Εργατικός Αγώνας

Η σημερινή ηθική κρίση και οι θρηνωδοί της

του Γιάννη Ιμβριώτη [1]

Η ηθική κρίση μέσα στο «Δυτικό κόσμο» έχει φτάσει τώρα στην πιο δραματική κορύφωσή της. Οι ηθικές αξίες που καλλιεργούσαν και τιμούσαν οι αστικές κοινωνίες, όλες σήμερα —άλλες περισσότερο κι άλλες λιγώτερο — έχουν ξεφτίσει. Έχουν πάψει να συγκινούν και προβάλλουν μονάχα σαν τυπικά σύμβολα χωρίς κανένα ζωντανό περιεχόμενο. Και δεν είναι μόνο η θρησκευτική, άλλα και κάθε άλλη πίστη σ’ οποιοδήποτε ιδανικό που παλαιότερα θέρμαινε την ανθρώπινη ψυχή. Έχουν μείνει μόνο τα ονόματα που τα διαλαλεί ο «Ελεύθερος κόσμος», μα που δε δηλώνουν τίποτε το πραγματικό. Μάλιστα κάτω από το φραστικό ωραίο στολισμό συχνά σκεπάζεται η πιο ανήθικη πρόθεση και πράξη. Κάτω από τα κηρύγματα της «ελευθερίας» του «ανθρωπισμού» κι άλλων κρύβεται η πιο ωμή βία πάνω σε άτομα και σε ολόκληρους λαούς. Κανείς δεν πείθεται, ούτε κ’ οι πιο κραυγαλέοι διαλαλητές τους. Ο παλαιός θρήνος για τον αφανισμό της αρχαίας ελληνικής θρησκείας πάλι ξανακούγεται, μα τούτη τη φορά για το γκρέμισμα κάθε αξίας. «Χαμαί πέσαι δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν…». Τούτη την ηθική κρίση πολλοί πνευματικοί εκπρόσωποι αυτού του κόσμου τη νιώθουν με μεγάλο πόνο και προσπαθούν ν’ αντιδράσουν με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.

Στη σφαίρα της τέχνης πολλοί απογοητευμένοι από τη γύρω τους κοινωνική κατάσταση την απίθανη, τη χαοτική, τη γεμάτη αντίφαση, φεύγουν και καταφεύγουν σέ άλλους φανταστικούς, πάλι ακατανόητους και παράλογους κόσμους κ΄ εκεί ζητούν να βρουν τη λύτρωσή τους. Νεώτερες και σύγχρονες τεχνοτροπίες, ο υπερρεαλισμός, η αφηρημένη τέχνη κλπ., στο βάθος είναι γεννήματα φυγής, δεν ορθώνουν τον άνθρωπο γενναίο μαχητή και διαμορφωτή μιας γόνιμης ζωής μέσα σε τούτον τον κόσμο που ζούμε, παρά τον στρέφουν προς το απόκρυφο, το μαγικό, το υπερφυσικό που τάχα αυτό μονάχα σώζει. Μα έτσι δεν κάνουν άλλο παρά να βοηθούν και να στηρίζουν με έμμεσο τρόπο τη σημερινή κατάσταση της φθοράς.

Στη σφαίρα του φιλοσοφικού στοχασμού ξεσπά σφοδρή πολεμική κατά του λογικού και της επιστήμης, που νομίζονται σαν οι κύριοι υπεύθυνοι για τον κλονισμό πολλών άξιων. Χάρη στο λογικό και στις φυσιογνωστικές προπάντων επιστήμες έχουν διαλυθεί πολλά μυστήρια του κόσμου, έχει υποχωρήσει η μαγική σκέψη κ’ έχει περάσει απ’ το κριτικό τους κόσκινο κάθε μεταφυσικός μύθος. Η πολεμική που γίνεται τώρα ενάντιά τους προσπαθεί να κλονίσει το κύρος τους, την άξια τους και μ’ αυτόν τον τρόπο να στηρίξει έμμεσα την κάθε παραδομένη πίστη που δεν αντέχει στην κριτική. Ο αστικός λοιπόν κόσμος που στην ανοδική του εποχή καλλιέργησε με πάθος την επιστήμη και θεοποίησε το λογικό, που κατόρθωσε να δώσει θαυμαστές ερμηνείες των κοσμικών φαινομένων, που ανέβασε την ιστορική ανάπτυξη της ανθρωπότητας σε ανώτερα επίπεδα, αυτός ο ίδιος τώρα που φθίνει, αντιμάχεται τα δημιουργήματά του και θα ήθελε σαν άλλος Κρόνος να καταφάει τα ίδια τα παιδιά του. Μα το τραγικό είναι που αυτός ο κόσμος δε μπορεί να ζήσει χωρίς την επιστήμη και την τεχνική κ’ είναι υποχρεωμένος να τις καλλιεργεί. Γι’ αυτό από το ένα μέρος ζητεί τις υπηρεσίες τους, μα από το άλλο προσπαθεί να κλονίσει την πραγματική άξια τους με ποικίλους τρόπους.

Μερικοί δεν κρίνουν την επιστήμη ικανή να μας δώσει τη σωστή αντικειμενική γνώση των πραγμάτων, να συλλάβει την ουσία τους. Πιστεύουν πως γι’ αυτή τη γνώση χρειάζεται άλλη πνευματική δύναμη, μυστική κ’ ενορατική κι όχι το λογικό. Η επιστήμη, βεβαιώνουν, μας δίνει ερμηνείες των πραγμάτων που είναι βολικές και

χρήσιμες για την πραχτική μεταχείρισή τους, μα πού δεν εγγίζουν το ενδόμυχο βάθος τους. Με τέτιες θεωρίες αγωνίζονται να μειώσουν την πίστη των ανθρώπων στην επιστήμη και στο λογικό και να στρέψουν το πνεύμα τους σε άλλους μεταφυσικούς κόσμους που στέκουν πίσω ή πάνω κ’ έξω από τούτον εδώ τον πραγματικό. Με το ίδιο πάθος καταφέρονται κ΄ εναντίο της τεχνικής κ΄ επισημαίνουν όλα τα κακά που συνοδεύουν τη σημερινή καταπληχτική ανάπτυξή της. Ο καπιταλιστικός κόσμος αδυνατεί να παραμερίσει αυτά τα κακά, να χειραγωγήσει την επιστήμη και την τεχνική και ν’ αξιοποιήσει μονάχα κι αποκλειστικά τι προαγωγικές για τους ανθρώπους λειτουργίες τους. Κι από την αδυναμία του αυτή στέκει απέναντι τους σαστισμένος, τις αντικρύζει σαν ανυπόταχτες, αυτεξούσιες δυνάμεις που ξεφεύγουν τον έλεγχο κι ορθώνονται απειλητικές κ’ επικίνδυνες. Μα ο ίδιος αυτός κόσμος, είπαμε, δε μπορεί να ζήσει χωρίς αυτές κ΄ είναι αναγκασμένος να τίς χρησιμοποιεί και να τις προάγει. Δε μένει λοιπόν άλλο παρά ο θρήνος για τα μοιραία τάχα κακά και σαν μόνη σωτηρία παρουσιάζεται πάλι η πνευματική φυγή κ΄ η καταφυγή σε αρχαϊκώτερη ψυχική κατάσταση, στην πίστη στο μυθικό, στο μεταφυσικό.

Πολύ συχνά αυτός ο θρήνος παίρνει τη μορφή μιας αδυσώπητης κριτικής των κακών, που σκοπό έχει να προειδοποιήσει, να συνειδητοποιήσει σ΄ όλους τους άλλους τους τωρινούς και τους μελλοντικούς κινδύνους, χωρίς όμως και να δείχνει δραστικά κι αποτελεσματικά μέσα σωτηρίας. Οι θρηνωδοί καταδικάζουν τον «τεχνικό πολιτισμό» και τον ξεχωρίζουν από τον ηθικό και πνευματικό, από την «κουλτούρα». Ο πρώτος αντιμάχεται την αληθινή ουσία του ανθρώπου, υπονομεύει τη θεία μοίρα του και την ιστορική του διαμόρφωση μέσα στο χρόνο. Διαμαρτύρονται που οι άνθρωποι έχουν πουλήσει την ψυχή τους σε μια δαιμονική δύναμη σαν τη μηχανή, που δένονται μαζί της και γίνονται άπλα εξαρτήματά της, αληθινά αυτόματα που επαναλαβαίνουν το ίδιο και το ίδιο. Ο τεχνικός πολιτισμός ψυχρός, μεταλλικός, χωρίς ψυχή και πνεύμα. Κι αυτή η αυτοματοποίηση, η μηχανοποίηση, δεν είναι το μοναδικό κακό, παρά παρουσιάζονται κι άλλα που συνοδεύουν την επιστήμη και την τεχνική. Ο πολλαπλασιασμός των ανθρώπων χάρη σ’ αυτές γίνεται σήμερα με απίστευτο γοργό ρυθμό. Χάρη στα θαυμαστά τεχνικά μέσα η παιδεία γενικεύεται, η μόρφωση όλο κι απλώνεται στην αμέτρητη ανθρώπινη μάζα. Οι καταπληχτικοί αυτοί παράγοντες κι άλλοι ακόμα διαμορφώνουν τώρα την ιστορία, απειλούν τις ηθικές και πνευματικές άξιες που κρατούσαν από την αρχαία εποχή ως τα σήμερα. Από την ιστορική σκηνή σπρώχνεται και φεύγει ο «προσωπικός» άνθρωπος κι ανεβαίνει ο «άλλος» ο «ομαδικός», ο «απρόσωπος κι ανώνυμος». Η ιστορική πορεία φέρνει στη γενική ομαδοποίηση.

Άπειρες είναι οι διαμαρτυρίες. Άπειροι θρηνωδοί, ο λευκορώσος Μπερντιάεφ, ο γερμανός φιλόσοφος Γιάσπερς, ο άγγλος συγγραφέας Άλντους Χάξλεϋ και τόσοι άλλοι επισημαίνουν —ο καθένας με το δικό του τρόπο —τούτα ή εκείνα τα κακά. Κι εδώ στην Ελλάδα δεν έχουν λείψει παρόμοιες διαμαρτυρίες. Τώρα τελευταία μάλιστα ο αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση Π. Κανελλόπουλος, στον ακαδημαϊκό του λόγο με την αληθινά μεστή, δυνατή κ’ επιγραμματική διατύπωση που τον χαραχτηρίζει, καταπιάνεται με το ίδιο θέμα. Με όλες τις διαφορές που παρουσιάζει εδώ κ’ εκεί, γενικά στέκει στην ίδια σκοπιά, όπου και οι άλλοι, και κατονομάζει τους κινδύνους που απειλούν την «ουσιαστική» υπόσταση του ανθρώπου. Δεν ανησυχεί πολύ για το βιολογικό κίνδυνο που προέρχεται από τα καταπληχτικά σημερινά όπλα που μπορούν ν’ αφανίσουν μονομιάς όλο το ανθρώπινο είδος. Πιστεύει πως οι άνθρωποι είναι αρκετά φρόνιμοι και δεν θα αποφασίσουν οι ίδιοι την καταστροφή τους. Επίσης δε φοβάται πολύ και τον άλλο βιολογικό κίνδυνο που τον προκαλεί ο υπερπληθυσμός και δε φαίνεται να υιοθετεί τους στοχασμούς του Μάλθους πάνω στο δημογραφικό πρόβλημα. Ό Μάλθους στις αρχές του περασμένου αιώνα παρατηρούσε πως η ανθρωπότητα πολλαπλασιάζεται με γεωμετρική αναλογία, ενώ τα αγαθά για τη συντήρησή της αυξαίνουν μόνο με την αριθμητική. Έπειτα βεβαίωνε πως η φύση, αφού δε μπορεί να χορτάσει όλους, καλεί στο τραπέζι που στρώνει μόνο ορισμένους, τους δυνατούς, τους εκλεχτούς, τους πλούσιους, ενώ τους άλλους, τους αδύνατους, τους φτωχούς, τους αφήνει να δεκατίζονται από την πείνα, τις επιδημίες, τους πολέμους. Το ζήτημα λοιπόν του φαινόταν πώς το ρύθμιζε η ίδια η φύση με τους δικούς της τους αυστηρούς νόμους. Τέτιοι στοχασμοί προβάλλουν και σήμερα μέσα στον ιμπεριαλιστικό κόσμο σαν δικαιολογίες του πολέμου που τον επιβάλλει τάχα η ιδία η φύση. Ο μαλθουσιανισμός νεκρανασταίνεται. Αλλά τέτια κηρύγματα δεν κάνει ό Καν. Είναι βέβαιος πως η επιστήμη και η τεχνική είναι ικανές να βοηθήσουν σε πολύ μεγαλύτερη παραγωγή αγαθών και πως η γη διαθέτει ακόμα αρκετό χώρο για τον υπερπληθυσμό. Κ΄ έπειτα, αν έλθει κάποτε η στιγμή που η τεχνική κι ο γήινος (ή και άλλος) χώρος δεν θ΄ ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας αφάνταστα πολλαπλάσιας ανθρωπότητας, πάλι δε θα είναι αδύνατο να εφαρμοστούν μέτρα που θα προλάβουν το βιολογικό αφανισμό (λ.χ. περιορισμός των γεννήσεων). Όμως άσχετα από το βιολογικό κίνδυνο και ο Καν. και οι άλλοι κρίνουν τον υπέρμετρο πολλαπλασιασμό των ανθρώπων πολύ απειλητικό, τούς φαίνεται πως αυτός κλείνει και θρέφει μέσα του άλλα μέγιστα κακά ηθικού χαρακτήρα τούτη τη φορά. Απελπισμένος ο Χάξλεϋ αντικρύζει το ανθρώπινο κύμα που ογκώνεται και παφλάζει και πάει να κατακλύσει όλη τη γη. Στη γέννηση του Χριστού οι άνθρωποι ήταν μόνο 250 εκατομμύρια, στο τέλος του 18ου αιώνα είχαν φτάσει στα 700 και σήμερα πλησιάζουν στα τρία δισεκατομμύρια. Μα το πιο καταπληχτικό είναι που ο ρυθμός αυτός γίνεται αφάνταστα γοργός. Μετά πενήντα χρόνια ο αριθμός θα είναι διπλάσιος. Η επιστήμη και η τεχνική βοηθούν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Η παραγωγή αγαθών αυξαίνει, οι επιδημίες καταπολεμούνται, ο μέσος όρος της ζωής όλο και ανεβαίνει. Ο Χάξλεϋ προβλέπει εκτός από το βιολογικό κ΄ ένα μέγιστο ηθικό κίνδυνο. Ο πολλαπλασιασμός θα δημιουργήσει τέτιες «συνθήκες όπου θα είναι αδύνατο να υπάρξουν, σχεδόν θα είναι αδιανόητες η ατομική ελευθερία και η κοινωνική κοσμιότητα του δημοκρατικού τρόπου ζωής». Θα προκύψουν μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές ανωμαλίες. Η κυβέρνηση στη χώρα που θα γεννηθεί η σφοδρή αυτή αναταραχή, θα είναι υποχρεωμένη να επεμβαίνει ολοένα, να παίρνει ρυθμιστικά μέτρα, να συγκεντρώνει όλο και μεγαλύτερη στα χέρια της εξουσία πάνω στους ανθρώπους και στα πράγματα και στο τέλος να φτάνει στην ολοκληρωτική διχτατορία και στον κομμουνισμό. Και ο Καν. ανησυχεί για παρόμοιους ηθικούς κινδύνους. Φοβάται πως μέσα σε λίγες δεκαετίες θα αλλάξουν ολωσδιόλου οι όροι για την ατομική και την κοινωνική ζωή, θα κλονιστεί η ηθική και η πνευματική υπόσταση του ανθρώπου, θα μηχανοποιηθεί κάθε εκδήλωσή του, θα κινδυνεύσει κάθε σχέση του προς τους άλλους και προς τον εαυτό του. «Απειλούνται… αι μορφαί ζωής, αι οποίαι είναι γνωσταί αφ’ ενός μεν ως φιλία, έρως, οικογένεια, συγγενικός δεσμός… ως κοινότης ιδεών ή αισθητικών ροπών, εκκλησία και πολιτεία, αφ΄ ετέρου ως ψυχική ή πνευματική γόνιμος μόνωσις, ως ρεμβασμός, ως θρησκευτικός στοχασμός, ως εσωτερικός διάλογος, ως ατομική δημιουργική επίδοσις φιλοσοφική ή ποιητική ή καλλιτεχνική».

Πάντοτε η ποσότητα χειροτερεύει την ποιότητα, αποφαίνονται οι θρηνωδοί. Γι’ αυτό άλλος φοβερός κίνδυνος είναι και η γενίκευση της παιδείας μέσα στην αμέτρητη μάζα. Και δεν είναι μόνο το σχολείο, άλλα και τα τόσα τεχνικά μέσα που βοηθούν στη μόρφωση όλο και περισσότερων ανθρώπων, η τυπογραφία, το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση. Μα όσο αυξαίνει ο αριθμός των μορφωμένων, τόσο κατεβαίνει το ποιοτικό επίπεδο των αρμόδιων να έχουν γνώμη για κάθε θέμα, τόσο προχωρεί η ομοιομορφία, η ομαδοποίηση των πνευμάτων. «Η πνευματική ζωή ενός έθνους ή και της ανθρωπότητος προϋποθέτει ιεραρχημένην πνευματικήν κοινωνίαν. Η ιεράρχησις, η αξιολόγησις της παρουσίας και προσφοράς εκάστου ήτο ευχερής εις την αριθμητικώς στενήν πνευματικήν κοινωνίαν των αρχαίων Αθηνών ή των πόλεων της Αναγεννήσεως.,.» (Καν.) Ποια ιεράρχηση όμως μπορεί να γίνει μέσα στο μεγάλο αριθμό; Η γενίκευση της παιδείας νοθεύει το πνεύμα. Ο Νίτσε είχε πει: «Άλλα εκατό χρόνια αναγνωστών και το πνεύμα το ίδιο θα βρωμήσει».

Και πάλι η ποσότητα αντιμάχεται την ποιότητα: στην περίπτωση του ιστορικού γίγνεσθαι. Πάλι η επιστήμη και η τεχνική συνοδεύονται από κακά αποτελέσματα. Τα μέσα της συγκοινωνίας, τηλεπικοινωνίας και τόσα άλλα τεχνικά κατορθώματα μεταβάλλουν το ρυθμό στη ροή των γεγονότων, άρα και στη ζωή και στη συνείδηση των ανθρώπων. Τώρα τα μεγάλα ιστορικά φαινόμενα είναι πολλά και γρήγορα διαδέχονται το ένα το άλλο, συνωστίζονται. Η μνήμη δεν προφταίνει να συλλέγει, να δουλεύει και ν’ αφομοιώνει το πυκνό αυτό και γοργό γίγνεσθαι. Το παραδομένο υποχωρεί και ξαφνικά έρχεται το νέο. Ανατρέπεται κάθε ιστορική παράδοση που άλλοτε ήταν τόσο γόνιμη για την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου. «Το περιεχόμενον τής ιστορίας κατέστη σήμερον εξόχως πυκνόν. Το αντικειμενικόν αυτό γεγονός… πιέζει τον άνθρωπόν να αρνηθεί την υπόστασίν του την θεμελιωμένην επί μακρών παραδόσεων» (Καν.). Το κακό το μεγαλώνει κ’ η ενότητα του ιστορικού χώρου. Αυτός ο χώρος έχει τώρα γίνει ενιαίος πάνω σ’ ολόκληρη τη γη. Η ιστορία δεν είναι κομματιασμένη, παρά είναι μια «ενιαία ιστορία του Όλου… Δεν υπάρχει κανένα έξω πια. Ό κόσμος είναι κλειστός. Προβάλλει η ενότητα της γης… Όλα τα ουσιαστικά προβλήματα έχουν γίνει παγκόσμια κ‘ η κατάσταση, μια κατάσταση της ανθρωπότητας» (Γιάσπερς).

Ατέλειωτος είναι ο θρήνος. Δεν είναι μόνο ο υπερπληθυσμός, η γενίκευση της παιδείας, ο ταχύτερος ρυθμός του ιστορικού χρόνου, που αλλοιώνουν το πνεύμα, παρά κι άλλοι ακόμα παράγοντες ορθώνονται απειλητικοί κ’ επικίνδυνοι. Ο Χάξλεϋ κακίζει και την υπέρτατη οργάνωση που την καλλιεργεί όχι μόνο το κράτος με τη γραφειοκρατία του, άλλα και η μεγάλη επιχείρηση και η κάθε κοινωνική εκδήλωση. Η υπεροργάνωση μαραίνει κάθε προσωπική πρωτοβουλία, κάνει τον άνθρωπο ένα απλό νούμερο, ένα κομματάκι ενός μηχανισμού που δουλεύει χωρίς τίποτε το ανθρώπινο μέσα του. Ολόκληρη η κοινωνία με την οργάνωση όλης της ζωής μεταμορφώνεται σε μια πελώρια μηχανή που συντρίβει το άτομο. Κι όλους αυτούς τούς επικίνδυνους παράγοντες τους στηρίζουν και τους θρέφουν η επιστήμη και η τεχνική. Άλλοτε στην ιστορία τον κύριο λόγο τον είχαν οι «προσωπικότητες», η βούλησή τους και τα ηθικά τους κίνητρα, μα τώρα κυριαρχούν άλλοι παράγοντες, οι σπούτνικ και τα άλλα επιστημονικά και τεχνικά κατορθώματα διαμορφώνουν το ιστορικό γίγνεσθαι. Τώρα πιέζονται το πνεύμα, το πρόσωπο, η ελευθερία και προβάλλει η ανώνυμη μάζα.

Όλος αυτός ο πολύμορφος και πολύβουος θρήνος ξεπηδά μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο που κατατρώγεται από βαθύτατη εσωτερική κρίση. Μα οι θρηνωδοί δεν επισημαίνουν όλα τα κακά κι όσα απ’ αυτά αναφέρουν τα παραμορφώνουν. Δε μιλούν διόλου για την καταπίεση των πολλών από τους λίγους, για την ωμή καταπάτηση των δικαιωμάτων ατόμων κι ολόκληρων λαών. Κ’ έπειτα, δεύτερο, δεν ξεσκεπάζουν τα πραγματικά αίτια που δημιουργούν την κρίση, παρά επισημαίνουν την ανάπτυξη της τεχνικής, τον υπερπληθυσμό, τη γενίκευση της παιδείας, τον ταχύτερο ιστορικό ρυθμό κι άλλους παράγοντες πού φαντάζονται πώς είναι οι κύριοι υπεύθυνοι. Δεν αντικρύζουν την αντικειμενική κατάσταση, ούτε και τη νομοτέλεια που καθορίζει την ιστορική της διαμόρφωση. Γι’ αυτό δεν πολεμούν, δεν προσπαθούν ν’ αλλάξουν τίποτε, να διορθώσουν, δεν προβάλλουν, είπαμε, γενναίοι μαχητές και διαμορφωτές μιας νέας γόνιμης ανθρώπινης ζωής. Στο βάθος θρηνούν για ό,τι είναι παλαιό, παραδομένο, καθιερωμένο, που κινδυνεύει τώρα να χαθεί και με τρόμο ατενίζουν τη «μάζα» που με βαριά και γοργά βήματα ανεβαίνει στην ιστορική σκηνή και ζητεί να έχει τον κύριο λόγο.

Όμως μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο τα πραγματικά αίτια για την ηθική κρίση του είναι ολωσδιόλου διαφορετικά από εκείνα που φαντάζονται. Οι κύριοι υπεύθυνοι είναι οι βαθύτατες αντινομίες που τον κατατρώγουν. Από το ένα μέρος ο άπειρος αριθμός της μάζας που καταπιέζεται κι από το άλλο οι λίγοι προνομιούχοι εκμεταλλευτές του καθημερινού μόχθου της, που κατέχουν σαν ατομικές ιδιοχτησίες τους τα μέσα της παραγωγής. Και κοντά σ’ αυτή τη βασική αντινομία έρχονται και προσθέτονται κι άλλες που οξύνουν την κρίση. Από το ένα μέρος η ριζική αντίθεση ανάμεσα στα κοινωνικά ταξικά στρώματα που άρχουν και στα άλλα που καταδυναστεύονται, μα έπειτα και η σύγκρουση και οι σφοδροί ανταγωνισμοί μέσα στα ίδια τα πρώτα. Σε τέτια κατάσταση η επιστήμη και η τεχνική δεν παρουσιάζουν μόνο τις ευεργετικές λειτουργίες τους, παρά συνοδεύονται και από κακά και γίνονται επικίνδυνες για όλη την ανθρώπινη φυλή από βιολογική μα κι από ηθική άποψη. Είναι τεράστιος ο βιολογικός κίνδυνος από τα σημερινά φοβερά όπλα, γιατί οι φιλοπόλεμοι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι μπορούν από στιγμή σε στιγμή να ξαπολύσουν τον όλεθρο πάνω σ’ όλη τη γη. Κι να αυτός δεν πραγματωθεί, πάντα μένει ο άλλος, ο ηθικός κι ο πνευματικός κίνδυνος, δηλ. το ότι οι άνθρωποι δένονται στις μηχανές. Μα υπεύθυνη γι’ αυτά τα κακά δεν είναι η ίδια η φύση της επιστήμης και της τεχνικής, παρά είναι η κακή χρησιμοποίησή τους. Μ΄ όλο που αυτές καλλιεργούνται από τους ανθρώπους, όμως μέσα στο γεμάτο αντίφαση κόσμο ξεφεύγουν σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος από τον έλεγχο κ’ υψώνονται σέ αυθυπόστατες κι αυτεξούσιες δυνάμεις. Τότε οι άνθρωποι καταπιέζονται μέσα στα εργοστάσια και γίνονται αυτόματα. Έπειτα κι ο υπερβολικός καταμερισμός της δουλειάς που φέρνει τεράστια κέρδη στον κεφαλαιούχο, σκοτώνει την ψυχή του εργάτη με τη μονότονη επανάληψη του ίδιου και του ίδιου. Ο καπιταλισμός σαν οικονομικό και κοινωνικό σύστημα έχει την τάση μέσα του, από τον ίδιο τον εαυτό του, να εκμεταλλεύεται, να πιέζει, να μηχανοποιεί, να κάνει άψυχα πράγματα τους ανθρώπους που δουλεύουν για τη δική του τη συντήρηση κι ανάπτυξη. Οι μηχανές αυτές καθεαυτές δεν είναι κακοποιοί ιστορικοί παράγοντες. Το ενάντιο, οι ευεργετικές λειτουργίες της τεχνικής ήταν και είναι ουσιαστικές για την ανάπτυξη του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Ήδη στο πιο κατώτερο στάδιό της η τεχνική με τα πιο άπλα εργαλεία βοήθησε τον άνθρωπο να υψωθεί πάνω από το επίπεδο του ζώου, όπου βρισκόταν και να γίνει αληθινός «άνθρωπος». Αυτή τον όπλισε απέναντι στη φύση, του δυνάμωσε και του μάκραινε τα σωματικά του όργανα με άλλα πρόσθετα τεχνητά και τα έκανε πιο αποτελεσματικά στη δράση τους πάνω στα γύρω πράγματα. Και σήμερα με τα πολύπλοκα τεχνικά μέσα που ο άνθρωπος έχει επινοήσει και κατασκευάσει, έχει αποχτήσει τεράστια, καταπληχτικά, όχι μόνο κινητήρια άλλα κι αισθητήρια όργανα, είναι σαν να έχει ογκωθεί, σαν να έχει γίνει ένα πελώριο σώμα που ορθώνεται πάνω στη γη, που δέχεται και στέλνει μηνύματα σε αμέτρητη απόσταση, που ετοιμάζεται να περάσει τα πλαίσια του πλανήτη του και να ορμήσει στο άπειρο διάστημα.

Κι όμως όλη αυτή η θαυμαστή επιστημονική και τεχνική δημιουργία συνοδεύεται από πολλά κακά μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο και συναντά μεγάλα προσκόμματα. Η αυτοματοποίηση, η «κυβερνητική», και η χρησιμοποίηση της ατομικής ενέργειας δε μπορούν εδώ να γίνουν σέ απόλυτο βαθμό ευεργετικοί παράγοντες και να καρποφορήσουν κι αποδώσουν, όπως στο σοσιαλισμό. Η αυτοματοποίηση για να εφαρμοστεί στην ειρηνική παραγωγή όσο γίνεται περισσότερο, απαιτεί τεράστια μέσα που μόνο ένα μεγάλο κράτος ή μια μεγάλη επιχείρηση μπορούν να διαθέσουν. Αναγκαστικά λοιπόν η πλατειά εφαρμογή της θα περιοριστεί σε λίγους και σαν αποτέλεσμα θα έχει να ξεσπάσουν ακόμα πιο σφοδροί ανταγωνισμοί. Οι μικρότεροι θα συντρίβονται και θα επικρατούν οι μεγαλύτεροι. Κ’ έπειτα οι αυτοματοποιημένες μηχανές αντικατασταίνουν την ανθρώπινη δουλειά και θα προκαλούν μεγαλύτερη ανεργία και κοινωνική αναταραχή. Μόνο μέσα σε σοσιαλιστική κατάσταση μπορούν να λείπουν αυτά τα κακά. Μόνο εκεί η επιστήμη και η τεχνική παύουν να ορθώνονται η καθεμιά τους σαν αυτεξούσια δύναμη κ’ υπακούσουν στον έλεγχο, στη θέληση του ανθρώπου για το καλό του συνόλου. Ο τεχνικός πολιτισμός δεν είναι ψυχρός, μεταλλικός, χωρίς τη ζεστασιά της ανθρώπινης πνοής. Η εργασία μέσα σε τέτιες κοινωνίες παίρνει ολωσδιόλου άλλο χαρακτήρα. Κανείς δε γίνεται άψυχο εξάρτημα, αυτόματο. Πρώτα πρώτα διαθέτει όλες τις αντικειμενικές ευνοϊκές συνθήκες για ν’ αποχτά την επιστημονική γνώση της δουλειάς του κ’ έπειτα μπορεί να μην περιορίζεται στο ίδιο και στο ίδιο, παρά να ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό το είδος της ασχολίας του. Μα το πιο ουσιαστικό είναι που η εργασία τώρα παίρνει ένα νέο πρωτοφανέρωτο νόημα. Άλλοτε το ραβδί και το μαστίγιο ανάγκαζαν το δούλο να δουλέψει και σήμερα η πείνα σπρώχνει το μισθωτό εργάτη στη δουλειά. Ο σοσιαλιστικός όμως άνθρωπος δεν τη νιώθει πια τη δουλειά σαν καταναγκασμό, σαν κατάρα, παρά έχει βαθειά τη συνείδηση πως κοπιάζει για όλους τους άλλους και για τον εαυτό του μαζί, όχι για τους λίγους που τον εκμεταλλεύονται. Και βάνει όλη την ψυχή του στο έργο του, γιατί τούτο δεν αποξενώνεται από το δημιουργό του, δεν «αλλοτριώνεται», δεν το αρπάζουν και δεν το χαίρονται οι λίγοι. Τώρα δεν υπάρχει κανείς ηθικός και πνευματικός κίνδυνος. Το ανθρωπιστικό στοιχείο φτάνει στην πιο λαμπρή του άνθηση. Ο εργαζόμενος δένεται με τους άλλους, μπαίνει στον κοινωνικό ρυθμό και νιώθει τους πιο βαθιούς αναπαλμούς του μέσα στον ίδιο τον εαυτό του. Από το άλλο μέρος δε χάνεται μέσα σε «άμορφη μάζα», δεν καταντά κανένα νούμερο, απεναντίας σμιλεύει την προσωπικότητά του και γίνεται όσο μπορεί περισσότερο «προσωπικός» δημιουργός. Βέβαια οι μεγάλες, οι ιστορικές προσωπικότητες είναι και θα είναι πάντοτε λίγες μέσα στον κόσμο, όμως η κλίμακα που φέρνει ως αυτές έχει πολλές βαθμίδες κι ο καθένας μπορεί να προσπαθεί ν’ ανεβαίνει ολοένα και πιο πολύ ψηλότερα. Τώρα η τεχνική τον βοηθεί στην ηθική και πνευματική του προκοπή. Όσο αυτή αναπτύσσεται, τόσο επιτρέπει την ελάττωση στις ώρες της δουλειάς και τόσο οι άνθρωποι θα διαθέτουν ολοένα και περισσότερο χρόνο για την πνευματική τους προαγωγή. Και τα μέσα κ΄ οι δυνατότητες για τέτιες ασχολίες όλο και θ’ αυξαίνουν, όλο και θα προχωρεί η «μάζα» και θ’ ανεβαίνει σε ανώτερα επίπεδα ανθρωπιστικού πολιτισμού. Τώρα η τεχνική θα πραγματώνει τον αληθινό προορισμό της.

Μάταια λοιπόν οι θρηνωδοί καταριούνται τις μηχανές. Μάταια καταδικάζουν και τον υπερπληθυσμό σαν συνυπεύθυνο για τη μηχανοποίηση και την ομοιομορφία των ανθρώπων. Η αποστροφή τους στη μάζα προέρχεται από το περιστατικό που αυτή τώρα αναταράζεται κι απειλεί την «εκλεχτή» προνομιούχα μειοψηφία. Τα κακά που λέγουν τα προκαλεί αυτή η ίδια η ταξική μειοψηφία με την απαθλίωση που δημιουργεί γύρω της μέσα στους πολλούς. Οι πρωτόγονες κοινωνίες ήταν ολιγαριθμώτατες κι όμως μέσα σ’ αυτές κρατούσε η ομοιομορφία. Τα άτομά τους μπορεί να είχαν κάποιες ιδιοτυπίες το καθένα τους, μα δεν είχαν σπουδαίες προσωπικές διαφορές μεταξύ τους. Άρα ο αριθμός μόνος του δεν κάνει τίποτε.

Οι θρηνωδοί δε βλέπουν όλα τα κακά. Επισημαίνουν την ισοπέδωση, την ομαδοποίηση, μα δεν προσέχουν κ’ ένα άλλο κακό που φαίνεται σαν κάτι το αντίθετο, αλλά που θρέφεται και μεγαλώνει μέσα στη σημερινή κατάσταση κ’ είναι ο υπέρμετρος ατομικός εγωϊσμός. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες δεν μπορούμε βέβαια να πούμε πως δε φανερώνονται άξιες προσωπικότητες, όμως στο στάδιο της παρακμής η καλλιέργειά τους, η παρουσίασή τους, έχει πολύ δυσκολευτεί. Το κοινωνικό σύστημα που έχει την τάση να καταπιέζει και να ισοπεδώνει τους πολλούς, αυτό το ίδιο κλείνει μέσα του και μιαν άλλη τάση ν’ αναπτύσσει στα ταξικά στρώματα που άρχουν, ένα φαινόμενο αντιφατικό, τον ατομικισμό. Η αντίφαση όμως είναι μονάχα φαινομενική, τα δυο κακά έχουν ίδια τη ρίζα τους, το ένα είναι συνάρτηση του άλλου, Αν στον όρο «πρόσωπο» ή «προσωπικότητα» δώσουμε αξιολογική σημασία, τότε το εγωιστικό άτομο πρέπει να το εννοήσουμε κι αυτό αξιολογικά, σαν κάτι ολωσδιόλου το διαφορετικό: είναι εκείνο που δεν προσφέρει στην ανάπτυξη της κοινωνίας του, που δεν είναι προαγωγικό για τους άλλους, που δεν βαδίζει πάνω στην ανοδική ιστορική γραμμή. Αυτό το ατομικό εγώ δε μπορεί ποτέ να είναι μια μικρή ή μεγάλη προσωπικότητα. Απ’ αυτή την άποψη λέμε πως ο καπιταλισμός θρέφει κατ’ εξοχήν το «άτομο» κι όχι το «πρόσωπο». Σίγουρα κάνεις δεν κλείνεται ολότελα μέσα του — το απόλυτο άτομο είναι αδιανόητο — όμως μπορεί να στρέφεται το κυριώτερο στον εαυτό του, να χαλαρώνει τους δεσμούς του με το κοινωνικό σύνολο γύρω του, να μη νιώθει ζεστά τους συνανθρώπους του, να γίνεται εγωιστικός. Μ’ αυτόν τον τρόπο ενώ ζει μέσα σ’ ένα ζωντανό πολύβουο πλήθος, ενώ βρίσκεται σε αέναη συναλλαγή ή οποιαδήποτε άλλη σχέση μαζί του, όμως νιώθει τον εαυτό του αποκομμένο, αποτραβηγμένο, απομονωμένο ψυχικά. Η «μόνωση», το καταθλιπτικό αυτό συναίσθημα, είναι ένα φαινόμενο πολύ διαδομένο σήμερα. Το άτομο δεν έχει εμπιστοσύνη στους γύρω του, είναι καχύποπτο, δεν περιμένει τίποτε απ’ αυτούς, το πολύ πολύ μπορεί να βρίσκει καταφύγιο μόνο στο στενό κύκλο της οικογένειάς του. Επικοινωνεί με τους άλλους, μα η επικοινωνία του αυτή στο βάθος είναι πολεμική. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε σφοδρό ανταγωνισμό μεταξύ τους, σε αδιάκοπη πάλη, για να κατορθώνει ο καθένας τους ν’ ασφαλίζει τη συντήρησή του. Και οι θρηνωδοί έχουν δίκιο να θρηνούν που βλέπουν να ξεφτίζουν τόσες ηθικές αξίες, τόσα ευγενικά συναισθήματα, όπως η αλληλεγγύη, η φιλία, ο έρως και τα παρόμοια, μα δεν ξεσκεπάζουν τα πραγματικά αίτια πού φέρνουν σ’ αυτή την κρίση. Τώρα το άτομο μέσα σε τέτια κατάσταση προβάλλει σαν ένα αλλόκοτο φαινόμενο, σαν ένας «άλλος» άνθρωπος. Και η τάξη αυτή που η ίδια κατατρώγεται τόσο στα σωθικά της, ενώνεται απέναντι στη «μάζα» και την καταδυναστεύει. Πάνω σ΄ αυτούς τούς αλληλοσπαραγμούς ανάμεσα σε άτομα και σε ταξικά στρώματα στηρίζεται και το απόφθεγμα: homo homini lupus (ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άλλον άνθρωπο). Και ο Ντάρβιν που είχε παρατηρήσει «τον αγώνα για την ύπαρξη» στον κόσμο των ζώων, δίχως άλλο είχε επηρεαστεί κι από ανάλογα φαινόμενα μέσα στη σύγχρονή του αστική κοινωνία για να μορφώσει και διατυπώσει τη γνωστή διδασκαλία του. Σήμερα πολλοί θεωρητικοί εκπρόσωποι των πολεμοκάπηλων επικαλούνται τη νταρβινική θεωρία κ’ υποστηρίζουν πως ο «αγώνας για την ύπαρξη» είναι ένας ακατάλυτος φυσικός νόμος που κυβερνά τον κόσμο όχι μόνον των ζώων άλλα και των ανθρώπων. Μα δε μπορεί κανείς να γενικεύει, να μεταφέρει ειδικούς νόμους από μιαν ορισμένη περιοχή σε άλλη και να τους κάνει καθολικούς. Η ανθρώπινη κοινωνία δε συγκρίνεται με τον κόσμο των ζώων, γιατί βρίσκεται σε μια πολύ διαφορετική, ανώτερη σφαίρα. Το ζώο είναι αναγκασμένο να βρίσκει «έτοιμη» την τροφή του μέσα στη φύση, ο άνθρωπος όμως έχει γίνει ικανός να την «παράγει» κι όχι μόνο αυτή, παρά και άλλα πολύ περισσότερα πράγματα πού υπηρετούν πρόσθετες ανάγκες του κι ακόμα να δημιουργεί και πνευματικά έργα, Η διαφορά είναι ουσιαστική, «ειδοποιητική». Το απόφθεγμα άρα «homo homini lupus» δεν βρίσκει καμιάν αντικειμενική φυσική δικαίωση, δε βεβαιώνεται από κανένα καθολικό φυσικό νόμο, είναι μόνο ένα ιστορικό φαινόμενο που ανθίζει τόσο πολύ στις σημερινές ταξικές κοινωνίες.

Ο «άνθρωπος λύκος» δεν προβάλλει παντού και πάντοτε τόσο ώμος και κυνικός. Ο εγωιστικός ατομικισμός δεν είναι μονοσήμαντος, παρά παίρνει διάφορες μορφές, παρουσιάζει ποικίλους τύπους. Είναι ο «καλοζωισμένος αστός» που αδιαφορεί για όλους τους άλλους και κοιτάζει μόνο τη δική του καλοπέραση. Είναι ο ατομικός τύπος του λεπτεπίλεπτου, του ραφιναρισμένου, του «εκλεχτού» που κλείνεται σε γυάλινους πύργους κ είναι ο αντίποδας του πρώτου. Είναι ο δυνατός, ο σκληρός «νιτσεϊκός» που δεν έχει ανθρώπινα συναισθήματα και καταπατεί όλους, φτάνει μόνο αυτός να κυριαρχήσει, να εξουσιάσει τα πάντα. Τούτος έχει σήμερα πολύ αυξήσει μέσα στο ιμπεριαλιστικό κλίμα. Είναι και άλλοι ακόμα ατομικοί τύποι, μα όλοι έχουν ένα κοινό γνώρισμα: κλείνονται στο εγώ τους και χαλαρώνουν τους ανθρώπινους δεσμούς με την κοινωνία τους. Άλλοι θρέφουν άμεσα, ωμά, κυνικά το λύκο κι άλλοι με έμμεσο τρόπο βοηθούν στον ανταγωνισμό κι αλληλοσπαραγμό που είπαμε. Άδικα λοιπόν οι θρηνωδοί θεωρούν την τεχνική και τον υπερπληθυσμό υπεύθυνους για την αποπροσωποίηση του ανθρώπου.

Αυτός ο ατομικισμός κι αυτή η ταξική καταπίεση είναι φαινόμενα που δένονται στενά μεταξύ τους, το ένα είναι συνάρτηση του άλλου μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία κι ορθώνονται και τα δυο ενάντια στη μάζα Και τότε είναι φυσικό μέσα στον «’Ελεύθερο κόσμο» εκτός από την τεχνική και τον υπερπληθυσμό να κρίνεται σαν κακοποιός ακόμα ιστορικός παράγοντας και η γενίκευση της παιδείας. Η μάζα πρέπει να μένει αφώτιστη για να είναι ένα βολικό κοπάδι που θα ησυχάζει και δε θ’ απειλεί καμιάν ιεράρχηση είτε πνευματική είτε κοινωνική. Η μόνη παιδεία που πρέπει να διαδίδεται, είναι εκείνη που διαφθείρει, που στρεβλώνει και μαραίνει κάθε ηθική ανάταση, η άφθονη πορνογραφική, γκαγκστερολογική ή άλλη ισάξια παραγωγή. Κι όμως όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν το δικαίωμα, μα και τις δυνατότητες να μορφώνονται και να γίνονται ικανοί ν’ αποδίδουν όσο γίνεται περισσότερο για την υλική και πνευματική ανύψωση της ανθρωπότητας. Μα η καθολική αυτή ανάβαση μπορεί να προχωρήσει ανεμπόδιστη μόνο σε σοσιαλιστική κοινωνική κατάσταση. Βέβαια, από την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου στη γη, ως τα σήμερα, έχει χαραχτεί μια θαυμαστή ανοδική ιστορική πορεία, αλλά με πολλά ενδιάμεσα σταματήματα και λοξοδρομήματα και σήμερα συναντά άπειρα εμπόδια. Το πρόβλημα που τούτη τη στιγμή θέτει επιταχτικά η ιστορία, είναι να παραμεριστούν αυτά τα προσκόμματα και να επικρατήσει παντού το ευνοϊκό για κάθε προκοπή κοινωνικό κλίμα. Μόνο τότε είναι δυνατό ν’ αφανιστεί κ’ η ηθική κρίση που κατατρώγει τον «Ελεύθερο κόσμο». Τότε μόνο μπορούν να πραγματωθούν όσο γίνεται περισσότερο οι γνήσιες ηθικές αξίες. Κι αυτή η βεβαίωση δεν είναι διόλου φραστική, ωραιολογική. Οι ηθικές άξιες δεν πέφτουν έτοιμες από τον ουρανό, δε δίνονται σαν χάρισμα, ούτε φυτρώνουν κι ανθίζουν από μια «καλή» μονάχα θέληση των ανθρώπων. Πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες υλικές ευνοϊκές συνθήκες που να τις στηρίζουν. Όμως στον καπιταλιστικό κόσμο μια βασική υλική σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχει στις οικονομικές συναλλαγές τους, μορφώνεται στην «αγορά» με την εμπορευματική ανταλλαγή. Οι άνθρωποι προβάλλουν σαν ατομικοί «πωλητές» κι «αγοραστές», που τους σχετίζει το συμφέρο. Η σχέση αυτή δεσπόζει, επηρεάζει κάθε άλλη και κάνει να ξεσπούν οι σφοδροί ανταγωνισμοί. Στην καπιταλιστική κοινωνία δεν υπάρχει άρα το κατάλληλο κλίμα για τις ηθικές αξίες. Το κλίμα εδώ είναι γεμάτο αντίφαση, αναταραχή και σύγκρουση προπάντων σήμερα στην ακρότατη φάση του ιμπεριαλισμού. Ολωσδιόλου όμως διαφορετικοί είναι οι υλικοί αντικειμενικοί όροι στη σοσιαλιστική κοινωνία. Σ’ αυτή κρατεί η σχέση της συντροφικής δουλειάς και της αλληλοβοήθειας, δεν προβάλλει κανείς σαν λύκος για τους άλλους, η δραστηριότητά του είναι ολότελα κι άμεσα κοινωνική, στρέφεται στους συνανθρώπους. Ενώ ο καπιταλισμός στηρίζεται στην ατομική ιδιοχτησία και θρέφει τα κατώτερα συναισθήματα και πάθη, την πλεονεξία, τον εγωισμό κλπ., αντίθετα ο σοσιαλισμός βασίζεται στην κοινωνική ιδιοχτησία και με τον τρόπο της παραγωγής και με όλη του τη συγκρότηση βοηθεί στη μόρφωση ηθικών προσωπικοτήτων. Τα συμφέροντα εδώ τοι ενός δεν αντιστρατεύονται στα συμφέροντα των άλλων, του συνόλου, δε συγκρούονται, παρά αρμονίζοται μεταξύ τους όλα κ’ υπάρχει μόνο ευγενική άμιλλα. Όχι πως λείπει κάθε αντίφαση, μα οποιαδήποτε κι αν είναι, δεν παρουσιάζεται ποτέ με οξύτητα και χάρη σ’ όλο το σύστημα μπορεί να βρίσκει τη λύση της.

Και μαζί μ΄ αυτή την ηθική ανάβαση θα συμβαδίσει και η υλική. Όλα τα σημεία των καιρών δείχνουν σήμερα πως έχει ωριμάσει πια σε παγκόσμια κλίμακα το ιστορικό αίτημα για τον παραμερισμό των προσκομμάτων που εναντιώνονται στην πανανθρώπινη προκοπή. Οι αποικιακοί λαοί ξεσηκώνονται, οι φιλειρηνικοί άνθρωποι πληθαίνουν, η «μάζα» προβάλλει στο προσκήνιο. Εμπρός σ’ αυτό τον πυρετό για την αντικατάσταση του παλαιού από το νέο ο ιμπεριαλιστικός κόσμος δεν μένει άπραγος. Έτσι τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο, συνωστίζονται, ο ιστορικός χρόνος γίνεται πυκνός κ’ η ροή του ταχύτερη. Εμπρός σ’ αυτή την κίνηση οι θρηνωδοί απελπίζονται, προτιμούν την ακινησία, την παραδομένη «ιεράρχηση». Κι αυτόν τον πυκνό ιστορικό χρόνο τον αντικρύζουν σαν ένα κακοποιό παράγοντα που αλλοιώνει την αληθινή ανθρώπινη υπόσταση. Στρέφονται στους παλιούς «καλούς» καιρούς, τότε που οι άνθρωποι εγκαρτερούσαν και περίμεναν μια μεταθανάτια λύτρωσή τους στον ουράνιο κόσμο. Μα η «μάζα» σήμερα ζητεί τη σωτηρία της σε τούτον εδώ τον κόσμο, ταχύνει τη ροή του ιστορικού χρόνου, προετοιμάζει το τεράστιο ποιοτικό άλμα που θα λυτρώσει όλη την ανθρωπότητα. Και στα περασμένα ο ιστορικός χρόνος έχει αλλάξει συχνά το ρυθμό της ροής του. Μετά το προμηθεϊκό άλμα που έχει γίνει με την ανακάλυψη της φωτιάς έχουν ακολουθήσει κι άλλα. Με αυτόν τον τρόπο στην ανθρώπινη ιστορία υπάρχει από το ένα μέρος συνέχεια, «παράδοση», από τα κατορθώματα των πρώτων προγόνων και των κατοπινών ως τα τώρα, μα από το άλλο και ασυνέχεια, παρουσιάζονται βαθύτατες ποιοτικές τομές, μεταβολές. Σήμερα η μάζα προβάλλει δημιουργός της πιο βαθειάς ποιοτικής μεταβολής σε καθολική κλίμακα. Και στη νέα κατάσταση που θα προκύψει θα λείψουν τα προσκόμματα για την πανανθρώπινη προκοπή. Η ιστορική πορεία προς τα εμπρός δε θα γίνεται με ενδιάμεσα σταματήματα και λοξοδρομήματα, όπως προτήτερα. Βέβαια οι άνθρωποι έφτιαχναν και πριν και φτιάχνουν πάντοτε οι ίδιοι την ιστορία τους με τον καθημερινό τους μόχθο, μα δεν είχαν κι ακόμα δεν έχουν οι περισσότεροι φωτεινή ιστορική όραση και συνείδηση. Δρούσαν και δρουν, μα συχνά τα αποτελέσματα είναι αντίθετα απ’ ό,τι επιθυμούν. Μέσα στο σοσιαλισμό όμως αποχτούν σε μέγιστο βαθμό τη γνώση των νόμων που κυβερνούν τα κοινωνικά φαινόμενα και τη χρησιμοποιούν για να κατευθύνουν την πορεία τους σύμφωνα με τους συνειδητούς σκοπούς που αυτοί θέτουν. Δε μένουν άμαθοι και άπραγοι, δεν αφήνουν το κοινωνικό γίγνεσθαι να μορφώνεται μόνο του σύμφωνα με την αντικειμενική νομοτέλεια ολωσδιόλου με αυθόρμητο τρόπο, παρά γνωρίζοντας αυτούς τους νόμους γίνονται ικανοί να επεμβαίνουν και να φτιάνουν συνειδητά τώρα την ιστορία τους. Μα δεν πρέπει να νομίσουμε πως δημιουργούν αυθαίρετα έξω από τη γραμμή που χαράζει η πραγματικότητα, μόνο θέλουμε να τονίσουμε πως με τη χρησιμοποίηση που κάνουν των κοινωνικών νόμων κατορθώνουν—μένοντάς μέσα στην αντικειμενική σφαίρα—να φέρνουν τα αποτελέσματα που θέλουν. Και τώρα ούτε η τεχνική, ούτε τίποτε άλλο δεν ορθώνεται σαν αυτεξούσια δύναμη που δε μπορεί να μαλαχτεί και να πάρει την κατεύθυνση που πρέπει. Τώρα η αναρχία αφανίζεται και προβάλλουν η γόνιμη σχεδιοποίηση και οργάνωση που δε μοιάζουν διόλου τις γραφειοκρατικές που βάνουν παρωπίδες και μηχανοποιούν ακόμα κ΄ ένα μέρος από την άρχουσα τάξη. Γιατί στον καπιταλισμό υπάρχει από το ένα μέρος η καταπιεστική οργάνωση κι από το άλλο η παμμέγιστη αναρχία μέσα σε κάθε χωριστή κοινωνία, όπως και σ΄ ολόκληρο αυτό τον κόσμο. Μα τώρα λείπουν αυτά κι ο ιστορικός δρόμος ανοίγεται απρόσκοφτος για την ανθρώπινη προκοπή.

Μολαταύτα αυτό το ιδανικό της προόδου κρίνεται από πολλούς πνευματικούς εκπρόσωπους του καπιταλιστικού κόσμου σαν ουτοπική φαντασία, σαν απατηλό όνειρο που βαυκαλίζει τους απλοϊκούς. Η παραπέρα ιστορική ανάπτυξή τους φαίνεται σκοτεινή, απελπιστική. Και το 18ο αιώνα, μας λέγουν, οι άνθρωποι έπλασαν απραγματοποίητα όνειρα, οραματίστηκαν την αδιάκοπη πρόοδο στη γνώση και στην πράξη, πίστεψαν στη δημιουργία του επίγειου παράδεισου, όμως η αυταπάτη ήταν τραγική, γρήγορα διαλύθηκε το ωραίο όνειρο, γιατί η ανάπτυξή της επιστήμης και της τεχνικής έφερε στο σημερινό αδιέξοδο. Έτσι με τα κηρύγματά τους σκορπίζεται παντού η απαισιοδοξία, ο μαρασμός κι ακούγεται ο θρήνος για μια κατάδικη τάχα ανθρωπότητα. Μα η ιδέα της ανθρώπινης προκοπής δεν έλειψε ποτέ σε όλες τις εποχές. Ο μύθος του Δαιδάλου κι άλλοι παρόμοιοί του συμβολίζουν κ΄ εκφράζουν τον πανάρχαιο πόθο και σήμερα ξανοίγονται πλατύτατες προοπτικές για την πραγμάτωσή του. Σίγουρα δεν πρόκειται για κανένα επίγειο παράδεισο σαν το φανταστικό ουράνιο. Η γνώση και η πράξη του ανθρώπου, όσο και να μεγαλώσουν πάντοτε θα είναι κάτι το «πεπερασμένο» εμπρός στον ανεξάντλητο, στον άπειρο κόσμο, όμως η πορεία προς τα εμπρός, η κατεύθυνση, το αδιάκοπο πλησίασμα προς το απόλυτο δεν είναι καμιά ουτοπική χίμαιρα. Η χρησιμοποίηση της ατομικής ενέργειας και της κυβερνητικής σε ειρηνικά έργα υπόσχεται άπειρες, αφάνταστες δυνατότητες. Ο άνθρωπος έχει κάνει την εμφάνισή του πολύ αργά μέσα στον κόσμο, είναι ένα νέο είδος που μόλις έχει αρχίσει την παρουσίασή του πάνω στη γη, που η καθαυτό «ανθρώπινη» μόρφωσή του κρατεί μόνο από έναν ελάχιστο χρόνο, από λίγες χιλιετηρίδες. Η ανάπτυξή του άρα—μπορούμε να υποθέσουμε—βρίσκεται μονάχα στην αρχή της, στα πρώτα στάδιά της κι απέραντη ξανοίγεται η κατοπινή πορεία. Δεν είναι απίθανο η ως τα σήμερα «γήινη» ανθρώπινη ιστορία ν΄ ανεβεί πολύ ψηλότερα και να γίνει «κοσμική».

Μα αυτή ή ανοδική πορεία θα γίνεται τόσο με ταχύτερο χρονικό ρυθμό, όσο θα λείπουν τα προσκόμματα που φέρνουν τα σταματήματα και τα λοξοδρομήματα. Και τούτο κατορθώνεται μέσα στο σοσιαλισμό. Τότε γεννιούνται οι ευνοϊκοί αντικειμενικοί όροι και η πίστη στο ιδανικό της ανθρώπινης προκοπής δεν είναι ουτοπική, γιατί δε στηρίζεται σε ωραίους μόνο πόθους, παρά πατεί γερά πάνω στην ίδια την πραγματικότητα. Τότε οι άνθρωποι μπορούν να εξουσιάζουν συνειδητά την ιστορική τους μοίρα. Μα οι θρηνωδοί δεν κάνουν τέτιους στοχασμούς. Στρέφονται στον καπιταλισμό που τον αντικρύζουν σαν αμετάβλητο, σαν αιώνια κατηγορία και θεωρούν αξεπέραστη την ηθική κρίση του. Δε βλέπουν κανένα τρόπο σωτηρίας, δεν αξιολογούν σωστά τη δημιουργική ορμή της μάζας που παράλληλα με την κρίση προβάλλει μέσα σ’ αυτόν τον ίδιο τον καπιταλιστικό κόσμο. Απογοητεύονται και θρηνούν για τη φθίση, μα δεν την ανατέμνουν πέρα πέρα, δε στρέφονται σ’ όλα τα κακά. Επιχειρούν να την εξηγήσουν, μα βρίσκουν ολότελα φανταστικά αίτια, θεωρούν την τεχνική και το μεγάλο αριθμό των ανθρώπων, των μορφωμένων και των ιστορικών γεγονότων σαν τους ιστορικούς εκείνους παράγοντες που προκαλούν όλη αυτή τη φθορά. Είναι φανερό πως η κριτική τους λαθεύει στο σωστό στόχο και δε σημαδεύει το μόνο υπεύθυνο που δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος ο καπιταλισμός σαν οικονομικοκοινωνικό σύστημα. Ολόκληρο αυτό το σύστημα στη διαλεκτική ανάπτυξή του έχει φτάσει πια στο σημείο που δημιουργεί το ίδιο από τον εαυτό του τη φθορά του. Η υλική βάση του κι όλη του η συγκρότηση με τις αντινομίες που κλείνει μέσα της και που τώρα ξεσπούν σφοδρές κι αδιάλλαχτες, είναι οι μόνοι αντικειμενικοί ιστορικοί παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για την κακή χρησιμοποίηση της επιστήμης και της τεχνικής, για την καταπίεση των πολλών, για τη μηχανοποίηση και την αποπροσωποποίηση του ανθρώπου, για το ξέφτισμα κάθε γνήσιας και γόνιμης ηθικής αξίας, γενικά για όλη τη σημερινή κρίση. Οι θρηνωδοί δεν κρίνουν σωστά. Με την κριτική τους δεν κάνουν άλλο παρά να στέκουν στη θέση των λίγων κ’ ενάντια στους πολλούς, γιατί στο βάθος τα αίτια που αναφέρουν συμπυκνώνονται σ΄ ένα και κύριο: στην αμέτρητη μάζα που ξυπνά, φέρνει κίνηση κι αναταραχή κι απειλεί τη μειοψηφία, την παραδομένη ιεράρχηση, την καθιερωμένη κατάσταση. Μα αυτή η μάζα τώρα κάνει τη δική της κριτική και σημαδεύει το σωστό στόχο και γίνεται η μόνη σωστική για όλη την ανθρωπότητα ιστορική δύναμη που θα λύσει τις αντινομίες και θα εξαφανίσει την κρίση.

***

Ο Γιάννης Ιμβριώτης ήταν φιλόσοφος και καθηγητής πανεπιστημίου, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μαρξιστικής σκέψης στην Ελλάδα.

Γεννήθηκε το 1898 στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ψυχολογία στην Αθήνα, το Βερολίνο και το Παρίσι.

Το 1932 αναγορεύθηκε υφηγητής και το 1937 έγινε καθηγητής της έδρας της Συστηματικής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τους Γερμανούς και να φυλακισθεί, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου απολύθηκε από τη θέση του στο πανεπιστήμιο και εξορίστηκε.

Το 1951 εκλέχτηκε βουλευτής με την ΕΔΑ. Το 1967 εξορίστηκε και πάλι από τη χούντα στη Λέρο.

Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών (1975).

Σύζυγός του ήταν η παιδαγωγός Ρόζα Ιμβριώτη.

Το φιλοσοφικό στίγμα του Ιμβριώτη φαίνεται στο έργο του «Δοκίμια μαρξιστικής φιλοσοφίας» όπου αναλύει τον μαρξισμό ως τη «συνεπέστερη υλοκρατική κοσμοαντίληψη» που θεμελιώνει τις αρχές της στην επιστημονική γνώση και επομένως εναντιώνεται σε «κάθε μαγεία» που σκοτίζει το ανθρώπινο πνεύμα, αλλά και στρέφεται στον «ιστορικό άνθρωπο» για να συνδέσει διαλεκτικά τη θεωρία με την πράξη. Η αρχή του μαρξισμού να μη δογματίζει αλλά ολοένα να πλουτίζεται δεν αντιφάσκει με την παραδοχή ότι αυτός συνιστά «οργανωμένο όλο με αυστηρή εσωτερική συνέπεια».

Ο Γιάννης Ιμβριώτης πέθανε το 1979 στην Αθήνα.

 


[1] Αν και το κείμενο φαντάζει ιδιαίτερα επίκαιρο, δημοσιεύθηκε πριν 54 χρόνια, στο τεύχος 73-74 του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1961). Κρατήσαμε την ορθογραφία και το συντακτικό της εποχής.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας