Στις 11 Ιούλη 1949 [1] επίσημοποιήθηκε η ρήξη στις σχέσεις του ΔΣΕ και του Τίτο. Ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας, μιλώντας στην Πόλα της Ίστριας, ανακοίνωσε το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων. Η δικαιολογία του ήταν πως «οι έλληνες σύντροφοι» κατηγορούσαν την ΟΔΓ πως επέτρεψε στον «μοναρχοφασιστικό» στρατό της Ελλάδας να περάσει από το έδαφος της και να πλαγιοκοπήσει μονάδες του ΔΣΕ. Ισχυρίστηκε πως μια τέτοια κατηγορία «δεν την είχαν σκαρφιστεί οι Έλληνες σύντροφοι, αλλά τη μηχανεύτηκαν κάπου αλλού» εννοώντας βέβαια την ΕΣΣΔ και την Κομινφόρμ με τις οποίες ο Τίτο είχε έρθει σε ρήξη.
Ο ΔΣΕ, που στήριζε τον αγώνα του στη βοήθεια της ΟΔΓ, δεν είχε πάρει ανοιχτά θέση στη διαφορά του Τίτο με την Κομινφόρμ, ωστόσο οι σχέσεις των δυο πλευρών είχαν αρχίσει να παγώνουν. Αντίθετα, ο Τίτο άρχισε να συσφίγγει τις σχέσεις του με τη Δύση κι αυτό προϋπέθετε έτσι και αλλιώς μεταστροφή στο ελληνικό ζήτημα. Μετά και από αυτή την ενέργεια, η τελική έκβαση του πολέμου υπέρ των αστικών δυνάμεων ήταν θέμα χρόνου.
Οι σχέσεις του ΔΣΕ με την Γιουγκοσλαβία απασχόλησαν το ΚΚΕ και τους ιστορικούς δεκαετίες μετά. Ο Εργατικός Αγώνας, θέλοντας να φωτίσει στους αναγνώστες του τα γεγονότα της περιόδου, αναδημοσιεύει πληροφορίες από το αφιέρωμα του Ριζοσπάστη για τα 50 χρόνια από την ίδρυση του ΔΣΕ (δημοσιεύθηκε στα τέλη του 1996 και αρχές του 1997) το οποίο επιμελήθηκε ο Γιώργος Πετρόπουλος που είναι ο συντάκτης και της συγκεκριμμένης ιστορικής ενότητας που σήμερα αναδημοσιεύουμε. Θα κλείσουμε με το άρθρο του Νίκου Ζαχαριάδη με τίτλο «Το στιλέτο του Τίτο χτυπά πισώπλατα τη λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα» που είχε δημοσιευθεί στο τεύχος 8 του περιοδικού «Δημοκρατικός Στρατός» τον Αύγουστο του 1949.
Η ιστορική προσέγγιση του θέματος [2]
Σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του εμφυλίου πολέμου είναι η στάση που κράτησε η Γιουγκοσλαβία σ’ όλη τη διάρκειά του – και ιδιαίτερα στις αποφασιστικές του στιγμές – απέναντι στο ελληνικό λαϊκοδημοκρατικό κίνημα και τον ΔΣΕ. Είναι άλλωστε ευρύτερα γνωστό ότι η αποτίμηση του ρόλου του γιουγκοσλάβικου παράγοντα στο ελληνικό ζήτημα, προκαλούσε πάντοτε το ενδιαφέρον, τόσο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου όσο και μετά. Για την έκβαση δε της σύγκρουσης, η στάση της Γιουγκοσλαβίας θεωρήθηκε καθοριστική, όχι μόνο από το ΚΚΕ και τον ΔΣΕ αλλά και από την αντίπαλη πλευρά. Το ΚΚΕ έκανε τότε λόγο, για πισώπλατο χτύπημα του Τίτο που, μαζί με άλλους παράγοντες, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Αλλά και η άλλη πλευρά, οι νικητές του εμφυλίου, δεν υστέρησαν σε παρόμοιες εκτιμήσεις. “Η ρήξις Τίτο – Κομινφόρμ – σημειώνει π. χ. ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος – διέσπασε τον μηχανισμό της υποστηρίξεως και την ενότητα των συμμοριακών στελεχών. Η δημιουργία νέου μηχανισμού παροχής βοήθειας διά μέσου της Αλβανίας υπήρξεν ανεδαφική. Αι συνέπειαι του ρήγματος τούτου υπήρξαν καταστρεπτικαί διά τον συμμοριτισμόν, λόγω του κλεισίματος των συνόρων (Δ. Ζαφειρόπουλου: “Αντισυμμοριακός Αγών”, σελ. 657). Παρόμοιες κρίσεις, με αυτή του Ζαφειρόπουλου, έχουν εκφραστεί αρκετές και μάλιστα, από πρώτης γραμμής κυβερνητικά και κρατικά στελέχη της περιόδου του εμφυλίου και του μετεμφυλιακού καθεστώτος.
Οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ [3]
Επιστρέφοντας στο ΚΚΕ, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι μετά τον εμφύλιο, οι εκτιμήσεις του για το ρόλο της Γιουγκοσλαβίας στην έκβαση του αγώνα του ΔΣΕ, γνώρισαν αρκετές διακυμάνσεις. Η 6η ολομέλεια της ΚΕ, τον Οκτώβρη του ’49, εκτίμησε ότι “είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως η τιτοϊκή προδοσία χειροτέρεψε το συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του ΔΣΕ”. Ακόμη, η ολομέλεια κατηγόρησε, ανάμεσα στα άλλα, τη Γιουγκοσλαβία, για πέρασμα με τον ιμπεριαλισμό και για πισώπλατο χτύπημα στον ΔΣΕ (Βλέπε: “Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ”, τόμος 7ος, σελ. 15). Στην ομιλία του, στην 6η ολομέλεια – που κυκλοφόρησε σε μπροσούρα με τίτλο “Καινούρια κατάσταση – Καινούρια καθήκοντα” – ο Ν. Ζαχαριάδης πήγε ακόμη μακρύτερα σ’ αυτές τις εκτιμήσεις, λέγοντας χαρακτηριστικά: “Και πρέπει εδώ να το πούμε ανοιχτά, ότι αν απ’ το 1946 ήταν γνωστός ο άτιμος ρόλος του προβοκάτορα Τίτο, τότε το ΚΚΕ δε θα κατέληγε στην απόφαση να ξαναπάρει τα όπλα, θα ακολουθούσε άλλο δρόμο, πιο επίμονο, βασανιστικό, μακρύ, γιατί είναι ολοφάνερο πως δεν μπορούσε να προχωρήσει σε μια νέα ένοπλη αντιπαράθεση χωρίς να έχει εξασφαλισμένα τα νώτα, τη στιγμή που ο μοναρχοφασισμός διέθετε την αμέριστη και ολόπλευρη αμερικανοαγγλική βοήθεια”. (Ν. Ζαχαριάδη: “Συλλογή έργων” σελ. 465 – 466). Η θέση αυτή διορθώθηκε γρήγορα και στην 7η ολομέλεια του 1950 αντικαταστάθηκε από την εκτίμηση, πως “αν γνωρίζαμε από το 1946 το ρόλο του Τίτο δε θα ξεκινούσαμε όπως ξεκινήσαμε”.
Μετά την 6η ολομέλεια του 1956, οι κομματικές εκτιμήσεις για το ρόλο που έπαιξε η Γιουγκοσλαβία στην έκβαση του αγώνα του ΔΣΕ, πέρασαν από την άλλη μεριά. Εκεί που υπήρχε πρόβλημα, εκεί που εκτιμιόταν ότι η Γιουγκοσλαβία, στα 1948 – 49, πρόδωσε το ελληνικό λαϊκοδημοκρατικό κίνημα, όλα έγιναν μέλι – γάλα. Με απόφασή της τον Μάη του ’56, η ΚΕ του Κόμματος σημείωνε πως “η διακοπή των σχέσεων ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας το 1948, σαν συνέπεια της ξεσκεπασμένης τώρα προβοκατόρικης δράσης Μπέρια, ζημίωσε την υπόθεση των λαών των δύο χωρών, όπως και την υπόθεση του παγκόσμιου στρατοπέδου της ειρήνης, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού”. Προφανώς, η ΚΕ απέδιδε στον Μπέρια την ευθύνη, για το σπάσιμο των σχέσεων του ΚΚΓ με το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό), θεωρώντας ότι αυτό το γεγονός επηρέασε αποφασιστικά τις σχέσεις του ΚΚΕ με το γιουγκοσλάβικο κόμμα. Στη συνέχεια της απόφασης αποδίδονται ευθύνες στον Ζαχαριάδη, για τη διακοπή των σχέσεων των δύο κομμάτων και ο πρώην ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ κατηγορείται, ότι “προσπάθησε με συκοφαντικές επινοήσεις για “πισώπλατο χτύπημα” να μεταθέσει τις ευθύνες για την ήττα του ένοπλου αγώνα 1946 – 1949 στο αδελφό ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας, περιέπλεξε ακόμα πιο πολύ το ζήτημα τόσο από ελληνογιουγκοσλαβική, όσο και από διεθνή πλευρά” (Ντοκουμέντα του ΚΚΕ: Από την 6η Πλατιά ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ, Μάρτης 1956 – Ως την 7η Πλατιά ολομέλεια της ΚΕ και της ΚΕΕ του ΚΚΕ, σελ. 44 – 45).
Απ’ όσα αναφέραμε προκύπτει αβίαστα η ανάγκη να προσεγγίσουμε ψύχραιμα, αντικειμενικά και στο μέτρο του δυνατού ολοκληρωμένα, το ζήτημα του ρόλου της Γιουγκοσλαβίας, τόσο στο ξεδίπλωμα του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ, όσο και στην έκβαση που αυτός είχε.
Οι δύο φάσεις της γιουγκοσλάβικης πολιτικής [4]
Στο ρόλο, που έπαιξε η Γιουγκοσλαβία στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, διακρίνονται σε χοντρές γραμμές δύο φάσεις, αντιθετικές μεταξύ τους. Η πρώτη καλύπτει την περίοδο από την έναρξη του δεύτερου αντάρτικου μέχρι τη στιγμή, που το Γιουγκοσλαβικό ΚΚ συγκρούεται με το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και αποβάλλεται από το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό). Η δεύτερη, αφορά την περίοδο από τη στιγμή εκείνη και μετά και έως την ήττα του ΔΣΕ.
Στην πρώτη φάση η Γιουγκοσλαβία βοηθάει αποφασιστικά τον ένοπλο αγώνα του ελληνικού λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Θα μπορούσε να πει κανείς, χωρίς να κατηγορηθεί ότι υπερβάλλει, πως στα πλαίσια του διεθνούς κομμουνιστικού και προοδευτικού κινήματος και για την ενίσχυση του αγώνα, που διεξήγαγε ο ελληνικός λαός και το ΚΚΕ, η Γιουγκοσλαβία είχε χρεωθεί με ειδικό – αποφασιστικής σημασίας – ρόλο. Αποτελούσε το κέντρο, μέσα από το οποίο περνούσε όλη η διεθνιστική βοήθεια που πήγαινε στον ΔΣΕ και ήταν ο βασικός ενδιάμεσος σταθμός επαφής του ΚΚΕ και του ΔΣΕ με το διεθνές προοδευτικό – επαναστατικό κίνημα και, τον ηγέτη του κινήματος αυτού, την ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα, αποτελούσε χώρο υποδοχής τραυματιών του Δημοκρατικού Στρατού, χώρο εκπαίδευσης των ανταρτών και χώρο άντλησης εφεδρειών του ΔΣΕ, αφού πολλοί σλαβομακεδόνες πρόσφυγες από την Ελλάδα – λόγω των δεινών του πολέμου – έβρισκαν καταφύγιο στη γιουγκοσλάβικη Μακεδονία. Επίσης, στη Γιουγκοσλαβία ήταν εγκατεστημένος και ο ραδιοσταθμός “Ελεύθερη Ελλάδα”. Ο ρόλος αυτός της Γιουγκοσλαβίας δεν ήταν τυχαίος και δεν της αποδόθηκε χωρίς σκέψη από το διεθνές κομμουνιστικό και προοδευτικό κίνημα. Μετά την ΕΣΣΔ, ήταν η πιο ισχυρή χώρα του λαϊκοδημοκρατικού – σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Συνόρευε με την Ελλάδα και στα χρόνια της κατοχής αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της ένα από τα ισχυρότερα αντάρτικα κινήματα στην Ευρώπη, ενάντια στο φασισμό. Αντίθετα, οι υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής, η Αλβανία και η Βουλγαρία, ήταν αρκετά αδύνατες και τα προηγούμενα καθεστώτα τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν συνεργαστεί με τον άξονα. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η Γιουγκοσλαβία συγκέντρωνε τις καλύτερες των προϋποθέσεων, για να αναλάβει την προώθηση της ενίσχυσης των Ελλήνων ανταρτών και ήταν – ή φαινόταν πως ήταν – η λιγότερο ευάλωτη στις επιθέσεις του ιμπεριαλισμού.
Μετά τη σύγκρουση του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας με το Γραφείο Πληροφοριών, και την αποπομπή του πρώτου από τις τάξεις του δεύτερου, η Γιουγκοσλαβία, εξ αντικειμένου δεν μπορούσε να παίξει τον παλιό της ρόλο, να λειτουργεί δηλαδή ως το κέντρο μεταφοράς της διεθνούς ενίσχυσης στο Δημοκρατικό Στρατό. Ούτε μπορούσε, να μεσολαβεί στο διεθνές προοδευτικό – κομμουνιστικό κίνημα, στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες για λογαριασμό του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, ούτε και το ελληνικό κίνημα μπορούσε μέσω της Γιουγκοσλαβίας να κρατάει τις διεθνείς επαφές του. Η αλλαγή του ρόλου της Γιουγκοσλαβίας ήταν πλέον επιβεβλημένη από τα πράγματα κι αυτό πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, όταν εξετάζεται ο ρόλος της στον αγώνα της περιόδου εκείνης, του ελληνικού λαϊκοδημοκρατικού κινήματος. Ήταν, επίσης, επιβεβλημένο το ΚΚΕ και ο ΔΣΕ να αναμορφώσουν και να αναδιατάξουν πλήρως τη μέχρι τότε δουλειά τους, στους τομείς που προηγουμένως καλύπτονταν μέσω της Γιουγκοσλαβίας.
Όλες αυτές οι αλλαγές, δε σήμαιναν φυσικά και υποχρεωτικό αντικειμενικά αδυνάτισμα της βοήθειας, που η Γιουγκοσλαβία, αυτή καθαυτή, έδινε στον ΔΣΕ, αν και εκεί πήγαν τα πράγματα. Σήμαιναν πολύ απλά, ότι αυτή η χώρα δε θα έπαιζε – γιατί δεν μπορούσε πλέον να παίξει – το διεθνή ρόλο, που της είχε αποδοθεί στο παρελθόν. Σταθμίζοντας αυτές τις εξελίξεις το ΚΚΕ, σε συνάρτηση με τις ανάγκες του ένοπλου αγώνα που διεξήγαγε, αν και στην 4η ολομέλεια της ΚΕ του πήρε απόφαση υπέρ του Ινφορμπιρό στη διαμάχη, που αυτό είχε με το ΚΚΓ, δεν ανακοίνωσε δημόσια αυτή του την απόφαση, αλλά εσωκομματικά, ενημέρωσε το γιουγκοσλαβικό κόμμα για τη θέση του και συμφώνησε μαζί του στην απρόσκοπτη συνέχιση της βοήθειας από μέρους της Γιουγκοσλαβίας στον αγώνα του ΔΣΕ. Στην πραγματικότητα, όμως, το ΚΚΓ ακολούθησε εντελώς διαφορετική πολιτική, παρεμβάλλοντας αργά, αλλά σταθερά, όλο και περισσότερα εμπόδια στον Δημοκρατικό Στρατό.
Τι ήταν το Γραφείο Πληροφοριών [5]
Επειδή στο σημερινό μέρος του αφιερώματος χρησιμοποιούμε τον όρο “Γραφείο Πληροφοριών” (ήταν γνωστό επίσης και με δύο άλλες ονομασίες: Ινφορμπιρό ή Κομινφόρμ), θεωρήσαμε σκόπιμο να δώσουμε ορισμένες πληροφορίες γι’ αυτό.
Το ΙΝΦΟΡΜΠΙΡΟ (Γραφείο Πληροφοριών) ή ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ (Κομμουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών – ονομασία που κυριάρχησε κυρίως στη Δύση) ιδρύθηκε στην Πολωνία το Σεπτέμβρη του 1947, από 9 κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα. Συγκεκριμένα το Γραφείο Πληροφοριών αποτελούνταν από τα εξής κόμματα: ΚΚ Σοβιετικής Ένωσης, ΚΚ Βουλγαρίας, Κόμμα Εργαζομένων Ουγγαρίας, Ενιαίο Εργατικό Κόμμα Πολωνίας, Εργατικό Κόμμα Ρουμανίας, ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, ΚΚ Ιταλίας και ΚΚ Γαλλίας. Έδρα του Γραφείου Πληροφοριών αρχικά είχε οριστεί το Βελιγράδι. Δημοσιογραφικό όργανο του Γραφείου Πληροφοριών, σ’ όλη τη διάρκεια του βίου του, ήταν η εφημερίδα “Για Σταθερή Ειρήνη, Για τη Λαϊκή Δημοκρατία”.
Η σύνθεση του Ινφορμπιρό άλλαξε με την αποπομπή του Γιουγκοσλαβικού ΚΚ από τις τάξεις του, στις 28 Ιούνη του ’48. Έτσι τα κόμματα που το αποτελούσαν έμειναν 8, χωρίς ποτέ να συμπληρωθεί το κενό με την προσχώρηση άλλου κόμματος, στη θέση του ΚΚΓ και χωρίς ποτέ να επιχειρηθεί ευρύτερη διεύρυνση και με άλλα κομμουνιστικά κόμματα.
Η ίδρυση του Γραφείου Πληροφοριών ήταν η πρώτη προσπάθεια – περιορισμένης έκτασης – για συντονισμό της δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων, μετά τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1943). Το κενό αυτού του συντονισμού είχε φανεί – τουλάχιστον – αμέσως μετά τον πόλεμο και το είχαν επισημάνει πολλά κομμουνιστικά κόμματα, μεταξύ των οποίων και το ΚΚΕ, το οποίο στο 7ο Συνέδριό του εξέδωσε και σχετικό ψήφισμα (“Για τη διεθνή πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης”), όπου, μεταξύ άλλων, υπογραμμιζόταν: “Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, πιστό στην υπόθεση της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, εκφράζει την ευχή να ενσωματωθούν το γρηγορότερο όλα τα εργατικά κόμματα του κόσμου, που πιστεύουν στο σοσιαλισμό, ανεξάρτητα από αποχρώσεις, σε μια νέα ενιαία διεθνή πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης” (“Επίσημα κείμενα ΚΚΕ”, τόμος 6ος, σελ. 113).
Η ανάγκη διεθνούς συντονισμού της δράσης των ΚΚ υπογραμμίστηκε στην ιδρυτική διάσκεψη του Ινφορμπιρό στην Πολωνία και επισημάνθηκαν μάλιστα ορισμένα άκρως ανησυχητικά φαινόμενα, που καλλιεργήθηκαν μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα μετά τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ). Στην εισήγησή του, σ’ αυτή τη διάσκεψη ο Ζντάνοφ τόνισε, μεταξύ άλλων: “Ορισμένοι σύντροφοι πήραν το ζήτημα με τέτοιο τρόπο σαν η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς να σημαίνει και διακοπή κάθε σύνδεσης, κάθε επαφής ανάμεσα στα αδελφά Κομμουνιστικά Κόμματα. Η πείρα έδειξε ακόμα ότι τέτοια έλλειψη σύνδεσης ανάμεσα στα αδελφά Κομμουνιστικά Κόμματα δεν είναι σωστή, είναι επιζήμια και στην πραγματικότητα αφύσικη. Το Κομμουνιστικό Κίνημα αναπτύσσεται στα εθνικά πλαίσια, ταυτόχρονα όμως έχει και καθήκοντα και συμφέροντα κοινά για τα κόμματα διαφόρων χωρών… Αυτή η ανάγκη για σύσκεψη και εθελοντικό συντονισμό της δράσης των χωριστών Κομμουνιστικών Κομμάτων ωρίμασε ιδιαίτερα σήμερα, που η συνεχιζόμενη έλλειψη σύνδεσης μπορεί να οδηγήσει σε αδυνάτισμα της αμοιβαίας κατανόησης, και με τον καιρό σε σοβαρά λάθη” (“Η σύσκεψη των 9 Κομμουνιστικών Κομμάτων στην Πολωνία”, Εκδοτικό Ελεύθερης Ελλάδας, Νοέμβρης 1947, σελ. 33).
Το Γραφείο Πληροφοριών αυτοδιαλύθηκε τον Απρίλη του 1956, περίπου ένα μήνα μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Στη σχετική ανακοίνωση, που δημοσιεύτηκε στο δημοσιογραφικό του όργανο στις 17/4/1956 (αναδημοσιεύτηκε στα ελληνικά στο περιοδικό του ΚΚΕ “Νέος Κόσμος”, τεύχος 4-5/1956, σελ. 17-18), τονίζεται η προσφορά του ΙΝΦΟΡΜΠΙΡΟ, γίνεται επίκληση αλλαγής των συνθηκών σε σχέση με την εποχή της ίδρυσής του και υπογραμμίζεται: “Οι Κεντρικές Επιτροπές των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων που ανήκουν στο Γραφείο Πληροφοριών, αφού αντάλλαξαν γνώμες πάνω στα ζητήματα της δράσης του, παραδέχτηκαν ότι το Γραφείο Πληροφοριών που ιδρύθηκε απ’ αυτές το 1947 εξάντλησε τις λειτουργίες του και γι’ αυτό αποφάσισαν ομόφωνα να σταματήσει η δράση του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων και η έκδοση του οργάνου του, της εφημερίδας “Για σταθερή ειρήνη, για τη λαϊκή δημοκρατία”».
Γιουγκοσλαβία: Η βήμα – βήμα στροφή προς τη Δύση [6]
Οι συνέπειες της στροφής αυτής στη στάση της Γιουγκοσλαβίας, απέναντι στον αγώνα του ΔΣΕ
Η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από το Γραφείο Πληροφοριών (Ινφορμπιρό) έγινε επίσημα στις 28 Ιουνίου του 1948. Δύο μέρες μετά, οι Γιουγκοσλάβοι άρχισαν τις ανεπίσημες επαφές με τους Αμερικάνους διπλωμάτες στο Βελιγράδι. Οι Αμερικανοί ενημέρωσαν γι’ αυτό τους Βρετανούς και, όπως προκύπτει από τα αρχεία του Φόρεϊν Οφις, αυτή η ιστορία των επαφών έχει ως εξής: Ενα άτομο, ονόματι Dragnic, εμφανιζόμενος με πειστήρια ως φίλος του Τζίλας – και έχοντας έγκυρη κυβερνητική εξουσιοδότηση της χώρας του – βολιδοσκόπησε την αμερικάνικη πρεσβεία, για το αν υπήρχε η δυνατότητα να πάρει η Γιουγκοσλαβία κάποια βοήθεια από το σχέδιο Μάρσαλ. Ακόμη, ξεκαθάρισε στους Αμερικάνους συνομιλητές του “πως η Γιουγκοσλαβία αδημονούσε εξαιρετικά για το ταχύτερο ξεκαθάρισμα της ελληνικής κατάστασης, ενόψει του βάρους που πρόσθεταν οι Ελληνες πρόσφυγες στη γιουγκοσλαβική οικονομία, προσθέτοντας πως ένιωθε σίγουρος για το ότι η Σοβιετική Ενωση δεν ενδιαφερόταν τώρα ιδιαίτερα, για την Ελλάδα, και επιμένοντας στο ότι η Γιουγκοσλαβία δε θα έδινε καμιά βοήθεια στους Ελληνες αντάρτες” (Elisabeth Barker: “Η γιουγκοσλαβική πολιτική προς την Ελλάδα στα 1947 – 1949” και J. Pirjevec: “Η ρήξη Τίτο – Στάλιν και το τέλος του Εμφυλίου στην Ελλάδα”. Βλέπε: “Μελέτες για τον Εμφύλιο Πόλεμο 1945 – 1949”, εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, σελ. 304 και 332).
Αργά, αλλά σίγουρα… [7]
Τότε, τα πράγματα ήταν ακόμη πρώιμα για ανοιχτή ανάπτυξη θερμών σχέσεων μεταξύ των Γιουγκοσλάβων και των Δυτικών. Οι Δυτικοί συνέχισαν να ενθαρρύνουν τη Γιουγκοσλαβία στην πορεία της προς τη Δύση, αλλά είχαν κάθε λόγο, να μην βιάζονται για γρήγορα και τρανταχτά αποτελέσματα. Κατ’ αρχήν, φοβούνταν τις εξελίξεις που μπορούσε να επιφέρει στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας ένα γρήγορο και ανοιχτό σφιχταγκάλιασμα με τον Τίτο. Φοβούνταν τις αντιδράσεις, που θα προκαλούσε μέσα στο ΚΚΓ και στον γιουγκοσλάβικο λαό η αποκάλυψη της προδοσίας. Επιθυμούσαν συνεπώς την ισχυροποίηση του Τίτο και το ξεκαθάρισμα οποιασδήποτε εσωτερικής αντιπολίτευσης, ώστε τα βήματα που θα γίνονταν να είναι σίγουρα και σταθερά. Ηθελαν να είναι σίγουροι πως κάθε βήμα του Τίτο προς τη Δύση θα ήταν χωρίς επιστροφή. Τέλος, δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να δώσουν αφορμές, ώστε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και το Ινφορμπιρό να φανούν δικαιωμένοι, για τη στάση τους απέναντι στο ΚΚΓ. Ο George Kennan είχε εκφράσει ωμά και κατηγορηματικά την άποψη πως οι Δυτικοί δεν ήταν διατεθειμένοι να καταστρέψουν την προοπτική μιας σοβαρής ρωγμής στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, με μια εσπευσμένη και υπερβολικά φιλική πολιτική, που θα μπορούσε να την εκμεταλλευτεί η ΕΣΣΔ, “για να προκαλέσει αισθήματα αηδίας και αποστροφής μέσα σε ολόκληρο το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και ανάμεσα στους ίδιους τους οπαδούς του Τίτο” (στο ίδιο, σελ. 332). Με αυτές τις εκτιμήσεις των Αμερικάνων συμφωνούσε και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Μπέβιν, ο οποίος έλεγε στον πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Λονδίνο: “Αν βγαίναμε να υποστηρίξουμε το στρατάρχη Τίτο τώρα, θα δημιουργούσαμε μια κατάσταση, στην οποία ο λαός του θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι συμπράττει με τις δυτικές δυνάμεις” (στο ίδιο, σελ. 302 – 303). Αλλά και ο ίδιος ο Τίτο δεν επιθυμούσε τα αποκαλυπτήρια της στροφής του προς τη Δύση. Γι’ αυτό, πέραν των άλλων, συνέχιζε – αν και με μειωμένους αισθητά ρυθμούς – να βοηθάει τον ΔΣΕ.
Η στροφή επιταχύνεται [8]
Οι Αγγλοαμερικάνοι άρχισαν να σιγουρεύονται πως το καθεστώς του Τίτο σταθεροποιείται στη Γιουγκοσλαβία και πως δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής του ΚΚΓ στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, γύρω στο φθινόπωρο του 1948. Εκείνη την περίοδο, και συγκεκριμένα τον Οκτώβρη του 1948, κορυφαίος αξιωματούχος του Φόρεϊν Οφις έγραφε πως δε φαινόταν δυνατή καμιά συμφιλίωση ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τίτο και πρόσθετε: “Καθώς πρέπει να είναι προς όφελός μας, όταν βλέπουμε μια συνέχιση της τεταμένης κατάστασης πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, δε θα πρέπει να αποκλείσουμε την ευκταία επιθυμία ενίσχυσης της γιουγκοσλάβικης διοίκησης, στο βαθμό που θα της επιτρέπει μετά βίας να συνεχίσει να υπάρχει, αλλά κάθε πολιτική συναλλαγή θα ήταν επικίνδυνη”. Συμπλήρωνε, επίσης, ότι “οι πρόσφατες επιχειρήσεις εναντίον του Μάρκου δεν είχαν αποφασιστικό αποτέλεσμα, κατά μεγάλο μέρος λόγω της αλβανικής βοήθειας. Οι εκθέσεις της Ειδικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια επιβεβαιώνουν ότι η βοήθεια προς τους αντάρτες του Μάρκου συνεχίζεται από την Αλβανία, τη Βουλγαρία και, σε μικρότερο βαθμό, από τη Γιουγκοσλαβία” (στο ίδιο, σελ. 305).
Ετσι, κατά τη φθινοπωρινή Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ της εποχής εκείνης, τα πράγματα πήραν μια νέα τροπή. Ο υφυπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, Ales Bebler, δήλωνε στους Βρετανούς και συγκεκριμένα στον υφυπουργό Εξωτερικών, Μακ Νιλ, πως η Γιουγκοσλαβία χρειαζόταν επειγόντως τη δυτική βοήθεια για να επιβιώσει. Η απάντηση του Μπέβιν, για το τι έπρεπε να γίνει σε σχέση με τη γιουγκοσλάβικη έκκληση, ήταν σαφής και επιγραμματική: “Κρατήστε τους στην επιφάνεια”. Έτσι, ως αποτέλεσμα αυτής της εντολής Μπέβιν, υπογράφηκε εμπορική συμφωνία Βρετανίας – Γιουγκοσλαβίας με διάρκεια ενός μόνο έτους.
Στην ίδια Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο πρόεδρός της dr Evatt προσπάθησε να προωθήσει μια προσέγγιση Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας. Η τελευταία, όμως, δεν ήταν ακόμη έτοιμη για κάτι τέτοιο. Αν και είχε αρχίσει να περιορίζει τη βοήθεια προς τον Δημοκρατικό Στρατό, δεν μπορούσε και να τη διακόψει οριστικά. Επίσης, μια συμφωνία με το καθεστώς των Αθηνών, που η ίδια αποκαλούσε μοναρχοφασιστικό, ήταν αρκετή για να αποκαλύψει τη στροφή που είχε γίνει προς τη Δύση, τη συνδιαλλαγή με τον ιμπεριαλισμό και να δημιουργήσει έντονα εσωτερικά προβλήματα, ιδιαίτερα στο χώρο της ΛΔ της Μακεδονίας, όπου δεν ήταν λίγοι οι Σλαβομακεδόνες πρόσφυγες από την Ελλάδα, καθώς κι αυτοί που είχαν δικούς τους ανθρώπους – φίλους, συγγενείς, γνωστούς – που πολεμούσαν στον ΔΣΕ. Εξηγώντας, στον Βρετανό πρεσβευτή στο Βελιγράδι, την απροθυμία της χώρας του, για προσέγγιση με την Ελλάδα, ο Bebler επικαλούνταν εμπόδια προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά εξέφραζε τη θέση πως, αν ήταν δυνατό να επιτευχθεί ένας διακανονισμός με την Ελλάδα, αυτό θα ήταν εξαιρετικά επωφελές για τη Γιουγκοσλαβία. Πρόσθετε δε – σύμφωνα πάντα με τις βρετανικές επίσημες πηγές – πως η κυβέρνησή του “έχει απαυδήσει και έχει κουραστεί να ενισχύει ένα συρφετό από Έλληνες πρόσφυγες, για τους οποίους το μόνο που αδημονούσαν οι Γιουγκοσλάβοι ήταν να απαλλαγούν απ’ αυτούς” (στο ίδιο, σελ. 307). Και ο Βρετανός πρεσβευτής τηλεγραφούσε στο Φόρεϊν Οφις στα τέλη Ιανουαρίου του 1949: “Αν ο Τίτο έμελλε να κάνει βήματα για να πετύχει μια ανεξάρτητη συμφωνία με την Ελλάδα, αυτό θα τον εξέθετε, όχι μόνο σ’ ένα ξέσπασμα από τις χειρότερες ύβρεις, και ίσως και σε χειρότερα, από μέρους των δυνάμεων της Κομινφόρμ, αλλά στις παρούσες συνθήκες και σε πολλές επικρίσεις από μη ευκαταφρόνητο τμήμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας” (στο ίδιο, σελ. 308).
Στις 17 Φλεβάρη του 1949, οι Αμερικανοί έκαναν ένα ακόμη βήμα για την οικονομική ενίσχυση της Γιουγκοσλαβίας και για την ακόμη ισχυρότερη πρόσδεσή της με τη Δύση. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ και ο πρόεδρος Τρούμαν υιοθέτησαν πρόταση για χαλάρωση των αμερικανικών ελέγχων στην απαγόρευση των εξαγωγών προς τη Γιουγκοσλαβία, ώστε να δοθεί επιτάχυνση “στις δυνάμεις οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής έλξης, που ωθούν αναπόδραστα τον Τίτο προς τη Δύση σε τόσο βαθμό, ώστε να είναι δυνατό να πειστεί ο Τίτο να σταματήσει τη βοήθειά του προς τους Έλληνες αντάρτες”.
Προς την ολοκλήρωση της στροφής [9]
Η σταδιακή, βήμα – βήμα προσέγγιση της Γιουγκοσλαβίας με τους Αγγλοαμερικάνους και η πρόσδεσή της όλο και περισσότερο σ’ αυτούς, άρχισε κάποια στιγμή, να αποδίδει καρπούς και στο ζήτημα της προσέγγισης Αθήνας – Βελιγραδίου. Στις 18 Μάρτη του 1949, ο Πιπινέλης πληροφορούσε τον Βρετανό πρεσβευτή στην Ελλάδα ότι η γιουγκοσλάβικη κυβέρνηση, τηρώντας άκρα μυστικότητα, πρότεινε στην κυβέρνηση των Αθηνών, τη συνάντηση ενός Ελληνα και ενός Γιουγκοσλάβου εκπροσώπου, κατά προτίμηση στο Βελιγράδι, για να συζητηθεί το θέμα της συνεννόησης των δύο χωρών. Η γιουγκοσλάβικη αυτή πρωτοβουλία δεν έμελλε να έχει τύχη, γιατί διέρρευσε στον Τύπο με ελληνική ευθύνη. Συγκεκριμένα στις 31 Μαρτίου η λονδρέζικη εφημερίδα “Daily Mail” δημοσίευσε μια συνέντευξη του αντιπροέδρου της ελληνικής κυβέρνησης και υπουργού Εξωτερικών Ντ. Τσαλδάρη, ο οποίος δήλωνε ότι ενδέχεται μέσα σ’ ένα χρόνο η Ελλάδα να είναι σύμμαχος του Τίτο. Κατά πάσα πιθανότητα, η διαρροή αυτή δεν έγινε από λάθος του Τσαλδάρη. Προφανώς έγινε σκόπιμα, για να σφυγμομετρηθούν οι αντιδράσεις ή να εκβιαστεί η παραπέρα εξέλιξη της υπόθεσης και για να υπάρχει η δυνατότητα σε ευθετότερο χρόνο να κυλήσει περισσότερο ανεμπόδιστα η ελληνογιουγκοσλαβική προσέγγιση. Έτσι, στις 4 Απριλίου, ο Τσαλδάρης με μια υποτονική – και καθόλου πειστική – δήλωση διέψευσε όσα ο ίδιος είχε αφήσει να διαρρεύσουν. Το ίδιο έκαναν και οι Γιουγκοσλάβοι, τέσσερις μέρες αργότερα. Μάλιστα, οι τελευταίοι δεν προέβησαν σε επίσημη κυβερνητική διάψευση. Τη διάψευση έκανε ο διπλωματικός συντάκτης του πρακτορείου ειδήσεων Τανγιούγκ. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι οι Γιουγκοσλάβοι ξεπέρασαν κάθε όριο υποκρισίας γύρω από το θέμα αυτό, αφού σε επίσημες επαφές που είχαν με το ΚΚΕ κατηγόρησαν το τελευταίο ότι αναπαραγάγει τις μυθοπλασίες και τις συκοφαντίες του Τσαλδάρη κατά της Γιουγκοσλαβίας, πριν οι ίδιοι έστω και μ’ αυτόν τον ανεπίσημο τρόπο διαψεύσουν τα περί επαφών τους με την Αθήνα. Κι όλα αυτά, γιατί ο ραδιοσταθμός “Ελεύθερη Ελλάδα” μετέδωσε και σχολίασε όσα ο Τσαλδάρης είπε στην αγγλική εφημερίδα.
… και η ολοκλήρωσή της [10]
Στις αρχές Μάη του 1949, το Βελιγράδι επισκέφθηκε ο Fitzrori Maclean, επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στη Γιουγκοσλαβία στα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και προσωπικός φίλος του Τίτο. Ο Βρετανός αξιωματούχος είχε ως αποστολή να πάρει από τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη εγγυήσεις, για μια αποφασιστική στροφή της Γιουγκοσλαβίας πάνω στο ελληνικό ζήτημα, με αντάλλαγμα την παροχή οικονομικών πλεονεκτημάτων από τη δύση. Στις 5 Μάη ο Maclean συναντήθηκε με τον Τίτο, γευμάτισαν, και του εξέθεσε τα καθέκαστα. Ο Τίτο δεν αρνήθηκε ότι η χώρα του βοήθησε το ΔΣΕ στο παρελθόν, τονίζοντας όμως ότι η κατάσταση πλέον είχε αλλάξει. Επισήμανε στο Βρετανό συνομιλητή του, ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί τη χορήγηση ασύλου στους πρόσφυγες από την Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ότι δεν τους επιτρεπόταν πια (δηλαδή στους πρόσφυγες) να επιστρέψουν πίσω στο ΔΣΕ. Επίσης, ανέλαβε τη δέσμευση, πως και στο μέλλον δε θα επιτρεπόταν στους πρόσφυγες να γυρίσουν πίσω, ούτε και θα δινόταν άλλη βοήθεια στους αντάρτες. Τέλος, ο Τίτο ζήτησε από τον συνομιλητή του να μη γίνει γνωστή, για κανένα λόγο, αυτή του η δέσμευση, γιατί αυτό θα τον έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση. Ο Maclean υποσχέθηκε εχεμύθεια (στο ίδιο, σελ. 313 – 314 και 336 – 337). Οι Βρετανοί γνωστοποίησαν τις δεσμεύσεις του Τίτο μόνο στους Αμερικάνους, ούτως ώστε να υπάρξει συντονισμός στην παροχή πιστώσεων προς τη Γιουγκοσλαβία, αλλά και στους πολεμικούς σχεδιασμούς τους στην Ελλάδα.
Οι Γιουγκοσλάβοι τήρησαν τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο Αμερικανός πρεσβευτής στο Βελιγράδι έγραφε, στις 26/5/49, στην αναφορά του προς την Ουάσιγκτον, ότι η γιουγκοσλαβική βοήθεια προς τους αντάρτες στερεύει, “ακόμη και η ηθική, ανθρωπιστική”. Για την αποφασιστική αυτή της στροφή, η Γιουγκοσλαβία ενημέρωσε και την Αθήνα. Στα τέλη Μάη, ο Πιπινέλης γνωστοποιούσε στην αμερικανική πρεσβεία, πως κάποιος Γιουγκοσλάβος, ονόματι Μαρτίνοβιτς, ο οποίος κρατούσε τις μυστικές επαφές Αθηνών – Βελιγραδίου, ενημέρωσε Έλληνα αξιωματικό της ΚΥΠ, πως σύντομα η ελληνική κυβέρνηση θα άκουγε καλά νέα. Τα νέα αυτά δεν άργησαν να έρθουν. Στις 11 Ιουλίου 1949, ο Τίτο, μιλώντας στην πόλη Πόλα της Ιστρίας, ανακοίνωσε το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων. Βρήκε μάλιστα γι’ αυτό μια πολύ υποκριτική δικαιολογία. Αξιοποιώντας τις καταγγελίες του ΔΣΕ, ότι στις 5 Ιουλίου 1949 κυβερνητικά στρατεύματα πέρασαν από το γιουγκοσλαβικό έδαφος και χτύπησαν πισώπλατα τους αντάρτες στο Καϊμακτσαλάν, εμφάνισε το κλείσιμο των συνόρων ούτε λίγο – ούτε πολύ ως αναγκαία ενέργεια για να προστατευτεί η Γιουγκοσλαβία από συκοφαντίες. Ισχυρίστηκε, μάλιστα, ότι την ιστορία του πισώπλατου χτυπήματος “δεν την είχαν σκαρφιστεί οι Έλληνες σύντροφοι, αλλά τη μηχανεύτηκαν κάπου αλλού”, υπονοώντας προφανώς την Κομινφόρμ και την ΕΣΣΔ. Αναμφίβολα επρόκειτο για μακιαβελισμό χωρίς προηγούμενο.
Η συνοπτική έκθεση του Μ. Πορφυρογένη στην καθοδήγηση του ΚΚΕ [11]
“Αγαπητέ σ. Βασίλη,
Σου γράφω βιαστικά γιατί φεύγει το ταχυδρομείο και μόλις τώρα με ξύπνησαν.
Είδαμε τους Κινισ. και Πομασ. (Σημείωση “Ρ”: Προφανώς είναι λάθος γραμμένο. Εννοεί του Κονισέφσκι και Αμπας) το μεσημέρι προχτές (το πρωί είχαμε φτάσει). Εγινε 4ωρη συζήτηση που γι’ αυτήν θα σας έχω έκθεση. Δήλωσαν πως ένα ζήτημα τέτοιο είναι καινούριο (δηλαδή κινητοποίηση όλων των επιστρατευμένων προσφύγων κλπ.) και δεν μπορούν να πάρουν απάντηση αλλά θα ρωτήσουν την Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ. Με ρώτησαν αν ξέρω τίποτα για ένα τηλ/μα που έστειλε η Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ. στο δικό μας, ζητώντας να συζητηθούν μερικά ζητήματα, και αν ήρθα ύστερα από το τηλ/μα αυτό. Απάντησα πως ήρθα μόνο για τη δουλιά των Μακεδόνων και πως άμα συζητηθεί η υπόθεση αυτή μπορώ και να ακούσω τι άλλο έχουν να μου πουν. Μ’ αυτό το πνεύμα θα στέλναν προχτές τηλ/μα στο Βελιγράδι. Στο αναμεταξύ μείναμε σύμφωνοι (τους τόπα χωρίς να ζητώ απάντηση) να πάμε στα στρατόπεδα προσφύγων, στο νοσοκομείο κλπ. Χτες το πρωί συναντηθήκαμε με τους Κεραμιτζή, Γκότσε κλπ. Αισχρή κατάσταση, εκβιασμούς κλπ. Τους μίλησα αυστηρά και όταν θέλησαν να πουν πως η ανακοίνωση της απόφασης του Γραφείου Πληροφοριών προκάλεσε αντίδραση (!!) τους είπα μερικά πάνω στη βάση που τα είχα ήδη πει στον Κονισ. όταν κι αυτός έφερε παρόμοιο επιχείρημα. Επρόκειτο να συζητηθούν μαζί τους το βράδυ συγκεκριμένα μέτρα (επισκέψεις στα στρατόπεδα κλπ.) και το απόγευμα πήγα στο νοσοκομείο. Γυρνώντας αργά το βράδυ απ’ το νοσοκομείο πήρα τηλ/μα α) πως με ζητάει ο Κονισ. και β) πως δεν κρίνεται σκόπιμη η επίσκεψη στα στρατόπεδα των προσφύγων. Ηταν φανερό πως πήραν τέτοιες οδηγίες απ’ το Βελιγράδι. Πήγα και τους βρήκα πάλι και δυστυχώς αναγκάστηκα να πάρω για διερμηνέα πάλι τον Πασχάλη (δυστυχώς γιατί φλυαρεί φοβερά). Τελειώσαμε στις 2 τα μεσάνυχτα. Βασικά: 1) Δεν μπορούν να με δεχτούν στο Βελιγράδι αν δεν πάρουν τηλεγράφημα του κόμματός μου στην Κ.Ε. του Κ.Κ.Γ. πως είμαι εξουσιοδοτημένος να μιλήσω μαζί τους ύστερα απ’ τό τηλεγράφημα που αυτοί μας στείλαν. 2) Κανένα ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί εδώ, ούτε το πιο μικρό (π.χ. ούτε εκλογή αντιπροσώπων της ΝΟΦ για το συνέδριο) αν δε λυθούν με συζητήσεις στο Βελιγράδι μερικά “ζητήματα αρχών”. Αν αυτά λυθούν τότε όλα τα άλλα θα λυθούν.
Προσπάθησα να ξεψαχνίσω ποια είναι τα “ζητήματα αρχών”. Τους είπα ανοιχτά τη θέση μας για την απόφαση του Γραφείου Πληροφοριών και τους είπα πως αναγνωρίζουμε την ηγεσία της Σ.Ε. και το Μπολ. Κ. Μου είπαν πως δε ζητούν από μας να κρατήσουμε άλλη θέση, αλλά γίνονται ανοιχτές συζητήσεις πως η Γιουγκοσλαβία δε βοηθάει το κίνημά μας και γενικά ενάντια στη Γιουγκοσλαβία. Τους είπα πως εμείς ανακοινώσαμε την απόφαση μόνο στα μέλη του Κ.Κ. και δεν τη δημοσιεύσαμε. Για μας ο πόλεμος έρχεται πρώτος. Παραπονούνται πως στέλνουμε πρόσφυγες μακεδόνες στην Αλβανία και δεν τους επιτρέπουμε να ‘ρθουν εδώ (είχαν υπόψη τους μια περίπτωση). Τους είπα πως εφόσον εδώ γίνεται αυτή η διαλυτική δουλειά μέσα στους μακεδόνες από φραξιονιστές και λιποτάχτες, είναι φυσικό να μη θέλουμε να τους στέλνουμε να ακούν πως π.χ. ο Χείμαρρος διέταξε το σφάξιμο όλων των παιδιών στα μακεδονικά χωριά… (αυτά λεν εδώ). Παραπονούνται πως επιτρέπουμε να ‘ρχονται “βουλγάρικες εφημερίδες που βρίζουν τους Μακεδόνες αλλά απαγορεύουμε τη Νόβα Μακεντόνια”. Γύρω απ’ αυτά στρέφονται τα δικά τους παράπονα “αρχών”. Υποθέτω και των αλλωνών γύρω από τα παρόμοια ζητήματα θα στρέφονται. Πάντως για να μην καθόμαστε εδώ τζάμπα, θα πρέπει να τηλεγραφήσετε αμέσως στο Βελιγράδι πως πάω σε απάντηση του τηλ/τος τους να συζητήσω κυρίως το μακεδονικό και ν’ ακούσω τι άλλο έχουν να πουν. Αλλιώς να κοιτάξω να πάμε στο Μπούλκες, αν και είναι ζήτημα αν και αυτό θα το αφήσουν. Θα προτιμούσα στις συζητήσεις με τους επάνω να μην είναι ο Πασχάλης, γιατί μπερδεύεται σε συζητήσεις που θα μπορούσαμε να μην μπερδευτούμε και φλυαρεί.
Περιμένω απάντησή σου να ξέρω τι θα κάνω.
10/2/49 Γεια χαρά
7 π.μ. Μίλτος”.
ΙΟΥΛΗΣ 1949
Τι έγινε στο Καϊμακτσαλάν; [12]
Μικρή ιστορική αναφορά στο λεγόμενο “πισώπλατο χτύπημα”
Απ’ όσα έχουμε αναφέρει μέχρι σήμερα, φαίνεται καθαρά πως το πρόβλημα των σχέσεων του ΚΚΕ με το ΚΚΓ και η στάση του τελευταίου απέναντι στον αγώνα του ΔΣΕ την περίοδο 1948-1949 δεν εξαντλείται – όπως ευρύτερα πιστεύεται – στο τι έγινε τον Ιούλη του ’49 στο Καϊμακτσαλάν. Επειδή, όμως, το επεισόδιο του Καϊμακτσαλάν είναι το πλέον διαδεδομένο, αξίζει να σταθούμε λίγο πάνω σ’ αυτό.
Στις αρχές Ιούλη του ’49 ο κυβερνητικός στρατός ξεκίνησε μια σειρά προπαρασκευαστικές επιχειρήσεις στην περιοχή του Καϊμακτσαλάν – που είναι πάνω στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα – με σκοπό να δημιουργήσει μια σφήνα στην Κεντρική Μακεδονία και να αποκόψει την επικοινωνία των ανταρτών που βρίσκονταν στο Γράμμο και στο Βίτσι, με τις υπόλοιπες ανταρτικές δυνάμεις που δρούσαν ανατολικότερα στο μακεδονικό χώρο. Οι επιχειρήσεις αυτές κράτησαν από τις 4 ως τις 8 του Ιούλη και κατέληξαν σε νίκη του κυβερνητικού στρατού. Στις 4 του Ιούλη έγινε συνάντηση αξιωματικών του γιουγκοσλαβικού και του ελληνικού κυβερνητικού στρατού, την οποία ο ΔΣΕ πληροφορήθηκε από υποκλοπή σήματος ασυρμάτου. Στις 5 του Ιούλη, υποτίθεται, ότι ο κυβερνητικός στρατός πέρασε από το γιουγκοσλαβικό έδαφος και χτύπησε πισώπλατα τους αντάρτες.
Τη συνάντηση Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων αξιωματικών δεν την αρνούνται ούτε οι αντίπαλοι του ΔΣΕ. Να τι γράφει σχετικά ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος: “Διά την πρόληψιν της διαφυγής των συμμοριτών εις το γιουγκοσλαβικόν έδαφος ο υποδιοικητής του 516 Τάγματος Πεζικού κατόπιν οδηγιών και διαταγών του Γ` Σ. Στρατού ήλθεν εις επαφήν μετά του αντίστοιχου Διοικητού των μεθοριακών Γιουγκοσλαβικών δυνάμεων, τον οποίον διαβεβαίωσεν ότι η διεξαγομένην επιχείρησις δεν είχε ουδένα εχθρικόν σκοπόν κατά της Γιουγκοσλαβίας και παρακάλεσε να απαγορεύση την είσοδον των συμμοριτών εις το έδαφός του. Πράγματι ο Γιουγκοσλάβος Αξιωματικός διαβεβαίωσε τον Ελληνα, ότι συμφώνως με τας οδηγίας των προϊσταμένων του δε θα επιτρέψει την είσοδο και πάντα εισερχόμενον θα συλλαμβάνη και αφοπλίζη.
Ο Διοικητής του 516 Τάγματος Πεζικού το αποτέλεσμα της ανωτέρω συναντήσεως ανέφερεν εις προϊστάμενον κλιμάκιον δι’ ασυρμάτου εις ανοικτήν γλώσσαν. Τη δι’ ασυρμάτου μετάδοσιν του αποτελέσματος της συναντήσεως υπέκλεψαν οι ασύρματοι των συμμοριτών και, προς τον σκοπόν να μειωθή η σημασία της ήττας του Καϊμακτσαλάν, η ηγεσία των συμμοριτών επετέθη διά ραδιοφωνικών εκπομπών εις ανοικτήν γλώσσαν κατά του Τίτο… “. (“Αντισσυμμορικός Αγών”, σελ. 649 – 650). Πέραν των άλλων, από τη μαρτυρία του Ζαφειρόπουλου αξίζει να συγκρατήσουμε το γεγονός ότι οι Γιουγκοσλάβοι είχαν ουσιαστικά κλείσει τα σύνορά τους, πριν ακόμη ο Τίτο δηλώσει ανοικτά κάτι τέτοιο. Κι αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο, που επιβεβαιώνει πόσο προκλητικά υποκριτική ήταν η επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε για να δικαιολογήσει την ενέργειά του αυτή κατόπιν.
Σε ό,τι αφορά το υποτιθέμενο πέρασμα κυβερνητικού στρατού από το γιουγκοσλαβικό έδαφος, τις πληροφορίες στην ηγεσία του ΔΣΕ και του ΚΚΕ έδωσε ο τότε διοικητής των ανταρτικών δυνάμεων στο Καϊμακτσαλάν Αλέκος Παπαπαναγιώτου. Ο ίδιος, βέβαια, μετά την 6η Ολομέλεια του ’56 είχε ξεχάσει τις ευθύνες του γι’ αυτό το γεγονός και πρωταγωνιστώντας στα πλαίσια του γενικότερου αντιζαχαριαδικού κλίματος τα φόρτωσε όλα – όπως έκαναν και άλλοι – στον Ν. Ζαχαριάδη. Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε το διάλογο που είχαν, για το θέμα, ο Παπαπαναγιώτου με τον Ζαχαριάδη στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1957:
“Α. Παπαπαναγιώτου: Σε ποια στοιχεία στηρίχτηκες και χαρακτήρισες το πισώπλατο χτύπημα του Τίτο;
Ν. Ζαχαριάδης: Και στις δικές σου τις εκθέσεις, σύντροφε, Παπαπαναγιώτου. Και στις δικές σου” (“7η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ – Φλεβάρης 1957 – Μόνο για εσωκομματική χρήση”, σελ. 717 – 718).
Το 1980, σε μια συνέντευξή του στο Φ. Οικονομίδη, στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία (22/3/1980) ο Α. Παπαπαναγιώτου ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, όσον αφορά την ιστορική αλήθεια. Είπε συγκεκριμένα: “Το κύριο υλικό για τη δημιουργία του “πισώπλατου χτυπήματος” το έδωσα εγώ με τρεις αναφορές μου (με ασύρματο) στο Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ για παραβίαση του Γιουγκοσλαβικού εδάφους από τον κυβερνητικό στρατό κατά τη διάρκεια της μάχης στο Καϊμακτσαλάν. Η πεποίθησή μου τότε ότι η Γιουγκοσλαβία βοηθάει τον αντίπαλό μας ενισχύθηκε και από την ανακοίνωση του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ για τη συνάντηση Ελλήνων και Γιουγκοσλάβων αξιωματικών στο Καϊμακτσαλάν”. Σε άλλο σημείο της συνέντευξης ο Παπαπαναγιώτου σημείωσε ότι εκ των υστέρων κατάλαβε πως, ως ένα βαθμό αδίκησε τον Ζαχαριάδη, ασκώντας του κριτική για το θέμα. Κι όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τι εννοεί, όταν λέει πως αδίκησε τον Ζαχαριάδη, υπογράμμισε: “Όπως τα πίστευα εγώ για το λεγόμενο “πισώπλατο χτύπημα” μπορεί και ο Ζαχαριάδης πραγματικά να τα πίστευε. “.
Αυτή είναι συνοπτικά η ιστορία το υποτιθέμενου πισώπλατου χτυπήματος στο Καϊμακτσαλάν, που είτε έγινε – είτε όχι, δεν αναιρεί τα ιστορικά γεγονότα, γύρω από τη συνολική στάση της Γιουγκοσλαβίας απέναντι στο ΚΚΕ και τον ΔΣΕ, μετά τη σύγκρουση με το Ινφορμπιρό. Δεν αναιρεί ούτε τη στροφή της Γιουγκοσλαβίας προς τους Αγγλοαμερικάνους, ούτε την υπονόμευση του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού, ούτε, πολύ περισσότερο, την προδοσία αυτού του αγώνα, την εγκατάλειψη της επαναστατικής αλληλεγγύης και του προλεταριακού διεθνισμού από το ΚΚΓ. Βεβαίως, μπορούν να βρεθούν πολλές δικαιολογίες – άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο πειστικές – γι’ αυτή τη στάση. Όμως, εκείνο που μετράει και έχει σημασία είναι ο χαρακτήρας της στάσης του γιουγκοσλάβικου κόμματος και οι συνέπειές της. Οπως δεν πρέπει να υποβαθμίζεται ή πολύ περισσότερο να ξεχνιέται και να διαγράφεται η σημαντική βοήθεια, που έδωσε η Γιουγκοσλαβία στον ΔΣΕ την περίοδο 1946 – 1948, άλλο τόσο δεν πρέπει να λησμονείται και τι έγινε από κει και μετά.
ΤΟ ΣΤΙΛΕΤΟ ΤΟΥ ΤΙΤΟ ΧΤΥΠΑ ΠΙΣΩΠΛΑΤΑ ΤΗ ΛΑΪΚΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ
Το λαϊκοεπαναστατικό κίνημα στη χώρα μας αντιμετώπιζε και στο παρελθόν, όταν το Δεκέμβρη του 1944 είχαμε την ένοπλη αγγλική επέμβαση, αντιμετωπίζει και σήμερα σοβαρές δυσκολίες στον τραχύ δρόμο προς τη νίκη. Ο κάθε κάτοικος στη χώρα αυτή ξέρει, ότι αν ελειπε η ανοιχτή και ολόπλευρη υποστήριξη, που οι άγγλοι και οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές δίνουν στους έλληνες αντιδραστικός, ο μοναρχοφασισμός στην Ελλάδα δε θα μπορούσε ούτε λίγους μήνες να κρατηθεί. Οι κύριες δυσκολίες μας ξεκινάν απ΄ το γεγονός ότι ο αγγλοαμερικανικός ιμπεριαλισμός επιμένει να κρατήσει στην Ελλάδα, τόσο γιατί του παρέχει μια εξαιρετικής σπουδαιότητας στρατηγική θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο και γιατί τη χώρα μας την οργανώνει κα θέλει να τη διατηρήσει για να τη χρησιμοποιήσει σαν στρατιωτικοπολεμικό προγεφύρωμα ενάντια στις χώρες της λαϊκής δημοκρατίας και τη Σοβιετική Ένωση. Είναι γνωστές από παλιά οι ερωτοτροπίες και οι προθέσεις του Τσόρτσιλ προς αυτή την κατεύθυνση.
Όταν όμως πέρσι ο μοναρχοφασισμός είχε στο Γράμμα-Βίτσι τη στρατιωτική αποτυχία του και είδε να καταρρέουν οι στρατηγικές επιδιώξεις του για το 1948, κλονίστηκε και η θέση του ξένου ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα. Το λαϊκοεπαναστατικό κίνημα και ο ΔΣΕ προωθούσαν και στερέωναν τη θέση τους στην Πελοπόννησο, Ρούμελη και Θεσσαλία και στα νησιά Σάμο, Εύβοια. Μα και σε μια σειρά άλλα νησια, όπως η Μυτιλήνη, Ικαρία, Κεφαλονιά, Κρήτη ο μοναρχοφασισμός αποδεικνυότανε ανίκανος, παρά την τεράστια υπεροχή του, να πνίξει και να εξοντώσει το κίνημα μας.
Η αντίδραση στη χώρα μας περνούσε δύσκολες στιγμές. Οι εκθέσεις της ανώτατης μοναρχοφασιστικής στρατιωτικής ηγεσίας, στο πρόσωπο τέτοιων στρατηγών όπως οι Παπάγος, Βεντήρης, Τσακαλώτος, ομολογούσαν ανοιχτά ότι το ηθικό του στρατού των παρουσίαζε κάμψη. Τουφεκίστηκαν εκατοντάδες φαντάροι και αξιωματικοί. Ο Παύλος μίλησε για ηθική κρίση στο στρατό. Τα οικονομικά χάλια της κλίκας της Αθήνας δεν ήταν καλύτερα. Και η πολιτική κρίση υποσκάψτε ολοένα και πιο βαθιά τα θεμέλια του μοναρχοφασισμού. Ξένοι και ντόπιοι πολιτικοί παράγοντες, που κάθε άλλο παρά φίλοι μας μπορούσαν να θεωρηθούν, μόνο σε μια ειρηνική λύση και συνεννόηση άρχισαν να βλέπουν μια κάποια διέξοδο για την αντίδραση. Τα πράγματα για τους αμερικάνους δεν πήγαιναν και τόσο καλά και στην Αμερική ακούστηκαν φωνές ότι τζάμπα ξοδεύουν τα δολάρια τους στην Ελλαδα.
Τη στιγμή ακριβώς που η κρίση του μοναρχοφασισμού έτεινε προς την οξύτητα αυτή, παρουσιάστηκε η προδοσία του Τιτο. Και το γεγονός αυτό ήρθε να προσθέσει μια καινούργια σοβαρή δυσκολία στο Λαϊκοδημοκρατικό μας κίνημα, γιατί από τη μια μεριά διασπούσε την ενότητα της λαϊκοδημοκρατικής αλληλεγγύης προς τον αγώνα μας, ενώ από την άλλη δεκαπλασίαζε την απόφαση των αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών να διατηρήσουν με κάθε θυσία την Ελλάδα γιατί έτσι μόνο θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν την προδοσία της κλίκας του Τίτο και να ευρύνουν το προγεφύρωμα τους στα Βαλκάνια, ενώ ταυτόχρονα αναπτέρωνε το ξεπεσμένο ηθικό του μοναρχοφασισμού και του ‘δινε καινούργιο κουράγιο. Η προδοσία του Τίτο ευκόλυνε τους Αμερικάνους στο να κρατήσουν την Ελλάδα και το κράτημα της Ελλάδας έκανε δυνατή την ολοκληρωτική αξιοποίηση της προδοσίας του Τίτο. Αυτές είναι οι συνέπειες της τιτικής προδοσίας. Το κίνημα μας δεχότανε μια μαχαιριά πισώπλατα.
Οι Τίτο και Τζιας μπορούν να ξεφωνίζουν τώρα όσο θέλουν ότι οι αντάρτες στην Ελλάδα άρχισαν να χάνουν το ηθικό τους και την πίστη τους προς τη νίκη. Γεγονός όμως παραμένει ότι κανένας άλλος δε χάρηκε τόσο από την προδοσία τους όσο οι έλληνες μοναρχοφασίστες και οι ιμπεριαλιστές δεσπότες τους . Και γεγονός ακόμα παραμένει, που επιβεβαιώνεται από την προδοσία αυτή, ότι το Λαϊκοδημοκρατικό κίνημα στη χώρα μας δε γνώρισε, ακόμα απ’ τον καιρό της πρώτης κατοχής, τόσο ύπουλο και βδελυρό εχθρό, όσο η συμμορία του Τίτο. Αξίζει να σταθούμε στο ζήτημα αυτό.
Ο μεγαλοσερβικός σωβινισμός της κλίκας του Τίτο εκδηλώθηκε απέναντι στο κίνημα αντίστασης στην Ελλάδα απ’ τα 1943 κι ‘ολας και παρουσιαζότανε με την παρακάτω θεση: Το ΚΚΕ ακολουθεί εσφαλμένη πολιτική, προδίνει τον αγώνα. Προδότης είναι και ο Ζαχαριάδης. Ο Λαός της Μακεδονίας του Αιγαίου μπορεί να βρει την απελευθέρωση του μόνο στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας. Πρωταρχικό καθήκον για όλους του μακεδόνες πατριώτες μπαίνει η πάλη ενάντια στο ΚΚΕ και το ΕΑΜ και η συνεργασία με το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας. Αυτή ηταν η θεση της κλίκας του Τίτο απ’ τα 1943 και δω. Αυτή τη γραμμή εφάρμοζε από τότε κιόλας, στη Μακεδονία του Αιγαίου, το πρωτοπαλίκαρο του Τιτο, ο Τέμπο (Μπουκμανοβιτς), αυτή τη γραμμή εφάρμοζε από τότε ο κύριος πράκτορας τους Γκότσε. Την ίδια γραμμή ακολουθά τώρα και η συμμορία των Γκότσε-Κεραμιτζιέφ. Χιλιάδες πράκτορες έστειλε στα χρόνια αυτά η κλίκα του Τίτο μέσα στο ΚΚΕ καιι στο ΕΑΜ. Υπονόμευση του ΚΚΕ, διάσπαση του λαϊκοαπελευθερωτικού αγωνα μας – αυτή τη δουλειά κάνουν οι πράκτορες αυτοί. Και πρέπει να το πούμε ανοιχτά, ότι η ελληνική αντίδραση και ο αγγλοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν μπορούσαν να βρουν καλύτερο σύμμαχο στον αγώνα τους που έκαναν και κάνουν ενάντια στο λαϊκοδημοκρατικό κίνημα στην Ελλάδα.
Η κλίκα του Τίτο εξαπατούσε το λαό της Μακεδονίας του Αιγαίου όταν του έλεγε ότι τη λευτεριά του θα την έβρισκε μόνο στην ένωση του με την Γιουγκοσλαβία, ξεκόβοντας και πολεμώντας το ΚΚΕ, που χε προδώσει, όπως έλεγε η κλίκα αυτή. Ο μαρξισμός-λενινισμός λέει ότι το εθνικό ζήτημα στην κάθε χώρα και γενικά. είναι στην εποχή του ιμπεριαλισμού μια εφεδρεία του προλεταριακού-επαναστατικού κινήματος και ότι μόνο σε συμμαχία μ’ αυτό μπορεί να λυθεί έτσι όπως συμφέρει στο λαό. Η κεφαλαιοκρατική αντίδραση καταβάλλει παντού κάθε προσπάθεια να ματαιώσει τη συμμαχία αυτή.
Ο λαός της Μακεδονίας του Αιγαίου είχε γνωρίσει πάντα στο ΚΚΕ τον πιο πιστό σύμμαχο και υπερασπιστή. Μόνο η νίκη της Λαϊκής Δημοκρατίας στην Ελλάδα θα έλυνε και το εθνικό ζήτημα για το λαό της Μακεδονίας του Αιγαίου. Η κλίκα του Τίτο, επιδιώκοντας το σοβινιστικό μεγαλοσέρβικο σκοπό της, να προσαρτήσει τη Μακεδονία του Αιγαίου μαζί με τη Θεσσαλονίκη, οργάνωσε την υπόσκαψη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ , και τη διάσπαση του Λαϊκοδημοκρατικού κινήματος στην Ελλάδα, στρέφοντας τους μακεδόνες ενάντια στους έλληνες εργαζόμενους. Έτσι η κλίκα του Τίτο χτυπούσε το μόνο κίνημα, που η επικράτηση του και μόνο θα εξασφάλιζε την εθνική αποκατάσταση των μακεδόνων του Αιγαίου. Σαν αντιστάθμισμα, τους πρότεινε την ένωση τους με την τιτική Γιουγκοσλαβία, ένωση που μπορούσε να γίνει μια και ο Τίτο χτυπούσε και υπονόμευε το λαϊκοαπελευθερωτικό κίνημα στην Ελλάδα, ή με τη συγκατάθεση των ιμπεριαλιστικών αφεντικών στην Ελλάδα, και τέτοιες διαπραγματεύσεις γίνονται και τώρα, ή με τυχοδιωκτικό πόλεμο ενάντια στο μοναρχοφασισμό και τους πατρόνες του, πράγμα που ο Τίτο δε μπορούσε ούτε να το σκεφθεί, γιατί τα πυρά του τα έστρεφε πάντοτε στο ΚΚΕ και το ΕΑΜ.
Αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε εδώ μια σχετική, πολύ χαρακτηριστική “λεπτομέρεια”. Όταν τον Οκτώβρη του 1944 οι άγγλοι αποβιβάσθηκαν στην Ελλάδα ο μπαζιμπουζούκος του Τιτο, Τέμπο (Μπουκμάνοβιτς), που πρωτοστατούσε στις συκοφαντίες κατά του ΚΚΕ δήλωσε σε κομμουνιστές της Μακεδονίας του Αιγαίου ότι από τον Τίτο ζήτησε δυο μεραρχίες για να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Τότε δεν είχε γίνει ακόμα ο Δεκέμβρης και οι εγγλέζοι δεν ήταν ακόμα διόλου σίγουροι ότι θα κρατήσουν την Ελλάδα. Και τώρα είναι ολοφάνερο ότι οι άγγλοι ιμπεριαλιστές θα προτιμούσαν τότε τη Θεσσαλονίκη να την πάρει ο Τίτο, παρά να μείνει στο ΚΚΕ και τον ΕΛΑΣ.
Τότε, τον Οχτώβρη του 1944, οι άγγλοι έκαναν ρίψεις όπλων στο αεροδρόμιο της Χρουπίστας από όπου τα μετέφεραν στο Βαψώρι και τα παράδιναν στους πράχτορες του Τίτο και του Τέμπο, Γκότσε και Πέιο, για να τα χρησιμοποιήσουν κατά του ΕΛΑΣ. Οι Γκότσε και Πέιος είχαν σχηματίσει στο διάστημα της χιτλεροφασιστικής κατοχής ομάδες μακεδόνων που συνεργαζόταν με τον Τέμπο. Σήμερα για μας είναι αποδεδειγμένο ότι ο άγγλος Εβανς, που ήταν αντιπρόσωπος της αγγλικής στρατιωτικής αποστολής στην Μακεδονία, επέμεινε ξεχωριστά στο να δημιουργηθούν οι ομάδες αυτές, που οι ηγέτες τους Γκότσε- Πέιος- Κερμαιτζιέφ παίξανε διασπαστικό, ενάντια στο λαϊκοεπαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα, ρόλο, όχι μόνο στα 1943-44 μα και στα 1945-46, κάτω από την καθοδήγηση του άγγλου προξένου στην Φλώρινα (!) Χιλς.
Ο Χιλς είναι που στα 1945-46 οργάνωσε στη Μακεδονία του Αιγαίου αυτονομιστικό κίνημα για να τους στρέψει ενάντια στο ΕΑΜ. Εδώ οι επιδιώξεις του συνέπιπταν με τις επιδιώξεις του Τίτο-Τέμπο.
Το Δεκέμβρη του 1944, ο Τίτο που ονειρευότανε να αρπάξει τη Θεσσαλονίκη από μια Λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα, δεν έκανε απολύτως τίποτα, παρά τα παχιά του λόγια, για να μας βοηθήσει ενάντια στους άγγλους. Το μόνο που έκανε ήταν να μεγαλώσει ακόμα πιο πολύ τη συκοφαντία του για προδοσία του ΚΚΕ κατά πρώτο λόγω μέσα στο λαό της Μακεδονίας του Αιγαίου. Το αποτέλεσμα ήταν να εξασθενεί και να διασπά ο Τίτο το κίνημα μας και να δημιουργεί ένα ρεύμα προσφυγιάς μακεδόνων στη Γιουγκοσλαβία. Έτσι από τη μια μεριά άδειαζε σιγά-σιγά η Μακεδονία του Αιγαίου από τους μακεδόνες, πράγμα που τόσα χρόνια επεδίωκε ο μοναρχοφασισμός για να αλλοιώσει την εθνολογική σύνθεση στη Μακεδονία του Αιγαίου, ενώ απ΄ την άλλη, οι Τίτο και Κολισέφκσι στρατολογούσαν και εκπαίδευαν, μέσα από τους πρόσφυγες αυτούς, πράχτορες, που κατοπινά τους έστελναν στην Ελλάδα ενάντια στο ΚΚΕ, το ΕΑΜ και το λαϊκοεπαναστατικό μας κινημα.
Έτσι τα χειροπιαστά και αναμφισβήτητα γεγονότα δείχνουν ότι τουλάχιστο από το 1943 και δω το ΚΚΕ και το επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα βρισκότανε και βρίσκεται ανάμεσα σε δυο πυρά. Από τη μια μεριά οι ξένοι ιμπεριαλιστές με τους μοναρχοφασίστες και από την άλλη μεριά η κλίκα του Τίτο με εκτελεστικά όργανα της τη συμμορία Γκότσε- Κεραμιτζίέφ, που διέθετε και διαθέτει και σήμερα ακόμα εκατοντάδες πράκτορες της ΟΖΝΑ και του ΙΙ Γραφείου του Γιουγκοσλαβικού Γενικού Επιτελείου στη Μακεδονία του Αιγαίου.
Ο Γκότσε στα 1944 ύστερα από διαταγή από τα Σκόπια, πήρε το σύνταγμα του και έφυγε στη Γιουγκοσλαβία προδίνοντας τον ΕΛΑΣ. Τώρα στα Σκόπια και οι Γκότσε- Κεραμιτζιέφ έχουν την έδρα τους και από κει οργανώνουν τις λιποταξίες από το ΔΣΕ. Στο ραδιοφωνικό σταθμό στα Σκόπια ομιλητής είναι λιποτάχτης του ΔΣΕ. Η ΚΕ του ΚΚΕ αποφάνθηκε επανειλημμένα προς την ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, της κατήγγειλε με συγκεκριμένα και αδιάψευστα στοιχεία και γεγονότα τις αντεπαναστατικές αυτές πράξεις των πρακτόρων της και ζήτησε να σταματήσουν.
Η ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας ποτέ δεν πήρε κανένα μέτρο για να σταματήσει η κατάσταση αυτή.
Σήμερα πια έχει αποδειχθεί ότι ο Χρήστος Βλάχος που δολοφόνησε το 1947 στη Θεσσαλονίκη το Γιάννη Ζεβγό, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, ήταν πράκτορας της ΟΖΝΑ, που εκπαιδεύτηκε στα Σκόπια. Η ΟΖΝΑ τον έστειλε στη Θεσσαλονίκη όπου εγινε όργανο του πράκτορα της Ιντελλιτζενς Σέρβις στρατηγού Ζέρβα και δολοφόνησε το Ζέβγο. Πέντε μοναρχοφασίστες αιχμάλωτοι αξιωματικοί και ανάμεσα τους και δήμιοι του λαού, με τη βοήθεια πρακτόρων της ΟΖΝΑ έφυγαν από το στρατόπεδο αιχμαλώτων και κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία.
Η ΚΕ του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας δήλωσε άγνοια για το ζήτημα αυτό, ενώ εμείς της καταγγείλαμε πότε έγινε και από ποιο σημείο πέρασαν τα σύνορα και ενώ γιουγκοσλάβοι αξιωματικοί και στρατιώτες φρουροί στα σύνορα μας ομολόγησαν ότι οι μοναρχοφασίστες πέρασαν στη Γιουγκοσλαβία, παρ’ ότι είχαν διαταγή από το Βελιγράδι να δηλώσουν άγνοια.
Δεκάδες πράκτορες της ΟΖΝΑ και του ΙΙ Γραφείου του Γιουγκοσλαβικού Γενικού Επιτελείου πιάσαμε μέχρι σήμερα. Το Δεκέμβρη του 1948 πιάσαμε στην Πρέσπας δυο πράκτορες της ΟΖΝΑ, τους Γούναρη Μένο και Μάλιο Μήτσο.
Οι πράχτορες αυτοί έδωσαν πλήρη στοιχεία, τα ονόματα των αξιωματικών της ΟΖΝΑ που τους έστειλαν και τη συγκεκριμένη αποστολή που τους έδωσαν. Το στρατοδικείο του ΔΣΕ τους καταδίκασε σε θάνατο.
Εμείς ρωτήσαμε το Βελιγράδι αν θέλει να τους επιστρέψουμε τους δυο κατάσκοπους του γιατί αλλιώς θα τους τουφεκίζαμε. Το Βελιγράδι αρνήθηκε όμως τους κατασκόπους του, παραδίνοντας τους έτσι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Και οι δυο ήταν μακεδόνες, γι αυτό και η ζωή τους δεν ενδιέφερε και τόσο τους μεγαλοσέρβους σωβινιστές.
Το ΚΚΕ διαθέτει σωρεία από παρόμοιες αδιάψευστες αποδείξεις για τον προδοτικό και διασπαστικό ρόλο της κλίκας του Τίτο ενάντια στο επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα. Ολα αυτά αποδείχνουν πάντα το ίδιο πράγμα. Η εθνικιστική συμμορία της προδοτικής γιουγκοσλαβικής ηγεσίας στάθηκε πάντα ο πιο θανατερός εχθρός για το ΚΚΕ και ο πιο πιστός σύμμαχος του μοναρχοφασισμού και του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού, ενάντια στο λαϊκό επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα.
Τα τελευταία γεγονότα αποδείχνουν για μια ακόμα φορά περίτρανα ότι η κλίκα του Τίτο βοηθούσε και βοηθά πάντα, τώρα όλο και πιο ανοιχτά τη ντόπια και διεθνή αντίδραση ενάντια στο λαό της Ελλάδας. Το ανακοινωθέν του ΓΑ του ΔΣΕ της 6ης Ιούλη του 1949 αποκάλυψε ότι τα μοναρχοφασιστικά στρατεύματα στις 5 Ιούλη 1949 χρησιμοποίησαν το γιουγκοσλαβικό έδαφος για να υπερφαλαγγίσουν τους αντάρτες στο Καϊμακτσαλάν. Την ίδια μέρα το πρακτορείο “Ελεύθερη Ελλάδα” στηριζόμενο σε επίσημα μοναρχοφασιστικά στοιχεία, δηλαδή στην αναφορά του διοικητή του 516 μοναρχοφασιστικού τάγματος, αντισυνταγματάρχη Πετρόπουλου, προς το διοικητή του Γ’ Σώματος Στράτου, αντιστράτηγο Γρηγορόπουλο, αποκάλυπτε ότι στις 4 του Ιούλη 1949, δηλαδη μια μερα πριν χρησιμοποιηθει το γιουγκοσλαβικο εδαφος από τους μοναρχοφασίστες, στην περιοχή Ποποβόλοσι, στο Καϊμακτσαλάν, έγινε συνάντηση γιουγκοσλάβων και μοναρχοφασιστών αξιωματικών που είχαν επικεφαλής τους τον αντισυνταγματάρχη Πετρόπουλο, αυτόν που έκανε την αναφορά. Στη συνάντηση παραβρέθηκαν και αμερικάνοι και άγγλοι αξιωματικοί.
Το πρακτορείο “Τανγιουγκ” δεν διέψευσε το γεγονός ότι έγινε τέτοια συνάντηση. Εκπρόσωπος του Υπουργείου των ΅Εξωτερικών της Αγγλίας που ρωτήθηκε για τη συνάντηση αυτή δεν την αρνήθηκε. Ουτε ο Τίτο στο λόγο του, στην πόλη της Ιστρίας στις 11-7-49 αρνήθηκε τη συνάντηση αυτή. Θέλησε μόνο να διαψεύσει, όπως και το “Τανγιουγκ”, ότι έγινε συμφωνία για χρησιμοποίηση του γιουγκοσλάβικου εδάφους από τους μοναρχοφασίστες. Κατηγόρησε το ραδιοσταθμό της “Ελεύθερης Ελλάδας”, ότι είπε τέτοιο πράγμα, ενώ γεγονός είναι ότι το πρακτορείο “Ελεύθερη Ελλάδα” ανάφερε ξεχωριστά πρώτα το γεγονός της συνάντησης στις 4-7-49 και το γεγονός της χρησιμοποίησης του γιουγκοσλαβικού εδάφους από τους μοναρχοφασίστες στις 5-7-49.
Έτσι είχαν τα πράγματα όταν στις 21 Ιούλη 1949 στην Αθήνα η Βαλκανική Επιτροπή του ΟΕΕ, εξέδωσε ένα ανακοινωθέν που αποκλειστικό σκοπό έχει να καλύψει τη συνεργασία της κλίκας του Τίτο με το μοναρχοφασισμό που αποκάλυψαν το ΓΑ του ΔΣΕ και το πρακτορείο “Ελεύθερη Ελλάδα” στις 6 του Ιούλη 1949.
Το ανακοινωθέν αυτό της ΒΕ του ΟΕΕ είναι πραγματικά πολύ εύγλωττο, γιατί : πρώτο, για πρώτη φορά στην ιστορία της ομολογεί ότι οι μοναρχοφασίστες στο Καϊμακτσαλάν παραβίασαν πολλές φορές το γιουγκοσλαβικό έδαφος. Όχι όμως με στρατό, μα μόνο με πυροβολικό και αεροπορία.
Αυτό γίνεται για να καλυφθεί το γεγονός ότι στις 5-7-1949 ο μοναρχοφασιστικός στρατός χρησιμοποίησε το γιουγκοσλαβικό έδαφος για να υπερφαλαγγίσει τα τμήματα μας στο Καϊμακτσαλάν.
Δεύτερο, το ανακοινωθέν της ΒΕ του ΟΕΕ αναγνωρίζει ότι έγινε συνάντηση στο Καϊματσαλάν με γιουγκοσλάβους αξιωματικούς. Μα κάνει πάλι τις εξής πλαστογραφιες. Μετατοπίζει τη συνάντηση στις 7-7-49 και ισχυρίζεται ότι έγινε με παρατηρητές του κλιμακίου Θεσσαλονίκης της ΒΕ του ΟΕΕ.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η ΒΕ χρειάστηκε πάνω από δυο βδομάδες για να μιλήσει, ενώ, όταν πρόκειται για τις συκοφαντίες της, τις ξαπολά αμέσως, την ίδια μέρα, όπως έγινε με το ανακοινωθέν της 22-7-49, που ισχυρίζεται ότι την ίδια μέρα αεροπλάνο της βλήθηκε από τους αντάρτες της με αντιαεροπορικό από αλβανικό έδαφος.
Οι γιουγκοσλάβοι αξιωματικοί έκαναν προκαταβολικά τη δήλωση που επανάλαβε ο Τίτο στην Πλα στις 11-7-49 ότι θα κλείσει τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα. Αυτό ξεσκεπάζει την υποκρισία του προβοκάτορα. Τα αποκαλυπτήρια τα κάνει η ίδια η ΒΕ που βγάνει στα φορά ότι οι γιουγκοσλάβοι αξιωματικοί στις 7-7 είχαν κιόλας δηλώσει ότι τα σύνορα κλείστηκαν, ενώ ο Τίτο στις 11-7 δήλωνε στην Πόλα ότι αποφάσισε να αρχίσει να κλείνει προοδευτικά τα σύνορα πουταν κιόλας κλεισμένα!
Για τη δήλωση αυτή του Τίτο οι “Ταϊμς” του Λονδίνου σε κύριο άρθρο τους της 14-7-49 έγραψαν : “Τίποτε δεν θα προσέφερε μεγαλύτερη βοήθεια στον ελληνικό στρατό από το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων από τον Τίτο”.
Και σε αυτό οι “Ταϊμς” έχουν απόλυτα δίκιο. Γιατί σήμερα ενόψει της Γενικής Συνέλευσης του ΟΕΕ και μπροστά στην αδυναμία τους να πετύχουν ένα στρατιωτικό αποφασιστικό αποτέλεσμα, ο μοναρχοφασισμός και οι αμερικανοάγγλοι ιμπεριαλιστές συγκεντρώνουν την προσοχή τους και στο διπλωματικό πεδίο, όπου στρέφουν τα πυρά τους ενάντια στη Βουλγαρία και την Αλβανία, με το ίδιο πάντα παραμύθι, ότι ο ΔΣΕ υπάρχει μόνο γιατί ενισχύεται από τις χώρες αυτές και ότι μπορεί να σταματήσει μόνο όταν κλείσουν τα σύνορα από ξένες στρατιωτικές δυνάμεις.
Έτσι οι ιμπεριαλιστές επιδιώκουν να καταφέρουν με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια.
Να φέρουν στρατό για να πετύχουν ενάντια στο ΔΣΕ αυτό όπου απότυχε ο μοναρχοφασισμός και να συγκεντρώσουν στρατιωτικές δυνάμεις στην Ελλάδα για τις ευρύτερες τυχοδιωκτικές επιδιώξεις τους. Προς την κατεύθυνση αυτή η παγκόσμια αντίδραση ξεσηκώνει μια πρωτοφανή σε ένταση και φωνασκίες καμπάνια γύρω από το ελληνικό.
Κινητοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται όλα τα μέσα και όλες οι δυνάμεις σε όλες τις μικρές και μεγάλες κεφαλαιοκρατικές χώρες. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή έρχεται η δήλωση του Τίτο για το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων να δώσει υπόσταση στον κύριο ιμπεριαλιστικό ισχυρισμό ότι το κύριο πρόβλημα στο ελληνικό ζήτημα είναι η βοήθεια απέξω προς το ΔΣΕ και κατά συνέπεια το κλείσιμο των συνόρων.
Η δήλωση του Τίτο δίνει έτσι ένα αναπάντεχο επιχείρημα στους ιμπεριαλιστές, τους επιτρέπει να δυναμώσουν τη συκοφαντική εκστρατεία και την πίεση τους ενάντια στην Αλβανία και τη Βουλγαρία και να παρασύρουν πιο εύκολα τις καθυστερημένες μαζες στις χώρες τους προς την κατεύθυνση μιας ένοπλης ανάμιξης στην Ελλάδα.
Να γιατί έχουν δίκιο οι “Ταϊμς” όταν διαπιστώνουν ότι η δήλωση του Τίτο για το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων “προσφέρει τη μεγαλύτερη βοήθεια στον ελληνικό στρατό”.
Και να μια απόδειξη γι αυτό. Στις 15-7-49, δηλαδή την άλλη μέρα από τη δημοσίευση του άρθρου των ¨Τάιμς, η 42η μοναρχοφασιστική ταξιαρχία εξέδωσε την 141.600 εμπιστευτική διαταγή της όπου ανάμεσα στ’ άλλα έλεγε: “ανηγγέλθη ότι ο Τίτο Γιουγκοσλαβίας διέταξε κλείσιμο συνόρων προς Ελλάδα. Δήλωσης αυτή αποτελεί ανεπανόρθωτο πλήγμα δια κομμουνιστικό μέτωπο. Τίτο αντελήφθη ότι εις κομμουνιστικό συγκρότημα κινδυνεύει αυτή η ύπαρξης εθνικού σέρβικου κομμουνιστικού κράτους. Ετάχθη ως εκ τούτου αντιμέτωπος προς την κλίκα αυτήν. Πρώτη και σημαντική εκδήλωσις τούτου είναι αναγγελθέν κλείσιμο συνόρων. Γεγονός να εξαρθεί εις άπαντας αξιωματικούς και οπλίτες”.
Τα σχολια πρειττεουν.
Και πριν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό πρέπει να πούμε δυο λόγια και για την τελευταία εκδήλωση της παρέας του Τιτο.
Ύστερα από τις αποκαλύψεις που γίνονται μπροστά στην προοδευτική ανθρωπότητα και το γιουγκοσλαβικό λαό για την προδοσία της κλίκας του Τίτο απέναντι στο Λαϊκοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού λαού, η προδοτική γιουγκοσλαβική ηγεσία βρέθηκε υποχρεωμένη να κινητοποιήσει και άλλο μεγάφωνο της για να προσπαθήσει να θολώσει τα νερα.
Έτσι, ύστερα από τον Τίτο και τον Τζίλας στο προσκήνιο εμφανίστηκε και ο Καρντελ με τις δηλώσεις του στο “Τανγιουγκ” στις 23 του Ιουλη 1949, γύρω από το ελληνικό. Το τροπάρι αρχίζει με τον ίδιο χαβά: συμπαθούμε τον αγώνα του λαού της Ελλάδας και τον βοηθήσαμε.
Όμως, λέει ο Καρντελ, οι έλληνες αντάρτες είναι αγνώμονες και προσχωρήσαν και αυτοί στις ραδιουργίες κατά της νέας Γιουγκοσλαβίας. Ο Καρντελ τα διαψεύδει όλα και τις συνεννοήσεις με τον Τσαλδάρη και τις συνομιλίες στο Καϊμακτσαλάν και τη χρησιμοποίηση του γιουγκοσλαβικού εδάφους από τους μοναρχοφασίστες.
Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, λέει μια ελληνική παροιμία. Αυτό έπαθε και ο Καρντελ ,που δεν είχε την υπομονή να διαβάσει πρώτα το ανακοινωθέν της Βαλκανικής Επιτροπής που αναφέρουμε πιο πάνω και που αφήνει τώρα τον Καρντελ και την παρέα του στα κρύα του λουτρού. Ο Καρντελ, ενώ πήγαινε να τον καλύψει, την έπαθε σαν τον ίδιο τον Τίτο που δεν φρόντισε και αυτός να ρωτήσει τα αφεντικά του και έτσι έκανε τη δήλωση του για το ότι θα κλείσει προοδευτικά τα σύνορα, μέρες ολόκληρες ύστερα από την επίσημη βεβαίωση των αξιωματικών του προς τους μοναρχοφασίστες αξιωματικούς και τη ΒΕ του ΟΕΕ ότι τα σύνορα είναι κιόλας κλειστά. Έτσι η ΒΕ που πήγαινε να ξελασπώσει τον Τίτο τον βοήθησε όπως το σκοινί τον κρεμασμένο.
Ύστερα από όλες τις ντοκουμενταρισμένες αποκαλύψεις που παραθέσαμε πιο πάνω και που δεν αποτελούν παρά το πολλοστημόριο από αυτά που μπορεί κανείς να πει για τα εγκλήματα της κλίκας του Τίτο ενάντια στο λαό της Ελλάδας, καταλαβαίνει κανείς τι αξία μπορεί να χουν τα γαυγίσματα του Καρντελ ότι η ηγεσία του ΚΚΕ θυσιάζει, πάλι τώρα, τον ελληνικό δημοκρατικό αγώνα.
Συνεχίζεται όπως βλέπουμε η παλιά τιτική ταχτική, ότι το ΚΚΕ είναι προδοτικό, ταχτική που χρόνια κάλυπτε τη συνεργασία του Τίτο και Σια με τους μοναρχοφασίστες και τους αμερικανοάγγλους ιμπεριαλιστές, μα που τώρα ξεσκεπάστηκε οριστικά.
Καταλήγει ο Καρντελ με τις ιησουΐτικες βεβαιώσεις ότι η νέα Γιουγκοσλαβία συμπαθεί πάντα το κίνημα του λαού της Ελλάδας, ότι όπως δε μπορεί με το στανιό να του επιβάλλει τη βοήθεια της και ότι σ’ όλα τα φταίνε οι συκοφαντίες του Τίτο από το Ινφορμπιρο.
Εμείς για τις συμπάθειες του γιουγκοσλαβικού λαού δεν αμφιβάλαμε ποτέ. Όσο για το ποιος φταίει μας το ΄παν οι “Ταϊμς” του Λονδίνου, όταν βεβαιώνουν ότι με τις δηλώσεις του στην Πόλα ο στρατάρχης Τίτο έδωσε προκαταβολικά τις προφορικές εγγυήσεις που χρειάζονταν οι αμερικανοί για να του δώσουν τα δολάρια που χρειάζεται. Ξέχασαν μόνο να προσθέσουν οι “Ταϊμς” ότι, πριν από την Πόλα, στο Καϊμακτσαλάν όπως αποκάλυψε η ΒΕ του ΟΕΕ, ο Τίτο είχε κιόλας δώσει τις υλικές αποδείξεις της προδοσίας. Ετσι η παρέμβαση του Καρντελ, χωρίς να προσθέσει τίποτα το ουσιαστικό, κατέρριψε μόνον το ρεκόρ στην τιτική υπουλότητα και υποκρισία.
Οι κατάπτυστοι προδότες Τίτο-Τζίλας και Σια, για να καλύψουν την προδοσία τους, ξεφωνίζουν τώρα ότι οι έλληνες αντάρτες χάνουν πια το ηθικό τους και την πιστη τους προς τη νικη. Γεγονός είναι ότι οι προδότες από την πλευρά τους και με τους πράκτορες της ΟΖΝΑ και του ΙΙ Γραφείου κάνουν όλα όσα περνούν για να υποσκάψουν το ηθικό μας και τη νίκη μας. Μα γεγονός επίσης είναι ότι με αυτά που λένε και κάνουν επαναλαμβάνουν μόνο τα λόγια και τα έργα των ιμπεριαλιστών αφεντικών τους που είναι αφεντικά και για τους μοναρχοφασίστες.
Χαρακτηριστικά το ΒΒC στην εκπομπή του στα ελληνικά της 22-7-49 ώρα 20.30. επαναλαμβάνει το τροπάρι που αναμασά η αντίδραση σ’ όλον τον κόσμο: το ηθικό των ανταρτών καταπίπτει.
Ο Τιτο ξεσκεπάστηκε οριστικά σαν προβοκάτορας και πράκτορας του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Μέσα στη Γιουγκοσλαβία εξοντώνει τους κομμουνιστές, γδέρνει τους εργάτες και τους αγρότες και στηρίζεται στους κουλάκους, τους τσέσνικι, στους ουστασι. Γι αυτό ο Βασιλιάς Πέτρος δήλωσε στις 22-7, όπως μεταδοσε η Ρωμη: Οι μοναρχικοί στη Γιουγκοσλαβία θα απόσχουν από κάθε επαναστατικοί ενέργεια κατά του καθεστώτος.
Ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός τον χρησιμοποιεί σήμερα σαν κύριο όργανο του στην πάλη ενάντια στον ΔΣΕ και στα λαϊκοδημοκρατικά καθεστώτα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Και τον έχει σύμμαχο στην τερατώδικη συκοφαντική εκστρατεία ενάντια στο λαϊκοδημοκρατικό κίνημα στη χώρα μας.
Σκοπός της καμπάνιας αυτής είναι να παραπλανήσουν όσους ευκολόπιστους βρουν, να πετύχουν ένοπλη ανάμιξη στην Ελλάδα, και να ματαιώσουν έτσι την ειρήνευση στη χώρα μας που το πραγματοποιήσιμο της, τόσο χειροπιαστά και τόσο πειστικά το ΄δειξαν οι προτάσεις της Σοβιετικής κυβέρνησης για την ειρήνευση στην Ελλάδα, προτάσεις που τόσο συγκίνησαν την παγκόσμια κοινή γνώμη,
Η προδοσία του Τίτο και η μακρόχρονη υπονομευτική δουλειά του ενάντια στο λαϊκοημοκρατικό κίνημα στην Ελλάδα μας δημιούργησαν σοβαρές δυσκολίες. Μας μπήχουν το μαχαίρι στην πλάτη.
Ο Τίτο μισεί θανάσιμα το λαϊκοαπελευθερωτικό μας κίνημα και το πολεμά λυσσασμένα. Γιατί ξέρει ότι αν νικήσουμε εμείς η προδοσία του θα κινδυνεύσει σοβαρα. Όμως τόσο αυτός και οι μοναρχοφασιστές σύμμαχοι του, όσο και τα κοινά αφεντικά τους γελιούνται αν νομίζουν ότι θα μπορέσουν να μας γονατίσουν.
Σ’ όλη την Ελλάδα, στη Ρούμελη, Θεσσαλία και Πελοπόννησο, στην Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη και στα νησιά ο ΔΣΕ παλεύει ενάντια σε τεράστια υπεροχή του εχθρού και με μεγάλες δυσκολίες, μα εξακολουθεί αδάμαστος στον αγώνα του.
Στις πόλεις φουντώνει και ξεσπά ένα πλατύ μαζικό απεργιακό κίνημα που αγκαλιάζει πολλές δεκάδες χιλιάδες εργάτες και υπάλληλους. Εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες αφανίζονται στις πόλεις όπου τους εξόρισε ο μοναρχοφασισμός.
Η αντίδραση στην Ελλάδα περνά μια αγιάτρευτη οικονομική, πολιτική και ηθική κρίση. Και στις μεγάλες μάχες που πλησιάζουν στο Γράμμο και στο Βίτσι, ο ΔΣΕ θα αντιμετωπίσει αποφασιστικά και το μοναρχοφασισμό.
Εμείς πολεμάμε γιατί θέλουμε την ησυχία, την ειρήνη, την ενότητα του λαού, τη δημοκρατία και την ανεξαρτησία για την Ελλαδα.
Η αντίδραση θέλει τον πόλεμο. Θέλει να μας συντρίψει μ όλα τα μέσα. Και η κλίκα του Τίτο της είναι στην προσπάθεια της αυτή, ένα ύπουλο και σκοτεινό όργανο.
Με τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη όλης της προοδευτικής ανθρωπότητας και του γιουγκοσλαβικού λαού, ο λαός της Ελλάδας θα νικήσει και στον πόλεμο και στην ειρήνη και θα καταχτήσει τη λαϊκή δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία.
23-7-49
[1] Στην πραγματικότητα αυτή η ενέργεια του Τίτο έγινε στις 10 Ιούλη 1949 αλλά επειδή δημοσιοποιήθηκε στον Τύπο της 11ης Ιούλη έχει επικρατήσει ευρύτατα η ετεροχρονολόγησή της.
[2] Αφιέρωμα για το ΔΣΕ μέρος 67ο
[6] Αφιέρωμα για το ΔΣΕ μέρος 68ο