Εργατικός Αγώνας

Ο ενεργειακός μετασχηματισμός του 2015

του Richard Martin.

Όπως και το 1973, το έτος 2015 αποτελεί ορόσημο για μια αποφασιστική μετατόπιση (shift) της παγκόσμιας ενεργειακής οικονομίας

Το έτος 2015 έλαβαν χώρα μια σειρά συνδεομένων γεγονότων που μπορούν να οδηγήσουν σε ριζικές μετατοπίσεις, σημεία καμπής, στην Ιστορία του τομέα της Ενέργειας.

Η εν εξελίξει πτώση της τιμής του πετρελαίου, η απαρχή της οποίας προσδιορίζεται στο έτος 2012, επιταχύνθηκε αξιοσημείωτα το έτος 2015. Η τιμή του πετρελαίου (δείκτης WTI) έπεσε στα 34,53$ το βαρέλι στις 18 Δεκεμβρίου 2015, σε τιμή χαμηλότερη από την αντίστοιχη τιμή κατά την εκδήλωση της οικονομικής κατάρρευσης του έτους 2008, χωρίς ορατό πάτο για το προσεχές μέλλον. H Goldman Sachs προβλέπει πως η τιμή του πετρελαίου θα μπορούσε να πέσει στα επίπεδα των 20$ ανά βαρέλι, μια εξέλιξη που θα μπορούσε να στραγγαλίσει τις περισσότερες εκ των οικονομιών που στηρίζονται στην παραγωγή πετρελαίου (σ.σ. βλέπε Βενεζουέλα, Ρωσία κ.τ.λ.). και να οδηγήσει σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις τα επόμενα χρόνια. Την ίδια στιγμή, η τιμή του φυσικού αερίου παραμένει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Η παραδοσιακή προσέγγιση υπαγορεύει πως οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου αποτελούν αρνητικό παράγοντα για την υιοθέτηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μειώνοντας τα κίνητρα των επιχειρήσεων και των καταναλωτών να «παρατήσουν» τα ορυκτά καύσιμα. Κάτι που φαίνεται να μην επιβεβαιώνεται.

Η παραγωγή ηλεκτρισμού από ορυκτά καύσιμα το πρώτο εννιάμηνο του 2015 είχε οριακή αύξηση σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του έτους 2014, ενώ αντίθετα η παραγωγή ηλεκτρισμού από φωτοβολταϊκά συστήματα αυξήθηκε κατά 48%. Η κατανάλωση πετρελαίου στις ΗΠΑ, την παγκοσμίως μεγαλύτερη αγορά πετρελαίου, βρίσκεται σε μακροπρόθεσμα πτωτική τάση, μεταξύ του σήμερα και του έτους 2040, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέγειας (International Energy Agency), όπου η κατανάλωση πετρελαίου στις ΗΠΑ θα πέσει στα επίπεδα των τεσσάρων εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως, επιστρέφοντας στα επίπεδα του 1960.

Πράγματι, η υιοθέτηση των «καθαρών μορφών ενέργειας» έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ το έτος 2015. Αναλυτές του GTM Research, στην έκθεση τους με τίτλο «Το μέλλον των Ηλιακών Συστηματών στις Η.Π.Α.» σημειώνουν πως η ολική εγκατεστημένη ισχύς από ηλιακά συστήματα στις ΗΠΑ έφτασε στο επίπεδο των 26 gigawatts στο τέλος του έτους 2015 και προβλέπουν δεκαπλασιασμό αυτής στο τέλος του 2030. Η υποψήφια για την προεδρία Χίλαρι Κλίντον, έθεσε ως στόχο τα 140 gigawatts εγκαστημένης ισχύος από ηλιακά συστήματα το έτος 2020, ένας στόχος που απαιτεί την προσθήκη τόσης δυναμικότητας, για κάθε ένα χρόνο τα επόμενα πέντε χρόνια, όσης είχε εγκατασταθεί στην Ιστορία των ΗΠΑ έως το τέλος του 2014. Λόγω της διακοπτόμενης (intermittent) φύσης της ηλιακής ενέγειας ο συντελεστής χωρητικότητας (capacity factor) αυτής της πηγής ενέργειας είναι μικρός σε σχέση με τους λιγνιτικούς και τους πυρηνικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας. Τα ηλιακά συστήματα θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα ως πηγές παραγωγής ηλεκτρισμού. Παρ’ όλα αυτά αποτελούν (σ.σ. τα ηλιακή συστήματα) των ταχύτερα αναπτυσσόμενο τομέα της βιομηχανίας ηλεκτρισμού. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, «Μια ενεργειακή μετάβαση (energy transition) είναι σε εξέλιξη σε πολλά σημεία του πλανήτη».

Για να μπορούν οι ανωτέρω στόχοι να λάβουν σάρκα και οστά, το Αμερικανικό Κογκρέσο, έδωσε παράταση στις φορολογικές ελαφρύνσεις για εγκαταστάσεις ηλιακών συστημάτων και ανεμογεννητριών για τα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτού του τύπου η νομοθεσία θα οδηγήσει αφ’ εαυτού σε νέες επενδύσεις της τάξεως των 40 δις $ μέχρι το έτος 2020, σύμφωνα με το GTM Research, έχοντας ως αποτέλεσμα επιπλέον 25 gigawatts εγκατεστημένη ισχύος από ηλιακά συστήματα το επόμενα πέντε χρόνια.

Η πρόοδος σε θέματα «καθαρών» πηγών ενέργειας στις ΗΠΑ επισκιάζεται από τις φιλοδοξίες της Ινδίας και της Κίνας. Η Ινδία προτίθεται να εγκαταστήσει 160 gigawatts ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το έτος 2022, περιλαμβάνοντας 100 gigawattsαπό ηλιακά συστήματα, κάτι που θα αποτελέσει μακράν την μεγαλύτερη προσθήκη ανανεώσιμης πηγής ισχύος στην Ιστορία (βλ. Η ενεργειακή κρίση της Ινδίας). Το σχέδιο που παρουσιάστηκε το 2015 από τον Πρωθυπουργόυ (NarendraModi) και τον Υπουργό Ενέργειας (PiyushGoyal) της Ινδίας θα μπορούσε να τροχιοδρομήσει προοπτικές ανάπτυξης των οικονομιών που δεν διαθέτουν αποθέματα πετρελαίου. Η Κίνα και η Ινδία έχουν, αμφότερες, φιλοδοξίες για την ανάπτυξη πυρηνικής εργοστασίων για την παραγωγή ενέργειας. Το Πεκίνο σχεδιάζει την κατασκευή 6 εως 8 πυρηνικών αντιδραστήρων ετησίως μέχρι το 2020, έτσι ώστε, εάν οι πόθοι υλοποιηθούν το έτος 2030, να διαθέτει 110 αντιδραστήρες (σ.σ. έτσι θα αντιμετωπιστεί σε μεγάλο βαθμό και η ατμοσφαιρική ρύπανση σε διάφορες περιοχές της Κίνας, ανερχομένα οικονομικά κέντρα, που οφείλεται σε εκπομπές ρύπως λόγω καύσης λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας), τον μεγαλύτερο στόλο πυρηνικής ισχύος στον κόσμο.

Το έτος που πέρασε σημοτοδότησε για πρώτη φορά στην Ιστορία το γεγονός της μείωσης των ρύπων του διοξειδίου του άνθρακα, παρά το ότι η παγκόσμια οικονομία παρουσίασε μεγέθυνση. Η κατανάλωση λιγνίτη στις ΗΠΑ το έτος 2015 γνώρισε πτώση 10,5% σε σχέση με το έτος 2013, σύμφωνα με το αμερικανικό Διοικητήριο Ενεργειακής Πληροφόρησης (Energy Information Administration) κι ενώ η χρήση λιγνίτη στις αναπτυσσόμενες οικονομίες π.χ. Ινδία (σήμερα η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πηγή εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου) και Κίνα αναμένεται να αυξάνεται για τα επόμενα χρόνια, ο ρυθμός ανάπτυξης της χρήσης αυτής της πηγής μικραίνει. Πράγματι, η ζήτηση λιγνίτη στην Κίνα κορυφόθηκε το έτος 2015, υποδεικνύοντας ότι η καύση λιγνίτη (σ.σ. για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών) από τις χώρες με τις μεγαλύτερες εκπομπές ρύπων του θερμοκηπίου θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί νωρίτερα απ’ ότι αναμένουν οι αναλυτές.

Ορόσημο στον ταχέως εξελισσόμενο τομέα της Ενέργειας αποτελεί η υπογραφή της Συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Παρότι η Συμφωνία δεν πέτυχε αυτό που πληθώρα ακτιβιστών του κλίματος ήλπιζαν – να δημιουργήσει νομικά δεσμευτικούς στόχους για τον περιορισμό των εκπομπών, τον περιορισμό της εξόρυξης ορυκτών καυσίμων και τον προσδιορισμό τιμής για τον άνθρακα – εντούτοις σηματοδότησε το γεγονός πως για πρώτη φορά οι ηγέτες του κόσμου συμφώνησαν για την αναγκαιότητα εισαγωγής ειδικών μέτρων με στόχο τη μείωση των αερίων του θερμοκηπιού και τον περιορισμό της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας. Παρότι, η συμφωνία δεν αποτελεί το τέλος της εποχής των ορυκτών καυσίμων, εντούτοις αποτελεί την αρχή του τέλους.

        

O Ρίτσαρντ Μάρτιν έχει σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Yale και το Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ. Είναι γνωστός για τα βιβλία του «Υπερκαύσιμο: Το Θόριο, η Πηγή Πράσινης Ενέργειας» και «Πόλεμοι του Άνθρακα: Το μέλλον της Ενέργειας και η μοίρα του πλανήτη». Γράφει άρθρα σχετικά με την τεχνολογία, τη βιομηχανία ενέργειας, και διεθνή θέματα στα περιοδικά Time, Wired, Fortune, the Atlantic κ.α.

Είναι ο κυριότερος συντάκτης για την ενέργεια στο MIT Technology Review.

 

Πηγή: MIT Technology Review

Μετάφραση – επιμέλεια: Γεράσιμος Προύσαλης

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας