Εργατικός Αγώνας

Η δολοφονία 118 πατριωτών στο Μονοδένδρι Λακωνίας στις 26 Νοεμβρίου 1943

«Ως εξιλεαστικόν μέτρον διά την δειλήν και επίβουλον επίθεσιν ανταρτών εις γερμανικήν φάλαγγα αυτοκινήτων εις τον δρόμον Τριπόλεως – Σπάρτης την 25η Νοεμβρίου 1943, εξετελέσθησαν οι κάτωθι…».

Με αυτή τη «λακωνική» φράση οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής ανακοίνωσαν στο λαό της Λακωνίας την εν ψυχρώ δολοφονία 118 πατριωτών στο Μονοδένδρι.

Ας δούμε το χρονικό και τις συγκλονιστικές λεπτομέρειες αυτού του εγκλήματος μέσα από δημοσιεύματα και αναμνήσεις επιζώντων (Πηγή: kinisienergoipolites.blogspot.gr):

1943. Ενώ το αντάρτικο φουντώνει στην Πελοπόννησο, στις 22 – 23 Οκτώβρη 1943, οι Γερμανοί κατακτητές προχωρούν σε μαζικές συλλήψεις. Στη Σπάρτη και τη γύρω περιοχή συλλαμβάνονται 550 πατριώτες, συνδεδεμένοι άμεσα ή έμμεσα με αντάρτες της περιοχής.

Οι 400 μεταφέρονται στις φυλακές της Τρίπολης. Στόχος της ομηρείας η κατατρομοκράτηση του λαού. Μεταξύ τους έμποροι, δικηγόροι, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες.
Στις 25 Νοεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ στήνουν ενέδρα στο Μονοδέντρι και χτυπούν με πολυβόλα φάλαγγα αυτοκινήτων που μετέφερε Γερμανούς στρατιώτες. Εξοντώθηκαν περίπου 30 στρατιώτες (οι αριθμοί ποικίλλουν από μαρτυρία σε μαρτυρία).
Η είδηση έγινε γνωστή και οι κάτοικοι της περιοχής έφυγαν για τα βουνά, αφού πήραν μαζί τους ό,τι μπορούσαν. Ξημέρωσε η 26η Νοεμβρίου 1943. Μια μέρα που όλοι περίμεναν το ξέσπασμα της γερμανικής οργής.
Κατά το μεσημέρι, ακριβώς στο σημείο της ενέδρας, σταμάτησε μια φάλαγγα γερμανικών αυτοκινήτων, η οποία ερχόταν απ’ την Τρίπολη και ξεφόρτωσε 118 ομήρους. Ανάμεσά τους εκλεκτά μέλη της κοινωνίας της Σπάρτης και όλα τα μέλη της Επιτροπής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού της Σπάρτης.

 Ήταν οι όμηροι που είχαν συλληφθεί πριν έναν μήνα.
Τους κατεβάζουν από τα αυτοκίνητα, τους τοποθετούν στο σημείο της ενέδρας και στήνουν δυο πολυβόλα από τις δυο μεριές του δρόμου και άλλα τέσσερα να στοχεύουν τους μελλοθάνατους. Καθώς τα εκτελεστικά αποσπάσματα παίρνουν τη θέση τους οι 118 όμηροι αντιλαμβανόμενοι την τύχη τους αγκαλιάζονται για τελευταία φορά

 Ο δικηγόρος και πολιτικός Γιατράκος στρέφεται στους συντρόφους του και εκφωνεί τον τελευταίο λόγο της ζωής του…

Τη δραματική εκείνη στιγμή η δόξα άγγιζε το πρόσωπο ενός άλλου ήρωα. Αυτό του Χρήστου Καρβούνη
Ο γιατρός Χρήστος Καρβούνης γεννήθηκε στην Αράχοβα Λακωνίας στις 16.07.1903. Σπούδασε γιατρός στη Γερμανία και πήρε την ειδικότητα του χειρουργού. Το 1928 επέστρεψε στη Σπάρτη όπου άνοιξε κλινική. Μεταξύ των ετών 1929 – 1943 έκανε 3.000 χειρουργεία.

 Στον πόλεμο του 1940 υπηρέτησε στα νοσοκομεία Θεσσαλονίκης και Νάουσας. Κατά την κατοχή ανέπτυξε πατριωτική δράση. Όταν νοσήλευσε έναν Έλληνα αξιωματικό, το 1943, οι Ιταλοί τον συνέλαβαν. Απελευθερώθηκε όμως όταν κατέρρευσε το μέτωπο Ιταλίας – Γερμανίας.
Ο Καρβούνης βλέπει ότι ανάμεσα στους 118 ήταν παιδιά ανήλικα, τέσσερα αδέλφια από μια οικογένεια (Τζιβανόπουλοι) και τρία από δύο άλλες (Αλεμαγκίδη και Κεχαγιά).
Με τα άψογα γερμανικά του παρακαλεί τους Γερμανούς να μη σκοτώσουν τα ανήλικα παιδιά. Δεν εισακούγεται.
Πάνω στην ώρα καταφτάνει ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής μεταφέροντας το κατεπείγον μήνυμα της γερμανικής διοίκησης Τριπόλεως, σύμφωνα με το οποίο ο γιατρός Καρβούνης, ο οποίος είχε σπουδάσει στη Γερμανία, δεν πρέπει να εκτελεστεί.
Ο Καρβούνης δέχεται με την προϋπόθεση να μην εκτελεσθεί κανένας. Ισχυρίζεται ότι και οι 118 είναι αθώοι και δεν πρέπει να πληρώσουν για ενέργειες άλλων. Οι Γερμανοί αρνούνται. Ο Καρβούνης αντιπροτείνει, αντί να του χαρίσουν τη ζωή, να ελευθερώσουν δύο από τους τέσσερις αδελφούς Τζιβανόπουλου που ήταν όμηροι. Οι Γερμανοί αρνούνται εκ νέου. Τότε ο Καρβούνης ξεσπά και σε άψογα γερμανικά βρίζει τους Γερμανούς:
«Είστε βάρβαροι. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια απ’ τη ζωή μου στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια χαμένα και πεταμένα».
Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός έγινε κατακόκκινος από οργή. Με όλη του τη δύναμη χτύπησε τον Καρβούνη με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο.
Πυρ φώναξε και οι 118 πατριώτες σωριάστηκαν νεκροί. Ανάμεσά τους ο Χρήστος Καρβούνης με το σπασμένο του μπράτσο και τα τέσσερα αδέρφια Τζιβανόπουλου.

 

Προσωπική μαρτυρία του μοναδικού διασωθέντα.

Αυτός ήταν ο Μιχάλης Τσιγκάκος, ο νεότερος ηλικιακά από τους 118 ομήρους που εκτλέστηκαν στο Μονοδέντρι.
Ο τρόπος διάσωσής του φριχτός, όπως και σε κάποιες άλλες – σπάνιες – τέτοιες περιπτώσεις που είδαμε: τον χτύπησε ξώφαλτσα η σφαίρα. Τον κάλυψαν το αίμα και τα κορμιά των συμπολιτών του. Και γλύτωσε τη χαριστική βολή. Μακάβριο αλλά αληθινό!…
Μαρτυρία του Μιχάλη Τσιγκάκου, μοναδικού διασωθέντα από τη σφαγή στο Μονοδέντρι Λακωνίας (26 Νοεμβρίου 1943)
Ο Μιχάλης Τσιγκάκος, ο μικρότερος από τους συλληφθέντες που στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα στο Μονοδέντρι Λακωνίας στις 26 Νοεμβρίου 1943, γλίτωσε τη σφαγή και αφηγείται:
«Κατάγομαι από τη Νύφη Λακωνίας. Η μητέρα μου, δασκάλα και επιθεωρήτρια σχολείων, είχε πεθάνει. Ο πατέρας ήταν καπετάνιος επιταγμένος από τους Γερμανούς σε ένα καράβι που μετέφερε καύσιμα από τα Πλύτρα στην Κρήτη. Έτσι, μαζί με τον αδελφό μου περιφερόμασταν από τον ένα συγγενή στον άλλο.
Στα κάθε είδους μεροκάματα που κάναμε, πολλές φορές η αμοιβή ήταν σε είδος. Την ημέρα που με συνέλαβαν θα έπαιρνα 15 οκάδες σύκα. Δεν πρόλαβα όμως. Οι άλλοι που ήταν μαζί μου είδαν το περιστατικό. Παράτησαν το φορτηγό και την κοπάνησαν τρέχοντας.

Μας πήγαν σε ένα χώρο όπου βρίσκονταν δεκάδες κρατούμενοι. Ορισμένοι ψιθύριζαν ότι μας έπιασαν για αντίποινα. Κάποιους είχαν σκοτώσει οι αντάρτες. Το απόγευμα έξω από το κτίριο είχαν μαζευτεί γυναίκες που, κλαίγοντας, ζητούσαν να δουν τους ανθρώπους τους. Όμως οι Γερμανοί δεν επέτρεψαν την παραμικρή επαφή.
Ανάμεσα στους συλληφθέντες ο γιατρός Καρβούνης, γνωστός στη Λακωνία, αφού χειρουργούσε πολλές δύσκολες παθήσεις. Όλοι είχαν πέσει πάνω του να τους σώσει.
«Αν είναι να τη γλιτώσω μόνο εγώ, τότε θα πάω πρώτος» τους απαντούσε. Το εννοούσε. Θα μπορούσε να είχε φύγει παραπάνω από μία φορά. Οι Γερμανοί ήξεραν καλά πόσο αγαπητός ήταν στους κατοίκους. Την επόμενη μέρα το πρωί μάς έβαλαν σε ένα φορτηγό για το Μονοδέντρι. Εκεί που μας κατέβασαν υπήρχαν δεκάδες Γερμανοί στρατιώτες. Σε κάτι λάκκους διέκρινα πεθαμένους. «Ωχ», κάνει ένας. «Μας έφεραν για εκτέλεση»…
Μας βάζουν στη σειρά και αρχίζουν να πιέζουν έντονα τον Καρβούνη να φύγει. Αυτός αρνιόταν.
«Εδώ στη Σπάρτη ο αρχαίος νόμος λέει, ή όλοι ή κανένας» απαντά.

 Κάποιος προσπαθεί να τον τραβήξει με το ζόρι. Του ρίχνει μια κλοτσιά. «Γουρούνι!» του λέει ο γιατρός στα γερμανικά, καθώς σηκώνεται. Ο ναζί αφήνιασε. Του πιάνει το χέρι και του το γυρίζει ώσπου του το έσπασε. Συνέχισαν να τον πιέζουν να φύγει. Αρνήθηκε πεισματικά, παρά τους πόνους που είχε.
Γύρω στους 35 – 40 στρατιώτες παρατάχθηκαν απέναντί μας. Είχε μουντό συννεφιασμένο καιρό. Οι περισσότεροι κατάλαβαν τι τους περίμενε. Ένας στρατιώτης άρχισε να μοιράζει μαύρες κορδέλες. Έφτασε και σε μένα.
«Νιξ!» του κάνω με το περίσσιο θράσος της ηλικίας μου, αλλά και συγκινημένος από τη στάση του γιατρού.
Ο Καρβούνης ζήτησε ως τελευταία επιθυμία να μας επιτρέψουν να τραγουδήσουμε τον εθνικό ύμνο και το «Έχε γεια καημένε κόσμε».

 Όπως και έγινε. Ορισμένοι άρχισαν να κλαίνε.
»Τότε ένας που ήταν δεξιά μου, μου λέει, «Καλά εμείς, αλλά κι εσένα, ρε Μιχαλάκη;»
»Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει και ακούγεται το πρόσταγμα «Φάιαρ». Όπως γύρισα να τον κοιτάξω ένιωσα ένα τσούξιμο στο μέτωπό μου, σαν κάψιμο από τσιγάρο, κι έπεσα χάμω. Πάνω στην ωμοπλάτη μου έπεσε ένας υψηλόσωμος. Το πρόσωπό μου γέμισε με χυμένα μυαλά και αίματα. Έμεινα ακίνητος, παγωμένος…
Άρχισαν να πυροβολούν όσους βόγκαγαν από τους πόνους, ώσπου επικράτησε απόλυτη σιωπή. Έμεινα ακίνητος, μπορεί και μια ώρα. Μόλις έφυγαν τα αυτοκίνητα, περίμενα λίγο και έκανα να φύγω. Σηκώθηκα και αντίκρισα την πιο εφιαλτική εικόνα της ζωής μου. Όλοι κείτονταν νεκροί.
Έφυγα γεμάτος φόβο προς το πουθενά. Περπάτησα μισό χιλιόμετρο περίπου και έφτασα σε ένα μαντρί. Μόλις με βλέπει ο βοσκός που ήταν εκεί νόμισε ότι είδε φάντασμα και πήγε να μου επιτεθεί. Τον πρόλαβε η γυναίκα του.
«Τι έπαθες παιδάκι μου;» με ρωτάει αλαφιασμένη. Τους εξήγησα και με πήραν στο σπίτι.
Η κυρα – Παναγιώτα μού έδεσε και μου φρόντισε τις πληγές και μου έδωσε καθαρά ρούχα. Την επόμενη ημέρα έφερε γιατρό. Επειδή φοβόντουσαν μην το μάθουν οι Γερμανοί, με είχε δασκαλέψει να του πω ότι ήμουνα με τα γίδια, έπεσα από ένα βράχο και τραυματίστηκα στο μέτωπο. Αυτός, αν και κατάλαβε δεν είπε τίποτα σε άλλους.
Με τους βοσκούς έμεινα περίπου οκτώ μήνες. Λίγο καιρό μετά πήγα στο Γύθειο και ξανασυνάντησα τον πατέρα μου και τον αδελφό μου, οι οποίοι με είχανε για πεθαμένο. Στην πορεία των χρόνων έγινα οικοδόμος, ναυτικός και είδα τα δύο μου παιδιά να μεγαλώνουν και να προκόβουν.
Όλα αυτά τα χρόνια δεν πηγαίνω στην τελετή που γίνεται κάθε χρόνο στο Μονοδέντρι. Όποτε περνάω από εκεί ανατριχιάζω. Νιώθω μια παγωμάρα. Ήταν ένα αισχρό έγκλημα που δεν θα τους το συγχωρήσω ποτέ…»

Οι 118 με το αίμα τους έγραψαν για μια ακόμη φορά το θρυλικό επίγραμμα του Σιμωνίδη:
«Ω ξειν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα…».
Την ίδια ημέρα η γερμανική στρατιωτική διοίκηση Πελοποννήσου ανακοινώνει:
«Ως εξιλεαστικόν μέτρον διά την δειλήν και επίβουλον επίθεσιν ανταρτών εις γερμανικήν φάλαγγα αυτοκινήτων εις τον δρόμον Τριπόλεως – Σπάρτης την 25η Νοεμβρίου 1943, εξετελέσθησαν οι κάτωθι…». Ακολουθεί κατάλογος με 100 ονόματα πατριωτών. Στον κατάλογο δεν περιλαμβάνονται άλλοι 18 πατριώτες, που θα προστεθούν αργότερα στον κατάλογο του ολοκαυτώματος.
Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη μαζική σφαγή στο Μοριά. Θα ακολουθήσουν άλλες εξίσου φοβερές και ακόμη φοβερότερες στην περιοχή και σ’ όλη τη χώρα.
Το άγγελμα της εκτέλεσης, ξαφνικό και αναπάντεχο, προκάλεσε τεράστια κατάπληξη και οργή. Δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο ομαδικό έγκλημα. Η Σπάρτη ντύθηκε στα μαύρα. Ο πόνος αβάσταχτος. Σχεδόν κάθε σπίτι θρηνούσε και ένα νεκρό. Ο λαϊκός θρήνος απ’ τον χαμό των παλικαριών θα εκφραστεί με μοιρολόγια:
«Αητός στον ήλιο πέταξε μ’ ολόχρυσες φτερούγες
απάνω απ’ τον Ταΰγετο κι απάνω από τη Μάνη.
Τ’ αποβραδίς εκούρνιασε στο δόλιο Μονοδέντρι,
εκεί που πέσαν οι εκατόν δεκαοχτώ λεβέντες.
Βάγια σούρνει στη μύτη του κι αστέρια στα φτερά του,
φωνές και χαιρετίσματα σούρνει στ’ ακρόνυχά του:
Πάψτε μάνες τα κλάματα, τι εσείσθη ο απάνω κόσμος…».

Τέσσερις μήνες μετά το ολοκαύτωμα, στις 13 Μαρτίου 1944, αντάρτικες δυνάμεις θα ξαναστήσουν ενέδρα στο Μονοδέντρι. Θα εξολοθρεύσουν φάλαγγα οχτώ γερμανικών αυτοκινήτων με κεραυνοβόλα επίθεση. Τα θύματα υπολογίζονται σε περίπου διακόσια.
Μετά την απελευθέρωση η σφαγή των 118 πατριωτών στο Μονοδέντρι αποτέλεσε μέρος του κατηγορητηρίου της Νυρεμβέργης. Μάλιστα υπήρξε το υπ’ αριθμόν 1 στοιχείο του κατηγορητηρίου, με το γενικό σκεπτικό ότι «…τα αντίποινα αποτελούν μέρος προδιαγεγραμμένου σχεδίου προς τρομοκράτησιν…».

Επιμέλεια κειμένου : Ηλίας Σιδηρόπουλος


ΝΟΤΗΣ ΠΕΡΓΙΑΛΗΣ: ΧΩΡΙΣ ΑΣΠΙΔΕΣ ΚΑΙ ΔΟΡΑΤΑ
Αν δεν μπουμπούνιζε όξω, θ’ άκουγες τις μύγες που κυνηγιούντανε στο ταβάνι της ζεστής υπόγειας ταβέρνας.
Εκεί που τελειώνουνε τα σκαλοπάτια, τέσσερες κατσαρόλες σιγοβράζουνε στη σειρά κι ο μάγερας, ένας κοιλαράς με γουρλωτά μάτια, έχει μαρμαρώσει όρθιος πάνω από ένα τραπέζι.
Απόψε ο εργάτης με τα στριμμένα μουστάκια δε χασκογελάει πειράζοντας τους υπόλοιπους θαμώνες. Ο βλογιοκομμένος με τη στραβή μπαλωμένη τραγιάσκα κοιτάει αμίλητος τα παπούτσια του κι όλοι οι «αξιότιμοι», καθώς τους φωνάζει ο ταβερνιάρης, με τα ξέστηθα πουκάμισα και τα δασύτριχα στήθια, στέκουνται βουβοί, παράξενα σοβαροί κι αμίλητοι.
Απόψε πρέπει κάποιος να μιλήσει.
Κείνος που θα μιλήσει ξέρουν ποιος είναι. Όλα τα μάτια είναι στραμμένα πάνω του, με μια βουβή παράκληση. Κάθεται σε μια γωνιά, μπροστά σ’ ένα ποτήρι κι ένα κατοστάρι και κοιτάει αφηρημένα το μανικέτι του. Το μελαχρινό λεπτό μούτρο του φαίνεται ακόμα πιο μαύρο και πιο λεπτό καθώς τονε φωτίζει από πάνου το φτωχικό δίστομο λυχνάρι, κρεμασμένο στο χοντρό δοκάρι του νταβανιού.
Και με τα μάτια πάντα στο μανικέτι του αρχίζει να διηγιέται. Η φωνή του βαθιά και σιγανή μιλάει σ’ όλους, μα δεν κοιτάει κανένανε σα να τα λέει μονάχα στον εαυτό του.
Η ταβέρνα κείνη την ώρα θαρρείς πως κίνησε για ’να ταξίδι σ’ ένα αλλιώτικο κόσμο που δεν ακούγονται τα μπουμπουνητά όξω και τα χειροκροτήματα της βροχής στα πεζοδρόμια, παρά μονάχα μια σιγανή φωνή, βαθιά σαν αρμόνιο…
 – Ο δρόμος είναι γιομάτος αίμα. Σήμερα θαρρώ τους ξεφορτώσανε στο νεκροταφείο. Θα σας πως πώς πεθάνανε στο Μονοδέντρι κι εσείς μη το κρύβετε στην καρδιά σας μα σκορπίστε το σ’ όλο τον κόσμο, σ’ όλα τα βουνά. Είναι τόσα αυτιά για να τ’ ακούσουνε τόσες ψυχές για να ζητήσουνε αίμα για αίμα…
Ήτανε 118. Τους μέτρησα έναν ένανε καθώς τους κατεβάζανε από τα τέσσερα σκεπασμένα αυτοκίνητα, χεροδεμένους με τα καλώδια, χλωμούς, πολύ χλωμούς. Πρόσεξα καλύτερα, δεν ήτανε από φόβο, τα μάτια τους ήτανε καθαρά, ήρεμα. Απ’ την κλεισούρα του μπουντρουμιού ασπρίζεις, κιτρινίζεις.
Τρακόσοι Γερμανοί οπλισμένοι σαν αστακοί, πιάσανε τα γύρω υψώματα, γιατί φοβούντανε μήπως ερθούνε οι παρτιζάνοι και τους λευτερώσουνε. Οι Γερμανοί τους τρέμουνε τους παρτιζάνους. Την άλλη φορά, στο ίδιο μέρος, σκοτώσανε ογδόντα Γερμανούς, κάψανε τη φάλαγγα και πήρανε τα μυδράλια. Κακό πράμα να σε βαρούνε τα ίδια σου τα ντουφέκια.
Τους 118 τους βάλανε στη σειρά πάνου στο δημόσιο δρόμο.
Εγώ πήγα κοντά κι ήθελα να τα ιδώ όλα από κοντά.
Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα και ο Γερμανός διοικητής ήτανε παρών. Ένας άντρακλας ίσαμε κει πάνου. Διατάζει να κατεβούνε οι μελλοθάνατοι κάτω απ’ το δημόσιο δρόμο στη λάκκα με το γρασίδι κι εκεί να μπούνε σε μια σειρά που να βλέπει το δημόσιο δρόμο. Κάνει ένα νόημα σ’ ένα λοχία κι αμέσως τέσσερα μυδράλια στήνουνται στο δημόσιο δρόμο κι αγναντεύουνε τους μελλοθάνατους με το σκοτεινό μάτι τους.
Βλέπω το διοικητή, βλέπω τους μελλοθάνατους, μου φαίνονται σαν ένα μεγάλο κακό όνειρο όλα τούτα δω.
Ο διοικητής ρίχνει μια ματιά στη μεγάλη σειρά κι ύστερα ψαχουλεύει στην τσέπη του και βγάνει ένα πράσινο μπλοκ. Μια μύγα περνάει από τη μύτη του, σβιγκ. Απέραντη ησυχία. Μου φαίνεται πως πετρώσαμε όλοι μας εκεί που στεκόμαστε και γίναμε αγάλματα. Τρικ, τρικ, τρακ, το φυλλομέτρημα του μπλοκ. Όπου να ’ναι θα πέσει ένα τεράστιο σφυρί από τον ουρανό και θα κάνει ένα μεγάλο ντουν… στα κεφάλια μας.
– Να βγει όξω ο γιατρός Καρβούνης, λέει ήσυχα το μπλοκ.
Κάποιος βγαίνει αργά, ήρεμα και στέκεται μπροστά στο διοικητή. Το τοπίο ζωντάνεψε. Όνειρο δεν είναι, λοιπόν. Θέλω να γνωρίσω τον άνθρωπο που ζωντάνεψε το τοπίο. Είναι ένας τριανταπεντάρης, γεροδεμένος άντρας, ομορφάνθρωπος. Μου κάνουν εντύπωση τα μάτια του. Είναι δυο μεγάλα, βατραχωτά μάτια, ήρεμα και δυνατά. Ο διοικητής τον κοιτάει στα μάτια. Θέλει να μάθει. Κι εγώ θέλω να μάθω. Ο Καρβούνης δε χαμηλώνει τα δικά του, κοιτάει το διοικητή ίσα στα μάτια. Σε κείνες τις ματιές δυο ψυχές παλεύουνε ποια να γονατίσει την άλληνε. Η ψυχή του αφέντη και η ψυχή του ελεύτερου. Μια μαύρη ψυχή και μια άσπρη. Τις βλέπω να κυλιούνται πάνου στην άσφαλτο πιασμένες σε θανάσιμες χειρολαβές, να σηκώνουνται, παλεύοντας ψηλά στον ουρανό, να ξαναπέφτουνε στην άσφαλτο, πιασμένες ακόμα πιο σφιχτά, πιο σφιχτά στο τελευταίο τους θανατερό αγκάλιασμα κι ύστερα τη μαύρη να γονατίζει σιγά σιγά και να ξεψυχάει στην άσφαλτο σα σκοτωμένο φίδι. Το βλέμμα του Γερμανού βρόντηξε νικημένο στην μπότα του Πρώσου αξιωματικού.
Ακώ τη φωνή του σκλάβου που διατάζει ακόμα:
– Πες τους, λέει στον Καρβούνη, πως σε λίγο θα πεθάνουνε όλοι εχτός από σένα. Δεν έχω εντολή να ντουφεκιστείς εσύ.
Ο Καρβούνης μεταφράζει. Λέει πως σε λίγο θα πεθάνουμε όλοι!
– Εχτός από σένα, πετιέται στη σειρά ο καθηγητής που ξέρει τα γερμανικά.
– Αυτό δεν είναι δουλειά του διοικητή, είναι δική μου!
– Θέλουμε να ζήσεις! Θέλουμε να ζήσεις, ξεσπάνε οι μελλοθάνατοι. Εσύ να ζήσεις, χρειάζεσαι ακόμα.
– Θα ’τανε ατιμία οι 117 να μείνουν εδώ και ο ένας να ζήσει και ιδεί τον εαυτό του λιποτάχτη 118 φορές.
Ο διοικητής επιμένει. «Ο Καρβούνης», λέει, «δε θα τουφεκιστεί».
Ο Καρβούνης απαντάει, δε θα γίνει άγγελος μιας τέτοιας είδησης στη Σπάρτη, ούτε προδότης θα γίνει, γιατί ποιος θα πιστέψει από το λαό, πως εκείνος δεν πρόδωσε και τον άφησαν; Αν ο διοικητής θέλει ας τους αφήσει όλους ελεύτερους. Ο Καρβούνης δε θα πάει μόνος του στη Σπάρτη. Ή μαζί με τους 117 εκεί ή εδώ μαζί στο σωρό θα δείχνει το δρόμο για τη λευτεριά…
Ύστερα με τέσσερα μεγάλα βήματα βρίσκεται στη θέση του.
Κάτι σαν ανατριχίλα σαλεύει ανάμεσα στους μελλοθάνατους. Θαρρείς πέρασε σαν αστραπή ένα αόρατο δυνατό χέρι και διόρθωσε όλα κείνα τα κορμιά και τα ’κανε πιο ίσια, πιο περήφανα. Αλήθεια τι παθαίνει κανείς σε τέτοιες στιγμές. Και σε μένα κάτι ορθώθηκε μέσα μου ίσο και δυνατό σαν ατσάλινη βέργα. Έτσι σου ’ρχονταν να βγεις στη μέση και να φωνάξεις:
– Σταθείτε, άτιμοι… Κι εγώ μαζί τους.
Ο δικηγόρος Γιατράκης βγαίνει μέσ’ από τη σειρά και θέλει να πει λίγα λόγια στους μελλοθάνατους. Ο διοικητής κουνάει το κεφάλι και δέχεται.
Ο Γιατράκης αρχίζει: «Συναγωνιστές». Η φωνή του, αντίθετα με το λεπτό του παρουσιαστικό, είναι βροντερή κι ευλύγιστη. Μιλάει για το ’21, για τη σκλαβιά, για το καινούργιο ’21. Μιλάει για τον προδότη Βρεττάκο που μια βραδιά τους ξεσήκωσε από τα κρεβάτια τους και με το πιστόλι στο κούτελο τους παράδωσε στα γερμανικά χέρια. Λέει πως είναι περήφανοι που δίνουν τη ζωή τους για την υπόθεση της λευτεριάς, της πατρίδας της καινούργιας ζωής που θ’ ανθίσει απ’ το αίμα τους.
Εκεί πέρα, λέει, κάτου από τις κορφές του Ταΰγετου είναι η όμορφη Σπάρτη. Τα πορτοκάλια κοκκινίζουνε στις πορτοκαλιές. Ο Ευρώτας κυλάει τα νερά του στους αιώνες. Ο Ταΰγετος ρίχνει τη σκιά του στο δοξασμένο άστυ. Μα η ατείχιστη πόλη έπεσε. Σήμερα στους δρόμους της περπατάνε Εφιάλτες αγκαλιά με τους ξενόγλωσσους βάρβαρους. Κι εμείς εδώ, λίγοι, πολύ λίγοι, για να υπερασπιστούμε την τιμή της.
Δεν είμαστε ούτε καν 300. Είμαστε 118, χωρίς ασπίδες και δόρατα, μα πεθαίνουμε με την ψυχή του Λεωνίδα.

 ΟΠΟΙΟΣ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΣ ΤΟ ΕΙΠΕΙ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ!
Κείνη την ώρα ξεχύνεται βροντερό το τραγούδι των μελλοθανάτων.
Νομίζεις πως φτεροκοπάνε στον αέρα χιλιάδες φτερά μαζί με μανιασμένα χτυπήματα σπαθιών και θριαμβικές κραυγές νίκης που υψώνουνται, σριφογυρνάνε μια στιγμή πάνου από τις χαράδρες του Μονοδεντριού κι ύστερα ορμάνε σα σαΐτες, αγκαλιάζουνε τη γη, τη σηκώνουνε χαρούμενα στα χέρια τους και την προσφέρουνε δώρο στους ανθρώπους.
Κοιτάω το διοικητή. Είναι χλωμός, χλωμός σα κερί. Βλέπω το αριστερό του χέρι να σηκώνεται σιγά σιγά, σάμπως να του το τραβάει με κόπο από ψηλά κάποιο αόρατο βίτζι και να, ξαφνικά, να πέφτει μ’ όλο του το βάρος, σα να κόπηκε το σκοινί από ψηλά στη μέση. Ήτανε το σύνθημα.
Το ξαφνιασμένο κακάρισμα από τα μυδράλια σκεπάζει τα φτερουγίσματα των πουλιών, τα χτυπήματα των σπαθιών και τις θριαμβευτικές κραυγές που νομίζεις τώρα πως λιποθυμήσανε στο βάθος των κόσμων κι άφησαν τη γη να πέσει από τα χέρια τους και να γίνει συντρίμμια…
Εδώ σώπασε.
Αν δεν μπουμπούνιζε όξω θ’ άκουγες πάλι ν’ ανεβοκατεβαίνει στο λαρύγγι των απλοϊκών ανθρώπων της υπόγειας ταβέρνας κάτι σαν κόμπος, σα λυγμός που καταπίνεται και ξανανεβαίνει. Ο εργάτης με τα στριμμένα μουστάκια έχει ένα τρομερό σιωπηρό μούτρο κι ένα βαθύ αυλάκι ανάμεσα στα φρύδια του.
Ο βλογιοκομμένος αποξεχάστηκε κοιτώντας τα παπούτσια του.
Ξαφνικά ένας κρότος από γερμανικό πέταλο ακούγεται όξω στο πεζοδρόμιο.
– Προσοχή Γερμανοί, μιλάει ο ταβερνιάρης…
Τρεις μπότες κατεβαίνουνε βαριά τα σκαλοπάτια.
Ένας, ένας οι πελάτες με τα ξέστηθα πουκάμισα και τα μαλλιαρά στήθια με σφιγμένα δόντια ανεβαίνουνε τα σκαλοπάτια της ταβέρνας.
Όξω η βροχή βροντάει πένθιμα στα γυαλιστερά πεζοδρόμια και τα μπουμπουνητά μοιάζουνε με τις απλοϊκές ψυχές που χάνουνται στη νύχτα.

Η περίπτωση της Ελένης Τζιβανοπούλου,
μιας μάνας από τη Σπάρτη, που μαζί με τους 118 ΕΑΜίτες που τους πήγαιναν για εκτέλεση ήταν και τα 4 παιδιά της. Εκλιπαρώντας να μην γίνουν οι εκτελέσεις από τους Γερμανούς, οι δοσίλογοι την έβαλαν στο φοβερό δίλημμα να διαλέξει ένα από τα 4 παιδιά της που θα γλύτωνε την εκτέλεση.

 Μη μπορώντας να διαλέξει δεν διάλεξε κανένα, αλλά σάλεψε το μυαλό της και για καιρό γύρναγε απελπισμένη στον τόπο της εκτέλεσης των τεσσάρων παιδιών της .

Ο Σταύρος Ψιμογεράκης έγραψε ένα μεγάλο ποίημα στο οποίο δίνεται και η απάντηση της μάνας, όταν τη ρωτούσαν το γιατί.

Η Τζιβανοπουλίνα

Τί έχεις κυρά κι είσαι αχαμνή

και είσαι λυπημένη.

Τί έχεις και είσαι ξεμάλλιαστη

και μαυροφορεμένη;

 

Τί έχεις και πήρες τα βουνά

και τρέχεις στα δρολάπια

και δρασκελάς τα διάσελα

και δρασκελάς τους λόγγους;

Μην είσαι χαροκτύπητη

Χαροκινηγημένη;

Μην είσαι η Τζαβέλενα

μην είσαι η Μπομπουλίνα;

Ξεσφάλισε το στόμα σου

το λόγο σου αρχίνα.

 

Δεν είμαι η Τζαβέλενα

δεν είμαι η Μπουμπουλίνα.

Μια μάνα είμαι, Σπαρτιάτισα,

η Τζιβανοπουλίνα.

Το Μονοδέντρι θα διαβώ

Θα βγω ψηλά στη χούνη

Να συναντήσω τον γιατρό,

Τον Χριστό τον Καρβούνη

κι άλλους πολλούς γέρους και νιους,

λεβέντες ΕΑΜΙΤΈΣ

και τους δικούς μου τέσσερους

λεβέντες ΕΠΟΝΙΤΕΣ

που σκότωσαν οι Γερμανοί οι

ταγματασφαλίτες.

 

Για τούτο πήρα τα βουνά

ματάκια μου και φως μου

γιατί έχασα το είναι μου

και το συλλοϊκό μου.

Τους έπεσα γονατιστή

τους φίλισα τα πόδια,

από τα τέσσερα παιδιά

ν’ αφήσουνε το ένα.

Και οι προδότες μού είπανε

έμπα και διάλεξέτο.

 

Ποια σκύλα μάνα είναι αυτή

που τα παιδιά διαλέγει,

να κάνει βήμα στο σωρό

να μπει και να διαλέξει;

Ποιόνε να αφήσω στο σωρό

και ποιόν να διαφεντέψω;

Το πρωτοπαίδι ή το στερνό;

Το δεύτερο ή το τρίτο;

 

Που όλα και τα τέσσερα

καρδιά μου είναι και αίμα;

Όρος βαρύς όρος σκληρός

μπροστά γκρεμός βαθύς γκρεμός

φαράγγι από ξωπίσω

ποίονε να αφήσω στη σφαγή

και ποιόνε να κρατήσω;

Δεν είναι γλέντι η ζωή

κι ο θάνατος παιχνίδι

Η τρέλα τα συλλοϊκά τρυπάει

σα μαύρο φίδι.

Σαν πικραμένη Παναγιά

Αρτέμιδα όρθια τ’αψήλου

ορθώνω το κορμί

και στους προδότες λέω :

 

Εγώ δεν ξεδιαλέω

πάρε τους και τους τέσσερους

χαλάλι της πατρίδας

της λευτεριάς της ακριβής

να γίνουν ηλιαχτίδα.

Μοιρολογάει η Αράχοβα

ο Μάλεβος δακρίζει

Κι ο πενταδάχτυλος σεμνά

σκύβει και γονατίζει,

το Μονοδένδρι προσκυνά.

Τ’αηδόνια βουβαθήκαν

δεν κελαιδούν στο ρέμα,

βάφτηκε ο ήλιος κόκκινος

έγινε ο ήλιος αίμα.

 

Αν τύχει ξένε και διαβείς

και πας κατά τη Σπάρτη,

πες στους προδότες να χαθούν,

να πέσουν στον Ευρώτα.

Για να ξεπλύνουν την ντροπή

που δώκανε στη Σπάρτη.

Αν τύχει ξένε και διαβείς

και πας στις Θερμοπύλες

στο Λεωνίδα ιστόρισε

ξένε αυτά που είδες.

Του στέλνουν χαιρετίσματα,

Οι έλατοι οι κέδροι,

τα νέα Σπαρτιατόπουλα

από το ΜΟΝΟΔΕΝΤΡΙ

(Παρθένη Λέρου 26-11-1969)

ΣΤΑΥΡΟΣ Σ. ΨΙΜΟΓΕΡΑΚΟΣ

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας