Ο Μπάρμπα-Τάσος αποτελεί μια μορφή της σύγχρονης ιστορίας της Τρίπολης. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στο δήμο Μπεσίκτας και στην ενορία του Αγιάννη. Ήταν κρητικής καταγωγής. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή η οικογένειά του με πλοίο έφθασε στο Ναύπλιο και με απόφαση της προσφυγικής επιτροπής όρισαν ως τόπο διαμονής τους την Τρίπολη. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός και εδώ έγινε οικοδόμος και καραγωγέας στα κάρα του Λεβιδιώτη. Στην αρχή μείνανε σε μιά αποθήκη λιπασμάτων, εκεί που σήμερα, βρίσκεται το ταχυδρομείο και μετά όταν έγινε ο προσφυγικός συνοικισμός μετακομίσαν εκεί. Δύσκολα χρόνια αφού είχαν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τη φτώχεια αλλά και την αντίδραση του ντόπιου πληθυσμού.
Μπήκε από μικρός στη βιοπάλη έγινε ραπτεργάτης και μέλος του σωματείου. Ήταν θαυμαστής του καθηγητή Άλεξ. Σβώλου που είχε συντάξει το δημοκρατικό σύνταγμα και στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας οργανώθηκε στη σοσιαλιστική νεολαία. Στο πόλεμο τα τρία μεγαλύτερα αδέρφια του πολέμησαν τα δύο στην Αλβανία και ο τρίτος στα οχυρά του Ρούπελ. Ο ίδιος κλήθηκε να καταταγεί στις αρχές του Απρίλη το ’41, δεν πρόλαβε, όμως, αφού κατέρρευσε το μέτωπο.
Στην κατοχή μπήκε άμεσα στην Αντίσταση, πρώτα μέσα από την σοσιαλιστική νεολαία και μετά από την ενοποίηση των νεολαιϊστικών οργανώσεων από την ΕΠΟΝ. Είχε σημαντική δράση και για το λόγο αυτό συνελήφθη από τα «Τάγματα Ασφαλείας» τον Ιούνιο του 1944 και οδηγήθηκε στη Γκεστάπο. Παρέμεινε φυλακισμένος στα υπόγεια του Δικαστικού Μεγάρου μέχρι την απελευθέρωση 30 Σεπτεμβρίου 1944.
Παραμονές Χριστουγέννων του 1948 συνελήφθη και πάλι και παρέμεινε για δύο μήνες κρατούμενος στο Ναύπλιο και στη συνέχεια οδηγήθηκε για «αναμόρφωση» στη Μακρόνησο στο πρώτο τάγμα πολιτών για πάνω από ένα χρόνο.
Μετά τον εμφύλιο τον καλέσανε και παρουσιάστηκε στο 11ο σύνταγμα. Εκεί οι αρμόδιοι της επιστράτευσης είχαν καταλόγους και σε άλλους έδιναν δικώχα και σε άλλους μπερέδες, ανάλογα με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Όσοι είχαν μπερέδες και ο Μπάρμπα-Τάσος, απολύθηκαν.
Στα μετεμφυλιακά χρόνια με τον κρατικό αποκλεισμό των αριστερών δεν είχε άλλη επιλογή και άνοιξε ραφείο με συνέταιρο τον Βασίλη Μουγκοπέτρο. Έγινε μέλος της διοικήσεως του σωματείου ραπτών και του αντίστοιχου συνεταιρισμού. Είχε εκλεγεί μέλος του εποπτικού συμβουλίου της Ομοσπονδίας Συνεταιρισμών Ραπτών. Ταυτόχρονα με την επαγγελματική του δραστηριότητα, ήταν ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ Τρίπολης και αργότερα διοικητικό της στέλεχος και διαιτητής. Έγινε ανταποκριτής αθλητικών εφημερίδων πανελλήνιας εμβέλειας. Ποτέ, όμως, δεν ξέχασε την προσφυγιά και ήταν από τους πρωτεργάτες στην «Πανπροσφυγική Ένωση» την οποία αντιπροσώπευσε σε πολλές συναντήσεις και συνέδρια.
Στη διάρκεια της δικτατορίας διέλυσαν τον συνεταιρισμό ραπτών και με απόφαση του στρατιωτικού διοικητή Αρκαδίας τον καθαίρεσαν από τη διοίκηση του σωματείου ραπτών «ως επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια» και με απόφαση του Γ.Γ. αθλητισμού Ασλανίδη από το σωματείο διαιτητών Αρκαδίας.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν ενεργός πολίτης, πάλευε για τη διάδοση των ιδανικών της Αντίστασης και για τη διάσωση της ιστορικής μνήμης των προσφύγων.