Στην επέτειο των εκατό χρόνων από την Οχτωβριανή επανάσταση οργανώνονται στη χώρα πλήθος δραστηριότητες κάθε είδους. Από την έκδοση μεγάλου αριθμού βιβλίων, τα μεγάλα αφιερώματα, θετικά και αρνητικά, σε εφημερίδες και περιοδικά, συγκεντρώσεις, συζητήσεις και ημερίδες.
Διατυπώνονται ενδιαφέρουσες απόψεις που συνεισφέρουν στη διερεύνηση των βασικών πλευρών του Οκτώβρη, στην εξέλιξη της απόπειρας σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και φυσικά στις αιτίες της ήττας της, υπάρχουν όμως και απόψεις που χαρακτηρίζονται από εμπάθεια, από την υιοθέτηση του χυδαίου αντικομουνισμού, χαρακτηριστική περίπτωση η προσπάθεια ταύτισης του κομμουνισμού με τον φασισμό που επιχειρείται σχεδιασμένα από τις αστικές δυνάμεις σ’ ολόκληρη την Ευρώπη με την αξιοποίηση κυβερνήσεων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ευρωπαϊκών θεσμών. Η επιδίωξη είναι οι αντιλήψεις αυτές να αποτελέσουν βασικό στοιχείο των κυρίαρχων ιδεολογικών και πολιτικών αντιλήψεων στην Ευρώπη και παγκόσμια. Μέσω της εξίσωσης κομμουνισμού και φασισμού, της αμαύρωσης της θετικής προσφοράς του Οκτώβρη και των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, επιχειρείται να εμφανιστεί ο σοσιαλισμός ως μια εγκληματική δικτατορία που το χαρακτηριστικό της ήταν η καταπίεση, η εκμετάλλευση των ανθρώπων, τα γκούλαγκ και τα στρατόπεδα εργασίας και φυσικά να εξαγνιστεί η κεφαλαιοκρατία για όλα τα εγκλήματα της.
Θεωρούμε ότι η προσπάθεια εξαγωγής χρήσιμων συμπερασμάτων από την πλευρά της αριστεράς και κυρίως της κομμουνιστικής και του εργατικού κινήματος μόνο αν χαρακτηρίζεται από μια ισορροπημένη και αντικειμενική διερεύνηση με βάση το μαρξισμό και τον ιστορικό υλισμό, χωρίς μονομέρειες, πότε το βάρος μονομερώς να πέφτει στις δύσκολες αντικειμενικές συνθήκες που υπήρχαν και να υποβαθμίζονται όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες και πότε να μειώνονται μέχρι εξαφάνισης οι μεγάλες δυσκολίες και το βάρος να δίνεται σε υπαρκτές αρνητικές πλευρές, τραγικές πολλές φορές και φυσικά καταδικαστέες, που όμως σε τελική ανάλυση είναι φαινόμενα παράγωγα και αν δεν δει κανείς τις αιτίες τους υπάρχει κίνδυνος να καταλήξει σε συμπεράσματα για κοινωνίες του κρατικού καπιταλισμού, για κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς νέους πέρα από τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, για σχηματισμούς που κυριάρχησε η γραφειοκρατία την οποία περιγράφουν ως νέα εκμεταλλευτική κοινωνική τάξη, που όμως σε καμιά περίπτωση δεν πληροί τα βασικά που χαρακτηρίζουν τις κοινωνικές τάξεις με βάση το μαρξισμό και να αποδοθεί η ήττα σε αυτά τα όντως υπαρκτά φαινόμενα. Όποιος θεωρεί ότι καταγγέλλοντας με τα πιο μελανά χρώματα τη Σοβιετική Ένωση για ολοκληρωτισμό, για εκτοπίσεις, εκτελέσεις, για έλλειψη δημοκρατίας θα προσελκύσει πιο εύκολα το ενδιαφέρον των εργαζομένων ή θα τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τον αντίπαλο αυταπατάται. Ο αντίπαλος ελάχιστα ενδιαφέρεται για τη Σοβιετική Ένωση και τα δεδομένα του σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τον ενδιαφέρει πρωτίστως να πλήξει το μαρξισμό ως ιδεολογία και το σοσιαλισμό ως προοπτική απελευθέρωσης των εργαζομένων από τα δεσμά της κεφαλαιοκρατίας, να παραμείνει η εργατική τάξη υποταγμένη και απαθής.
Η συζήτηση γύρω από αυτά τα θέματα φυσικά δεν πρόκειται να σταματήσει και εμείς θα τοποθετούμαστε κάθε φορά που θα το θεωρούμε σκόπιμο, σε αυτό όμως το άρθρο θα ασχοληθούμε με ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που αγγίζει την καρδιά της μαρξιστικής λενινιστικής θεωρίας, δηλαδή το κράτος και τους μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα μετά την επανάσταση και τη νίκη της εργατικής τάξης, με τις φάσεις που ακολουθεί η εξέλιξη ως την αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία.
Σχετικά με αυτό το θέμα ο Ριζοσπάστης του Σαββατοκύριακου 16-17 Δεκέμβρη[1] γράφει: «Οι λαθροχειρίες σχετικά με το χαρακτήρα και τους στόχους της ΝΕΠ αξιοποιούνται συχνά για να υποστηριχθεί η αναγκαιότητα μιας «μεταβατικής» εποχής- κοινωνίας που θα προετοιμάζει δήθεν το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Είναι λαθεμένη η προσέγγιση που υποστηρίζει την ύπαρξη «μεταβατικών κοινωνιών”, με ξεχωριστά χαρακτηριστικά τόσο σε σχέση με τον καπιταλισμό, όσο και σε σχέση με το σοσιαλισμό… Ανάμεσα στον καπιταλισμό και την κατώτερη φάση του κομμουνιστικού σχηματισμού (σοσιαλισμός) δεν μπορεί να μεσολαβήσει κάποιο αυτοτελές στάδιο με τα δικά του χαρακτηριστικά και νομοτέλειες, μια «μεταβατική περίοδος», ως ιστορική φάση πλήρως διακριτική και ξέχωρη τόσο από τον καπιταλισμό, όσο και από τον κομμουνιστικό σχηματισμό. Τέτοιες αντιλήψεις και πρακτικές ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες στην ενίσχυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, στην ανάπτυξη και το γιγάντωμα αστικών στρωμάτων και τελικά στην πλήρη επικράτηση της αντεπανάστασης».
Στο απόσπασμα αυτό διακρίνεται με σαφήνεια ότι ολόκληρη η περίοδος από τη νίκη της εργατικής τάξης σε βάρος της αστικής ως την αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, την οποία ονομάζει σοσιαλισμό είναι κάτι ενιαίο. Δηλαδή δεν μεσολαβεί κάτι διαφορετικό, κάτι ευδιάκριτο σχετικά με το είδος της εξουσίας ολόκληρη αυτή την περίοδο και τα ιδιαίτερα καθήκοντα που αυτή έχει. Νικά η εργατική τάξη, δημιουργείται η πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας και ολοκληρώνεται με την ανώτερη φάση της, τον κομμουνισμό. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτη η προσπάθεια του αρθρογράφου να ταυτίσει κάθε αναφορά σε μεταβατική περίοδο με την πολιτική που αναπτύσσει τις καπιταλιστικές σχέσεις στην Κίνα και γενικότερα με την ενίσχυση των εμπορευματικών χρηματικών σχέσεων και την ανάπτυξη των αστικών στρωμάτων στις κοινωνίες αυτές και την πλήρη επικράτηση της αντεπανάστασης.
Το ΝΑΡ επίσης στα προγραμματικά κείμενα του κάνει λόγο για αντικαπιταλιστική πάλη, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, αντικαπιταλιστικό μέτωπο και αντικαπιταλιστική επανάσταση. Στο τελευταίο, τον 4ο συνέδριο του, τροποποιεί κάπως τη θέση του για το χαρακτήρα της επανάστασης και την αναφέρει ως «εργατική αντικαπιταλιστική επανάσταση με σύγχρονο κομμουνιστικό περιεχόμενο, αναφέροντας ότι, θα έχει κοινωνικό υποκείμενο την πρωτοπόρα εργατική τάξη και τη συμμαχία της με τα λαϊκά στρώματα, θα είναι αντικαπιταλιστική καθώς θα συντρίψει το αστικό κράτος, θα ανατρέψει την αστική εξουσία και κυριαρχία, θα εγκαθιδρύσει εργατική εξουσία- δημοκρατία και θα επιφέρει αποφασιστικά αντικαπιταλιστικά πλήγματα, θα ενεργοποιήσει τη διαδικασία μετάβασης στον κομμουνισμό…».
Η πρώτη παρατήρησή μας είναι ότι στην κομμουνιστική φιλολογία, στους κλασικούς και όχι μόνο, δεν υπάρχει αναφορά σε αντικαπιταλιστική επανάσταση, αλλά από τη στιγμή που την επανάσταση πραγματοποιεί η εργατική τάξη με πρόγραμμα την ανατροπή της αστικής τάξης και την εγκαθίδρυση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής αναφέρεται ως σοσιαλιστική επανάσταση και είναι η μόνη δυνατή επανάσταση που μπορεί να πραγματοποιηθεί στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού. Το ερώτημα όμως είναι γιατί χαρακτηρίζεται ως αντικαπιταλιστική επανάσταση και προφανώς πρέπει να υπάρχει σοβαρός λόγος. Επιπλέον προκαλεί εντύπωση η επιμονή στον όρο αντικαπιταλιστικός. Αυτό ενδεχομένως μπορούσε να εξηγηθεί όσον αφορά την πάλη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος πριν την επανάσταση με την έννοια ότι όλη η δράση του στρέφεται εναντίον του καπιταλισμού, οι διεκδικήσεις έχουν αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα, είτε αφορούν σε μικρότερα θέματα, οικονομικές διεκδικήσεις (ένα γενικό αίτημα π.χ. για τις συντάξεις ή για το χρόνο εργασίας έχει σαφώς αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα), είτε γενικότερες διεκδικήσεις και στόχοι ως και την ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας. Θεωρούμε ότι στην καλύτερη περίπτωση δεν υπάρχει λόγος η επανάσταση να χαρακτηρίζεται αντικαπιταλιστική, με ένα όρο αρνητικό και όχι με το θετικό περιεχόμενο της.
«Η εξουσία που εγκαθίστανται μετά την επανάσταση, αναφέρεται στο κείμενο, είναι εργατική εξουσία. Στη φάση αυτή η εργατική τάξη είναι, κατά το κείμενο, πολιτικά ηγεμονεύουσα δύναμη, όχι όμως και κοινωνικά, εγκαθιδρύει ένα μισοκράτος, το οποίο εξελίσσεται σε εργατική δημοκρατία (3ο συνέδριο του ΝΑΡ), ή εξελίσσεται σε πρωτότυπη και πλέρια εργατική δημοκρατία ( 4ο συνέδριο ΝΑΡ). Η ολοκληρωτική νίκη, συνεχίζει το κείμενο, της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της εργατικής εξουσίας ανοίγει νέο κύκλο μετάβασης προς την πλήρη κομμουνιστική χειραφέτηση… το κύριο καθήκον αυτής της περιόδου θα είναι δημιουργικό» [2].
Με βάση τα προηγούμενα η μεταβατική περίοδος από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία στην κομμουνιστική έχει δύο φάσεις, στην πρώτη αντιστοιχεί η εργατική εξουσία με καθήκοντα, κατά το κείμενο, κατασταλτικά της αστικής τάξης και των μηχανισμών της και σταθεροποίησης της εργατικής εξουσίας, ενώ στη δεύτερη φάση εντάσσονται τα δημιουργικά καθήκοντα, η δημιουργία των προϋποθέσεων της κομμουνιστικής κοινωνίας και φυσικά βλέπει διαφοροποιημένο και το χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας. Στην πρώτη φάση η εξουσία είναι η Δικτατορία του Προλεταριάτου και στη δεύτερη η Εργατική δημοκρατία ή Πλέρια Δημοκρατία, υπονοώντας ότι η Δικτατορία του Προλεταριάτου δεν είναι δημοκρατία υπέρ των εργαζομένων, ενώ η δεύτερη είναι πλήρης εργατική δημοκρατία για όλους, το κείμενο δεν φαίνεται να της δίνει σαφώς καθορισμένο ταξικό πρόσημο, να εκφράζει συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα, κάτι σαν το «παλλαϊκό» κράτος. Με βάση όμως και μαρξιστική θεωρία μετά τη δικτατορία του προλεταριάτου δεν υπάρχει άλλη ταξική εξουσία, το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου από νεκρώνεται, η κοινωνία είναι πλέον αταξική.
Κατά συνέπεια το ΝΑΡ τη μεταβατική περίοδο τη διαχωρίζει σε δύο στάδια στα οποία η πολιτική εξουσία και τα καθήκοντα είναι σαφώς διαφοροποιημένα μεταξύ τους. Το ερώτημα που τίθεται είναι για ποιο λόγο η μεταβατική περίοδος να διαχωρίζεται σε δύο στάδια από τη στιγμή που την εξουσία και στις δύο περιπτώσεις κατέχει η εργατική τάξη και τα καθήκοντά που υλοποιεί είναι η ωρίμανση των προϋποθέσεων της κομμουνιστικής κοινωνίας, ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας σε κομμουνιστική και το σύνολο των καθηκόντων της, κατασταλτικών και δημιουργικών διαπλέκονται από την πρώτη ως την τελευταία ημέρα της ζωής της και αυτό γιατί σε όλη τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου το καθήκον της υπεράσπισης της επανάστασης υπάρχει, όπως επίσης και το καθήκον της δημιουργίας των προϋποθέσεων του κομμουνισμού.
Θεωρούμε και τις δύο αυτές θέσεις ως σοβαρή εκτροπή από τον επιστημονικό σοσιαλισμό και επικίνδυνη για τα κομμουνιστικά κόμματα και την προοπτική της επανάστασης και της νέας κοινωνίας. Η χρήση από τους κομμουνιστές της μαρξιστικής θεωρίας δεν μπορεί να είναι επιλεκτική, άλλες θέσεις να είναι δεκτές και άλλες να απορρίπτονται και να αντικαθίστανται με κάτι διαφορετικό. Η μαρξιστική θεωρία είναι ενιαίο ολοκληρωμένο σύνολο και θεωρούμε κάθε προσπάθεια επαναδιατύπωσης της επικίνδυνη πέρα από προθέσεις. Μπορεί μεν οι θέσεις που προαναφέραμε να μην έχουν εμφανείς επιπτώσεις στη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων σήμερα, στο μέλλον όμως θα οδηγήσουν σε σοβαρή αλλοίωση της θεωρίας και των κομμουνιστικών χαρακτηριστικών.
Ο ισχυρισμός μας αυτός, αναφορικά με την αναγκαιότητα της μεταβατικής περιόδου με μεγάλη ευκολία αποδεικνύεται από τις αναφορές των κλασικών σχετικά με το θέμα. «Ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατική και στην κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος της επαναστατικής μετατροπής της μιας στην άλλη. Και σε αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος, που το κράτος της δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου»[3], γράφει ο Μαρξ, ενώ ο Λένιν, «η δικτατορία μιας τάξης είναι αναγκαία όχι μόνο για κάθε ταξική κοινωνία γενικά, όχι μόνο για το προλεταριάτο, που έχει ανατρέψει την αστική τάξη, μα για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο που χωρίζει τον καπιταλισμό από την «αταξική κοινωνία», από τον κομμουνισμό»[4].
Από τα παραπάνω προκύπτει με σαφήνεια ότι ολόκληρη η ιστορική περίοδο μετά την ανατροπή της αστικής τάξης κατά την οποία το κράτος είναι αυτό της δικτατορίας του προλεταριάτου, της εργατικής τάξης, της συγκροτημένης σε κυρίαρχη τάξη, ως την κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας είναι περίοδος μεταβατική. Στη διάρκεια της συντελούνται μακρόχρονα «κοιλοπονήματα», όπως αναφέρει ο Μαρξ τους επαναστατικούς μετασχηματισμούς της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και των αντίστοιχων κοινωνικών σχέσεων σε σοσιαλισμό. «Μόνο με τη λήξη αυτής της περιόδου μπορεί να γίνει λόγος για κομμουνιστική κοινωνία και μάλιστα για την πρώτη, την κατώτερη φάση της, το σοσιαλισμό’[5].
Θα μπορούσε οι αναφορές των Μαρξ και Λένιν σχετικά με τη μεταβατική περίοδο που παραθέσαμε να περιλαμβάνουν το σύνολο της ιστορικής διαδρομής ως την ώριμη κομμουνιστική κοινωνία, τον κομμουνισμό, δηλαδή ο σοσιαλισμός να είναι μια κοινωνία με ταξικές αντιθέσεις, με κράτος και με όσα το συνοδεύουν που κάνει την εμφάνισή του από την πρώτη ημέρα μετά τη νίκη επί της αστικής τάξης; Θεωρούμε πως όχι. Ο Μαρξ στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα αναφέρει: «Μέσα στη συντροφική κοινωνία, τη θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Το ίδιο και η εργασία που έχει ξοδευτεί για την παραγωγή προϊόντων δεν παρουσιάζεται εδώ σαν αξία αυτών των προϊόντων, σαν μια εμπράγματη ιδιότητα που έχουν».[6] Η συντροφική κοινωνία που αναφέρει ο Μαρξ είναι «η κοινωνία που δεν έχει εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση, μα αντίθετα, όπως ακριβώς προβάλλει από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία, που από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τους κόλπους της βγήκε[7]» και η κοινωνία αυτή χαρακτηρίζεται από κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής και από την έλλειψη ανταλλαγής, έχει ξεπεραστεί πλέον η αγορά. Έτσι περιγράφει την κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, το σοσιαλισμό, μια κοινωνία όπου τα μέσα παραγωγής δεν είναι απλά κρατικοποιημένα, αλλά έχουν γίνει κοινό κτήμα όλων, τα διαχειρίζονται και τα διευθύνουν όλοι από κοινού, δεν υπάρχει αγορά, τα προϊόντα δεν ανταλλάσσονται. Στην κοινωνία αυτή, την κατώτερη κομμουνιστική κοινωνία, η κατανομή των αγαθών γίνεται με βάση την ποσότητα της εργασίας που καθένας προσφέρει. Σχετικά με το δίκαιο που ισχύει, αναφέρεται ότι «το αστικό δίκαιο δεν έχει ξεπεραστεί ακόμη εντελώς και μαζί με το μισό αστικό δίκαιο, σημειώνει ο Λένιν, δεν εξαφανίζεται ακόμη και το (μισο) αστικό κράτος»[8]. Κατά τον Λένιν στο σοσιαλισμό η πορεία απονέκρωσης του κράτους έχει προχωρήσει, χωρίς όμως να έχει απονεκρωθεί ολοκληρωτικά.
Αν θεωρηθεί ότι ο σοσιαλισμός είναι ολόκληρη η περίοδος ως την αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία τότε οι αντιφάσεις που προκύπτουν και δεν μπορούν να απαντηθούν είναι πολλές. Π.χ. ρητά ο Μαρξ γράφει ότι η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου είναι η εξουσία της μεταβατικής περιόδου, με βάση όμως της συγκεκριμένη αντίληψη η δικτατορία του προλεταριάτου είναι εξουσία και του σοσιαλισμού.
Η αμοιβή των εργαζομένων στο σοσιαλισμό γίνεται με βάση το χρόνο εργασίας, κάτι που δεν ίσχυσε σε καμία χώρα που οικοδομούσε το σοσιαλισμό και δεν μπορούσε να ισχύσει. Στη μεταβατική περίοδο η ανάγκη ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, άρα και η ανάγκη συνειδητής και αποδοτικής εργασίας είναι μεγάλη, τη στιγμή που η ανεπτυγμένη συνείδηση των εργαζομένων και η εργασιακή πειθαρχία ήταν ακόμη ζητούμενο και αυτό είχε σε μεγάλο βαθμό βάση αντικειμενική λόγω των αστικών επιρροών στους εργαζόμενους και της ανεπάρκειας των αγαθών.
«Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, αναφέρει στη συνέχεια ο Μαρξ διαχωρίζοντας την από την προηγούμενη φάση, όταν θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της και η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και στην σωματική δουλειά, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο για να ζεις, αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής, όταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί και οι παραγωγικές δυνάμεις και θα αναπτύσσονται πιο άφθονα όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου, τότε μόνον θα μπορέσει να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και θα γράψει η κοινωνία στη σημαία της: Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του!» [9]. «Πότε θα γίνει αυτό πραγματικότητα; αναρωτιέται ο Λένιν, Όταν πρώτον θα εξαφανιστεί η αντίθεση πνευματικής και σωματικής εργασίας· δεύτερο, η δουλειά θα γίνει πρώτιστη ανάγκη της ζωής, η συνήθεια να εργάζεται κανείς θα γίνει κανόνας, χωρίς εξαναγκασμό· τρίτον, οι παραγωγικές δυνάμεις θα αναπτυχθούν σε μεγάλο βαθμό, θα υπάρχει αφθονία αγαθών. Είναι φανερό ότι η πλήρης απονέκρωση του κράτους μπορεί να γίνει μόνο σε αυτήν την ανώτερη βαθμίδα».[10]
Αυτή θα είναι μια κοινωνία χωρίς καθόλου αντιθέσεις, θα έχει ξεπεραστεί ολοκληρωτικά η αντίθεση σωματικής και πνευματικής εργασίας, η αντίθεση πόλης και χωριού, θα έχει εκλείψει εντελώς ο οποιοσδήποτε καταμερισμός εργασίας, θα υπάρχει όχι απλά επάρκεια αγαθών, κάτι που ισχύει και στην κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, αλλά αφθονία, θα αναβλύζουν τα αγαθά, τότε απονεκρώνεται ολοκληρωτικά το κράτος, η κοινωνία γίνεται πλέον κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών και φυσικά αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε μια μόνο χώρα, αλλά παγκόσμια ή τουλάχιστον σε πλήθος χωρών και κυρίως στις μεγαλύτερες και πλέον ανεπτυγμένες.
Είναι βεβαίως γεγονός ότι ολόκληρη η περίοδος ως την κομμουνιστική κοινωνία έχει χαρακτήρα ενιαίο. Στη μεταβατική περίοδο δεν διαμορφώνεται κάποια αυτοτελής κοινωνία με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αυτοτελής κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, είναι η περίοδος του επαναστατικού μετασχηματισμού του καπιταλισμού σε κομμουνισμό, όπου την εξουσία έχει η εργατική τάξη αλλά οι κοινωνικές σχέσεις στο σύνολό τους δεν είναι ακόμη κομμουνιστικές. Δεν είναι κοινωνία με καπιταλιστική χαρακτηριστικά οπωσδήποτε, δεν είναι όμως ακόμη και ολοκληρωμένος σοσιαλισμός, παρά μια κοινωνία σε συνθήκες μετάβασης της, μετασχηματισμού της σε σοσιαλιστική, η οποία μπορεί να οδηγήσει στον κομμουνισμό, μπορεί αν δεν συντρέξουν γι’ αυτό όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις να μπει σε κρίση και να κατρακυλήσει στον καπιταλισμό.
Είναι ακατανόητος ο τίτλος που θέτει ο Ριζοσπάστης «Σοσιαλισμός ή μεταβατική κοινωνία», σαν να βρίσκονται αυτά σε απόλυτη αντίθεση, δείγμα της εμμονής μήπως κάποιοι παρεμβάλλουν ενδιάμεσο κοινωνικό καθεστώς μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού. Η εφημερίδα για να υποστηρίξει τη θέση της αναφέρει ότι, «τα καθήκοντα αυτά, εννοεί της οργάνωσης της παραγωγής, εντάσσονται από το Λένιν από το 1918 ακόμη στον τομέα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού». Φυσικά όλα τα μέτρα που λαμβάνονται κατά την μεταβατική περίοδο εντάσσονται στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι ήδη σοσιαλισμός. Και με την ευκαιρία ορθό είναι όταν χρησιμοποιούμε τα κείμενα των κλασικών, να ανατρέχουμε για κάθε θέμα στο βασικό τους έργο που αναφέρεται στο θέμα αυτό και για το συγκεκριμένο θέμα είναι το έργο του Λένιν Κράτος και Επανάσταση και όχι σε τέσσερις πέντε λέξεις από ένα άρθρο του 1918 για την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα και μάλιστα να δίνονται πέντε- έξι λέξεις αυτές εντελώς αποκομμένες.
Στη μεταβατική περίοδο δεν έχουν εκλείψει τα αντίθετα συμφέροντα, ούτε οι αντιθέσεις, ίσα ίσα που πρέπει να αναμένεται η αντίδραση της αστικής τάξης με όλα τα μέσα, ιδιαίτερα το πρώτο διάστημα, και για το λόγο αυτό υπάρχει η πιθανότητα πισωγυρίσματος και ήττας. Αντίθετα στον κομμουνισμό, και στην κατώτερη φάση του τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει, αφού πλέον οι τάξεις, τα ταξικά συμφέροντα και οι ταξικές αντιθέσεις έχουν εκλείψει, ακόμη και σημαντικές αντιθέσεις μεταξύ ατόμων και ομάδων εντός της κοινωνίας. Τα υλικά αγαθά θα είναι άφθονα, ο εξουσιασμός και η καταπίεση θα έχουν εκλείψει, δεν θα υπάρχουν ουσιαστικές αιτίες που θα αποτελέσουν τη βάση γενικευμένων συγκρούσεων.
[1] Οι «λενινιστές» της συμφοράς, η ΝΕΠ και οι «μεταβατικές» κοινωνίες, Ριζοσπάστης Σάββατο 16 Δεκέμβρη 2017 – Κυριακή 17 Δεκέμβρη 2017, σελ. 13
[2] Πρόταση προγραμματικής διακήρυξης στο 3ο συνέδριο του ΝΑΡ και θέσεις για το 4ο συνέδριο
[3] Καρλ Μαρξ Κριτική του προγράμματος της Γκότα , στο Μαρξ -Ένγκελ Διαλεχτά Έργα τ. 2 σ. 24
[4] Λένιν Άπαντα τόμος 33 σ. 35
[5] Β. Λένιν Ο μαρξισμός για το κράτος, Άπαντα τόμος 33 σελίδες 181 – 187
[6] Καρλ Μαρξ Κριτική του προγράμματος της Γκότα , στο Μαρξ -Ένγκελ Διαλεχτά Έργα τ. 2 σ . 12
[7] Καρλ Μαρξ Κριτική του προγράμματος της Γκότα , στο Μαρξ -Ένγκελ Διαλεχτά Έργα τ. 2 σ . 13
[8] Β. Λένιν Ο μαρξισμός για το κράτος, Άπαντα τόμος 33 σελίδες 187
[9] Κριτική του προγράμματος της Γκότα, στο Διαδεχτά έργα Μαρξ – Ένγκελς, τόμος 2 σελίδα 14 -15
[10] Β. Λένιν Ο μαρξισμός για το κράτος, Άπαντα τόμος 33 σελίδα 187