Μαζί με την πρόσφατη ψήφιση του αντιασφαλιστικού νόμου-λαιμητόμου, ψηφίστηκε και η παρακράτηση από όλες τις συντάξεις μηνιαίας εισφοράς 0,20 ευρώ υπέρ των συνταξιουχικών οργανώσεων. Πρόκειται για ένα ακόμη αντιδημοκρατικό μέτρο το οποίο δυστυχώς στήριξαν και οι συνδικαλιστικές και πολιτικές δυνάμεις που κατάγγελλαν το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο.
Με σχόλιο του ο «Ριζοσπάστης» την Τετάρτη 11 Μάη 2016, μέμφεται την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επειδή δεν ικανοποίησε πλήρως το αίτημα «των μεγαλύτερων Ομοσπονδιών των συνταξιούχων» σχετικά με την ύψος του ποσού της υποχρεωτικής παρακράτησης συνδικαλιστικής εισφοράς από τις συντάξεις όλων των συνταξιούχων, και την απόδοσή τους σε αυτές. Ο Ριζοσπάστης διαμαρτύρεται, όχι για την ψήφιση αυτού κάθε αυτού του αντιδημοκρατικού νομοθετήματος και την εφαρμογή του εξαναγκαστικού συνδικαλισμού, αλλά… για το χαμηλό ποσό της παρακράτησης!
Γράφει ο Ριζοσπάστης: «Ψίχουλα δίνει η κυβέρνηση στα σωματεία των συνταξιούχων, με τον αντιασφαλιστικό νόμο που ψήφισε την Κυριακή. Αρχικά, στο άρθρο 102 του νόμου υπήρχε η πρόβλεψη για μηνιαία εισφορά 0,50 ευρώ από τις «καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις» υπέρ των «συλλογικών οργάνων συνταξιούχων». Στη συνέχεια, ο υπουργός μίλησε για εισφορά μόνο πέντε λεπτών και τελικά στο νόμο ψήφισε εισφορά 0,20 ευρώ. (σ.σ στο άρθρο 105 υπήρχε η πρόβλεψη των 0,50 ευρώ και τελικά συμπεριλήφθηκε και ψηφίστηκε στο άρθρο 102 η παρακράτηση 0,20 ευρώ)
Οι μεγαλύτερες Ομοσπονδίες των συνταξιούχων (ΙΚΑ, Δημοσίου και ΟΑΕΕ), πριν ψηφιστεί το νομοσχέδιο, είχαν καταθέσει υπόμνημα και ζητούσαν η εισφορά να γίνει 0,25 ευρώ σε όλες τις καταβαλλόμενες συντάξεις. Απέσπασαν μάλιστα και την υπόσχεση του υπουργού Εργασίας ότι όποιο ποσό θεσπιστεί, θα είναι επί του συνόλου των καταβαλλόμενων συντάξεων, πράγμα που δεν έγινε…».
Στο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο-λαιμητόμο, το οποίο πλέον αποτελεί νόμο του κράτους, οι Ομοσπονδίες των συνταξιούχων, με την σύμφωνη γνώμη του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ, στελέχη του οποίου βρίσκονται στις ηγεσίες αυτών των Ομοσπονδιών και κυριαρχούν στην Ομοσπονδία συνταξιούχων ΙΚΑ, και φυσικά με τη σύμφωνη γνώμη και άλλων συνδικαλιστικών παρατάξεων, ζήτησαν να συμπεριληφθεί και να νομοθετηθεί η υποχρεωτική παρακράτηση μέρους της σύνταξης από όλους τους συνταξιούχους, μέλη και μη μέλη των σωματείων των συνταξιούχων, και να αποδίδεται στις Ομοσπονδίες. Με αυτό τον τρόπο, έστω και έμμεσα, εφόσον ζήτησαν να συμπεριληφθεί τροπολογία στο συγκεκριμένο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο για την υποχρεωτική παρακράτηση συνδικαλιστικών εισφορών, πέραν της ζημιάς που προκαλεί στο συνδικαλιστικό κίνημα αυτή κάθε αυτή η τροπολογία, οι συνταξιουχικές Ομοσπονδίες παρείχαν μια μορφή νομιμοποίησης στο νομοσχέδιο-λαιμητόμο. Αντί να ζητήσουν την συνολική του απόρριψη, χωρίς να αφήσουν καμία απολύτως υπόνοια εξωραϊσμού του, άφησαν με τον τρόπο τους να φανεί ότι, έστω ορισμένα άρθρα του μπορεί να είναι προς το συμφέρον των συνταξιούχων.
Η υποχρεωτική παρακράτηση συνδικαλιστικής εισφοράς συνιστά υποχρεωτικό κρατικό συνδικαλισμό και κανένα απολύτως πρόβλημα του συνδικαλιστικού κινήματος δεν πρόκειται να λύσει. Η δικαιολογία που προβάλει ο Ριζοσπάστης, ότι «πρόκειται για λεφτά που επιστρέφουν στους ίδιους τους συνταξιούχους και συμβάλλουν στον αγώνα τους, μέσα από τις δραστηριότητες των σωματείων τους» αποτελεί προσχηματική δικαιολογία την οποία προβάλουν όλες οι δυνάμεις του αστικού, κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, εδώ και πολλά-πολλά χρόνια. Αυτή την επιχειρηματολογία υιοθέτησε και προβάλει τώρα και το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ.
Ο ταξικός συνδικαλισμός, αλλά και ο αγωνιστικός συνδικαλισμός, γενικά τα συνδικάτα που θέλουν να έχουν αγωνιστικούς δεσμούς και άμεση επαφή με τα μέλη τους, κανέναν απολύτως λόγο δεν έχουν να καταφύγουν σε τέτοιες μεθόδους που συμβάλουν στον παραπέρα εκφυλισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και στη διαιώνιση της γραφειοκρατικοποίησής τους.
Αντίθετα, πρέπει να καταγγέλλουν τέτοια φαινόμενα και να επιδιώκουν με τον παραδοσιακό και αυθεντικό τρόπο, με το μπλοκάκι, την είσπραξη των συνδικαλιστικών εισφορών, την εθελούσια ένταξή των εργατών, των συνταξιούχων και του εργαζόμενου λαού στα σωματεία και την άμεση, την δια ζώσης επαφή με τα μέλη του σωματείου, τον διάλογο, την ενημέρωση και την ζύμωση μαζί τους, την αγωνιστική εγρήγορση τους.
Η κατηγορία την οποία προσάπτει ο Ριζοσπάστης στην κυβέρνηση, ότι «Η κυβέρνηση, όμως, φαίνεται πως διαθέτει σχέδιο αποδυνάμωσης των συνταξιουχικών σωματείων, μέσω και του οικονομικού στραγγαλισμού τους, κυρίως εκείνων που χαλάνε τη μόστρα της αντιλαϊκής της πολιτικής…», δεν ισχύει διότι ο συγκυβέρνηση ψήφισε την οικονομική στήριξη των συνταξιουχικών σωματείων μέσω της παρακράτησης εισφοράς. Αυτό που ισχύει είναι όμως ότι, με τον τρόπο αυτό, τον υποχρεωτικό κρατικό συνδικαλισμό που ανάγει το κράτος σε ρυθμιστή των οικονομικών των σωματείων, οι εργάτες, ή οι συνταξιούχοι εν προκειμένω, ίσως φτάσουν στο σημείο να ταυτίσουν το σωματείο με το κράτος το οποίο νομοθετεί και βάζει διαρκώς φόρους και χαράτσια στο πενιχρό τους εισόδημα και στη σύνταξη. Με αποτέλεσμα, το οργανωμένο σε εθελοντική βάση συνδικαλιστικό κίνημα και το σωματείο, να ξεπέφτουν στα μάτια τους και αντί να αποτελούν το όπλο και το αποκούμπι τους, να φαντάζουν σαν ένας ακόμα φορομπηχτικός κρατικός μηχανισμός.
Το ζήτημα είναι σοβαρό διότι έχει να κάνει με την αυτοτέλεια και την δημοκρατική λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος το οποίο οικοδομείται σε εθελοντική βάση. Η νομοθέτηση της υποχρεωτικής παρακράτησης συνδικαλιστικής εισφοράς αποτελεί κρατική παρέμβαση στα εσωτερικά του κινήματος. Η συγκεκριμένη τροπολογία που έγινε νόμος, κινείται στα όρια και την μέχρι τώρα πρακτική του εργατοπατερισμού, της Εργατικής Εστίας και του ΟΔΕΠΕΣ. Βρίσκεται μέσα στα όρια και την πρακτική του εργοδοτικού, κρατικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού ο οποίος μέσα και από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και άλλες ΣΣΕ αλλά και νόμους, έχει πετύχει με ανάλογη ρύθμιση για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, την υποχρεωτική παρακράτηση της συνδικαλιστικής συνδρομής, το λεγόμενο τσεκ-οφ (Checkoff).
Στο δημόσιο τομέα η υποχρεωτική παρακράτηση ισχύει από χρόνια, με νόμο της ΝΔ το 1981, ενάντια στον οποίο στράφηκαν τότε όλες οι Αριστερές συνδικαλιστικές δυνάμεις αλλά και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα, εν έτη 2016, δεν απέμεινε σχεδόν καμία συνδικαλιστική δύναμη που να μην έχει προσχωρήσει στη λογική του κρατικού συνδικαλισμού. Ο γραφειοκρατικός και υποχρεωτικός κρατικός συνδικαλισμός ζει και βασιλεύει και κυριαρχεί στο σύνολο σχεδόν των συνδικαλιστικών δυνάμεων και παρατάξεων.
Τα εργατικά Συνδικάτα, των εργαζόμενων και των συνταξιούχων, για να είναι πραγματικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, πρέπει να βασίζονται στην ελεύθερη θέληση των εργατών και των συνταξιούχων και σε αυτή αποκλειστικά τη θέληση να στηρίζουν την δύναμή τους. Κάθε μέτρο που παραβιάζει αυτή την αρχή καταργεί την έννοια Συνδικάτο. Και τέτοιο μέτρο είναι η υποχρεωτική παρακράτηση εισφορών και συνδρομής υπέρ των «συνδικάτων», πράγμα το οποίο προβάλει, χωρίς αιδώ, από τις στήλες του ο Ριζοσπάστης.