Εργατικός Αγώνας

Το αίμα που έγινε νερό γίνεται και μελάνι

Ο Γιάννης Ρουσιάς μιλά με τη Σωτηρία Μαραγκοζάκη συγγραφέα του μυθιστορήματος «Κλήρος του αίματος».

Πριν λίγες ημέρες ολοκλήρωσα ένα αριστουργηματικά δοσμένο βιβλίο, τον «Κλήρο του αίματος» της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη. Η συγγραφέας με τιμά απατώντας σε κάποιες ερωτήσεις σχετικά με το βιβλίο της.

Θέμα του βιβλίου σας είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Τι σας ώθησε σε αυτή την απόφαση;

Ο Γάλλος ιστορικός Πιερ Νορά έχει πει ότι η μνήμη είναι ζωή. Φορείς της είναι πάντοτε ομάδες ζωντανών ανθρώπων, και γι’ αυτό είναι σε διαρκή εξέλιξη. Φορέας μνήμης και μετα-μνήμης η ίδια μεγάλωσα με μισόλογα και παρατεταμένες σιωπές για την οικογενειακή ιστορία, με τους πέντε σκοτωμένους θείους, αντάρτες στον ΕΛΑΣ και κατόπιν μαχητές στο ΔΣΕ. Ούτε ένα κενοτάφιο μαρτυρούσε ότι  κάποτε είχαν ζήσει και οι ελάχιστες φωτογραφίες, που βρέθηκαν εκ των υστέρων   ήταν καταχωνιασμένες από το φόβο «καλοθελητών» και του χωροφύλακα μέχρι το 1981 και, προφανώς, για την αποφυγή ενοχλητικών ερωτημάτων από εμάς τα παιδιά. Μη λαμβανομένου υπόψη όμως ότι ενώ νομίζουμε πως έχουμε ξοφλήσει με το παρελθόν, το παρελθόν δεν έχει ξοφλήσει με εμάς. Διότι αυτό ακριβώς συνέβη με εμένα. Πολλά χρόνια μετά η δημοσιογραφική μου ιδιότητα διευκόλυνε την έρευνα και τη γνωριμία μου με συμπολεμιστές των συγγενών μου στην προσπάθεια μου να μάθω, να κατανοήσω, να ντύσω με λόγο τις εκκωφαντικές σιωπές των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων.   

Ως ήρωες έχετε έξι πρόσωπα, δυο γυναίκες και τέσσερις άντρες. Τι επιδιώκετε με αυτή τη πολυφωνία;

Ο «Κλήρος του αίματος» είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα με διλήμματα και ερωτήματα, που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σε ακραίες περιστάσεις, όπως είναι ένας εμφύλιος πόλεμος. Με την πολυφωνία είχα  τη δυνατότητα της πολλαπλής θέασης και προσέγγισης των ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων, που καλούνταν να αντιμετωπίσουν τα έξι κύρια πρόσωπα του βιβλίου. Κατά συνέπεια διαμορφωνόταν αναλόγως το ύφος, η γλώσσα. Προσωπικά  βρίσκω στην πολυφωνία το στοιχείο της δημιουργικής πρόκλησης ως προς την αφήγηση και της εντιμότητας ως προς την κατάθεση θέσεων και απόψεων. Στον «Κλήρο του αίματος»   οι  συγκρούσεις που συμβαίνουν στον εσώτερο εαυτό των πρωταγωνιστών ανακλώνται στη διαίρεση της γλώσσας και αποσυντίθενται στη γραφή. Για αυτό και σημειώνεται στο οπισθόφυλλο: «Εν τέλει το αίμα που έγινε νερό γίνεται και μελάνι». Άλλωστε όπως έχει πει ο Βρετανός ποιητής Τ.Σ. Έλιοτ  «Ο σκοπός της λογοτεχνίας είναι να μετατρέψει το αίμα σε μελάνι».

Τι οδηγεί κάποιο άτομο να πάρει θέση με τη μια ή με την άλλη παράταξη στη περίπτωση αυτή, καθώς και σε ανάλογες περιπτώσεις;

Η κοινωνική συνειδητοποίηση και η πολιτική χειραφέτηση θεωρώ ότι είναι καθοριστικής σημασίας στοιχεία.  «Which side are you on»  ρωτάει  το πασίγνωστο τραγούδι.  Τα προβλήματα και οι συμφορές του ανθρώπου γεννούνται από τις κοινωνικές συνθήκες, από εκείνο το σύστημα μέσα στο οποίο ζει στο πλαίσιο καταστάσεων και συγκρούσεων. Την περίοδο της Κατοχής στη χώρα μας η κοινωνική χειραφέτηση συνέβη ταχύτατα μέσα από τη συμμετοχή στον απελευθερωτικό αγώνα του ΕΑΜ, της πολυπληθέστερης αντιστασιακής οργάνωσης, ο οποίος  αγώνας είχε και ταξικά χαρακτηριστικά.  

Κάτω, όμως, από τα κοινωνικά – πολιτικά – οικονομικά προβλήματα ανιχνεύονται πάντα τα έσχατα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως είναι ο φόβος του θανάτου, διλήμματα που θέτει ο πόλεμος, το πάθος για δύναμη και εξουσία, η εξέγερση μπροστά στην αδικία. Άποψή μου είναι πως αν   ένα μυθιστόρημα θέλει να είναι σοβαρό δεν γίνεται να τα αγνοήσει όλα αυτά. Στον «Κλήρο του αίματος» με απασχόλησαν πολύ αυτά τα θέματα για αυτό και στόχος μου ήταν να έχει οντολογικό, ανθρωπολογικό βάθος  προσεγγίζοντας διαχρονικά την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αλλά, ας  μη ξεχνάμε ότι ένα μυθιστόρημα πάνω απ’ όλα στοχεύει στη συγκίνηση, σε εκείνη την ανατριχιαστική ικανοποίηση μέσω των λέξεων, της γλώσσας, της τέχνης του λόγου.

Πώς κρίνετε τη θέση των αντικομμουνιστών εκείνη τη περίοδο και τη μετάβασή τους από τον γερμανικό στον βρετανικό έλεγχο;

Δεν επρόκειτο απλώς για «αντικομμουνιστές», αλλά για άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας – οι οποίοι ορκίζονταν «πίστη στον Αδόλφο Χίτλερ» και ήταν κάτω από τις διαταγές Γερμανών αξιωματικών- για δωσίλογους, για «παρανόμως πλουτίσαντες»- οι οποίοι κατέδιδαν Εβραίους και άρπαζαν περιουσίες  λοιμοκτονούντων πολιτών για μια οκά φακές- γενικά για άτομα που συντάσσονται πάντα με τον ισχυρό προτάσσοντας το ατομικό από το συλλογικό συμφέρον. Προσέξτε, δεν μιλώ για «προδότες», διότι προδότης μπορεί να γίνει ο καθένας προκειμένου να σώσει τη ζωή ή την οικογένεια του, δωσίλογος, όμως, γίνεται κάποιος από επιλογή. Οι Βρετανοί και η  «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» του Γεωργίου Παπανδρέου πολλές φορές είχαν διαμηνύσει ότι «η Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος» και ότι όλοι αυτοί θα δικαστούν για τα εγκλήματα τους σε βάρος του αγωνιζόμενου λαού. Στη χώρα μας, όμως, συνέβησαν αδιανόητα πράγματα εν συγκρίσει με την υπόλοιπη Ευρώπη μεταπολεμικά. Από τους χιλιάδες δωσίλογους και συνεργάτες των κατακτητών στη  συντριπτική τους πλειοψηφία αθωώθηκαν ή έπεσαν στα «μαλακά». Μόνον είκοσι πέντε εκτελέσθηκαν ενώ την ίδια περίοδο τα έκτακτα στρατοδικεία είχαν καταδικάσει σε θάνατο τρεις χιλιάδες εαμίτες- κομμουνιστές! Και φυσικά με το γνωστό «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» αποκλείσθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό οι δημοκρατικοί πολίτες ως «συμμορίτες», «συνοδοιπόροι» ή «συμπαθούντες».  

Ποιον θεωρείτε υπεύθυνο για την έναρξη του εμφυλίου;

Ημερομηνία έναρξης του ελληνικού Εμφυλίου επισήμως θεωρείται η 30η Μαρτίου 1946, παραμονή εκλογών, με την επίθεση πρώην ελασιτών ανταρτών στον Σταθμό Χωροφυλακής στο Λιτόχωρο Πιερίας. Αυτομάτως  η ευθύνη (είναι σα να) βαραίνει την εαμοκομμουνιστική Αριστερά. Αναρωτιέμαι, όμως, γιατί αποσιωπείται ή υποβαθμίζεται το όργιο βίας και τρομοκρατίας – της λεγόμενης «Λευκής τρομοκρατίας»- σε βάρος αριστερών αμέσως μετά την υπογραφή της Βάρκιζας, τον Φεβρουάριο του 1945. Γιατί για παράδειγμα να μην θεωρηθεί ως ημερομηνία έναρξης η 20η Ιανουαρίου του 1946, όταν  ο Βαγγέλης  Μαγγανάς, αρχηγός ακροδεξιού παραστρατιωτικού σχηματισμού στη νότια Πελοπόννησο, κατέλαβε την πόλη της Καλαμάτας επικεφαλής πολυάριθμης ένοπλης ομάδας και επιτέθηκε σε τμήμα της χωροφυλακής απελευθερώνοντας υπόδικους πρώην ταγματασφαλίτες και δωσίλογους;

Κατά τη διάρκεια του λεγόμενου «Πραξικοπήματος του Μαγγανά» με την τριήμερη κατοχή της πόλης, οι άνδρες του κατέστρεψαν γραφεία των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων, δολοφόνησαν μέλη του ΚΚΕ και πήραν δεκάδες ομήρους. Μάλιστα η Κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη για να αντιμετωπίσει την κατάσταση κήρυξε στρατιωτικό νόμο στη Μεσσηνία και έστειλε στρατό στην περιοχή. Στον «Κλήρο του αίματος», όμως, δεν τίθεται μόνο το ερώτημα «ποιος ήρξατο χειρών αδίκων και ποιος αθώος του αίματος» αλλά και γιατί γίνεται εμφύλιος πόλεμος και ΤΙ είναι. Το βιβλίο δηλαδή προχωράει  πιο πέρα,  αποπειράται να ξεπεράσει το συγκεκριμένο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο και να συνομιλήσει διαχρονικά με τα άφατα της μνήμης.   

Πώς κρίνετε τη στάση του ΚΚΕ στις συμφωνίες Καζέρτας, Λιβάνου και Βάρκιζας;

Για την υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής με τη Συμφωνία του Λιβάνου και κατόπιν στον Σκόμπι με την Καζέρτα η  απάντηση είναι σύνθετη. Διότι οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τις εξελίξεις που προηγήθηκαν σε διεθνές επίπεδο. Για παράδειγμα η αυτοδιάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και η συνεργασία της Σοβιετικής Ένωσης με τη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ στο πλαίσιο του αντιφασιστικού αγώνα είναι στοιχεία που πρέπει να συνεκτιμηθούν. Δεν έχει να κάνει δηλαδή με απλοϊκές ερμηνείες ορισμένων, οι οποίοι  καταλογίζουν έλλειψη διορατικότητας και ικανότητας στην τότε ηγεσία του ΚΚΕ αν και πράγματι φέρει τεράστιες ευθύνες για τη λανθασμένη εκτίμηση της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί συνολικά στη χώρα, καθώς και για τον ρόλο των συμμάχων Βρετανών.  Πριν τη συμφωνία της Βάρκιζας προηγήθηκαν τα Δεκεμβριανά – εκεί  φάνηκε ξεκάθαρα ο ρόλος των Βρετανών- η ήττα, η υποχώρηση, η ανακωχή. Η συμφωνία, η οποία χαρακτηρίσθηκε τότε ως «συμφωνία ανάγκης» από την εαμοκομμουνιστική Αριστερά προέβλεπε αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων, όμως,  δεν τηρήθηκε από την κυβέρνηση και η τρομοκρατία που εξαπολύθηκε από τις πολυάριθμες παρακρατικές οργανώσεις κατέστησαν αφόρητη τη ζωή των αριστερών πολιτών και των οικογενειών τους εξαναγκάζοντας τους να βγουν πάλι στο βουνό, αλλά ως καταδιωκόμενοι αυτή τη φορά. Οι περαιτέρω οδυνηρές εξελίξεις είχαν ήδη δρομολογηθεί…         

Θα μπορούσε να αποφευχθεί ο εμφύλιος και να έχουμε μια ομαλή μετάβαση στη πολιτική ζωή μετά τον πόλεμο;

Ο εμφύλιος πόλεμος συνήθως δεν εκδηλώνεται ως κάποιο προαποφασισμένο σχέδιο, αλλά αποτελεί  εξέλιξη, οδυνηρή, τραυματική, απωθητική της μνήμης, μεταξύ των αντιτιθέμενων κοινωνικο- ταξικών συμφερόντων εντός των ορίων ενός κράτους. Ο ελληνικός Εμφύλιος του 1946-49 – «δεύτερο αντάρτικο», τότε, για την Αριστερά και «συμμοριτοπόλεμος» για τη Δεξιά- υπήρξε σκληρός και αιματηρότατος με 55 χιλιάδες νεκρούς επισήμως, αν και ο πραγματικός αριθμός ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος. Στην  αγρίως καταδιωκόμενη μετά τη Βάρκιζα εαμοκομμουνιστική Αριστερά, λέγανε τότε ότι  «το αντάρτικο δεν είναι λύση, το αντάρτικο θα φέρει τη λύση», επιμένοντας στα μέτρα ειρήνευσης και συμφιλίωσης και χρησιμοποιώντας ως μοχλό πίεσης την ένοπλη πάλη επί ενάμιση χρόνο. Η βρετανική και κατόπιν η αμερικανική βοήθεια στον κυβερνητικό στρατό – που ήταν ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την ισχνή των σοσιαλιστικών χωρών προς τον ΔΣΕ- υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την έκβαση του πολέμου. Αν δεν δινόταν πιθανόν η κυβέρνηση να επιδίωκε έναν συμβιβασμό με την Αριστερά. Η Ιστορία ως γνωστόν, όμως, δεν γράφεται με «αν» και το παρελθόν είναι ανεπανάληπτο. Πάντως ο Εμφύλιος συνεχίστηκε τρόπον τινά και μετά το ’49. Οι χιλιάδες πολιτικοί πρόσφυγες στις σοσιαλιστικές χώρες, οι εκτοπίσεις, οι φυλακίσεις, οι παντός είδους διώξεις και αποκλεισμοί σε βάρος των αριστερών μετεμφυλιακά διαιώνισαν την πόλωση και τον διχασμό.        

 

Αρχική δημοσίευση: akamas.wordpress.com

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας