Παρατήρηση 1η: Πολλούς τους πονά ακόμα το εκπαιδευτικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης, ένα σύστημα που εξασφάλιζε ίσες ευκαιρίες σε όλους τους νέους. Γι’ αυτό το λοιδορούν σε κάθε ευκαιρία.
Παρατήρηση 2η: Ιδιώτες και παιδεία είναι δυο έννοιες ασυμβίβαστες και αντικρουόμενες. Η εκπαίδευση πρέπει να παρέχεται ισότιμα σε όλους τους πολίτες. Αντίθετα, οι ιδιώτες επιλέγουν σε ποιους θα την παράσχουν: δεν τους αρκεί κάποιος να έχει παραφουσκωμένο πορτοφόλι, πρέπει ταυτόχρονα να πληροί και τις προϋποθέσεις της «αρείας φυλής».
Αφορμή για την επανάληψη των παραπάνω αυτονόητων διαπιστώσεων μάς έδωσε η διαμάχη των ιδιοκτητών ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων με το υπουργείο Παιδείας γύρω από τη δυνατότητα εγγραφής στα ιδιωτικά σχολεία ατόμων με ειδικές ανάγκες.
Αφορμή στάθηκε, η παράγραφος 2 του άρθρου 71 του νομοσχεδίου για την Ανώτατη εκπαίδευση που αναφέρει ότι «απαγορεύεται η άρνηση εγγραφής μαθητών εξαιτίας της αναπηρίας ή των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών τους”. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 71 διευκρινίζει ότι “στα ιδιωτικά σχολεία δύνανται να εγγράφονται και να φοιτούν μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, με τους ίδιους όρους, προϋποθέσεις και προσαρμογές που ισχύουν για τα δημόσια σχολεία[…]».
Η αυτονόητη αυτή αναφορά προκάλεσε την μήνι των σχολαρχών. Ο Σύνδεσμος Ιδιωτικών Σχολείων (ΣΙΣ) χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ως «σοβιετικού τύπου νομοθέτηση» και έκανε λόγο για «αμφίβολης σκοπιμότητας επίδειξη ανθρωπισμού» που «δεν επιλύει πραγματικά προβλήματα». Στο υπόμνημα που κατέθεσε ο ΣΙΣ μεταξύ άλλων σημειώνει: «Τέλος, σε όλη αυτήν την σοβιετικού τύπου νομοθέτηση δεν μπορούσε να λείψει και μια αμφίβολης σκοπιμότητας επίδειξη ανθρωπισμού. Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 71 προβλέπεται ότι «στα ιδιωτικά σχολεία δύνανται να εγγράφονται και να φοιτούν μαθητές με αναπηρία ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, με τους ίδιους όρους, προϋποθέσεις και προσαρμογές που ισχύουν για τα δημόσια σχολεία[…]» και ότι «απαγορεύεται η άρνηση εγγραφής μαθητών εξ αιτίας της αναπηρίας ή των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών τους.»
Ας μας πληροφορήσει ο κύριος υπουργός πόσους κτηριολογικούς ελέγχους διεξήγαγε ο ΕΟΠΠΕΠ στα δημόσια σχολεία σχετικώς με την ευκολία πρόσβασης σε αυτά μαθητών με αναπηρία, ποια είναι τα ευρήματά του και πώς προτίθενται οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου του να τα αντιμετωπίσουν.
Έχει, επίσης, αντιληφθεί ο κύριος Υπουργός ότι το ισχύον εκπαιδευτικό πρόγραμμα, αναλυτικό και ωρολόγιο, και η συγκρότηση των τμημάτων τάξεων, έτσι όπως είναι αυστηρά υπερ-ρυθμισμένα και άκαμπτα, δεν βοηθούν παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις την ομαλή ένταξη των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες; Αντί, λοιπόν, να εισάγονται νομοθετικές ρυθμίσεις που δεν επιλύουν πραγματικά προβλήματα, ας προχωρήσει ο κύριος Υπουργός σε τέτοιες αλλαγές που να επιτρέπουν στα σχολεία, δημόσια και ιδιωτικά, να οργανώνουν τα προγράμματά τους και τις τάξεις τους με τρόπο ευέλικτο, παιδαγωγικά ορθό και, εν τέλει, αποτελεσματικό για τη σωστή ένταξη όλων των παιδιών στη σχολική ζωή και την ανάδειξη της δημιουργικότητάς τους».
Η αθλιότητα αυτή έδωσε την ευκαιρία στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να δείξει «αριστερό-επαναστατικό» προφίλ βάλλοντας κατά των σχολαρχών. Ο αρμόδιος για την Παιδεία υπουργός βερμπαλίζοντας ανέξοδα σημείωσε ότι «οι εκφράσεις του υπομνήματος που αναφέρονται στην εκπαίδευση των μαθητών με αναπηρία, φανερώνουν επικίνδυνες νοοτροπίες, υποκρύπτουν προσπάθεια αποφυγής και αναδεικνύουν την έλλειψη αποδοχής του δικαιώματος παροχής ίσων ευκαιριών». Μάλιστα ο Κ. Γαβρόγλου επέστρεψε το υπόμνημα του ΣΙΣ ως απαράδεκτο. Συνέχεια δόθηκε από τον πρόεδρο του ΣΙΣΧαράλαμπο Κυραϊλίδη που χαρακτήρισε την επιστροφή του υπομνήματος ως «πραξικόπημα εναντίον της δημοκρατικής διαδικασίας» και έφτασε στο «ζουμί» ζητώντας πλήρη αυτονομία στα σχολικά προγράμματα σπουδών των ιδιωτικών σχολείων: «Γι’ αυτό ζητάμε το κάθε σχολείο να διαθέτει αυτονομία στη διαμόρφωση του σχολικού προγράμματος, ανάλογα με τη σύνθεση της κάθε τάξης και τις κατά τόπους ανάγκες της». Γι’ αυτά δεν είπε λέξη ο λαλίστατος κατά τα άλλα υπουργός αποφεύγοντας να θίξει τις δομές τις ιδιωτικής «παιδείας» και να έρθει σε ευθεία ρήξη με τους σχολάρχες.
Αδυνατούμε να πιστέψουμε πως στην Ελλάδα της μνημονιακής κρίσης κάποια λαϊκή οικογένεια που έχει παιδί με ειδικές ανάγκες θα εξοικονομούσε χρήματα από τη φροντίδα του για να τα ξοδέψει σε κάποιο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο. Ωστόσο ακόμα και για τέτοιες απειροελάχιστες περιπτώσεις η άρνηση των σχολαρχών να εγγράψουν ΑΜΕΑ είναι καταπάτηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος για ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση (έστω και την αμφιβόλου ποιότητας ιδιωτική).
Δεν κομίζει κανείς «γλαύκα ες Αθήνας» λέγοντας πως τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια δεν έχουν άλλο σκοπό από την προσέλκυση οικονομικά εύρωστων μαθητών-πελατών. Κι αυτοί οι μαθητές-πελάτες –και ειδικά οι γονείς τους- δεν θα άντεχαν την παρουσία συμμαθητών με κινητικές ή μαθησιακές αδυναμίες δίπλα τους. Γι αυτό οι σχολάρχες επιλέγουν την πελατεία τους προσπαθώντας να αποφεύγουν «τις κακοτοπιές» που θα απέτρεπαν τους γιους και τις κόρες των «Παπασταύρου» («του Θεμιστοκλέους, βεβαίως, βεβαίως» σύμφωνα με την παλιά ελληνική ταινία) να φοιτήσουν στα εκπαιδευτήριά τους. Γι αυτό πολέμησαν και πολεμούν τόσο λυσσαλέα την εγγραφή ΑΜΕΑ στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια ωθώντας αυτή την κατηγορία μαθητών στην δημόσια εκπαίδευση.
Ως υπέρμαχοι της δημόσιας και δωρεάν παιδείας για τα παιδιά όλου του λαού, δεν συγκινούμαστε καθόλου με τα «προβλήματα» των σχολαρχών ούτε με τους ίδιους.. Ούτε θεωρούμε πως οι σχολάρχες χωρίζονται στην «καλή» πλειοψηφία και τη μειοψηφία που «δυστυχώς εκπροσωπεί τους ιδιοκτήτες, [και] έχει ακραία αντικοινωνική συμπεριφορά, η οποία δεν έχει μόνο ευτελή οικονομικά κίνητρα, αλλά φθάνει σε όρια κοινωνικού ρατσισμού», μια ομάδα που «δυσφημεί το χώρο και βλάπτει σοβαρά την Παιδεία» και «έχει βάλει ως στόχο την εγκαθίδρυση ενός άγριου καθεστώτος ασύδοτης αγοράς στο σύνολο της εκπαίδευσης, με μαθητές-πελάτες και εργαζόμενους-είλωτες, μια εκπαιδευτική Μπανανία» όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή της η ΟΙΕΛΕ[1]. Κανένας απ’ όσους «πουλάνε Παιδεία» δεν θα έβαζε την εκπαίδευση πάνω από τα (υπερ)κέρδη του. Από αυτή την άποψη δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς στα σοβαρά με κείνους που ονειρεύονται εκπαιδευτικά Lebensborn[2]. Με κείνους που και το μικρότερο περιορισμό της ασυδοσίας τους τον θεωρούν «σοβιετικού τύπου νομοθέτηση» και το μόνο που δεν έχουν κάνει ακόμη είναι να παρομοιάσουν τον Τσίπρα με τον.. Ζηνόβιεφ και τον Καμένο με τον… Κάμενεφ.
Ο μόνος λόγος που ασχοληθήκαμε με τους σχολάρχες είναι η παραδοχή του μεγαλύτερου φόβου τους: του σοβιετικού εκπαιδευτικού συστήματος. Παρά την προπαγάνδα των ιδεολογικών του αντιπάλων και 27 χρόνια μετά την κατάργησή του, το σοβιετικό εκπαιδευτικό μοντέλο εξακολουθεί να βρίσκεται ψηλά στις συνειδήσεις τόσο των φίλων της ΕΣΣΔ όσο και των ορκισμένων εχθρών της. Ειδικά αυτών. Γιατί μετά από σχεδόν 3 δεκαετίες το σύστημα εκπαίδευσης και το σύστημα υγείας και κοινωνικής ασφάλισης ενός κράτους που δεν υπάρχει πια είναι σημεία αναφοράς για τους εργαζόμενους όλου του πλανήτη. Και δίνουν έμπνευση σε όσους αγωνίζονται για αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Παιδεία για τα παιδιά όλου του λαού. Χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς.
[1] ΟΙΕΛΕ: Ομοσπονδία Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδος.
[2] Το Lebensborn (στα γερμανικά σημαίνει «Πηγή της Ζωής») ήταν ένα υποστηριζόμενο από το ναζιστικό κράτος πρόγραμμα που ξεκίνησε το 1935 στη Γερμανία, με στόχο τη γέννηση «Άρειων» παιδιών που χαρακτηριζόταν ως «φυλετικά καθαρά και υγιή» με βάση τη ναζιστική αντίληψη περί φυλετικής «καθαρότητας» και υγείας.
Το Lebensborn ενθάρρυνε (και κάποιες φορές υποχρέωνε) νεαρά κορίτσια να συνευρίσκονται με ανώτατα στελέχη του στρατού και των SS, τους παρείχε όλες τις ανέσεις κατά τη διάρκεια της κύησης και ενθάρρυνε τους μυστικούς τοκετούς από ανύπαντρες γυναίκες στα σπίτια τους . Στη συνέχεια προωθούσε την υιοθεσία των παιδιών σε «γονείς φυλετικά καθαρούς και υγιείς», με ιδιαίτερη προτίμηση στα μέλη των SS και τις οικογένειές τους. Στις γυναίκες που έφερναν στον κόσμο πολλά «άρεια» παιδιά απονεμόταν ο Σταυρός της Τιμής της Γερμανίδας Μητέρας.
Αργότερα, το Lebensborn επεκτάθηκε σε αρκετές κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες όπου νεαρά κορίτσια που πληρούσαν τα κριτήρια της «φυλετικής καθαρότητας» κλείνονταν σε «ιδρύματα»-πορνεία όπου εκπορνευόταν σε στρατιωτικούς και μέλη των SS. Τα παιδιά που γεννιόταν δινόταν για υιοθεσία εκτός εκείνων που προερχόταν από την ένωση των απλών στρατιωτών και αλλοδαπών γυναικών, επειδή δεν υπήρχε απόδειξη «φυλετικής καθαρότητας» και από τις δύο πλευρές και φυσικά εκείνων που (παρά τα «καθαρά» γονίδια) δεν είχαν τα χαρακτηριστικά του «άρειου» είτε γεννιόταν με σωματικές δυσπλασίες ή πνευματικές αναπηρίες.