Εργατικός Αγώνας

Η «άγνωστη» Έκθεση του Κώστα Απαλοδήμα για τη Μάχη του Κοσμά

Του Βαγγέλη Μητράκου.

«Η Εθνική Αντίσταση καθρεφτίζει την καρδιά του Ελληνικού Έθνους σε μια από τις μεγαλύτερες στιγμές των ιστορικών του ανατάσεων. Κι όχι μόνο την καρδιά αλλά και την μοίρα του.

Το ανάγνωσμα αυτό είναι εθνικό και σαν τέτοιο θα το αναγνωρίσουν οι απόγονοι εκείνων , που σήμερα πιθανόν νάχουν αντιρρήσεις.

Θαρθεί μια μέρα, που οι σελίδες της Εθνικής Αντίστασης θα διδάσκωνται στα σχολεία και θα θεωρούνται ισότιμες με τις σελίδες του Μεσολογγιού».

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

(Πρόλογος στο βιβλίο «Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΛΑΚΩΝΙΑ 1941-1945»  του Γιάννη Χ. Ρουμελιώτη, Σπάρτη 1984)

 

Δεν ξέρω αν το όραμα του μεγάλου μας ποιητή, να διδάσκεται –δηλαδή– η Εθνική Αντίσταση στα σχολεία, θα γίνει κάποτε πραγματικότητα. Γιατί για να διδαχθεί, θα πρέπει πρώτα να γραφτεί. Και μέχρι τώρα, μόνο μεμονωμένες, ατομικές προσπάθειες συγγραφής της έχουν γίνει. Πολλά και σημαντικά κομμάτια της ανεπανάληπτης αυτής εποποιίας του ελληνικού λαού παραμένουν ακόμα κρυμμένα, περιμένοντας τον ιστορικό να τα φέρει στο φως.

Ένα τέτοιο κομμάτι της Εθνικής μας Αντίστασης κατά των κατακτητών ήρθε στο φως από τον  αγωνιστή Παναγιώτη Μανιτάρα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του «Μνήμες», μια αυτοέκδοση που έγινε στον Πειραιά το 1987 και περιείχε τις προσωπικές μνήμες  του από τον πόλεμο του ’40 και την Εθνική Αντίσταση 1941-44 μέχρι τον Εμφύλιο και τα μετεμφυλιακά χρόνια.

«Ο Παναγιώτης Μανιτάρας υπήρξε αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Γεννήθηκε το 1905 στο χωριό Μαλανδρίνο Φωκίδας και «έφυγε» από κοντά μας στις 9/7/1997.

Ενταγμένος στα αντάρτικα τμήματα του ΕΛΑΣ το 1943-1944 ήταν στην πολιτοφυλακή. Μετά τη Βάρκιζα, πιάστηκε και κακοποιήθηκε βάναυσα. Στον ΔΣΕ ήταν στο Αρχηγείο Ανταρτών στην περιοχή Ρούμελης. Στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις το 1948 συνελήφθη και οδηγήθηκε σε διάφορες φυλακές (Λιδωρίκι – Αμφισσα – Λαμία). Στη συνέχεια, πήρε το δρόμο της εξορίας σε Μακρονήσι , Αϊ-Στράτη για πολλά χρόνια. Όταν αφέθηκε ελεύθερος συνέχισε τη δράση. Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ στο παράρτημα Βύρωνα. Έως το τέλος της ζωής του συμμετείχε σε όλους τους αγώνες του ΚΚΕ».

(Βιογραφικό από τη σύζυγό του Κατίνα Μανιτάρα, μαχήτρια του ΔΣΕ, μέσα από τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ).

Βιβλία σαν τις «ΜΝΗΜΕΣ» του Π. Μανιτάρα αποτελούν πραγματικούς θησαυρούς και μοναδικά ντοκουμέντα για την Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης, αφού προέρχονται από εκείνους που «έγραψαν» την Ιστορία, που συμμετείχαν στα γεγονότα και ήταν αυτόπτες μάρτυρες. Όμως, το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, στη βάση του οποίου εξακολουθεί να βρίσκεται το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό πνεύμα κατά της Εθνικής Αντίστασης και των Αγωνιστών της, έχει βρει τον τρόπο να κρατά στο σκοτάδι τα βιβλία αυτά και τις μαρτυρίες που περιέχουν, αφού ξέρει πως η αποκάλυψή τους θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξή του και την παντοδυναμία του.

Στα περιεχόμενα του βιβλίου ΜΝΗΜΕΣ του Παν. Μανιτάρα βρίσκεται κι ένα κεφάλαιο με τον τίτλο: «Η μάχη του Κοσμά- Κ. Απαλοδήμας». Στο κεφάλαιο αυτό ο Π. Μανιτάρας φέρνει στο φως ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο της Εθνικής Αντίστασης, την Έκθεση του συναγωνιστή του Κώστα Απαλοδήμα «Πάνω στην πρώτη μάχη του Κοσμά – Κυνουρίας μεταξύ ανταρτών του ΕΛΑΣ και των Ιταλών του τρομοκράτη Φεστούτσιο  της 27 Ιουλίου 1943». 

 Πρόκειται για μια χειρόγραφη έκθεση του Κ. Απαλοδήμα, ενός εκ των ηγετών της Μάχης του Κοσμά, την οποία (σύμφωνα με τα αναγραφόμενα) συνέταξε το 1945, ενώ κρυβόταν «κάπου στη σπηλιά Μαυριάνη» (όπως αναφέρει ο ίδιος) περιμένοντας να περάσει από εκεί ο συναγωνιστής του Χρίστος Ν. Τσαμάλης για να του την επιδώσει, σε υλοποίηση υπόσχεσης που του είχε δώσει στη Σπάρτη, όπου συναντήθηκαν μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.

Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφτηκε μεταξύ του ΕΑΜ και της τότε Κυβέρνησης Πλαστήρα στις 12-2-1945, αλλά μετά την υπογραφή της ξέσπασε η λεγόμενη Λευκή Τρομοκρατία και κύμα αντεκδικήσεων όχι μόνο εναντίον των κομμουνιστών αλλά και πολιτών που είχαν ενταχθεί ή συμπαθούσαν το ΕΑΜ, πράγμα που ανάγκασε τα στελέχη και τους μαχητές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ  να κρύβονται και να βγαίνουν πάλι στο βουνό όπου, το 1946, συγκροτήθηκε (σαν συνέχεια του ΕΛΑΣ) ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας και το λεγόμενο 2ο αντάρτικο.

 Η πολυσέλιδη αυτή έκθεση του Κ. Απαλοδήμα, με το πλήθος των ντοκουμέντων και των λεπτομερειών που παραθέτει, αποτελεί μια μοναδική και πολύτιμη μαρτυρία για τη Μάχη του Κοσμά, που υπήρξε κορυφαία στιγμή της Εθνικής Αντίστασης στη Λακωνία αλλά και σ’ ολόκληρη την κατεχόμενη Ελλάδα. Ακόμα, με τις ιδεολογικο-πολιτικές αναφορές που κάνει ο Κ. Απαλοδήμας μέσα στην Έκθεσή του, φωτίζει άπλετα το όραμα εκείνης της ηρωικής γενιάς των αγωνιστών για μια ελεύθερη , δημοκρατική και ευτυχισμένη Ελλάδα που να ανήκει στο λαό της. Ανεξάρτητα από τις συνθήκες και το προσωπικό ύφος γραφής και από τη δομή του κειμένου, που σε συνδυασμό με τοπικά στοιχεία άγνωστα στον αναγνώστη μπορεί να δημιουργούν κάποια νοηματικά κενά και απορίες, η «Έκθεση Απαλοδήμα» είναι ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο  το οποίο φωτίζει το πλαίσιο και τις συνθήκες της περίφημης Μάχης του Κοσμά που υπήρξε κορυφαία στιγμή της Εθνικής Αντίστασης και καθόρισε την περαιτέρω ανάπτυξη του αντάρτικου στη νότια Πελοπόννησο.

Η δημοσίευση της Έκθεσης αυτής οφείλεται στον καλό φίλο και δημοκράτη Ευάγγελο Μπίλλη από τον Βρονταμά ο οποίος την «ανακάλυψε» σε μια ιστοσελίδα και μου την κοινοποίησε  ενθαρρύνοντάς με να εμβαθύνω, να διασταυρώσω τα στοιχεία και να ολοκληρώσω (κατά το δυνατόν) την έρευνα σχετικά με την Έκθεση και το περιεχόμενό της.

«Ο Κώστας Απαλοδήμας γεννήθηκε το 1901 στον Κοσμά Κυνουρίας Αρκαδίας. Προοδευτικός νέος εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Σπούδασε  στην Ανωτάτη Εμπορική και υπηρέτησε στη 10ετία του ’30 αρχικά ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδας (;) στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στο Ταμείο Συντάξεως  Σιδηροδρομικών. Απέκτησε δυο κόρες από  το γάμο του με τη Δέσποινα Καβαφάκη  από την Ανατ. Θράκη. Στα γεγονότα του Μάη 1936, στη γενική απεργία, έγιναν ταραχές στη Θεσσαλονίκη και ο Κώστας Απαλοδήμας, ως στέλεχος του ΚΚΕ, συνελήφθη από την ασφάλεια Θεσσαλονίκης και αργότερα απολύθηκε από την Τράπεζα όταν έγινε η δικτατορία Μεταξά (4 Αυγούστου 1936)…

Με την έναρξη της κατοχής ο Κ. Απαλοδήμας ήλθε με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε σε Λεωνίδιο – Κοσμά. Από το Φλεβάρη 1943 οι Κ. Απαλοδήμας, Γιώργος Κ. Τζοβάνης, Νίκος Κοζομπόλης και Παν. Μανιτάρας ήταν από τους πρωτοπόρους οργανωτές του ΕΑΜ  στο Λεωνίδιο, Κοσμά, Πούλιθρα, Τσιτάλια.

Στο Λεωνίδιο γνωρίστηκε με το Γιάννη Σαρρή (Σαρρήγιαννη) στο γραφείο του Ηλία Κουβούση που ήταν μέλος του ΚΚΕ. Ο Σαρρήγιαννης καταγόταν από τα Τσιτάλια Λακωνίας, πολέμησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο 1940-41, είχε επιστρέψει από το μέτωπο και έμενε στο Λεωνίδιο.

Στον Κοσμά είχε συγκροτηθεί μια αντάρτικη ομάδα από 10 περίπου άτομα (Κώστας Απαλοδήμας, Γιάννης Σαρρής (Σαρρήγιαννης), Γιώργος Σταυριανός, Γιάννης Σταυριανός, Γιώργος Κ. Τζοβάνης, Γιώργος Αγγελέτος, Νίκος Αγγελέτος, Πέτρος Ρήγας, Γιώργος Τραϊφόρος, Γιώργος Κουρτέσης, Γιάννης Λαμπράκος και 1-2 ακόμη). Στη γιορτή του προφήτη Ηλία,  στις 20 Ιουλίου 1943, έκαναν την πρώτη τους δημόσια εμφάνιση. Στρατιωτικός διοικητής ορίσθηκε ο Σαρρήγιαννης και πολιτικός καθοδηγητής (καπετάνιος) ο Κώστας Απαλοδήμας.

Στον ΕΛΑΣ, μετά τη συγκρότηση του 8ου συντάγματος, ο Κ. Απαλοδήμας τοποθετήθηκε πολιτικός επίτροπος  στο 3ο τάγμα.   Στο δεύτερο αντάρτικο (1946-49) πήρε το βαθμό του λοχαγού. Αρχικά ήταν στο Κέντρο Πληροφοριών (Κ.Π.) και αργότερα του ανατέθηκε η διοίκηση της Πολιτοφυλακής στον Πάρνωνα.  Ορίστηκε επίσης αντιπρόσωπος Λακωνίας στο κλιμάκιο της Πελοποννήσου της  Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης.

Ο Κ. Απαλοδήμας ήταν οργανωτής της νικηφόρας μάχης κατά του Ιταλού Φεστούτσιο που έγινε στις 27 Ιούλη 1943 από τις πρώτες ανταρτο-ομάδες του ΕΛΑΣ, έξω από τον Κοσμά. Στη μάχη αυτή οι κατακτητές είχαν μεγάλες απώλειες και σκοτώθηκε και ο διοικητής τους Φεστούτσιο.

Μετά τη διάλυση του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο ο Κ. Απαλοδήμας εντοπίστηκε μετά από προδοσία και σκοτώθηκε στις 3 Ιουλίου 1949 από απόσπασμα χωροφυλακής και παρακρατικών στου Βλαχιώτη, αφού έδωσε μάχη εναντίον τους, μέσα από τη σπηλιά που κρυβόταν.

 

Πηγές βιογραφικού:

-ΣΤΡΑΤΗΣ ΚΟΥΝΙΑΣ Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών 

-ΚΩΝ/ΝΟΣ ΜΠΡΟΥΣΑΛΗΣ, Καθηγητής Β/θμιας Εκπαίδευσης, συγγραφέας.   

 

Είναι χαρακτηριστικό του ύφους της εξουσίας αλλά και του ήθους των «νικητών» του Εμφυλίου το δημοσίευμα στον τοπικό τύπο, το οποίο αναφέρεται στην εξόντωση του Κ. Απαλοδήμα:

«Ο ΑΠΑΛΛΟΔΗΜΟΣ»

Είναι άξιοι παντός επαίνου και κάθε αμοιβής οι εξοντώσαντες τον Κ. Απαλλοδήμον, το ανθρωπόμορφον τέρας, το οποίον εβύθισεν εις το πένθος πολλάς οικογενείας της Λακωνίας και Αρκαδίας. Κομμουνιστής παληός, ηργάσθη μετά φανατισμού και προ του πολέμου και κατά την κατοχήν και μετά ταύτην προς επικράτησιν της ιδεολογίας του, μεταχειρισθείς όλα τα μέσα τα γνώριμα εις τους κομμουνιστάς. Συνηγωνίζετο με τον Λάτσην ποιος θα σκοτώσει περισσότερους, δια να ικανοποιήσει το κόμμα και τον σαδισμόν του. Πάντοτε όμως κατόρθωνε να τον υπερβάλη, διότι ήτο σατανικότερος και του Σατανά. Του τέρατος αυτού απηλλάγη η Πελοπόννησος, χάρις εις μίαν έστω και αργά μεταννοήσασαν συμμορίτισσαν».

ΛΑΚΩΝΙΚΟ ΒΗΜΑ , 10-7-1949

Ήδη, από τα πανάρχαια χρόνια, ο Όμηρος ανήγαγε τον σεβασμό της τιμής του νεκρού αντιπάλου (κι όχι τον ευτελισμό του) σε αξία πανανθρώπινη. Στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου οι συνεργάτες των γερμανών και διώκτες των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης έφτασαν αλλά και υπερέβησαν (δυστυχώς) τα όρια της ανθρώπινης ευτέλειας, πασχίζοντας να συκοφαντήσουν, να απαξιώσουν, να ευτελίσουν και να διαπομπεύσουν, όχι μόνο τα λείψανα των αγωνιστών, αλλά και την προσωπικότητά τους, την ιστορία και την προσφορά τους στην Εθνική Αντίσταση,  στην κοινωνία και στον τόπο, ώστε να μην επιβιώσουν ούτε ως μνήμη για τους μεταγενέστερους.

Η Έκθεση του Κ. Απαλοδήμα «Πάνω στην πρώτη μάχη του Κοσμά – Κυνουρίας μεταξύ ανταρτών του ΕΛΑΣ και των Ιταλών του τρομοκράτη Φεστούτσιο της 27 Ιουλίου 1943» είναι ένα χειμαρρώδες κείμενο, στο οποίο περιγράφεται αναλυτικά και με πολλές λεπτομέρειες και ζωντανά περιστατικά η περίφημη Μάχη του Κοσμά κατά την οποία, στις 27 Ιουλίου 1943, οι αντάρτες του Πάρνωνα έστησαν ενέδρα στη θέση «Σταυρός» (2 χλμ έξω από το χωριό) σε λόχο Ιταλών καραμπινιέρων που ερχόταν από το Γεράκι στον Κοσμά με επικεφαλής τον διαβόητο διοικητή Μοίραρχο της Καραμπινιερίας –Χωροφυλακής Τριπόλεως Φεστούτσιο ο οποίος δυνάστευε την περιοχή. Στη σκληρή μάχη που ακολούθησε ο ιταλικός λόχος συνετρίβη. Ανάμεσα στους νεκρούς Ιταλούς ήταν και ο Φεστούτσιο.

 

Σύγνεφα μαύρα της σκλαβιάς τον ουρανό σκεπάζουν

Κι΄ όμως τα σήμαντρα πικρά βαρούν κι΄αναστενάζουν,

Το καραούλι της Μπεκριάς υμνάει στο Μαζαράκι:

-Φεστούτσης κίνης΄έρχεται απάν΄απ΄το Γεράκι…

Αστράφτει ξάφνου και βροντάει, τα σύγνεφ΄ανεμίζουν,

Ραγίζουν και το ράγισμα αχτίδες ήλιου σκίζουν,

Ανατριχι΄ζουν τα βουνά, αχομανούνε:

-Κοσμίτες, τρέξτε, τον Κοσμά φασίστες τον πατούνε!

Μεσ΄ στο Νεράκι στο Σταυρό βοήθεια,

Χτίζουν ταμπούρια λευτεριάς των Κοσμιτών τα στήθια,

Κι΄όπως χιμούν οι Ιταλοί σαν ξαφνιασμένα άτια,

Χτυπάν απάνου τους και σπαν και γίνονται κομμάτια…

Κι΄εκεί που πέφταν οι οχτροί κι΄ν δόξα τραγουδώντας,

Στεφάνωνε τους ήρωες τη νίκη τους υμνώντας:

-Ακούστε (κράζει ο Κοσμάς) η λευτεριά τι θέλει,

πίνετε απ΄τ΄αθάνατο της μάχης κοκκινέλι.

(Δημοτικό του Πάρνωνα)

                                                                                  Βαγγέλης Μητράκος

*Πηγές φωτογραφιών:

– Κ. Μπρούσαλης , καθηγητής –συγγραφέας

-Εφ. Ριζοσπάστης

 

΄Ε κ θ ε σ η

Πάνω στην πρώτη μάχη του Κοσμά – Κυνουρίας μεταξύ ανταρτών του ΕΛΑΣ και των Ιταλών του τρομοκράτη Φεστούτσιο της 27 Ιουλίου 1943.                          

Κοντεύουν να συμπληρωθούν 2 χρόνια αφ’ ότου έγινε το παραπάνω γεγονός κι όμως δεν έχω κατορθώσει ακόμη να κάνω μια έκθεση, ως αρχηγός της τότε αντάρτικης ομάδος που πέτυχε την εξουδετέρωση του Ιταλικού φασιστικού λόχου και την απαλλαγή της Πελοποννήσου από τον τρομοκράτη μοίραρχο Φεστούτσιο, που με έδρα την Τρίπολη δυνάστευε κυριολεκτικά σχεδόν όλη την Πελοπόννησο αλλά κυρίως τους τρεις νομούς Αρκαδίας, Μεσσηνίας και Λακωνίας.

Η καθυστέρηση γι’ αυτό οφείλεται κυρίως εις τα αλλεπάλληλα γεγονότα που σήκωνε η αντάρτικη και γενικά η εθνικοαπελευθερωτική πάλη, που δεν μας άφηναν καιρό ούτε για ύπνο κι όχι για ιστορικές ανασκοπήσεις. Τότε φτιάναμε μια ιστορία, μιαν ιστορία μόχθων, κινδύνων, θυσιών, ολοκαυτωμάτων και ηρωισμών, που ξεπερνούν κάθε προηγούμενη σελίδα κι αυτής ακόμη της Ελληνικής Ιστορίας, που είναι από τις πλουσιότερες σε εξάρσεις παρόμοιες. Αλλ’ ας μη παρασύρομαι σε χαρακτηρισμούς. Άλλοι ας αναλάβουν να την γράψουν αυτήν την Ιστορία. Για διευκόλυνσή τους όμως κρίνω καλό καθένας μας ας αφήσει ένα έγγραφο ντοκουμέντο, από όποιο γεγονός του αγώνα ξέρει λόγω της θέσεώς του και γενικά φρονεί ότι πρέπει να διαλευκάνει. Ειδικά για την παραπάνω σύγκρουση άκουσα και ο ίδιος διαστρεβλωμένες αφηγήσεις και μάλιστα ύστερα από λίγο καιρό μετά την πράξη.

Επίσης, το 8ον Σύνταγμα Πεζικού του ΕΛΑΣ  Λακωνίας στο οποίον συγχωνεύτηκε και η ομάδα μου, συνεκροτήθη αργότερα, δηλαδή κατά τον Οκτώβριο του 1943, και δεν έχει έκθεσή μου. Γι’ αυτό κρίνω απαραίτητο να γράψω την παρούσα για να μείνει ένα έγγραφο πάνω στην πρώτη υπολογίσιμη νίκη του ΕΛΑΣ της Πελοποννήσου, που συγκριτικά  με της Ρούμελης, καθυστέρησε στη συγκρότηση και ανάπτυξή του και για λόγους που δεν είναι έργο της στιγμής αυτής. Όπως είπα παραπάνω, αιτία που επέβαλε την ύπαρξη μιας έκθεσης, από πρώτο χέρι ας πούμε, χάριν της ιστορικής αντικειμενικής αλήθειας, πιέστηκα σήμερα να την γράψω και μάλιστα βιαστικά από υπόσχεση που είχα  (έχουν καταστραφεί μερικές λέξεις ) … (στον) φίλο  Χρίστο Ν. Τσαμάλη να του γράψω την έκθεση αυτή από το Φλεβάρη ακόμα στη Σπάρτη, όταν μετά την κατάθεση των όπλων υπό του ΕΛΑΣ, περνούσα απ’ εκεί απολυόμενος. Σήμερα περνάει κοντά στον κρυψώνα μου και θέλησα να φανώ συνεπής στην υπόσχεση μου. Ίσως τον προλάβω πριν φύγει να του την στείλω, γιατί για να του την δώσω προσωπικά δεν μπορεί να γίνει λόγος …

Το έγκλημα που κάναμε να κτυπήσουμε με συνέπεια τους φασίστες (και φυσικά και τους ντόπιους υποστηρικτές τους), γεγονότα απόλυτα συνδεμένα μεταξύ τους, να θυσιάσομε σπίτια, περιουσία, ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, να καταδιωκόμεθα φανατικά από τους Ιταλο-Γερμανο-Ράλληδες τον καιρό της κατοχής για εξόντωση, όχι μόνο εμείς προσωπικά αλλά και οι οικογένειές μας ολοκληρωτικά, όλες οι ταλαιπωρίες, στερήσεις, γύμνιες, αρρώστιες στο βωμό της λευτεριάς της πατρίδος μας, όλ’ αυτά τα φοβερά που κάναμε, έχουν σηκώσει τόση λύσσα του μαύρου φασισμού, που με το ζόρι μάς επέβαλε η συμμαχική πολιτική των Τσώρτσιλ–Λήπερ–Σκόμπυ, που άοπλοι σήμερα και ύστερα από τόσες εγγυήσεις ισοπολιτείας και δικαιοσύνης των δημοκρατών συμμάχων μας, όχι μόνο δεν μπορούμε να παρουσιασθούμε σε κατωκημένο μέρος, αλλά κι εδώ στους λόγγους  και στα δάση και τις σπηλιές δεχόμαστε τακτικά τις επισκέψεις των ταγματαλητών, μεταμφιεσμένων σε εθνοφύλακες, αιγυπτιανούς και χωροφύλακες με αγγλικές στολές και οπλισμένους με άφθονα αμερικανικά Τόμψον, με τις άφθονες εκπυρσοκροτήσεις των οποίων γεμίζουν, κάθε μέρα, βουνά, κάμπους, ρεματιές και χωριά.

 Αλλά ας αρχίσω την έκθεσή μου και προ παντός ας προσπαθήσω να την τελειώσω έγκαιρα, γιατί δεν μπορούμε σήμερα να ξέρομε αν θάμαστε και αύριο ζωντανοί. Ναι μεν δεν δίκασαν ακόμη κανένα οι φασίστες εδώ κάτω στην Πελοπόννησο, αλλά στο μεταξύ έχουν αρκετούς συναγωνιστές σκοτώσει, είτε πυροβολώντας κατά την σύλληψη, είτε υποκύψανε στα φρικτά βασανιστήρια που υποβάλλονται.

Την νύκτα 26 προς 27 Ιουλίου 1943, η ομάδα μου είχε λημεριάσει στη θέση Μαζαρακιώτικο Πηγάδι, κοντά στον Κοσμά Κυνουρίας. Κατά τις 12 τη νύκτα ήρθε σύνδεσμος ο Λυκούργος ο Μήτρης, Γερακίτης, σταλμένος από το Βρονταμά από τον αδελφό μου Ηλία υπεύθυνο τότε του Ε.Α.Μ. της Η΄ υποτμηματικής  (περιοχή από Αγριάνους – Γκορτσά και ανατολικά του Ευρώτα μέχρι Αλεποχώρι – Καρύτσης και μέρος της νοτίου Κυνουρίας από Καστάνιτσα – Τυρού και νοτιώτερα), και τον Γεώργη Αντζακλή, γενικό τότε επιμελητή του αντάρτικου του Πάρνωνα, και έφερε σημείωμά τους, κατά το οποίο, σύμφωνα με την ραδιοφωνική εκπομπή του Λονδίνου που έπαιρναν σε κρυμμένο ραδιόφωνο, ο Μουσολίνι παραιτήθη στην Ιταλία και ότι οι Ιταλοί στο Γεράκι Λακωνίας, ένας λόχος δηλαδή της φασιστικής φρουράς, με τα μαύρα φεσάκια και πουκάμισα, συνεκέντρωνε από βραδίς ζώα. Πιθανόν, κατέληγε η πληροφορία, κατόπιν της τροπής των πραγμάτων στην Ιταλία, να συμπτύσσονται προς τα κέντρα και έτσι να κινούνται προς Σπάρτην.

Ξύπνησα αμέσως τον Γιάννη Σαρρή από τα Τσιτάλια, έφεδρον ανθυπολοχαγό και υπαρχηγό της ομάδος, και συνχρόνως εδόθη εντολή να σηκωθούν και οι άνδρες. Παρόντες άνδρες βρίσκονταν στο λημέρι 28 – είκοσι οκτώ. Προ 5-6 ημερών είχαν αποσπασθεί προσωρινά κοντά στο «Αρχηγείον του Πάρνωνα» (Γιάννη Μακρή από τα Καλύβια του Ασωπού)  25 άνδρες, έλειπαν δε σε υπηρεσία 9 άνδρες. Εξ αυτών 7, με τον Γιάννη Λαμπράκο, πρόεδρο του Κοσμά (διαφυγόντα μόλις προ ολίγων ημερών τότε την εκτέλεση απ’ τους Ιταλούς, με ηρωική απόδραση από μέσα από τα χέρια τους στο ξενοδοχείο του Ρόρρη στον Κοσμά), είχαν πάει στα χωριά της Γλυπίας, ανά δύο στο Πλατανάκι και στο Παληοχώρι και 3 με τον Λαμπράκο  σε μια σπηλιά όπου είχαν κρύψει όπλα η ομάδα Λεβεντάκη. Στον Άγιον Βασίλη ήτο, ακόμη, Ιταλικός λόχος από 180 άνδρες. Τα όπλα αυτά έπρεπε να τα φέρουν στο λημέρι για να τα δώσουμε σε νέους αντάρτες, πού ήρχοντο, έστω και σιγά – σιγά τότε ακόμη, για το φόβο προδοσίας των στους Ιταλούς. Μια άλλη σπηλιά είχε προδοθεί ήδη από ένα Αγιοβασιλιώτη που δείλιασε και χάθηκαν ως 40 όπλα, από τα οποία 17 αυτόματα και αρκετό υλικό σε σφαίρες και χειροβομβίδες.

Επειδή η πιθανή κίνηση των Ιταλών ήταν προς Σπάρτη, πήραμε την απόφαση να τους κτυπήσουμε στο δρόμο Γερακιού – Ζουπαίνης και στην θέση Κόκκινη Εκκλησιά. Δεν προτιμήθηκε ο Πόρος και γιατί τοπογραφικά δεν μας βόλαγε και βρισκόμασταν πιά με πλάτες τη Ζούπαινα, ως την οποίαν φτάνει αμαξωτός δρόμος απ’ την Σπάρτη. Πάντως είχε όρο το σημείωμα, καθ’ όν, αν αποφασίζαμε χτύπημα, να ειδοποιούντο με τον ίδιο σύνδεσμο που διέθετε άλογο για την γρήγορη μετακίνηση και να τους περιμένουμε κοντά στο χάνι Μαρουντά, για να μας οδηγήσει σε τοποθεσία που καλύτερα ήξερε ο Γεώργης Αντζακλής.

Η ομάδα μου (μόλις πρό 1½ μηνός συγκροτημένη) απαρτιζόταν κυρίως από τους συμπατριώτες μου Κοσμίτες, με λίγους (6-7) ξένους. Μόλις προ εβδομάδος η Οργάνωση έδωσε καθοδήγηση να κτυπάμε, γιατί προηγούμενα είχε την ιδέαν πως αποφεύγοντας σύγκρουση με τις Ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν ανέβει στον Πάρνωνα, απ’ αφορμή τον εξαφανισμό 2 Ιταλών στον Αγ. Βασίλη και αφού επί μήνα και πλέον σκότωσαν , έκαψαν και προ παντός λεηλάτησαν τα πάντα, θα έφευγαν απ’ το βουνό, για να μπορέσουν να γίνουν μερικές ρίψεις από αεροπλάνου, που μόλις είχαν ήδη αρχίσει και διεκόπησαν με το ανέβασμα των Ιταλών.

Επειδή όμως οι Ιταλοί δεν έδειχναν διαθέσεις να αποχωρήσουν, δόθηκε εντολή να χτυπιούνται πλέον. Πάντως, πριν βγει η ομάδα μου, όλοι – όλοι οι αντάρτες του Πάρνωνα ήσαν καμιά 45αριά, με τους Λεβεντάκη Παρ, Μακρή Γιάννη, Γραμματικάκη Γιάννη (Αστραπόγιαννη αργότερα), το Γεώργη Κονταλώνη και τον Πρεκεζέ, Ντάρμο κ.λ.π. και είχαν στείλει και καμιά 15αριά στον Ταΰγετο και περίπου άλλους τόσους προς Βορρά κατά την βορ. Αρκαδίαν.

Μόλις μας δόθηκε καθοδήγηση για κτύπημα, στήθηκε ενέδρα μεταξύ Κουνουπιάς – Νιοχωριού, στο σημείο που αρχίζει ο κατήφορος προς Νιοχώρι. Δυστυχώς, δεν  ήρθαν οι Ιταλοί προς τα εκεί. Πήγαν προς Καρύτσα. Σε καταδίωξη που αποφασίσαμε όταν τους είδαμε, δεν τους προφθάσαμε.  Κατόπιν μπήκαμε στον Κοσμά, που είχε εκκενώσει ο Ιταλικός λόχος των φασιστών, που βρίσκονταν τώρα στο Γεράκι. Στην αρχή μείναμε στη Γιαρδούκα, ύστερα ανεβήκαμε στη Βίγλα. Εκεί ήρθε ο Γιάννης Μακρής (Ψευδώνυμο Ασημακόπουλος), αναγνωριζόμενος τότε ως Αρχηγός του Πάρνωνα, να δει τη νέα μας ομάδα. Τότε υπέβαλα τη γνώμη ότι σε περίπτωση που θα επιχειρούσαν να ξανανέβουν στον Κοσμά οι Ιταλοί, θα τους χτυπήσουμε και τους κάλεσα να πάμε μαζί με τον Γιάννη Σαρρή – Σαρρήγιαννη απ’ εδώ και μπρος – να πάμε να τους δείξω κατάλληλη τοποθεσία για ενέδρα. Πράγματι το απόγευμα πήγαμε στου Γιαρδούκα, ακριβώς (εκεί) που αρχίζουν τα νερά και ο δρόμος να γέρνουν προς Λακωνία. Φθάσαμε μέχρι την πρώτη κοδέλλα στον παλιό δρόμο, βγήκαμε απ’ επάνω της και γυρίσαμε στην αντικρινή πλαγιά, όπου ο καινούργιος (δρόμος) –έναρξη αμαξωτού–, και βγήκαμε επάνω του κοντά στη θέση λατομείου, που βγάζουν μάρμαρα. Αφού αναγνωρίστηκε καλά η τοποθεσία σε σχέση με τις δυνάμεις που διέθετε η ομάδα τότε (62 άνδρες, σε 5 τμήματα ή υποομάδες χωρισμένη των  12 ανδρών και με ένα οπλοπολυβόλο κάθε μία για βαρύτερο οπλισμό και από κάνα 2 αυτόματα ατομικά) φεύγαμε προς Βίγλα, όταν χαμηλότερα είδα τον Δημ. Π. Τραϊφόρο, δεύτερο  ξάδελφό μου που πήγαινε στην Καρυά, και τον ρώτησα αν ήξερε να με πληροφορήσει από πού ήρχοντο οι Ιταλοί συνήθως, όταν ανέβαιναν στον Κοσμά. Μου είπε ότι αν ήσαν φρέσκοι και πρώτη φορά έρχονται ανεβαίνουν τον παλιό δρόμο (ενώ) αν έχουν ξανανέβει, προτιμούν τον καινούριο. Έτσι, ο λόχος που βρισκόταν στο Γεράκι είχε ξανανέβει στον Κοσμά, έβγαινε πως μάλλον από τον καινούριο (δρόμο) έπρεπε να τον περιμένομε. Έγινε λοιπόν το σχέδιο τοποθέτησης των πέντε ομάδων και βάση της εκδοχής αυτής. Πρότεινα τότε στο Μακρή να πάρει και την δική του ομάδα και να έρθει να ενωθούμε, ώστε να απαρτίσομε και καλύτερη δύναμη, ικανή να αντεπεξέλθει και στον δεύτερο τυχόν λόχο που με τον φασιστικό του Γερακιού μπορούσε να κινηθούν μαζί. Έμενε ο άλλος –του Μπαλτασάρι, όπως λέγαν το λοχαγό του–  στο Αλεποχώρι. Συνεφώνησε και στείλαμε σύνδεσμο το Γεώργη Τραϊφόρο ή Καλύβα να τους ειδοποιήσει. Βρίσκονταν τότε κοντά στα Καναλάκια της Κουνουπιάς, προς Μαρί, 17 άνδρες μαζί. Άλλη ομάδα με το Μπαρμπαλιά ήτο αλλού, καθώς και άλλη με τους Λεβεντάκη – Κονταλώνη – Ν. Λάτση. Ο Αστραπόγιαννης ήτο τραυματισμένος από εξοστρακισμένο βλήμα μας, (Διαγραφή 9 λέξεις ) … Η ομάδα των 17 αυτών, τέλος, που βρέθηκε εκεί στο λημέρι, δεν εκινήθη σύμφωνα με την εντολή προς Κοσμά, για λόγους που η εξιστόρηση τους δεν είναι του παρόντος. Έτσι ο Μακρής, στενοχωρημένος από την ανυπακοή, έφυγε για το λημέρι του, μου ζήτησε δε και του διέθεσα δύο ομάδες,  με 25 άνδρες περίπου – Θόδωρος Τζοβάνης ή Τσορίτης, Γεώργης Σταυριανός, Γ. Τζοβάνης, Πότης Κατσίκας κ.λ.π.  Οι υπόλοιποι κατεβήκαμε από τη Βίγλα στο Μαζαρακιώτικο Πηγάδι να έχουμε και νερό και να βρισκόμεθα και κοντά στην ανεγνωρισμένη τοποθεσία για ενέδρα.

Έτσι είχε η κατάσταση το βράδυ που πήραμε τα νέα από το ραδιόφωνο. Την απόφαση την πήραμε αμέσως για χτύπημα. Όλοι το ήθελαν. Οι αντάρτες από μέρες γκρίνιαζαν που δεν χτυπάμε. Με ενθουσιασμό ετοιμάστηκαν για το ξεκίνημα. Πάντως εγώ έβλεπα πως το χτύπημα είναι πολύ παράτολμο:

  1. Γιατί είμεθα λίγοι.
  2. Γιατί η τοποθεσία στην Κόκκινη Εκκλησιά (και γενικά στον κάμπο) δεν προσεφέρετο για προσβολή με τόση λίγη δύναμη.

3. Σε περίπτωση που θα αγκιστρωνόμαστε –κι αυτό φαινόταν το πιθανότερο  στην τοποθεσία που θα χτυπούσαμε– ήτο δυνατόν, πλην των 2 λόχων του Γερακιού – Αλεποχωριού που θα αντιμετωπίζαμε, να έφτανε και βοήθεια από την Σπάρτη με αυτοκίνητα (απόσταση Σπάρτης – Ζουπένης καμιά 25-30 χιλιόμετρα).

Γι’ αυτό αποφασίστηκε να κατέβουν τα παιδιά με τον Σαρρήγιαννη και να καλυφθούν πιο πάνω -προς το βουνό– από το χάνι του Μαρουντά, όπου θα περίμεναν τον Αντζακλή και τον αδελφό μου Ηλία. Ο σύνδεσμος, μέσω Βελωτά, να πάει πίσω στο Βρονταμά σημείωμά μου, όπου ειδοποιούντο ότι αποφασίστηκε το χτύπημα και τους περιμένομε στη θέση Μαρουντά Χάνι. Εγώ να μπω στον Κοσμά και να ζητήσω συμπληρωματική επικουρία από τους Κοσμίτες, να τους οπλίσω με τα όπλα, που χαράζοντας θα έφερνε ο Λαμπράκος από την σπηλιά, ή με κυνηγετικά – γκράδες κ.λ.π. και να πάω σ’ ενίσχυση της ομάδος. Σε περίπτωση που θα είχε μετακινηθεί (η ομάδα), θα βάδιζα προς Κόκκινη Εκκλησιά και αν είχαν αρχίσει τουφέκι, θα οδηγούμουνα από τους πυροβολισμούς και ή θα συμπαρατασσόμουν με την ομάδα βαδίζοντας κατάλληλα ή (σ’ αδυναμία) θα χτυπούσα τους Ιταλούς από πίσω. Ο Γεώργης ο Καλύβας στάλθηκε σύνδεσμος στο Μακρή να τους ειδοποιήσει για τα διατρέχοντα και τ’ αποφασισθέντα. Πάντως πρέπει να τονισθεί ότι όλες οι ενέργειες και οι αποφάσεις ήσαν επηρεασμένες από την παραίτηση του Μουσολίνι. Βλέπαμε δε σαν άμεση τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και κοιτάζαμε μη φύγουν οι Ιταλοί ατουφέκιστοι.

Κατά της 1 με 1.1/2 μετά τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας η 27 Ιουλίου και αφού προηγούμενα κρύψαμε εκεί γύρω στο δάσος τα βαρύτερα πράγματα και μερικά τρόφιμα κι έναν θερμαμένον αντάρτη, ο οποίος σύγχρονα θα ειδοποιούσε κατάλληλα κάθε έναν που έφθανε στο λημέρι για μας, τραβήξαμε όλοι προς τους τόπους που αποφασίσαμε. Έτσι εγώ, μόνος, έμπαινα σ’ ένα τέταρτο της ώρας στον Κοσμά και χτύπησα μέσ’ στη νύκτα την καμπάνα τη μεγάλη. Φυσικά τινάχτηκαν όλοι αγουροξυπνημένοι κι ανήσυχοι. Πλησίαζαν 2 μήνες απ’ τις αρχές Ιουνίου που οι Ιταλοί μέναν μόνιμοι με σοβαρές, για την εποχή εκείνη, συνέπειες, δυνάμεις – λόχους σε κάθε χωριό (Αγ. Βασίλη – Κοσμά – Νεοχώρι) συλλαμβάνοντας, βασανίζοντας, καίγοντας, ληστεύοντας. Έτσι η ανησυχία των κατοίκων με τις νυχτερινές καμπανοκρουσίες ήταν δικαιολογημένη. Πριν μια εβδομάδα, περίπου, ο πολύς  (διαγραφή 1 λέξη)  με ψευδώνυμο (διαγραφή 1 λέξη) … – όνομα άλλου τρομοκράτη – ρουφιάνου των Ιταλών – και με βοήθεια τις πληροφορίες τού (διαγραφή 3 λέξεις) απ’ τον Κοσμά, συγκρατούμενό του στις ποινικές φυλακές της Σπάρτης, είχε στο υπόγειο του ξενοδοχείου Χρ. Ρόρρη ή Ντελιέγκου στήσει ιερο-εξεταστήριο, όπου βασανίζονταν αλύπητα ο Κ. Κουρτέσης ή Ντρένιος, αγροφύλακας, ο Κ. Μαχαίρας (για κάποια κουβέντα που ’χε ειπεί για πιστόλι), ο Θανάσης Βακάλης, Ηπειρώτης, γαμβρός του Κωστή Γ. Τζοβάνη χωρίς να ξέρει ουδ’ αυτός το γιατί, ενώ ο πρόεδρος Γιάννης Λαμπράκος ετοιμαζόταν για εκτέλεση το βράδυ, αν δεν έφευγε απ’ τη σάλα του ξενοδοχείου -μέρα μεσημέρι- και με γεμάτη την πλατεία του χωριού Ιταλούς, χτυπώντας μια ισχυρότατη ανάποδη το σκοπό Ιταλό και τινάζοντας την πόρτα από τις κλάπες. Πανδαιμόνιο πυροβολισμών όλων των Ιταλών διαδέχθηκε την απόδραση, φοβερές απειλές ενάντια όλων των κατοίκων κοντά στους χαμένους Ιταλούς και για τον πρόεδρο τώρα. Νέα απόδραση του Κ. Κουρτέση – Ντρένιου, την επομένη, δεμένον με τις χειροπέδες (χέρι-πόδι) από το αποχωρητήριο και νύχτα, νέα τρομοκρατία, νέες απειλές…  Κάψιμο και των δύο σπιτιών του Λαμπράκου με το εργοστάσιο μαζί –πριονοκορδέλα και αλευρόμυλος– και όλη την ξυλεία. Επίσης του Κουρτέση και του γέρο Κωστή Τσερώνη –απλώς και μόνο λόγω συνωνυμίας του γιατρού Τσερώνη Χ. – Βρονταμά. Το πατρικό μου έβαλαν τους Κοσμίτες και το γκρέμισαν, για να μη καούν και τα Ντερβισέϊκα που ήσαν κολλητά. Εξαιρετική τρομοκρατία εξασκήθηκε στους προσωπικούς εχθρούς τού (διαγραφή 2 λέξεις) και από τον (διαγραφή 1 λέξη) κυρίως, γιατί οι Ιταλοί, οι φαντάροι ιδίως, προσπαθούσαν να τον συγκρατούν – το κυρ. Παναϊώτη – όπως τον φώναζαν. Έδειραν τον Σωτήρο τον Κοτσώνη, τσοπάνη γείτονα τού (διαγραφή 1 λέξη) στα βοσκοτόπια Μαδαρής-Χαλικιού, ενώ δεν πείραξαν άλλο τσοπάνη. Ιδιαίτερη δε λύσσα έδειξε για το γιατρό Τσερώνη και το Δρεπανιά, ενώ την εποχή εκείνη καμμιάν ανάμιξη δεν είχαν αυτοί στην Οργάνωση Κοσμά, παραμένοντας μετά την πείνα του ’41 στο Βρονταμά μονίμως και μη ανεβαίνοντας το καλοκαίρι στον Κοσμά. Ο γιατρός Τσερώνης Χ. όμως είχε επιβαρύνει στην έκθεσή του για το φόνο της γυναίκας του τόν (διαγραφή 2 λέξεις), ο δε Παναγ. Δρεπανιάς τον αντιπολιτευόταν στο νέο εργοστάσιο ελαιουργίας του Βρονταμά, όπου επεδίωκε τη διοίκηση. Έτσι έκαψε δύο τσερωνέϊκα σπίτια στο Βρονταμά και ακόμα και του Τσερώνη Κ. στον Κοσμά και μόνο για συνωνυμία. Έκλεισε μέσα τον αδελφό του γιατρού, το Γεώργη Τσερώνη, τσακισαν στο ξύλο τον Αργύρη και απειλούσε ο (διαγραφή 1 λέξη) πλήρη εξόντωσή τους. Του Παναγιωτάκη του Δρεπανιά στο Βρονταμά γκρέμισαν το σπίτι μέχρι θεμέλια. Τη γυναίκα τού Δρεπανιά, γερόντισσα ήδη, τη χτυπούσε με τόση μανία και βαρβαρότητα, ώστε θα έμενε στον τόπο αν δεν επενέβαιναν Ιταλοί φαντάροι με χίλια παρακάλια να του την αποσπάσουν. Εννοείται και αυτοί τον φοβούνταν και μόνο παρακλητικά επενέβαιναν.

Άνοιξα λίγο μεγαλύτερη παρένθεση, σε άσχετο εκ πρώτης όψης θέμα με τη μάχη. Νομίζω, όμως, επεβάλλετο να μεταφερθούν, έστω τροχάδην, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρισκόταν ο τόπος, η ατμόσφαιρα που ζούσαν οι κάτοικοι. Το πλείστο των κατοίκων (των ανδρών ιδίως και προ παντός της φλογερής νεολαίας μας, της αθάνατης και ατρομοκράτητης ΕΠΟΝ) ζούσαν στα δάση, τις ρεματιές. Σε όλες τις τοποθεσίες έβρισκες κόσμο. Ευτυχώς που ήτο καλοκαίρι . Πώς ζούσαν, τι έτρωγαν… ένας Θεός το ξέρει και οι τσοπάνηδες που έδειξαν άριστη διαγωγή, σχεδόν όλοι, διαθέτοντας και το γάλα αλλά και το λίγο ψωμί τους πολλές φορές. Μεσ’ στο χωριό οι Ιταλοί γύμνωναν τα πάντα. Φορτία ρούχα, κουβέρτες, χαλιά της Αμερικής, της Πόλης, της Ρουμανίας φορτώνονταν σε ζώα των ιδίων των κατοίκων και κουβαλιόνταν στην αρχή στο Λενίδι (Λεωνίδιο). Εκεί  πολλοί βρήκαν την ευκαιρία να γίνουν νοικοκυραίοι αγοράζοντας σ’ εξευτελιστικές τιμές. Άλλος φλογερός πατριώτης, Σπετσιώτης θαρρώ, με βενζινόπλοιο, το γέμιζε με είδη ρουχισμού με 5-6 εκατομμύρια, ποσόν μηδαμινό την εποχή εκείνη. Δεύτερη ρεμούλα και δεύτερη αποστολή έγινε προς Σπάρτη. Το παζάρι για πούλημα άρχισε από τη Χρύσαφα. Ρούχα, χαλκώματα, πιατικά, γυαλικά, κατσίκες, γαϊδάρια, λάδια, τυριά (ό,τι έβρισκαν) τα έπαιρναν. Όταν κατάλαβε ο κόσμος ότι βάλθηκαν να μην αφήσουν τίποτα, κάτι προσπαθούσε να κρύψει,  αλλά ήτο κάπως αργά πια. Και το χειρότερο, ορισμένοι ντόπιοι ό,τι έβρισκαν σε τίποτε γράβες, ελατούφια  κι ακόμα στο χωριό με την αποχώρηση των Ιταλών (κάποτε και με τους Ιταλούς μέσα στο χωριό) συμπλήρωναν την καταστροφή και το έκλεβαν. Διπλή ζημιά. Φοβόταν ο κόσμος να τα ρίξει στα κλαριά, τα έβρισκε και τα έπαιρνε ο Ιταλός. Οι στάνες του χωριού είχαν οδηγηθεί στο σχολείο και κλείστηκαν στη μάντρα και το φυτώριό του κατεστράφη και παραβέλαζαν νηστικά και διψασμένα (τα ζώα), έξω φυσικά τού (διαγραφή 2 λέξεις) που έφερε κάτι ελάχιστα (για τα μάτια) και κορόιδευε τους άλλους τσοπάνηδες που τα έφεραν. Τα ίδια γίνονταν στον Αγ. Βασίλη όπου είχαν και αρκετούς σκοτωμένους, περίπου δε τα ίδια στην Καστάνιτσα και το Νεοχώρι.

Οι Ιταλοί φαντάροι, ομολογούμενα δεν έδειξαν βαρβαρότητες, έξω των φασιστών και των καραμπινιέρων, ούτε είναι δυνατό να συγκριθούν με τα ασυγκίνητα κουρδισμένα κορμιά που λέγονται Γερμανοί, που είναι ικανοί να διαπράττουν της μεγαλύτερες βαρβαρότητες γελώντας. Στην κλεψιά όμως και… στο «κοκό», οι όροι αντιστρέφονται. Έκλεβαν (οι Ιταλοί) και της Παναγίας τα μάτια. Και κλέβουν τα πάντα για να κάνουν χαρτζιλίκι για ποτό. Τρώνε έναν περίδρομο και πίνουν άλλο τόσο, έστω και ξύδι. Στα χωριά που είχαν το ελεύθερο της λεηλασίας, όπως τα προαναφερθέντα, πλην του συσσιτίου, έβλεπε κανείς (έναν – έναν ή παρέες – παρέες)  τους Ιταλούς να στήνουν και … ιδιωτική κουζίνα. Σφαχτά είχαν μπόλικα, οι κήποι πατάτες (έστω και μικρές), τα σπίτια είχαν ακόμη κότες – τις περίφημες πουλίνες –  αυγά και κρασί,  λάδι. Φαγοπότι  – λοιπόν – άγριο όλη μέρα. Φυσικό ήταν, στο ύστερα, να μη τους λείπει τίποτε άλλο παρά το «κοκό». Έτσι, είχαν γίνει πολύ επιθετικοί. Κουτούπωσαν μια γριά στο Παληοροπάτι. Ίσως και μερικές άλλες νεώτερες που το αποσιώπησαν. Κάποια (διαγραφή 1 λέξη), παντρεμένη έναν πατριώτη μας, έραβε κουμπιά και με μια  (διαγραφή 1 λέξη) αδελφή της, των Ιταλών, όλη μέρα και αρκετά τη νύχτα ακόμα. Με το αζημίωτο, φυσικά, με ρύζι, μακαρόνια, λαδάκι κ.λ.π. Αυτή σε λίγες γραμμές ήτο η κατάσταση. Ο κόσμος είχε απαυδήσει και ζητούσε την ευκαιρία για ξέσπασμα. Η αναγκαιότητα του αγώνα έβγαινε φανερά απ’ τα πράματα, κι’ όλος ο κόσμος το εξέφραζε τότε και με ανυπομονησία μάλιστα, σε σημείο που μερικοί δυσανασχετούσαν που δεν κτυπούσαν οι αντάρτες. Μόνο αργότερα πολύ και με καθοδήγηση απ’ τα πάνω και ραλλικά συνθήματα ορισμένοι, όλοι βέβαια από τους καλύτερους Έλληνες –μαυραγορίτες, κομματάρχες ή δούλοι τους, άνθρωποι χωρίς εθνική αλλά και ανθρώπινη συνείδηση και αξιοπρέπεια – γκρίνιαζαν για το αντίθετο, γιατί –δηλαδή- να χτυπάμε οι αντάρτες, αφού μας κάνει κακό σ’ αντίποινα ο εχθρός. Απόδειξη αυτού του τελευταίου είναι η προθυμία με την οποίαν έσπευσαν τότε στην πρόσκλησή μου τόσοι Κοσμίτες, μη αντάρτες.

Αλλά ας επανέλθομε στα γεγονότα.  Αμέσως με την καμπανοκρουσία  τα παράθυρα των γύρω στην πλατεία σπιτιών άνοιξαν και ζητούσαν να μάθουν τι συμβαίνει. Τους είπα να μη φοβηθούν, δεν συμβαίνει τίποτα το δυσάρεστο, το αντίθετο, ένα ευχάριστο πολύ έρχομαι να τους αναγγείλω και τους παρεκάλεσα να κατέβουν και να με βοηθήσουν να ειδοποιηθούν όλοι οι άνδρες να μαζευτούν στην πλατεία. Πράγματι ύστερα από λίγη ώρα είχαν μαζευτεί πολλοί άνδρες, και εκεί, στο καφενείο του Μπαρούτα, με το φως μιας λάμπας, τους μίλησα. Στην αρχή τους ανέφερα τα της παραιτήσεως του Μουσολίνι, την πιθανή σύντομη κατάρρευση της φασιστικής Ιταλίας κ.λ.π.  Ευνόητος φυσικά ο ενθουσιασμός που προκάλεσε η χαρμόσυνη είδηση. Από κοντά τους μίλησα για το σκοπό της πρόσκλησής μου. Τους υπενθύμισα τον όρκο που έδωσαν σαν Εαμίτες κι ακόμα την προσωπική διαβεβαίωσή τους που μού ’διναν όταν φτιάναμε την Οργάνωση, ότι όποτε χρειαστεί είναι πρόθυμοι. Τους είπα, λοιπόν, πως χρειάζομαι ενίσχυση, γιατί είμεθα λίγοι, πως οι καταστροφείς μας θα φύγουν τελείως ατιμώρητοι και κάλεσα όσους θέλουν να εγγραφούν στον κατάλογο, που θα συνέτατα αμέσως, για να πάρουν μέρος στην επικείμενη σύγκρουση, χωρίς την υποχρέωσή τους να μείνουν οριστικά αντάρτες, όσοι θα θελαν να γυρίσουν στις δουλειές τους. Μετά ελάχιστο δισταγμό στο ποιος θα κάνει την αρχή και σε προσωπική προς καθέναν πρόσκλησή μου, συνέταξα κατάλογο 30 εθελοντών, οπότε σταμάτησα (καίτοι θα εγράφοντο και άλλοι), αλλά τα όπλα που περίμενα ήσαν ολιγότερα. Για όπλα τους διαβεβαίωσα ότι θα έλθουν εγκαίρως. Για να γίνομε όμως περισσότεροι τους προέτρεψα να βγάλουν τα κυνηγετικά τους και μερικοί τους γκράδες. Τι τα εκρύβαμε και δεν τα παρουσιάζαμε στους Ιταλούς; Γι’ αυτήν την ώρα. Εκτός 5 κυνηγετικών και γκράδων μαζί, δεν μπόρεσα να συγκεντρώσω περισσότερα. Άλλος το είχε στο Πηγάδι, άλλος στον Πουρναρό, άλλος στο δείνα μέρος και χτισμένο. Άλλα αλήθεια και άλλα ψέματα, για να μη προδοθεί αργότερα ή χαθεί τυχόν στη μάχη το τουφέκι, δεν κατορθώθη να συγκεντρωθούν περισσότερα, παρά τις διαβεβαιώσεις μου, ότι στην ενέδρα που θα χτυπήσομε από κοντά, το κυνηγετικό κάνει καλύτερη δουλειά γιατί και ατζαμής τελείως να ρίχνει, θα βρει οπωσδήποτε στόχο. Εν τω μεταξύ είχα στείλει σύνδεσμο προς τον Άμμο, να ειδοποιήσει το Λαμπράκο νάρθει στο χωριό κι όχι στο λημέρι. Πράγματι, λίγο πριν χαράξει, ήρθε στην πλατεία με 19 Ιταλικές αραβίδες, ένα Τόμψον και μια αυτόματη καραμπίνα  ιταλική. Η τελευταία δεν είχε γεμιστήρες και έτσι έμεινε αχρησιμοποίητη. Το Τόμψον είχε μια στρογγυλή 50άρα. Έφεραν λίγο πετρέλαιο και αλείψαμε τα σκουριασμένα μέρη των όπλων, γιατί είχαν σκουριάσει στην σπηλιά, ελλείψει δε ορυκτελαίου, βράσαμε λάδι. Διανεμήθηκαν τα όπλα σε άνδρες και άρχισε ο καθαρισμός. Κατά τον καθαρισμό ενός γκρα, τραυματίσθηκε στην κοιλιά ο Περικλής Δ. Κοτζιάς, που χαροπάλεψε όλο εκείνο το καλοκαίρι και σώθηκε από τον αξέχαστο άνθρωπο και γιατρό όσο και ασύγκριτο αγωνιστή Ν. Καρβούνη –χειρούργο Σπάρτης-  που κατά Νοέμβριο του 1943 παρέδωσαν στους Γερμανούς (μαζί με άλλους 117 καλούς πατριώτες – Εαμίτες) οι τότε συγκροτούμενοι σε προδοτικό τάγμα «Ο Λεωνίδας», οι υπό τον Βρετάκον προδότες της Σπάρτης-Μυστρά-Μαγούλας, και εξετελέσθησαν όλοι στη θέση Μονοδέντρι του δρόμου Σπάρτης-Τρίπολης. Μοίρασα και τα διαθέσιμα πυρομαχικά και θυμούμαι πως έπεσαν από 4 δεσμίδες στο κάθε όπλο,  24 σφαίρες  δηλαδή. Εν τω μεταξύ αυτώ, ο Σαρρήγιαννης με τα παιδιά είχαν περάσει του Ρήγα τη Σπηλιά και σταμάτησαν και εκαλύφθησαν δεξιώτερα του δρόμου μεταξύ αυτής και του Χανιού Μαρουντά. Τοποθέτησαν σκοπούς και περίμεναν τους εν Βρονταμά κατά τα συμφωνηθέντα. Ο Λυκούργος ο Μήτρης, όμως, πέρασε από του Σορμπάνου, έμεινε λίγο σε μια στάνη για γάλα, τον πήρε και ο ύπνος (ποιος ξέρει ακριβώς και ποιος μολογάει ύστερα την αλήθεια) (και) το βέβαιο είναι πως δεν πήγε έγκαιρα στο Βρονταμά.

Ξάφνου, ο σκοπός ειδοποιεί το Σαρρήγιαννη ότι βλέπει στρατιωτική φάλαγγα να βαδίζει προς την κατεύθυνσή τους από την θέση Σκαλίτσα, έξω του Γερακιού. Διατάσσει, λοιπόν, γρήγορα σύμπτυξη προς Κοσμά, εφ’ όσον αλλάζει η κατάσταση, και μου στέλνει βραχύλογο σημείωμα με αντάρτη που προπορεύτηκε, με την εντολή να έρθει τρέχοντας να με βρει, ει δυνατόν, περνούν δε του Ρήγα τη Σπηλιά, όχι από τον κανονικό δρόμο, για να μη τους ιδούν οι Ιταλοί, αλλά κατεβαίνουν από μονοπάτι, δίπλα σ’ ένα μαντρί εκεί στο ρέμα και απ’ εκεί (μόλις εξαφανίστηκαν από τη θέα των Ιταλών) μπαίνουν στον κανονικό δρόμο με όσο το δυνατό πιο γρήγορο βάδισμα. Έτσι οι Ιταλοί με το αργό τους βάδισμα και τις ωραίες τους στάσεις  άργησαν πολύ να εμφανισθούν και δεν κινδύνεψε πουθενά πλέον να ιδούν την ομάδα προπορευόμενη. ΄Ηρχοντο, λοιπόν, αμέριμνοι . Είχαν άφθονα γερακίτικα ζώα (με τους αγωγιάτες μαζί – ως 55 περίπου) όπου είχαν τους γελιούς των παραφουσκωμένους από τα πλιάτσικα που τους άρεσαν και δεν πουλούσαν, με βγαλμένα παντελόνια – σακάκια και μόνο με κάτι κοντά σωβρακάκια, τα μαύρα πουκάμισα και τα φεσάκια τους. Τα οπλοπολυβόλα φορτωμένα και πολλά όπλα όχι επάνω τους, μα κρεμασμένα πρόχειρα στα μουλάρια. Φαίνεται πως είχαν πιστέψει και οι ίδιοι σε μια δημοσίευση πού είχε κάνει ο πολύς τρομοκράτης Φεστούτσιο, λίγες ημέρες πρωτύτερα, στις Αθηναϊκές εφημερίδες, καθ’ ην δεν έμεινε πουθενά αντάρτης στον Πάρνωνα. Ηγείτο μάλιστα ο ίδιος, τώρα, του λόχου αυτού και όπως μου κατέθεσε ανακρινόμενος ο διερμηνέας του (πρώην διερμηνέας στο Γεράκι ( διαγραφή 2 λέξεις ), κάπου γύρω από την Τρίπολη, αισχρό δε όργανο των Ιταλών) μόλις τώρα είχε λάβει την έγκριση να κάψει τον Αγ. Βασίλη ολοκληρωτικά, πλην της εκκλησίας και του σχολείου, από την Ρώμη απ’ ευθείας, αφού μάταια την είχεν επιδιώξει από το Σώμα Στρατού Πελοποννήσου στο Ξυλόκαστρο και την 11ην στρατιά του Τζελόζο στην Αθήνα. Επίσης είχε την έγκριση να κάψει από τον Κοσμά ό,τι αυτός κρίνει, όχι όμως ολοκληρωτικά όπως τον Αγ. Βασίλη. Στο Γεράκι που μίλησε με μεγάλες φοβέρες κατά του πλήθους και με την πιστόλα στο τραπέζι, κατέληξε πως δεν ρωτάει αν υπάρχουν αντάρτες ούτε πόσοι είναι, ρωτάει μονάχα να του πουν πού είναι για να τους εξοντώσει.

Εν τω μεταξύ τελειώνοντας τον καθαρισμό των όπλων ξεκινούσαμε και εμείς από τον Κοσμά, 28 εν όλω (25 καινούργιοι δηλαδή και 3 με τον Λαμπράκο που ήρθαν με τα όπλα), όταν έφθασε το σημείωμα του Σαρρήγιαννη. Πραγματικά τότε ανέπνευσα. Έτσι που γύρισαν τα πράματα, να δώσουμε το χτύπημα σ’ ενέδρα, σε καλή τοποθεσία αναγνωρισμένη από πριν και με 56 άνδρες, πλέον , η επιτυχία ήτο βεβαία απολύτως. Βαδίζοντας σύντονα, χώριζα τους καινούργιους 25 σε 2 ομάδες, όρισα επικεφαλής και στο μεταξύ προηγήθη ένας τρέχοντα να πει στο Σαρρήγιαννη να καταλάβει τις ανεγνωρισμένες θέσεις, γιατί θα χτυπούσαμε εκεί και ότι φθάνω με 28. Πράγματι σε λίγο έφθασα και έγινε η τοποθέτηση των ανδρών, με παράλειψη να πιαστεί μια θέση πάνω από την μεγάλη κοδέλλα, λόγω έλλειψης των 2 οπλοπολυβόλων που είχαμε αρχικά υπόψη. Τώρα διαθέταμε μόνο 3. Έτσι το σχέδιο απλουστεύτηκε, το ένα οπλοπολυβόλο τοποθετήθηκε στο κέντρο, ακριβώς στ’ αριστερά του δρόμου προς Γεράκι – Βρονταμά, που αρχίζουν να γέρνουν τα νερά προς Λακωνία και χωρίζει ο δρόμος προς Βελωτά. Το δεξιό οπλοπολυβόλο το εμπιστεύτηκα στο Μιχάλη το Σπύρου ή Γιαρούμπη, καλόν και έμπειρο πολεμιστή που είχε προσέλθει εκείνη την ημέρα και έμεινε έκτοτε αντάρτης. Το κεντρικό το είχε ο Γεώργης Κουρτέσης ή Σκυλοφαγωμένος, επίσης έμπειρος και καλός σκοπευτής, και το αριστερό στον Βεϋγκάν – Γεώργη Αγγελέτο του Σωκράτη – επίσης τολμηρό μαχητή. Το δεξιό ήτο πάνω από την τοποθεσία «του Ντέκα το Χάνι» προς την τοποθεσία Κλωνή και έβαλε τον καινούργιο δρόμο στη μεγαλύτερη έκταση –εννοείται μεγαλύτερη από κείνη στην οποία θα βάδιζε ο εχθρός– όπως στρέφει όμως ο δρόμος προς την κατεύθυνση Στάθη Χούνη.  Το δεξιό οπλοπολυβόλο δεν είχε ακτίνα δράσεως πέραν μιας καμπής και γι’ αυτό το αριστερό του Βεϋγκάν είχε τοποθετηθεί αρκετά πίσω και σε ένα μύτικα απ’ όπου μπορούσε να χτυπά το απυρόβλητο του δεξιού. Πλαισιώθηκε με ακροβολιστές η τοποθεσία και με τα ατομικά αυτόματα που διαθέταμε και προσέχτηκε η χαραδρούλα που χωρίζει ο δρόμος προς Παληοχώρι – Αγ.Βασίλη. Πάρθηκαν μέτρα επί τόπου για την απόλυτη κάλυψη των ανδρών, την ακινησία και αποφυγή κάθε θορύβου μόλις πλησιάσει ο εχθρός και επειδή οι Ιταλοί πυροβολούσαν στον αέρα όταν περνούσαν στενωπούς (όχι βέβαια πάντοτε μα αρκετά συχνά) δόθηκε αυστηρότατη διαταγή να μην πυροβολήσει κανείς, έστω και ακούγοντας πυροβολισμούς, παρά μόνον όταν ακουσθούν οι πυροβολισμοί από τη θέση του κεντρικού οπλοπολυβόλου, απ’ όπου θα δώσω το σύνθημα προσωπικά ο ίδιος. Στην αρχή λέγαμε να χρησιμοποιήσομε χειροβομβίδες κατά διαστήματα. Έτσι όπως ο δρόμος ήτο ακριβώς κάτω από την αριστερά μας, σ’ απόσταση 50 έως 30 μέτρων, μπορούσαμε να τους προξενήσουμε μεγάλη φθορά, μάλιστα, πριν πέσουν κάτω και καλυφθούν, αλλά μόλις με ειδοποίησε ο Θανάσης Τσολομίτης ή Φάβας, καταταγείς από κείνη την ημέρα αντάρτης (ήρχετο από το Γεράκι και κατόρθωσε να τους παρακάμψει και να προσπεράσει για να μας ειδοποιήσει) ότι μόνο ένας λόχος είναι, ο φασιστικός, και ότι έρχονται μαζί τους πολλοί γερακίτες αγωγιάτες, σκόπιμα ανακατεμένοι από τους Ιταλούς μαζί τους. Έτσι, για να μην έχομε πολλά θύματα μεταξύ των αγωγιατών παρήγγειλα – ιδίως του Λαμπράκου γιατί είχε σκοπό να χαλάσει κόσμο με της χειροβομβίδες– ν’ αφήσουν ν’ αρχίσει το τουφεκίδι και να βάλουν φωνές προς τους αγωγιάτες να φύγουν προς το παλιό δρόμο, όπου δεν θα τους χτυπάμε και ύστερα από αυτά όλα να γίνει χρήση χειροβομβίδων.

Πριν προχωρήσω δεν μπορώ ν’ αποφύγω τον πειρασμό ν’ αναφέρω ένα χαρακτηριστικό ανέκδοτο κείνης της ώρας: Έκανα μια τελευταία επιθεώρηση στο αριστερό μέρος, ο Σαρρήγιαννης είχε πάει στο δεξιό, απ’ όπου επέστρεφε. Μέσα σ’ ένα χέρσο κοντά στα ελάτια,  μια 150ριά μέτρα από το κεντρικό οπλοπολυβόλο, βρήκα το Σπύρο το Σταυριανό και είχε το γιο του το Βασίλη, Επονίτη 18 χρονών το πολύ, και του έκανε μαθήματα ταχτικής στη μάχη.

-Τι κάνετε αυτού; τους λέω.

– Δεν το έκανα ζάπι να μείνει, μου απαντάει ο πατέρας, στα είπα και σένα να τον διώξεις, αν θέλει ας φύγει μου λες. Δεν φτάνω εγώ; Πάω και βάζω, εξακολουθεί,  τη μάνα του να τον κρατήσει, πού αυτός! Έβαλε τα κλάματα. Χαλούσε κόσμο. Στο τέλος μου λέει η μάνα του: Πάρτο, αδελφέ, και το παιδί , μη του κόβεις τον αέρα. Πού να τον κρατήσεις ύστερα. Γι’ αυτό κάθομαι και του δείχνω δω χάμω πώς να φτιάνει ένα ταμπουράκι, να μη σηκώνεται πριν βάλει με το μάτι, πού θα πιάσει καινούρια θέση, πώς να πηγαίνει.

Δεν ξέρω πώς, μου ήρθε στο νου ένα ποίημα, του Βαλαωρίτη θαρρώ, μ’ ένα τέτοιο (υποθετικό, βέβαια, θέμα), μ’ ένα Σουλιώτη γέρο και το Σουλιωτόπουλο, που του μαθαίνει τον πόλεμο πάνω στη μάχη, έτσι όπως ακριβώς γινότανε μπροστά μου στην πραγματικότητα. Το γεγονός αυτό και τα τόσο παλικαρίσια όσο και απλά λόγια της μάνας με συνεκίνησαν βαθύτατα κείνη την ώρα. Στο πρόσωπο της τριάδας αυτής, της μάνας που από την υπερβολική της στοργή είναι πάντα δισταχτική για επικίνδυνες παρορμήσεις των παιδιών της, τον ηλικιωμένο –κόντευε 50άρης– πατέρα αγωνιστή και πλάι τα φλογερά νιάτα, έβλεπα το λαό μας κι έβλεπα ολοζώντανα πια τι ζητάει αυτός ο λαός. Ότι ένοιωθε βαθιά την ανάγκη της πάλης, ότι είναι έτοιμος για κάθε θυσία. Λαός με τέτοια αισθήματα, στην πλειοψηφία του, χωρίς μάλιστα τη διαστρέβλωση ενός ποσοστού από την σάπια ηγετική του τάξη, στην παμψηφία του, σχεδόν, όπως ξεκίνησε στον αγώνα, δεν ζητάει παρά τους νέους ηγέτες του για να θαυματουργήσει. Κι’ αυτούς τους βρήκε, τους βρίσκει κάθε μέρα στα σπλάχνα του. ‘Ένας τέτοιος λαός αξίζει κάθε θυσία. Όσο βαριά καθήκοντα και θυσίες μας επιβάλλει η τελειωτική του απελευθέρωση, τ’ αξίζει.              

Τέλος ξαγνάντησαν οι Ιταλοί στην Καρυά και περνώντας τον καινούργιο δρόμο έστριψαν του Στάθη τη Χούνη και βάδιζαν επάνω μας, χωρίς να υποψιάζονται την παρουσία μας. Κάθε κάθοδος προς τον κάμπο είχε απαγορευτεί για τη μέρα αυτή. Πήρα θέση μια 20ριά μέτρα περίπου από το κεντρικό οπλοπολυβόλο στο δρόμο προς Μαζαράκι, σ’ έναν ψηλό έλατο (είναι μισοκαμένος – μισόξερος τώρα) μαζί με τον Κώστα Τζοβάνη ή Τσορίτη, επιλοχία τότε της ομάδος. Απ’ εκεί δεν ήτο δυνατόν να βλέπω την είσοδο των Ιταλών στην τοποθεσία της ενέδρας, γι’ αυτό είχα απόφαση να τους αφήσω να μας πλησιάσουν όσο είναι δυνατόν κοντύτερα κι έτσι να μπουν όλοι ή οι περισσότεροι στην ενέδρα. Προς στιγμή, όσοι από τη θέση τους έβλεπαν τη φάλαγγα, είχαν την εντύπωση πως ήτο πολύ μεγάλη (έπιανε λέγουν 700 με 1000 μέτρα). Αυτό δεν ήταν σωστό. Οπωσδήποτε, όμως, έπιανε μάκρος με την ακανόνιστη πορεία της, τους αγωγιάτες και τα ζώα τους.

Οπωσδήποτε, ειδοποίησα να πάψουν πια οι κουβέντες και οι κινήσεις και κάθε θόρυβος και όσοι και αν είναι, πλέον, θα κτυπήσομε. Η τοποθεσία είναι άριστη, ώστε κι αν βρεθούμε προ μεγάλων δυνάμεων που να επιμείνουν και δεν θα αιφνιδιασθούν, όπως ήλπιζα , έχομε όλη την ευχέρεια να συμπτυχθούμε, όποτε θέλομε και προς όποια κατεύθυνση θέλομε, με άμεση κάλυψη μας από δάση. Θα ήταν η ώρα 10 με 11 περίπου, όταν μπήκαν στην ενέδρα. Λόγω της ζέστης οι πρώτοι που έφτασαν τα έλατα, αντίκρυ εκεί στου Ντέκα το χάνι, κοντοστάθηκαν να δροσιστούν στον ίσκιο  λίγο, ενώ οι τελευταίοι έσπευδαν να φτάσουν και αυτοί στον ίσκιο. Έτσι η φάλαγγά τους πύκνωσε καλά και μπήκε ολόκληρη στην ενέδρα, με αρκετό περιθώριο πίσω προς το Βευγκάν. Δεν πυροβόλησαν όπως συνήθως. Είχαν τελείως ξεφοβηθεί, φαίνεται, και πιστέψει στη διάλυση και την ανυπαρξία μας. Πλησίαζαν συνεχώς, 2-3 με τα όπλα τους πεζοί μπροστά, ύστερα ένας χοντρός ανθυπασπιστής, ο γνωστός Μαρεσάλλος της Σπάρτης, κι από κοντά διάφοροι άλλοι . Κάποτε, με σκουντά ο Κίμων –ψευδώνυμο του επιλοχία μας– λέγοντας με γνέψιμο ν’ αρχίσομε. Του γνέφω να τους αφήσει να προχωρήσουν ακόμη, έχοντας πάντα την έγνοια μήπως δεν μπήκαν στην τοποθεσία οι τελευταίοι και έχομε τίποτε υπερφαλαγγίστικες ενέργειές τους. Τέλος, όταν είδα ότι ανεβαίνοντας κάτι σκάλες θα έβλεπαν ίσως το οπλοπολυβόλο στημένο και στραμμένο εναντίον τους, λέγω του Κίμωνα να σκοπεύσει στη μάζα που ήρχετο ύστερα από τον 3ον ή 4ον –αυτούς θα τους εξουδετέρωνε το οπλοπολυβόλο σκεπτόμουν –  και ρίχνω στο ίδιο μπουλούκι τον πρώτο πυροβολισμό. Αμέσως ακούστηκε μια μικρή ριπή του Κίμωνα με την αυτόματη καραμπίνα. Οι Ιταλοί δεν θέλησαν να το πιστέψουν και στάθηκαν, μάλλον έκπληκτοι παρά φοβισμένοι, και κοιτάζοντας από πού τάχα να πυροβόλησαν, πιθανότατα δικοί τους, όπως συνήθιζαν. Αυτό κράτησε, φυσικά, δευτερόλεπτα, γιατί βλέποντας τον χοντρό – Μαρεσάλλο τους (90 – 100 οκάδες) να ταλαντεύεται στο άλογο και ύστερα να πέφτει με πάταγο σαν ασκί στο χώμα, τραυματισμένοι και αρκετοί άλλοι τους (άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο)  πισωδρόμησαν, με μιας, με φοβερή αταξία και τρέξιμο πανικού. Μερικοί πιάνουν θέση σε κανένα τοίχο στο ρεματάκι που ενώνει τον καινούργιο με τον παλιό δρόμο, άλλοι σε κάτι νεροφαγώματα του δρόμου. Μερικοί, για εξαπάτηση ότι χτυπήθηκαν, παίρνουν ωραίες θεαματικές τούμπες, σε λίγο όμως σκυφτά και γρήγορα πηδούσαν προς το ρεματάκι, πίσω από κανέναν τοίχο. Πιο χειρότερη ήτο η θέση όσων ήσαν στην πλαγιά στον καινούργιο δρόμο. Προς τα επάνω, και δεν μπορούσαν να κάνουν –είναι απότομο και είχε και κοπεί για το δρόμο– και εβάλλοντο κι απ’ εκεί. Όπου να ζάρωναν, τους έβρισκε το αντικρινό τμήμα του Μιχάλη Σπύρου  κι έτσι (σε γενική σύνχυση) προσπαθούσαν να κατρακυλήσουν προς το ρέμα, αλλά έπεφταν στη βιασύνη τους και ή χτυπιόνταν από μας ή τραυματίζονταν στις πέτρες. Άλλος πήγαινε ν’ αναρριχηθεί σε έλατο, όταν χτυπήθηκε. Ένας οπλοπολυβολητής προσπάθησε να βάλει: Έστησε το οπλοπολυβόλο στη μέση του δρόμου, αλλά είτε κόλλησε γιατί δεν το είχε καθαρό είτε και πριν κολλήσει, σκοτώθηκε, γιατί βρέθηκε νεκρός κοντά στο οπλοπολυβόλο του. Σταμάτησε κι’ αυτό και μόνο μερικά άτακτα και πολλές φορές μεμονωμένα πυρά ακούονταν από το μέρος τους.

Οι αξιωματικοί τους, πλην του Φεστούτσιο, ήσαν 2 λοχαγοί (ένας της φασιστικής φάλαγγος και ο άλλος του πεζικού), ένας υπολοχαγός και ένας ανθυπολοχαγός, ακόμη, πλην του ανθυπασπιστού, που σκοτώθηκε πρώτος σχεδόν, βρέθηκαν και οι 4 πεσμένοι μπρούμυτα μέσα στο ρέμα, σε σημείο που έκανε μια αρκετά προφυλαγμένη κοιλότητα και ούτε προσπάθησαν ν’ αντιδράσουν. Ο Φεστούτσιο, όπως μας πληροφόρησε υστερώτερα ο διερμηνέας του, βρέθηκε με την έναρξη στο ρεματάκι, ακριβώς στο σημείο που βγαίνει από τον καινούργιο δρόμο και έρχεται να σμίξει τον παλιό. Πήρε αμέσως ένα επιπόλαιο τραύμα στο μάγουλο. Μόλις είδε το μπουλούκι που προηγείτο απ’ αυτόν –καμιά 20ριά άνδρες με μερικούς Γερακίτες– να γυρίζει τρέχοντας πανικόβλητο προς τα πίσω,  τράβηξε το πιστόλι του και, προτείνοντάς το, τους διέταζε να πιάνουν θέσεις:

«Πιάστε θέσεις! Πυροβολείτε – πυροβολείτε, με 5-10 κατσικοκλέφτες τρομοκρατηθήκατε»;

Σύγχρονα, για να τους τρομοκρατήσει περισσότερο, πυροβόλησε εναντίον των υποχωρούντων αλλά σκοπεύοντας σε αγωγιάτη. Κι έτσι σκότωσε το παιδί του Τσερώνη απ’ το Γεράκι . Επαναλαμβάνω, ότι έτσι μου τα κατέθεσε ο  (διαγραφή 2 λέξεις), διερμηνέας του, ο οποίος γνώριζε και τους Γερακίτες, γιατί είχε κάνει, ίσως περισσότερο από εξάμηνο, ως διερμηνέας της καραμπινερίας Γερακιού. Κατόπιν ο Φεστούτσιο άρχισε (βαδίζων προς τα πίσω) ν’ αναζητεί το λοχαγό.

«Πού είν’ ο λοχαγός; Να συνταχτεί η φάλαγγα»! ωρύετο, κατά τον διερμηνέα πάντοτ . Τέλος ηύρε τους αξιωματικούς στο ρέμα και τους εκάλει να παρατάξουν το λόχο.

«Με 10-20 κατσικοκλέφτες εκεί – δα τρομοκρατηθήκατε, με τα κυνηγετικά όπλα»!

Του απήντησε ο φασίστας λοχαγός:

«Δεν πρόκειται ούτε για 10-20,  κ. διοικητά, ούτε για κατσικοκλέφτες, ούτε για κυνηγετικά. Και πολλοί περισσότεροι φαίνονται και με τέχνη μας έστησαν την ενέδρα και αρκετά αυτόματα ακούονται. Εδώ μέσα –τούπε τέλος– είναι κόλαση και δύσκολα θα βγούμε ζωντανοί».

Ύστερα απ’ αυτά τους άφησε (ο Φεστούτσιο), αλλά βγήκε πάλι στο δρόμο και προτρέποντας τους άνδρες να πιάνουν θέσεις να πυροβολούν, προχωρούσε διαρκώς προς τα πίσω. Πιθανότατα, είχε την ελπίδα διαφυγής. Βλήμα χειροβομβοβίδας του είχε τσακίσει τον αριστερό βραχίονα, είχε εν τω μεταξύ κι άλλα μικρά τραύματα, καίριο όμως κανένα. Τη στιγμή που γύριζε το σημείο του δρόμου, που έβλεπε ότι θ’ αποφύγει τα πυρά του δεξιού μας και μόλις εμφανίστηκε στην καμπή πιο πέρα, τούδωσαν τη χαριστική η ομάδα Βεϋγκάν. Εμείς δεν ηξέραμε ότι ήτο στη φάλαγγα και μόνο μετά τη μάχη και από κατάθεση του διερμηνέα το μάθαμε. Τον ηύραμε ύπτιον, με τα μεταξωτά του εσώρουχα μόνο. Ένας αντάρτης είχε πάρει τα πρισματικά του κιάλια.

Είχαμε αρχίσει την εκκαθάριση της χαράδρας και το μάζεμα των αιχμαλώτων, ο Σαρρήγιαννης είχε ξεκινήσει από το κεντρικό οπλοπολυβόλο –που έπαθε εμπλοκή με την πρώτη σφαίρα που έριξε– με τον Σωτήρο τον Τραϊφόρο ή Καλύβα κι έναν-δυο άλλους, για να πιάσουν 2 που φαίνονταν, κι ήσαν 4, σε ένα νεροφάγωμα και καμπή συγχρόνως του δρόμου, και με τους οποίους είχα μια μονομαχία πολλή ώρα και μου έγδαραν το μεγάλο δάκτυλο του αριστερού χεριού από μέσα (το μόνο μάτωμα από μας). Εμείς με τον Κίμωνα τους καθηλώσαμε κι άλλοι προχώρησαν, οπότε το Καλυβάκι μ’ ένα φέσι που φορούσε και τον έλεγαν οι άλλοι τσολιά  (πριν μαγαρίσουν και αυτό τ’ όνομα οι αλήτες) και ανεμίζοντας την φουντίτσα πήδησε επάνω τους ορθός, βαδίζοντας σαν σε πανηγύρι. Τούκανε εκεί επί τόπου μερικές συστάσεις ο Σαρρήγιαννης, όπως πήγαιναν μαζί, πώς να βαδίζει. Εγώ και ο Κίμων προχωρήσαμε στο αριστερό μας, προς τη θέση που βγάζουν τα μάρμαρα στου Τσαμάλη τα χωράφια, με την πρόθεση να κατεβούμε στην εκεί χαραδρούλα, μήπως είχαν μείνει τίποτε φυγάδες έξω του κλοιού και να περάσομε το δρόμο προς τα επάνω, αντίθετα με το Σαρρήγιαννη, ώστε να εκκαθαρίσομε τελείως την περιοχή. Πριν πάρομε τον κατήφορο, βρήκα το Γεώργη Τζοβάνη του Κωστή και καθυστέρησα λίγο και ο Κίμων προηγήθη. Έφθασε πέρα από του Στάθη τη Χούνη και γύρισε πίσω 2 μουλάρια, που φορτωμένα τραβούσαν για το Γεράκι. Εκείνη την ώρα με τον Τζοβάνη ήρχετο και η ομάδα των Λεβεντάκη – Κονταλώνη – Μακρή κ.λ.π. Βάδιζαν, αρχικά, για να πάνε στο Μαζαρακιώτικο Πηγάδι, να πάρουν και νερό, οι άνδρες όμως των 2 ομάδων μου, καθώς άκουγαν τους πυροβολισμούς, παρά τη δίψα, όχι νερό, δεν τους κρατούσε τίποτα. Έσπευδαν μήπως έχουμε ανάγκη από βοήθεια. Ο Τζοβάνης με τον οποίο τόσους κοινούς κόπους και κινδύνους είχαμε περάσει, ιδίως στην πρώτη φάση της οργανωτικής δουλειάς στην περιοχή της Η΄ Υποτμηματικής και τον έπαιρνα πάντα μαζί μου, ήτο απαρηγόρητος γιατί δεν ήτο και αυτός στη μάχη που δώσαμε στην ιδιαίτερη μας πατρίδα. Μαζί περάσαμε το πεδίο, συναντώντας κι όλες τις κοπέλες του χωριού που είχαν σπεύσει μ’ επιδέσμους και νερό. Θυμάμαι τη Βενέτα του Γ. του Ρόρρη και την Ευανθία του Κύλαβου. Ήπιαμε νερό, γιατί είχε ξεραθεί ο λαιμός μου, τα κορίτσια όμως κινδύνευαν (καθώς κι’ εμείς και όσοι κατέβαιναν στο δρόμο και στο ρέμα για περισυλλογή αιχμαλώτων και τραυματιών) να σκοτωθούν, γιατί οι αντάρτες της ομάδος που μόλις ήρθε, ορεξάτοι για πανηγύρι, πυροβολούσαν και πού και πού άκουγες και καμιά χειροβομβίδα. Παρεκάλεσα το Μάκη το Μπαλή από τον Αγ. Βασίλη που ήτο ψηλότερα να περάσει όλη την αριστερή πλευρά ψηλά και να μεταδώσει απόλυτη απαγόρευση για χειροβομβίδες, σε ανάγκη δε πυροβολισμό. Βγαίνοντας προς το κεντρικό οπλοπολυβόλο, σημείο του δρόμου προς Κοσμά, συνάντησα τον αντάρτη πούχε τα κιάλια του Φεστούτσιο, οπότε βλέποντάς με άλλος αντάρτης είπε στον πρώτο: «Δώσε τα κιάλια, συναγωνιστή, στον καπετάνιο. Πρέπει να ’χει κι αυτός ένα ενθύμιο». Πράγματι, μου τα πρόσφερε το παιδί. Δυστυχώς τα έδωσε η γυναίκα μου το χειμώνα του ’44 – ’45 στην πολιτοφυλακή Λεωνιδίου (τα εχρειάζετο, λέει, για τη θάλασσα) και χάθηκαν.

Πριν αρχίσει η μάχη ακόμη, λησμόνησα να αναφέρω ότι είχαν έλθει μαζί με το Γεώργη Μπαλή απ’ τον Αγ. Βασίλη (που έμενε τότε, προ ολίγων ημερών, στον Κοσμά) αρκετοί Κοσμίτες και εκάθησαν ακριβώς στο γύρισμα του δρόμου προς Κοσμά. Με τις πρώτες μπαταριές και τις πρώτες ενθουσιώδεις φωνές «Αέρα φασίστες»  κ.λ.π. και τις δικές μου προσκλήσεις (σε νομιζόμενη από μένα Ιταλική)   «Α ΒΑCHO CLI ARMI» «κάτω τα όπλα» –κατ’ εμέ πάντοτε– ξεπετάχτηκαν όλοι αυτοί στο προσκήνιο και την ώρα της εκκαθάρισης πολλοί πιάσαν την πρώτη θέση. Αργότερα κατάλαβα ότι δεν ήσαν όλοι από πατριωτικό ενθουσιασμό. Μετά δυο μήνες ο  (διαγραφή 3 λέξεις), κατόπιν σχετικών καταγγελιών ότι είχε πάρει -πλην άλλων- και ενός υγειονομικού σάκου και 3 ωρολόγια και 3 ζεύγη άρβυλα, τον απείλησα ότι θα περάσει στρατοδικείο εφ’ όσον δεν αποδώσει τα λάφυρα. Δεν μπορεί να μας βρίζει από πίσω μας  και όταν προκινδυνεύομε εμείς να έρχεται να πλιατσικολογεί. Απέδωσε –πράγματι-  2 ωρολόγια και 2 ζεύγη αρβύλων. Τη προτροπή και πολλών συμπατριωτών δεν επέμεινα να εκδικασθεί για κλοπή τού τόσον απαραιτήτου για τους αντάρτες υγειονομικού σάκου που εφέρετο από το νοσοκόμο του λόχου και είχε όλα τα χρειώδη σ’ ένα τραυματισμό. Αυτά τα ολίγα και για τους πλιατσικολόγους, που όλοι τους είναι τώρα υπερπατριώτες και τάχαν με τους αντάρτες.

Αποτέλεσμα τελικό της μάχης ήτο η ολοκληρωτική διάλυση του φασιστικού λόχου. Από δύναμη 111 ανδρών που είχε:                              

  1. 28 έμειναν νεκροί, εξ ων 2 αξιωματικοί.
  2. 37 τραυματίες βαριά και ελαφρά, αργότερα υπέκυψαν μερικοί.       
  3. 45 αιχμάλωτοι, μέσ’ στους οποίους 4 αξιωματικοί.

( Σύνολο ) 110.

Ένας μας διέφυγε και τραυματισμένος ελαφρά επήγε την είδηση στο Γεράκι, στην εκεί καραμπινερία, οι άνδρες της οποίας άρχισαν να ταμπουρώνουν το κτίριό τους.

Τους αιχμαλώτους, συγκεντρωμένους κάτω από λίγα μεμονωμένα έλατα, σ’ ένα λόφο μεταξύ Γιαρδούκα και Ντουργκιά εμίλησα επί αρκετό διάστημα και τους ανέπτυξα της καλές σχέσεις που συνέδεαν τους λαούς από παλιά, τη φυλετική τους συγγένεια και την ευθύνη του φασισμού για το ματοκύλισμά τους. Θυμήθηκα το Γκριβάλδι, Σάντα Ρόζα , τη φιλοξενία των νησιωτών μας στους διωκόμενους Ιταλούς προ της ενώσεως των σ’ ενιαίο κράτος κ.λ.π. Τόνισα τον απελευθερωτικό χαρακτήρα του αγώνα μας, την εμμονή μας σ’ αυτόν και το δυνάμωμά του μέχρι την τελειωτική μας απελευθέρωση, κάκισα τη βάρβαρη συμπεριφορά τους στον άμαχο πληθυσμό, τις λεηλασίες κ.λ.π. και τους κάλεσα να θυμηθούν τον ανθρωπισμό τους και τη φυσική στους Ιταλούς αισθηματικότητα, που πάει να τους εξαφανίσει ο φασισμός , και τους διαβεβαίωσα ότι εμείς τους χαρίζομε τη ζωή, παρ’ όλον ότι αυτοί όταν τυχόν συλλαμβάνουν αντάρτη τον εκτελούν, παρ’ όλον ότι είναι μέλος ενός στρατού. Με το δικαίωμα της αμοιβαιότητας μπορούσαμε κι εμείς να τους ανταποδώσουμε τα ίσια. Δεν θα παρακολουθήσομε όμως το φασισμό στις βαρβαρότητες του και δεν βλέπομε σ’ αυτούς παρά τα άβουλα όργανα – θύματα του φασισμού, παιδιά όμως του Ιταλικού λαού. Τους συνεβούλευσα ν’ αρνηθούν να μας ξαναπολεμήσουν , γιατί δεύτερη φορά όταν πιαστεί (κάποιος) θα τυφεκίζεται και να νοιώσουν ότι αν τυχόν νικούσε ο άξονας –πράγμα αδύνατο και τους ανέπτυξα με λίγα λόγια το γιατί– τότε θάσαν διπλά σκλάβοι, τόσο στον Ιταλικό φασισμό και περισσότερο ακόμη στον Γερμανικό ιμπεριαλισμό, για λογαριασμό του οποίου και μόνο θυσιάζονται σήμερα. Κατάλαβα ότι (τα λόγια μου) τους επηρέασαν βαθύτατα, ιδίως τους μη φασίστες φαντάρους του πεζικού. Όσοι ήσαν στο λόχο και στην επακολουθήσασα σε λίγο συνθηκολόγηση, ήσαν προπαρασκευασμένοι αρκετά να μας πλησιάσουν, ενώ πριν φαίνονταν να πιστεύουν ότι οι αντάρτες ήσαν άγριοι και βάρβαροι και βασάνιζαν δήθεν τους Ιταλούς που έπιαναν. Τέλος, τους ζήτησα να μας δώσουν τις αρβύλες τους, γιατί ύστερα από τη ληστεία που υφίσταται ο τόπος από τον άξονα, είναι δύσκολη -αν όχι αδύνατη- η προμήθειά τους σε μας κατ’ άλλον τρόπο. Πεισθέντες ότι πράγματι δεν θα τυφεκιστούν –τους μοίρασα ψωμί, νερό– ευχαρίστως έδιδαν της αρβύλες τους. Μου απήντησε σε λίγο ο φασίστας λοχαγός, αναγνωρίσας το ιδανικό του αγώνα μας και τονίσας ιδιαίτερα την ευγνωμοσύνη τους για τη συμπεριφορά, τόσον των ανταρτών, όσο και του πληθυσμού στους τραυματίες τους και στη μέριμνα για τους νεκρούς τους. Ζήτησε την άδεια να περιέλθει το πεδίο της μάχης γι’ αναγνώριση των νεκρών. Του εδόθη, μαζί μ’ έναν υπαξιωματικό και ένα φαντάρο, να παν ως επιτροπή. Όταν νύχτωσε καλά, τους αφήσαμε ελευθέρους προς το δρόμο του Γερακιού, τονίζοντάς τους να στείλουν να πάρουν τους τραυματίες τους από το σχολείο, όπου στο μεταξύ είχαν μεταφερθεί και επιδεθεί από τις γυναίκες του χωριού. Με τη διαφορά ναρθούν άοπλοι να τους πάρουν, πράγμα που εξετέλεσαν τη μεθεπομένη, παίρνοντας μαζί απ’ το Γεράκι και το γιατρό Κανέλλη.

Από τους Γερακίτες σκοτώθηκαν 4, εκ των οποίων το παιδί του Τσερώνη από τον Φεστούτσιο, και ένας άλλος από Ιταλό φαντάρο, ο οποίος είχε αγκαλιάσει τον δικό μας μόλις άρχισε το τουφεκίδι, οι δικοί μας με τις φωνές να φύγουν προς τον παλιό δρόμο, προσπάθησε και αποσπάστηκε βίαια από τον Ιταλό, ο οποίος (ποιος ξέρει νομίζοντας υπεύθυνους και τους αγωγιάτες για το χτύπημα, έτσι που τους έβλεπε να φεύγουν προς το ρέμα), του έριξε και τον σκότωσε. Αυτά τα είπε ο διερμηνέας, δεν το ήξερε όμως πώς τον έλεγαν το Γερακίτη αυτόν. Τα λίγα θύματα μεταξύ των δικών μας πρέπει ν’ αποδοθούν στη μεγάλη προσοχή των ανταρτών και ιδιαιτέρως της δεξιάς πλευράς, με χειριστή του οπλοπολυβόλου το Μιχάλη, που μόνο 3 μέχρι 4 έβαζε με προσοχή και σκόπευε σ’ Ιταλούς και όχι θεριστική βολή. Επίσης ζώα πολύ λίγα σκοτώθηκαν, 3–4. Λάφυρά μας υπήρξε όλο το υλικό του λόχου. Καμιά 90ριά όπλα ατομικά με μερικά αυτόματα, περί τα 10 οπλοπολυβόλα, ένας βαρύς όλμος των 82 με καμιά 80ριά βλήματα αλλά χωρίς σκοπευτικό μηχάνημα, που απετέλεσε το μόνο πυροβολικό του Συντάγματος μας γι’ αρκετόν καιρό. Περί τις 30 χιλ. φυσίγγια (υπελογίστησαν) όπλων Ιταλικών και οπλοπολυβόλων, επίσης και αρκετές επιθετικές Ιταλικές χειροβομβίδες. Επίσης όλους τους γυλιούς με τον ιματισμό τους, ό,τι τρόφιμα κουβαλούσαν, μια μικρή στάνη που έσερναν μαζί και έναν ασύρματο μικρό.

Ενώ η ημέρα πέρασε νικηφόρα αλλά και αναίμακτη, την επομένη επέπρωτο να βαφεί και με αίμα δικού μας  το μέρος εκείνο: Απ’ το πρωί είχε συμφωνηθεί με τον προεδρεύοντα τότε Ηλία Μιχαλαριά ή Νταβέλη, να καταρτίσει συνεργείο έρευνας του μέρους, για να μαζευτεί επιμελώς το πολεμικό υλικό που τυχόν είχαν οι Ιταλοί πετάξει κατά την πρώτη ώρα της αιχμαλωσίας και δεν έγινε καλό ψάξιμο. Πήγαν, λοιπόν, αρκετοί, μεταξύ των οποίων κι ο αδελφός του Θόδωρος, ο οποίος ενώ είχε απομακρυνθεί λίγο από τους άλλους, διέκρινε έναν Ιταλό κάτω από ένα ελατάκι. Η κίνηση που έκανε φαίνεται ήταν πολύ βίαιη, χίμηξε πάνω του και τον έπιασε απ’ τα μαλλιά. Αυτός τρομοκρατήθηκε (θα ήτο και δειλός από φυσικού του, αφού όλη νύχτα με την προστασία του σκοταδιού, ούτε επιχείρησε φαίνεται να διαφύγει) κι απάνω στο άρπαγμά του απ’ τα μαλλιά, χτύπησε μια με το φασιστικό ξιφάκι που είχε  στο στήθος το Θόδωρο, ο οποίος έβγαλε μια φωνή κι έπεσε.  Ο Ιταλός εγκατέλειψε εκεί το τουφέκι του και πήγε και κάθισε σ’ άλλον ελατάκο πιο πάνω. Τα είχε τελείως χαμένα και ούτε ήξερε τι έκανε. Την ώρα εκείνη ανέβαιναν από τη Λακωνία πολλοί, για εθελοντές στο αντάρτικο, ύστερα από τον ενθουσιασμό της νίκης. Πλησίασαν 2–3, επίσης ο αδελφός του ( σιγά – σιγά στην αρχή) προς το Θόδωρο, που τους είπε να μη φοβούνται, γιατί το όπλο του (ο Ιταλός) το είχε αφήσει εκεί κι έφυγε πιο πάνω. Ένας από τους εθελοντές αυτούς πλησίασε τον Ιταλό μ’ ένα πιστόλι και τον εξετέλεσε, χωρίς αυτός να προτάξει την παραμικρή αντίσταση ή ν’ αντιδράσει κάπως Το Θόδωρο τον μετάφεραν στον Κοσμά, όπου ύστερα από 1 ½ ώρα πέθανε. Είχε τρυπηθεί στο δεξί πνευμόνι του.

Την επομένη, παρ’ ολίγον να επιτύχει δεύτερο χτύπημα κατά του λόχου του Αγ. Βασιλείου, βαδίζοντας προς Κοσμά. Η αιφνίδια εμφάνιση και το χτύπημα από μικρή –11 άνδρες– ομάδα μας του λόχου του Αλεποχωριού στη Μαδαρή, χάλασε τα σχέδια μας και κατόπιν πληροφοριών ότι συγκεντρώνονται σοβαρές δυνάμεις στο Γεράκι και Σίταινα (κατά μερικές δε τότε πληροφορίες που ύστερα απεδείχθησαν ανυπόστατες και στο Αλεποχώρι – Μαρί) χωριστήκαμε σε 3 τμήματα το συγκρότημα Πάρνωνα, ανερχόμενο, από της χτες, αντί 105–110 άνδρες σε 200, περίπου , σε τμήμα Βορ. Πάρνωνα, με τους  Λεβεντάκη – Κονταλώνη – Λάτση  – Ντάρμο κ.λ.π. και καμιά 75αριά αντάρτες του Κεντρικού Πάρνωνα με εμένα και το Σαρρήγιαννη και καμιά 50αριά Κοσμίτες–Τσιταλιώτες και του Νότ. Πάρνωνα με το Γιάννη Μακρή, που προσετέθη και ο εφ. Ανθυπολοχαγός, δάσκαλος, Γιάννης Φούρκας κι απ’ την Απιδιά ανεμένετο δε από στιγμή σε στιγμή να γυρίσει ο Αστραπόγιαννος. Κι’ αυτοί μ’ άλλους 70–80 αντάρτες από το Ζάρακα και τον Κάμπο. Με τη σύμπτυξη εξετελέσθησαν στη Βίγλα ο πουλημένος στους Ιταλούς και Ιταλός καταντήσας στη συνείδηση διερμηνέας τους (διαγραφή 1 λέξη), ένα μικρό Μανιατάκι, που τους ακολουθούσε σαν παιδί του λόχου πλέον  και οι γονείς του υπηρετούσαν στους Ιταλούς στο Γύθειο και ένα καλογεροκόπελο, που είχε προδώσει τη μεταφορά των ασθενών ανταρτών – Κονταλώνη Γ. – κατά λάθος του προς Κουνουπιά  – ενώ ήσαν στις Χούνες – και το Θανάση Βακάλη που ’χε μιλήσει στην εκκλησία για τήρηση μυστικότητος από τους Ιταλούς και παρόμοια, όταν εμείς οι λοιποί της Οργάνωσης, βαρυνόμενοι πολύ με τη δράση μας έναντι των Ιταλών, είχαμε φύγει απ’ το χωριό στην προσέγγισή τους, αρχές Ιουνίου ’43.

Η σύγκρουση, της οποίας την εξιστόρηση τελείωσα, από στρατιωτική πλευρά δεν δείχνει κυρίως άλλο τι, παρά την επιμονή της ομάδος να μη απομακρυνθεί του εχθρού ως που να βρει την ευκαιρία καλού χτυπήματος, σύμφωνα με τα τότε δοσμένα της μικρής δύναμης και της ανάγκης αιφνιδιασμού, αλλά γερού χτυπήματος για αρπαγή όπλων και πυρομαχικών. Επίσης την επιμελημένη εκλογή της θέσης, σύμφωνα με τον παραπάνω σκοπό του γρήγορου και εξοντωτικού χτυπήματος και την πειθαρχία τη συνειδητή του Σώματος. Κατά τ’ άλλα ήτο εύκολη δουλειά.           

Η σημασία, όμως, και η επίδραση που είχε την εποχή εκείνη από πολιτικής πλευράς, είναι δυσαναλόγως μεγάλη. Παρουσίασε τον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου ανδρωμένον. Ενθουσίασε κάθε τίμια Ελληνική ψυχή και αχρήστευσε πολύ δηλητήριο, όλου σχεδόν του παλιού πολιτικού κόσμου, που έριχναν κατά του αγώνα. 1300 εθελοντές πλάκωσαν την επομένη στον Πάρνωνα. Ενώ ως τότε είχαμε ακόμη όπλα σε σπηλιές και ζητούσαμε άνδρες, από δω και μπρος άλλαξε ριζικά και άμεσα και ζητούσαμε όπλα. Τονώθηκε όλη η Οργάνωση, η Επιμελητεία, ιδιαίτερα στη Λακωνία πήρε πρωτοφανή ανάπτυξη και έτσι με συνεχή αλληλεπίδραση όλων αυτών των παραγόντων, Νίκη – Οργανωτική ανάπτυξη – Καλά Οικονομικά – Σάρωμα αντίδρασης, κρατήσαμε και τον Ταΰγετο και, γενικά, στη Λακωνία που εθεωρείτο και ήτο τόσο καθυστερημένη πολιτικά, ανεπτύχτηκε ένα θαυμάσιο κίνημα.

Κάπου, στη Σπηλιά Μαυριάνη 1945

                                                                                Υπογραφή

                                                                                Κ. Ι. Απαλοδήμας

                                                                                Εφ. Υπ/γός.                                                        

 

 Υ.Γ. Δυστυχώς δεν πρόλαβα το φίλο  μου να τη δώσω.

 

                                                                           Μονογραφή.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας