Ελλάδα η χώρα του πράσινου ήλιου,
του ΠΑΟΚ, της ΑΕΚ, της Καλαμαριάς.
Πατρίδα θρησκεία, σουβλάκι με πίτα,
Datsun, Adidas και χάνι της Γραβιάς.
Με τους παραπάνω στίχους ο Χάρρυ Κλυνν σατύριζε το 1984 τις κοινωνικές αντιφάσεις, τις γελοιότητες και το κιτσαριό την εποχή της παντοκρατορίας του ΠΑΣΟΚ. Ποιος να φανταζόταν πως θα φτάναμε σήμερα, 37 χρόνια μετά, σε ανάλογα κωμικοτραγικά γεγονότα που ξανακάνουν επίκαιρους αυτούς τους στίχους, με μια μικρή τροποποίηση: στη θέση του πάλαι ποτέ «πράσινου ήλιου» θα πρέπει να μπει ο γαλάζιος σκοταδισμός.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι η χώρα των αντιφάσεων, ο τόπος όπου το γελοίο με το τραγικό περιπλέκονται, αναμιγνύονται και δημιουργούν έναν ιδιόρρυθμο αχταρμά που απειλεί να αποκτηνώσει την κοινωνία, να την πείσει πως το άσπρο είναι μαύρο κι αντίστροφα.
Στη χώρα που κυβερνά η ΝΔ, εκατοντάδες άνθρωποι πεθαίνουν από έλλειψη υποδομών αναχαίτισης της πανδημίας. Ένας κρατούμενος χαροπαλεύει επειδή το κράτος της ΝΔ απαντά στο 45αρι του εκτελεστή της 17Ν τραβώντας το δικό του κρατικό «45αρι». Ο λαός στενάζει από τους ανόητα σχεδιασμένους εγκλεισμούς και την οικονομική ύφεση που φέρνει φτώχια. Δεκάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας και φύλου έχουν καταγγείλει βιασμούς και κακοποιήσεις από κτήνη που ξεσπούσαν πάνω τους τα πιο ανώμαλα πάθη. Ένας θεατρικός παράγοντας κατηγορείται για κατά συρροήν και κατ΄εξακολούθησιν κακοποιήσεις σώματος και ψυχής δεκάδων ανηλίκων. Μια καθόλα ζοφερή εικόνα.
Μα εκεί, δίπλα σ’ όλες τις παραπάνω τραγικές φιγούρες, έρχεται η ανοησία και η γελοιότητα να κάνουν το δικό τους τρολάρισμα στην θλιβερή πραγματικότητα.
Τα πρώτα τρολς[1] είναι οι κυβερνητικοί παράγοντες που «δεν είδαν», «δεν άκουσαν», «δεν ξέρουν» τίποτα σάπιο «στο βασίλειο της Δανιμαρκίας», που υποκρίνονται πως οι ροχάλες είναι ψιχάλες και που για να αποχωριστούν τους κυβερνητικούς θώκους, στους οποίους έχουν γαντζωθεί, θα χρειαστεί λεπτή χειρουργική επέμβαση από ικανότατους χειρουργούς.
Άλλα τρολς είναι κάποιοι καταγγελλόμενοι ως θύτες που τολμούν να μιλούν για κεραυνοβόλους έρωτες με τα θύματά τους, παρουσιάζοντας μας ως κάτι φυσιολογικό και «αγνό» τον γεροντοέρωτα ενός μεσήλικα σάτυρου με 20χρονες.
Άλλη κατηγορία τρολς είναι οι πληρωμένοι κονδυλοφόροι που επιχειρούν να δικαιολογήσουν τον θεατράνθρωπο κακοποιητή επειδή «βίωνε βαθιά μέσα του αυτά που η αρχαία ελληνική γραμματεία μας έχει δώσει. Τα βίωνε ως πραγματικότητα. Και κάπου εκεί το πράγμα είχε μπερδέψει στο μυαλό του και είχε βάλει σε δοκιμασία τόσα παιδιά…». Δε μας λένε όμως σε ποια τραγωδία υμνολογείται η παιδεραστία ούτε πως οι πρόγονοί μας δεν ήταν στο σύνολό τους βιαστές και φυσικά γιατί τόσοι άλλοι που εντρύφησαν στην αρχαία Ελλάδα και το θέατρο, όπως μας παραδόθηκε, δεν βίωσαν κι εκείνοι ανάλογες «πραγματικότητες». Άλλοι με φτηνές φωτοσοπιές (σσ: επεξεργασία φωτογραφίας με το πρόγραμμα Photoshop) επιχειρούν να αθωώσουν τους εμπλεκόμενους με ύποπτα άτομα πολιτικούς, υποστηρίζοντας πως οι πολιτικοί φωτογραφίζονται με τον οποιονδήποτε χωρίς να ξέρουν το ποιόν του, άρα δεν ευθύνονται για όσα εκείνος έκανε, κάνει ή θα κάνει. Αποσιωπούν πως άλλο είναι αυτό που μπορεί να κάνει κάθε «βουλευτής Καλοχαιρέτας» κι άλλο να διορίζεις τον «οποιονδήποτε» χωρίς διαγωνισμό κι ύστερα «να μην τον ξέρεις».
Μια ακόμα κατηγορία τρολς είναι μερικοί άνθρωποι της τέχνης και του πολιτισμού (ανάμεσά τους και κάποια «αριστερά» άλλοθι) που υποστηρίζουν το έργο των κυβερνητικών στελεχών και ζητούν, παρά κι ενάντια στην κοινή γνώμη, να παραμείνουν αυτοί στα πόστα τους και να συνεχίσουν το «έργο» τους. Τούτη η κατηγορία έρχεται να κάνει ακόμα πιο επίκαιρους του στίχους του μπάρμπα Κώστα του Βάρναλη όταν μιλούσε για την «τσούλα των δήμιων, Επιστήμη, της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα»[2].
Τέλος, την κορυφή των τρολς κατακτούν δικαιωματικά οι δηλώσεις περί «επαγγελματιών ομοφυλόφιλων» (sic). Δεν ξέρουμε τι ακριβώς εννοεί ο «ποιητής», ούτε αν όποιος κακοποιείται μετατρέπεται σε «επαγγελματία» και, τέλος πάντων, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε «επαγγελματίες» και «ερασιτέχνες». Φαίνεται όμως πως η δικανική τέχνη βρίσκεται στο κατώτατο σημείο της όταν η μόνη υπερασπιστική γραμμή είναι η δολοφονία χαρακτήρων. Το bonus των παραπάνω δηλώσεων είναι η απροκάλυπτη γραμμή υπεράσπισης των κυβερνητικών επιλογών και προσώπων. Ο φορέας αυτών των δηλώσεων σχεδόν ομολογεί πως ο πραγματικός πελάτης του δεν είναι ο κατηγορούμενος για βιασμούς αλλά οι υψηλά ιστάμενοι της κυβέρνησης και στόχος του είναι η αποσιώπηση κάθε κυβερνητικής ευθύνης από το σκάνδαλο.
Σε κάθε περίπτωση, όλες οι παραπάνω αθλιότητες προκαλούν οργή.
***
Να, λοιπόν, που οι κοινωνικές αντιφάσεις, οι γελοιότητες και το κιτσαριό τείνουν να γίνουν συνώνυμο της χώρας μας, αν δεν έχουν ήδη γίνει. Στα χρόνια που πέρασαν ελάχιστα άλλαξαν, ίσως τα πρόσωπα και τα χρώματα. Από την «Ελλάδα του πράσινου ήλιου» περάσαμε σ’ εκείνη του γαλάζιου σκοταδισμού και του τραγέλαφου.
Είναι φανερό πως δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα καλό από εκείνους στους οποίους εκχωρήσαμε το παρόν και το μέλλον του λαού και της νεολαίας. Γι’ αυτό ας πάρουμε πίσω εκείνο που τους εκχωρήσαμε εν λευκώ: την εξουσία να ορίζουν την εργασία μας, την παιδεία, την υγεία, τον πολιτισμό, τον αθλητισμό, το μέλλον των παιδιών μας. Αρκετά πια με τους «επαγγελματίες» σωτήρες. Καιρός να σωθούμε μόνοι μας!
[1] Στη γλώσσα του διαδικτύου η λέξη τρολ (troll) περιγράφει κάποιον χρήστη του ίντερνετ με πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία online ανοιχτή κοινότητα, όπως ένα φόρουμ συζήτησης, mailing list, chat room ή μπλογκ, με πρωταρχική πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους χρήστες ή με κάθε τρόπο να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες. Η συμπεριφορά αυτή που λέγεται τρολάρισμα (trolling) πολλές φορές συνοδεύεται από αμφιλεγόμενη διαμάχη των υπολοίπων περί του σκοπού του.
[2] Αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρο το ιδιαίτερα επίκαιρο ποίημα του Βάρναλη:
Γράφε, Ιστορία, τα ψέματά σου αράδα
και βλόγα το Φονιά, βρίζε το θύμα!
Κι Αρετή, των δρομάκων σουσουράδα,
τον κάθε σωματέμπορά σου τίμα.
Και συ, Νόμε, των άνομων ασπίδα,
σαν τη μαϊμού από κλώνο σ’ άλλον πήδα
κι απ’ την κορφή με την ουρά κρεμάσου,
να μη γλέπει ο Λαός τα πισινά σου.
Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου,
σφιχτόδενε τ’ αξύπνητο χαϊβάνι.
Και συ, ρηγάτο του Κενού, τ’ αψήλου
κάμνε το σκλάβο ρήγα, άμα πεθάνει!
Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη,
της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,
και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι,
του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα!
Και συ, Πατριώτη Αγνέ, τη μάσκα φόρα
κι απ’ τ’ αδέρφια σου, αραδαριά μπροστά σου,
διάλεγε, Γιούδα πάντοτες και τώρα,
για τον ξένο Μολώχ τα θύματά σου.
Αθάνατη και θεία και πεμπτουσία
του βούρκου, χαίρε ώ! χαίρε Προδοσία!…
Φως το χέρι, το πόδι προχωρεί
στον κάμπο κι ό,τι θέλει το μπορεί!…
Κατάγυμνη χορέβει (όλα της φόρα!)
στον τάφο σου, Πατρίδα! Φαλλοφόρα
τουρλώνεται κι ουρλιάζ’: «Είναι δικός μου
αφτός ο βούρκος του Ελευθέρου Κόσμου».