148- 151

[11] Βλέπε: «Λώρενς Στέρν: «Λάθος Άλογο», εκδόσεις ΤΑΜΑΣΟΣ, Λευκωσία 1978, σελ. 143- 145 και 148

[12] Βλέπε τη σχετική κυβερνητική ανακοίνωση: Εφημερίδες 15/8/1974

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας