Εργατικός Αγώνας

Η Ayasofya και το κοινό μας μιλλυεττσιλίκι

Του Άκη Γαβριηλίδη.

Στα τουρκικά, για τη νεωτερική έννοια του έθνους χρησιμοποιείται ο όρος ulus. Το έθνος κράτος είναι ulus devlet.

Από την άλλη, ο όρος «εθνικισμός» έχει αποδοθεί ως milliyetçilik. To milliyet αντιστοιχεί ας πούμε στο «Γένος». Επίσης, είναι όνομα γνωστής καθημερινής εφημερίδας.

Παράλληλα, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μία άλλη μορφή του ίδιου όρου, το millet, κυρίως με την ιστορική έννοια που είχε στην όψιμη Οθωμανική Αυτοκρατορία, της εθνοτικο-θρηκευτικής κοινότητας.

Φυσικά, στην πράξη, όπως πάντα, υπάρχουν επικαλύψεις και «ανακριβείς» χρήσεις.

Τόσο όμως οι ανακριβείς, όσο και οι ακριβείς (όπως και οι αντίστοιχες στα ελληνικά, ίσως και στις άλλες γλώσσες των Βαλκανίων), μαρτυρούν την αναντιστοιχία και τη δυσκολία μετάφρασης του ευρωκεντρικού πολιτικού λεξιλογίου στο χώρο της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να επιτρέψει να χρησιμοποιείται ως τζαμί η Ayasofya –όπως μεταγράφεται ο ναός στην κεμαλική εκδοχή του λατινικού αλφαβήτου, μια μεταγραφή πολύ πιο κοντινή στα ελληνικά από το Haghia Sophia των ίδιων των λατίνων- πέφτει ακριβώς πάνω σε αυτή την κορυφογραμμή, είναι μία κίνηση που αναδεύει ακριβώς αυτά τα ανάμικτα νερά και αναδεικνύει τις αλληλοεπικαλύψεις και τις δυσκολίες μετάφρασης, και στις δύο (ή περισσότερες) γλώσσες.

Στην τρέχουσα καταγγελία της απόφασης αυτής από τον ελληνικό τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χρησιμοποιείται αυτονόητα ο όρος εθνικισμός. Ο εθνικιστής Ερντογάν, η εθνικιστική του στροφή, η έξαψη του εθνικισμού … Από την άλλη, έχει επικρατήσει η συνήθεια ο Ερντογάν να αποκαλείται «Σουλτάνος». Όμως, ο Σουλτάνος δεν ήταν εθνικιστής, ούτε ηγέτης κάποιου έθνους· δεν ήταν ούτε καν εθνάρχης (milletbaşı), επικεφαλής κάποιου Γένους. Ήταν –το τελευταίο διάστημα της αυτοκρατορίας- ο επικεφαλής όλων των επικεφαλής· ήρχε όλων των εθναρχών.

Παράλληλα, αν κανείς διαβάσει τις ίδιες καταγγελίες και τους θρήνους περί «δεύτερης άλωσης», τείνει να πιστέψει ότι η Αγιασοφιά μέχρι τώρα ήταν χριστιανικός ορθόδοξος ναός. Ωστόσο, όπως όλοι ξέρουμε (ή μπορούμε να μάθουμε), κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Ως χριστιανικός ναός έχει να χρησιμοποιηθεί σχεδόν μισή χιλιετία. Η απόφαση του Ερντογάν ανατρέπει μία προηγούμενη κατάσταση δεκαετιών, (για την ακρίβεια 85 ετών), κατά τις οποίες ήταν μουσείο. Την κατάσταση αυτή την είχε επιβάλει με δική του απόφαση ο Μουσταφά Κεμάλ, γνωστός και ως «Ατατούρκ» (πατέρας των Τούρκων) ακριβώς επειδή προσωποποιούσε ένα πρόταγμα συγκρότησης των Τούρκων σε (νεωτερικό) έθνος/ ulus. Δεν γίνεται λοιπόν τόσο η αρχική απόφαση όσο και η αντίθετή της να εντάσσονται στο ίδιο πολιτικό ρεύμα.

Αν προσπαθήσουμε να διακρίνουμε όσα είναι δυνατό να διακριθούν, πρέπει να παραδεχτούμε ότι εθνικιστική/ μοντερνιστική ήταν η κίνηση του Ατατούρκ.

Η τωρινή ανατροπή της ανταποκρίνεται στη λογική των μιλλέτ, όχι των εθνών κρατών. Ακριβέστερα, προεκτείνει και προσπαθεί να επαναφέρει τη λογική των millet σε έναν κόσμο που πλέον εδώ και καιρό είναι επίσημα οργανωμένος με βάση τη γραμματική και το συντακτικό των ulus, ανακωδικεύοντας επιλεκτικά σε αυτό το συντακτικό ορισμένα στοιχεία της. Με αποτέλεσμα να οδηγεί σε λογικές, γλωσσικές όσο και –το κυριότερο- πραγματικές τερατογενέσεις, οι οποίες συνδυάζουν τα χειρότερα στοιχεία και από τις δύο παραδόσεις: ως πηγή κάθε πολιτικής, και ως ενδεδειγμένη βάση κάθε απόφασης, αναδεικνύει το μιλλέτ, αλλά κατά τα λοιπά ακολουθεί την αποκλειστική και μισαλλόδοξη λογική τού ντεβλέτ.

Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι, ακριβώς, οι συναισθηματικά φορτισμένες αντιδράσεις στην Ελλάδα υπακούουν στο ίδιο τροποποιημένο/ ανακωδικευμένο λεξιλόγιο: υπάρχει μία κατοπτρική αναγνώριση ανάμεσα σε όσους, και στις δύο χώρες, αντιλαμβάνονται το αντίστοιχο κράτος τους ως millet devlet, όχι ως ulus devlet.

Ισχυρίζομαι ότι η τάση αυτή δεν είναι πάντα/ απαραίτητα «αντιδραστική» ή «δεξιά».

Αν πούμε κάτι τέτοιο, το μόνο που λέμε είναι ότι αρνούμαστε να ακούσουμε αυτή την επιθυμία και ότι ως μόνο αποδεκτό λεξιλόγιο στο οποίο είναι επιτρεπτό να διατυπώνεται κάθε πολιτική επιθυμία αποδεχόμαστε τον ευρωκεντρικό-νεωτερικό κώδικα.

Αν, σε όσους λένε «τι κάνει ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση», «γιατί δεν αντιδρά το ελληνικό κράτος» κ.ο.κ., επισημάνουμε ότι στο ελληνικό ντεβλέτ και την κυβέρνησή του δεν πέφτει λόγος –πάντως όχι περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο κράτος στον κόσμο- για το τι θα συμβεί σε ένα μνημείο της ανθρωπότητας που βρίσκεται σε άλλο ντεβλέτ, η επισήμανση αυτή θα είναι ακριβής νομικά και επιστημονικά, αλλά επίσης θα είναι πρακτικά ανεπαρκής και αναποτελεσματική. Δεν θα μπορέσει να συναντηθεί με τη συναισθηματική φόρτιση των αντιδράσεων, να συνομιλήσει μαζί της και να την μετριάσει.

Ειδικότερα, ισχυρισμοί του τύπου «αν αυτό είχε γίνει επί ΣΥΡΙΖΑ, τα ΜΜΕ θα είχαν σηκώσει τον κόσμο για την εθνική προδοσία», είναι εύλογες μεν ως υποθέσεις, αλλά αμφίβολης πολιτικής χρησιμότητας. Δεν είναι καλή ιδέα να επισημαίνουμε σε κάποιον ότι είναι ασυνεπής, όταν το ενδεχόμενο να φανεί συνεπής θα μας ήταν μάλλον απεχθές.

Η συναισθηματική φόρτιση των αντιδράσεων πηγάζει από το γεγονός ότι οι αντιδρώντες βιώνουν φαντασιακά το κράτος τους ως κράτος τού Rum milleti.

Η φαντασίωση αυτή είναι ολέθρια ως προς την πρώτη της διάσταση, την κρατική, αλλά ενδιαφέρουσα ως προς τη δεύτερη. Είναι ολέθρια καθόσον δεξιώνεται όλο το βιοπολιτικό/ ολοκληρωτικό φορτίο του ευρωκεντρικού μοντερνιστικού κράτους, αλλά ενδιαφέρουσα καθόσον, στο πλαίσιο μιας επιτελεστικής αντίφασης ή ενός οξυμώρου, ταυτόχρονα το αρνείται εμμένοντας σε μία μη εθνική, μη κρατική μορφή –τη μορφή της αυτοκρατορίας.

Ιστορικοί, στοχαστές και πολιτικοί που έχουν επιχειρήσει τα τελευταία χρόνια να υπονομεύσουν και να αποδομήσουν αυτό το λεκτικό μόρφωμα, έχουν ακούσει Καραμπελιάδες, επαγγελματίες Ποντίους και λοιπές αντι-ρεπουσικές δυνάμεις να τους κατηγορούν για «νεοοθωμανιστές». Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός αυτός όχι μόνο είναι άστοχος, αλλά επιπλέον είναι πολύ καταλληλότερος για να περιγράψει τους ίδιους τους κατηγόρους. Αυτοί είναι που νοσταλγούν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Νοσταλγούν την αυτοκρατορία, γενικώς –όχι ειδικά το Σουλτάνο. Ή, τουλάχιστον, ένα συγκεκριμένο στοιχείο της: την οργάνωση κατά γένη. Αυτό που χωρίζει τους Καραμπελιάδες από τους ερντογανιστές είναι απλώς η προτίμηση προς το Α και όχι το Β μιλλέτ, του καθενός προς το «δικό του», όχι όμως η προτίμηση προς το σύστημα των μιλλέτ καθαυτό –η οποία τους χωρίζει από τους «εθνομηδενιστές».

Και πάλι, βέβαια, ο ιδιόμορφος σχηματισμός λόγου τον οποίο συνιστά ο ελληνικός εθνικισμός, δανείζεται και από το εκσυγχρονιστικό αφήγημα ένα τουλάχιστον στοιχείο: την αντίληψη της ιστορίας ως προόδου. Σε έναν περιορισμένο βέβαια βαθμό: στο βαθμό που αυτό τον διευκολύνει να εμφανίζει το δικό του μιλλέτ ως «διαφωτισμένο» και το «αντίπαλο» ως έκφραση του «μεσαίωνα» και του «σκοταδισμού», την δε «Τουρκοκρατία» ως περίοδο στασιμότητας και οπισθοχώρησης. Μιας στασιμότητας που, ακριβώς, «μας έκλεψε την απόλαυση» του εξευρωπαϊσμού και της προόδου.

Δεν χρειάζεται βέβαια να είσαι ειδικευμένος οθωμανολόγος για να καταλάβεις τον εμφανή ιδεολογικό καθορισμό αυτής της σκηνοθεσίας· να κατανοήσεις, δηλαδή, ότι «Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν θα πρέπει να θεωρείται απολυταρχικό κράτος. Ήταν ένα προκαπιταλιστικό κράτος στο οποίο κυριαρχούσε ο ασιατικός τρόπος παραγωγής. Εντούτοις, ενθάρρυνε και προστάτευε το εμπόριο και κάθε άλλη χρηματοπαραγωγική δραστηριότητα στο έδαφός της, προκειμένου να συλλέγει δοσίματα από αυτές. Με άλλα λόγια, «η ένταξη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν έφερε ερήμωση, όπως έχουν υπονοήσει πολλοί Δυτικοί [και ακόμη περισσότεροι Έλληνες, προσθέτω εγώ -Α.Γ.] χριστιανοί συγγραφείς»[1].

Όπως κι αν έχει, αυτή η νοσταλγία που εμφανώς χαρακτηρίζει το συναρμολόγημα του ελληνικού εθνικισμού/ μιλλετισμού δείχνει κάτι. Ή φέρνει στην επιφάνεια κάτι. Κάτι που δεν χωράει στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε συνήθως την πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις.

Στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης με τον εθνικισμό, είναι σωστό να λέμε ότι τα έθνη κράτη προέκυψαν το 19ο αιώνα. Αυτό όμως λίγη επίδραση έχει σε ανθρώπους που ναι μεν χρησιμοποιούν τον όρο έθνος, αλλά στο μυαλό τους έχουν το millet. Το μόνο που ίσως καταφέρνει είναι να τους εξοργίζει.

Αυτή η αντιδικία, και άλλες παρόμοιες, έστω μέσα από τις υπερβολές, τους μελοδραματισμούς και τους αναχρονισμούς, δείχνει ότι τα έθνη κράτη ναι μεν «προέκυψαν» στην πρώην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά δεν επιβλήθηκαν. Δεν κατέλαβαν συνολικά το πολιτικό φαντασιακό του κόσμου, απλώς το επικάλυψαν/ επικαθόρισαν· του επέβαλαν τη γλώσσα στην οποία πρέπει να συμβολοποιείται. Κατά τα άλλα, ο κόσμος συνεχίζει εν πολλοίς να σκέφτεται με βάση το μη έθνος, με όρους αυτοκρατορικούς και όχι εθνοκρατικούς/ νεωτεριστικούς. Και αυτό, όπως και η αντίστοιχη τάση στην Τουρκία, δεν είναι πάντα/ απαραίτητα «καθυστέρηση» ή «σκοταδισμός». Είναι κάτι με το οποίο ίσως μπορούμε να δουλέψουμε. Ίσως να δουλεύουμε ήδη.

Πώς (να) δουλεύουμε δηλαδή; Τι να κάνουμε;

Για να το σκεφτούμε αυτό, ο πλέον κατάλληλος να μας βοηθήσει είναι μάλλον ο Ζάχος[2].

Αυτά όμως ίσως τα πούμε με κάποια άλλη ευκαιρία.

 

Πηγή: nomadicuniversality.com

 


[1] Γιάννης Μηλιός, Βενετία: Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα. Πραγματεία για τον καπιταλισμό και τη διαδικασία γένεσής του, Αλεξάνδρεια 2020, σ. 263. Η φράση σε εισαγωγικά είναι από το: Frederic C. Lane, Βενετία η θαλασσοκράτειρα. Ναυτιλία, εμπόριο, οικονομία, Αλεξάνδρεια 2007. Σε υποσημείωση, ο Μηλιός προσθέτει μία φράση άλλου ιστορικού, του σερβικής καταγωγής Αμερικανού Τράιαν Στογιάνοβιτς, κατά την οποία «Η νίκη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συμβόλιζε στη σφαίρα της οικονομίας τη νίκη των Ελλήνων, των Τούρκων, των χριστιανών εξωμοτών, των Αρμένηδων, των Ραγουζαίων και των Εβραίων επί της διακοσάχρονης εμπορικής ηγεμονίας της Βενετίας και της Γένοβας».

[2] (Σημείωση του Ε.Α) Ο αρθρογράφος εννοεί τον συγγραφέα Ευάγγελο Ζάχο Παπαζαχαρίου γνωστό και ως Ε. Ζάχο

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας