Εργατικός Αγώνας

Τα συνδικάτα και το μεροκάματο

Γράφει ο Μπάμπης Μιχάλης.

Σε μια πρωτοφανή για Αμερικανό πρόεδρο κίνηση, ο Τζο Μπάιντεν υποστήριξε ανοιχτά την προηγούμενη Κυριακή το δικαίωμα των εργαζομένων να διαπραγματεύονται συλλογικά και να ιδρύουν σωματείο. Σε μαγνητοσκοπημένο μήνυμά του παρείχε την απόλυτη στήριξή του στους έξι και πλέον χιλιάδες εργαζόμενους της τεράστιας αποθήκης της Amazon στο Μπέσεμερ της Αλαμπάμα, που από τις αρχές Φεβρουαρίου ψηφίζουν την ίδρυση σωματείου.

Η δημιουργία του θα τους εντάξει στο παναμερικανικό συνδικάτο Λιανικού, Χονδρικού Εμπορίου και Πολυκαταστημάτων που έχει μεγαλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα έναντι του κολοσσού. Η ψηφοφορία που διαρκεί 7 εβδομάδες και ολοκληρώνεται στο τέλος Μαρτίου έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση της Amazon, η οποία προσέλαβε «ειδικούς» προκειμένου να αποθαρρύνει κυρίως με πράξεις εκφοβισμού τους εργαζόμενους.

«Δεν θα έπρεπε να υπάρχει κανένας εκφοβισμός, κανένας εξαναγκασμός, καμία απειλή και αντισυνδικαλιστική προπαγάνδα. Κανένας εποπτεύων δεν έχει το δικαίωμα να αντιμετωπίζει τους εργαζόμενους βάσει των προτιμήσεών τους για τον συνδικαλισμό. Δεν είναι δουλειά μου να αποφασίσω αν κάποιος πρέπει να συμμετέχει στο σωματείο. Αλλά επιτρέψτε μου να είμαι ακόμη πιο σαφής: Δεν είναι ούτε δουλειά του εργοδότη. Η επιλογή της ένταξης σε ένα συνδικάτο εξαρτάται από τους εργαζόμενους – τελεία και παύλα», τόνισε ο Μπάιντεν.

Κάποιοι ιστορικοί μίλησαν για πρωτοφανή παρέμβαση Αμερικανού προέδρου, τονίζοντας ότι ακόμη και ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ (που στην προεδρία του τα συνδικάτα ήταν λόγω Νιου Ντιλ και οικονομίας του Πόλεμου πανίσχυρα) δεν είχε ποτέ παρέμβει φραστικά, και μάλιστα εν μέσω εκλογών υπέρ της δημιουργίας σωματείου.

Η κίνηση Μπάιντεν έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, αν συνεκτιμηθεί ότι στις δεκαετίες του 1930 και 1940 τα συνδικάτα είχαν πολύ μεγαλύτερη ισχύ από σήμερα. Το 1953, το 35,7% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα στις ΗΠΑ συμμετείχε σε κάποιο συνδικάτο, το 2020 μόλις το 6,3%.

Για να εκλεγεί πέρυσι ο Μπάιντεν στηρίχτηκε και στα μεγάλα συνδικάτα των ΗΠΑ. Υποσχέθηκε φιλικές προς τον συνδικαλισμό πολιτικές και φραστικά τουλάχιστον για την ώρα το πράττει. Το κυριακάτικο διάγγελμα συνιστά ώθηση για τη δημιουργία σωματείου όχι μόνο στην Αλαμπάμα, αλλά και για τις υπόλοιπες ΗΠΑ.

Βέβαια το ζητούμενο για τις ηγεσίες των συνδικάτων είναι με ποιες νομοθετικές παρεμβάσεις ο Μπάιντεν και η κυβέρνησή του θα στηρίξουν τον συνδικαλισμό και τα υπόλοιπα αιτήματα των εργαζομένων.

Αιχμή των τελευταίων αποτελεί αναμφίβολα η αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου από τα 7,5 δολάρια στα 15 δολάρια που την περασμένη Πέμπτη έφαγε… πόρτα από τη νομική σύμβουλο της Γερουσίας Ελίζαμπεθ ΜακΝτόναχ.

Η τελευταία έκρινε ότι η αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου, στην οποία αντιδρούν οι Ρεπουμπλικανοί, δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στο νέο πακέτο τόνωσης 1,9 τρισ. δολαρίων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, αν αυτή επιζητήσει κοινοβουλευτική διαδικασία έγκρισης Reconciliation (συμφιλίωσης).

Η εν λόγω διαδικασία λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία (50+1 ψήφοι) και επιταχύνει την ψήφιση των νόμων στη Γερουσία που αφορούν όμως μόνο δαπάνες, έσοδα και ομοσπονδιακό όριο χρέους. Aποτελεί το αντίδοτο για διαδικασίες κωλυσιεργίας (filibuster) που υιοθετούνται συνήθως από την αντιπολίτευση και έχουν στόχο το μπλοκάρισμα της ψηφοφορίας επί ενός νομοσχεδίου. Οι νομοθετικές διαδικασίες filibuster απαιτούν ενισχυμένη πλειοψηφία 60 ψήφων στη Γερουσία. Αυτό σημαίνει ότι μετά τη γνωμοδότηση της Μακ Ντόναχ, για να περάσει η αύξηση του κατώτατου μισθού στη Γερουσία χρειάζονται οι ψήφοι τουλάχιστον 10 Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών, κάτι απίθανο.

Ωστόσο υπάρχουν λύσεις, αρκεί τόσο ο Μπάιντεν όσο και κάποιοι γερουσιαστές του Δημοκρατικού Κόμματος να τις στηρίξουν. Η γνωμοδότηση της Μακ Ντόναχ δεν είναι δεσμευτική, έχει απλά συμβουλευτικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, οι Δημοκρατικοί της Γερουσίας μπορούν απλά να την αγνοήσουν και να επικυρώσουν το νομοσχέδιο για το πακέτο των 1,9 τρισ. -με την αύξηση του κατώτατου μισθού με πλειοψηφία 50+1 ψήφων.

Ενδεχόμενη ένσταση των Ρεπουμπλικανών μπορεί να απορριφθεί από την Κάμαλα Χάρις ή τον εκάστοτε προεδρεύοντα των Δημοκρατικών στη Γερουσία. Μια τέτοια στρατηγική, που ακολουθήθηκε αρκετές φορές νωρίτερα τόσο από τους Δημοκρατικούς όσο και από Ρεπουμπλικανούς προκειμένου να ξεπεραστεί το μπλόκο του filibuster, δεν βρίσκει ωστόσο σύμφωνους τουλάχιστον δύο μετριοπαθείς γερουσιαστές των Δημοκρατικών. Ο Μπάιντεν θα έπρεπε ίσως να τους τραβήξει το αυτί.

Από την άλλη πλευρά υπάρχει και η πρόταση του Μπέρνι Σάντερς και άλλων Δημοκρατικών γερουσιαστών, οι οποίοι προτείνουν θέσπιση φορολογικής ποινής για όσες μεγάλες επιχειρήσεις αμείβουν τους εργαζόμενους με λιγότερα από 15 δολάρια την ώρα και φοροελαφρύνσεις για τις μικρές επιχειρήσεις που θα το πράξουν.

 

Πηγή: efsyn.gr

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας