Εργατικός Αγώνας

Τι πρέπει να γίνει – Ανακοίνωση της Πανελλαδικής Γραμματείας του ΕA

Ανακοίνωση της Πανελλαδικής Γραμματείας του Εργατικού Αγώνα

 

Οι πρόσφατες εκλογές και κυρίως αυτές για το Ευρωκοινοβούλιο κατέγραψαν σημαντικά στοιχεία και διαφοροποιήσεις στη  διάταξη και το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων. Έδειξαν ότι η πολιτική κρίση, ιδιαίτερα η κρίση των αστικών κομμάτων Είναι  παρούσα και δεν ξεπεράστηκε. Τα αστικά κόμματα έχουν μεγάλες απώλειες και σε ορισμένες περιπτώσεις κινδυνεύουν να βγουν εκτός πολιτικής σκηνής. Η αστική τάξη αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες στο σχηματισμό σταθερών κυβερνήσεων αφενός και εγκλωβισμού των εργαζομένων στους πολιτικούς σχεδιασμούς της αφετέρου. Από την πλευρά των λαϊκών τάξεων επίσης εντείνονται οι δυσκολίες αποτελεσματικής παρέμβασης στις εξελίξεις και ουσιαστικού επηρεασμού τους.

Τα δύο κυβερνητικά κόμματα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ καταγράφουν μεγάλες απώλειες. Η ΝΔ με ποσοστό 22,71% υφίσταται απώλειες 7% σε σχέση με τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και 9,6% από το αποτέλεσμα των προηγούμενων ευρωεκλογών. Το ΠΑΣΟΚ με ποσοστό 8% περίπου καταγράφει απώλειες 4,2% από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και ποσοστό 28,6% από τις προηγούμενες ευρωεκλογές. Συνολικά τα δύο κυβερνητικά κόμματα δεν ξεπερνούν το 31%, μια εικόνα μεγάλης κάμψης και φθοράς, η οποία είναι αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση, πολιτική συντριβής των δικαιωμάτων, των κατακτήσεων και της ζωής του λαού και της νεολαίας, και ολοκληρωτικής υποταγής στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των πολυεθνικών και του ιμπεριαλισμού. Ανάλογη ήταν η τύχη της ΔΗΜΑΡ που υπηρέτησε την πολιτική αυτή είτε συμμετέχοντας στην κυβέρνηση είτε ως συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση. Έχασε ποσοστό 5% και συγκέντρωσε μόνο το 1,2% των ψηφοφόρων. Οι ΑΝΕΛ έχασαν το μισό της δύναμης τους και το ποσοστό τους περιορίστηκε στο  3,4%.

Από τις απώλειες αυτών των κομμάτων ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που διεκδικεί την πλειοψηφία και την κυβέρνηση, δεν επωφελείται καθόλου. Αντίθετα έχει μικρή κάμψη στο ποσοστό του των εκλογών του Ιουνίου του 2012 και  απώλεια 138.000 ψήφων. Είναι προφανές ότι σε αυτό επέδρασε η δεξιά στροφή στην πολιτική του, η οριστικοποίηση της θέσης του για παραμονή στην ευρωζώνη και το ευρώ, το ξεκαθάρισμα της θέσης του ότι  ή ένταξη της χώρας στην ΕΕ και τον ΝΑΤΟ δεν αμφισβητείται, η άμβλυνση έως και απεμπόληση όλων των ριζοσπαστικών στοιχείων παλαιότερων θέσεων του σχετικά με τα μνημόνια και με την κατάργηση όλων των αντιλαϊκών νόμων και μέτρων που οι κυβερνήσεις πήραν από το 2009 και ύστερα, οι συνεχείς παλινωδίες του. Έτσι εξηγείται η καθήλωση των δυνάμεων του και η αδυναμία του να συσπειρώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να αποκτήσει δυναμική νίκης. Απλά, παραμένοντας στα ίδια σχεδόν ποσοστά με τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 επικαλείται την πρωτιά του έναντι της Ν.Δ. κατά 4%, η οποία όμως βασίζεται στις απώλειες της Ν.Δ. και όχι στην ενδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ. Τα δύο μικρότερα αριστερά κόμματα ΑΝΤΑΡΣΥΑ και Σχέδιο Β συγκεντρώνουν ποσοστά 0,7% και 0, 2% αντίστοιχα, καθόλου ικανοποιητικά για τη συγκυρία και τις συνθήκες.

Οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι που αποσπώνται από τα αστικά κόμματα προτιμούν κατά βάση το πρωτοεμφανισθέν «Ποτάμι», το οποίο συγκεντρώνει ποσοστό 6,6% και μικρά εξωκοινοβουλευτικά κόμματα με ανύπαρκτη απήχηση στην κοινωνία και χωρίς ίχνος ριζοσπαστισμού, εκφράζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη δυσαρέσκειά και την απογοήτευση τους.

Η «Χρυσή Αυγή» παρά τις δύσκολες γι’ αυτή συνθήκες, έχοντας σοβαρές εμπλοκές με τη δικαιοσύνη, κάνει ένα νέο βήμα αυξάνοντας το ποσοστό της κατά 2,5% περίπου, με παρουσία σε όλες τις περιφέρειες και τις πόλεις, κυρίως όμως το λεκανοπέδιο της Αττικής και στην Αθήνα και σε πολλούς δήμους με εργατικό και λαϊκό πληθυσμό. Αξιοποίησε την μεγάλη δυσαρέσκεια των εργαζομένων, την ολιγωρία για χρόνια του κράτους και του αστικού πολιτικού συστήματος στην αντιμετώπιση της, αντίθετα σε μεγάλο βαθμό το κράτος την αξιοποίησε, αξιοποίησε τα στηρίγματα της στον κρατικό μηχανισμό, τα σώματα ασφαλείας και το στρατό. Η παρουσία και η ανάπτυξη της ακροδεξιάς και του φασισμού στην Ελλάδα και στην Ευρώπη αποτελεί πλέον πηγή ανησυχίας και χρειάζεται να αντιμετωπιστεί. Αυτό δεν μπορεί να γίνει κυρίως με νόμους και κρατικές αποφάσεις, δεν μπορεί να προέλθει από την κυβέρνηση και τον αστικό πολιτικό κόσμο, ο οποίος φέρει πολύ μεγάλες ευθύνες για την αύξηση του, παρά το γεγονός ότι σημαντικά τμήματα της κοινωνίας με αστικό προσανατολισμό ανησυχούν και μπορεί να αναπτυχθεί κοινή δράση μαζί τους, αλλά από το λαό και το οργανωμένο εργατικό και λαϊκό κίνημα ως πολύ σημαντική πλευρά ενός αγώνα για τα λαϊκά δικαιώματα και τις κατακτήσεις, αγώνα για την επιβίωση, την περιφρούρηση και την διεύρυνση των δημοκρατικών κατακτήσεων εναντίον της πολιτικής των μονοπωλίων και της εξουσίας τους.

Αξιοσημείωτες είναι οι περιπτώσεις των δήμων Πειραιά και Βόλου, με την άμεση εμπλοκή μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, με στόχο την επιχειρηματική ανάπτυξη και την κερδοφορία και φυσικά την πολιτική αξιοποίηση.

Το ΚΚΕ συγκεντρώνει ποσοστό της τάξης του 6,1% και 347.467 ψήφους. Συγκρίνοντας με προηγούμενες ευρωεκλογές έχουμε μια σταθερή μείωση του από το 9,5% το 2004 στο 6% περίπου το 2014. Ανάλογες είναι οι συγκρίσεις και όσον αφορά το ποσοστό του των περιφερειακών εκλογών και ακόμα πιο δυσμενείς οι συγκρίσεις του ποσοστού των εθνικών εκλογών. Η επιμονή της ηγεσίας του να συγκρίνει το ποσοστό των ευρωεκλογών με το ιστορικά χαμηλό των βουλευτικών εκλογών του 2012 αποσκοπεί στο να λειτουργήσει παραπλανητικά και να αποπροσανατολίσει τους κομμουνιστές και τους ψηφοφόρους του. Είναι μια συνειδητή προσπάθεια δημιουργίας εικονικής πραγματικότητας με στόχο να δημιουργήσει ορισμένες ψεύτικες ελπίδες και κάποια αισιοδοξία ότι το ΚΚΕ ανακάμπτει και βρίσκεται σε ανοδική πορεία. Δυστυχώς η εικόνα και η δυναμική του δεν βελτιώθηκε και βρίσκεται στο επίπεδο των τελευταίων ετών, παρά τις θετικές αντικειμενικές συνθήκες για την αύξηση του εκλογικού του ποσού του, με τη βαθύτατη κρίση στην οικονομία και το πολιτικό σύστημα, με τα αστικά κυβερνητικά κόμματα να σημειώνουν μεγάλη ήττα και το ΣΥΡΙΖΑ χωρίς δυναμική ανόδου. Ιδιαίτερα αρνητικό είναι το γεγονός ότι μεγάλο τμήμα, πιθανόν πλειοψηφικό, των ψηφοφόρων του στο δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών δεν ακολούθησε την κομματική απόφαση για λευκό και άκυρο, αλλά προτίμησε κατά βάση τους υποψηφίους τους ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ίσως η σαφέστερη ένδειξη του κλονισμού της ιδεολογικής και πολιτικής ενότητας των γραμμών του. Το ΚΚΕ βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση ως συνέπεια της πολιτικής που έχει χαράξει και αποτύπωσε στο τελευταίο συνέδριο του, του σοσιαλισμού του οποίο περιγράφει, της τακτικής του και του στάσης του απέναντι στην εργατική τάξη και τις ανάγκες της, της αναθεώρησης και της δυσφήμισης της ιστορίας του.

Το ΚΚΕ δεν μπορεί να επιτελέσει τον ιστορικό του ρόλο, να οργανώσει τους καθημερινούς αγώνες για την επιβίωση του λαού, να προωθήσει την ενότητα της εργατικής τάξης και τη συμμαχία της με τα άλλα εκμεταλλευόμενα και καταπιεσμένα τμήματα της κοινωνίας, να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.

Ως γενικό συμπέρασμα των εκλογών αναφέρουμε ότι η πολιτική κρίση στη χώρα μας και κυρίως η κρίση που μαστίζει τα αστικά πολιτικά κόμματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν και έχουν εμπλοκή στη διαχείριση της πολιτικής των μνημονίων και του κεφαλαίου συνεχίζεται. Παρά το γεγονός ότι η ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης παραμένει  κυρίαρχη, η πολιτική κυριαρχία της και ιδιαίτερα η κρίση αντιπροσώπευσης σημαντικών λαϊκών δυνάμεων και οι δυσκολίες σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων που θα έχουν μια ορισμένη λαϊκή αποδοχή και θα προωθήσουν αποτελεσματικά τα σχέδια των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών κέντρων είναι παρούσα. Όσο η οικονομική κρίση συνεχίζεται και η ανάγκη νέων μέτρων είναι πιεστική η κρίση στο πολιτικό σύστημα και στα αστικά κόμματα δεν πρόκειται ξεπεραστεί.

Αναμένονται νέα οικονομικά μέτρα που θα πλήξουν ευρύτατα λαϊκά στρώματα και θα δημιουργήσουν νέες δυσαρέσκειες και αντιδράσεις, ακόμη μεγαλύτερη πίεση στα κυβερνητικά κόμματα και την κυβέρνηση και από την άποψη αυτή το έργο των κυβερνήσεων είναι εξαιρετικά αντιλαϊκό και δύσκολο.

Επισπεύδονται τα σενάρια και δοκιμάζονται νέες παρεμβάσεις στο πολιτικό σύστημα και στους κομματικούς σχηματισμούς. Επιταχύνεται η δημιουργία κεντροαριστερού σχήματος, ώστε να συσπειρωθεί ο χώρος από τη ΝΔ έως τις παρυφές του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλες προσπάθειες γίνονται και για τον χώρο της κεντροδεξιάς. Αν το εγχείρημα αυτό ευδοκιμήσει θα ανακουφίσει το σύστημα, θα συγκεντρώσει τμήματα της δυσαρέσκειας και θα μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία κυβερνήσεων στη χώρα. Συνολικά θα διαμορφώσει ένα πιο δύσκολο πλαίσιο για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και της πολιτικής δράσης.

Η εξάρτηση, οικονομική, πολιτική, στρατιωτική, διπλωματική κ.λπ. από το πολυεθνικό κεφάλαιο και τα ιμπεριαλιστική κέντρα δυναμώνει και θα δυναμώσει ακόμη περισσότερο στο μέλλον.

Η ενίσχυση της «Χρυσής Αυγής» και του φασισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι πλέον σημαντικός κίνδυνος και πιεστική  ανάγκη  η αντιμετώπισή της.

Η δράση του ιμπεριαλισμού στην περιοχή και γενικότερα στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή δυναμώνει, δημιουργεί νέους σημαντικούς κινδύνους για τον ελληνικό λαό και τους λαούς γενικότερα, γεγονός που καθιστά την αντιιμπεριαλιστική διάσταση των αγώνων περισσότερο επίκαιρη και αναγκαία.

Συμπερασματικά η κυρίαρχη τάξη δυσκολεύεται σημαντικά στη διαχείριση της κρίσης. Η ανάγκη λήψης νέων μέτρων θα αυξήσει την αστάθεια και θα μεγαλώσει τις δυσκολίες διαμόρφωσης συνθηκών σταθερής κυριαρχίας της. Την κάνει περισσότερο ευάλωτη. Οι σοβαρές αυτές δυσκολίες της αστικής τάξης είναι σημαντική δυνατότητα και πλεονέκτημα για την εργατική τάξη και το λαό.

Την ίδια ώρα όμως και οι δυσκολίες των κυριαρχούμενων, της εργατικής τάξης και γενικότερα του λαού, είναι πολύ μεγάλες τόσο ώστε να μην απειλούν το κεφάλαιο και την πολιτική του, να μην μπορούν να παρεμβάλλουν ισχυρά εμπόδια και αμφισβητήσεις στην κυριαρχία του. Το εργατικό κίνημα βρίσκεται στο χειρότερο σημείο του, η αισιοδοξία των εργαζομένων επίσης, τα κόμματα και δυνάμεις που αναφέρονται στην ταξική πάλη και στο σοσιαλισμό και κυρίως το ΚΚΕ καταγράφουν τις χαμηλότερες επιδόσεις του από κάθε άποψη. Όσο η εργατική τάξη και ο λαός αδυνατούν να συγκρουστούν αποτελεσματικά και να χαράξουν την δική τους προοπτική η αστική τάξη εύκολα ή δύσκολα θα ελέγχει το πολιτικό παιχνίδι και τις εξελίξεις.

Η χώρα δεν έχει ανάγκη από «λύσεις» εντός των τειχών της ΕΕ, στο έδαφος του καπιταλισμού, έστω με ορισμένα φτιασιδώματα και μικροβελτιώσεις του. Ουσιαστικές λύσεις στα προβλήματα των εργαζομένων μέσα στον καπιταλισμό δεν πρόκειται να υπάρξουν, η λύση βρίσκεται στον αγώνα για την ικανοποίηση των πιεστικών αναγκών των εργαζομένων, στον αγώνα για την ανατροπή της πολιτικής του κεφαλαίου, για βαθιές αλλαγές στην κοινωνική και πολιτική ζωή που ανοίγουν το δρόμο για το σοσιαλισμό. Από αυτή την άποψη η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ, η νίκη του στις επόμενες βουλευτικές εκλογές και ο σχηματισμός κυβέρνησης δεν μπορεί να είναι νίκη των εργαζομένων.

Το κεντρικό λοιπόν πρόβλημα για την εργατική τάξη και το λαό σήμερα, στο οποίο αναζητείται εναγωνίως απάντηση είναι: Με ποιο τρόπο, με ποια πολιτική και μέσα η εργατική τάξη και ο λαός θα ορθώσουν το ανάστημά τους και θα αναμετρηθούν αποτελεσματικά με το κεφάλαιο και την εξουσία του.

Προφανώς γι’ αυτό απαιτούνται πολλά, ούτε είναι εύκολο, αντίθετα η ιστορία απέδειξε ότι πρόκειται για εξαιρετικά δύσκολο, για γιγάντιο έργο. Απαιτείται η διαμόρφωση της αναγκαίας επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής που θα στηρίζεται σε επεξεργασίες και μελέτη της σύγχρονης κοινωνίας και των ταξικών αντιθέσεων, απαιτείται μια πολιτική γραμμή που θα δημιουργεί τους όρους για την ενότητα της εργατικής τάξης και τη συσπείρωση ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων. Άμεσα είναι αναγκαία η διαμόρφωση ενός πλαισίου στόχων που να απαντά στην ανάγκη εξόδου από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων και ταυτόχρονα η υλοποίηση του συνολικά δεν χωράει στο πλαίσιο του καπιταλισμού και μπορεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλισμό.

Κυρίως όμως βαρύνει αποφασιστικά η έλλειψη της πολιτικής πρωτοπορίας, της καθοδηγητικής δύναμης  που θα εμπνεύσει, θα οργανώσει, θα δώσει όραμα στην εργατική τάξη, η έλλειψη δηλαδή ισχυρού επαναστατικού μαρξιστικού λενινιστικού κόμματος. Εκεί εντοπίζεται το πρόβλημα σήμερα και η κρίση ήρθε να κάνει αυτή την έλλειψη περισσότερο καθαρή στα μάτια ευρύτερων εργατικών και λαϊκών δυνάμεων, στα μάτια χιλιάδων κομμουνιστών και αριστερών ανθρώπων.

Το ΚΚΕ, όπως έχει πλέον διαμορφωθεί σήμερα δεν μπορεί να παίξει με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο αυτό το ρόλο, να καθοδηγήσει δηλαδή την πάλη του λαού για την υπεράσπιση της ζωής του, την πάλη για την επαναστατική ανατροπή. Με τη σημερινή του πολιτική, την τακτική που εφαρμόζει, τις ιδεολογικές και πολιτικές του αντιλήψεις, το πρόγραμμα που ψήφισε στο τελευταίο συνέδριο του, την αναθεώρηση της ιστορίας του που προωθεί μόνο ως αριστερίστικος, σεχταριστικός φορέας, ο οποίος εξ αντικειμένου δρα ανασχετικά στους αγώνες και στην ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, μπορεί να λειτουργήσει. Όσο το ζήτημα αυτό δεν λύνεται προοπτική για την εργατική τάξη και το λαό δεν μπορεί να διαμορφωθεί. Η ανάγκη  ισχυρού μαρξιστικού λενινιστικού κομμουνιστικού κόμματος σήμερα είναι επιτακτική όσο ποτέ και πρέπει να υπάρξει λύση. Είναι πρόβλημα πρωτίστως της εργατικής τάξης και όλων όσων αναφέρονται στην ταξική πάλη και στον αγώνα για το σοσιαλισμό με προοπτική τον κομμουνισμό. Είναι καθήκον πρωτίστως των μελών, των οπαδών και των φίλων του ΚΚΕ, όχι όμως μόνο αυτών. Για τη λύση του προβλήματος αυτού αγωνιούν, σκέφτονται και προβληματίζονται χιλιάδες αριστεροί και αγωνιστές ενταγμένοι και ανέντακτοι. Το ζήτημα είναι πώς θα λυθεί. Ποιες δυνάμεις θα πάρουν την πρωτοβουλία. Δεν μπορεί να γίνει έξω από τους κομμουνιστές και το ΚΚΕ, το πρόβλημα όμως είναι η πολιτική του και φυσικά η ηγετική του ομάδα. Όσο πιο γρήγορα και αποτελεσματικά λυθεί αυτό το πρόβλημα τόσο το καλύτερο.

Η εργατική τάξη έχει ανάγκη από Κομμουνιστικό κόμμα που ασπάζεται τη μαρξιστική λενινιστική θεωρία και καθοδηγείται από αυτή, ασπάζεται την λενινιστική θεωρία για το κόμμα νέου τύπου, τον πραγματικό δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και τις αξίες του κομμουνισμού, τη λενινιστική θεωρία της  εργατικής- σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Δεν είναι δυνατόν να προκύψει ως μέσος όρος των αντιλήψεων και των πρακτικών των διαφόρων ρευμάτων που προέκυψαν από το ενιαίο κομμουνιστικό κίνημα και κράτησαν σε πολλές περιπτώσεις αντιδραστικό ως  αντεπαναστατικό ρόλο, ούτε των αντιλήψεων όλων αυτών που δηλώνουν αντικαπιταλιστές και φυσικά δεν είναι δυνατόν να είναι ανοιχτό στην αστική ιδεολογία και το μικροαστισμό. Χρειάζεται δηλαδή επαναστατικό πρόγραμμα που να συνδέει την πάλη για τα άμεσα με τον αγώνα για το σοσιαλισμό, να συνδέει το σήμερα με τον στρατηγικό στόχο. Χρειάζεται τις αρχές λειτουργίας και συγκρότησης του κόμματος νέου τύπου όπως τις επεξεργάστηκε και τις εφάρμοσε ο Λένιν.

Ο Εργατικός Αγώνας σ’ αυτό το στόχο το επόμενο διάστημα θα δώσει τη συμβολή του.

Η Πανελλαδική Γραμματεία

 

του Εργατικού Αγώνα

Μάης 2014

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας