Η ήττα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στο τέλος της δεκαετίας του ’80 πολλαπλασίασε σε παγκόσμιο επίπεδο τα ερωτήματα γύρω από την πορεία και την κατάληξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που ξεκίνησε με την Οκτωβριανή επανάσταση, τα ερωτήματα σχετικά με την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος γενικά και παράλληλα δυνάμωσαν οι αμφισβητήσεις σχετικά με την ορθότητα του μαρξισμού και ακόμη περισσότερο του λενινισμού.
Ένα αναθεωρητικό ρεύμα αμφισβήτησης που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’50 και δυνάμωνε ως συνέπεια των σημαντικών αλλαγών που συντελούνταν στον καπιταλισμό και της αδυναμίας των κομμουνιστικών κομμάτων να τις ερμηνεύσουν και να τις αντιμετωπίσουν βρήκε πρόσφορο έδαφος και γιγαντώθηκε ως το σημείο πού βρισκόμαστε σήμερα.
Στο κλίμα αυτό η διπλή διάσπαση του ΚΚΕ και η ολοκληρωτική αποτυχία του να απαντήσει στη μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση που ξεκίνησε το 2009 -2010 στη βάση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οδήγησε στο μεγάλο κατακερματισμό και την απαξίωση του. Αντίστοιχη ήταν η πορεία όλων των οργανώσεων της αριστεράς που αμφισβητούν τον καπιταλισμό. Παράλληλα δυνάμωσε στη χώρα και η αμφισβήτηση του μαρξισμού, βρήκαν πρόσφορο έδαφος οι ‘‘νέες κριτικές θεωρίες’’, για το Λένιν βέβαια ούτε λόγος να γίνεται.
Στις συνθήκες αυτές πληθαίνουν οι προσπάθειες από διάφορες πλευρές και αριστερές οργανώσεις να διατυπωθεί μία συγκροτημένη αντίληψη, ένα συγκροτημένο σχέδιο για την ανασυγκρότηση της κομμουνιστικής και ανατρεπτικής Αριστεράς και την επεξεργασία στρατηγικής στη βάση του μαρξισμού που παίρνει φυσικά υπόψη τις σύγχρονες εξελίξεις του καπιταλισμού που είναι μεγάλες και βέβαια τα συμπεράσματα από την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος και την απόπειρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Η συγκρότηση του Συντονισμού Διαλόγου και Δράσης Κομμουνιστικών Δυνάμεων μπορεί να αποδειχθεί η περισσότερο ελπιδοφόρα προσπάθεια. Ο Εργατικός Αγώνας συμμετέχει στο Συντονισμό όλο αυτό το διάστημα, για όλα τα προβλήματα που ανακύπτουν καταθέτει τις απόψεις του και αυτό θα συνεχίσει να κάνει. Ορισμένες βασικές κριτικές σκέψεις θα καταθέσουμε και στο κείμενο αυτό.
Ο Συντονισμός από τη δημιουργία του έθεσε ως καθήκον του να δράσει και να διαμορφώσει αποτελέσματα σε τρεις τομείς. O πρώτος ήταν η δράση μέσα στους εργαζόμενους και το λαό με βάση τα άμεσα ζωτικά προβλήματα του και τα θέματα της επικαιρότητας, ώστε να γίνεται ευρύτερα γνωστός και να συγκεντρώνονται πλατύτερες κατά το δυνατόν δυνάμεις στις γραμμές του. Ο δεύτερος να δράσει από κοινού με άλλες οργανώσεις δημιουργώντας σχήματα συνεργασίας, μέσα στη δράση να διαπιστώνονται οι συμφωνίες και οι διαφορές με προοπτική τη δημιουργία κοινωνικοπολιτικού μετώπου στο μέλλον και ο τρίτος ήταν να διερευνηθούν με κάθε πρόσφορο μέσον και με τη συμβολή ευρύτερων δυνάμεων οι όροι και οι προϋποθέσεις διαμόρφωσης Κομμουνιστικού προγράμματος με βάση τη θεωρία, την ιστορική πείρα θετική και αρνητική και τα γνωρίσματα του σύγχρονου καπιταλισμού. Από όλα τα παραπάνω μόνο ο δεύτερος στόχος προχώρησε και μάλιστα πιεστικά και ορισμένες φορές χωρίς να υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις και αυτό ήταν μία από τις αιτίες που δεν υπήρξαν ουσιαστικά αποτελέσματα. Η προετοιμασία νέου Κομμουνιστικού προγράμματος δεν απασχόλησε καθόλου, μετατέθηκε στο μέλλον και τέλος η μαζική δράση και η διαμόρφωση της βάσης του Συντονισμού μέσα στους εργαζόμενους καθυστέρησε τόσο που δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς σήμερα ότι υπάρχουν αξιόμαχες κινήσεις του σε ορισμένες, τουλάχιστον, επιχειρήσεις και σε χώρους κατοικίας.
Οι στόχοι και η τακτική σήμερα
Το μέγεθος της ήττας του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος και οι εξελίξεις τα 30 χρόνια που μεσολάβησαν από την τελική ήττα του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο ιδιαίτερα αρνητικός συσχετισμός δύναμης προσδιορίζουν και τις δυσκολίες της ανάταξης του. Είναι φανερό ότι για αυτό το λόγο η πορεία θα είναι μακρά, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κάτι ιδιαίτερα σύντομο. Απαιτείται βαθιά μελέτη του καπιταλισμού σήμερα, νέες επεξεργασίες και ανοιχτό ιδεολογικό μέτωπο προς την αστική πολιτική και τους φορείς της, αλλά και ισχυρό μέτωπο υπεράσπισης του μαρξισμού και κυρίως από πολλούς που δηλώνουν μαρξιστές.
Αυτό πρέπει να μας γίνει συνείδηση. Απόψεις που βλέπουν την παρέμβαση του Συντονισμού κυρίως ως μία πορεία συγκέντρωσης αριστερών οργανώσεων ή δυνατόν όλων και ανένταχτων αριστερών ώστε με μία ορισμένη δυναμική να εκμεταλλευτεί την κρίση και την αποσυσπείρωση της ΝΔ και με την κατάλληλη πολιτική να παρεμποδιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ να συγκεντρώσει τις απώλειες της ΝΔ, ώστε να αποτραπεί η δικομματική εναλλαγή, χωρίς να επωφεληθεί το ΚΚΕ και μικρότερα αστικά κόμματα δεν αντιμετωπίζουν την κατάσταση με συνυπολογισμό όλων των παραγόντων και ιδιαίτερα του συσχετισμού. Ο Συντονισμός και οι οργανώσεις που θα συμπορευτούν μαζί του δεν έχουν τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο λόγω του μεγέθους και των δυνατοτήτων τους, αλλά και των εφοδίων για να προωθήσουν κάτι ανάλογο. Φυσικά η επιδίωξη αξιοποίησης των συνθηκών ώστε να δυναμώσει ο Συντονισμός, να γίνει υπαρκτό μέγεθος και να επηρεάζει ουσιαστικά τις εξελίξεις είναι θεμιτή και αναγκαία.
Για πολύ ουσιαστικούς λόγους μία επανάληψη με άλλους όρους της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ από την εκδήλωση της κρίσης ως τις εκλογές του 2015 δεν μπορεί να επαναληφθεί και να είναι με όρους σύγκρουσης με την αστική τάξη και αμφισβήτησης της κυριαρχίας της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κέρδισε το 17% και ύστερα το 27% στις διπλές εκλογές του 2012 και το 35% το 2015 που τον έφερε στην κυβέρνηση επειδή επεξεργάστηκε έξυπνο σχέδιο και πρόβαλε την ανάγκη αριστερής κυβέρνησης εκμεταλλευόμενος την αδυναμία των αστικών κοινοβουλευτικών κομμάτων που είχαν χάσει κάθε αξιοπιστία, όπως πολλές κομμουνιστικού προσανατολισμού οργανώσεις νομίζουν. Συνέβη επειδή πρότεινε μία λύση εντός των αστικών πλαισίων λιγότερο επώδυνη από αυτή που εφάρμοσαν τα κυβερνητικά ως τότε κόμματα, πρότεινε απαλλαγή από τα μνημόνια χωρίς μεγάλο κόστος και μεγάλες συγκρούσεις και σε αυτή του την προσπάθεια δεν συνάντησε κανένα εμπόδιο από το ΚΚΕ και τις υπόλοιπες οργανώσεις της κομμουνιστικής αριστεράς που ήταν ένας χώρος κατακερματισμένος, χωρίς μία αγωνιστική πρόταση διεξόδου από την κρίση σε ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον ατλαντισμό και τους δανειστές.
Η συσπείρωση ευρύτερων εργατικών και λαϊκών δυνάμεων πάνω σε ένα πρόγραμμα αντιπαράθεσης με την αστική τάξη, τους πολιτικούς εκπροσώπους και τους συμμάχους της είναι ένα πολιτικό εγχείρημα πολύ διαφορετικό, πολύ πιο δύσκολο και με ιδιαίτερες πολιτικές προϋποθέσεις από αυτό του ΣΥΡΙΖΑ. Απαιτεί τη βαθιά αλλαγή αντιλήψεων και διαθέσεων στους εργάτες και στο λαό, μία ολοκληρωμένη ταξική συνείδηση, να εμπεδωθεί ότι αλλαγές φιλολαϊκές θα προκύψουν μέσα από μεγάλες συγκρούσεις και να προετοιμαστεί για αυτό. Απαιτεί δηλαδή μία εργατική και λαϊκή συνείδηση πολύ ανώτερη και ένα εργατικό κίνημα που θα εμπνέει και θα κινητοποιεί ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις με όρους ηγεμονίας. Κάθε σκέψη ότι κάτι αντίστοιχο μπορεί να επιτευχθεί σε σύντομο χρόνο με το εργατικό και λαϊκό κίνημα στο σημερινό επίπεδο του και χωρίς μεγάλη σύγκρουση με την κυβέρνηση και τους κρατικούς μηχανισμούς είναι λανθασμένη. Το κίνημα αυτό πρέπει να δημιουργηθεί, αυτή τη φάση διανύουμε σήμερα. Αν βεβαίως οι αντικειμενικές συνθήκες αλλάξουν, η κρίση του καπιταλισμού πανευρωπαϊκά και στην Ελλάδα οξυνθεί απότομα τότε οι στόχοι αυτοί θα επανεξεταστούν.
Με μία τέτοια αντίληψη φλερτάρουν κάποιες οργανώσεις του Κομμουνιστικού Συντονισμού.
‘‘Απαιτείται μια Συμφωνία Κοινής Δράσης επίκαιρης, «φρέσκιας» και για αυτό, τελικά, «ανώτερης» σε αποτελεσματικότητα και δύναμη συσπείρωσης, με βάση την Πολιτική Πρόταση Πάλης του Συντονισμού, σε αντικυβερνητική, αντιΕΕ κατεύθυνση και με διαχωρισμό από ΣΥΡΙΖΑ. Η Συμφωνία πρέπει να δεσμεύει α) στο πλαίσιο και β) στην κοινή δράση σε φορείς.
Με βάση τα παραπάνω προτείνονται δυο δράσεις: Η μία είναι η συνέχιση της προσπάθειας για την Πρωτοβουλία της Κοινής Δράσης με ανένταχτους και αγωνιστές, στην οποία μπορούν να συνεισφέρουν δυνάμεις του Κομμουνιστικού Συντονισμού, της ΛΑΕ και άλλες. Ταυτόχρονα, το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο μπορεί και πρέπει να οργανώσει έναν διάλογο και με τις δυνάμεις της ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ που φαίνεται να ανταποκρίνεται σε επιμέρους πολιτικές συμφωνίες, την ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ, τη ΔΕΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ’’. Έτσι τοποθετεί το ζήτημα πρόσφατη ανακοίνωση του Κομμουνιστικού Σχεδίου.
Πλατιές συνεργασίες ανομοιογενών οργανώσεων ή συνεργασίες στη βάση ταξικών και οικονομικών συμφερόντων;
Αυτό σημαίνει ότι θα συγκεντρωθούν όλες σχεδόν οι δυνάμεις που κινούνται αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ πλην του ΚΚΕ και της σκληρής αναρχίας. Από μία πρώτη ματιά αυτό φαντάζει αδύνατο και αν διαμορφωθεί κάτι ανάλογο δεν θα μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά λόγω των τεράστιων αποκλίσεων που παρουσιάζουν στις θέσεις και στις επιδιώξεις τους οι οργανώσεις αυτές. Και αν ακόμη προχωρήσει ένα τέτοιο μπλοκ δυνάμεων πού μπορεί να φτάσει με δεδομένο ότι θέση του Κομμουνιστικού Συντονισμού, έστω ανεπεξέργαστη, είναι η νίκη επί της αστικής τάξης και η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας;
Θα προβληθεί το επιχείρημα ότι λόγος γίνεται για χώρο διαλόγου και κοινής δράσης και όχι για μόνιμη σταθερή συμμαχία, για πολιτικό μέτωπο. Δεκτό, μόνο που οι συνεργασίες σε αυτή τη φάση και σε κάθε φάση πέραν της επιδίωξης ορισμένων άμεσων κατακτήσεων στο πρακτικό κίνημα πρέπει παράλληλα να προετοιμάζουν τους όρους της μονιμότερης συνεργασίας, του κοινωνικοπολιτικού μετώπου που θα δημιουργηθεί στο μέλλον. Κάτι διαφορετικό είναι αντιδιαλεκτικό, σήμερα διαμορφώνουμε μία ευρύτατη συσπείρωση πολύ ανόμοιων δυνάμεων πάνω σε ένα πολύ χαλαρό και άμεσο πλαίσιο και αύριο διακόπτεται η συνεργασία αυτή και οργανώνουμε ένα πραγματικό μέτωπο σύγκρουσης με την αστική τάξη και αμφισβήτησης της κυριαρχίας της.
Είναι σαφές ότι μία τέτοια πολιτική βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τις συνεργασίες και τις συμμαχίες που το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα προωθούσε σε ολόκληρη την ιστορία του. Βάση των συνεργασιών και συμμαχιών των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων ήταν πάντα τα ταξικά, τα οικονομικά συμφέροντα και οι διεκδικήσεις. Και επειδή πρόκειται για τα διαφορετικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων έπρεπε να βρεθεί ο κοινός τόπος για να συγκροτηθούν οι κάθε είδους συμμαχίες, είτε τακτικού χαρακτήρα πάνω σε άμεσους στόχους είτε γενικευμένες. Οι ταξικές διεκδικήσεις ήταν η βάση των συμμαχιών.
Στην περίπτωσή μας όμως δεν συμβαίνει αυτό, η βάση δεν θα είναι τα ταξικά συμφέροντα, τουλάχιστον σε απόλυτη προτεραιότητα, η έννοια της εκμετάλλευσης σε πολλές από τις οργανώσεις αυτές έχει υποχωρήσει και στη θέση της μπήκαν σε μεγάλο βαθμό τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Έχουμε εδώ την απόπειρα δημιουργίας μιας “οριζόντιας” Συμμαχίας από πολύ διαφορετικές ανταγωνιστικές οργανώσεις όχι στη βάση κεντρικού στόχου και προοπτικής, αλλά στη συνάρθρωση πολλαπλών κοινωνικών δράσεων και διαφορετικών αξιών και στόχων. ‘‘Βασική προϋπόθεση μιας τέτοιας συγκέντρωσης δυνάμεων είναι ότι μία μερική κοινωνική δύναμη αναλαμβάνει την αναπαράσταση μιας ολότητας η οποία είναι ριζικά ασύμμετρη με αυτή. Μια τέτοια μορφή ‘’ηγεμονικής καθολικότητας’’ είναι η μόνη που μπορεί να πετύχει μία πολιτική κοινότητα” τονίζει ο Ερνέστο Λακλάου στο βιβλίο του «Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική», στο οποίο διατυπώνει με αναλυτικό τρόπο ανάλογες απόψεις.
Οι αντιλήψεις αυτές δοκιμάστηκαν στα κινήματα της “εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης”, του παγκόσμιου κοινωνικού forum, στο Occupy, στις πλατείες και με μία έννοια στη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, των Podemos και σε αντίστοιχα κινήματα στη Λατινική Αμερική.
Το επιχείρημα που ακούγεται για τη στήριξη τέτοιων πρωτοβουλιών είναι ότι μετά από ενάμιση αιώνα αγώνων αποτυχημένων είναι ανάγκη να δοκιμαστούν υβριδικά νέες μορφές συμμαχιών. Πρέπει όμως να υπενθυμίσουμε ότι η στρατηγική που εφάρμοσε το εργατικό κίνημα από τη γέννηση του είναι η μόνη που μετρά επιτυχίες. Απέδειξε ότι μπορεί να οδηγήσει στην ενότητα της εργατικής τάξης και στην ηγεμονία της σε ένα μεγάλο Λαϊκό Κίνημα ανατροπής, ανέδειξε μεγάλα κινήματα αρκετά εξ αυτών νικηφόρα, δοκιμάστηκε κατά την Οκτωβριανή επανάσταση, στην εργατική εξουσία που αυτή δημιούργησε και στην αποτελεσματικότητά της. Βεβαίως η απόπειρα αυτή δεν ολοκληρώθηκε και πρέπει με συλλογικό τρόπο οι κομμουνιστές και οι αριστεροί να αναζητήσουν από κοινού τις αιτίες.
Αντίθετα οι θεωρίες που αμφισβητούν το μαρξισμό έχουν 70 χρόνια ζωής και δεν έδωσαν κανένα απολύτως αποτέλεσμα μέχρι σήμερα.
Η προτροπή, λοιπόν, να απορρίψουμε το μαρξισμό προς χάριν των “νέων κριτικών θεωριών”, να απορρίψουμε τις ταξικές συμμαχίες χάριν του πολύμορφου “πλήθους” πού δρα ασύνταχτα και διαμαρτύρεται και συνήθως παίρνει μέρος στις εκλογές ως κόμμα- μέτωπο χαλαρά συγκροτημένο να απορριφθεί. Η τακτική αυτή δεν υπηρετεί το στρατηγικό στόχο, δεν προετοιμάζει τις προϋποθέσεις του για τη σύγκρουση με την αστική τάξη για την Εργατική εξουσία με προοπτική τον κομμουνισμό, στην καλύτερη περίπτωση να οδηγήσει σε μία “ριζοσπαστική Δημοκρατία” και το πιθανότερο στη σωτηρία του καπιταλισμού όταν αυτός αμφισβητείται έντονα.
Δεν θεωρούμε ότι η πρόθεση των οργανώσεων του Συντονισμού είναι τέτοια, είμαστε όμως υποχρεωμένοι να πούμε ανοιχτά τη γνώμη μας και να επισημάνουμε τους κινδύνους που μία τέτοια τακτική ενέχει. Με τις οργανώσεις αυτές, όπως προγραμματικά εμφανίζονται οι περισσότερες, ο Κομμουνιστικός Συντονισμός μπορεί να διατηρεί μία σχέση συμπόρευσης και κοινής δράσης πάνω σε λαϊκά προβλήματα. Δεν φαίνεται όμως ότι η επιδίωξη είναι αυτή.
Η δημιουργία κομμουνιστικού προγράμματος και του αντίστοιχου πολιτικού φορέα
Αναφερθήκαμε ήδη ότι το καθήκον αυτό υποτιμήθηκε και αφέθηκε για το μέλλον και αυτό πολλές φορές αποδείχθηκε εμπόδιο και στην οργάνωση της τρέχουσας δράσης, αφού το περιεχόμενο της δράσης για τα άμεσα ζητήματα δεν μπορεί να αποκοπεί εντελώς από τους γενικότερους στόχους που τίθενται, πρέπει σε ένα ορισμένο βαθμό να τους υπηρετεί, η δράση να κινείται προς το στρατηγικό στόχο.
Ο Εργατικός Αγώνας θεωρεί τη δημιουργία κάθε πολιτικού κόμματος, ιδίως αυτών που απηχούν θέσεις και συμφέροντα μιας κοινωνικής τάξης ή κοινωνικού στρώματος κορυφαία διαδικασία. Άρα η δημιουργία αυτή προϋποθέτει την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση όλων των διαδικασιών και την επεξεργασία όλων των μεγάλων ζητημάτων που πρέπει το πρόγραμμα να περιλαμβάνει. Για το κομμουνιστικό κόμμα οι αρχές της κοινωνίας που επιδιώκει να δημιουργήσει, η στρατηγική, δηλαδή το γενικό σχέδιο που θα ακολουθήσει και ορισμένες βασικές κατευθύνσεις της τακτικής είναι απολύτως αναγκαίες. Οι δυνάμεις που θα συγκροτήσουν το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει στον τελικό σκοπό και στη στρατηγική και ακόμη περισσότερο στην ιδεολογία να συμφωνούν απόλυτα. Η ιδεολογική ενότητα είναι εντελώς αναγκαία όπως και η ενιαία αντίληψη για βασικά πολιτικά ζητήματα.
Οι παραπάνω προϋποθέσεις στο Συντονισμό δεν αντιμετωπίστηκαν, δεν άνοιξε καν η συζήτηση για αυτά τη στιγμή που οι διαφορές μεταξύ των οργανώσεων του είναι μεγάλες.
Οι θέσεις των οργανώσεων για το χαρακτήρα της εποχής μας και άλλα θεμελιώδη ζητήματα είναι πολύ διαφορετικές, να αναφέρουμε ορισμένα: Βρίσκονται οι καπιταλιστικές κοινωνίες σήμερα στην εποχή του ιμπεριαλισμού ή μπήκαμε σε ένα νέο στάδιο πού από τα πράγματα φέρνει αλλαγές στη στρατηγική των κομμουνιστών; Τι αλλαγές έχουν συμβεί στον καπιταλισμό στις μέρες μας, η εργατική τάξη είναι μαζί με την αστική τάξη οι κύριες τάξεις της κοινωνίας ή η εργατική τάξη έχει μεταλλαχτεί, τα όρια μεταξύ των τάξεων έχουν γίνει εντελώς ασαφή, όπως και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τους και δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την ύπαρξη τάξεων με βάση τον ορισμό του Λένιν. Είναι η εργατική τάξη φορέας των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, η τάξη που θα ανατρέψει την αστική τάξη ή η αστική τάξη θα αποχωρήσει μόνη της από τη σκηνή, ήδη αποχωρεί, αφού αποδιοργάνωσε την εργατική τάξη, τον αντίπαλο της, στερώντας της την ικανότητα να την νικήσει, και μαζί καταστρέφεται και η ίδια, όπως γράφει ο Wolfgang Streeck στο βιβλίο του «Πώς θα τελειώσει ο Καπιταλισμός;».
Αν βρισκόμαστε στην εποχή του ιμπεριαλισμού είναι σε ισχύ η θεωρία του Λένιν για την ανάγκη δημιουργίας πολιτικής πρωτοπορίας που θα συμβάλλει ώστε η εργατική τάξη να αποκτήσει συνείδηση της θέσης και του ρόλου της στην κοινωνία ή η πολιτική πρωτοπορία δεν είναι ιδιαίτερα αναγκαία και για πολλούς είναι εντελώς άχρηστη και όλα αυτά ξεπεράστηκαν ή ήταν λανθασμένα από τη στιγμή της διατύπωσης τους; Και αν είναι αναγκαία η πολιτική πρωτοπορία, το κόμμα της εργατικής τάξης, θα είναι αυτό λενινιστικό κόμμα νέου τύπου ή κάτι άλλο; Το μπλοκ των δυνάμεων με επικεφαλής την εργατική τάξη που θα αναμετρηθεί με την αστική εξουσία για να την ανατρέψει θα είναι αξιόμαχο και ικανό για αυτό το σκοπό και πώς θα δημιουργηθεί αυτό;
Όλα αυτά και πολλά άλλα είναι προϋπόθεση να απαντηθούν για να προχωρήσει η δημιουργία κομμουνιστικού κόμματος.
Τα κορυφαία πολιτικά ζητήματα αντιμετωπίζονται πάντα με πολιτικούς όρους και συμφωνίες και όχι με οργανωτικές διαδικασίες και συγκλίσεις. Αν οι υπόλοιπες συνιστώσες του Συντονισμού δεν βιάζονται για το θέμα αυτό οι σύντροφοι του Κορδάτου αντιμετωπίζουν σε μεγάλο βαθμό το θέμα της δημιουργίας κόμματος με όρους οργανωτικών διαδικασιών και συγκλίσεων πάνω στα κορυφαία αυτά ζητήματα. Σε πρόσφατο άρθρο στη ιστοσελίδα τους αναφέρουν ότι ο δρόμος είναι: “Η οργανωτική ενοποίηση όλων των κομμουνιστικών οργανώσεων και συλλογικοτήτων, αλλά και μικρότερων ομάδων και ανένταχτων κομμουνιστών/ιων που συμφωνούν να προωθήσουν από κοινού ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο, με πρόβλεψη για αποφάσεις στη βάση αυξημένων πλειοψηφιών, δηλαδή για σύγκλιση στη βάση ωφέλιμων συμβιβασμών…”. Η οργανωτική ενοποίηση προτείνεται ως πρώτο βήμα και μάλιστα άμεσα σε λίγους μήνες ώστε να δημιουργηθεί μία κομμουνιστική οργάνωση ως μεταβατική μορφή που θα παίρνει αποφάσεις με πλειοψηφία 60% ως διασφάλιση των μειοψηφικών θέσεων και εν τέλει να δημιουργηθεί κόμμα. Κατά τη γνώμη των συντρόφων του Κορδάτου αυτό απαιτεί “στοιχειώδη διάθεση συμβιβασμού, όπως και συνειδητή αυτοπειθαρχία... και επίσης τονίζεται ότι κάθε κομμουνιστής αγωνιστής προσέρχεται καταρχήν ως άτομο, είτε ήταν/είναι ενταγμένος σε κάποια οργάνωση, είτε όχι, και με ειλικρινή διάθεση για να δράσει από κοινού, ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της πολιτικής παρέμβασης του ενιαίου φορέα, αλλά και να λυθούν προοπτικά τα στρατηγικά προβλήματα χωρίς δογματικές ιδεολογικές αγκυλώσεις” Στα παραπάνω να επισημάνουμε ότι δεν προωθείται η δημιουργία κόμματος με ηθικούς όρους, ούτε οι οργανωμένοι κομμουνιστές προσέρχονται σε ένα χώρο ως άτομα για να λύσουν τα στρατηγικά προβλήματα χωρίς ιδεολογικές ‘‘δογματικές αγκυλώσεις’’.
Η ιδέα της δημιουργίας ενιαίας οργάνωσης ως μεταβατικής μορφής και ύστερα να γίνει προσπάθεια συζήτησης των διαφορετικών αντιλήψεων και των μεγάλων πολιτικών και θεωρητικών ζητημάτων και να ενιαιοποιηθούν μέσω συγκλήσεων οι διαφορετικές απόψεις είναι πράγματι πρωτότυπη. Είναι ανάγκη όμως να απαντηθούν από όλους μας ορισμένα ερωτήματα. Αφού διαλυθούν οι πολιτικές οργανώσεις που συγκροτούν το Συντονισμό σε μία ενιαία οργάνωση και παρά τις προσπάθειες για σύγκλιση των διαφορετικών απόψεων κυρίως των θεωρητικών και στρατηγικών αυτό δεν επιτευχθεί τι θα γίνει τότε; Με ποιους όρους θα λυθούν τα προβλήματα πέρα από το συσχετισμό δύναμης; Όσοι διαφωνούν και δεν καλύπτονται μπορούν να εξέλθουν. Επίσης τι είδους σύγκλιση μπορεί να γίνει μεταξύ των απόψεων που δέχονται το μαρξισμό και τον λενινισμό ως θεωρία και στρατηγική για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και όσων θεωρούν ότι το 1989 δεν ηττήθηκε μόνο το συγκεκριμένο εγχείρημα αλλά συνολικά η μαρξιστική -λενινιστική θεωρία; Με όλα τα παραπάνω και κυρίως με τις μεγάλες ιδεολογικές και στρατηγικές διαφορές μεταξύ των οργανώσεων του Συντονισμού και με συγκλίσεις πάνω σε αυτές ώστε να προχωρήσει η ενοποίηση και η συγκρότηση του κόμματος άμεσα είναι προφανές ότι κόμμα με ιδεολογική ενότητα δεν πρόκειται να προκύψει. Ίσως προκύψει κάποιο πολυτασικό αριστερό κόμμα στο οποίο οι κομμουνιστές δεν θα έχουν κύριο ρόλο, θα είναι απλώς συνοδοιπόροι, και σε κάθε περίπτωση θα είναι ανίκανο να παίξει τον ιστορικό ρόλο του.
Ο Εργατικός Αγώνας έχει ταχθεί κατ’ επανάληψη υπέρ της δημιουργίας λενινιστικού κόμματος νέου τύπου, με πλήρη δημοκρατία στις γραμμές του, με κυκλοφορία των ιδεών στα πλαίσια του και δημόσια και με συγκεντρωτική δράση στη βάση της πλειοψηφούσας άποψης.
Το κομμουνιστικό κόμμα δεν δρα μόνο του θεωρεί αναγκαίες τις συμμαχίες και τις πραγματοποιεί. Θεμέλιο αυτών των συμμαχιών είναι η συμμαχία εργατικής τάξης μισθωτών μικροαστικών στρωμάτων και στρωμάτων με μικρή ιδιοκτησία που ταξικά προσεγγίζουν την εργατική τάξη και στο πολιτικό επίπεδο η συνεργασία πολιτικών δυνάμεων που εκφράζουν τα στρώματα αυτά με τις θέσεις και την πρακτική τους.
Ως προς το τι πρέπει να κάνουμε, πώς θα προχωρήσουμε έχουμε επίσης τοποθετεί. Ο Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων παραμένει συμμαχικό σχήμα, αναπτύσσει δράση, συγκεντρώνει δυνάμεις οικοδομείται σε κάθε χώρο, οι δυνάμεις του οργανώνονται ξεχωριστά και αυτοτελώς σε κάθε χώρο έχοντας ετοιμότητα για τη δημιουργία κοινών δράσεων και συνεργασιών με άλλους φορείς, προχωρεί σε μόνιμες ή περιστασιακές συνεργασίες με άλλες οργανώσεις και ανένταχτους αγωνιστές. Μέσα στην πορεία αυτή κατακτά μεγαλύτερη πολιτική και ιδεολογική συναντίληψη. Παράλληλα ανοίγει τη διαδικασία των αναγκαίων επεξεργασιών όλων των μεγάλων ζητημάτων που αφορούν την εποχή μας στην προσπάθεια να διερευνηθούν οι όροι δημιουργίας κομμουνιστικού προγράμματος. Στο βαθμό που ωριμάζουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις κάνει σταθερά και σίγουρα βήματα μπροστά, προχωρεί η ενοποίηση.