Συνέντευξη του συγγραφέα Δημήτρη Γλύστρα στον Γιάννη Ρουσιά.
Πριν λίγες ημέρες ολοκλήρωσα το βιβλίο του Δημήτρη Γλύστρα για την «άλλη αριστερά» που αναφερόταν στις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Ο συγγραφέας απαντά σε μερικές ερωτήσεις μου και τον ευχαριστώ πολύ.
Αναφέρεστε στο βιβλίο στην «άλλη αριστερά». Πώς θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε και ποιες ήταν σε γενικές γραμμές οι στόχοι της;
Αν και με πολιτικούς όρους θα εξυπηρετούσε να σκεφτούμε χαρακτηρισμούς για την ριζοσπαστική αριστερά, επιστημονικά θα ήταν παρακινδυνευμένο να αθροίσουμε τις συνιστώσες της υπό έναν τίτλο. Με αυτή την έννοια, ακόμη και ο χαρακτηρισμός της αυτής της αριστεράς ως εξωκοινοβουλευτικής ή και ο πιο αφαιρετικός της άλλης που χρησιμοποιείται στον τίτλο του βιβλίου, είναι αυτό που θα λέγαμε υπηρεσιακός. Με σχετική ασφάλεια ωστόσο μπορούμε να μιλήσουμε για τους ανθρώπους που τη στελέχωσαν και οι οποίοι στόχευαν σε μια ολική κοινωνική ανατροπή, μια πολιτική κατάσταση που ήταν πιο κοντά στο κλίμα ρήξης του Πολυτεχνείου, παρά στην παλινορθωμένη αστική δημοκρατία του Καραμανλή.
Βλέπουμε ότι υπάρχει έντονη αντιπαράθεση με τα δυο κομμουνιστικά κόμματα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτά αποτελούσαν τον στόχο της; Γιατί;
Σκοπεύοντας σε κοινά που είναι έτοιμα να παλέψουν για την επαναστατική διαδικασία, αναγκαστικά οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς μπήκαν στην πολιτική σκηνή διεκδικώντας χώρο αριστερότερα της «επίσημης» αριστεράς. Τα «επίσημα» κόμματα της αριστεράς ήταν μπροστά τους και ήταν ο τακτικός τους αντίπαλος. Και για τα ΚΚ όμως οι οργανώσεις αυτές, ο «αριστερισμός», ήταν ενοχλητικές πολιτικές οντότητες που θόλωναν το μήνυμα το οποίο ήθελαν τα ίδια να εκπέμψουν. Με την ρητορική τους δε οι εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις δεν έπαυαν να το εκθέτουν για την προσκόλλησή τους στην μεταπολιτευτική ειρήνη, ή, όπως έλεγαν, για τον «λεγκαλισμό».
Ήταν έντονη η σύγκρουση με τη δεξιά που κυβερνούσε εκείνη την περίοδο; Ποιες μεθόδους χρησιμοποιούσε;
Αντίθετα από ό,τι θα περίμενε ίσως κανείς, δεν υπήρξαν εκτεταμένες συγκρούσεις των εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων με το κυβερνητικό στρατόπεδο στην χρονική περίοδο από το 1974 έως το 1981- με την εξαίρεση της αιματηρής πορείας για το Πολυτεχνείο του 1980 όπου υπήρξαν δύο νεκροί, και των επεισοδίων τον Μάιο του 1976- τον «κόκκινο Μάη», όπως αποκλήθηκε. Όπως έδειξε ο τρόπος που η κυβέρνηση χειρίστηκε το κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού, των εργατικών κινητοποιήσεων ανά εργοστάσιο, το βασικό της οπλοστάσιο ήταν οι αυστηρές νομοθετικές ρυθμίσεις. Δεν πρέπει φυσικά να ξεχνάμε τις εκδηλώσεις της φυσικής καταστολής όπως ήταν οι υπερδραστήριες αύρες στις διαδηλώσεις, αλλά και ο ρόλος της Ασφάλειας, η οποία από τον καιρό της δικτατορίας λίγο είχε μεταβάλει τις πρακτικές της με έρευνες στα σπίτια, αιφνίδιες προσαγωγές και παρακολουθήσεις.
Παρατηρούμε ότι μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία παρατηρείται μια σταδιακή μείωση των δυνάμεών της. Που οφείλεται αυτό;
Η κάμψη της δύναμης των οργανώσεων ξεκινά από το 1977-1978. Δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι το ΠΑΣΟΚ την προκαλεί, αλλά μπορούμε να πούμε ότι- όπως συνέβη και με την «επίσημη» αριστερά- την καρπώνεται. Απέναντι στην λαϊκή ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου, ο λόγος των οργανώσεων δεν φτάνει καθαρά στον κόσμο. Δεν είναι ξεκάθαρο το τι τους ζητάει και αν τους συμφέρει αυτό που υπόσχεται. Η κάμψη της δύναμης των οργανώσεων θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί σε μια σειρά από παράγοντες, όπως η αδυναμία σύνδεσής τους με ευρύτερα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, η αποψίλωσή τους από στελέχη πρόθυμα να προσφέρουν, αλλά και το πολιτικό αδιέξοδο που τα μέλη τους βλέπουν μπροστά τους.
Ποιος ήταν ο τρόπος με τον οποίο κινούνταν τα μέλη της και ποιος ήταν ο ρόλος των οργανώσεων στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους;
Η πολιτική καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς τους, κάτι που ασφαλώς και περνούσε μέσα από την οργανωτική τους δράση. Έτσι, η ταυτότητα του καθενός έφερε τη σφραγίδα των πρακτικών μέσω των οποίων τα μέλη επιδίωκαν την αύξηση της επιρροής της οργάνωσής τους. Οι ταινίες που έβλεπαν, τα βιβλία που διάβαζαν, οι παρέες που είχαν και όλες ή σχεδόν όλες οι διασκεδάσεις τους ήταν κοντά στην οργάνωση ή και στο πλαίσιό της. Ωστόσο, δεν ήταν σε όλες τις οργανώσεις ίδιες οι συνθήκες, καθώς υπήρχαν διακυμάνσεις στον βαθμό παρέμβασης της οργάνωσης.
Πήρατε συνεντεύξεις από στελέχη και από απλά μέλη. Παρατηρήσατε κάποια διαφορά ανάμεσά τους;
Δεν είναι εύκολο να σας απαντήσω σε αυτό, καθώς δεν έθεσα τις ίδιες ερωτήσεις στα στελέχη και στα ανώνυμα μέλη. Από τους επώνυμους θέλησα να μάθω όσο το δυνατόν ασφαλέστερα πραγματολογικά στοιχεία για το ποιες ήταν οι οργανώσεις, τι πρέσβευαν, πόσο έζησαν, ποιες ήταν οι ηγετικές τους ομάδες. Από τα στελέχη βάσης επιδίωξα να καταλάβω πως ήταν διαρθρωμένη η καθημερινότητά τους και πώς την διαμόρφωσε η πολιτική τους στράτευση. Έτσι θα ήταν άδικο να συγκρίνω αυτούς τους δύο τύπους συνεντεύξεων, μια που οι συνεντεύξεις με τους πρώτους ήταν πιο πολύ «διαδικαστικές», ενώ με τους δεύτερους είχαν, μεταξύ άλλων, μια ζεστασιά που αναδύεται αναπόφευκτα όταν συζητάς με κάποιον για τα όνειρα που είχε στα νιάτα του.
Τι άφησαν αυτές οι οργανώσεις στο πολιτικό σκηνικό της χώρας;
Οι εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις εξέφρασαν με πολιτικούς όρους το εξεγερσιακό κλίμα του Πολυτεχνείου και του αντιδικτατορικού αγώνα. Ανέπτυξαν μια δράση που είχε σημαντικότερη απήχηση από το μέγεθός τους, στηριζόμενοι στις αρχές της οργανωμένης δράσης, στην αυταπάρνηση και στο όραμα των ανθρώπων τους. Η κληρονομιά τους, αυτό που άφησαν για την επόμενη δεκαετία, αλλά αυτό που νομίζω ότι επιβιώνει και σήμερα, είναι ο καθαρός και μαχητικός διεκδικητικός λόγος. Σε μεγάλο βαθμό η δράση εκείνων των ολιγάριθμων ομάδων που πίστεψαν στην ολική κοινωνική ανατροπή είναι ο πρόγονος της κινηματικής κουλτούρας του σήμερα.
Γιάννης Ρουσιάς
Πηγή: akamas.wordpress.com