Εργατικός Αγώνας

Εμφύλιες συγκρούσεις στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821

Βασισμένο σε ένα άρθρο του Θανάση Παπαρήγα.

Η Επανάσταση του 1821 είχε εθνικοαπελευθερωτικό μα και κοινωνικό χαρακτήρα. Η αστική ιστοριογραφία προβάλλει κυρίως τον εθνικοαπελευθερωτικό της χαρακτήρα, δηλαδή την εναντίωσή της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αποσιωπώντας το κοινωνικό της περιεχόμενο γιατί κάτω από το «εθνικό» συγκαλύπτει τα διαφορετικά ταξικά συμφέροντα της καπιταλιστικής κοινωνίας που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της Επανάστασης.

Στην πορεία της Επανάστασης υπήρξαν και εμφύλιες συγκρούσεις. Αυτές είτε αποσιωπώνται είτε υποβαθμίζονται και συνήθως αποδίδονται στην «κατάρα της φυλής». Αυτή η άποψη είναι αντιιστορική, αφού ερμηνεύει ένα κοινωνικό φαινόμενο πέρα και έξω από τις ταξικές σχέσεις και τα συμφέροντα των δυνάμεων που έπαιρναν μέρος στην επανάσταση. Αυτές τις εμφύλιες συγκρούσεις κατά την Επανάσταση του 1821, τις αιτίες τους και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν θα επιχειρήσουμε να ψηλαφίσουμε στη συνέχεια.

Οι συνθήκες της εποχής

Ο επαναστατικός πόλεμος του 1821 συνοδεύτηκε σε πολλές φάσεις του από εκτεταμένους και συχνά αιματηρούς εμφυλίους πολέμους που αντανακλούσαν τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ακόμη υπό διαμόρφωση νεοελληνικής κοινωνίας στην πορεία της προς τη δημιουργία του εθνικού κράτους. Οι πόλεμοι αυτοί περιείχαν τη σφραγίδα των γενικών συνθηκών της εποχής οι οποίες ήταν:

1. Η διάλυση του φεουδαρχικού κράτους και η γενική τάση προς την επικράτηση της αστικής κοινωνίας που, στην ελληνική περίπτωση, συμβαίνει με ειδικό, «βαλκανικό» τρόπο με στόχο τη δημιουργία χωριστού εθνικού κράτους ως νέας μορφής αστικής κοινωνικής οργάνωσης της περιοχής.

2. Η αντιφατική συνύπαρξη και σύμπλευση ισχυρών αναχρονιστικών υπολειμμάτων με στοιχεία υπερσύγχρονα για την εποχή. Χαρακτηριστικό παράδοξο αυτής της αντίφασης: Σε μια απομακρυσμένη και ακριανή περιοχή, ως πριν μερικούς μήνες απλή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζεται το πιο σύγχρονο πολιτικό καθεστώς της τότε Ευρώπης.

3. Απαρχές της υποδεέστερης, εξαρτημένης θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στο σύστημα των σχέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών.

Οι ιδιαίτερες συνθήκες του ελλαδικού χώρου

Οι γενικές αυτές συνθήκες εμφανίζονταν με συγκεκριμένους όρους που βάρυναν πολύ στους εμφυλίους πολέμους. Συνοπτικά αυτοί είναι:

1. Ο χαμηλός βαθμός εθνικής ολοκλήρωσης. Αυτός ο παράγοντας έπαιξε πολύ σοβαρό ρόλο στους εμφυλίους πολέμους όπως φαίνεται από τις συγκρούσεις του τύπου «Ρουμελιώτες εναντίον Μοραϊτών». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για φυσιολογική κατάσταση, που δείχνει ότι η αστική κοινωνία βρίσκεται ακόμη στη φάση της πρώτης διαμόρφωσής της.

2. Η αντιφατική κατάσταση και διάρθρωση των κυριάρχων δυνάμεων. Η Επανάσταση του ’21 γίνεται σε γενικές ιστορικές συνθήκες όπου η μόνη βιώσιμη επαναστατική και προοδευτική δύναμη είναι η αστική τάξη. Σε αυτήν ανήκουν τόσο η ηγεσία της Επανάστασης όσο και η σφραγίδα που μπαίνει στα προβλήματά της. Ωστόσο, ο όρος «αστική τάξη» καλύπτει μια πραγματικότητα ιδιαίτερα πολύπλοκη γεμάτη ασυνέχειες και αντιθέσεις. Σε αυτήν ανήκουν οι πανίσχυροι εφοπλιστικοί όμιλοι, οι αστοί-γαιοκτήμονες, τα στοιχεία της πολιτικής και διοικητικής αριστοκρατίας που έχουν κατακτήσει θέσεις στη λεγόμενη «δοσιματική διοίκησι», ένα πλήθος από βιοτέχνες επιχειρηματίες και μικρομεσαίους εμπορευομένους που, στις παραμονές της Επανάστασης, «βαδίζει από καταστροφή σε καταστροφή», μέσα στην οικονομική κρίση που έχει δημιουργήσει η λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων.

Οι δυνάμεις αυτές ουδόλως ταυτίζονται μεταξύ τους καθώς δε βρίσκονται όλες στον ίδιο βαθμό αστικοποίησης. Από την άποψη αυτή, οι πιο προωθημένοι είναι οι πλοιοκτήτες και οι έμποροι, αν και αυτοί χωρίζονται μεταξύ τους από σοβαρές αντιθέσεις. Αντίθετα, στους αστούς-γαιοκτήμονες και περισσότερο στη διοικητική αριστοκρατία τα αναχρονιστικά στοιχεία είναι πολύ ισχυρότερα. Τα διάφορα αυτά τμήματα διαφέρουν ως προς την οικονομική επιφάνεια (π.χ. οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, ιδιαίτερα πλούσιοι, έχουν πλουτίσει παραπέρα από την οικειοποίηση των περιουσιών των τοπικών πασάδων, ενώ οι πρόκριτοι της Ρούμελης στηρίζονται ιδιαίτερα σε πολιτικές λειτουργίες). Διαφέρουν ακόμη και από την έλλειψη μιας πληρέστερα διαμορφωμένης εθνικής αγοράς, που δείχνει τις δυσκολίες επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων περιοχών. Τα πιο προωθημένα στοιχεία έχουν δεσμούς πιο πολύ με το εξωτερικό παρά με την ίδια τη χώρα.

Οι διαφορές αυτές έχουν σοβαρότατες συνέπειες και επιπτώσεις. Ανάμεσα στους εφοπλιστές, τους ιδιόμορφους γαιοκτήμονες και τους εκπροσώπους της διοικητικής αριστοκρατίας είναι φανερό ότι υπάρχει εντονότατη «ιστορική όσμωση»: Όλοι τους έχουν στραφεί προς την αστική εξέλιξη μέσω της εμπορικής δραστηριότητας. Αυτό εξηγεί και την έντονη τάση προσέγγισης και συμπαράταξης που τους διακρίνει και που θα φανεί καθαρά στην Επανάσταση. Όμως, οι πλούσιοι εφοπλιστές βλέπουν τη γη σαν χώρο επένδυσης των κεφαλαίων τους και εξόδου από την οικονομική κρίση, αφού ο βιομηχανικός τομέας τους είναι κλειστός. Αντίθετα, τα υπόλοιπα στοιχεία των κυριάρχων τάξεων θεωρούν τη γη δική τους και δεν έχουν διάθεση να την παραχωρήσουν σε άλλους. Αυτό κάνει το συνασπισμό των μεγαλοεφοπλιστών και των μεγαλοπροκρίτων ασταθή και προκαλεί τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις. Λόγω της χαμηλής ακόμη εθνικής ολοκλήρωσης, οι ενέργειες κάποιων τμημάτων των κυριάρχων τάξεων στρέφονται ευθέως ενάντια στα συμφέροντα των υπολοίπων και θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την Επανάσταση.

3. Ο ρόλος της «πολεμικής αριστοκρατίας». Ένα από τα χαρακτηριστικά της Επανάστασης ήταν η ύπαρξη ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων που προέρχονταν από τη σύγκλιση δυο παραγόντων του προηγουμένου καθεστώτος: Ο ένας ήταν αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε «σύστημα αυτοάμυνας» (στους κόλπους της αγροτιάς κυρίως) που έμεινε στην Ιστορία με το όνομα «κλέφτες». Ο άλλος ήταν ο στρατιωτικός μηχανισμός που δημιούργησαν η Υψηλή Πύλη και οι τοπικοί πασάδες για τη διεκπεραίωση των διοικητικών καθηκόντων. Όσο δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για το επαναστατικό άλμα, οι δυο αυτοί μηχανισμοί αλληλοαντιπαρατίθενται αλλά, ταυτόχρονα, αλληλοδιαπερνώνται καθώς τμήματά τους περνούν εναλλακτικά από τη μια κατάσταση στην άλλη. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, η πολεμική αυτή μηχανή καλείται να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο. Επί κεφαλής σημαντικών δυνάμεων, καλοί γνώστες του πεδίου των επιχειρήσεων, τα μέλη της αναλαμβάνουν το καθήκον της νικηφόρας έκβασης του πολέμου.

Ωστόσο, από πολύ νωρίς μπαίνει επί τάπητος το θέμα της κοινωνικής θέσης της «πολεμικής αριστοκρατίας» στη μετα-Οθωμανική εποχή. Η ομάδα αυτή χαρακτηρίζεται από την απουσία οικονομικής βάσης και από την απώλεια όσων διοικητικών θέσεων κατείχε την περίοδο της οθωμανικής διοίκησης. Η ανατροπή που προκαλεί η έκρηξη της Επανάστασης στη διάρθρωση και τη θέση της πολεμικής αριστοκρατίας δεν πρέπει να υποτιμάται. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο «κλέφτης» βγαίνει εκτός των θεσμικών ορίων της κατεστημένης κοινωνίας, γίνεται περιθωριακός. Στις συνθήκες της Επανάστασης, ο «κλέφτης» γίνεται «στρατιωτικός». Χωρίς να κινούνται, κατ’ ανάγκην, από ένα ψυχρό και κυνικό υπολογισμό, οι στρατιωτικοί ζητούσαν να αμειφθούν και να αναδειχτούν για τις αναντικατάστατες υπηρεσίες που προσέφεραν. Στις ιστορικές συνθήκες της εποχής, μόνος δρόμος για την ανάδειξή τους ήταν η ένταξή τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στις γραμμές των κυρίαρχων τάξεων. Και αυτή ακριβώς η τάση προκαλεί, αναπόφευκτα, τον οξύ ανταγωνισμό με τους ήδη κατέχοντες τις προνομιακές θέσεις τροφοδοτώντας έτσι τις εμφύλιες συρράξεις. Η αντίθεση «πολιτικών – στρατιωτικών» θα είναι μια από τις κύριες αιτίες των εμφυλίων πολέμων.

Η βαθύτερη ιστορική ταυτότητα της «πολεμικής αριστοκρατίας»

Στους εμφύλιους πολέμους η «πολεμική αριστοκρατία» παίρνει μέρος με τις ιδιαιτερότητες και τις αντιφάσεις της που είναι:

Η ανικανότητά της να διαχωριστεί από τους αντιπάλους της, παρά τη μόνιμη αντιπαράθεση της μ’ αυτούς την οποία δε γεφυρώνει ούτε το κύμα των μεταξύ τους συνοικεσίων που γίνεται με καθαρά πολιτικούς υπολογισμούς (ανάγκη διατήρησης του επαναστατικού μετώπου είτε ισχυροποίηση μιας φατρίας έναντι κάποιας άλλης).

Η ανικανότητά της να γίνει από μόνη της κυρίαρχη δύναμη και να διαχειριστεί τις υποθέσεις της νέας κοινωνίας που γεννιέται. Αυτή η ανικανότητά θα φανεί σε κάθε ευκαιρία. «Πρώτη ύλη» των κυβερνήσεων θα είναι είτε οι εμποροναυτικοί των νησιών είτε οι εκπρόσωποι της διοικητικής αριστοκρατίας, κυρίως της Πελοποννήσου, αλλά ποτέ οι στρατιωτικοί. Η πολιτική ανωριμότητα των «στρατιωτικών» είναι πασιφανής καθώς οι περισσότεροι δε φαίνεται να έχουν ακριβή επίγνωση της ουσίας της ιστορικής επιχείρησης στην οποία συμμετέχουν.

Η προέλευση της από την αγροτιά. Κατά κύριο λόγο οι στρατιωτικοί προέρχονται από τον αγροτικό πληθυσμό. Τραχείς και μισοάγριοι πολεμιστές, κατά κανόνα εντελώς αναλφάβητοι, δε διαφέρουν σε τίποτε από το μέσο τύπο του αγρότη της εποχής. Η ομοιότητα πηγαίνει βαθύτερα: στην πολιτική και ιδεολογική διαμόρφωση. Στο στρώμα αυτό, βρίσκουν έκφραση οι προλήψεις και οι ιστορικές ανεπάρκειες αλλά, ταυτόχρονα, και το ριζοσπαστικό επαναστατικό πνεύμα της αγροτικής μάζας. Δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι ένας Μαυροκορδάτος γνώριζε τα διαχειριστικά, πολιτικά, στρατηγικά και διπλωματικά προβλήματα της Επανάστασης πολύ νωρίτερα και πολύ καλύτερα από έναν Κολοκοτρώνη. Είναι, όμως, εξίσου αναμφισβήτητο ότι ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε τις μάζες για την απόκρουση του Δράμαλη και εξέδωσε την περίφημη «διακήρυξη του πολέμου με όλα τα μέσα για τη σωτηρία της Επανάστασης», πράγμα που ο Μαυροκορδάτος δε θα έκανε ποτέ. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει πως διαυγέστερη (αν και όχι ιδεολογικά τεκμηριωμένη) αντίληψη της εθνικής ταυτότητας παρατηρείται σε κάποια μέλη της «πολεμικής αριστοκρατίας» αλλά όχι και των άλλων τάξεων οι οποίες παραμένουν προσκολλημένες στον τοπικισμό και τα επί μέρους συμφέροντά τους. Ο Κολοκοτρώνης είναι εκείνος που αποκαλεί τους συμπατριώτες του «Έλληνες μου» ενώ ο Μακρυγιάννης δηλώνει πως πολεμάει «γι αυτά τα μάρμαρα» δίνοντας με απλοϊκή σοφία τη διάσταση της εθνικής συνέχειας και κληρονομιάς.

Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Για να παίξει το ρόλο της, η πολεμική αριστοκρατία έπρεπε ακριβώς να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην ιστορικά στενή πλευρά της αστικής τάξης σαν επαναστατικής δύναμης χωρίς να μπορεί να αποχωριστεί από αυτή, να συνδέεται με την αγροτιά και να μην καταλαβαίνει σε βάθος τα προβλήματα της επανάστασης. Στην πράξη, όλα δείχνουν ότι το στρώμα αυτό έπαιξε, με όλες του τις ιδιομορφίες, το ρόλο του «πληβειακού αστικού στοιχείου» που σπρώχνει την αστικοδημοκρατική επανάσταση ως την τελική της νίκη χωρίς να κατανοεί σε βάθος την ουσία της, χωρίς να μπορεί να διαχειριστεί μακροπρόθεσμα τα προβλήματά της και χωρίς να μπορεί να καρπωθεί άμεσα τους καρπούς της. Η Επανάσταση, στην πορεία της, προκάλεσε σημαντικές ανακατατάξεις στις γραμμές του στρώματος αυτού.

Επιφανής εκπρόσωπος της πολεμικής αριστοκρατίας και πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της Επανάστασης ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Άνθρωπος μεγάλων ικανοτήτων και όχι μόνο στρατιωτικών, ο Γέρος του Μοριά ήταν από τα πιο προωθημένα μυαλά αυτής της κατηγορίας. Η εξέλιξη της Επανάστασης θα αναδείξει και άλλες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, στρατιωτικό μυαλό όχι κατώτερο, αλλά περιορισμένων πολιτικών οριζόντων, ο Μάρκος Μπότσαρης, που επιμένει ακλόνητα στην ανάγκη δημιουργίας τακτικού στρατού, και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που γίνεται ο εκφραστής των ακραίων αντιλήψεων του μεσαιωνικού κρατικού κατακερματισμού.

Ο ρόλος του κλήρου

Ιδιαίτερο ρόλο στις εξελίξεις παίζει ο κλήρος ο οποίος έχει κι αυτός τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του που προέρχονται από την ταξική διάκριση ανάμεσα στα ανώτερα και τα μικρομεσαία στρώματα του.

1. Ο ανώτατος κλήρος παίζει το ρόλο του στυλοβάτη της εξουσίας (αδιάφορο αν αυτή είναι η Οθωμανική) και διώκει όσους την αμφισβητούν. Από πολύ νωρίς φαίνονται οι προθέσεις του. Ο υπέρμαχος της «ανθενωτικής» άποψης (που συνοψίζεται στο δόγμα «προτιμότερο το Οθωμανικό σαρίκι από τη λατινική κουκούλα») Γεννάδιος γίνεται ο εκλεκτός πατριάρχης του Μωάμεθ του Πορθητή. Για να διασφαλίσει την υποταγή των «Ρωμαίων» στο Οθωμανικό σαρίκι, επιχειρεί να τους αποκόψει από την ιστορική συνέχεια τους διακηρύσσοντας ότι «δε θα έλεγα ποτέ ότι είμαι Έλληνας, γιατί δε σκέφτομαι όπως άλλοτε σκέφτονταν οι Έλληνες».

Στα βήματα του κινούνται επί 4 αιώνες όλοι οι διάδοχοι του στηρίζοντας την εξουσία του κατακτητή και αφορίζοντας (κυριολεκτικά) κάθε προσπάθεια αποτίναξης του ζυγού. Από το μένος τους δεν ξεφεύγει ακόμα κι ο πιο ακίνδυνος για την Πύλη «ρέμπελος». Από τον «Σκυλόσοφο» και τον Κατσώνη μέχρι τον Ρήγα Φεραίο. Για τον τελευταίο ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και οι αυλικοί του είχαν αποφανθεί ότι ήταν ένας «διεφθαρμένος τη φρένα». Όταν, δε, ο Φεραίος δολοφονήθηκε, «άνθρωποι του Θεού» σαν το Μητροπολίτη Ιωαννίνων εξέφραζαν την αγαλλίασή τους δηλώνοντας πως ο Ρήγας και οι σύντροφοί του «εσκόπευον να κάμουν επανάστασιν κατά του κραταιωτάτου Σουλτάνου αλλ’ ο μεγαλοδύναμος Θεός τους επαίδευσε κατά τας πράξεις των με τον θάνατον όπου τους έπρεπε».

Εκεί, όμως, που ο κλήρος ξεπέρασε τον εαυτό του ήταν όταν επιχείρησε να αφορίσει την ίδια την Επανάσταση. Το Μάρτη του 1821 το κίνημα του Υψηλάντη και του Σούτσου ξεδιπλώνεται στη Μολδοβλαχία. Το ιερατείο, θέλοντας να διατηρήσει τα προνόμιά του, συσκέπτεται υπό την καθοδήγηση του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ και αποφαίνεται ότι ο Υψηλάντης και ο Σούτσος:

«… αμφότεροι αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν ματαιόφρονες εκήρυξαν του γένους την ελευθερίαν και με την φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους (…) έγινε γνωστή εις το πολυχρόνιον κράτος η ρίζα και η βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου. Με τοιαύτας ραδιουργίας εσχημάτισαν την ολεθρίαν σκηνήν οι δύο ούτοι και τούτων συμπράκτορες φιλελεύθεροι, μάλλον δε μισελεύθεροι, και επεχείρησαν έργον μιαρόν, θεοσταγές και ασύνετον, θέλοντες να διακηρύξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας (…) Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθετοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας (…)».

Δια ταύτα το ιερατείο «αποφασίζει και διατάζει»:

«Διά τούτο προκαταλαμβάνοντες εκ προνοίας εκκλησιαστικής, υπαγορεύομεν πάσιν υμίν τα σωτήρια, και (…) συμβουλεύομεν και παραινούμεν και εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πάσιν υμίν τοις κατά τόπον αρχιερεύσι, τοις ηγουμένοις των ιερών μοναστηρίων, τοις ιερεύσι των εκκλησιών, τοις πνευματικοίς πατράσι και ενοριών, τοις προεστώσι και ευκατάσταταις των κωμοπόλεων και χωρίων και πάσι απλώς τοις κατά τόπον προκρίτοις, να διακηρύξητε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακόβουλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύσητε πανταχού (…) Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεστε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τούς έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ’ αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς: ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας. Ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων… αφορισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον (…)».

Ο αφορισμός φέρει τις υπογραφές του μητροπολίτη Ιεροσολύμων, καθώς και των μητροπολιτών Καισαρείας, Νικομήδειας, Δέρκων, Ανδριανουπόλεως, Βιζύης, Σίφνου, Ηρακλείας, Νικαίας, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Διδυμοτείχου, Βάρνης, Φαναρίου, Ναυπάκτου, Χαλκηδόνος, Τυρνάβου και, φυσικά, του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Πολλοί αγιογράφοι μετέπειτα επιχείρησαν να αγιοποιήσουν τον Γρηγόριο όταν εκείνος απαγχονίστηκε δικαιολογώντας όλα τα παραπάνω και «λησμονώντας» πως ο απαγχονισμός του δεν ήταν η ποινή για την «επαναστατική» του δράση αλλά μέσο εκφοβισμού των «ραγιάδων».

Αντάξιος εκπρόσωπος της «ιερής αρχής» στην Πελοπόννησο είναι και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ο οποίος στηρίζει την εξουσία των πασάδων και των προκρίτων αποτελώντας τροχοπέδη για τους Φιλικούς και, όταν εν τέλει ξεσπά η Επανάσταση, τάσσεται με το μέρος των ισχυρών γαιοκτημόνων. Πολύ αργότερα, στον Γερμανό αποδίδονται ανύπαρκτα γεγονότα όπως η «επίσημη» κήρυξη της Επανάστασης στις 25 Μάρτη στην Αγία Λαύρα (γεγονός που καμιά ιστορική πηγή δεν επιβεβαιώνει) για να τονιστεί η «συμμετοχή» αυτής της μερίδας του κλήρου στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία.

2. Ο απλός κλήρος που ζει τη σκλαβιά στο πετσί του ζώντας δίπλα και μέσα στους «κολασμένους» ως σάρκα από τη σάρκα τους. Προερχόμενοι κυρίως από την αγροτιά κουβαλούν τις αρετές και τα ελαττώματα των ανθρώπων της υπαίθρου. Είναι δεισιδαίμονες και προληπτικοί αλλά αυτό επιδρά θετικά γιατί μπολιάζουν το κήρυγμα τους με παραδόσεις, μύθους, δοξασίες και άλλα στοιχεία της λαϊκής παράδοσης που συντηρούν την εθνική ταυτότητα κι έτσι διατηρούν άσβεστη την ελπίδα για απελευθέρωση. Όχι ιδιαίτερα μορφωμένοι αλλά τα «κολυβογράμματα» που τους αρκούν ίσα για την ανάγνωση των ιερών βιβλίων τα μεταλαμπαδεύουν στους συντοπίτες τους (γεγονός που αργότερα θ’ αποτελέσει τη βάση του μύθου περί «κρυφών σχολείων»). Το είδος αυτό του ιερέα-αγωνιστή συναντάται σε όλες τις σκλαβωμένες περιοχές και, σε μεγάλο βαθμό, ο ρόλος του κάνει την ορθοδοξία συνεκτικό κρίκο των σκλαβωμένων που υποκαθιστά την ασαφή εικόνα της εθνικής υπόστασης (Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι τόσο η Χάρτα του Ρήγα όσο και η «Ελληνική Νομαρχία» οι οποίες περισσότερο μιλούν για απελευθέρωση των «χριστιανών» βάζοντας στο παιχνίδι όλους τους υπόδουλους Βαλκάνιους παρά για επανάσταση «Ελλήνων» με τη στενή έννοια του όρου). Οι κληρικοί αυτοί στην ουσία είναι ξωμάχοι που απλά φορούν ράσο την ώρα που σπέρνουν τη γη, περιποιούνται τα ζώα ή ακόμα πιάνουν και το «καριοφύλι» όποτε το ποίμνιο τους κινδυνεύει. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποί αυτής της κατηγορίας είναι ο Διονύσιος «Φιλόσοφος» ή «Σκυλόσοφος», ο Κοσμάς ο Αιτωλός και, βέβαια, ο Γρηγόρης Δικαίος, γνωστότερος ως «Παπαφλέσσας». Ο τελευταίος επισύρει τη μήνη του ανώτατου κλήρου, χαρακτηρίζεται από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό «άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τινί τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του έθνους» και απειλείται ακόμα και με αποσχηματισμό και αφορισμό.

Στη διάρκεια της επανάστασης ο κατώτερος κλήρος παίρνει μέρος παντοιοτρόπως στις πολεμικές επιχειρήσεις. Θα έλεγε κανείς πως αποτελεί το «πνευματικό» τμήμα της «πολεμικής αριστοκρατίας» με την οποία σχεδόν ταυτίζεται και συνήθως ακολουθεί τη μοίρα της. Αντίθετα, το ιερατείο δείχνει αρχικά να ταλαντεύεται ανάμεσα στην αφοσίωση του στην Πύλη, φοβούμενο περικοπή των προνομίων του σε περίπτωση κατάπνιξης της επανάστασης, και στο ρόλο του ως «πνευματικού ταγού» των ομοεθνών του. Σύντομα, με την πολιτική διορατικότητα και την ευελιξία που το διακρίνει, οσμίζεται τη νικήτρια πλευρά και τάσσεται αναφανδόν στο πλευρό της. Στην ουσία οι αρχιερείς στηρίζουν τις επιλογές είτε των προκρίτων είτε των εφοπλιστών και εμπόρων ανάλογα με τον τόπο που «διακονούν».

Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων

Η έκρηξη της Επανάστασης θέτει επί τάπητος το θέμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκτός από αυτό, ξεσπά στην πιο ακατάλληλη στιγμή: Ακριβώς όταν, στην Ευρώπη, φαίνεται να έχει στερεωθεί η αντεπαναστατική στροφή που έχει φέρει το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων. Με άλλα λόγια, η Επανάσταση, εκτός από την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απειλεί και το Ευρωπαϊκό StatusQvo.

Φυσικά, οι ξένες δυνάμεις δεν έμειναν αδιάφορες. Αντίθετα, αντέδρασαν αμέσως η καθεμία με βάση τα δικά της συμφέροντα. Για να καταλάβουμε τη βαθύτερη ουσία του πράγματος, πρέπει να δούμε ποια ήταν η πραγματική πολιτική των ξένων δυνάμεων απέναντι στην Επανάσταση.

Η Ρωσία τη βλέπει σαν ένα παράγοντα διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ευνοεί. Παράλληλα, είναι επιφυλακτική απέναντί της γιατί δε θέλει να προκαλέσει τις άλλες δυνάμεις, ιδιαίτερα την Αγγλία, αλλά κι επειδή τη νιώθει σαν κίνδυνο για το καθεστώς του τσαρισμού που ωθείται όλο και περισσότερο να γίνει ο φύλακας της ευρωπαϊκής αντεπανάστασης.

     Η Γαλλία αντιδρά εχθρικά αλλά η πολιτική της δείχνει έντονα στοιχεία ετεροκαθορισμού από την πολιτική των άλλων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας.

Η Αγγλία, κατ’ αρχήν, βλέπει την Επανάσταση εχθρικά γιατί απειλείται η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την οποία θεωρεί προμαχώνα ενάντια στη Ρωσία. Ωστόσο, η Αγγλία κατανοεί πως η ελληνική ανεξαρτησία δημιουργεί νέες αγορές για τη βρετανική βιομηχανία. Ταυτόχρονα, οι βρετανοί γρήγορα κατανοούν ότι η Ελληνική Ανεξαρτησία είναι, ούτως ή άλλως, αναπόφευκτη ακόμη και αν νικήσει στρατιωτικά ο σουλτάνος. Έτσι, από το 1822 κιόλας, η στάση του Λονδίνου αρχίζει να αλλάζει και ιδιαίτερα όταν στην εξουσία έρχεται ο Κάνινγκ. Αλλάζει, όμως, με την εξής έννοια: Αφού η κατάληξη είναι αναπόφευκτη και μπορεί να είναι και ωφέλιμη, πρέπει να γίνει με τρόπο όσο το δυνατόν πιο επωφελή. Συγκεκριμένα, πρέπει να φανεί σαν ενέργεια παραχώρησης της Αγγλίας και όχι σαν κατάκτηση των Ελλήνων. Έτσι, το νέο κράτος θα είναι εξαρτημένο ακόμη περισσότερο από την ούτως ή άλλως κοσμοκράτειρα Αγγλία. Εκτός των πολλών άλλων, αυτό θα σημαίνει και εξασφάλιση των Επτανήσων, που ανήκουν στην Αγγλία και που η τελευταία δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει.

Είναι, βέβαια, γεγονός ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν τις αιτίες τους σε παράγοντες που είχαν βαθιές ρίζες μέσα στην ελληνική κοινωνία. Πέρα όμως από αυτό, οι ίδιες οι βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την προοπτική συγκρότησης ελληνικού κράτους, έπαιξαν το ρόλο τους.

Σύντομη παρουσίαση των γεγονότων

Οι εμφύλιοι πόλεμοι ξεσπούν με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της Επανάστασης. Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, όπως ονομάστηκε, σχετίζεται με την εμφάνιση σοβαρών αντιθέσεων ανάμεσα στους προκρίτους και τους στρατιωτικούς της Πελοποννήσου. Πρωταγωνιστές θα είναι οι Ζαΐμηδες, οι Λόντοι και οι Δεληγιανναίοι, από τη μια μεριά, και ο Κολοκοτρώνης, από την άλλη. Η βάση των αντιπαραθέσεων του πολέμου αυτού θα είναι η εξής: Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου ενοχλούνται από την ανάδειξη των στρατιωτικών στελεχών, που επέρχεται μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων και των πρώτων στρατιωτικών επιτυχιών και θέλουν να αποκλείσουν τους στρατιωτικούς από κάθε λόγο στις εξελίξεις. Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου βλέπουν ότι τα προνόμια, που από πολλές γενεές θεωρούν δεδομένα και αιώνια, απειλούνται από ανερχόμενες δυνάμεις, των οποίων την ανάδειξη δεν είχαν υπολογίσει, αλλά και που δε μπορούν να ανεχθούν. Οι προθέσεις των προκρίτων έχουν φανεί καθαρά στη συνάντηση 29 προκρίτων, που έγινε χωρίς καμία εξουσιοδότηση, στο μοναστήρι των Καλτετζών στις 26 Μάη 1821, όπου διορίστηκε επιτροπή για να διοικήσει «καθ’ όποιον τρόπον η θεία πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ημπορή τις να αντιτείνει ή να παρακούση εις τα νεύματα και διαταγάς των».

Η προσπάθεια αυτή συναντά ευρείες αντιδράσεις. Το καλοκαίρι του 1821 έρχεται στην Ελλάδα ο Δημήτριος Υψηλάντης που διεκδικεί την ανώτατη εξουσία στο όνομα της δράσης του αδελφού του Αλέξανδρου. Γύρω του συσπειρώνεται μια σημαντική μερίδα Φιλικών. Φυσικά, οι πρόκριτοι αρνούνται, ο Μαυροκορδάτος αρνείται επίσης και τα πράγματα φθάνουν ως την απειλή σύγκρουσης στο στρατόπεδο των Βερβαίνων.

Ο πρώτος εμφύλιος

Στην πρώτη αυτή αντιπαράθεση, συντελούν:

1. Η αντίθεση των ανωτέρων στρωμάτων της «αριστοκρατίας» (δηλαδή του συνόλου των «ανωτέρων» τάξεων) με εκείνα τα κατώτερα στρώματά της που, πριν γίνει η Επανάσταση, πρωτοστάτησαν στην ίδρυση και τη δραστηριότητα της Φιλικής Εταιρίας και που στη φάση αυτή απειλούνται με εξαφάνιση.

2. Η αντίθεση προκρίτων – στρατιωτικών. Οι πρόκριτοι θέλουν να κυριαρχούν και να διαχειρίζονται την κατάσταση όπως έκαναν πάντα, στηριγμένοι στη λειτουργία των στρατιωτικών. Δεν έχουν καταλάβει ότι η λειτουργία αυτή έχει αλλάξει και ότι οι στρατιωτικοί δεν είναι τόσο υπάκουοι όσο στο παρελθόν.

3. Η αντίθεση προκρίτων – αγροτιάς. Οι προθέσεις των προκρίτων να μη θιγούν τα προνόμιά τους προκαλούν την αντίδραση της αγροτικής μάζας που έχει, σε μεγάλο βαθμό, «στρατιωτικοποιηθεί» λόγω του πολέμου.

Η παρέμβαση του Κολοκοτρώνη σώζει τους προκρίτους από απρόβλεπτες συνέπειες. Ο Κολοκοτρώνης, σχεδόν αυτοκαταστροφικά, αντιστρατεύτηκε τη στρατιωτική πλευρά στην οποία ανήκε δείχνοντας ότι έβλεπε το μέλλον του μέσα σε έναν κόσμο όπου υπάρχουν και οι πρόκριτοι.

Στο μεταξύ, η Επανάσταση σημειώνει σοβαρές στρατιωτικές επιτυχίες. Το Σεπτέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται η Τρίπολη, ασφαλίζοντας την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Το Δεκέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται το Ναύπλιο. Η Πάτρα πολιορκείται. Στα μέσα του Γενάρη του 1822, καταλαμβάνεται η Κόρινθος, πολύ μεγάλο οικονομικό κέντρο της εποχής. Η Επανάσταση εξαπλώνεται και, όπως δείχνουν τα επακόλουθα γεγονότα, εξασφαλίζεται και στη Στερεά.

Οι στρατιωτικές επιτυχίες οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ στρατιωτικών και προκρίτων, αλλά κάνουν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη οργάνωσης της Επανάστασης σε ευρύτερη κλίμακα.

Το Νοέμβρη του 1821, ο Δ. Υψηλάντης καλεί Εθνοσυνέλευση. Παρόλο που δεν είχε καμιά επίσημη αρμοδιότητα γι’ αυτό, η ανάγκη της εθνικής οργάνωσης είναι τόση, ώστε κανείς δεν τολμά να φέρει αντιρρήσεις. Αντίθετα, οι πρόκριτοι θεωρούν την Εθνοσυνέλευση σαν κατάλληλη ευκαιρία για να εξασθενήσουν παραπέρα τον Υψηλάντη. Έτσι συγκαλείται η Α` Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η οποία, την 1η Γενάρη του 1822, ανακηρύσσει την Ελλάδα ανεξάρτητη. Αυτό το βήμα είναι κατ’ εξοχήν επαναστατικό, αλλά δεν είναι το μόνο. Στην πραγματικότητα, η Επίδαυρος προχωρά σε ένα βήμα, το οποίο, για την εποχή του, ήταν πρωτοποριακό όσο και αδιανόητο: Σε μια μακρινή γωνιά της Ευρώπης, μέχρι προ μηνών επαρχία του σουλτάνου και, επιπλέον, σε συνθήκες όπου, στην υπόλοιπη Ευρώπη, κυριαρχεί η μοναρχοαπολυταρχική αντεπανάσταση, εγκαθιδρύεται η αστική δημοκρατία.

Από την άποψη των συγκεκριμένων πολιτικών παραμέτρων, η Α` Εθνοσυνέλευση δημιούργησε μια ακανθώδη –αν όχι εκρηκτική- πραγματικότητα:

1. Δημιουργεί τη συμμαχία προκρίτων της Πελοποννήσου και προκρίτων των νησιών, δηλαδή γαιοκτημονικής-διοικητικής αριστοκρατίας και εφοπλιστικού κεφαλαίου. Στη συμμαχία αυτή εντάσσεται και μεγάλο μέρος των κατωτέρων οπλαρχηγών της Στερεάς.

2. Εξασθενεί τη θέση των στρατιωτικών που, με τις επιτυχίες τους, εξασφαλίζουν την επιβίωση της Επανάστασης.

Η αντιπαράθεση δε θα μπορεί να μένει σε εκκρεμότητα για πάντα. Το 1824, οι δυο παρατάξεις που έχουν διαμορφωθεί (έμποροι και πρόκριτοι, από τη μια μεριά, και μεγαλοκαπεταναίοι, ιδιαίτερα Πελοποννήσιοι, από την άλλη) θα προσπαθήσουν να λύσουν τις διαφορές τους με τα όπλα. Ο πόλεμος αυτός θα χαρακτηριστεί από περιορισμένες συγκρούσεις και ατέρμονες διαπραγματεύσεις που καταλήγουν στην ήττα των στρατιωτικών. Ο αρχηγός των ηττημένων Κολοκοτρώνης αναγκάζεται να παραδώσει στους αντιπάλους του το Ναύπλιο. Στην πόλη εγκαθίσταται η κυβέρνηση και, έτσι, δημιουργείται και η πρώτη ελληνική πρωτεύουσα.

Ο συνασπισμός ναυτικών-προκρίτων βγαίνει νικητής. Εκείνο που αξίζει να παρατηρηθεί εδώ είναι η στάση του «συνασπισμού των Φιλικών των Βερβαίνων» ή, για την ακρίβεια, οι διαλυτικές τάσεις στις γραμμές του. Ο Δικαίος, από τα βασικά στηρίγματα του Υψηλάντη στα Βέρβαινα, τώρα βοηθά τους τέως αντιπάλους του, προσπαθώντας να οργανώσει ένοπλη αντίσταση ενάντια στον Κολοκοτρώνη. Ο Αναγνωσταράς πάει με τους νησιώτες. Ένας παλαιός Φιλικός, ο Μποταΐτης, οργανώνει εξέγερση στην Τρίπολη ενάντια στον Κολοκοτρώνη.

Η αγροτιά μένει κυρίως συνδεδεμένη με τους καπεταναίους. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η εξέγερση του Μποταΐτη στην Τρίπολη είναι κυρίως εξέγερση χειροτεχνών που καταστέλλεται με τη μετάκληση αγροτών από γειτονικές περιοχές. Είτε από σκοπιμότητα είτε από πεποίθηση (είτε, το πιθανότερο, και από τα δυο), οι καπεταναίοι προειδοποιούν τους αγρότες ότι οι γαίες της Πελοποννήσου κινδυνεύουν από τη νησιωτική επιβουλή. Για το λόγο αυτό ακριβώς, «ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος έρριψεν επί της παύσεώς του τα σπέρματα του δευτέρου», όπως λέει ο Τρικούπης.

Ο δεύτερος εμφύλιος

Οι εφοπλιστές είχαν υποστηρίξει τους προκρίτους γιατί θεωρούσαν ότι η νίκη τους θα τους εξασφάλιζε μια σταθερή κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, όπως το έβλεπαν αυτοί, θα τους εξασφάλιζε τις γαίες της Πελοποννήσου, δηλαδή δυνατότητες τοποθέτησης των κεφαλαίων τους στη γη. Αυτά όλα, όμως, τα εποφθαλμιούσαν και οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου. Έτσι, μετά την ήττα των στρατιωτικών, φάνηκαν αμέσως οι αντιθέσεις μεταξύ των ως τώρα συμμάχων.

Ο Κολοκοτρώνης λέει στον Λόντο και τον Ζαΐμη ότι τους παραδίδει το Ναύπλιο, με τον όρο να εξασφαλίσουν αυτοί ότι δε θα επιτραπεί σε «ξένους» να «καβαλικέψουν το άτι του Μοριά, διότι το σακατεύουν». Λέει, δηλαδή, στους Πελοποννήσιους προκρίτους ότι η νησιωτική απειλή δεν αφορά μόνο τα συμφέροντα των καπεταναίων ή των αγροτών, αλλά και τα δικά τους. Από την άλλη, έχουμε τον Γ. Κουντουριώτη που γράφει στον αδελφό του: «Οι Πελοποννήσιοι, αδελφέ, δεν επιθυμούσι να ενδυναμώσωσι την διοίκησιν διά να ημπορέσει να πωλήση τα εθνικά εισοδήματα, επειδή εσυνήθισαν να τα φάγωσιν οι ίδιοι και όχι να καταναλίσκωνται εις τας ανάγκας της πατρίδος».

Οι πρώην αντίπαλοι -Πελοποννήσιοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί- γίνονται τώρα σύμμαχοι. Το έναυσμα για την τελική αναμέτρηση δίνεται τον Οκτώβρη του 1824 και δεν είναι καθόλου τυχαίο: Οι κάτοικοι της Αρκαδίας αρνούνται να πληρώσουν φόρους. Η κυβέρνηση στέλνει εκεί -επίσης καθόλου τυχαία- 500 Ρουμελιώτες, αλλά με επικεφαλής έναν χαρακτηριστικό Πελοποννήσιο, τον Δικαίο, που είχε γίνει, στο μεταξύ, υπουργός Εσωτερικών.

Γρήγορα, οι συγκρούσεις γενικεύονται και η κυβέρνηση δίνει εντολή στα στρατεύματα της Στερεάς να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης χτυπιούνται αποφασιστικά, οι δυνάμεις τους γρήγορα διαλύονται και οι πιο πολλοί ηγέτες τους παράγοντες αναγκάζονται να παραδοθούν. Μεταφέρονται στην Ύδρα, όπου και φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.

Η σύγκριση των δύο εμφυλίων πολέμων

Ο Τρικούπης κάνει μια ενδιαφέρουσα σύγκριση των δυο εμφυλίων πολέμων: «Μικρός ήτον ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, μικρά και τα κινήσαντα αυτόν αίτια, μικρού λόγου και οι σκοποί του. Η Αρχή, το μήλον της έριδος, ήτον εφήμερος, διότι εφήμερα, ο εστί ενιαύσια, ήσαν και τα βουλευτικά και τα νομοτελεστικά. Το δε νομοτελεστικόν της περιόδου ταύτης, ως αναπληρωτικόν του άλλου, ουδέ τετράμηνον διάρκειαν είχεν. Ουδενός δε των διαμαχομένων η φίλαρχος επιθυμία επέκεινα του τέρματος ή των όρων της καθεστώσης εξουσίας παρεξετείνετο. Διηρήτο δε η εξουσία και εις πολλούς και υπό τον χαλινόν και την αυστηράν επίβλεψιν της βουλής πάντοτε έκειτο. Πελοποννήσιοι προς Πελοποννησίους εμάχοντο επί του πρώτου εμφυλίου πολέμου. Σχέσιν έχοντες ούτοι προς αλλήλους επολιτεύοντο και εν πολέμω μετρίως. Ολίγη, ως είδαμεν, η αιματοχυσία, ουδεμία διάθεσις καταστροφής ή διαρπαγής, ευκατεύναυστα τα πάθη, οισήμερον πολέμιοι έγιναν της επαύριον φίλοι και η περί ης ο λόγος αλληλομαχία εφαίνετο μάλλον στάσις ή πόλεμος. Αλλά λίαν δεινός και λίαν φθοροποιός κατήντησεν ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος προκειμένης όχι εφημέρου εξουσίας, ως άλλοτε, αλλά καταστροφής και εξοντώσεως των ισχυρών της Πελοποννήσου. Εξώκειλε δε ένεκα τούτου και εις τόσην κακοήθειαν ώστε η εις την Πελοπόννησον εισβολή και πέραν του ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν και εις ακολασίαν ανεκάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθον επί της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».

Ο Τρικούπης διαπιστώνει σοβαρές διαφορές ανάμεσα στους δυο εμφυλίους πολέμους. Κυρίως διαπιστώνει τη μεγάλη όξυνση των αντιθέσεων και την αύξηση του βάθους της σύγκρουσης, που εκφράζονται, μεταξύ άλλων, μέσω της κρίσης του τοπικισμού. Η όξυνση της σύγκρουσης μαρτυρείται και από πολλά άλλα στοιχεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αντικυβερνητικοί ηγέτες δεν πιάστηκαν αιχμάλωτοι, αλλά προτίμησαν να πάνε στο Ναύπλιο και να παραδοθούν οικειοθελώς στην κυβέρνηση γιατί αγωνιούσαν για την τύχη τους αν συλλαμβάνονταν στις επαρχίες τους. Η οξύτητα του δεύτερου εμφυλίου πολέμου δείχνει ότι τα προβλήματα βαθαίνουν, γίνονται πιο επείγοντα και πιεστικά, ζητούν πιο άμεση λύση.

Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος αφήνει νικητή στο πεδίο της μάχης το συνασπισμό που στηρίζεται στο εφοπλιστικό και εμπορικό κεφάλαιο και τους συμμάχους του. Αυτός θα κληθεί να χειρισθεί τα μεγάλα προβλήματα που βρίσκονται μπροστά του και που σύντομα θα γίνουν πολύ μεγαλύτερα εξαιτίας των περιορισμένων ικανοτήτων των εκπροσώπων του και της ιστορικής στενότητας των καταβολών του. Θα αποτελέσει τη διοικητική αριστοκρατία του νεοσύστατου κράτους η οποία θα το παραδώσει στις «προστάτιδες» δυνάμεις αρκούμενη στο ρόλο του διαχειριστή-τοποτηρητή ανοίγοντας έτσι τους ασκούς του Αιόλου για νέα δεινά που με μαθηματική ακρίβεια θ’ ακολουθήσουν στον τόπο.

Αλλά αυτό είναι μια άλλη (πονεμένη) Ιστορία…

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σ. Τρικούπη: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».

Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας»,

Γεωργίου Φίνλεϊ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».

Διονυσίου Α. Κοκκίνου: «Η Ελληνική Επανάστασις». Εκδόσεις «Μέλισσα», Αθήνα 1956.

Δημήτρη Φωτιάδη: «Η Επανάσταση του Εικοσιένα», Β’ έκδοση. Εκδόσεις «Ν. Βότση», Αθήνα 1977.

Γιάννη Ζεύγου: «Νεοελληνική Ιστορία». Μέρη Α΄ και Β΄.

Θανάση Παπαρήγα: «1821. Οι εμφύλιες συγκρούσεις», περιοδικό «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» τεύχος 1/2001.

Σάμουελ Γκρίντλεϊ Χάου: «Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης». Εκδόσεις «Εκάτη», Αθήνα 1997.

           Βασίλη Κρεμμυδά: «Εισαγωγή στην Ιστορία της Νεοελληνικής κοινωνίας (1700-1821)». Εκδόσεις «Εξάντας», Αθήνα 1988.

Γκέοργκ Λούντβιχ Μάουρερ: «Ο Ελληνικός Λαός – Δημόσιο, Ιδιωτικό και Εκκλησιαστικό Δίκαιο από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ως την 31η Ιουλίου 1834». Εκδόσεις «Αφών Τολίδη», Αθήνα 1976.

Νίκου Ροτζώκου: «Επανάσταση Εμφύλιος στο Εικοσιένα». Εκδόσεις «Πλέθρον/Δοκιμές», Αθήνα 1997.

Τάκη Α. Σταματόπουλου: «Ο εσωτερικός αγώνας πριν και κατά την Επανάσταση του 1821», Γ’ έκδοση. Εκδόσεις «κάλβος» Αθήνα 1979

Θ. Σακελλαρόπουλου: «Οι κρίσεις στην Ελλάδα 1830-1857. Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές όψεις». Τόμοι Α΄ και Β΄. Εκδόσεις «Κριτική», Αθήνα 1994.

Εμμανουήλ Πρωτοψάλτη (επιμέλεια): «Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ‘21». Εκδοτικός οίκος Γ. Τσουκαλά «Βιβλιοθήκη», Αθήναι 1956

Γιώργου Καραγιάννη: «Εκκλησία και Κράτος»

Κ. Σιμόπουλου: «Ο μύθος των μεγάλων της ιστορίας»,

Σωτήρη Οικονόμου: «Θρησκευτικός λόγος, το χαλινάρι της ελευθεροφροσύνης»,

Δ. Κανελλόπουλου: «Ο ελληνορθόδοξος μύθος»

               

Το αρχικό άρθρο είχε δημοσιευθεί στον Ριζοσπάστη. Αργότερα αποσπάσματα δημοσιεύθηκαν στην ΚΟΜΕΠ, τεύχος 1/2001

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας