Εργατικός Αγώνας

Η ίδρυση του ΝΑΤΟ και ο σημερινός του ρόλος

Του Γιώργου Πετρόπουλου.

Δευτέρα 4 Απριλίου 1949. Ώρα, τοπική, 3 μ.μ.[1] Στην αίθουσα τελετών του Στέητ Ντιπάρτμεντ, στην Ουάσιγκτον, επικρατεί κλίμα εορταστικό χάριν της εκδήλωσης που μόλις είχε αρχίσει κι έμελλε να συνδεθεί με ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα του 20ου αιώνα.

Οι παραβρισκόμενοι, σημαίνουσες προσωπικότητες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης, έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται, τουλάχιστον, ευφορία. Ορισμένοι ίσως αντιλαμβάνονται ότι ζουν στιγμές ιστορικές. Σε κάθε πάντως περίπτωση κανείς δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί πλήρως την ιστορική σημασία που έχει για την ανθρωπότητα το γεγονός ότι εκείνη τη μέρα οι υπουργοί εξωτερικών των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, του Καναδά, της Δανίας, της Ισλανδίας, του Λουξεμβούργου, της Νορβηγίας, της Ολλανδίας και της Πορτογαλίας υπέγραψαν το Σύμφωνο του Βορείου Ατλαντικού και ίδρυσαν  τον Οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (North Atlantic Treaty Organization), το γνωστό σε όλους μας ΝΑΤΟ.

Η εκδήλωση κράτησε μέχρι τις 5 μ.μ.[2], ενώ το πολιτικό της στίγμα φρόντισε να το δώσει με την ομιλία του ο αμερικανός πρόεδρος Χ. Τρούμαν. «Με την εξουσιοδότησίν μου- είπε ανάμεσα σε άλλα ο Χ. Τρούμαν- και κατόπιν οδηγιών μου, το υπουργείον Εξωτερικών απεσαφήνισε προσφάτως ότι η προσχώρησις των Ηνωμ. Πολιτειών εις το σύμφωνον αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη την χαλάρωσιν του αμερικανικού ενδιαφέροντος δια την ασφάλειαν και ευημερίαν άλλων περιοχών, ως η Εγγύς Ανατολή»[3]. Η επισήμανση αυτή δεν υπογράμμιζε μόνο την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο Βορειοατλαντικό σύμφωνο αλλά και την πρόθεσή τους να μην κλειστούν μέσα στα στενά όρια δράσης και λειτουργία του Βορειοατλαντικού συμφώνου. Ετίθετο βεβαίως το ερώτημα που αποσκοπούσε η ίδρυση του ΝΑΤΟ;

«Τις παραμονές της ανακοίνωσης για τη δημιουργία του ΝΑΤΟ και τα επόμενα χρόνια- παρατηρούν οι Σοβιετικοί ιστορικοί[4]– οι ιδεολόγοι της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ προπαγάνδιζαν την άποψη , ότι η δημιουργία της Βορειοατλαντικής Ένωσης ήταν τάχα αναγκαίο μέτρο άμυνας εναντίον της ‘‘σοβιετικής απειλής’’». Ο Τρούμαν όμως μιλώντας στην πανηγυρική εκδήλωση για την ίδρυση του ΝΑΤΟ δεν ανέφερε ούτε μια φορά το όνομα της Σοβιετικής Ένωσης αν και με σαφείς υπαινιγμούς, από την αρχή ως το τέλος, δεν άφησε την παραμικρή αμφιβολία ότι το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο ένα και μόνο στόχο είχε: την ΕΣΣΔ, τις νεοσύστατες Λαϊκές Δημοκρατίες και το διεθνές επαναστατικό κίνημα.

«Ιστορικά, οι συμμαχίες- γράφει ο Henry Kissinger[5]– σπάνια ονόμαζαν τις χώρες κατά των οποίων στρέφονταν. Αντί γι’ αυτό, περιέγραφαν τις συνθήκες που θα έπρεπε να ισχύουν για να τεθεί σε εφαρμογή η συμμαχία- ακριβώς το ίδιο που έκανε και ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Επειδή το 1949 η Σοβιετική Ένωση ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία ταίριαζε αυτός ο ρόλος, η ανάγκη να αναφερθούν ονόματα ήταν ακόμα μικρότερη από το παρελθόν».

Πριν περάσουμε να δούμε αναλυτικότερα το χαρακτήρα του ΝΑΤΟ και τους σκοπούς για τους οποίους ιδρύθηκε ας δούμε εν συντομία τι προηγήθηκε της ίδρυσή του και πως αυτή προετοιμάστηκε.

 

Τα προεόρτια της Ατλαντικής Συμμαχίας

 Η ίδρυση του ΝΑΤΟ ήταν αποτέλεσμα του ψυχρού πολέμου που άρχισε σχεδόν αμέσως με την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν πια η αντιχιτλερική συμμαχία ανάμεσα στην ΕΣΣΔ, την Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ έμπαινε σε δεύτερη μοίρα για να πάψει πολύ γρήγορα να υπάρχει. «Είναι πράγματι, διαλεκτικώς λογικόν και ιστορικώς πιστοποιημένον- γράφει ο Claude Delmas[6]– ότι, μία συμμαχία διαλύεται μόλις παύση να έχη συγκεκριμένον αντικειμενικόν σκοπόν, διότι δεν είναι δυνατόν να διατηρηθή με μόνην την ισχύν των αναμνήσεών της. Από της ενάρξεως της διασκέψεως του Κεμπέκ[7] ήρχισε προαγγελόμενος ο “ψυχρός πόλεμος” ενώ επισήμως δεν εγένετο λόγος ει μη περί του “ακαταλύτου της συμμαχίας”. Την ημέρα καθ’ ην τα ρωσσικά και τα αμερικανικά στρατεύματα συνηντώντο επί του ποταμού Έλβα η Ευρώπη καθίστατο “no man’s land”- νεκρή ζώνη μεταξύ των δύο αντίπαλων παρατάξεων…».

Το σύνθημα για τον ψυχρό πόλεμο επισήμως το έδωσε ο Ουιν. Τσόρτσιλ στις 5 Μάρτη του 1946 όταν παρουσία του Χ. Τρούμαν, μιλώντας στο Φούλτον του Μιζούρι των ΗΠΑ σημείωνε μεταξύ άλλων ότι «από το Στεττίνο στη Βαλτική μέχρι την Τεργέστη στην Αδριατική ένα σιδηρούν παραπέτασμα έχει απλωθεί κατά μήκος της ηπείρου»[8]. Σε ‘κείνη την ομιλία του ο βρετανός πολιτικός ηγέτης είχε πει επίσης ότι «η στενή συμμαχία αγγλόφωνων λαών, η οργανωμένη αεροπορική και ναυτική συνεργασία των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας αποτελούν την μόνη οδό των ελευθεριών μας» και κατέληξε με το σύνθημα πως «μαζί αδελφικά ενωμένοι, θα είμαστε οι κύριοι του μέλλοντος». Έτσι αν μη τι άλλο αποσαφήνισε πως αν ο καπιταλιστικός κόσμος επιθυμούσε πραγματικά να αντιμετωπίσει το διεθνές επαναστατικό κίνημα και την ΕΣΣΔ θα έπρεπε να στηριχθεί σε μια στρατιωτικοπολιτική συμμαχία, πρωτίστως αγγλοαμερικανική.

Στη συνέχεια, το Μάρτη του 1947, οι Ηνωμένες Πολιτείες, διακήρυξαν το δόγμα Τρούμαν και τρεις μήνες μετά, στις 5 Ιουνίου του 1947, το Σχέδιο Μάρσαλ που αποτελούσαν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος[9] ή όπως ίδιος ο Χ. Τρούμαν έλεγε για το δόγμα που έφερε το όνομα του και το Σχέδιο Μάρσαλ «το εν και το άλλο αποτελούν τα δύο ήμιση του ιδίου καρυδιού»[10].

Με την εμφάνιση του Δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ, αλλά και αργότερα όταν πια αρχίζει η εφαρμογή τους, σε Ευρώπη και Αμερική παρατηρούνται κινήσεις κρατών, για τη συγκρότηση στρατιωτικοπολιτικών και οικονομικών συμμαχιών, που αξίζει να προσεχθούν. Οι κινήσεις αυτές που προηγούνται της ίδρυσης του ΝΑΤΟ θα έχουν ως τελική τους κατάληξη της Ατλαντική Συμμαχία, όχι γιατί εκεί αποσκοπούσαν από την αρχή αλλά επειδή σε μια πορεία φάνηκε καθαρά πως τίποτα δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη σφραγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών. Αναλυτικότερα οι κινήσεις αυτές έχουν ως εξής:

Στις 4 Μάρτη του 1947, οκτώ μέρες πριν την διακήρυξη του Δόγματος Τρούμαν, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία υπέγραφαν τη Συνθήκη της Δουνκέρκης, διάρκειας 50 ετών, που προέβλεπε την υποχρέωση των δύο μερών να αντιμετωπίσουν από κοινού μια ενδεχόμενη μελλοντική Γερμανική επίθεση. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν το πρόσχημα δεδομένου ότι μια νέα Γερμανική επίθεση στη δυτική Ευρώπη- ύστερα από τη συντριβή της Γερμανίας στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο και την κατοχή των εδαφών της από τα συμμαχικά στρατεύματα- ήταν απίθανη και μπορούσε με βεβαιότητα να αποκλειστεί για πολλά χρόνια μετά. Στην πραγματικότητα η Συνθήκη αποσκοπούσε στο πλησίασμα των δύο χωρών και στην από κοινού δράση τους- οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά- στο διεθνή στίβο αφού μεταξύ άλλων προέβλεπε τη λύση των οποιονδήποτε διαφορών τους- παρόντων και μελλοντικών- μέσω της διπλωματικής οδού, με συχνές διμερείς επαφές καθώς και τη λήψη όλων εκείνων των μέτρων για την από κοινού δράση τους στα πλαίσια του ΟΗΕ.

Στην Συνθήκη της Δουνκέρκης οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν με τη Συνθήκη του Ρίο που υπογράφηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1947 από τις ΗΠΑ και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η Συνθήκη προέβλεπε την υποχρέωση της συλλογικής άμυνας των συμβαλλόμενων μερών εναντίον πάσης επιθέσεως απ’ οπουδήποτε κι αν προερχόταν. Έτσι, μ’ αυτό τον τρόπο, οι ΗΠΑ έβαζαν πρώτα μια τάξη στην αυλή τους θέτοντας την αμερικανική ήπειρο υπό τον έλεγχό τους. Ταυτόχρονα προδιέγραφαν και τον τύπο των σύγχρονων στρατιωτικών συμμαχιών που επιθυμούσαν. «Από της στιγμής εκείνης- γράφει ο Claude Delmas αναφερόμενος στη συνθήκη του Ρίο[11]– απερρίπτετο η σκοπιμότης μιας συμμαχίας συναπτομένης με μοναδικόν σκοπόν την αποφυγήν του κινδύνου γερμανικής επιθέσεως, δεδομένου ότι η σοβιετική πολιτική είχεν αποδείξει την ύπαρξιν άλλων πολύ σοβαρότερων και αμεσότερων επιθετικών κινδύνων».

Το μήνυμα από την Ευρώπη είχε ληφθεί και μέσα στο 1948 θα λάβει χώρα η σπουδαιότερη κίνηση συγκρότησης στρατιωτικοπολιτικού συνασπισμού πριν την ίδρυση του ΝΑΤΟ. Συγκεκριμένα στις 4 Μαρτίου 1948- ύστερα από βρετανική πρωτοβουλία που είχε εκδηλωθεί το Γενάρη του ιδίου έτους- συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλλες, για να συζητήσουν τους όρους σύναψης συνθήκης αμοιβαίας βοήθειας, οι υπουργοί εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας. Στις 17/3 υπογράφηκε τελικά η συνθήκη των Βρυξελλών με την οποία συγκροτήθηκε η «Δυτική Ένωση» των 5 προαναφερόμενων κρατών. Βάσει της συνθήκης, η διάρκεια της οποία ορίστηκε στα 50 χρόνια, τα πέντε κράτη αναλάμβαναν την υποχρέωση να συγκροτήσουν κοινό αμυντικό σύστημα και να ενισχύσουν τους πολιτικούς και οικονομικούς τους δεσμούς. Ανώτατο μόνιμο όργανο της «Δυτικής Ένωσης» ορίστηκε ένα «Γνωμοδοτικό Συμβούλιο» το οποίο θα αποτελούσαν οι 5 υπουργοί  εξωτερικών. Επίσης συγκροτήθηκε μια «Επιτροπή Εθνικής Άμυνας», που θα υπαγόταν στο «Γνωμοδοτικό Συμβούλιο» αποτελούμενη από τους υπουργούς αμύνης των χωρών της συμμαχίας.

 

Το Βορειοατλαντικό σύμφωνο

Η ίδρυση της «Δυτικής Ένωσης», όπως ήταν φυσικό υποχρέωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να πάρουν όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ηγηθούν των προσπαθειών για τη συγκρότηση μιας ευρύτερης στρατιωτικοπολιτικής συμμαχίας σε παγκόσμια επίπεδο. Για του λόγου το αληθές αρκεί να αναφέρουμε ότι οι σχετικές συζητήσεις του αμερικανού υπουργού εξωτερικών στρατηγού Μάρσαλ με τους συναδέλφους του της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας χρονολογούνται από την επομένη της συνθήκης των Βρυξελλών. Η ταχύτητα δε, με την οποία οι αμερικανοί προωθούν αυτή την πολιτική τους είναι αξιοπρόσεχτη,.

Στις 11 Ιουνίου 1948 η αμερικανική Γερουσία πήρε την επονομαζόμενη «απόφαση Βάντεμπεργκ», βάσει της οποίας η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξουσιοδοτούνταν να συνάπτει, εν καιρώ ειρήνης, συμμαχίες έξω από την αμερικανική ήπειρο. Επρόκειτο για μια απόφαση που έδινε το πράσινο φως για τη συγκρότηση της βορειοατλαντικής συμμαχίας. Έτσι, τον Ιούλιο του 1948 άρχισαν στην Ουάσιγκτον οι προκαταρτικές συζητήσεις μεταξύ του αμερικανικού υπουργείου εξωτερικών, των πρεσβευτών των χωρών της «Δυτικής Ένωσης» και του πρεσβευτή του Καναδά. Τα αποτελέσματα των συζητήσεων που ανακοινώθηκαν τον Οκτώβρη του ιδίου έτους συμπυκνώνονταν στη διαπίστωση ότι υπήρξε ταυτότητα αντιλήψεων για τη σύναψη ενός Ατλαντικού Συμφώνου. Από εκεί και ύστερα οι διαπραγματεύσεις των επτά κρατών πέρασαν στο στάδιο της εξειδίκευσης των θεμάτων, δηλαδή στη διαμόρφωση των όρων του συμφώνου και ταυτόχρονα έγιναν οι κατάλληλες διπλωματικές κινήσεις ώστε να δημιουργηθεί το έδαφος για τη συμμετοχή στο Ατλαντικό σύμφωνο και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Το  σύμφωνο της Ατλαντικής Συμμαχίας είχε οριστικοποιηθεί από το Μάρτη του 1949 ενώ στις 15 του μήνα οι επτά χώρες κάλεσαν από κοινού τη Νορβηγία, τη Δανία, την Ισλανδία, την Πορτογαλία και την Ιταλία να προσχωρήσουν σ’ αυτό.

Η εξέλιξη αυτή, όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσε παρά να ανησυχήσει την ΕΣΣΔ που έβλεπε πεντακάθαρα  τους προσανατολισμούς και τον χαρακτήρα της σχεδιαζόμενης Ατλαντικής  Συμμαχίας. Κι όταν πια η εν λόγω συμμαχία είχε καταστεί αναπότρεπτο γεγονός η Σοβιετική Ένωση με «Ρηματική Διακοίνωση» διαμαρτυρίας που επέδωσε στις κυβερνήσεις της Δυτικής Ένωσης, των ΗΠΑ και του Καναδά στις 31/3/1949, μεταξύ άλλων, υπογράμμισε ότι το ατλαντικό σύμφωνο είναι ένας καθαρός επιθετικός συνασπισμός που στρέφεται εναντίον της ΕΣΣΔ κι ότι η συγκρότηση του είναι αντίθετη προς τον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ακόμη στην διακοίνωση της η ΕΣΣΔ σημείωσε πως το σύμφωνο αυτό παραβίαζε τις συμφωνίες ΕΣΣΔ- Μ. Βρετανίας και ΕΣΣΔ- Γαλλίας που είχαν υπογραφεί πριν ή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, όπως επίσης και τις συμφωνίες που είχαν υπογράψει οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της αντιχιτλερικής συμμαχίας ειδικότερα στη Γιάλτα και στο Πότσδαμ. Τέλος στη διακοίνωση αναφερόταν ότι ο αποκλεισμός της ΕΣΣΔ από το Σύμφωνο του Ατλαντικού αποδείκνυε ότι αυτό είχε αντισοβιετικό χαρακτήρα ενώ αποκάλυπτε ότι με το Σύμφωνο αυτό η αγγλοαμερικανική ομάδας δυνάμεων στόχευε στην παγκόσμια κυριαρχία[12].

Το πόσο δίκιο είχε η ΕΣΣΔ σ’ όλες αυτές τις επισημάνσεις της σήμερα πια κανένας δεν αμφιβάλει. Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε ότι εκείνη ακριβώς την εποχή αποκαλυπτικότατες και συνάμα κυνικότατες δηλώσεις για το ρόλο του Ατλαντικού Συμφώνου είχαν γίνει κι από την άλλη πλευρά. Συγκεκριμένα, την ίδια ημέρα που η ΕΣΣΔ επέδωσε την προαναφερόμενη ρηματική της διακοίνωση, μιλώντας στη Βοστόνη, ο Ουν. Τσώρτσιλ δεν άφησε κανένα περιθώριο για παρανοήσεις: «Έχομεν- είπε- ως κυριαρχούντα γεγονότα το περίφημον Σχέδιον Μάρσαλ υπέρ μιάς νέας ενότητος της Δυτικής Ευρώπης και τη στιγμήν αύτην το Ατλαντικόν Σύμφωνον (…). Υπό την πίεσιν του  κομμουνισμού όλα τα ελεύθερα έθνη συνεσπειρώθησαν όσον ουδέποτε άλλοτε εις εν σύνολον (…). Ας προχωρήσωμεν ομού εις την εκπλήρωσιν της αποστολής μας και του καθηκοντός μας, φοβούμενοι τον θεόν και ουδέν άλλο»[13]. Στην πραγματικότητα βέβαια οι αγγλοαμερικανοί, στην εκπλήρωση της ..αποστολή τους, φοβούνταν μόνο την ΕΣΣΔ, το διεθνές επαναστατικό κίνημα και τους λαούς, όπου γης. Σήμερα που δεν υπάρχει σοσιαλιστικό στρατόπεδο ουδείς αμφιβάλει ότι ο θεός ουδέποτε αποτέλεσε φόβο γι’ αυτούς.

 

Η ατλαντική συμμαχία σήμερα

Μετά τις κοσμογονικές αλλαγές τη διετία 1989-1991, την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην κεντρική- ανατολική Ευρώπη και στην ΕΣΣΔ και την τεράστια ήττα του εργατικού- κομμουνιστικού κινήματος αλλά και την διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας που αποτελούσε το αντίπαλο δέος στο ΝΑΤΟ τέθηκε ευθέως το ερώτημα: Ποιο νόημα είχε πλέον η ατλαντική συμμαχία η οποία είχε φτιαχτεί για να εμποδίσει την εξάπλωση του επαναστατικού κινήματος στο δυτικό- καπιταλιστικό κόσμο; Ο στόχος είχε επιτευχθεί. Κι αυτό που είχε συμβεί δεν ήταν μόνο η ανάσχεση της επανάστασης αλλά και η ιστορική ήττα της. Σε τι χρειαζόταν επομένως η ύπαρξη του ΝΑΤΟ;

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αξίζει να δούμε πως είναι το ΝΑΤΟ σήμερα. Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε από 12 χώρες: Βέλγιο, Καναδάς, Δανία, Γαλιά, Ισλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ (Η Γαλλία αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας το 1966 και παρέμεινε μέλος της πολιτικής πτέρυγας της συμμαχίας. Στις 11 Μαρτίου του 2009 ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί ανακοίνωσε επίσημα την επιστροφή της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ). Στη συνέχεια προστέθηκαν άλλες τέσσερις χώρες: Ελλάδα (1952), Τουρκία (1952), Γερμανία (1955), Ισπανία (1982). [Η Γερμανία το 1955 εισήλθε στο ΝΑΤΟ ως Δυτική Γερμανία. Στο σύνολό της πέρασε στη δικαιοδοσία της συμμαχίας με την επανένωση στις 3 Οκτωβρίου 1990. Επίσης, η Ελλάδα αποχώρησε από την υποχρέωση της συμμετοχής της σε νατοϊκές ασκήσεις, στην περίοδο 1974- 1980, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Επανήλθε ολοκληρωτικά στη συμμαχία το 1980].

Με άλλα λόγια μέχρι την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού το ΝΑΤΟ αριθμούσε 16 χώρες στο πολιτικό του σκέλος και 15 στο στρατιωτικό.

Μετά τις εξελίξεις 1989- 1991 και παρά τις προβλέψεις πολλών πασιφιστών της Αριστεράς ότι η Συμμαχία δεν είχε λόγο ύπαρξης και αν δεν διαλυόταν θα ατονούσε, το ΝΑΤΟ αντιθέτως γνώρισε μια θεαματική επέκταση.

 Το 1999 εισήλθαν σε αυτό 3 χώρες: Η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία. Το 2004 προσχώρησαν άλλες 7 χώρες: Βουλγαρία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία. Το 2009 προσχώρησαν η Αλβανία και η Κροατία, το 2017 το Μαυροβούνιο και το 2020 η Βόρεια Μακεδονία. Συνολικά δηλαδή μετά το 1991 στην Ατλαντική συμμαχία προσχώρησαν άλλες 14 χώρες ενώ η Γαλλία επανήλθε στο στρατιωτικό σκέλος του Συμφώνου. Επί της ουσίας το ΝΑΤΟ διπλασιάστηκε έχοντας στη δύναμή του- στρατιωτικά και πολιτικά 30 χώρες.  Αν προσέξει κανείς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της επέκτασης με ευκολία θα διαπιστώσει πως σήμερα στην συμμαχία είναι όλες οι χώρες του πάλαι ποτέ συμφώνου της Βαρσοβίας) Μαζί και η Αλβανία, όλες οι Δημοκρατίας της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας πλην της Σερβίας και της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης (που είναι υποψήφιο μέλος) αλλά και οι βαλτικές δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι το ΝΑΤΟ έχει ειδική συνθήκη με τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες όπως Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία, Καζακστάν, Μολδαβία, Ουκρανία αλλά και με την Σερβία της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Τέλος μέσω διαφόρων πρωτοβουλιών όπως «Συνεργασία για την ειρήνη», Μεσογειακός διάλογος», κλπ επεκτείνεται σε πλήθος διεθνών δραστηριοτήτων στην Ευρώπη και στην Ασία.

Τί χρειάζονταν όλα αυτά μετά τα όσα συνέβησαν την διετία 1989- 199; Η απάντηση δεν είναι δύσκολο να διατυπωθεί. Αναμφίβολά μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο το ΝΑΤΟ είχε ως κύριο στόχο, τουλάχιστον, την ανάσχεση της επανάστασης στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτός ο ρόλος του. Από στρατιωτική πλευρά- αλλά με τεράστια οικονομική βαρύτητα και σημασία- σηματοδοτούσε και κατοχύρωνε την κυριαρχία των ΗΠΑ ως ηγέτιδας δύναμης αυτού του κόσμου. Μια πρώτη απάντηση, επομένως, στο ερώτημα που θέσαμε την έχουμε. Μετά το 1991 το ΝΑΤΟ έχασε το ένα σκέλος του ρόλου του αλλά διατήρησε αναλλοίωτο το άλλο. Παρέμεινε η στρατιωτική συμμαχία μέσω της οποίας οι ΗΠΑ συνέχισαν να διατηρούν τον ηγετικό τους ρόλο στον καπιταλιστικό κόσμο που υπήρχε μέχρι τότε. Η δε εξάπλωση και ενίσχυση της συμμαχίας ήταν απαραίτητες για τις ΗΠΑ ώστε αυτόν τους το ρόλο να τον επιβάλλουν και στον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο που αναδυόταν μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Για τις μικρότερες πρώην σοσιαλιστικές χώρες  της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης αλλά κι εκείνες που αποσπάστηκαν από τη ρωσική ομοσπονδία μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ αυτό δεν ήταν δύσκολο. Το δύσκολο ήταν- και παραμένει- να υποταχθούν η Ρωσία και η Κίνα που λόγω της οικονομικής και στρατιωτικής τους δύναμης εξελίσσονταν- και εξελίσσονται- πλέον σε δυνάμει ισχυρούς ανταγωνιστές των ΗΠΑ και των ιμπεριαλιστικών χωρών της Δύσης για τον έλεγχο των παγκόσμιων αγορών.  

Οι ΗΠΑ, πρωτίστως, αλλά και οι σύμμαχοί τους δεν είχαν και δεν έχουν καμία διάθεση να αποδεχτούν με οικονομικούς όρους ένα ξαναμοίρασμα των παγκοσμίων αγορών όπου η Ρωσία και η Κίνα θα μπορούσαν να διεκδικήσουν ένα σημαντικό μερίδιο σε αυτές. Σημαντικό εργαλείο για να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη είναι η Ατλαντική συμμαχία η επέκταση της οποίας στην Κεντρική και ανατολική Ευρώπη συνιστά ένα τοίχος που εμποδίζει την οικονομική επέκταση της Ρωσίας και της Κίνας

Το ΝΑΤΟ κατά συνέπεια, μετά το 1991, αποτελεί την στρατιωτική δύναμη επιβολής της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία και στις αγορές και την δύναμη αποτροπής της εισόδου Ρωσίας και Κίνας σε αυτές.

Η οικονομία βέβαια έχει τους δικούς της νόμους κι αυτό φάνηκε ιδιαίτερα με το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης όπου η άνοδος του Τραμπ στις ΗΠΑ σηματοδότησε μια τάση υποχώρησης των Ηνωμένων Πολιτειών από την διεθνή οικονομική και πολιτική ζωή. Η τάση αυτή φαίνεται πως ανακόπτεται  με την νέα διοίκηση Μπάιντεν και οι ΗΠΑ επανακάμπτουν, μάλλον, δυναμικά στις διεθνείς υποθέσεις πράγμα που σημαίνει πως οι ανταγωνισμοί θα οξυνθούν ακόμη πιο πολύ και το ΝΑΤΟ θα αναλάβει ενεργότερο ρόλο. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι μέλλει γενέσθαι. Το βέβαιο είναι πως η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνη απ’ ότι στο πρόσφατο παρελθόν. Οι δε μικρότερες χώρες- όπως η Ελλάδα- δεν έχουν τίποτα το καλό να περιμένουν ούτε από τις ΗΠΑ, ούτε από την Ατλαντική συμμαχία. Κι ό,τι κερδίζουν θα το πληρώνουν ακριβά με παραχώρηση ανεξαρτησίας και εθνικών- λαϊκών συμφερόντων.

                                                      

 [1] 10 μ.μ. ώρα Ελλάδος

[2] Ώρα Ελλάδος μεσάνυχτα

[3] «Καθημερινή», 5/4/1949

[4] Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ- Ινστιτούτο Γενικής Ιστορίας: «Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ με βάση της αμερικανική ιστοριογραφία», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 212

[5] Henry Kissinger: «Διπλωματία», Εκδόσεις Νέα Σύνορα- Α.Α. Λιβάνη, σελ. 513

[6] Claude Delmas: «Η Ατλαντική Συμμαχία», Διεύθυνση Στρατιωτικών Εκδόσεων ΓΕΣ, Αθήναι 1965, σελ. 163-  164

[7] σ.σ. πρόκειται για τη συνάντηση κορυφής μεταξύ του βρετανού πρωθυπουργού Τσώρτσιλ και του αμερικανού προέδρου Ρούσβελτ στο Κεμπέκ του Καναδά στις 11- 19/9 1944

[8] David Horovitz: «Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ», εκδόσεις Κάλβος σελ. 85, Ραιημόν Καρτιέ: «Μεταπολεμική Παγκόσμιος Ιστορία»/2, ΒΙΠΕΡ, σελ. 17- 18 κ.α.

[9] Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ- Ινστιτούτο Γενικής Ιστορίας: «Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ με βάση της αμερικανική ιστοριογραφία», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 207- 208

[10] Π. Οικονόμου- Γκούρα: «Το Δόγμα Τρούμαν και η αγωνία της Ελλάδος», Αθήναι 1957, σελ. 119

[11] Claude Delmas: «Η Ατλαντική Συμμαχία», Διεύθυνση Στρατιωτικών Εκδόσεων ΓΕΣ, Αθήναι 1965, σελ. 175

[12] «Καθημερινή» 2/4/1949 και Claude Delmas: «Η Ατλαντική Συμμαχία», Διεύθυνση Στρατιωτικών Εκδόσεων ΓΕΣ, Αθήναι 1965, σελ. 182- 183

[13] «Καθημερινή» 1/4/1949

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας