Εργατικός Αγώνας

Η μεταβατική περίοδος στην πορεία προς το σοσιαλισμό και η ΝΕΠ (Δεύτερο Μέρος)

Του Γεράσιμου Αραβανή.

Η νέα οικονομική πολιτική (ΝΕΠ)

Η μεταβατική περίοδος την οποία προβλέπει η μαρξιστική θεωρία είναι μια αναγκαία περίοδος στην πορεία της μετάβασης προς τον κομμουνισμό, σε κάθε περίπτωση και για όλες τις απόπειρες σοσιαλιστικής οικοδόμησης που επιχειρήθηκαν τον 20ο αιώνα και φυσικά για όσες θα υπάρξουν στο μέλλον, ανεξαρτήτως του επιπέδου ανάπτυξης και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε χώρας.

Η περίπτωση βεβαίως της Ρωσίας και της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) που εφαρμόστηκε εκεί δεν πρόκειται να επαναληφθεί αυτούσια, κυρίως όσον αφορά το χαρακτήρα των συγκεκριμένων μέτρων που προέβλεπε, το πολύ μεγάλο περιθώριο που δόθηκε στη μικρή ιδιοκτησία και στις εμπορευματικές σχέσεις και ιδιαίτερα στις περισσότερο ανεπτυγμένες από την άποψη των παραγωγικών δυνάμεων χώρες. Πλήθος παραγόντων οικονομικών, κοινωνικών, ιστορικών και πολιτισμικών θα επιβάλλουν την ανάγκη μεταβατικής περιόδου, η οποία σημειωτέον δεν θα είναι ιδιαίτερα σύντομη. Οπωσδήποτε όμως η χρονική διάρκεια της, το ιδιαίτερο περιεχόμενο της, τα μέτρα που θα απαιτηθούν θα ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, δεν μπορεί όμως να καταστεί δυνατή η εισαγωγή απευθείας κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.

Ο επαναστατικός μετασχηματισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας, άρα και το περιεχόμενο της πολιτικής της μεταβατικής περιόδου εν συντομία αναφέρουμε πως αφορά στην καταστολή της αστικής τάξης και την υπεράσπιση της εργατικής δημοκρατίας, στην κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στην πλήρη κοινωνικοποίηση τους, στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την αύξηση του κοινωνικού πλούτου, στη μεταμόρφωση των αστικών σχέσεων παραγωγής και συνολικά των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές, στη μεταμόρφωση των ανθρώπων, ώστε να είναι ικανοί συλλογικά να διαχειριστούν την οικονομία και συνολικά τις κοινωνικές υποθέσεις.

Μια βασική αναγκαιότητα είναι μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η αύξηση του πλούτου, η επάρκεια αγαθών ώστε να αντιμετωπιστεί η ανέχεια των ανθρώπων και οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους. «Πρέπει να υπάρχει ένας κόσμος πλούτου και πολιτισμού, σημειώνει ο Μαρξ. Αυτό προϋποθέτει μια μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ένα υψηλό βαθμό ανάπτυξής τους. Αυτή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι μια απόλυτα αναγκαία πραγματική προϋπόθεση, γιατί χωρίς αυτήν η υστέρηση θα γινόταν απλώς γενική και με τη φτώχεια θα ξανάρχιζε ο αγώνας για τα αναγκαία και θα αναπαράγονταν αναγκαστικά όλες οι παλιές βρωμιές».[1]

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων προϋποθέτει πλατιά εισαγωγή στην παραγωγή της επιστήμης και των σύγχρονων τεχνολογικών ανακαλύψεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό η παραγωγικότητα της εργασίας και θα αυξηθεί κατακόρυφα ο κοινωνικός πλούτος. Η εκμηχάνιση της παραγωγής και στην πορεία η πλατιά χρήση του αυτοματισμού τροποποιεί ουσιαστικά την εργασία. Η εργασία από ατομική δραστηριότητα, ή δραστηριότητα από κοινού περιορισμένου αριθμού εργαζομένων μετατρέπεται σε συντονισμένη δράση χιλιάδων και δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων, η κοινωνική οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής γίνονται αντικειμενική αναγκαιότητα. Η εργασιακή δραστηριότητα εμπεριέχει πλέον όλο και περισσότερο επιστημονικά και διανοητικά στοιχεία, γίνεται πιο πολύ διανοητική εργασία, οι μυϊκές δυνάμεις και η επιδεξιότητα των χεριών έχουν όλο και λιγότερη σημασία. Μέσω αυτής της διαδικασίας ξεπερνιούνται πλήθος παραγόντων που εμποδίζουν την εισαγωγή των κομμουνιστικών σχέσεων στην παραγωγή.

Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και η μείωση της χειρωνακτικής εργασίας αφενός μεν δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την απαλλαγή των εργαζομένων από την «υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό εργασίας»[2] και συνάμα αμβλύνει κατά πολύ την αντίθεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, μειώνει των εργάσιμο χρόνο, αυξάνοντας σημαντικά τον ελεύθερο. Στη σημασία του ελεύθερου χρόνου αναφέρθηκε ο Μαρξ γράφοντας ότι «η σφαίρα της υλικής παραγωγής θ’ αποτελεί πάντα το «βασίλειο της ανάγκης, ενώ το βασίλειο της ελευθερίας αναπτύσσεται μόνο στη σφαίρα του ελεύθερου χρόνου». [3] Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις και δυνατότητες για το συνολικό ανέβασμα του μορφωτικού επιπέδου του λαού. Τροποποιώντας βαθιά τις σχέσεις παραγωγής και συνολικά τις κοινωνικές σχέσεις, αλλάζει ουσιαστικά και ο παράγοντας άνθρωπος ως συνειδητά εργαζόμενος και αποδοτικός, ως πολίτης που παίρνει συνειδητά μέρος στη διαχείριση της οικονομίας και γενικότερα των συλλογικών κοινωνικών υποθέσεων, που έχει αποβάλει σε μεγάλο βαθμό την εγωιστική συμπεριφορά, τις ανταγωνιστικές διαθέσεις και αναπτύσσει τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη. Σε αυτή τη βάση και με εξαιρετικά επίπονες προσπάθειες είναι δυνατή η υπέρβαση της μικροϊδιοκτησίας και των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, η αντιμετώπιση του φαινομένου της γραφειοκρατίας. η τεράστια αυτή προσπάθεια είναι καθήκον της εργατικής εξουσίας και του Κομμουνιστικού κόμματος. Η πολιτική είναι που έχει την πρωτοβουλία και την πρωτοκαθεδρία δεν δρα όμως βουλησιαρχικά, αλλά μέσα στα πλαίσια και τις δυνατότητες που δίνει η διαμορφωμένη κατάσταση με σαφή και σταθερό όμως προσανατολισμό και στόχο.

Κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής δεν είναι απλά η κρατικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων και της γης, ούτε όλων των μέσων παραγωγής μόνο, όπως λανθασμένα θεωρούνταν στο κομμουνιστικό κίνημα. Δεν ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς της με την ατομική ιδιοκτησία και τον καπιταλισμό η επαναστατική εξουσία προωθώντας την κρατικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων και των μεγάλων περιουσιών, αλλά με την ουσιαστική μετατροπή τους σε κοινωνική ιδιοκτησία, περιουσία ολόκληρης της εργατικής τάξης και τη δημιουργία των προϋποθέσεων να πάρει η εργατική τάξη συλλογικά τη διαχείριση στα χέρια της. Πρέπει να μειώνεται καθημερινά ο ρόλος και η ανάγκη της ύπαρξης ειδικών για τη διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων, να φθάσει στο σημείο αυτό να το κάνει το σύνολο των εργαζομένων, «να μπορεί και η μαγείρισσα να διοικεί το κράτος», όπως έλεγε ο Λένιν, κάτι που όμως αποδείχθηκε ακατόρθωτο στις συνθήκες της Ρωσίας.

Ο Λένιν προς το τέλος της ζωής του είδε το πρόβλημα της γραφειοκρατίας στη σοβιετική Ρωσία σε όλο το βάθος του και τους κινδύνους που περιέκλειε προοπτικά, τις τεράστιες δυσκολίες που υπήρχαν για να ξεπεραστεί. «Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας θα χρειαστεί δεκαετίες, έλεγε, η εξάλειψη της είναι ζήτημα ολόκληρης εποχής. Μπορεί να διώξει κανείς τον τσάρο, να διώξει τους τσιφλικάδες, να διώξει τους καπιταλιστές. Όμως δεν μπορείς να διώξεις τη γραφειοκρατία»[4].

Η ΝΕΠ ήταν ένας αναγκαίος προσωρινός ελιγμός της πολιτικής του εργατικού κράτους, αναφέρει ο Ριζοσπάστης. «Ο μακροχρόνιος εμφύλιος πόλεμος και η ιμπεριαλιστική επέμβαση, σε συνδυασμό με την αποδιοργάνωση που είχε προκαλέσει ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, είχαν καταβαραθρώσει την αγροτική παραγωγή στο μισό της προεπαναστατικής. Μια ανάλογη κατάσταση στη σοσιαλιστική βιομηχανία φανέρωνε την προσωρινή αδυναμία της εργατικής εξουσίας να εξασφαλίσει τον αναγκαίο όγκο προϊόντων για μια άμεση (κομμουνιστική) κατανομή στο χωριό[5]».

Στα παραπάνω περιλαμβάνεται η μισή αλήθεια και η μισή αλήθεια δεν είναι αλήθεια. Η εφαρμογή της ΝΕΠ, αναφέρει, ήταν ένας αναγκαστικός ελιγμός, σ’ αυτόν αναγκάστηκε η εργατική εξουσία στη Ρωσία, λόγω των συνθηκών που διαμόρφωσε ο Α΄Παγκόσμιος πόλεμος και ύστερα ο εμφύλιος πόλεμος που καταβαράθρωσε την αγροτική παραγωγή και την βιομηχανία. Χωρίς δηλαδή τους πολέμους θα ήταν δυνατή στη Ρωσία η εισαγωγή απευθείας, από την πρώτη στιγμή, των κομμουνιστικών σχέσεων κατανομής.

Από άλλη σκοπιά, άλλοι μελετητές ( άρθρο του Γιάννη Τόλιου για την ΝΕΠ) θεωρούν ότι η ΝΕΠ είναι η πολιτική της μεταβατικής περιόδου, έπρεπε να διατηρηθεί για πολύ περισσότερο χρόνο και πιθανότατα θα ήταν η λύση στην κρίση του Σοβιετικής Ένωσης και του υπαρκτού σοσιαλισμού το τέλος της δεκαετίας του ’80. Αν εφαρμόζονταν, ενδεχομένως, με άλλους ρυθμούς και όχι σε όλους τους τομείς ταυτόχρονα θα μπορούσε να βγάλει την ΕΣΣΔ από την κρίση και να διατηρηθεί ο σοσιαλιστικός δρόμος ανοιχτός.

Ας το δούμε συγκεκριμένα.

Η σοβιετική εξουσία δεν προχώρησε από την αρχή, αμέσως μετά από τον Οκτώβρη στην πολιτική του πολεμικού κομμουνισμού, αντίθετα προχώρησε με πολύ προσεκτικά βήματα. Η εθνικοποίηση γινόταν πολύ προσεκτικά αρχίζοντας από τις μεγάλες δημόσιες, κυρίως, επιχειρήσεις, τις τράπεζες, τους σιδηροδρόμους, τη γη, τον εμπορικό στόλο κ.λπ. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις αρχικά έμειναν τους ιδιοκτήτες τους και επιβλήθηκε σε αυτές με πάνω από 5 εργαζόμενους εργατικός έλεγχος στην παραγωγή, την αποθήκευση, τις πωλήσεις προϊόντων και στην αγορά πρώτων υλών και ο κυριότερος λόγος γι’ αυτό ήταν ότι έλειπαν οι δυνατότητες που θα διασφάλιζαν την οργάνωση και την αποδοτική διαχείριση των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων.

Η οικονομική πολιτική θα αλλάξει μετά την έναρξη της ιμπεριαλιστικής επέμβασης το Μάιο του 1918. Είχε ήδη οξυνθεί η κατάσταση στις επαρχίες με την άρνηση των πλούσιων χωρικών να πουλήσουν σιτηρά στο κράτος έναντι σταθερών κρατικών τιμών και η επισιτιστική κρίση έκανε την εμφάνισή της. Η κυβέρνηση επέβαλε ένα σύνολο μέτρων με κύριο την επιβολή κρατικού μονοπωλίου στα σιτηρά, την επιβολή σταθερών τιμών και την πάταξη του παραεμπορίου. Τα μέτρα αυτά περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό την ελεύθερη αγορά αγροτικών προϊόντων, εντάθηκαν τα επόμενα χρόνια και εξελίχθηκαν σε αυτό που επεκράτησε με το όνομα «Πολεμικός Κομμουνισμός».

Οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να παραδίδουν στο κράτος όλη την ποσότητα των αγροτικών προϊόντων που παρήγαγαν πάνω από τις καθορισμένες ποσότητες ατομικής κατανάλωσης και πληρώνονταν με πληθωριστικό χρήμα. Αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη δυσαρέσκεια των αγροτών, οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ της πόλης και του χωριού οξύνθηκαν, η συμμαχία εργατικής τάξης και αγροτών δέχθηκε σοβαρά πλήγματα. Άρχισαν εξεγέρσεις στις αγροτικές περιοχές, η αντίδραση των βιομηχανικών εργατών, στηρίγματος της εργατικής εξουσίας, λόγω των τεράστιων επισιτιστικών προβλημάτων τους δεν άργησε να έρθει και το αποκορύφωμα ήταν η εξέγερση του φρουράς της Κρονστάνδης και ορισμένων πληρωμάτων του στόλου της Βαλτικής. Ο κίνδυνος για τη σοβιετική εξουσία ήταν τεράστιος.

Η πολιτική του πολεμικού κομμουνισμού οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις συνθήκες του εμφυλίου και των αναγκών να εφοδιαστούν οι πόλεις και ο στρατός με τρόφιμα. Δεν ήταν όμως μόνο οι πολύ δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν, αλλά ήταν προϊόν και των συγκεκριμένων αντιλήψεων που υπήρχαν στο μπολσεβίκικο κόμμα για την γρήγορη μετάβαση στη σοσιαλιστική κοινωνία και στις επικρατούσες δύσκολες συνθήκες η εφαρμογή τους βρήκε πρόσφορο έδαφος. Έτσι ο πολεμικός κομμουνισμός ουσιαστικά ήταν η επιβολή βουλησιαρχικά σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής στο μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας. Κείμενα κορυφαίων ηγετικών στελεχών των μπολσεβίκων της περιόδου εκείνης κάνουν σαφή αναφορά στην ανάγκη κατάργησης του εμπορίου και ένταξης του πληθυσμού σε καταναλωτικές κομμούνες, ενώ στις αποφάσεις του 8ου συνεδρίου του ΚΚΡμπ τονιζόταν η ανάγκη να συνεχιστεί χωρίς παρεκκλίσεις η αντικατάσταση του εμπορίου με την σχεδιοποιημένη και οργανωμένη σε πανεθνική κλίμακα κατανομή των προϊόντων και η εισαγωγή μέτρων που να περιορίζουν τις χρηματικές συναλλαγές και να προετοιμάζουν το έδαφος για την κατάργηση του χρήματος.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής του πολεμικού κομμουνισμού ήταν καταστρεπτικά για την οικονομία και την προοπτική της επανάστασης. Η οικονομία καταβαραθρώθηκε και η συμμαχία εργατικής τάξης και φτωχών και μεσαίων αγροτών, κύριο βάθρο της εργατικής εξουσίας κλονίστηκε, η υπόθεση της επανάστασης απειλούνταν σοβαρά. Η ώρα της αλλαγής πολιτικής είχε έρθει και θεσμοθετήθηκε με τις αποφάσεις του 10ου συνεδρίου του ΚΚΡμπ του Μάρτη του 1921.

Ο Λένιν καταδίκασε απερίφραστα τον πολεμικό κομμουνισμό. Στο άρθρο του «Η ΝΕΠ και τα καθήκοντα των επιτροπών πολιτικής διαφώτισης» αφού αναφέρεται σε απότομη στροφή της σοβιετικής εξουσίας από τον πολεμικό κομμουνισμό στην πολιτική της ΝΕΠ, αναφέρει ότι «η προηγούμενη οικονομική πολιτική(εννοούσε τον Πολεμικό Κομμουνισμό) προϋπέθετε αλογάριαστα πως η παλιά οικονομία της Ρωσίας θα περάσει αμέσως σε μια παραγωγή και κατανομή κρατική πάνω σε κομμουνιστικές αρχές…. μιλούσαμε για τα καθήκοντά μας στον τομέα της οικονομικής οικοδόμησης με πολύ μεγάλη φρόνηση και περίσκεψη απ’ ό,τι κάναμε στο δεύτερο εξάμηνο του 1918 και κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 1919 και ολόκληρου του 1920».[6]

Η ΝΕΠ δεν ήταν αναγκαστικός ελιγμός τακτικού χαρακτήρα. Στις συνθήκες της Ρωσίας η ΝΕΠ, ή κάποιο είδος αντίστοιχης πολιτικής με μικρότερο ενδεχομένως άνοιγμα στο ιδιωτικό κεφάλαιο σε πιο ομαλές συνθήκες, ήταν η αναγκαία πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσουν οι μπολσεβίκοι, ήταν αναγκαία πολιτική για σημαντικό χρονικό διάστημα. «Ήταν λανθασμένη αυτή η ενέργεια, της υιοθέτησης του πολεμικού κομμουνισμού, που έρχονταν σε αντίφαση με αυτά που αναφέραμε πριν σχετικά με το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, υπολογίζοντας πως χωρίς μια περίοδο σοσιαλιστικού υπολογισμού και ελέγχου δεν μπορούμε να φτάσουμε ούτε στην πιο χαμηλή βαθμίδα του κομμουνισμού. Στις θεωρητικές εργασίες μας, αρχίζοντας από το 1917, όταν το πρόβλημα της ανάληψης της εξουσίας ήταν στην ημερήσια διάταξη και οι μπολσεβίκοι το παρουσίασαν σε ολόκληρο το λαό, στη φιλολογία μας υπογραμμιζόταν κατηγορηματικά πως είναι απαραίτητο το μακρόχρονο και περίπλοκο πέρασμα από την καπιταλιστική κοινωνία (και θα ήταν τόσο πιο μακρόχρονο, όσο λιγότερο η κοινωνία αυτή είναι ανεπτυγμένη), πέρασμα διαμέσου του σοσιαλιστικού υπολογισμού και του ελέγχου, έστω σε μια τουλάχιστον πρόσβαση που οδηγεί στην κομμουνιστική κοινωνία».[7]

Κύριο στοιχείο της ΝΕΠ ήταν η πλήρης αποκατάσταση των εμπορευματικών χρηματικών σχέσεων, οι αγρότες είχαν τη δυνατότητα ελεύθερης διάθεσης των προϊόντων τους, να νοικιάζουν γη και να μισθώνουν εργατικά χέρια. Μεγάλος αριθμός βιομηχανικών επιχειρήσεων, κυρίως μικρών επιχειρήσεων, που είχαν εθνικοποιηθεί εκμισθώθηκαν σε ιδιώτες, ενώ οι επιχειρήσεις που παρέμεναν κρατικές εντάχθηκαν σε καθεστώς ιδιοσυντήρησης, περίπου σαν ανεξάρτητοι εμπορευματοπαραγωγοί. Στην πολιτική αυτή ο Λένιν έβλεπε μια πορεία σταδιακών μεταρρυθμίσεων που θα ανέπτυσσε την παραγωγή και θα αποκαθιστούσε τις σχέσεις της εργατικής εξουσίας με τους αγρότες και γενικότερα με τα μικροαστικά στρώματα της πόλης. Για την τεράστια σημασία της στάσης των αγροτών ο Λένιν έγραφε: « Όλο το ζήτημα είναι με ποιον θα πάει η αγροτιά- με το προλεταριάτο, που πάει να οικοδομήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία, ή με τον καπιταλιστική που λέει: Ας γυρίσουμε πίσω, έτσι είμαστε πιο ασφαλείς, και αυτά περί σοσιαλισμού είναι επινοήσεις».[8]

Βασικό κίνητρο για την προσέλκυση των αγροτών και των μικρών επιχειρήσεων θεωρούσε το ιδιωτικό, ατομικό συμφέρον. Και όλα αυτά γιατί θεωρούσε ότι στη Ρωσία με το απέραντο πλήθος μικρομεσαίων παραγωγών οι εμπορευματικές σχέσεις «είναι η μόνη δυνατή η οικονομική σύνδεση ανάμεσα σε δεκάδες εκατομμύρια μικρογεωργούς και την μεγάλη βιομηχανία».[9]

Παράλληλα όμως αντιλαμβάνονταν και το διατύπωνε με σαφήνεια ότι η εφαρμογή της ΝΕΠ συνιστά υποχώρηση, στη διάρκεια της θα αναπτυχθεί η μικρή και μεσαία ιδιοκτησία και η ανάπτυξη αυτή οδηγεί στον καπιταλισμό και αυτό θα αποτελούσε μέγιστο κίνδυνο για το μέλλον. Στη Ρωσία, τότε και κάτω από την εξουσία της εργατικής τάξης η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων μπορούσε να ελεγχτεί, τουλάχιστον για ένα διάστημα, να μπουν συγκεκριμένα πλαίσια, να υπάρξει σοβαρή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και ουσιαστική πρόοδος στην πορεία προς το σοσιαλισμό. Φυσικά η ώρα της αντιμετώπισης των ενισχυμένων καπιταλιστικών στοιχείων θα ερχόταν.

Στενά συνδεδεμένη με την εφαρμογή της ΝΕΠ ο Λένιν έβλεπε την ανάπτυξη των συνεταιρισμών, διότι θα λειτουργούσαν ως ο κρίκος σύνδεσης του ατομικού συμφέροντος με το γενικό κοινωνικό συμφέρον. «Ουσιαστικά, το να οργανώσουμε σε αρκετό πλάτος και βάθος τον πληθυσμό της Ρωσίας σε συνεταιρισμούς, όταν ακόμη κυριαρχεί η ΝΕΠ, είναι ό,τι μας χρειάζεται, γιατί τώρα βρήκαμε το μέτρο του συνδυασμού του ατομικού συμφέροντος με την παρακολούθηση και τον έλεγχο του από το κράτος, βρήκαμε το μέτρο υποταγής του ατομικού συμφέροντος στα γενικά συμφέροντα»[10]. Να σημειώσουμε επίσης ότι θεωρούσε πως η ΝΕΠ θα εφαρμοστεί σε μεγάλη διάρκεια χρόνου, μίλησε για 10-20 χρόνια τουλάχιστον, όχι όμως για πάντα.

Στη ΝΕΠ, μόνη πολιτική που μπορούσε να εφαρμοστεί στις τότε συνθήκες, το 1921, αντιπαρατέθηκε αργότερα η θεωρία της Σοσιαλιστικής Πρωταρχικής Συσσώρευσης του Πρεομπραζένσκι, κατ’ αντιστοιχία της καπιταλιστικής πρωταρχικής συσσώρευσης που απηχούσε κατά βάση τις απόψεις των τροτσκιστών. Η θεωρία αυτή εκκινούσε από την αντίληψη ότι ο μόνος δρόμος για την εργατική εξουσία ήταν η ταχύτατη εκβιομηχάνιση της Ρωσίας, ώστε να επιβιώσει η εργατική εξουσία ενόψει ενός επαπειλούμενου πολέμου εναντίον της. Επειδή ο κρατικός τομέας της βιομηχανίας δεν μπορούσε να συσσωρεύσει τους αναγκαίους πολύ μεγάλους πόρους που απαιτούνταν αφαιρούνταν αυτοί από προκεφαλαιοκρατικές μορφές οικονομίας, δηλαδή από το υπερπροϊόν των ιδιωτών αγροτών και των μικρεμπόρων και μικρών Βιοτεχνών. Η θεωρία αυτή δεν διατυπώθηκε μόνο ως απάντηση στους μεγάλους κινδύνους που εγκυμονούσε ένας πόλεμος, οι οποίοι έθεταν στην ημερήσια διάταξη την ταχύτατη εκβιομηχάνιση της Ρωσίας, αλλά απηχούσε και τις γνωστές αντιλήψεις των τροτσκιστών για την ανάγκη επίσπευσης της δημιουργίας των υλικών προϋποθέσεων της σοσιαλιστικής παραγωγής και κατανομής, την κατάργηση του νόμου της αξίας και γενικότερα των νόμων της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας. Καθένας αντιλαμβάνεται ότι η εφαρμογή της απειλούσε άμεσα την ίδια την ύπαρξη των μικροπαραγωγών και θα όξυνε στο έπακρο την αντίθεσή εργατικής εξουσίας και μικρομεσαίων αγροτών, θα οδηγούσε σε βίαιες συγκρούσεις και πιθανή αποσταθεροποίηση του εργατικού κράτους.

Η πολιτική της ΝΕΠ έδωσε σημαντικά αποτελέσματα. «Είναι εντελώς αναμφισβήτητο και ολοφάνερο πως η βελτίωση της κατάστασης του πληθυσμού έγινε ακριβώς με την αλλαγή της οικονομικής μας πολιτικής»[11], σημείωνε ο Λένιν. Στην πορεία, όμως, οδήγησε σταδιακά σε ένταση των ταξικών διαφοροποιήσεων στο χωριό, σε ενίσχυση των πλούσιων χωρικών και αύξηση του φτωχότερων αγροτικών και προλεταριακών στρωμάτων. Η συνέχιση της δημιουργούσε κινδύνους να οδηγήσει σε πολιτικές εντάσεις γι’ αυτό και προς το τέλος της δεκαετίας του ’20 εγκαταλείφθηκε.

Όσον αφορά τώρα τη δεύτερη άποψη για τη διατήρηση της ΝΕΠ ως πολιτικής όλης της μεταβατικής περιόδου και για την ΕΣΣΔ ακόμη και ως τη δεκαετία του 1980 τη θεωρούμε λανθασμένη. Δεν είναι δυνατόν μια πολιτική τύπου ΝΕΠ, πολιτική πριμοδότησης των καπιταλιστικών σχέσεων σε τόσο μεγάλο βαθμό να είναι η πολιτική της μεταβατικής περιόδου προς το σοσιαλισμό, ιδιαίτερα αν τραβήξει αυτή σε μεγάλο βάθος χρόνου. Η πολιτική της μεταβατικής περιόδου παίρνει προφανώς υπ’ όψιν τα δεδομένα κάθε χώρας, την ύπαρξη μικροϊδιοκτησίας, καπιταλιστικών σχέσεων σε όλη την έκταση της οικονομίας και της κοινωνίας με σαφή στόχο όμως τη σταδιακή αποδυνάμωση ως την εξάλειψή τους. Μεγαλύτερο ακόμη σφάλμα είναι να θεωρείται ότι μια νέα ΝΕΠ στην ΕΣΣΔ των μέσων της δεκαετίας του 80 μπορούσε να αναζωογονήσει τη σοβιετική οικονομία και την σοσιαλιστική πορεία. Όλες οι προσπάθειες που έγιναν και όλες οι μεταρρυθμίσεις από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 με στόχο το ξεπέρασμα της στασιμότητας δεν είχαν θετικά αποτελέσματα ή μάλλον όλες απέτυχαν, όξυναν τα φαινόμενα στασιμότητας, αρχής γενομένης από τη μεταρρύθμιση Κοσύγκιν το 1966 και ο λόγος είναι ότι εισήγαγαν στοιχεία αγοράς και καπιταλισμού σε μια οικονομική βάση σοσιαλιστικού χαρακτήρα. Παρόμοια και πολύ πιο προωθημένη περίπτωση είναι η περεστρόικα της δεκαετίας του ’80, η οποία έδωσε και το τελειωτικό χτύπημα. Η εισαγωγή καπιταλιστικών στοιχείων και μάλιστα με αυξανόμενους ρυθμούς μετά από 70- 75 χρόνια σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, η οποία βρισκόταν σημειωτέον σε στασιμότητα και κρίση σε όλα τα επίπεδα, θα ήταν ξεκάθαρη ομολογία της αποτυχίας του σοσιαλισμού και της ανωτερότητας του καπιταλισμού, θα ήταν, όπως και συνέβη, το προανάκρουσμα της ήττας.

Η μακροχρόνια διατήρηση της μικροϊδιοκτησίας και των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους και για το λόγο αυτό η με σταθερά βήματα αποδυνάμωση και εξάλειψη τους, αφού δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, είναι απόλυτα αναγκαία. Σε αντίθετη περίπτωση ο κίνδυνος της σύγκρουσης και της ανατροπής της εργατικής εξουσίας ή της διάβρωσης της οικονομικής βάσης με την ενδυνάμωση του καπιταλιστικού τομέα και τη δημιουργία μεικτής οικονομίας, της διάβρωσης του κράτους και του Κομμουνιστικού κόμματος ήταν μεγάλος.

Εξίσου βέβαια λανθασμένη και επικίνδυνη είναι η σπουδή για εξάλειψη των καπιταλιστικών σχέσεων χωρίς να έχουν δημιουργηθεί οι αναγκαίες προϋποθέσεις, θεωρώντας ότι η γρήγορη απαλλαγή απ’ αυτές θα εξαλείψει τους κινδύνους παλινόρθωσης της αστικής τάξης. Η κατάργηση της μικροϊδιοκτησίας δεν μπορεί να γίνει αν δεν δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις λειτουργίας και διεύθυνσης της οικονομίας που θα απαλλάξουν τους εργαζόμενους από την πολύωρη εργασία και ιδίως τη χειρωνακτική εργασία και θα βελτιώσουν τους όρους της ζωής τους.

Να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα. Το πρόγραμμα του Κ.Κ.Ε. γράφει ότι «απαγορεύεται η χρησιμοποίηση ξένης εργασίας, δηλαδή η μίσθωση εργασίας από τους κατέχοντες μεμονωμένα μέσα παραγωγής σε κλάδους που δεν υφίσταται υποχρεωτική κοινωνικοποίηση τους, π.χ. στη βιοτεχνία, στην αγροτική παραγωγή στον τουρισμό- επισιτισμό, σε ορισμένες βοηθητικές υπηρεσίες»[12]. Είναι προφανές και επίσης θέση του Κ.Κ.Ε. ότι η εθνικοποίηση δεν μπορεί να είναι όλων των μέσων παραγωγής ταυτόχρονα και μονομιάς, αρχίζει με τη μονοπωλιακή ιδιοκτησία και σ’ αυτά για ένα σημαντικό διάστημα δεν μπορεί να συμπεριληφθούν όχι μόνο οι απασχολούμενοι, αλλά και μικρές επιχειρήσεις με έναν, δύο ίσως και περισσότερους εργαζομένους. Επίσης η συνεταιριστικοποίηση τους δεν πρόκειται να επιτευχθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Οι μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν σημαντικό οικονομικό βάρος και έκταση, παράγουν σημαντικό τμήμα του Α.Ε.Π. και απασχολούν επίσης σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης. Η απαγόρευση να απασχολούν μισθωτή εργασία για όσο χρόνο υπάρχουν θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα, μείωση της παραγωγής, αύξηση της ανεργίας και σημαντικά προβλήματα τροφοδοσίας της χώρας και του λαού με καταναλωτικά αγαθά. Είναι φανερό ότι ένα τέτοιο μέτρο, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί όλες οι προϋποθέσεις, είναι λανθασμένο και επικίνδυνο.

Είναι καταφανέστατη η ανάγκη επεξεργασίας συγκεκριμένης πολιτικής για τη μεταβατική περίοδο στη βάση της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού και αξιοποίησης της πείρας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ο αιώνα, πολιτικής που θα ξεκινά από την παραδοχή ότι η μικροϊδιοκτησία και οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις δεν εξαλείφονται από τη μια μέρα στην άλλη και φυσικά η άμεση εισαγωγή σοσιαλιστικών σχέσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας δεν είναι δυνατή. Η έλλειψη της ήταν βασική αιτία των παλινωδιών των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και της τελικής ήττας τους. Η μετάβαση στο σοσιαλισμό δεν πρόκειται να γίνει με γενικές θέσεις και ιδέες, ούτε με ιδεοληψίες, αλλά με ολοκληρωμένη αίσθηση της πραγματικότητας, με χρήση της επαναστατικής θεωρίας και σταθερό προσανατολισμό το στόχο της «κοινωνίας των συνεταιρισμένων παράγων».

                                                                                                    

 


[1] Κ. Μαρξ Φρ. Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, τόμος 1 , σ. 81

[2] Κριτική του προγράμματος της Γκότα, στο Διαδεχτά έργα Μαρξ – Ένγκελς, τόμος 2 σελίδα 14

[3] Το κεφάλαιο τόμος 3, σ. 1007

[4] Λένιν Άπαντα τόμος 42 σ.249

[5] Ριζοσπάστης 16 – 17 Δεκέμβρη

[6] Λένιν Άπαντα τόμος 44 σ. 156

[7] Στο ίδιο σ. 157 – 158

[8] Στο ίδιο σ. 160

[9] Στο ίδιο σ.166

[10] Λένιν Άπαντα τόμος 45 σ. 370

[11] Λένιν Άπαντα τόμος 44 σ. 160 -161

[12] Σχέδιο προγράμματος του Κ.Κ.Ε. Στο « θέσεις της κεντρικής επιτροπής του Κ.Κ.Ε. για το 19ο συνέδριο» σ. 63

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας