Εργατικός Αγώνας

Μια κριτική για «Το τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη

Του Γιώργου Πετρόπουλου.

Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη, «Το τελευταίο σημείωμα», αφιερωμένη στους 200 εκτελεσμένους κομμουνιστές της Καισαριανής και με κεντρικό ήρωα τον Κομμουνιστή Ναπολέοντα Σουκατζίδη είχε δεχτεί πολλές κριτικές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- και από τον γράφοντα- πριν φτάσει στους κινηματογράφους καθώς το διαφημιστικό τρέιλερ αποκάλυπτε μια ουσιαστική παραχάραξη των ιστορικών τεκμηρίων. Τώρα που έχουμε δει ολόκληρη την ταινία μπορούμε να πούμε πως η αλλοίωση αυτή είναι υπαρκτή.

Ας δούμε εν συντομία αυτά τα ιστορικά τεκμήρια. Την πρωτομαγιά του ’44, οι δυνάμεις κατοχής, σε αντίποινα για την εξόντωση, στους Μολάους ενός Γερμανού στρατηγού και του επιτελείου του, εκτέλεσαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 Κομμουνιστές που τους πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Απ’ αυτούς περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη. Ο εχθρός είχε κάνει γνωστές τις προθέσεις του λίγες ημέρες πριν όταν δημοσιοποίησε μέσω του κατοχικού Τύπου και ανάρτησε στους τοίχους των σπιτιών της πρωτεύουσας την εξής ανατριχιαστική ανακοίνωση:

«Την 27. 4. 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά του Μολάους, κατόπιν μίας εξ’ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:

1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.

2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.

Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.

Ο στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».

Στην ταινία του Βούλγαρη η διαταγή έχει αλλοιωθεί. Οι 200 κομμουνιστές έχουν γίνει 200 Έλληνες. Αυτό είναι σοβαρότατο ολίσθημα καθώς πρόκειται για παραποίηση ιστορικού ντοκουμέντου και καμία ποιητική, σκηνοθετική ή σεναριογραφική αδεία δεν μπορεί να το δικαιολογήσει. Για τρεις λόγους: α) Στο περιεχόμενο των ιστορικών ντοκουμέντων δεν επιτρέπεται η παραμικρή παρέμβαση. β) Με την αλλοίωση που κάνουν ο Π. Βούλγαρης και η σύζυγός του Ιωάννα Καρυστιάνη (υπογράφουν μαζί το σενάριο της ταινίας) βγαίνει λάδι η Ασφάλεια η οποία έδωσε στοιχεία στους Γερμανούς κατακτητές για το ποιοι ήταν κομμουνιστές στο Χαϊδάρι. Μόνο η Ασφάλεια και οι αρχές δίωξης του κομμουνισμού είχαν φακέλους με τα πολιτικά φρονήματα των κρατουμένων. Και στο Χαϊδάρι δεν κρατούνταν μόνο κομμουνιστές αλλά και μαυραγορίτες και ποινικοί, ακόμη και συνεργάτες των αρχών κατοχής τους οποίους, για κάποιο λόγο, οι κατακτητές έπαψαν να τους εμπιστεύονται και τους φυλάκισαν. γ) Αν οι Γερμανοί ήθελαν να εκτελέσουν γενικά Έλληνες και όχι κομμουνιστές θα τους έπιαναν από το δρόμο, στην Πλατεία Συντάγματος ή στην Ομόνοια. Δεν θα πήγαιναν στο Χαϊδάρι.

Η δεύτερη αλλοίωση της ιστορικής αλήθειας που γίνεται στην ταινία αφορά στην τελευταία φράση της προαναφερόμενης διαταγής: «Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς». Στην ταινία βλέπουμε εκτελέσεις χωρικών, από γερμανικά στρατεύματα, στην περιοχή των Μολάων- από πουθενά δεν προκύπτει ότι είναι κομμουνιστές, ενώ η διαταγή για κομμουνιστές μιλάει. Η ιστορική αλήθεια παραποιείται και, το χειρότερο, αθωώνονται για το έγκλημα οι ντόπιοι συνεργάτες των Γερμανών, οι ταγματασφαλίτες. «Έλληνες εθελοντές» είναι τα περιβόητα Τάγματα Ασφαλείας.

Αυτά τα ολισθήματα των δημιουργών της ταινίας είναι πέρα για πέρα απαράδεκτα. Θα αδικούσαμε όμως την ταινία στο σύνολό της αν μέναμε μόνο σ’ αυτά και την καταδικάζαμε εντελώς.

Ο Βούλγαρης αναμφίβολα- πέραν των προαναφερόμενων- έφτιαξε μια πολύ καλή αντιφασιστική ταινία (καμία σχέση με το «Ψυχή Βαθιά») που από την αρχή ως το τέλος φανερώνει και στιγματίζει τις θηριωδίες των Ναζί. Υπό αυτή την έννοια, η ταινία είναι σημαντική προσφορά στις μέρες μας που ο φασισμός σηκώνει κεφάλι και στην Ελλάδα.

Ο ρόλος των κομμουνιστών δεν αποσιωπάται. Η λέξη «κομμουνιστής» αναφέρεται τρεις φορές. Μπορεί να φαίνονται λίγες αλλά έχουν κεντρική-ουσιαστική σημασία στην ταινία. Την μία όταν ο Γερμανός διοικητής λέει στον Σουκατζίδη ότι έχει διαβάσει τον φάκελό του και ξέρει ότι είναι κομμουνιστής. Τη δεύτερη, όταν κρατούμενος ακούει στα Λουτρά Γερμανούς αξιωματικούς να λένε ότι θα εκτελεστούν 200 κομμουνιστές (είναι το μόνο σημείο της ταινίας όπου ο θεατής μαθαίνει ότι και οι 200 ήταν κομμουνιστές). Την τρίτη όταν ο καθοδηγητής των κρατουμένων κομμουνιστών στο Χαϊδάρι, καθώς εκτελείται στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, λέει: «Κομμουνιστής ως το θάνατο».

Για τους κομμουνιστές θεατές και τους μυημένους στα περί κομμουνιστών είναι φανερό, σε όλη την ταινία, ότι η οργάνωση των κρατουμένων- όπως παρουσιάζεται- είναι δουλειά που μόνο κομμουνιστές μπορούσαν να την κάνουν. Το ίδιο ισχύει και για μια σειρά διαλόγων μεταξύ τους. Δεν είναι διάλογοι που θα μπορούσαν να γίνουν από μη κομμουνιστές. Αλλά αυτά δεν μπορεί να τα αντιληφθεί ο κοινός θεατής. Αφορούν μόνο στους μυημένους και τους γνώστες της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος και του ΚΚΕ.

Ο ερμηνείες των ρόλων είναι πολύ καλές έως εξαιρετικές. Το συγκινησιακό στοιχείο ισχυρότατο. Ο θεατής συγκλονίζεται και ταυτίζεται με τον αγωνιστή. Δακρύζει για τα πάθη του, συμπάσχει μαζί τους, νιώθει την ανάγκη να τον χειροκροτήσει. Υποκλίνεται στο μεγαλείο και τη θυσία του.

Τα μυθοπλαστικά στοιχεία της ταινίας- πέραν των προαναφερόμενων ολισθημάτων- είναι προσεγμένα και βρίσκονται σε συνάφεια με τα ιστορικά δεδομένα. Ακόμη και η σκηνή στον τόπο εκτέλεσης όπου ο Σουκατζίδης λέει στο αυτί του σκοτωμένου καθοδηγητή του, καθώς σέρνει το άψυχο κορμί του στη άκρη για να αδειάσει ο τόπος εκτέλεσης και να πάρουν θέση οι επόμενοι μελλοθάνατοι: «Δεν θέλω να πεθάνω, ακούς. Θέλω να ζήσω γιατί αγαπάω».

Τη φράση αυτή ο Βούλγαρης τη δανείστηκε, σίγουρα, από αφήγηση του Χ. Φλωράκη- με τον οποίο διατηρούσε στενές σχέσεις- και την έβαλε στο στόμα του Σουκατζίδη καθώς κι εκείνος αγαπούσε. Έλεγε ο Χαρίλαος: «Θυμάμαι σε μια μάχη στη γέφυρα του Κοράκου, είχαμε τραυματίες, νεκρούς. Τραυματίστηκε και μια αντάρτισσα, Αγαθή την έλεγαν, δεν θυμάμαι το επίθετό της, ήταν πραγματικά μια παλικαρού και είχε τραύμα στο κεφάλι, πάρα πολύ επικίνδυνο και πέθανε, δεν γλίτωσε. Μετά τη μάχη, χρέος όλων των επικεφαλής, ήταν να επισκέπτονται τους τραυματίες. Πήγα λοιπόν να τους δω, είδα και την Αγαθή. Μόλις με είδε μου λέει: ‘‘Σύντροφε διοικητή, θέλω να ζήσω’’ και με κοίταξε στα μάτια. Λέω: ‘‘Μην φοβάσαι, θα γίνεις καλά, εδώ είναι ο γιατρός, δεν είναι τίποτα το σοβαρό’’. ‘‘Θέλω να ζήσω’’, ‘‘Ε, θα ζήσεις Αγαθή’’. ‘‘Θέλω να ζήσω γιατί αγαπάω’’. Αυτή αγαπούσε πραγματικά έναν συμμαχητή μας και το είχε δηλώσει με τέτοιο ανθρώπινο και απλό τρόπο, που πραγματικά μου έκανε τεράστια εντύπωση και τώρα που θυμάμαι τη σκηνή συγκινούμαι με την κοπέλα αυτή, η οποία τελικά πέθανε».

Εν κατακλείδι, αξίζει να δείτε αυτή την ταινία, να την συζητήσετε με όσους άλλους την δουν και να αποκαταστήσετε τις ιστορικές παραποιήσεις που έχει. Ο τελικός λογαριασμός βγαίνει θετικός.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας