Γράφει η Δώρα Μόσχου.
Προβληματισμοί πάνω στις «Θέσεις» του ΚΚΕ για το 20ο του Συνέδριο.
Οι θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 20ο συνέδριο του κόμματος δεν επεφύλαξαν κάποια έκπληξη – και, πάντως, οπωσδήποτε όχι κάποια ευχάριστη έκπληξη. Κινούμενες στο πνεύμα των αποφάσεων του (προγραμματικού) 19ου συνεδρίου, υποτίθεται ότι προσπαθούν να εκλαϊκεύσουν και να εξειδικεύσουν τη στρατηγική του κόμματος, κυρίως όσον αφορά το ίδιο το Κόμμα.
Οπωσδήποτε ένα Κομμουνιστικό Κόμμα οφείλει να μεριμνά για τη διαφύλαξη των χαρακτηριστικών του, για την ανάπτυξή του, για τον τρόπο λειτουργίας του. Ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση, κι ενώ η ελληνική κοινωνία βράζει, καθώς βρίσκεται στη μέση μιας – απ` ό,τι φαίνεται – ιδιαίτερα παρατεταμένης κρίσης, η τοποθέτηση του ζητήματος αυτού στο κέντρο της προβληματικής των «Θέσεων», θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και σολιψισμός – εκτός βέβαια, πράγμα διόλου απίθανο, αν συνδέεται με την αλλαγή του χαρακτήρα του κόμματος και τη μετατροπή του από «κόμμα νέου τύπου» σε «κόμμα παντός καιρού».
Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι μόνο αυτό, είναι συνολικότερο και απορρέει από τις ίδιες τις αποφάσεις του προηγούμενου συνεδρίου και τη στρατηγική που αυτό χάραξε. Το πολυσέλιδο κείμενο των «Θέσεων», κατά τη γνώμη μου, περισσότερο συσκοτίζει παρά φωτίζει πλευρές της πολιτικής του ΚΚΕ – και, ενδεχομένως, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η υλοποίηση της πολιτικής που χαράχτηκε, δεν δείχνει να «περπατάει» στη ζωή. Κατ` αρχήν, το ίδιο το κείμενο είναι εξαιρετικά κακογραμμένο: πυκνό, ασύντακτο, με κάκιστη στίξη, με λεκτικές και συντακτικές ακροβασίες, αλλά και χωρίς τον παλμό και την καλλιέπεια που χαρακτήριζε κάποτε τα ντοκουμέντα του ΚΚΕ, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαβαστεί και να γίνει κατανοητό. Οι πλατειασμοί, οι ασάφειες, οι αμφίσημες διατυπώσεις δημιουργούν την εντύπωση ότι το κείμενο γράφτηκε επίτηδες έτσι: κάπως έτσι, εξ άλλου, στην αρχαιότητα χρησμοδοτούσε και η Πυθία …
Οι ιδεολογικοί – στρατηγικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται το κείμενο (και οι οποίοι σαφώς απορρέουν από τη χαραγμένη στρατηγική) είναι οι ακόλουθοι:
– Πλήρης υποταγή της τακτικής στη στρατηγική, σε βαθμό εξαφάνισης της πρώτης.
– Μετατροπή του κόμματος σε κόμμα «παντός καιρού» (ό,τι και να σημαίνει αυτό, μιας και δεν υπάρχει κάτι ανάλογο στη μαρξιστική – λενινιστική φιλολογία).
– Απάλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
– Εμμονή, κατά τρόπο όμως αντιφατικό, στο ζήτημα του «ιμπεριαλιστικού πολέμου». Γιατί αντιφατικό; Διότι από το μια το κείμενο επαναλαμβάνει πλείστες όσες φορές την ανάγκη αντίθεσης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και, από την άλλη, εκτιμά – τουλάχιστον έτσι συνάγεται από τις διατυπώσεις του – τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ως μόνη αφορμή για την έκρηξη της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Ξεκινώ από μια γενικότερη διαπίστωση: καλή είναι η αποστασιοποίηση, αλλά στο μπρεχτικό θέατρο. Στην πολιτική, υπάρχει και κάτι που λέγεται προπαγάνδα και που εμπεριέχει και το συναίσθημα. Είπα και παραπάνω ότι το κείμενο των «Θέσεων» είναι άνευρο, χωρίς παλμό. Πέρα όμως από την «άτσαλη» και ψυχρή μορφή, υπάρχει και ένα ουσιώδες ζήτημα περιεχομένου: όσον αφορά τις πολιτικές εξελίξεις, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, αλλά και τα οικονομικά ζητήματα που ταλανίζουν τον ελληνικό λαό, οι «Θέσεις» κάνουν μιαν απλή καταγραφή/ περιγραφή, κατά μείζονα λόγο με στοιχεία των αστών, χωρίς πουθενά να φαίνεται κάποια προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων. Από την περιγραφή αυτή, απουσιάζει και μια ουσιαστική αναφορά σε τομείς όπου το λαϊκό και εργατικό κίνημα είχε πετύχει σημαντικές κατακτήσεις, οι οποίες τώρα τίθενται υπό αμφισβήτηση ή και καταργούνται οριστικά. Έχω κατά νου κυρίως τα ζητήματα της υγείας και της παιδείας, αλλά και της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, η οποία, στο κείμενο των «Θέσεων» είναι σχεδόν απούσα. Αποδελτιώνω μια ενδιαφέρουσα παράγραφο, από τη θέση 45:
«Ενόψει της ιδεολογικής-πολιτικής δράσης για τα 100 χρόνια του Κόμματος και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ, η διαφώτιση για το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της επανάστασης, της εξουσίας και της οικονομίας θα πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερο βάθος ως προς το περιεχόμενό της και ως προς την εξήγηση των αιτιών και του χαρακτήρα των αντεπαναστατικών ανατροπών. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η προσπάθεια αντιμετώπισης της αστικής και οπορτουνιστικής επίθεσης από θέσεις γνώσης των νομοτελειών της καπιταλιστικής και της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας.
Υπάρχουν ακόμα σημαντικές αδυναμίες ως προς την κατανόηση αυτών των νομοτελειών. (…) Ένα άλλο τέτοιο πρόβλημα είναι η λαθεμένη συσχέτιση της κρατικής καπιταλιστικής επιχείρησης με τη σοσιαλιστική παραγωγική μονάδα. Εκτός από τις σχετικές θέσεις του Κόμματος, πρέπει και οι στόχοι πάλης στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα να βοηθούν στην όξυνση της διαπάλης με αυτή την αντίληψη, στην ανάδειξη της πλήρους διάκρισης αυτών των δύο μορφών οργάνωσης της παραγωγής. Οι ομοιότητες που υπάρχουν σε ζητήματα όπως η προσπάθεια μείωσης των δαπανών εργασίας ή των πρώτων υλών δεν πρέπει να κρύβει την ουσιώδη διαφορά μεταξύ τους, η οποία απορρέει από τις ριζικά διαφορετικές σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής που έχουν ως συνέπεια να επωφελούνται διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις.
Το δεύτερο τμήμα του αποσπάσματος που παραθέτω, μετά δηλαδή την παρένθεση, στηρίζεται σε μια γενικά σωστή θέση, ότι άλλος είναι ο ρόλος και άλλη η λειτουργία της κρατικής επιχείρησης στον καπιταλισμό και άλλος στο σοσιαλισμό. Εδώ όμως δεν πρόκειται για μια γενικά και αόριστα θεωρητική συζήτηση: οι «Θέσεις» ορίζουν ως στόχο πάλης για το σήμερα, στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα την ανάδειξη αυτής της διαφοράς. Και αναρωτιέμαι; είναι αυτό το κύριο και το μείζον σήμερα που ξεπουλιούνται οι δημόσιες (έστω κρατικές) επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας; Που ξεπουλιούνται τα αεροδρόμια; Που ξεπουλιούνται σε ντόπιο και ξένο κεφάλαιο εκτάσεις – «φιλέτα» σε ολόκληρη τη χώρα; Υπάρχει, για το κόμμα της εργατικής τάξης, η ανάγκη να οργανωθούν αγώνες ενάντια σε αυτό το ξεπούλημα; ή δεν μας αφορά καθόλου αν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις βαθαίνουν και εδραιώνουν ακόμα περισσότερο την παρουσία τους στη χώρα, μέσω της εκμετάλλευσης των παραγωγικών πηγών της; Και, εν τέλει, μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού, το ΚΚΕ θέλει ή όχι να κρατά, να διαχειρίζεται και να διανέμει το ίδιο το κράτος βασικά αγαθά, όπως το ρεύμα, το νερό (μην ξεχνάμε ότι γίνονται συζητήσεις για την ιδιωτικοποίηση και του νερού), ή ακόμα – αν τραβήξουμε αυτή τη λογική στα άκρα – την υγεία και την παιδεία;
Προχωρώ σε ορισμένες επισημάνσεις σε ένα διαφορετικό πεδίο, αυτό της διεθνούς κατάστασης. Και εδώ, κυριαρχεί μια περιγραφική λογική, μια λογική «ίσων αποστάσεων», ως να μην υπάρχουν λαοί που αγωνίζονται, ως να μην υπάρχουν στο διεθνές τοπίο παρά οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και η όξυνσή τους. Πέρα από ένα γενικό, σχεδόν πασιφιστικό αφορισμό περί «ιμπεριαλιστικού πολέμου», το ΚΚΕ στέκεται σαν το Δία στον Τρωικό πόλεμο: απ` έξω και παρακολουθεί το … ματς, χωρίς να παίρνει το μέρος καμιάς πλευράς. Ή μήπως όχι; Αποδελτιώνω και πάλι, από τη Θέση 9:
«Η Ρωσία είναι δυνητικά η μόνη στρατιωτική δύναμη που μπορεί να απαντήσει στις ΗΠΑ, σε περίπτωση που δεχτεί πυρηνικό πλήγμα, προκαλώντας ολέθριες καταστροφές.(…)».
– Παρατήρηση πρώτη: έχω πλήρη επίγνωση ότι η Ρωσία δεν είναι η Σοβιετική Ένωση, ούτε και πάσχω από το σύνδρομο «να κατέβει ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι».
– Παρατήρηση δεύτερη: μπορεί η διατύπωση που με ενόχλησε να οφείλεται απλώς στα κάκιστα ελληνικά του κειμένου και στην ανύπαρκτη φιλολογική επιμέλεια.
Τούτων δοθέντων, αναρωτιέμαι: τί συμπέρασμα βγάζει κάποιος από την παραπάνω διατύπωση; Σχολαστικά μιλώντας, το υποκείμενο της μετοχής «προκαλώντας» είναι … η Ρωσία! Δηλαδή μόνο η Ρωσία θα προκαλέσει ολέθριες καταστροφές; Ή μήπως το ΚΚΕ πέφτει στην παγίδα στην οποία κατηγορεί ότι πέφτουν προοδευτικά – ριζοσπαστικά κινήματα ή ακόμα και πρόσωπα σε ολόκληρο τον κόσμο; Να διαλέγει δηλαδή (defacto, αλίμονο, δεν ισχυρίζομαι εσκεμμένα) ιμπεριαλιστή;
Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος: μα τόσο αυθαίρετη εξαγωγή ενός τόσο σοβαρού πολιτικού συμπεράσματος από ένα «φιλολογικό λαθάκι»; Διαβάζουμε όμως παρακάτω (Θέση 18):
«Η Ρωσία, με τη σειρά της, παρεμβαίνει στους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της ΕΕ, στηρίζοντας πολιτικές δυνάμεις και κράτη που τάσσονται ενάντια στην εμβάθυνση της καπιταλιστικής ενοποίησης στο πλαίσιο της ΕΕ. Αυτή η στάση της Ρωσίας ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από την όξυνση των σχέσεων ΕΕ – Ρωσίας ως απόρροια της επιδίωξης πρόσδεσης της Ουκρανίας στην ΕΕ, κόντρα στα ρωσικά σχέδια ενσωμάτωσής της στην ευρασιατική οικονομική κοινότητα. Η Ρωσία αντιτίθεται επίσης στα σχέδια της ΕΕ για βαθμιαία ενσωμάτωση των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων»
Αν όχι η μόνη, αυτή είναι πάντως η ουσιωδέστερη αναφορά που κάνει το κείμενο των «Θέσεων» την Ουκρανία. Στην Ουκρανία, όπου, με την αμέριστη στήριξη της ΕΕ και των ΗΠΑ, τα ναζιστικά σκουπίδια σφάζουν κομμουνιστές∙ στην Ουκρανία, όπου ο λαός του ανατολικού τμήματος της χώρας, ένοπλος και με κόκκινες σημαίες στα χέρια, υπερασπίζεται τη ζωή του και τις μνήμες του∙ σ` αυτή την Ουκρανία, το πρόβλημα είναι ότι η μεν Ουκρανία θέλει να προσδεθεί στην ΕΕ, ενώ η Ρωσία θέλει να την … προσδέσει στην ευρωασιατική οικονομική κοινότητα … Και βέβαια, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την αρθρογραφία του «Ριζοσπάστη», όλο το προηγούμενο διάστημα, σύμφωνα με την οποία ο ουκρανικός λαός «διαλέγει ιμπεριαλιστή» (με την κόκκινη σημαία της ΕΣΣΔ, στα χέρια, τονίζω).
Στην περιγραφή λοιπόν ενός παγκόσμιου τοπίου και ενός διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων με τους λαούς απόντες (πρωτοφανής αποτύπωση της πραγματικότητας για ένα κομμουνιστικό κόμμα), δεν χωρά πουθενά μια συγκεκριμένη εκτίμηση και για τη θέση της χώρας μας στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, μόλο που υπάρχει και ειδικό κεφάλαιο που επιγράφεται έτσι. Και πάλι, γίνεται μια περιγραφή της κατάστασης, στηριγμένη στα στοιχεία των αστών και των φορέων τους: και ενώ η βιωμένη εμπειρία του ελληνικού λαού τα τελευταία χρόνια πιστοποιεί το βάθαιμα της εξάρτησης από τον ευρωενωσιακό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ενώ το ξένο κεφάλαιο βάζει στο χέρι τις υποδομές της χώρας και συντελεί στο βύθισμα του λαού μας στη φτώχεια, το ΚΚΕ επιμένει να βάζει τον όρο «εξάρτηση» σε εισαγωγικά και να επιμένει μάλιστα να τον ξεκαθαρίσει και στα άλλα, πλανημένα κομμουνιστικά κόμματα του πλανήτη …
Να μην ξεχνάμε και την πλήρη εξαφάνιση του όρου «αντιϊμπεριαλιστικός» από την ορολογία του ΚΚΕ, ήδη από το προηγούμενο συνέδριο, όπου το αντιϊμπεριαλιστικό – αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο, αντικαταστάθηκε από την αντιμονοπωλιακή – αντικαπιταλιστική κοινωνική συμμαχία. Σε αυτά τα πλαίσια, αναμενόμενη κρίνεται και η στάση του ΚΚΕ απέναντι σε έναν επικείμενο πόλεμο. Αντιγράφω από τις «Θέσεις»:
«Σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο και σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, το Κόμμα πρέπει –υπερασπιζόμενο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του ελληνικού λαού– να ηγηθεί στην οργάνωση της εργατικής – λαϊκής πάλης για να βγει η Ελλάδα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αυτό προϋποθέτει όχι μόνο να ηττηθεί ο όποιος πιθανός ιμπεριαλιστής εισβολέας –είτε είναι προσωρινός «σύμμαχος» είτε είναι προσωρινός «αντίπαλος» της αστικής τάξης της χώρας– αλλά να ηττηθεί ολοκληρωτικά και η ίδια η εγχώρια αστική τάξη. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει εφικτό το πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη και η διέξοδος από τη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος που, όσο κυριαρχεί και σαπίζει, θα φέρνει εναλλάξ πότε τον πόλεμο, πότε την ιμπεριαλιστική «ειρήνη» με το πιστόλι στον κρόταφο των λαών.
Στην περίπτωση ενός τέτοιου πολέμου, η Κεντρική Επιτροπή θα πρέπει με ανάλογη ετοιμότητα να εκτιμά βήμα-βήμα την πορεία του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ώστε έγκαιρα κι εύστοχα να παρεμβαίνει, να προετοιμάζει τις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις. Μπορεί να υπάρξει μεγάλη χρονική περίοδος συμμετοχής της χώρας σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο, χωρίς εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης, ιδιαίτερα σε περίπτωση εισβολής-κατοχής. Απαιτείται οπωσδήποτε ιδιαίτερη δουλειά σε μη επαναστατικές συνθήκες για την επιτυχή δημιουργία των προϋποθέσεων ήττας της εγχώριας και ξένης αστικής τάξης. Πρόκειται για μια δουλειά η οποία έχει ιδιαίτερες δυσκολίες που δε λύνονται απλά με κάποια γενικόλογα συνθήματα καταδίκης ή εξόδου από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ενώ περιλαμβάνει και πολύμορφα ζητήματα που πρέπει συνεχώς να μελετά η πολιτική πρωτοπορία».
Σε αυτό το σημείο, γεννιούνται δυο ζητήματα, εξαιρετικά σημαντικά: το πρώτο σχετίζεται με τη δράση και τη στάση των κομμουνιστών κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Αυτή η δράση και αυτή η στάση θα πρέπει ή όχι να απορρέει από τον ίδιο το χαρακτήρα του πολέμου; Οι «Θέσεις» τελειώνουν με αυτή την προβληματική, ορίζοντας τον πόλεμο ως «ιμπεριαλιστικό». Αρκεί αυτός ο χαρακτηρισμός; Κάθε γενικευμένος πόλεμος, στο κάτω – κάτω, στα πλαίσια του ιμπεριαλισμού, ιμπεριαλιστικός μπορεί να χαρακτηριστεί. Από κει και πέρα όμως, υπάρχει ο επιθετικός και ο αμυντικός πόλεμος, ο δίκαιος και ο άδικος. Από ποια θέση θα βρεθεί η χώρα μας σε εμπόλεμη κατάσταση; Τί κινδύνους θα αντιμετωπίσει ο λαός μας; Τί γίνεται με την περίπτωση της εδαφικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας; Οφείλουν ή όχι οι κομμουνιστές να τα υπερασπιστούν, εννοείται από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης; Οφείλει, σε τελευταία ανάλυση, ή όχι το ίδιο το προλεταριάτο να υψωθεί σε ηγέτιδα τάξη που θα διεκδικήσει για τον εαυτό του το ρόλο του υπερασπιστή της πατρίδας και, εν τέλει, και την ίδια την πατρίδα;
Και οι θεωρητικοί του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και η ίδια η ιστορία του, όπως και ειδικά του ΚΚΕ, έχουν δώσει απαντήσεις. Άλλη ήταν η στάση του – νεοσύστατου, πλην σοφού στη συγκεκριμένη περίσταση – ΣΕΚΕ κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας, άλλη ήταν η στάση του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου και της τριπλής φασιστικής κατοχής. Η ιστορία το δικαίωσε και στις δυο περιπτώσεις. Και τα λάθη που ακολούθησαν το έπος της εαμικής εθνικής αντίστασης, πρέπει να είναι αντικείμενο μελέτης και πηγή άντλησης πείρας για το μέλλον, σε καμμιά όμως περίπτωση δεν επιτρέπεται να ακυρώσουν τη θετική πείρα που έχουν συσσωρεύσει οι κομμουνιστές.
Να τολμήσω να πω και τούτο: σε μια εποχή που οι πολιτικοί επίγονοι των δοσιλόγων και κουκουλοφόρων της κατοχής, με θράσος χιλίων πιθήκων καπηλεύονται τα γνήσια πατριωτικά αισθήματα του ελληνικού λαού και τα εκτρέπουν σε επικίνδυνες ατραπούς, διατυπώσεις όπως οι δυο παράγραφοι των «Θέσεων» που αναφέρονται στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, χωρίς να διασαφηνίζουν τη σπουδαιότητα που έχει για τους κομμουνιστές, για την εργατική τάξη η υπεράσπιση της πατρίδας, ανοίγουν κερκόπορτες για να τρυπώσει στη συνείδηση της εργατικής τάξης το εθνικιστικό και ρατσιστικό δηλητήριο.
Τα πατριωτικά αισθήματα του ελληνικού λαού που, μαζί με τη φτώχεια, βιώνει και εθνική ταπείνωση ή θα οδηγηθούν σε ένα μεγάλο αντιϊμπεριαλιστικό κίνημα (και αυτό είναι προνομιακό πεδίο δουλειάς για τους κομμουνιστές) ή θα στρεβλωθούν και θα εκτραπούν στον οχετό του ρατσιστικού μίσους.
Σε σχέση όμως με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τη στάση των κομμουνιστών, υπάρχει και ένα δεύτερο, εξ ίσου σημαντικό ζήτημα. Το ΚΚΕ (ισχυρίζεται ότι) συγκεντρώνει δυνάμεις για την τελική αντεπίθεση, την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού. Σε όλο το κείμενο των «Θέσεων» όμως, ως μόνη ευκαιρία, ως μόνη δυνατότητα εκδήλωσης της λαϊκής αντεπίθεσης παρουσιάζεται ακριβώς ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, τον οποίο ωστόσο οι κομμουνιστές πρέπει να αντιπαλέψουν! Πέρα από την αντιφατικότητα της θέσης αυτής, υπάρχει και ένα σοβαρό πρόβλημα μονοσήμαντης πρόσληψης της επαναστατικής διαδικασίας, ως απόρροιας και μόνο ενός γενικευμένου πολέμου. Κάτι τέτοιο δεν πιστοποιείται από την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος∙ εξ άλλου, η ίδια η ιστορία, ως πολυπαραγοντική διαδικασία, έχει μεν κανόνες και σταθερές, αλλά δεν αποτελεί και εργαστηριακό πείραμα. Βεβαίως και μετά τον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε η μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά η επανάσταση στην Κούβα δεν ακολούθησε τους ίδιους δρόμους. Αλλά ακόμα και αν δεχτούμε, όπερ άτοπο, ότι όλες οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του πλανήτη προέκυψαν μετά από ένα πόλεμο, μέχρι την έκρηξη αυτού του πολέμου, το εργατικό και λαϊκό κίνημα τί ακριβώς κάνει; Πορείες – παρελάσεις Ομόνοια – Σύνταγμα; Τί διεκδικεί; Το έλασσον, αφού, σύμφωνα με τη γενική φιλοσοφία των «Θέσεων» (και του ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια) κατακτήσεις στον καπιταλισμό δεν μπορούν να υπάρξουν ή κι αν υπάρξουν, θα οδηγήσουν το λαό σε οπορτουνιστικές αυταπάτες;
Δεν είναι μόνο βέβαια αυτά τα προβληματικά σημεία των «Θέσεων» για το 20ο συνέδριο του ΚΚΕ. Αυτό είναι φυσικό και αναμενόμενο, από τη στιγμή που οι «Θέσεις» πατάνε σε ένα έωλο υπόστρωμα, στο πρόγραμμα που ψήφισε το 19ο συνέδριο και που συντέλεσε τα μέγιστα στην παραπέρα απομάκρυνση του κόμματος από τις αρχές του μαρξισμού – λενινισμού. Ζητήματα όπως η αντιμετώπιση της ΕΕ και η εγκατάλειψη της πάλης για την αποδέσμευση της χώρας από αυτήν, ή ζητήματα που αφορούν επί μέρους τομείς της δράσης των κομμουνιστών (όπως πχ. η παιδεία) γεννούν πολλές σκέψεις για την παραπέρα πορεία του κόμματος. Γι` αυτά τα θέματα όμως, επιφυλάσσομαι να εκθέσω εκ νέου τους προβληματισμούς μου.