Εργατικός Αγώνας

Η αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης και του σοσιαλισμού

Η σταδιακή φθορά των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού που κατέληξε στην αντεπαναστατική ανατροπή τους στην Ευρώπη, η υποχώρηση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στην δύση, τροφοδότησαν μεγάλο κίνημα αμφισβήτησης του χαρακτήρα και της ιστορικής αναγκαιότητας της σοσιαλιστικής επανάστασης και του σοσιαλισμού παγκόσμια. Αυτό δεν το συναντά κανείς στον αστικό και το ρεφορμιστικό χώρο μόνο, αλλά με μια ορισμένη κλιμάκωση υπάρχει στο χώρο της αριστεράς ακόμη και αυτής με κομμουνιστική αναφορά.

Εμφανίζονται η επανάσταση και ο σοσιαλισμός ως τουλάχιστον παντελώς αστήρικτες και παρωχημένες εμμονές. Ως ένα σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης που εφαρμόστηκε και κατάρρευσε, αποδείχθηκε το ουτοπικό όλης αυτής της προσπάθειας. Γίνεται προσπάθεια να ταυτιστεί κάθε πρόταση για σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας με τον ολοκληρωτισμό και εν τέλει με κάτι εντελώς αντιδραστικό. Στο προσκήνιο, γράφει ο Alain Badiou, βρίσκονται οι άμεσοι απόγονοι των Βερσαλλιέρων, για τους οποίους ο κομμουνισμός είναι μια εγκληματική ουτοπία, οι εργάτες μια ξεπερασμένη μαρξική επινόηση, η επανάσταση ένα αιματηρό όργιο και η ιδέα μιας μη κοινοβουλευτικής πολιτικής μια δεσποτική ιεροσυλία[1]. Με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο όλες αυτές οι εκδοχές έχουν στη βάση τους τις αντιλήψεις περί του τέλους των μεγάλων οραματισμών και των Επαναστατικών επιδιώξεων, την αντίληψη του τέλους της ιστορίας.

Είναι φανερή η παρέμβαση της αστικής ιδεολογίας και των κυρίαρχων μηχανισμών της, με στόχο την αμφισβήτηση της δυνατότητας μιας νέας επαναστατικής εξόρμησης, προπαγανδίζοντας με όλα τα μέσα ότι ο καπιταλισμός κατάφερε να ελέγξει τις αντιθέσεις του, να τις χειραγωγήσει, να εξισορροπήσει τις ανισότητες του και να μειώσει την ακραία φτώχεια και κατά συνέπεια έχει μειώσει τους κινδύνους για το σύστημα. Και στο βαθμό που η εργατική τάξη, ιδιαίτερα στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο δεν αμφισβητεί το σύστημα και δεν επιδιώκει την ανατροπή του, έχει ενσωματωθεί, ο κίνδυνος επαναστάσεων έχει πλέον απομακρυνθεί.

Από τις εξελίξεις αυτές σε μικρότερο ίσως βαθμό στην Ελλάδα, σε πολύ μεγαλύτερο όμως σε άλλες χώρες τροφοδοτήθηκαν ελευθεριακές απόψεις και αντιλήψεις εναντίον του κράτους γενικά, εναντίον κάθε μορφής εξουσίας, εναντίον της αντίληψης για δημιουργία ολοκληρωμένου σχεδίου επαναστατικής δράσης. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο συγγραφέας Τζων Χολογουαίη και το βιβλίο του «Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία». Λίγο ως πολύ θεωρεί την κατάκτηση της εξουσίας ως την πηγή όλων των δεινών του επαναστατικού κινήματος. «Εάν καταφέρναμε, γράφει, να αποκτήσουμε δύναμη ιδρύοντας ένα κόμμα, ή παίρνοντας τα όπλα, ή κερδίζοντας τις εκλογές δεν θα διαφέραμε σε τίποτε απ’ όλους τους άλλους ισχυρούς της ιστορίας… Ο αγώνας έχει χαθεί από τη στιγμή που εμποτίζεται από την εξουσία, από τη στιγμή που η λογική της εξουσίας καθίσταται λογική της επαναστατικής διαδικασίας».[2] Βλέπει την όλη προσπάθεια παρέμβασης για αλλαγές στο καπιταλιστικό σύστημα ως δημιουργία αυτόνομων στεκιών, ως προσπάθειες αυτοδιαχείρισης κ.λπ. και όλα αυτά μέσα στον καπιταλισμό, ως νησίδες σοσιαλιστικές μέσα στο πέλαγος των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων, οι οποίες υποτίθεται ότι θα επεκτείνονται και θα κυριαρχήσουν με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, χωρίς την ανάγκη ανατροπής του καπιταλισμού και κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη.

Όμως η σκληρή πραγματικότητα στον καπιταλιστικό κόσμο φέρνει τις αντιλήψεις αυτές αντιμέτωπες με μεγάλα αδιέξοδα. Η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση κλόνισε τη σταθερότητα του συστήματος, επιδείνωσε και ανέτρεψε τη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, ανέτρεψε τις απόψεις και τις πεποιθήσεις για την προοπτική του συστήματος και τροφοδότησε σημαντικές συζητήσεις. Είναι χαρακτηριστικές δημοσκοπήσεις που κατά διαστήματα βλέπουν το φως της δημοσιότητας και καταγράφουν τη μεταστροφή της κοινής γνώμης σχετικά με τη δυνατότητα του καπιταλισμού να δώσει θετικές απαντήσεις στις σημερινές ανάγκες των εργαζομένων, σχετικά με την ανάγκη ενός κοινωνικού συστήματος που θα βασίζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη.

Ωστόσο, παρότι η αντιστροφή άρχισε, υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη για να αλλάξει το κλίμα στους λαούς, να τροποποιηθούν οι αντιλήψεις σχετικά με την προοπτική του καπιταλιστικού συστήματος και με τι ακριβώς πρέπει να αντικατασταθεί. Και το κυριότερο η κρίση και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού δεν πρόκειται από μόνα τους να διαμορφώσουν ριζοσπαστικές εξελίξεις και μάλιστα σε επαναστατική κατεύθυνση. Η παρέμβαση της πολιτικής πρωτοπορίας και του οργανωμένου εργατικού κινήματος είναι εντελώς απαραίτητη. Ακριβώς αυτές οι προϋποθέσεις πρέπει να διαμορφωθούν τώρα. Εκείνο όμως που είναι απόλυτα βέβαιο είναι ότι ο καπιταλισμός καθόλου δεν ξέφυγε από τις ενδογενείς αντιφάσεις του και συνεχώς πλησιάζει όλο και πιο πολύ στην έκρηξη τους. Το σύνολο των αντιθέσεων του παίρνουν εκρηκτικό χαρακτήρα, κινητοποιούν την εργατική τάξη και τους λαούς και τους φέρνουν όλο και πιο κοντά στη συνειδητοποίηση της κατάστασης και τη δράση.

Πριν από 150 και περισσότερα χρόνια οι κλασικοί του μαρξισμού θεμελίωσαν τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης, μελέτησαν ιδιαίτερα τον καπιταλισμό και πρόβλεψαν την αντικατάσταση του από το σοσιαλισμό, κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, μέσα από τη νικηφόρα έκβαση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Στον πρόλογο του στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας” ο Καρλ Μαρξ γράφει: Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι εισέρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση τους, σε σχέσεις παραγωγής, οι οποίες αντιστοιχούν σε μια καθορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Η ολότητα αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει γενικά την κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, αλλά, αντίστροφα, το κοινωνικό τους είναι καθορίζει τη συνείδηση τους. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής ή, πράγμα που αποτελεί μόνο τη νομική έκφραση γι’ αυτό, με τις σχέσεις ιδιοκτησίας μέσα στις οποίες κινούνταν μέχρι τότε. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αυτές οι σχέσεις μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε επέρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης».[3]

Είναι λοιπόν νομοτέλεια το πέρασμα των κοινωνιών από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, κατώτερο στάδιο της κομμουνιστικής κοινωνίας και αυτό μέσα από την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού με τη δράση της εργατικής τάξης. Η νίκη της επανάστασης είναι αναγκαίος όρος για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Στους προηγούμενους εκμεταλλευτικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς η απελευθέρωση της εκμεταλλευόμενης τάξης συντελούνταν μέσα στα ίδια τα πλαίσια του συστήματος. Οι δούλοι και οι δουλοπάροικοι απελευθερώνονταν μέσα στα πλαίσια της δουλοκτητικής κοινωνίας και της φεουδαρχίας, πριν ακόμη ανατραπεί το αντίστοιχο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Οι ίδιες οι αστικές σχέσεις παραγωγής που αναπτύσσονται μέσα στη φεουδαρχία και οι ανάγκες για εργατικά χέρια οδηγούσαν στην απελευθέρωση των δουλοπάροικων, πριν ακόμη ανατραπεί η φεουδαρχία. Οι εργάτες δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθούν μέσα στον καπιταλισμό παρά μόνο μετά την ανατροπή του, τότε η εργατική τάξη στο σύνολο της απελευθερώνεται. Η εργατική τάξη μόνο μπορεί να απελευθερώσει τον εαυτό της και κανείς άλλος.

Οι εκμεταλλευόμενες τάξεις στα προκαπιταλιστικά κοινωνικοοικονομικά συστήματα δεν ήταν φορείς ανώτερων κοινωνικών σχέσεων και για το λόγο αυτό η απελευθέρωσή τους δεν μπορούσε να είναι δικό τους έργο. Τους δουλοπάροικους π.χ. απελευθέρωσε όχι η ταξική πάλη τους, αλλά η ανερχόμενη αστική τάξη. Αντίθετα, η εργατική τάξη δεν μπορεί να περιμένει την απελευθέρωση της από πουθενά αλλού παρά μόνο από την ίδια τη δράση της.

Η σοσιαλιστική η επανάσταση και η έναρξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μπορεί να αρχίσει σε μια χώρα ή σε ομάδα χωρών, αλλά η ολοκληρωτική επικράτηση του σοσιαλισμού και η δημιουργία της αταξικής κοινωνίας μπορεί να γίνει μόνο παγκόσμια. Στην «Γερμανική Ιδεολογία» οι Μαρξ και Έγκελς σημείωναν: Μονάχα οι προλετάριοι της σημερινής εποχής, που είναι τελείως αποκλεισμένοι από κάθε άλλη αυτόνομη δραστηριότητα, είναι σε θέση να αποκτήσουν μια πλήρη και όχι πια περιορισμένη αυτόνομη δραστηριότητα, που συνίσταται στην ιδιοποίηση ενός συνόλου παραγωγικών δυνάμεων και στην απαιτούμενη ανάπτυξη ενός συνόλου ικανοτήτων. Όλες οι παλιότερες επαναστατικές ιδιοποιήσεις ήταν περιορισμένες…. Σε όλες τις ιδιοποιήσεις μέχρι τώρα, μια μάζα ατόμων παρέμεναν υποταγμένα σε ένα μοναδικό εργαλείο παραγωγής. Στην ιδιοποίηση από μέρους των προλετάριων μια μάζα μέσων παραγωγής πρέπει να υποταχθεί σε κάθε άτομο και η ιδιοκτησία σε όλα. Η σύγχρονη παγκόσμια επικοινωνία μπορεί λοιπόν να υποταχθεί στα άτομα, μόνο αν υποταχθεί σε όλα τα άτομα. Αυτή η ιδιοποίηση καθορίζεται, ύστερα, από τον τρόπο που πρέπει να πραγματοποιηθεί. Μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με μια ένωση, που από τον ίδιο το χαρακτήρα του προλεταριάτου μπορεί πάλι να είναι μονάχα παγκόσμια, και μέσω μιας επανάστασης όπου από τη μια μεριά, ανατρέπεται η εξουσία του προηγούμενου τρόπου παραγωγής και επικοινωνίας και η κοινωνική διάρθρωση και από την άλλη αναπτύσσεται ο παγκόσμιος χαρακτήρας και η ενεργητικότητα του προλεταριάτου που δίχως αυτή την ιδιοποίηση δεν μπορεί να πετύχει, και όπου στη συνέχεια το προλεταριάτο απαλλάσσεται από κάθε τι που εξακολουθεί να του είναι προσκολλημένο από την προηγούμενη θέση του στην κοινωνία. Μονάχα σ’ αυτό το στάδιο συμπέφτει πραγματικά η αυτόνομη δραστηριότητα με την υλική του ζωή, πράγμα που αντιστοιχεί στην ανάπτυξη των ατόμων σε ολοκληρωμένα άτομα και στην απόρριψη όλων των φυσικών περιορισμών.[4] Την αλήθεια αυτή είχε κατά επανάληψη επισημάνει ο Λένιν, πριν και ιδιαίτερα μετά τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης και την ήττα της επανάστασης στην δύση, κυρίως στη Γερμανία. Μετέπειτα οι εξελίξεις στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, μεταξύ των άλλων, την επιβεβαίωσαν.

Ο καπιταλισμός ως παροδικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα θα δώσει τη θέση του στο σοσιαλισμό. Αυτό είναι απόλυτα σαφές. Ο Έγκελς έγραφε το 1884 ότι ο Μαρξ θεμελίωσε τις κομμουνιστικές διεκδικήσεις πάνω στην αναγκαστική κατάρρευσή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής που πραγματοποιείται μπροστά στα μάτια μας κάθε μέρα.[5] Η τοποθέτηση αυτή ήταν μια επιστημονικά θεμελιωμένη πρόβλεψη πάνω στην ανάλυση του Κεφαλαίου του Μαρξ και δεν είχε την έννοια ότι σε μια ορισμένη, σαφώς προσδιορισμένη, χρονική στιγμή το σύστημα θα καταρρεύσει, αλλά ότι αυτό έχει νομοτελειακό χαρακτήρα και θα είναι αποτέλεσμα της επαναστατικής δράσης των μαζών. Για την εποχή του ιμπεριαλισμού συγκεκριμένα ο Λένιν σημείωνε: Οι σχέσεις ατομικής οικονομίας και ατομικής ιδιοκτησίας αποτελούν ένα περίβλημα που δεν ανταποκρίνεται πια στο περιεχόμενο, περίβλημα που αναπόφευκτα δεν μπορεί παρά να σαπίσει, αν αναβληθεί τεχνητά ο παραμερισμός του, περίβλημα που μπορεί να παραμένει σε κατάσταση αποσύνθεσης ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα… που αναπόφευκτα όμως θα παραμεριστεί[6]. Ο καπιταλισμός που στην εποχή του ιμπεριαλισμού γίνεται όλο και πιο αντιδραστικός, η εκμετάλλευση των μισθωτών και των μεσαίων στρωμάτων παίρνει καταστροφικές διαστάσεις, η έκρηξη των δημοκρατικών προβλημάτων, των προβλημάτων που σχετίζονται με τη δράση του ιμπεριαλισμού και τα ζητήματα εθνικής ανεξαρτησίας, ωθούν και θα ωθήσουν την εργατική τάξη στην ανάπτυξη επαναστατικής δράσης. Εκεί οδηγούνται τα πράγματα. Οπωσδήποτε όμως η καθυστέρηση ανάπτυξης του επαναστατικού κινήματος, ιδιαίτερα σε συνθήκες υπερωρίμανσης και σαπίσματος του καπιταλισμού και κατά συνέπεια η αδυναμία αμφισβήτησης και ανατροπής του, εγκυμονούν μεγάλους κινδύνους για την εργατική τάξη και το λαό. Τέτοιοι κίνδυνοι φαίνεται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο να αναπτύσσονται σήμερα, με την έννοια ότι οι αντικειμενικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού είναι υπερώριμες και την ίδια στιγμή η δυνατότητα ανατροπής του φαίνεται πολύ μακρινή ως συνέπεια της ανωριμότητας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της να αναλάβουν αυτή την πρωτοβουλία.

Οι επαναστάσεις προϋποθέτουν συγκεκριμένες αντικειμενικές συνθήκες. Εκφράζουν μια ορισμένη ιστορική αναγκαιότητα που ωρίμασε μέσα στην κοινωνία και υπάρχει ως δυνατότητα. Ως εκ τούτου η επανάσταση είναι η μετατροπή της δυνατότητας σε πραγματικό γεγονός. Αυτό όμως προϋποθέτει τη συνειδητή δράση των ανθρώπων, χωρίς την οποία παραμένει μόνο δυνατότητα. Σε αντίθεση με τα φυσικά φαινόμενα, τα οποία εξελίσσονται αυθόρμητα σε συγκεκριμένες συνθήκες, στην κοινωνία απαιτείται η συνειδητή δράση των ανθρώπων, στην περίπτωση της σοσιαλιστικής επανάστασης η συνειδητή δράση των κινητήριων κοινωνικών δυνάμεων της. Η δυνατότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν υπήρχε πάντα σε ολόκληρη την ιστορική πορεία του καπιταλισμού, σε όλες τις φάσεις ανάπτυξης του. Τη δυνατότητα αυτή τη διαμόρφωσε η ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Από τότε οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ιδιαίτερα η ατομική ιδιοκτησία δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν με τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις, οι σχέσεις παραγωγής εμπόδιζαν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, έγιναν φρένο στην εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας. Έτσι η επανάσταση κατέστη δυνατή, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η επανάσταση θα ξεσπάσει με αυθόρμητο τρόπο. Αλλά σημαίνει ότι μπήκε πλέον ιστορικά στην ημερήσια διάταξη και η εποχή που αρχίζει τότε, είναι η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Το ξέσπασμα της προϋποθέτει την ωρίμανση του συνόλου των προϋποθέσεων της. Ανάμεσα σ’ αυτές ο Μαρξ εντόπιζε την ύπαρξη βαθιάς οικονομικής κρίσης, την ανάπτυξη της ταξικής πάλης μεταξύ της εργατικής και της αστικής τάξης σε πρωτοφανές επίπεδο, την οργάνωση της εργατικής τάξης και την απόφαση της για δράση όχι για μικρομεταρρυθμίσεις και επιμέρους κατακτήσεις, αλλά δράση ως το τέλος, καθώς και την διαμόρφωση ικανής πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης για να την οδηγήσει στη δράση και στην νίκη.

Ολοκληρωμένη θεωρητική και πρακτική απάντηση στο ζήτημα της δυνατότητας και των προϋποθέσεων της σοσιαλιστικής επανάστασης έδωσε ο Λένιν, διατυπώνοντας τις θέσεις για την επαναστατική κατάσταση: Για ένα μαρξιστή, έγραφε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι αδύνατον να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση, μα κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση. Ποια είναι, μιλώντας γενικά, τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης; Ασφαλώς δεν θα πέσουμε έξω, αν υποδείξουμε τρία βασικά γνωρίσματα, τα παρακάτω: 1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους. Η μία είτε η άλλη κρίση των «κορυφών», η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, από όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός, των καταπιεζόμενων τάξεων. Συνήθως για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό «τα κάτω στρώματα που να μην θέλουν», μα χρειάζεται ακόμη και «οι κορυφαίες να μην μπορούν» να ζήσουν όπως παλιά. 2) Επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε «ειρηνική» εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο από όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις «κορυφές» σε αυτοτελή ιστορική δράση. Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές, που δεν εξαρτώνται ούτε από την θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά ούτε και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων η επανάσταση, κατά κανόνα δεν μπορεί να γίνει. Το σύνολο αυτών των αντικειμενικών αλλαγών είναι εκείνο που ονομάζεται επαναστατική κατάσταση.[7]

Από το απόσπασμα αυτό προκύπτει με σαφήνεια ότι η επαναστατική κατάσταση είναι ένα αντικειμενικό γεγονός. Δεν είναι αποτέλεσμα της θέλησης μιας ομάδας ανθρώπων, ούτε ακόμη και μιας τάξης και πολύ περισσότερο μεμονωμένων ατόμων, ηγετών. Έρχεται από την ίδια την αντικειμενική φορά των γεγονότων. Φυσικά οι αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούν σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή δεν προήλθαν μόνο από τα αντικειμενικά γεγονότα και συνθήκες του παρελθόντος αλλά και από τη δράση των ανθρώπων και με αυτή ακριβώς την έννοια η δράση των ανθρώπων έχει σημασία. Η επανάσταση δεν είναι αποτέλεσμα της δράσης μιας ομάδας, μιας μικρής μειοψηφίας, αλλά της δράσης ολόκληρων κοινωνικών τάξεων, της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού γενικότερα, που κινητοποιούνται με βάση τα οξυμένα προβλήματα τους, τα ατομικά προβλήματα του καθένα και τα συνολικά ταξικά συμφέροντα και μαζί την αίσθηση ότι η λύση των προβλημάτων τους δεν συμβαδίζει με το αστικό καθεστώς.

Άρα η επανάσταση ωριμάζει μακροχρόνια μέσα στην κοινωνία, όταν όλα φαινομενικά κυλούν ήρεμα και μόνο στις εξαιρετικές συνθήκες της επαναστατικής κατάστασης εκδηλώνεται με θυελλώδη τρόπο. Τότε που το αστικό καθεστώς χάνει τη δύναμή του, υφίσταται ρωγμές και αδυνατεί να πείσει τους εργαζόμενους, αλλά αδυνατεί και να τους καταστείλει αποτελεσματικά, τότε που η αστική τάξη και το κράτος της χάνουν την ιστορική νομιμοποίηση τους, τότε που η αστική τάξη σύμφωνα με τον Μαρξ, «συγκεντρώνει όλα τα ελαττώματα της κοινωνίας, είναι υποκείμενο γενικού σκανδάλου, η ενσάρκωση του γενικού φραγμού… προσωποποιεί το διαβόητο έγκλημα ολόκληρης της κοινωνίας, έτσι ώστε απελευθέρωση από τη σφαίρα αυτή να φαίνεται και σαν απελευθέρωση από τις αλυσίδες».[8]

Από τα προηγούμενα γίνονται σαφείς οι διαφορές ανάμεσα στις ώριμες συνθήκες για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και στις ώριμες συνθήκες για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η σύγχυση τους είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, ενώ είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα. Η άποψη ότι οι συνθήκες είναι υπερώριμες για το σοσιαλισμό και άρα πρέπει να αγωνιστεί η εργατική τάξη άμεσα με το σύνθημα του σοσιαλισμού, παραγνωρίζοντας την ωριμότητα των συνθηκών για την σοσιαλιστική επανάσταση, είναι εντελώς σεχταριστική, δεν έχει καμία βάση και οδηγεί κατευθείαν στην ήττα. Οι ώριμες αντικειμενικές συνθήκες για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού υπάρχουν πολλά χρόνια. Σήμερα είναι υπερώριμες όχι μόνο στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, αλλά και για τη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών παγκόσμια. Αυτό σχετίζεται με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, τη συγκέντρωση της παραγωγής, τη δημιουργία των μονοπωλίων, τη δημιουργία πολυπληθούς εργατικής τάξης κ.λπ. Οι ώριμες συνθήκες της σοσιαλιστικής επανάστασης περιλαμβάνουν αφενός μεν την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης, η οποία είναι αντικειμενικό γεγονός και αφετέρου ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα που θα διεκδικήσει την εξουσία. Ισχυρό και πρωτοπόρο κομμουνιστικό κόμμα με επεξεργασμένη στρατηγική και τακτική και ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης, συσπειρωμένη και συνειδητή εργατική τάξη, τουλάχιστο η πλειοψηφία της και με διαμορφωμένη της συμμαχία της με ισχυρά τμήματα μικροαστικών στρωμάτων, διεθνείς συμμαχίες κ.λπ.

Στις συνθήκες αυτές, συνθήκες αδυναμίας της αστικής τάξης, του κράτους και των μηχανισμών του είναι που η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λόγος έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν και να ανατρέψουν την αστική εξουσία. «Κάθε επαναστατική κατάσταση δεν γεννά επανάσταση, τόνιζε ο Λένιν, αλλά μόνο μια κατάσταση όπου η οι αντικειμενικές αλλαγές, που απαριθμήσαμε, συνενώνονται με τις υποκειμενικές αλλαγές και συγκεκριμένα: Με την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναλάβει Επαναστατική μαζική δράση, αρκετά ισχυρή ώστε να τσακίσει την παλιά κυβέρνηση που ποτέ, ακόμη και σε εποχή κρίσεων, δεν «πέφτει», αν δεν την «ρίξουν».[9] Αυτή ακριβώς τη θέση επαληθεύουν τα ιστορικά γεγονότα παγκόσμια και στη χώρα μας. Το 1922 μετά την μικρασιατική καταστροφή προέκυψαν τέτοιου είδους συνθήκες, αλλά δεν έγινε επανάσταση γιατί η επαναστατική τάξη και το κόμμα της ήταν στα σπάργανα. Στην κατοχή και το Δεκέμβρη επίσης διαμορφώθηκε επαναστατική κατάσταση, δεν έγινε ή δεν ολοκληρώθηκε η επανάσταση λόγω ακριβώς της αδυναμίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, ιδιαιτέρως της πολιτικής πρωτοπορίας της, να παρέμβει αποτελεσματικά και «να αναλάβει επαναστατική μαζική δράση, αρκετά ισχυρή, ώστε να τσακίσει την παλιά κυβέρνηση».

Μόνο η συνένωση του ώριμου υποκειμενικού παράγοντα με τις ώριμες αντικειμενικές συνθήκες οδηγεί σε επανάσταση. Η κρίση στο επίπεδο της εξουσίας και η δημιουργία πανεθνικής κρίσης διαμορφώνουν για την εργατική τάξη προϋποθέσεις διεκδίκησης της εξουσίας. Το σύνολο των εξελίξεων και ιδιαίτερα η αδυναμία της αστικής τάξης και η ενισχυμένη δράση της εργατικής τάξης και του λαού, δημιουργούν τη δυνατότητα δυαδικής εξουσίας, δύο παράλληλων δηλαδή εξουσιών, της επίσημης αστικής εξουσίας και των φύτρων της εργατικής λαϊκής εξουσίας με διάφορες μορφές, όπως εργατικά συμβούλια, όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, δικαιοσύνης στην ελεύθερη Ελλάδα της Κατοχής. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να τραβήξει σε μάκρος. Σε σύντομο σχετικά χρόνο λήγει είτε με νίκη, είτε με ήττα της επανάστασης.

                                                                  Γ. Μυλωνάς

 


[1]Alain Badiou, H κομμουνιστική υπόθεση σ. 168 εκδόσεις Πατάκης

John Holloway Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε εξουσία σ. 17

[3] Καρλ Μαρξ   Κριτική της πολιτικής οικονομίας , σ. 19 εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή

[4]Καρλ Μαρξ -Φρ. Έγκελς , Η Γερμανική Ιδεολογία σ. 126. 127

[5] Καρλ Μαρξ, Πρόλογος στην Αθλιότητα της φιλοσοφίας σ. 10

[6]Βλ. Λένιν, ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Άπαντα τόμος 27, σ. 432

[7]Λένιν Άπαντα τόμος 26 σ. 220

[8]Καρλ Μαρξ , κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας Του κράτους και του δικαίου , σ. 28 εκδόσεις Παπαζήση

[9] Λένιν Η χρεοκοπία της 2ης διεθνούς Άπαντα τόμος 26 , σ. 221

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας