«Κι επειδή σίμωνε η μέρα που το έθνος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την έξοδο».[1]
Μέσα σε συνθήκες κρίσης και όξυνσης της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, ήρθε και πάλι η μέρα που γιορτάσαμε το μεγάλο σηκωμό του 1821, μια από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους. Το «αθάνατο κρασί του `21»’ του Παλαμά, ανανοηματοδοτείται σε κάθε νέα ιστορική στιγμή και αποκτά νέο περιεχόμενο, ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής και ανάλογα με το κάθε φορά πρωτοπόρο ιστορικό υποκείμενο. Στις συνθήκες της τριπλής φασιστικής κατοχής, αλλά και του αγώνα του ΔΣΕ, η πρωτοπορία της ελληνικής εργατικής τάξης, του ελληνικού λαού, το ΚΚΕ ενσωμάτωσε την αντάρτικη εμπειρία της μεγάλης επανάστασης των ελλήνων στην προπαγανδιστική δράση με την οποία κινητοποίησε τις μάζες και τις ενέταξε στον εθνικοαπελευθερωτικό και αργότερα στον αντιϊμπεριαλιστικό – ταξικό αγώνα. Μια αντανάκλαση αυτής της ανανοηματοδότησης και αξιοποίησης συναντάμε και στη λογοτεχνία της μεγάλης δεκαετίας της αντίστασης, της δεκαετίας του ’40 με ’50. Αυτό το ζήτημα θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε εδώ, μια και δεν ξεχνάμε ποτέ την κορυφαία ίσως στροφή του ύμνου του ΕΛΑΣ:
«Με χίλια ονόματα μια χάρη
ακρίτας είτε αρματολός
αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι,
πάντα είν` ο ίδιος ο λαός».
Το διεθνές πεδίο. Η πολιτική και ο πολιτισμός.
Ο Μεσοπόλεμος (οι δεκαετίες δηλαδή του `20 και του `30) είναι μία ιστορική περίοδος που κυοφορεί σημαντικές εξελίξεις. Η ανθρωπότητα βιώνει, στο πολιτικό πεδίο, τις επιπτώσεις του Αν παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες εμπεριέχουν ήδη τις αιτίες της έκρηξης της επόμενης γενικευμένης πολεμικής σύρραξης. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις – άλυτες, στην πραγματικότητα, παρά ης συνθήκες με τις οποίες έκλεισε ο Παγκόσμιος Πόλεμος και τη διαμόρφωση νέων συσχετισμών – εντείνονται και οξύνονται, κυρίως μετά την εκδήλωση του «κραχ» του 1929 και τις δραματικές του επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των λαών. Μεταξύ των άλλων αποτελεσμάτων του κραχ, συμπεριλαμβάνουμε την άνοδο των φασιστικών και ναζιστικών καθεστώτων, αιχμή του δόρατος της αστικής τάξης ενάντια στα λαϊκά και εργατικά κινήματα της εποχής. Παράλληλα όμως, η ανθρωπότητα επιχειρεί ένα κοσμοϊστορικό πείραμα στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, που επηρεάζει τα λαϊκά και εργατικά κινήματα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Η κοσμοθεωρία του μαρξισμού – λενινισμού αναπτύσσεται και διαδίδεται, ενώ κομμουνιστικά κόμματα ιδρύονται σ’ ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο.
Στο πεδίο του πολιτισμού, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αλλά και, κυρίως, η Μεγάλη Σοσιαλιστική Οκτωβριανή Επανάσταση, διαμορφώνουν νέα αισθητικά, ιδεολογικά και καλλιτεχνικά ρεύματα. Στη δυτική Ευρώπη, κυριαρχούν τα αισθητικά κινήματα που αμφισβητούν την «έλλογη» πρόσληψη και απεικόνιση της πραγματικότητας και που εκφράζονται με το «σπάσιμο» της φόρμας και την άρνηση όλων των κλασικών μορφών στην τέχνη. Η «λογική», με την έννοια της ορθολογιστικής οργάνωσης του κόσμου, θεωρείται χαρακτηριστικό της ιδεολογίας της αστικής τάξης, της ίδιας που οδήγησε στο γενικευμένο σφαγείο του μεγάλου πολέμου. Έτσι, οι θεμελιωτές και οπαδοί του σουρεαλισμού, για παράδειγμα, στρέφονται στην απεικόνιση του κόσμου των ονείρων και του υποσυνείδητου, θεωρώντας – πολύ ειλικρινά, τις περισσότερες φορές – ότι καταφέρουν ένα καθοριστικό πλήγμα στην ένοχη αστική τάξη.
Δεν πρόκειται για ιστορική πρωτοτυπία στην ιστορία της τέχνης: κάθε φορά που η αστική τάξη γεννά προσδοκίες σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα – και τις διαψεύδει – μεγάλη μερίδα λογίων στρέφεται στο ανορθολογικό ή στο «μυθικό – μαγικό». Χαρακτηριστικό τέτοιο προηγούμενο είναι ο ρομαντισμός των αρχών του 19ου αιώνα που συνδύαζε το επαναστατικό ιδεολογικό περιεχόμενο με την ανάδειξη των «μαγικών», ανορθολογικών μοτίβων της μεσαιωνικής λαογραφίας των εθνών της Ευρώπης.
Ωστόσο, πρόκειται επίσης για μια κοσμοαντίληψη που βάζει «το άλογο πίσω από το κάρο»: πλήττει το εποικοδόμημα, πλευρές της αστικής ιδεολογίας, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις ίδιες τις ταξικές – οικονομικές λειτουργίες της, που είναι και οι πραγματικές αιτίες για τη γένεση των πολέμων.
Από μια άλλη πλευρά, στη νεαρή Σοβιετική Ένωση συντελείται μία πραγματική κοσμογονία, στο πεδίο της τέχνης και του πολιτισμού. Καταβάλλονται γιγαντιαίες προσπάθειες από το σοσιαλιστικό κράτος ώστε η «μεγάλη τέχνη» να γίνει κτήμα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Οι προλεταριακές αξίες αναδεικνύονται και προπαγανδίζονται μέσα από έργα τέχνης υψηλής αισθητικής. Ανθίζει η νεότερη – και
μαζικότερη, σύμφωνα με το Λένιν –μορφή τέχνης, ο κινηματογράφος. Ταυτόχρονα, στις γραμμές των σοβιετικών διανοούμενων αναπτύσσεται πλούσια και γόνιμη συζήτηση – που, συχνά, εξελίσσεται σε διαπάλη με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά – σε σχέση με τις αισθητικές μορφές από τις οποίες μπορούν να εκφραστούν καλύτερα οι προλεταριακές αξίες. Αναπτύσσεται το ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, με κύριο εκπρόσωπο, στη
λογοτεχνία, το Μαξίμ Γκόρκι. Ο μεγάλος Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι και ο κύκλος του περιοδικού «ΛΕΦ» καταθέτουν τη δική τους αισθητική πρόταση: ρήξη με τις παλιές αισθητικές φόρμες, αφού το καινούργιο, η προλεταριακή επανάσταση, μπορεί να εκφραστεί
αποκλειστικά και μόνο από καινούργιες μορφές. Από την άποψη αυτή, ο συγκεκριμένος κύκλος λογίων προσεγγίζει το κίνημα του φουτουρισμού. Οι πολιτιστικές εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση δεν αφήνουν ανεπηρέαστους τους καλλιτέχνες σε ολόκληρο
τον κόσμο, συντελώντας στην αφύπνιση συνειδήσεων και στη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου ρεύματος προλεταριακής τέχνης.
Η Ελλάδα του μεσοπολέμου.
Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου περνά σε ένα νέο, ποιοτικά διαφορετικό, οικονομικό και κοινωνικό στάδιο. Έχει ήδη πίσω της τη μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή: τη «Μεγάλη Ιδέα» – και τα όνειρα της ελληνικής αστικής τάξης για αναβάθμιση της θέσης της στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα – πνιγμένα στα νερά της Σμύρνης: 1.500.000 εκατομμύριο πρόσφυγες, στερημένους από τα πάντα, εκτός από τα χέρια τους – την εργατική τους δύναμη. Αυτοί οι πρόσφυγες αποτελούν τη μαγιά για το πέρασμα του ελληνικού καπιταλισμού σ’ ένα ανώτερο ποιοτικό στάδιο, καθώς η παρουσία τους λύνει το πρόβλημα των εργατικών χεριών και αλλάζει το οικονομικό και κοινωνικό τοπίο της χώρας.
Η οξεία διαπάλη των αστικών πολιτικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του `20 και στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’30 – που, ωστόσο, ενώνονται για την αντιμετώπιση του νεαρού ακόμα ΚΚΕ – θα επιλυθεί, στην κατεύθυνση της στήριξης των συνολικών συμφερόντων της αστικής τάξης, με την εγκαθίδρυση της φασιστικής δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά (4 Αυγούστου 1936). Πρόκειται για καθεστώς ιδεολογικά φιλικό προς ης δυνάμεις του Άξονα, την Ιταλία και τη Γερμανία. Στο διεθνές πεδίο όμως τηρεί τις παραδοσιακές δεσμεύσεις της αστικής τάξης της Ελλάδας απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία.
Η ελληνική αστική τάξη, ήδη μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, έχει απωλέσει την όποια προοδευτική της ιδιότητα και την προωθητική της δύναμη. Έτσι, αρχίζει να αναδεικνύεται όλο και περισσότερο ο πρωτοποριακός, καθοδηγητικός ρόλος του «ώριμου τέκνου της οργής», του ΚΚΕ. Παρά τις συνεχείς διώξεις της δεκαετίας του ’20, που κορυφώνονται μετά τη θέσπιση του «Ιδιώνυμου» του 1929, παρά την έντονη εσωκομματική διαπάλη που το ταλάνισε σε μεγάλο μέρος της δεκαετίας του ’20, ξεκαθαρίζει στις αρχές της δεκαετίας τη μαρξιστική – λενινιστική του φυσιογνωμία, με τη βοήθεια της Γ Διεθνούς, διατηρεί, παρά τις δυσμενείς συνθήκες, ισχυρούς δεσμούς με το λαϊκό και εργατικό κίνημα και αντιπαλεύει σθεναρά τη δικτατορία.
Το καθεστώς Μεταξά στρέφεται πρώτα και κύρια εναντίον των κομμουνιστών. Οι κομμουνιστές υφίστανται ανατριχιαστικά βασανιστήρια, παίρνουν το δρόμο για τις εξορίες και τις φυλακές. Για να χτυπήσει την οργανωτική δομή και την ενότητα του κόμματος, ο επικεφαλής της Γενικής Ασφάλειας, ο διαβόητος Μανιαδάκης, κατασκευάζει μια δεύτερη χαφιέδικη Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, την επιλεγόμενη «Προσωρινή διοίκηση». Από την άλλη, στελέχη του ΚΚΕ, που έχουν κατορθώσει να διαφύγουν τη σύλληψη, συγκροτούν ένα άτυπο καθοδηγητικό σώμα, την επιλεγόμενη «Παλιά Κεντρική Επιτροπή». Για περισσότερα ωστόσο μέλη και στελέχη του Κόμματος βρίσκονται στις φυλακές και στις εξορίες. Ανάμεσά τους, ο Γραμματέας της ΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, είναι έγκλειστος στις φυλακές της Κέρκυρας. Εκεί, το 1937, μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, θα γράψει τη λογοτεχνική μελέτη «Ο αληθινός Παλαμάς».
Η λογοτεχνία. Πολιτικοί και αισθητικοί προβληματισμοί.
Στη δεκαετία του ’30, στα λογοτεχνικά πράγματα της Ελλάδας κυριαρχεί η επιλεγόμενη «γενιά του ’30» (Γιώργος Σεφέρης, Άγγελος Τερζάκης, Στρατής Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Μ. Καραγάτσης, Γιώργος Θεοτοκάς). Στο έργο τους το κέντρο βάρους μεταφέρεται από την αγροτική Ελλάδα στα αστικά κέντρα. Η ηθογραφία, βασικό χαρακτηριστικό των προηγούμενων περιόδων της ελληνικής λογοτεχνίας, που, εξ άλλου, αποτύπωνε μία, κατά το μέγιστο μέρος, αγροτική κοινωνία, εγκαταλείπεται. Τα φαντάσματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας και καταστροφής κυριαρχούν, μαζί και οι χαμένες ελπίδες – ατομικές και συλλογικές για μια καλύτερη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, με φορέα την αστική τάξη. Παράλληλα – και, αυτό, χωρίς άλλο, αποτελεί συμβολή στη μελέτη της φυσιογνωμίας του νεότερου ελληνισμού – ανακαλύπτεται, μελετάται και προβάλλεται μια ελληνικότητα στραμμένη όχι πια στο κλασικό, αρχαιοελληνικό παρελθόν, αλλά στη μεσαιωνική, στη βενετοκρατούμενη και τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.
Οι εκπρόσωποι αυτής της «γενιάς» είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αστοί. Αρνούνται, και στο θεωρητικό και στο πρακτικό πεδίο, τη στράτευση της τέχνης, τη συμπόρευσή της με την κοινωνία και τις ανάγκες της εργατικής τάξης. Ενώ διατείνονται ότι τηρούν αποστάσεις ανάμεσα στα φασιστικά καθεστώτα και τη Σοβιετική Ένωση, ορισμένοι απ’ αυτούς δείχνουν συμπάθεια προς τα πρώτα. Γράφει για παράδειγμα ο Γιώργος Θεοτοκάς: «Τους τελευταίους καιρούς τα κομμουνιστικά δόγματα δε συναντούνε πια καμμιά σοβαρή ιδεολογική αντίσταση στον τόπο μας, εξαιτίας της οικτρής ηττοπάθειας που κατέχει την Ψωρωκώσταινα». Αρκετοί απ’ αυτή τη «γενιά» κατηγορήθηκαν, όχι άδικα, άλλοι για τη συνεργασία τους με το καθεστώς Μεταξά, άλλοι για την ανοχή τους και πολλοί για τη σιωπή τους.
Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο για το Γιώργο Σεφέρη, που «τον πληγώνει» η μεταξική Ελλάδα: διπλωμάτης καριέρας, γιός του επίσης διπλωμάτη Ιωάννη Σεφεριάδη, από τη Σμύρνη, που ανήκε στο διπλωματικό επιτελείο του Βενιζέλου, ήταν – και για λόγους καταγωγής – ένας από τους πιο ένθερμου ςυποστηρικτές της Μικρασιατικής εκστρατείας – και από εκείνους που απογοητεύτηκαν περισσότερο από την εξέλιξή της.
Το καθεστώς Μεταξά τον στέλνει, με δυσμενή μετάθεση, στην Κορυτσά της Αλβανίας. Ποτέ ωστόσο στον πολιτικό του βίο δεν κάνει ένα βήμα πιο μπροστά από την κομψά εκφρασμένη αυτή του αντίθεση. Συνεπής στα διπλωματικά του καθήκοντα, θα υπηρετήσει την αστική τάξη μέχρι το τέλος της ζωής του, χωρίς οπωσδήποτε να συνταυτιστεί με τις ακραίες μορφές διακυβέρνησης που κατά καιρούς αυτή επιλέγει. Το έργο του, ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, ξεπερνά τις πολιτικές προθέσεις του και γίνεται οξύ και καταγγελτικό απέναντι στην ίδια αυτή τάξη του υπηρετεί.
Την ίδια εποχή, σημαντική παρουσία στα λογοτεχνικά πράγματα είναι ένας οραματιστής αρχαιολάτρης. Ο Άγγελος Σικελιανός έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στα ελληνικά γράμματα με τις ποιητικές του συλλογές «Λυρικός Βίος» και, γενικότερα, στο χώρο του πολιτισμού με την προσπάθειά του ν’ αναβιώσει τις «Δελφικές Γιορτές». Βαθιά ανθρωπιστής, έχει όμως τα μάτια στο παρελθόν: πιστεύει ότι η ειρήνη και η αρμονία στον κόσμο θα έρθει με την αναβίωση της κλασικής Ελλάδας και του πνεύματος της. Οι αντιφάσεις της ιδεολογίας του αποτυπώνονται στο ποίημα «Ιερό. Οδός»: μια απλή πέτρα στον ομώνυμο σύγχρονο – χαραγμένο στα χνάρια του αρχαίου – δρόμο της Αθήνας γίνεται στη συνείδηση του Σικελιανού η «Αγέλαστος Πέτρα», όπου η Δήμητρα έκλαψε την απώλεια της Κόρης της. Ο ποιητής ακολουθεί τον ίδιο αυτό δρόμο στα 1939, ένα δρόμο ημιαγροτικό και άχαρο, όπου, με «τα μάτια της ψυχής» παρακολουθεί την πομπή των ελευσίνιων μυστηρίων. Το όραμα θα διαταραχτεί από την εικόνα ενός «γύφτου» που βασανίζει μια αρκούδα με το αρκουδάκι της. Τα δυο ζώα τον κάνουν να στοχαστεί πάνω στα δεινά της ανθρωπότητας και να οραματιστεί μια μελλοντική απολύτρωση. Το ποίημα, γραμμένο τη χρονιά της έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προοιωνίζεται, στο επίπεδο των προβληματισμών, τη μεταστροφή του ποιητή στα χρόνια της κατοχής και την ένταξη του στην εαμική εθνική αντίσταση.
Οι κομμουνιστές
Συνομήλικος του Σικελιανού και συνοδοιπόρος στα πρώτα ποιητικά του βήματα, ήταν ο υλιστής στην κοσμοθεωρία και τη ζωή, κομμουνιστής, από το 1922, Κώστας Βάρναλης. Αρχαιολάτρης και αποσπασμένος από τη σύγχρονη πραγματικότητα στα πρώτα του ποιήματα, ήρθε σε ιδεολογική επαφή με την κοσμογονία της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, όταν σπούδαζε στο Παρίσι. Από το 1922 έως το 1931 έχει δώσει’ εμπνεόμενος από την ιδεολογία και από τις επιστημονικές μεθόδους του ιστορικού υλισμού, τα σημαντικότερα ποιητικά και αισθητικά – κριτικά έργα του: τις ποιητικές συνθέσεις «Το Φως που καίει» και «Σκλάβοι Πολιορκημένοι» – πραγματικά σαλπίσματα επανάστασης για την εργατική τάξη∙ τα μελετήματά του για το Σολωμό και την «Αληθινή Απολογία τον Σωκράτη», έργο που γαλούχησε γενιές επαναστατών.
Η ταξικότητα στην ποίηση του Βάρναλη και η συστράτευσή του με την εργατική τάξη και το κόμμα της δεν είναι μοναδική ούτε τυχαία περίπτωση. Κάτω από τη βαθιά επίδραση των σοσιαλιστικών ιδεών και της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης σ’ όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας – και στην τέχνη – ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, διαμορφώνεται ένα σοσιαλιστικό ρεύμα στην ελληνική λογοτεχνία. Ήδη πριν από την
ίδρυση του ΣΕΚΕ – μετέπειτα ΚΚΕ, το 1918, σημαντικοί λογοτέχνες (ο Ντίνος Θεοτόκης, ο Κώστας Παρορίτης, ο Κώστας Χατζόπουλος) θα προσπαθήσουν ν’ αποτυπώσουν ρεαλιστικά τα κοινωνικά φαινόμενα αναλύοντας ταυτόχρονα τις αιτίες τους, παρά τις όποιες συγχύσεις τους και τις πολιτικές τους περιπλανήσεις ToΚΚΕ, από τη στιγμή της ίδρυσής του ως ΣΕΚΕ, αν και διαρκώς διωκόμενο, μεριμνά για τα γράμματα, για τη μόρφωση και τη διαπαιδαγώγηση του λαού. Η εκδοτική κίνηση, τα πολυάριθμα λογοτεχνικά περιοδικά, η ιδεολογική και πνευματική διαπάλη, η κριτική της λογοτεχνίας, κατά μεγάλο μέρος επηρεάζονται από την παρουσία του ΚΚΕ στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Την ίδια εποχή γίνονται επίσης σημαντικές προσπάθειες για την ανάπτυξη του μαρξισμού. Ο Γιάνης Κορδάτος και ο Γιάννης Ζέβγος για παράδειγμα θα προσπαθήσουν να προσεγγίσουν, για πρώτη φορά, την ελληνική ιστορία με τους όρους του ιστορικού υλισμού. Στις πρώτες προσπάθειες χρήσης του μαρξισμού ως επιστημονικού εργαλείου, συγκαταλέγουμε αναμφίβολα και τα μελετήματα του Σολωμού για το Βάρναλη.
Στις γραμμές του ΚΚΕ συσπειρώνονται σημαντικοί λόγιοι και παιδαγωγοί· ξεχωριστός ανάμεσά τους ο παιδαγωγός και φιλόσοφος Δημήτρης Γληνός. Μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες, στις εξορίες και τις φυλακές, οι κομμουνιστές οργανώνουν σχολειά.,διδάσκουν τους κρατουμένους από ανάγνωση και γραφή, μέχρι ιστορία, φιλοσοφία, πολιτική οικονομία, θετικές επιστήμες και ξένες γλώσσες.
Στα 1934, ένας νεαρός από παλιά αλλά οικονομικά ξεπεσμένη οικογένεια της Μονεμβασιάς, όμορφος, ευαίσθητος, άρρωστος από φυματίωση, την ασθένεια της εποχής, εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, τα «Τρακτέρ». Ο νεαρός λέγεται Γιάννης Ρίτσος και η εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα θα συνοδευτεί από ένα επίγραμμα του γηραιού Παλαμά, που τελειώνει έτσι καλωσορίζοντας τον: «Να παραμερίσουμε, ποιητή, γιο. να
περάσεις». Τις μέρες των αιματοβαμμένων διαδηλώσεων του ’36, όταν δημοσιεύεται στις εφημερίδες η συγκλονιστική φωτογραφία μιας ταξικής Πιετά, της μάνας του οδηγού Τάσου Τούση, που θρηνεί το νεκρό της γιό, ο Ρίτσος κλείνεται τρεις μέρες στο σπίτι του, κάνει αιμόπτυση και γεννά ένα αριστούργημα: τον «Επιτάφιο» Παρά το γεγονός ότι η συγγραφή του «Επιτάφιου» συντελείται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και είναι προϊόν έντονης συναισθηματικής φόρτισης, ωστόσο πρόκειται για ένα ιδιαίτερα επεξεργασμένο λογοτεχνικό έργο, που συνδυάζει την ταξικότητα στο περιεχόμενο με την αξιοποίηση των καλύτερων επιτεύξεων της νεοελληνικής ποίησης στη μορφή. Ενώ οι περισσότερες – προηγούμενες και μεταγενέστερες – ποιητικές συνθέσεις του Ρίτσου ακολουθούν τον ελεύθερο στίχο, ο «Επιτάφιος» είναι γραμμένος σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο ακολουθώντας την κρητική και τη σολωμική παράδοση. Το περιεχόμενο ωστόσο είναι βαθιά επηρεασμένο από το μυθιστόρημα του Μαξίμ Γκόρκι «Η Μάνα», μεταφέροντας στα καθ– ημάς την πορεία της Πελαγίας Βλάσοβα από το μητρικό θρήνο και την απόγνωση στην ταξική συνειδητοποίηση.
Ο «Επιτάφιος» είναι ένα από τα πρώτα βιβλία που θα κάψει (στην κυριολεξία) το καθεστώς Μεταξά, καθώς επιβάλλει άγρια λογοκρισία σε κάθε μορφή τέχνης: από την αθηναϊκή επιθεώρηση μέχρι τα έργα της κλασικής ελληνικής γραμματείας, υπόκεινται στο λογοκριτικό έλεγχο της δικτατορίας: η ατμόσφαιρα που διαμορφώνεται κάθε άλλο παρά ευνοεί την καλλιτεχνική δημιουργία.
Πόλεμος, κατοχή και λογοτεχνία
Στις 28 Οκτώβρη του 1940 εκδηλώνεται η επίθεση της φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδας. Το καθεστώς Μεταξά αντιστέκεται στην ιταλική επίθεση, αν και ο ίδιος ο δικτάτορας καταγράφει στο ημερολόγιο του τις μύχιες σκέψεις του: περιμένει να πέσουν λίγες τουφεκιές, «διά την τιμήν των όπλων». Η αντίσταση κατά των φασιστών εισβολέων περνά από τις πρώτες στιγμές στα χέρια του ελληνικού λαού. Στις 31 Οκτώβρη, έγκλειστος στα μπουντρούμια της Γενικής Ασφάλειας ο Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, απευθύνει στον ελληνικό λαό το περίφημο γράμμα του, με το οποίο και διαμορφώνει την ιδεολογική πλατφόρμα πάνω στην οποία θα συγκροτηθεί αργότερα το ΕAM.
Ο γενικευμένος ενθουσιασμός που συνοδεύει την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και τις νίκες του ελληνικού στρατού, αντανακλάται και στο πνευματικό και πολιτιστικό κλίμα της εποχής. Κυρίαρχο είναι το πνεύμα της υπεράσπισης της πατρίδας. Τα αντιφασιστικά αισθήματα δε λείπουν, κυρίως από τους λογοτέχνες και τα έντυπα που εμπνέονται από το λαϊκό κίνημα και τις αξίες του, όπως για παράδειγμα, τα «Νεοελληνικά
Γράμματα.». Πολλοί από τους ποιητές και γενικά πνευματικούς ανθρώπους στρατεύονται και πάνε στο μέτωπο. Ένας απ’ αυτούς, ο Γιώργος Σαραντάρης, θα σκοτωθεί. Ένας άλλος, ο Οδυσσέας Ελύτης, θα δει το ηλιόλουστο αιγαιοπελαγίτικο σύμπαν του να ραγίζει στα χιόνια του μετώπου. Τις εμπειρίες του θα καταγράψει αργότερα στο αριστούργημά του, το «Άξιον
Εστί», αλλά και το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».
Τις νίκες στο μέτωπο κατά των ιταλών και το γενικευμένο ενθουσιασμό διαδέχεται η γερμανική επίθεση, η ολιγοήμερη, ηρωική και προδομένη αντίσταση, η συνθηκολόγηση και η γερμανική κατοχή. Στις 27 Απριλίου του 1941 οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση, οι αστοί πολιτικοί, οι μηχανισμοί του αστικού κράτους, που ήδη βαρύνονται με τη συνθηκολόγηση, μαζεύουν τα προσωπικά υπάρχοντά τους και το κρατικό θησαυροφυλάκιο και φεύγουν. Πρώτα για την Κρήτη – την άοπλη Κρήτη, που ωστόσο επί ένα μήνα αντιμετώπισε σθεναρά τη γερμανική επίθεση και αργότερα, για τη Μέση Ανατολή. Πριν φύγουν, παραδίδουν με πρωτόκολλο στον κατακτητή τους έγκλειστους από το καθεστώς Μεταξά κομμουνιστές.
Κατά τους πρώτους μήνες της γερμανοϊταλικής φασιστικής κατοχής ένας λαός εγκαταλειμμένος από το αστικό κράτος βιώνει την ταπείνωση της ήττας αλλά και τη γενικευμένη πείνα – αφόρητη, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το πνευματικό και πολιτικό σύνθημα που ρίχνει η αστική τάξη είναι «Περισυλλογή και αναβίωσις». Έτσι τιτλοφορείται το κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα» στις 30 Απριλίου του 1942, με το οποίο αναγγέλλεται η συγκρότηση της κυβέρνησης Τσολάκογλου. Η εφημερίδα κυκλοφορεί σ” όλη τη διάρκεια της κατοχής, όπως και η «Καθημερινή», με διευθυντή διορισμένο από τους γερμανούς. Το μέλημα των αστών είναι η διατήρηση των κρατικών δομών – ακόμα και μέσα στα πλαίσια της ξενικής κατοχής – και η αποφυγή
οποιουδήποτε πνεύματος αντίστασης ενάντια στους κατακτητές. Οι αστοί διανοούμενοι προσαρμόζουν το έργο τους σ’ αυτό το σύνθημα. Στα λογοτεχνήματα της εποχής εμφανίζονται μοτίβα που ως επί το πλείστον δεν έχουν καμμιά σχέση με το κλίμα. Οι συγγραφείς επιστρέφουν στην παιδική τους ηλικία ή ονειρεύονται ιδανικά νησιά. Φυγή, αποστράτευση, νοσταλγία: αυτές είναι οι τάσεις μιας πολύ μεγάλης μερίδας λογοτεχνών την πρώτη
περίοδο της κατοχής με πρόσφατη και πικρή τη γεύση της ήττας. Πάντως, ο Νίκος Εγγονόπουλος με τη σύνθεσή του «Μπολιβάρ», αφιερωμένη στο μεγάλο Λατινοαμερικάνο επαναστάτη, και ο Νίκος Γκάτσος, με την αινιγματική για πολλούς “Αμοργό”, προοιωνίζονται μια ποίηση πιο ηρωική, πιο κοντά στο πνεύμα της αντίστασης που σιγά – σιγά φουντώνει.
«(…) Δεν ωφελεί το παράπονο.
Ίδια παντού θα `ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ` ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν` ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές, λίγο κρασί για τη θύμηση, λίγο νερό για τη σκόνη».[2]
Η δράση των κομμουνιστών και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ
Σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή, η ιστορία έρχεται ν’ αποδείξει ποια είναι η τάξη, για την οποία η λέξη πατρίδα έχει νόημα: όχι ως χώρος ενιαίας αγοράς ή ως σημείο εκκίνησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αλλά ως γη, ως χρώματα και μυρωδιές, ως σπίτι και αγαπημένα πρόσωπα: σε τελευταία ανάλυση, ως χώρος πάνω στον οποίο συγκροτείται η εργατική τάξη, δένεται με τους δεσμούς της αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνείδησης και διεκδικεί από τους αστούς όλα τα παραπάνω για τον εαυτό της.
Οι κομμουνιστές παίρνουν επάνω τους το καθήκον της απελευθέρωσης της πατρίδας. Η προσπάθεια συγκρότησης πανεθνικού μετώπου, που θα παλέψει για την απελευθέρωση, αποκρυσταλλώνεται με την ίδρυση του Εργατικού ΕΑΜ και, στις 27 Σεπτεμβρίου του ’41, του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, του θρυλικού ΕΑΜ. Από το μέτωπο απέχουν προκλητικά οι πολιτικοί σχηματισμοί της αστικής τάξης.
Στις 16 Φεβρουαρίου του 1942 ιδρύεται ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, ο θρυλικός ΕΛΑΣ που, με την πλούσια δράση του στην ύπαιθρο και στις πόλεις απελευθερώνει την Ελλάδα.
Το ΕΑΜ οργανώνει απεργίες για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων και μαζικές διαδηλώσεις για τη στήριξη των λαϊκών αιτημάτων και ενάντια στην κατοχή. Από τις 24 Φεβρουαρίου του 1943 μέχρι και την επέτειο της μεγάλης ελληνικής επανάστασης, στις 25 Μαρτίου του ίδιου χρόνου, μεγάλες διαδηλώσεις συγκλονίζουν την Αθήνα, τον Πειραιά και τις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας, με σκοπό τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης και με πολλούς νεκρούς ανάμεσα στους άοπλους διαδηλωτές. Μόνη η Ελλάδα από όλες τις κατεχόμενες χώρες δεν στέλνει ούτε έναν εργάτη στα γερμανικά εργοστάσια, για να δουλέψει στη γερμανική πολεμική βιομηχανία: ούτε ΕΝΑ στρατιώτη στο Ανατολικό Μέτωπο, για να πολεμήσει ενάντια στο σοβιετικό λαό.
Αυτή η εποποιία αποτυπώνεται στη μεγάλη τοιχογραφία της αντίστασης που θα εκπονήσει, τα επόμενα χρόνια, ο Γιάννης Ρίτσος, στις «Γειτονιές του κόσμου»:
«(…) «προσοχή, προσοχή, σας μιλάει το ΕΑΜ»,
«προσοχή, προσοχή, σας μιλάει η ΕΠΟΝ»,
προσοχή,
σας μιλάει η Επανάσταση,
σας μιλάνε οι νεκροί της Επανάστασης,
σας μιλάνε οι αγέννητοι της Επανάστασης –
προσοχή, προσοχή,
σας μιλάει το αύριο στη μέση της βραδινής συνοικίας που μυρίζει καπνισμένο φαϊ και
μπαρούτι,
στη μέση της καρδιάς μας που μυρίζει άνοιξη –
και βγαίναν τ` άστρα και χειροκροτούσαν
κι οι κομμουνιστές μέσα στις φυλακές λιμάριζαν ένα κλειδί με τα κόκκαλά τους
για ν` ανοίξουν την πόρτα του κόσμου, –
προσοχή, προσοχή, προσοχή,
κι ο άνεμος να τινάζει τις φωνές,
ο άνεμος να χτυπάει τις πόρτες
στις γειτονιές του κόσμου».
Αλλά και ο -αστός- Οδυσσέας Ελύτης δεν μένει ανεπηρέαστος: στο «Άξιον Εστί», συμπεριλαμβάνεται το περίφημο ανάγνωσμα «Η έξοδος». Σε αυτό, «τα παιδιά με τα πρησμένα πόδια που τα έλεγαν αλήτες», ορίζουν για την «έξοδο» τη «μέρα που το γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο σηκωμό». Το κείμενο αναφέρεται στη μεγάλη κινητοποίηση της 25ης Μαρτίου του 1943, που απέτρεψε την πολιτική επιστράτευση.
Η νίκη του Στάλινγκραντ στις αρχές του 1943, που σηματοδότησε την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του αντιφασιστικού συνασπισμού, η ωρίμανση και η μαζικοποίηση της αντίστασης, το πνεύμα της επερχόμενης νίκης, έχουν την αντανάκλασή τους στη λογοτεχνία. Η εποποιία 0α συναρπάσει ακόμη και ανθρώπους που, μέχρι τότε, με σχετική περιφρόνηση αντιμετώπιζαν το λαό, το κίνημα και τις ανάγκες του.
Ο Σικελιανός αναλαμβάνει να εκφωνήσει ένα επικήδειο ποίημα στην κηδεία του Κωστή Παλαμά. Η κηδεία μετατρέπεται σε παλλαϊκή αντικατοχική διαδήλωση και το ποίημα, που δημοσιεύεται στην πρώτη σελίδα του περιοδικού «Νέα Εστία», λειτουργεί πραγματικά σαν εγερτήριο σάλπισμα. Ο Σικελιανός θα ενταχθεί στο ΕΑΜ και θα γίνει η φωνή του: ο μεταφυσικός λόγιος του μεσοπολέμου, προσγειώνεται στην πραγματικότητα της κατοχής και διαλέγει πλευρά: το λαό που αγωνίζεται για εθνική απελευθέρωση και κοινωνική δικαιοσύνη.
Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ (Άγγελου Σικελιανού)
Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια,
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος.
Εδώ σηκώνετ` όλ` η γη με τους αποθαμένους,
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κι απάνω απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
ρωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες,
χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια
κι είν` οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες!
Ο ηρωισμός και οι θυσίες του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της κατοχής και της αντίστασης εμπνέουν προπαγανδιστικά πεζογραφήματα και ποιήματα, που χαρακτηρίζονται από γνήσια και ειλικρινή συγκίνηση, αν και όχι πάντα από την ανάλογη αισθητική αρτιότητα. Η κορυφαία θυσία των 200 κομμουνιστών στην Καισαριανή, την Πρωτομαγιά του 1944, κατέχει, με τις πολλαπλές αποτυπώσεις της, περίοπτη θέση στη λογοτεχνία της εποχής. Επίγραμμα για τους «200» θα συνθέσουν ο Γιάννης Ρίτσος και η ποιήτρια του Ύμνου του ΕΛΑΣ, Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη∙ ποίημα για το Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ο Κώστας Βάρναλης∙ με εξαίρετο λογοτεχνικά τρόπο, ο – έγκλειστος στο – Χαϊδάρι κομμουνιστής πεζογράφος Θέμος Κορνάρος, θα αποδώσει την αποχώρηση των «200» από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου για το Σκοπευτήριο.
Στη Μέση Ανατολή οι έλληνες κομμουνιστές αξιωματικοί και φαντάροι συμβάλλουν ουσιαστικά στον εκεί αντιφασιστικό αγώνα. Το κίνημά τους χτυπιέται αλύπητα από το βρετανικό στρατηγείο. Ο αιγυπτιώτης έλληνας συγγραφέας Στρατής Τσίρκας (Γιάννης Χατζηανδρέου), που θα θητεύσει για ικανό χρονικό διάστημα στο κομμουνιστικό κίνημα, καταγράφει στη μεταγενέστερη τριλογία του «Ακυβέρνητες πολιτείες» {«Λέσχη», « Αριάγνη», «Νυχτερίδα») πλευρές της δράσης των ελλήνων κομμουνιστών στη Μέση Ανατολή. Πολλές από τις περιγραφές του (όπως π.χ. μία μαρτυρίκι’] πορεία μέσα στην έρημο, που οι εγγλέζοι επιβάλλουν στους έλληνες κομμουνιστές φαντάρους) είναι συγκλονιστικές – και αυτό ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη πολιτική του προσχώρηση στη ρεφορμιστική αριστερά.
Η αστική τάξη και οι αστοί λόγιοι
Σ’ όλη αυτή την περίοδο, στο σύνολό της εχθρική απέναντι στο λαό και το κίνημά του, η αστική τάξη έχει χωριστεί στα δύο: ένα τμήμα των πολιτικών εκπροσώπων της και των μηχανισμών της, που έχουν μείνει στην κατεχόμενη Ελλάδα, συντάσσονται με τον κατακτητή. Το πιο επίσημο όμως τμήμα των αστικού πολιτικού κόσμου και ένα τμήμα του στρατού έχει καταφύγει στο Κάϊρο, όπου συγκροτούν υπό την άμεση και απροσχημάτιστη καθοδήγηση των Εγγλέζων την αποκαλούμενη «εξόριστη ελληνική κυβέρνηση», μηχανορραφούν και προετοιμάζουν μεθοδικά την επιστροφή τους στην Ελλάδα και την ανασυγκρότηση του κράτους τους.
Όπως εχθρική απέναντι στην εαμική εθνική αντίσταση – και απόλυτα συνεπής στην υπεράσπιση των ταξικών της συμφερόντων στάθηκε η αστική τάξη, έτσι στέκεται και ένα μεγάλο μέρος των λογίων, που τη συμπαθούν και τη στηρίζουν. Πολλούς ωστόσο τους ξεπερνά το ίδιο τους το έργο, σύγχρονο της εποχής ή και μεταγενέστερο. Μια μερίδα τους άλλωστε δεν έμεινε ασυγκίνητη από την εαμική εποποιία, αλλά επηρεάστηκε απ’ αυτήν.
Στους αστούς λογοτέχνες οφείλεται εν πολλοίς το κλίμα γενικευμένης παραίτησης που παρατηρείται κατά την πρώτη περίοδο της κατοχής. Το συντηρητικής κατεύθυνσης περιοδικό «Νέα Εστία» είναι το μόνο που κυκλοφορεί ανοιχτά και ελεύθερα μέχρι το 1943. Αξίζει ακόμα να σημειώσουμε ότι βρέθηκαν «λόγιοι» που συνεργάστηκαν με δύο περιοδικά φίλα προσκείμενα στις κατοχικές δυνάμεις: το γερμανόφιλο «Εικοστό αιώνα» και το ιταλόφιλο «Κοναδρίβιο».
Κάποιοι ανάμεσα τους πρόδωσαν ανοιχτά: χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ακαδημαϊκός Σπόρος Μελάς, που ζητούσε την «ειλικρινή συνεργασία με τους γερμανούς» Ορισμένοι θα δανειστούν όρους από το οπλοστάσιο του λαϊκού κινήματος, για να προβάλουν μια στάση λίγο περίεργη για την εποχή: ο Ηλίας Βενέζης, στην «Αιολική γη» προτρέπει σε γενικευμένη ειρήνη και σε αποδοχή και ανοχή του εχθρού, που μπορεί να «εξημερωθεί» με την αγάπη! Δεν πρόκειται βέβαια εδώ για το διεθνισμό της εργατικής τάξης, αλλά μάλλον για παραίτηση από την πάλη για την απελευθέρωση της χώρας. Αργότερα πάντως θα δημοσιεύσει ένα αντιστασιακό διήγημα στο περιοδικό «Πρωτοπόροι» που εκδίδει το λογοτεχνικό ΕΑΜ.
Πιο ξεκάθαροι στις προθέσεις τους, ο Παπατσώνης και ο Θεοτοκάς, με έργα τους του 1942, προβάλλουν την αναγκαιότητα ύπαρξης κράτους και διατήρησης της καθεστηκυίας τάξης.
Ο Άγγελος Τερζάκης επηρεάζεται από τη διεθνή διάσταση και τις διεθνείς εξελίξεις στον πόλεμο με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Επανεκδίδει το μυθιστόρημά του «Πριγκιπέσο. Ιζαμπώ» (το αρτιότερο ιστορικό μυθιστόρημα που έχει γραφτεί στην Ελλάδα) με διορθώσεις. Το έργο αναφέρεται στην περίοδο της Φραγκοκρατίας και έχει ως κεντρική ηρωίδα την Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνα, κόρη του κατακτητή του Μοριά. Ενώ στην πρώτη έκδοση του έργου οι φράγκοι ιππότες – καταχτητές του βυζαντινού χώρου εμφανίζονται γενναίοι και ευγενείς, στην έκδοση της κατοχής είναι βίαιοι και βάρβαροι Στη δεύτερη αυτή γραφή, αντικαθρεφτίζεται και ο απόηχος της νίκης στο Στάλινγκραντ: το πραγματικό γεγονός της εξέγερσης των σλάβων της μεσσηνιακής Γιάννιτσας, που πολιόρκησαν το φράγκικο κάστρο της Καλαμάτας στα τέλη του 13 αιώνα, προβάλλεται ξεχωριστά: οι σλάβοι παρουσιάζονται ως οι γενναίοι και συνεπείς σύμμαχοι του ελληνισμού. Μετά το Δεκέμβρη του “44, ωστόσο, ο Τερζάκης ξαναγυρίζει στις συμμαχικές επιλογές της τάξης του: το μυθιστόρημα εκδίδεται για τρίτη φορά: κι αυτή τη φορά οι σλάβοι είναι εκδικητικοί και βίαιοι και οι λαϊκές εξεγέρσεις επικίνδυνες…
Ο Γιάννης Μπεράτης καταγράφει στο έργο του «Το Πλατύ Ποτάμι» τις εμπειρίες του από το αλβανικό μέτωπο και από την υποχώρηση του ελληνικού στρατού. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ενώ μέσα στην κατοχή εκδίδει τον «Ήλιο τον Πρώτο», μια επιστροφή σε ιδανικά αιγαιοπελαγίτικα καλοκαίρια, αργότερα θα δώσει το «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» και το αριστούργημά του, το «Άξιον Εστί».
Ο Γιώργος Σεφέρης έχει ακολουθήσει την κυβέρνηση στο Κάϊρο και είναι ο εκπρόσωπος τύπου της. Ωστόσο στο έργο του δεν παύει να στηλιτεύει τις πολιτικές και ηθικές επιλογές της τάξης του: την εγκατάλειψη του ελληνικού λαού στην τύχη του, τις ίντριγκες και την καμαρίλα, την απουσία της από την αντίσταση, ακόμα και την προσπάθειά της να επιστρέψει νικήτρια και τροπαιούχα, έτοιμη να «καρπωθεί το αίμα των άλλων».[3]
«(…) Να μιλήσω για ήρωες, να μιλήσω για ήρωες: Ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μές στη συσκοτισμένη πολιτεία, ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας:
«Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε».
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ` αρέσουν».[4]
Το πολιτιστικό έργο της εαμικής εθνικής αντίστασης.
Η εαμική εθνική αντίσταση, μαζί με τη δράση της εναντίον των κατακτητών, προσπάθησε ταυτόχρονα να εγκαθιδρύσει τα φύτρα μιας νέας κοινωνίας, της «Λαοκρατίας». Στις περιοχές που απελευθερώνει ο ΕΛΑΣ διαμορφώνονται σπέρματα λαϊκής εξουσίας. Στις 10 Μαρτίου του 1944, συγκροτείται στη Βίνιανη της Ευρυτανίας η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης. Στις εκλογές που προκηρύσσει η ΓΙΕΕΑ, στις ελεύθερες και ημικατεχόμενες περιοχές κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των κατακτητών, ο λαός συμμετέχει μαζικά. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους ψηφίζουν οι γυναίκες και οι νέοι άνω των 18 ετών.
Το ΕΑΜ αναπτύσσει πλουσιότατη πολιτισμική, μορφωτική και παιδευτική δράση. Το σύνθημα της ΕΠΟΝ «Πολεμάμε και τραγουδάμε» υλοποιείται ποικιλοτρόπως στις απελευθερωμένες περιοχές. Απελευθερώνεται η δημιουργικότητα των μαζών και αναπτύσσεται ένα μαζικό λαϊκό πολιτιστικό κίνημα, μέσα στις συνθήκες της μαζικής λαϊκής πάλης, αντικειμενικά εχθρικό απέναντι στην άρχουσα τάξη, τις αξίες και τον πολιτισμό της.
Ακόμα και μέσα στην κατεχόμενη Αθήνα, διοργανώνονται επονίτικα πάρτι, μέσα από τα οποία γίνονταν στρατολογίες στην οργάνωση. Στα κατεστραμμένα χωριά ξανανοίγουν τα σχολεία: στο Καρπενήσι και στην Τύρνα της Θεσσαλίας λειτουργούν παιδαγωγικά φροντιστήρια. Για πρώτη φορά στα ορεινά ελληνικά χωριά ανεβαίνουν θεατρικές παραστάσεις, γίνονται προσπάθειες να διδαχτούν η ιστορία και η τέχνη, ο λαϊκός ελληνικός πολιτισμός. Δημιουργούνται ερασιτεχνικοί θεατρικοί όμιλοι, που γυρίζουν τα χωριά, δίνουν παραστάσεις, διοργανώνουν λογοτεχνικές βραδιές. Πρόκειται για ένα πολύμορφο και πρωτοφανές, στη μαζικότητά του, πολιτιστικό κίνημα, που συσπειρώνει στις γραμμές του γνωστούς και καταξιωμένους λογοτέχνες, ενώ, μέσα απ’ αυτό, αναδεικνύονται και νεότεροι.
Τον Αύγουστο του 1943 κυκλοφορεί παράνομα το λογοτεχνικό εαμίτικο περιοδικό «Πρωτοπόροι», «μηνιάτικο φύλλο τέχνης και διανόησης», με πρωτεργάτες το Μάρκο Αυγέρη, τη Μέλπω Αξιώτη και το Γιώργο Λαμπρινό. Πρόκειται για ένα μαχητικό περιοδικό, που κατηγορεί για αδιαφορία τους «αποστρατευμένους» λογοτέχνες και τους καλεί «να αγαπήσουν το λαό». Πέντε ήταν όλα κι όλα τα τεύχη που κυκλοφόρησαν: ωστόσο, μέσα από τους «Πρωτοπόρους», το ΕΑΜ έκανε μια καλή προσπάθεια να συσπειρώσει στον
εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα πολλούς λογοτέχνες, α:νεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση. Αρκετοί απ’ αυτούς ανταποκρίθηκαν, είτε με συνεργασίες τους – διηγήματα προς δημοσίευση είτε αλληλογραφώντας. Οι συντηρητικοί Ηλίας Βενέζης και Καραγάτσης, αλλά και ο αριστερός ναυτεργάτης και άξιος ποιητής, Νίκος Καββαδίας (που διετέλεσε και γραμματέας του ΕΑΜ λογοτεχνών), θα περάσουν από τις σελίδες του. Στον Καββαδία οφείλουμε, μεταξύ άλλων, και ένα εξαιρετικό ποίημα με τον τίτλο «Αντίσταση» που περιγράφει με λιτότητα αλλά και ένταση όλη σχεδόν την ιστορία του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, την αντίσταση του ελληνικού λαού και το μεγάλο Δεκέμβρη του `44. Θαρρώ ότι αξίζει να το παραθέσω ολόκληρο:
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές.
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβυούν και κείνα.
Θάλασσα τρώει το βράχο απ` όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ` αγαπάς – Κόκκινη Κίνα.
Γιομάτα παν τα ιταλικά στην Ερυθρά.
Πουλιά σε αντικατοπτρισμό – Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνας στο δεξί σου: Αβησσυνία.
Σε κρεμεζί, νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του Barriochino τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου, θαλασσοβάτες και Γραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα, Ισπανία και Πασσιονάρια.
Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι γερμανοί.
Τ` άρματα ζώνεσαι μ` αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
Οι κρεμασμένοι στα δεντρά, μπαίγνιο του ανέμου.
Κι απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και φωτιά.
Τούτο της γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι
Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
Το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.
Ο γηραιός Ξενόπουλος, με τις θολές σοσιαλιστικές του ιδέες, αναλαμβάνει σε προχωρημένη ηλικία γραμματέας του ΕΑΜ Επτανησίων. Οι καταξιωμένοι κομμουνιστές λογοτέχνες (Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Έλλη Αλεξίου, Θράσος Καστανάκης, Ζήσης Σκάρος, Θέμος Κορνάρος, ο Φώτης Αγγουλές στη Μέση Ανατολή) συνεχίζουν να γράφουν και να συμμετέχουν στην πνευματική διαπάλη, αντανάκλαση της πολιτικής και ιδεολογικής, που διεξάγεται χωρίς ανάπαυλα μέσα στα χρόνια της κατοχής, ενώ αναδεικνύονται και νεότεροι, όπως ο Δημήτρης Χατζής, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Μανώλης Αναγνωστάκης.
Άλλοι κομμουνιστές και προοδευτικοί διανοούμενοι συμμετέχουν ενεργά στις πολιτιστικές δραστηριότητες, που το ΕΑΜ αναπτύσσει στις περιοχές που απελευθερώνει, ή ακόμα γράφουν τους στίχους για τα αντάρτικα τραγούδια. Τον ύμνο του ΕΛΑΣ γράφει η δασκάλα και ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη. Στο πολιτιστικό κίνημα συμμετέχουν ακόμα ο Νίκος Καρβούνης, η Μέλπω Αξιώτη (που τα πρώτα χρόνια της κατοχής εγκαταλείπει την ποίηση και γράφει επαναστατικά τρικ) ,ο Βασίλης Ρώτας ,ο Γιώργος Κοτζιούλας. Αυτοί οι δύο γράφουν θεατρικά έργα και ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις στα βουνά της Ελλάδας, που αγωνίζεται εμπνευσμένα από τις εμπειρίες των κατοίκων της ορεινής υπαίθρου. Οι παραστάσεις δίνονταν σε ξέφωτα, ανάμεσα στα έλατα, με καθίσματα τις πέτρες και τους κορμούς των δέντρων. Ηθοποιοί οι κάτοικοι των χωριών, αλλά και επονίτες, κυρίως κορίτσια που προέρχονταν από τα αστικά κέντρα και δεν είχαν μεγαλώσει με τις ίδιες προκαταλήψεις απέναντι στο θέατρο και τις «θεατρίνες». Δεν έλειπαν βέβαια τα θέματα τα εμπνευσμένα από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ή και εκείνα που αναφέρονταν σε παλιότερες, ηρωικές εποχές, κυρίως το ΄21.
Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες το νεαρό ΚΚΕ δεν είχε αναδείξει όσο μπορούσε και έπρεπε την ιστορική πείρα από την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του 1821 Οι μέχρι τότε πολεμικές εμπειρίες του αιώνα για τον ελληνικό λαό ήταν το γενικευμένο σφαγείο του ιμπεριαλιστικού Α’ παγκοσμίου πολέμου και η Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Χρειάστηκε να έρθει η μεγάλη δεκαετία του 1940, για να συνδεθεί οργανικά το
πολιτικό υποκείμενο της εργατικής τάξης με την αντάρτικη κληρονομιά του ’21 και να κεφαλαιοποιήσει τα διδάγματά της. Οι ήρωες του ’23, ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης, εμφανίζονται ως πρωταγωνιστές πολλών θεατρικών έργων του Βασίλη Ρώτα. Οι καπετάνιοι της αντίστασης είναι οι φυσικοί τους επίγονοι. Ο Μακρυγιάννης, ο Σολωμός, ο Κάλβος, το δημοτικό τραγούδι γίνονται οι κρίκοι που θα δέσουν τον τότε με τον τωρινό ξεσηκωμό:
Δεκέμβρης και διανόηση
Στις 12 Οκτωβρίου του 1944, ο ΕΛΑΣ απελευθερώνει την Αθήνα. Σχηματίζεται κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» με πρωθυπουργό το Γεώργιο Παπανδρέου και τη συμμετοχή έξι εαμιτών υπουργών. Στις 3 του Δεκέμβρη παραιτούνται οι εαμικοί υπουργοί διαμαρτυρόμενοι για την απόφαση της κυβέρνησης να διαλύσει τον ΕΛΑΣ, αφήνοντας άθικτα τα φιλοβρετανικά στρατιωτικά σώματα. Ο λαός της Αθήνας, σύσσωμος σχεδόν, διαδηλώνει στο Σύνταγμα. Εκείνη την ημέρα – και την επόμενη, στην κηδεία των θυμάτων της διαδήλωσης που χτυπήθηκε αλύπητα – εκδηλώνεται η επίθεση της αστικής τάξης μαζί με την ένοπλη βρετανική επέμβαση. «Να συμπεριφερόσαστε στους έλληνες σαν σε κατεχόμενη χώρα» – αυτή την εντολή θα δώσει ο Τσόρτσιλ στα στρατεύματά του που ο ελληνικός λαός δέχτηκε στην αρχή σαν απελευθερωτές. Στην Ακρόπολη οι βρετανοί στήνουν πολυβολεία και πυροβολούν από κει το λαό της Αθήνας …
Η ηρωική αντίσταση του λαού της Αθήνας με επικεφαλής τους κομμουνιστές ενάντια στη ντόπια αστική τάξη και το βρετανικό ιμπεριαλισμό θα κρατήσει παραπάνω από ένα μήνα.
Το μεγάλο Δεκέμβρη του 44, ο λαός της Αθήνας, με το όπλο στο χέρι, φτιάχνει σκαμπρόζικα και τσουχτερά στιχάκια για να χλευάσει τη μεταπελευθερωτική κατάσταση και την εγγλέζικη επέμβαση. Στόχος του οι μαυραγορίτες της κατοχής, οι γυναίκες που εκπορνεύτηκαν με τους γερμανούς και τους ιταλούς κατακτητές και έπειτα με τους εγγλέζους και τους νεπαλέζους «γκούρκας», οι δοσίλογοι, ο επικεφαλής των βρετανικών
στρατευμάτων στρατηγός Σκόμπι. Και οι λόγιοι μιλάνε, από τη σκοπιά του ο καθένας, για τη νέα πραγματικότητα.
Ο θεωρούμενος μετριοπαθής αλλά βαθιά συντηρητικός Θεοτοκάς θα γράψει για την «ξυπνημένη αγριότητα της Ρωμηοσύνης», που «είναι ικανή για τα χειρότερα, τώρα που τη μπολιάσανε στα γεμάτα με το διαβολικό μικρόβιο του ταξικού μίσους». Γενικά όμως οι αστοί λόγιοι δεν λένε πολλά για την εποχή: ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, θα μιλήσουν υπαινικτικά στα έργα τους για τις μέρες αυτές.
Αντίθετα, οι κομμουνιστές και προοδευτικοί διανοούμενοι εμπνέονται από το Δεκέμβρη και τον υμνούν. Ο Άγγελος Σικελιανός, στο «Πνευματικό Εμβατήριο» του οποίου απηχείται ο Δεκέμβρης, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Νίκος Καββαδίας, η Ρίτα Μπούμη – Παππά, ο Ασημάκης Πανσέληνος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, η Μέλπω Αξιώτη, ελάσσονες ποιητές όπως ο Τέος Σαλαπασίδης, θα γίνουν οι υμνωδοί της νέας αντίστασης:
Το Φεβρουάριο του 1945, η μεγάλη λαϊκή εξέγερση του Δεκέμβρη του ’44 λήγει με τη Συμφωνία της Βάρκιζας που εξαναγκάζει τους μαχητές του ΕΛΑΣ να καταθέσουν τα όπλα τους. Νέες συνθήκες – όλο και πιο αρνητικές για το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και το λαϊκό κίνημα στο σύνολο του – αρχίζουν να διαμορφώνονται. Στις πόλεις και, κυρίως, στην ύπαιθρο εξαπολύεται η «λευκή τρομοκρατία». Παρακρατικές ομάδες, σε αγαστή συνεργασία με τους μηχανισμούς του αστικού κράτους, προβαίνουν σε ωμότητες εναντίον των κομμουνιστών, των εαμιτών, των πληθυσμών που πολέμησαν στις γραμμές του ΕΑΜ.
Παρ’ όλ’ αυτά, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ διατηρούν μεγάλο μέρος από την πολιτική τους ισχύ και την εμβέλεια τους στο λαό, πράγμα που αποτυπώνεται κυρίως στις εκλογές των συνδικάτων. Ωστόσο η αστική τάξη κερδίζει όλο και περισσότερο το χαμένο κατά την κατοχή έδαφος.
Το 1946 ιδρύεται ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Η ένοπλη σύγκρουση ξεσπά.
Στα χρόνια της εποποιίας του ΔΣΕ. Η θέση της διανόησης
Η δράση του ΔΣΕ συνιστά μια νέα φάση των αγώνων του ελληνικού λαού στη μεγάλη δεκαετία. Συνέχεια, στο στρατιωτικό πεδίο, της ίδρυσης και δράσης του ΕΛΑΣ, επιτελεί ταυτόχρονα και ένα ποιοτικό πέρασμα: ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των προηγούμενων χρόνων, η σύγκρουση των δυνάμεων που τον διεξήγαν όχι μόνο με τον κατακτητή αλλά και με τη ντόπια αστική τάξη, κατέδειξαν ότι δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να είναι αποσπασμένος από τον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής εξουσίας και κοινωνίας. Αυτό το – ώριμο ιστορικά – αίτημα έρχεται να διατυπώσει ο αγώνας του ΔΣΕ, διεκδικώντας την υλοποίησή του με την ανώτερη μορφή ταξικής πάλης, που είναι ο εμφύλιος πόλεμος.
Εχθρός δεν είναι μόνο η ντόπια αστική τάξη αλλά και οι κυρίαρχες δυνάμεις στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, στην αρχή η Μεγάλη Βρετανία και, μετά το 1947, οι ΗΠΑ. Απέναντι στον τριπλό εχθρό οι κομμουνιστές, οι μαχητές και οι μαχήτριες του ΔΣΕ επέδειξαν εξαιρετική γενναιότητα και ήθος και ξεχωριστές στρατιωτικές ικανότητες. Η οριστική ανασυγκρότηση του αστικού κράτους, καθώς και η ωμή – οικονομική στρατιωτική, πολιτική – αμερικάνικη επέμβαση, θα βαρύνουν αποφασιστικά στην τραγική έκβαση του δίκαιου, ταξικού και ανπϊμπεριαλιστικού αγώνα του ΔΣΕ.
Ο πόλεμος δεν διεξάγεται μόνο στα βουνά. Οι κομμουνιστές που δεν βγήκαν στο βουνό αντιμετωπίζουν την ωμότερη τρομοκρατία, τις πιο απάνθρωπες μεθόδους καταστολής. Τα στρατοδικεία – επανδρωμένα πολλές φορές από τους δοσίλογους της κατοχής – εκδίδουν ακατάπαυστα θανατικές καταδίκες. Τα νησιά του Αιγαίου – διαψεύδοντας τους αστούς λόγιους που έβλεπαν και προέβαλαν αποκλειστικά την ιδανική, αισθητική τους διάσταση – γεμίζουν από εξορίστους και κρατουμένους. Ανάμεσα, τους, αναδεικνύεται ο τόπος του ύψιστου μαρτυρίου, ο επονομαζόμενος από πολλούς αστούς λόγιους και πολιτικούς «Νέος Παρθενώνας»: – η Μακρόνησος
Μέσα στις νέες συνθήκες της ταξικής σύγκρουσης οι καλλιτεχνικές διαμάχες αναπτύσσονται, και οξύνονται: όχι μόνο και όχι κυρίως στο έδαφος της αισθητικής αντιπαράθεσης ή της διαπάλης των καλλιτεχνικών ρευμάτων αλλά, πρωτίστως, στο πεδίο της κοινωνικής ευθύνης του καλλιτέχνη. Το 1945 τα λογοτεχνικά περιοδικά – η συντηρητικής κατεύθυνσης «Νέα Εστία» και τα προοδευτικά «Ελεύθερα Γράμματα» – θα ξεκινήσουν μια έρευνα για τον κοινωνικό ρόλο της τέχνης και την ευθύνη του καλλιτέχνη απέναντι στην εποχή του.
Οι αστοί λόγιοι δεν αρνούνται ότι ο καλλιτέχνης είναι παιδί της εποχής του. Του αρνούνται όμως τη δυνατότητα και το δικαίωμα να παρεμβαίνει σ’ αυτήν, να βοηθά στην αλλαγή της μορφώνοντας και διαπαιδαγωγώντας. «Καθαρή τέχνη» – αυτό είναι σε γενικός γραμμές το κεντρικό σύνθημα των αστών, με βασικούς θεωρητικούς υποστηρικτές το Γιώργο Θεοτοκά, τον Πέτρο Χάρη και τον Ανδρέα Καραντώνη. Κατά πόσο αυτό τηρείται από τους ίδιους τους προπαγανδιστές του είναι ένα άλλο ζήτημα. Ο Οδυσσέας Ελύτης για παράδειγμα, ποιητής που το προοδευτικότερο κομμάτι του έργου του αποτελεί παρακαταθήκη για το λαϊκό κίνημα, δεν μπορεί να ξεπεράσει ωστόσο τον αστικό εαυτό του: στο «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» ο ηρωισμός των μαχητών του αλβανικού δεν οφείλεται στο δίκιο τους – την υπεράσπιση της πατρίδας – αλλά στα ελληνικά γονίδια! Στις αρχές του εμφυλίου πολέμου ο Ελύτης θα δημοσιεύσει ένα αντικομμουνιστικό πόνημα – υπαινικτικό αλλά σαφές ως προς τις πολιτικές του απόψεις – που ονομάζεται «Η καλοσύνη στις λυκοποριές». Στα χρόνια που ακολουθούν ο ποιητής δεν δείχνει να εκτιμά ιδιαίτερα το συγκεκριμένο έργο του και δεν το συμπεριλαμβάνει σε συλλογές και εκδόσεις… Ο Γιώργος Θεοτοκάς στο μυθιστόρημα «Ιερά Οδός» αντιμετωπίζει με εμφανή συμπάθεια τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής: οι συμπάθειες και οι εκλεκτικές συγγένειες της τάξης δεν κρύβονται.
Από την άλλη πλευρά, οι κομμουνιστές και προοδευτικοί διανοούμενοι προβάλλουν την αναγκαιότητα όχι μόνο να συμβαδίζει η τέχνη με την εποχή, αλλά και να συντάσσεται στο πλευρό των λαϊκών, των προοδευτικών δυνάμεων του καιρού της. Δεν το δηλώνουν μόνο με τη θεωρία: το πιστοποιούν και στην πράξη, με το έργο τους, με τη συμμετοχή τους στους αγώνες. Αυτή η συμμετοχή θα τους στοιχίσει φυλακίσεις, εξορίες, υπερορία …
Ταυτόχρονα δεν παύουν να μελετούν και ν’ αναπτύσσουν νέα και παλαιότερα καλλιτεχνικά και αισθητικά ρεύματα ή να ενσωματώνουν στο έργο τους θεματικά μοτίβα, κάποτε απροσδόκητα σε σχέση με την ιδεολογική τοποθέτηση και δράση τους. Ο Γιάννης Ρίτσος, εξόριστος κατά ένα μεγάλο μέρος της χρονικής αυτής περιόδου, αναπτύσσει για παράδειγμα τη θετική του γνώμη για το σουρεαλισμό: θεωρεί ότι το σπάσιμο της φόρμας,
ένα από τα στοιχεία που έφερε στην τέχνη ο σουρεαλισμός, ειδικά στην ποίηση, απελευθερώνει τη δημιουργική διάθεση και τη φαντασία του καλλιτέχνη, κυρίως όσον αφορά την έκφραση προσωπικών αισθημάτων – που βρίσκουν όμως το χώρο ν΄ ανθίσουν και να εκφραστούν, στο πλαίσιο της συλλογικής δράσης.
Η εμπειρία της αντίστασης, του ένοπλου αγώνα γενικότερα, φέρνει πιο κοντά το πρωτοπόρο τμήμα του ελληνικού λαού, τους κομμουνιστές, με το συλλογικό λαϊκό υποσυνείδητο. Τους βοηθά να ψάξουν καλύτερα την ιστορία και τη συλλογική λαϊκή μνήμη και ν’ αναδείξουν τα βιώσιμα στοιχεία της, ενσωματώνοντάς τα στον αντιϊμπεριαλιστικό αγώνα. Μετά το ‘ 21· αξιοποιούνται δημιουργικά και άλλες ιστορικές περίοδοι και πολιτισμικά στοιχεία της παράδοσης του ελλαδικού χώρου και της ελληνικής γλώσσας. Αξιοποιείται η πολιτισμική και γλωσσική συνέχεια και εξέλιξη από την κλασική αρχαιότητα. Το 1946 ο Βάρναλης εκδίδει το πεζογράφημά του «Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης», όπου, σύμφωνα με μια παλιά του συνήθεια, οι χαρακτήρες της μυθολογίας και της αρχαίας ιστορίας αντιστρέφονται: η Πηνελόπη δεν είναι η πιστή σύζυγος, αλλά μια ωμή εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης, δεσποτική απέναντι στα κατώτερα στρώματα, προκλητικά τρυφηλή στην προσωπική της ζωή. Οι «Πέρσες» του Αισχύλου εκτιμώνται και προβάλλονται ως το έργο – πρότυπο της στρατευμένης τέχνης. Στο βράχο των δεσμωτών, στη Μακρόνησο, κάθε φορά που οι αλφαμίτες εφορμούν εναντίον των κρατουμένων, πάλι ο Αισχύλος επιστρατεύεται: ο μεγάλος Μάνος Κατράκης στέκεται ορθός και απαγγέλλει αποσπάσματα από τον «Προμηθέα Δεσμώτη»…
Αλλά και τα πιο λαϊκά στοιχεία από την ορθόδοξη παράδοση θα αξιοποιηθούν από τους προοδευτικούς διανοούμενους. Μακριά και καθαρμένοι από τη μεταφυσική τους, ένας λαϊκός Χριστός αγωνίζεται στα οδοφράγματα του Δεκέμβρη και στα ελληνικά βουνά, μια λαϊκή Παναγία θρηνεί τον αγωνιστή γιό της …
Αυτά τα στοιχεία της λαϊκής μνήμης θα χρησιμοποιήσει ο Γιάννης Ρίτσος στην επική, αριστουργηματική «Ρωμιοσύνη» του, που γράφεται από το 1945 μέχρι το 1947, στην «Κυρά των Αμπελιών», στο «Υστερόγραφο της δόξας», αφιερωμένο στον πρωτοκαπετάνιο Άρη Βελουχιώτη, ακόμα και στις «Γειτονιές του Κόσμου», τη μεγάλη τοιχογραφία της αντίστασης, που ολοκληρώνεται στα 1949 – 1950 και που διαδραματίζεται στο περιβάλλον της μεγάλης πόλης.
Αυτό τα χρόνια οι προοδευτικοί καλλιτέχνες αποδελτιώνουν τις μνήμες και τις εμπειρίες τους από την αντίσταση και τις μετατρέπουν σε λογοτεχνία. Στο μυθιστόρημα του Δημήτρη Χατζή «Φωτιά» περιγράφεται η αντίσταση του λαού της υπαίθρου αλλά και η ωρίμανση της γυναικείας συνείδησης μέσα από την ένταξη της νεαρής ηρωίδας του, Αυγερινής, στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ. Ανάλογη ηρωική γυναικεία μορφή, που θα συγκροτήσει την αγωνιστική της συνείδηση μέσα στο καμίνι του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ενάντια και στην ίδια της την οικογένεια και την ταξική της προέλευση, είναι και η «Μαργαρίτα Περδικάρη», ηρωίδα του ομώνυμου διηγήματος, από τη συλλογή του ίδιου συγγραφέα «Το τέλος της μικρής μας πόλης».
Η πολιτική διαπάλη ανάμεσα στους προοδευτικούς και τους αστούς λογοτέχνες θα κορυφωθεί τον Ιούνιο του 1948, με τη διάσπαση της «Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών» και την ίδρυση της «Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών». Την πρωτοβουλία παίρνει ο υπερσυντηρητικός λόγιος Κωνσταντίνος Τσάτσος. Την ιδρυτική διακήρυξη – πόνημα του Γιώργου Θεοτοκά – συνυπογράφουν ο Πέτρος Χάρης, ο Ανδρέας Καραντώνης, ο Κ.Θ. Δημαράς, η Λιλίκα Νάκου και άλλοι · ακόμη και ορισμένοι που είχαν παλιότερα εκδηλώσει συμπάθεια προς το εαμικό κίνημα αντίστασης. «Πράξεις σαν το παιδομάζωμα, την αρπαγή των γυναικών και το σταύρωμα των ιερωμένων, βρίσκονται σε βαθειά αντίθεση με τις ευγενικές παραδόσεις της Φυλής μας», αναφέρει η διακήρυξη, σε μια έκρηξη αντικομμουνιστικού παραληρήματος. Προφανώς οι βόμβες ναπάλμ εναντίον των αμάχων και η Μακρόνησος ήταν πράγματα απολύτως συμβατά με τις παραδόσεις αυτές …
Γιάννης Ρίτσος, Τάσος Λειβαδίτης, Δημήτρης Φωτιάδης. Γιάννης Ιμβριώτης Θέμος Κορνάρος Κωνσταντίνος και Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, Αρης Αλεξάνδρου, Δημήτρης Ραυτόπουλος Ανδρέας Φραγκιάς, Πάνος Θασίτης, Τίτος Πατρίκιος, Έκτωρ Κακναβάτος, Κώστας Κουλουφάκος Αλέξανδρος Αργυρίου, Φίλιππος Ηλιού, Ρόζα Ιμβριώτη, Βικτωρία Θεοδώρου… Προοδευτικοί διανοούμενοι (και ανεξάρτητα από την εξέλιξη ορισμένων από αυτούς), εξόριστοι στη Μακρόνησο, συνεχίζουν να δημιουργούν μέσα στην κόλαση. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης καταδικασμένος σε θάνατο… Ο Γιώργης Λαμπρινός, νεκρός από τις σφαίρες του αστικού στρατού… Ο Δημήτρης Χατζής, πολεμιστής και πολεμικός ανταποκριτής στο θέατρο των επιχειρήσεων… Η Μέλπω Αξιώτη, σε υπερορία στο Παρίσι. Όταν της ζητούν μια «ελληνική συμβολή στη συζήτηση για το Μπαλζάκ», στέλνει μία λίστα με τα ονόματα των εξόριστων και φυλακισμένων λογοτεχνών… «Όλοι μαζί κι ο καθένας στο πόστο του», όπως στην αρχή της δεκαετίας όρισε το γράμμα – σύμβολο του Νίκου Ζαχαριάδη, οι έλληνες κομμουνιστές και προοδευτικοί διανοούμενοι δίνουν τη μάχη τους στο πλευρό του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού… Από κοντά και οι άλλοι με τις συγχύσεις τους αλλά και τη γνήσια τους συγκίνηση: ο Σικελιανός, που θα δει στα 1951 το δοσίλογο Σπύρο Μελά να μεταβαίνει, εντεταλμένος του ελληνικού κράτους, στη Στοκχόλμη, για να εμποδίσει την υποψηφιότητά του για το Νόμπελ: ο Νίκος Καζαντζάκης που θα καταθέσει την άποψή του για τον εμφύλιο στο μυθιστόρημα του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», τασσόμενος στο πλευρό των φτωχών και καταπιεσμένων -αλλά αργότερα, σε μια πολύ συνηθισμένη γι` αυτόν κρίση ιδεολογικής σύγχυσης και ασυνέπειας θα κατηγορήσει «μαύρους και κόκκινους» στους «Αδερφοφάδες». Η αστική τάξη βέβαια και το ιερατείο δεν τον συγχώρησαν νια ό,τι προοδευτικό έχει το έργο του, παρά την ασυνεπή, τις περισσότερες φορές, στάση του απέναντι στο λαϊκό κίνημα.
Το 1949 είναι η πικρή χρονιά της ήττας του ΔΣΕ. Στα δύσκολα χρόνια που ακολουθούν, ο ενθουσιασμός, η καταγγελία, η ελπίδα, θα μετατραπούν σε πικρία για την τραγική έκβαση, διαμορφώνοντας την επιλεγόμενη «ποίηση της ήττας», με κυριότερους εκπροσώπους το Μανώλη Αναγνωστάκη και τον Τάσο Λειβαδίτη.
Η πίκρα όμως δεν σημαίνει αποστράτευση: ακριβώς όπως και η ήττα του ’49 δεν ακυρώνει το δίκαιο και το επίκαιρο του αγώνα για τότε, αλλά και για σήμερα.
Ορισμένα συμπεράσματα
Η πραγματικά μεγάλη τέχνη όχι μόνο εκφράζει την εποχή της, αλλά μπορεί και πρέπει να γίνει εργαλείο στα χέρια του λαϊκού κινήματος, ώστε να βοηθήσει να προχωρήσει η ιστορία μπροστά. Τα έργα της τέχνης του λόγου που εκπονήθηκαν στη διάρκεια της μεγάλης δεκαετίας του ’40, κατέδειξαν με τον καλύτερο τρόπο αυτή την αλήθεια. Κατέδειξαν ακόμη την άλλη αλήθεια, που διατύπωσε στον καιρό του ο Λένιν: σε κάθε έθνος υπάρχουν, στην πραγματικότητα, δύο έθνη: το έθνος των καταπιεστών και το έθνος των καταπιεζομένων και το καθένα παράγει το δικό του πολιτισμό. Στη διάρκεια της τριπλής φασιστικής κατοχής και των χρόνων του αγώνα του ΔΣΕ, η εργατική τάξη, που αναδείχτηκε σε φυσική υπερασπίστρια της πατρίδας, παρήγαγε το δικό της πολιτισμό: έναν πολιτισμό, μαζικό, λαϊκό, υψηλής, ως επί το πλείστον, αισθητικής και με περιεχόμενο συμβατό με τις ανάγκες, τα ιδανικά και τους στόχους του λαού και της ιστορικής στιγμής. Και στο βαθμό που το λαϊκό κίνημα φούντωνε, τόσο περισσότερο ήταν σε θέση να επηρεάσει ακόμα και διανοούμενους αποσπασμένους, μέχρι τη στιγμή εκείνη, από το λαό.
Σε αδρές γραμμές, μέχρι το Δεκέμβρη του ΄44, στην ποίηση και την πεζογραφία κυριαρχούν τα εθνικοαπελευθερωτικά σαλπίσματα. Δεν απουσιάζει βέβαια η προοπτική της κοινωνικής αλλαγής, της δικαιότερης κοινωνίας, πράγμα που αντανακλάται και στ` αντάρτικα τραγούδια. Το αίτημα όμως αυτό ωριμάζει και διατυπώνεται καθαρότερα αργότερα, όταν ωριμάζει και στη σκέψη του πολιτικού φορέα, του ΚΚΕ, και διατυπώνεται, με όρους
ένοπλης πάλης, στο Γράμμο και στη Μακρόνησο…
Η τέχνη, έτσι κι αλλιώς, δεν αποσπάται από την εποχή της. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η ενεργητική συμβολή των ανθρώπων της στην ιδεολογική και πολιτική μάχη, στο πλευρό του δίκιου, στο πλευρό του λαού τους και των λαών. Στις μέρες μας όμως πολλοί πνευματικοί άνθρωποι ομφαλοσκοπούν, ανάγουν σε κέντρο του σύμπαντος το μικρόκοσμο τους και στα μεγάλα ερωτήματα που θέτει σήμερα η ιστορία μέχρι στιγμής σιωπούν.
Ωστόσο, η μεγάλη κινητήρια δύναμη της ιστορίας, η Ανάγκη, είναι πάντα ζωντανή.
Ζωντανό είναι και το ιστορικό υποκείμενο που θ’ αλλάξει τον κόσμο, η εργατική τάξη. Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η εντεινόμενη επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού, η σήψη του καπιταλισμού που θέλει να συμπαρασύρει στο θάνατο του την ανθρωπότητα, μας κάνουν να κοιτάμε ξανά την ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και να βγάζουμε απ’ αυτήν τα συμπεράσματα που θ’ αξιοποιήσουμε για να οικοδομήσουμε το μέλλον. Αυτό το μέλλον δεν μπορεί να είναι άλλο από την εξουσία της εργατικής τάξης, δεν μπορεί παρά να είναι σοσιαλιστικό. Και οι εργάτες του πνεύματος θα πρέπει να πάρουν θέση στη λαϊκή πανστρατιά, που, αναπόδραστα, θα επιχειρήσει τη νέα – και αυτή τη φορά νικηφόρα – έφοδο στον ουρανό…
1 Οδυσσέας Ελύτης, «Η Μεγάλη Έξοδος» από το «Άξιον εστί». Το συγκεκριμένο απόσπασμα αναφέρεται στις μεγάλες κινητοποιήσεις του λαού της Αθήνας, οργανωμένες από το ΕΑΜ, στις παραμονές της 25ης Μαρτίου του 1943 και με σκοπό τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης.
[2] Από την ποιητική σύνθεση του Νίκου Γκάτσου «Αμοργός».
[3] Από το ποίημα του Γ. Σεφέρη «Τελευταίος σταθμός».
[4] Γ.Σεφέρη: «Τελευταίος σταθμός».