Ο Εργατικός Αγώνας ανταποκρινόμενος στην ανάγκη διάδοσης της μαρξιστικής λενινιστικής θεωρίας, όπως την ανέπτυξαν οι κλασικοί του μαρξισμού και στη συνέχεια την εφάρμοσε δημιουργικά ο Λένιν στην εποχή του ιμπεριαλισμού, ξεκινά να δημοσιεύσει αναρτήσεις κλασικών έργων τμηματικά, για να είναι περισσότερο εύχρηστα, ή ολόκληρων έργων αν το επιτρέπει η έκταση τους. Θα δημοσιεύσει επίσης γενικότερου ενδιαφέροντος άρθρα τους και επιστολές.
Οι δημοσιεύσεις θα είναι κατά θέμα ώστε να διαμορφώνεται ολοκληρωμένη, κατά το δυνατόν, αντίληψη.
Θεωρούμε την προβολή των κλασικών κειμένων ιδιαίτερης σημασίας στα πλαίσια υπεράσπισης της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας από τις απόπειρες αποσιώπησης και κυρίως διαστρέβλωσης της που στις μέρες μας παίρνει ενδημικό χαρακτήρα.
Αρχίζουμε σήμερα με την ανάρτηση του 1ου μέρους του έργου του Β. Ι. Λένιν «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» το οποίο αναφέρεται στα μονοπώλια.
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ
Η τεράστια ανάπτυξη της βιομηχανίας και η εξαιρετικά γοργή διαδικασία συγκέντρωσης της παραγωγής σε όλο και μεγαλύτερες επιχειρήσεις είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές ιδιότητες του καπιταλισμού. Οι σύγχρονες βιομηχανικές απογραφές δίνουν τα πιο πλήρη και τα πιο ακριβή στοιχεία γι’ αυτή τη διαδικασία.
Στη Γερμανία, λ.χ., σε κάθε χίλιες βιομηχανικές επιχειρήσεις υπήρχαν μεγάλες, δηλαδή με πάνω από 50 μισθωτούς εργάτες, 3 το 1882,6 το 1895 και 9 το 1907. Στις επιχειρήσεις αυτές αναλογούσαν από κάθε εκατό εργάτες: 22,30 και 37. Η συγκέντρωση όμως της παραγωγής είναι πολύ μεγαλύτερη από τη συγκέντρωση των εργατών, γιατί η εργασία είναι πολύ πιο παραγωγική στις μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτό μάς το δείχνουν τα στοιχεία για τις ατμοκίνητες μηχανές και τους ηλεκτρικούς κινητήρες. Αν πάρουμε αυτό που στη Γερμανία το λένε βιομηχανία με την πλατιά σημασία της λέξης, δηλαδή μαζί και το εμπόριο και τις συγκοινωνίες κλπ., θα έχουμε την παρακάτω εικόνα: Από 3.265.623 επιχειρήσεις της Γερμανίας οι 30.588, δηλαδή συνολικά 0,9%, είναι μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτές έχουν5,7 εκατομμύρια εργάτες από 14,4 εκατομμύρια εργάτες συνολικά, δηλαδή το 39,4%· 6,6 εκατομμύρια ατμόιππους από 8,8 εκατομμύρια συνολικά, δηλαδή το 75,3%· 1,2 εκατομμύρια κιλοβάτ ηλεκτρικής ενέργειας από 1,5 εκατομμύρια συνολικά, δηλαδή το 77,2%.
Λιγότερο από το ένα εκατοστό των επιχειρήσεων έχει πάνω από τα 3/4 της συνολικής κινητήριας δύναμης με ατμό και ηλεκτρισμό! Στα 2,97 εκατομμύρια μικρές (που έχουν ως πέντε μισθωτούς εργάτες) επιχειρήσεις, που αποτελούν το 91% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων, αναλογούν μόνο το 7% της κινητήριας δύναμης με ατμό και ηλεκτρισμό! Μερικές δεκάδες χιλιάδες μεγάλες επιχειρήσεις τα έχουν όλα. Εκατομμύρια μικρές επιχειρήσεις δεν έχουν τίποτε.
Το 1907, υπήρχαν στη Γερμανία 586 επιχειρήσεις με 1.000 και πάνω εργάτες. Οι επιχειρήσεις αυτές είχαν σχεδόν το ένα δέκατο (1,38 εκατομμύρια) του συνολικού αριθμού των εργατών και διέθεταν σχεδόν το ένα τρίτο (32%) της συνολικής κινητήριας δύναμης με ατμό και ηλεκτρισμό. Το χρηματιστικό κεφάλαιο και οι τράπεζες κάνουν, όπως θα δούμε, αυτή την υπεροχή της χούφτας των μεγαλύτερων επιχειρήσεων ακόμη πιο συντριπτική, και μάλιστα με την πιο κυριολεκτική σημασία της λέξης, δηλαδή εκατομμύρια μικροί, μεσαίοι, ακόμη και ένα μέρος των μεγάλων «νοικοκυραίων», αποδείχνονται στην πραγματικότητα απόλυτα υποδουλωμένοι σε μερικές εκατοντάδες εκατομμυριούχους-χρηματιστές.
Σε μια άλλη προηγμένη χώρα του σύγχρονου καπιταλισμού, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής, η ανάπτυξη της συγκέντρωσης της παραγωγής είναι ακόμη πιο ισχυρή. Εδώ η στατιστική ξεχωρίζει τη βιομηχανία με τη στενή σημασία της λέξης και ταξινομεί τις επιχειρήσεις ανάλογα με το μέγεθος της αξίας της χρονιάτικης παραγωγής. Το 1904, ο αριθμός των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, με παραγωγή αξίας 1 εκατομμυρίου δολαρίων και πάνω, ήταν 1.900 (από 216.180 συνολικά, δηλαδή το 0,9%). Οι επιχειρήσεις αυτές είχαν 1,4 εκατομμύρια εργάτες (από 5,5 εκατομμύρια συνολικά, δηλαδή το 25,6%) και 5,6 δισεκατομμύρια παραγωγή (από 14,8 δισεκατομμύρια συνολικά, δηλαδή το 38%). Ύστερα από 5 χρόνια, το 1909, οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι: 3.060 επιχειρήσεις (από 268.491 συνολικά, δηλαδή το 1,1%), με 2 εκατομμύρια εργάτες (από 6,6 εκατομμύρια συνολικά, δηλαδή το 30,5%) και με 9 δισεκατομμύρια παραγωγή (από 20,7 δισεκατομμύρια, δηλαδή το 43,8%).
Η μισή σχεδόν παραγωγή όλων των επιχειρήσεων της χώρας βρίσκεται βασικά στα χέρια του ενός εκατοστού του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων! Κι αυτές οι τρεις χιλιάδες επιχειρήσεις-γίγαντες αγκαλιάζουν 258 κλάδους βιομηχανίας. Από δω φαίνεται ότι η συγκέντρωση σε ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής της οδηγεί από μόνη της, μπορεί να πει κανείς, άμεσα στο μονοπώλιο. Γιατί μερικές δεκάδες γιγάντιες επιχειρήσεις μπορούν εύκολα να έλθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους, ενώ, από την άλλη μεριά, οι μεγάλες ακριβώς διαστάσεις των επιχειρήσεων δυσκολεύουν το συναγωνισμό και γεννούν την τάση προς το μονοπώλιο. Αυτή η μετατροπή του συναγωνισμού σε μονοπώλιο αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα φαινόμενα -αν όχι το σπουδαιότερο- της οικονομίας του νεότατου καπιταλισμού και είναι απαραίτητο να σταθούμε πιο λεπτομερειακά σ’ αυτό. Στην αρχή όμως πρέπει να παραμερίσουμε μια ενδεχόμενη παρανόηση.
Η αμερικανική στατιστική λέει: 3.000 γιγάντιες επιχειρήσεις σε 250κλάδους της βιομηχανίας. Σαν να υπάρχουν όλο-όλο από 12 πολύ μεγάλες επιχειρήσεις σε κάθε κλάδο.
Δεν είναι όμως έτσι. Δεν υπάρχουν σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας μεγάλες επιχειρήσεις· και από την άλλη μεριά, μια εξαιρετικά σπουδαία ιδιότητα του καπιταλισμού, που έχει φτάσει στην ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξης, είναι ο λεγόμενος συνδυασμός, δηλαδή η συνένωση σε μια επιχείρηση διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας, που αποτελούν είτε διαδοχικές βαθμίδες στην επεξεργασία της πρώτης ύλης (λ.χ., η παραγωγή χυτοσιδήρου από το μετάλλευμα και η κατεργασία του χυτοσιδήρου σε ατσάλι και παραπέρα ίσως η παραγωγή του ενός ή του άλλου έτοιμου προϊόντος από ατσάλι), είτε επεξεργασίες που παίζουν βοηθητικό ρόλο η μια σε σχέση με την άλλη (λ.χ., η κατεργασία απορριμμάτων ή δευτερευόντων προϊόντων, η παραγωγή ειδών συσκευασίας κλπ.).
«Ο συνδυασμός -γράφει ο Χίλφερντινγκ- ισοφαρίζει τις διακυμάνσεις της οικονομικής συγκυρίας και γι’ αυτό εξασφαλίζει στη συνδυασμένη επιχείρηση μεγαλύτερη σταθερότητα της νόρμας κέρδους. Δεύτερο, ο συνδυασμός έχει σαν αποτέλεσμα τον παραμερισμό του εμπορίου. Τρίτο, ο συνδυασμός κάνει δυνατές τις τεχνικές τελειοποιήσεις και συνεπώς την αποκόμιση πρόσθετου κέρδους σε σύγκριση με τις «καθαρές» (δηλαδή τις μη συνδυασμένες) επιχειρήσεις. Τέταρτο, στερεώνει τη θέση της συνδυασμένης επιχείρησης σε σύγκριση με τις «καθαρές», τη δυναμώνει στην πάλη του συναγωνισμού σε περίοδο ισχυρής ύφεσης (στασιμότητα στις δουλειές, κρίση) όταν η πτώση των τιμών των πρώτων υλών μένει πίσω από την πτώση των τιμών των έτοιμων εργοστασιακών προϊόντων».
Ο Γερμανός αστός οικονομολόγος Χάιμαν, που αφιέρωσε ειδικό έργο για την περιγραφή των «μικτών», δηλαδή των συνδυασμένων επιχειρήσεων στη γερμανική βιομηχανία σιδηροκατασκευών λέει: «Οι καθαρές επιχειρήσεις καταστρέφονται, συνθλιβόμενες από τις υψηλές τιμές των υλικών και τις χαμηλές τιμές των έτοιμων εργοστασιακών προϊόντων.» Έχουμε σαν αποτέλεσμα την παρακάτω εικόνα:
«Απόμειναν, από το ένα μέρος, οι μεγάλες εταιρίες κάρβουνου με παραγωγή που φτάνει σε αρκετά εκατομμύρια τόνους, που είναι γερά οργανωμένες στο συνδικάτο τους του κάρβουνου, και από το άλλο μέρος στα στενά συνδεμένα με αυτές τις εταιρίες μεγάλα χαλυβουργεία με το συνδικάτο τους του ατσαλιού. Οι γιγάντιες αυτές επιχειρήσεις με παραγωγή 400.000 τόνους ατσάλι το χρόνο (ο τόνος = 60 πούτια), με αντίστοιχη τεράστια εξόρυξη μεταλλεύματος και κάρβουνου, και με παραγωγή έτοιμων ειδών από ατσάλι, με 10.000 εργάτες, στρατωνισμένους σε εργοστασιακούς συνοικισμούς και με δικούς τους κάποτε σιδηροδρόμους και λιμάνια, αυτές οι γιγάντιες επιχειρήσεις είναι σήμερα ο αντιπροσωπευτικός τύπος της γερμανικής σιδηροβιομηχανίας. Και η συγκέντρωση τραβάει όλο και πιο μπροστά. Οι ξεχωριστές επιχειρήσεις γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες. Όλο και μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων του ίδιου ή διαφορετικών κλάδων της βιομηχανίας ενώνονται σε γιγάντιες επιχειρήσεις, που έχουν στήριγμα και καθοδηγητή τη μισή δωδεκάδα μεγάλες τράπεζες του Βερολίνου. Στην περίπτωση της γερμανικής μεταλλευτικής βιομηχανίας έχει αποδειχτεί με ακρίβεια η ορθότητα της θεωρίας του Καρλ Μαρξ για τη συγκέντρωση· είναι αλήθεια ότι αυτό αφορά μια χώρα όπου η βιομηχανία υποστηρίζεται με προστατευτικούς δασμούς και με χαμηλά μεταφορικά. Η μεταλλευτική βιομηχανία της Γερμανίας είναι ώριμη για απαλλοτρίωση».
Σ’ αυτό το συμπέρασμα όφειλε να καταλήξει, έστω και σαν εξαίρεση, ένας ευσυνείδητος αστός οικονομολόγος. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ξεχωρίζει κάπως η Γερμανία, επειδή η βιομηχανία της προστατεύεται από υψηλούς προστατευτικούς δασμούς. Το περιστατικό όμως αυτό μπορούσε μονάχα να επιταχύνει τη συγκέντρωση και το σχηματισμό μονοπωλιακών ενώσεων των επιχειρηματιών, καρτέλ, συνδικάτων κλπ. Έχει εξαιρετική σπουδαιότητα το γεγονός ότι στη χώρα του ελεύθερου εμπορίου, στην Αγγλία, η συγκέντρωση οδηγεί επίσης στο μονοπώλιο, αν και κάπως αργότερα και ίσως με άλλη μορφή. Να τι γράφει ο καθηγητής Χέρμαν Λεβί σε μια ειδική μελέτη: Μονοπώλια, καρτέλ και τραστ, με βάση τα στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη της Μεγάλης Βρετανίας:
«Στη Μεγάλη Βρετανία, οι μεγάλες ακριβώς διαστάσεις των επιχειρήσεων και το υψηλό τεχνικό τους επίπεδο κλείνουν μέσα τους την τάση προς το μονοπώλιο. Από τη μια μεριά, η συγκέντρωση είχε σαν αποτέλεσμα να χρειάζεται να ξοδευτούν τεράστια κεφάλαια για κάθε επιχείρηση· γι’ αυτό οι νέες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις από την άποψη των διαστάσεων των απαιτούμενων κεφαλαίων, πράγμα που δυσκολεύει την εμφάνισή τους. Από την άλλη όμως πλευρά (και αυτό το σημείο το θεωρούμε σπουδαιότερο) κάθε καινούργια επιχείρηση, που θέλει να συμβαδίζει με τις γιγάντιες επιχειρήσεις οι οποίες δημιουργήθηκαν με τη συγκέντρωση, πρέπει να παράγει τέτοια τεράστια πλεονάσματα προϊόντων, που η επικερδής πώλησή τους θα είναι κατορθωτή μόνο αν αυξάνει ασυνήθιστα η ζήτηση, σε αντίθετη όμως περίπτωση, τα πλεονάσματα αυτά των προϊόντων θα έριχναν τις τιμές σε επίπεδα που δε συμφέρουν ούτε στο καινούργιο εργοστάσιο ούτε στις μονοπωλιακές ενώσεις.» Σε διάκριση από τις άλλες χώρες, όπου οι προστατευτικοί δασμοί διευκολύνουν τη συγκρότηση καρτέλ, στην Αγγλία οι μονοπωλιακές ενώσεις των επιχειρηματιών, τα καρτέλ και τα τραστ, τις περισσότερες φορές παρουσιάζονται τότε μόνο, όταν οι συναγωνιζόμενες επιχειρήσεις δεν είναι περισσότερες «από κάνα δυο δωδεκάδες». «Η επίδραση της συγκέντρωσης στη γέννηση των μονοπωλίων στη μεγάλη βιομηχανία εκδηλώνεται εδώ με κρυστάλλινη καθαρότητα.»
Πριν από μισό αιώνα, όταν ο Μαρξ έγραφε το Κεφάλαιό του, η καταπληκτική πλειοψηφία των οικονομολόγων θεωρούσε τον ελεύθερο συναγωνισμό «φυσικό νόμο». Η επίσημη επιστήμη προσπάθησε με τη συνωμοσία της σιωπής να σκοτώσει το έργο του Μαρξ, που απόδειχνε με τη θεωρητική και ιστορική ανάλυση του καπιταλισμού ότι ο ελεύθερος συναγωνισμός γεννάει τη συγκέντρωση της παραγωγής, και αυτή η συγκέντρωση σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής της οδηγεί στο μονοπώλιο. Τώρα το μονοπώλιο είναι πια γεγονός. Οι οικονομολόγοι γράφουν βουνά από βιβλία, που περιγράφουν τις διάφορες εκδηλώσεις του μονοπωλίου και συνεχίζουν με μια φωνή να δηλώνουν ότι «ο μαρξισμός έχει αναιρεθεί». Τα γεγονότα όμως είναι πεισματάρικα πράγματα, όπως λέει μια αγγλική παροιμία, και, θες δε θες, είσαι υποχρεωμένος να τα υπολογίζεις. Τα γεγονότα δείχνουν ότι οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις διάφορες καπιταλιστικές χώρες, στο ζήτημα λόγου χάρη του προστατευτισμού ή του ελεύθερου εμπορίου, προκαθορίζουν ασήμαντες μονάχα διαφορές στη μορφή των μονοπωλίων ή στο χρόνο της εμφάνισής τους, ενώ η γέννηση του μονοπωλίου από τη συγκέντρωση γενικά της παραγωγής αποτελεί γενικό και βασικό νόμο του σύγχρονου σταδίου ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Για την Ευρώπη μπορεί να καθορίσει κανείς με αρκετή ακρίβεια το χρόνο της οριστικής αντικατάστασης του παλιού καπιταλισμού από τον καινούργιο: είναι ακριβώς οι αρχές του 20ού αιώνα. Σε μια από τις νεότατες συνοπτικές εργασίες σχετικά με την ιστορία «της δημιουργίας των μονοπωλίων» διαβάζουμε:
«Μπορεί ν’ αναφέρει κανείς ορισμένα παραδείγματα καπιταλιστικών μονοπωλίων της πριν από το 1860 περιόδου· μπορεί ν’ ανακαλύψει σ’ αυτά τα έμβρυα των μορφών εκείνων που μας είναι τόσο συνηθισμένες σήμερα· όμως όλα αυτά είναι αναμφίβολα προϊστορία των καρτέλ. Η πραγματική αρχή των σύγχρονων μονοπωλίων τοποθετείται το πολύ στη δεκαετία 1860- 1870. Η πρώτη μεγάλη περίοδος ανάπτυξης των μονοπωλίων αρχίζει με τη διεθνή ύφεση της βιομηχανίας στα 1870-1880 και επεκτείνεται ως τις αρχές της δεκαετίας 1890-1900». «Αν εξετάσει κανείς το ζήτημα σε ευρωπαϊκή κλίμακα, ο ελεύθερος συναγωνισμός φτάνει στο αποκορύφωμά του τις δεκαετίες 1860-1870 και 1870-1880. Τότε η Αγγλία αποπεράτωσε την οικοδόμηση της καπιταλιστικής της οργάνωσης παλιού τύπου. Στη Γερμανία, η οργάνωση αυτή έκανε αποφασιστική πάλη ενάντια στη βιοτεχνία και την οικοτεχνία και είχε αρχίσει να δημιουργεί τις δικές της μορφές ύπαρξης.»
«Η μεγάλη στροφή αρχίζει με το κραχ του 1873 ή πιο σωστά με την ύφεση που το ακολούθησε και που -με ένα μόλις διακρινόμενο διάλειμμα στις αρχές της δεκαετίας 1880-1890 και μια ασυνήθιστα ισχυρή, μα σύντομη άνοδο γύρω στο 1889- γεμίζει 22 χρόνια της ευρωπαϊκής οικονομικής ιστορίας». «Στη διάρκεια της σύντομης περιόδου της ανόδου του 1889-1890, τα καρτέλ χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό για την αξιοποίηση της συγκυρίας. Μια απερίσκεπτη πολιτική ύψωσε τις τιμές ακόμη πιο γρήγορα και ακόμη πιο απότομα απ’ ό,τι θα συνέβαινε αυτό χωρίς τα καρτέλ, και σχεδόν όλα αυτά τα καρτέλ έπεσαν άδοξα «στον τάφο της χρεοκοπίας». Πέρασε ακόμη μια πενταετία απραξίας και χαμηλών τιμών, όμως στη βιομηχανία δεν επικρατούσαν πια οι παλιές διαθέσεις. Την ύφεση δεν τη θεωρούσαν πια σαν κάτι το αυτονόητο, αλλά την έβλεπαν απλώς σαν μια ανάπαυλα πριν από μια νέα ευνοϊκή συγκυρία.
Έτσι, λοιπόν, η κίνηση των καρτέλ μπήκε στη δεύτερή της εποχή. Από παροδικό φαινόμενο τα καρτέλ γίνονται μια από τις βάσεις όλης της οικονομικής ζωής. Κατακτούν τον ένα τομέα της βιομηχανίας ύστερα από τον άλλο και πριν απ’ όλα την κατεργασία πρώτων υλών. Στις αρχές ήδη της δεκαετίας 1890-1900, τα καρτέλ επεξεργάστηκαν στην οργάνωση του οικονομικού συνδικάτου του κοκ -στο πρότυπό του δημιουργήθηκε αργότερα το συνδικάτο άνθρακος- μια τέτοια τεχνική των καρτέλ, που στην ουσία το κίνημα των καρτέλ από τότε δεν προωθήθηκε παραπέρα. Η μεγάλη άνοδος στα τέλη του 19ου αιώνα και η κρίση του 1900-1903 έχουν -τουλάχιστον όσον αφορά την εξορυκτική βιομηχανία και τη βιομηχανία σιδήρου- για πρώτη φορά εντελώς τη σφραγίδα των καρτέλ. Και αν τότε αυτό φαινόταν ακόμη σαν κάτι το καινούργιο, τώρα πια, για την πλατιά κοινωνική συνείδηση, έγινε μια αυτονόητη αλήθεια το ότι μεγάλοι τομείς της οικονομικής ζωής έχουν αφαιρεθεί κατά κανόνα από τον ελεύθερο συναγωνισμό.»
Έτσι, τα βασικά συμπεράσματα της ιστορίας των μονοπωλίων είναι: 1) 1860-1870 και 1870-1880-ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης του ελεύθερου συναγωνισμού. Τα μονοπώλια δεν είναι παρά έμβρυα που μόλις διακρίνονται. 2) Ύστερα από την κρίση του 1873 – μακρόχρονη περίοδος ανάπτυξης των καρτέλ, που αποτελούν όμως ακόμη εξαίρεση. Δεν είναι ακόμη σταθερά. Αποτελούν ακόμη παροδικό φαινόμενο. 3) Η άνοδος στα τέλη του 19ου αιώνα και η κρίση του 1900-1903: τα καρτέλ γίνονται μια από τις βάσεις όλης της οικονομικής ζωής. Ο καπιταλισμός μετατράπηκε σε ιμπεριαλισμό.
Τα καρτέλ κλείνουν συμφωνία για τους όρους πώλησης, για τις προθεσμίες πληρωμής κ.ά. Μοιράζονται μεταξύ τους τις περιοχές πώλησης. Καθορίζουν την ποσότητα των προϊόντων που πρέπει να παραχθούν. Κανονίζουν τις τιμές. Κατανέμουν τα κέρδη ανάμεσα στις διάφορες επιχειρήσεις κλπ.
Ο αριθμός των καρτέλ στη Γερμανία υπολογιζόταν σε 250 περίπου το 1896 και σε 385 το 1905, και συμμετείχαν σ’ αυτά πάνω-κάτω 12.000 επιχειρήσεις. Όλοι όμως παραδέχονται ότι οι αριθμοί αυτοί παρουσιάζονται πολύ μειωμένοι. Από τα στοιχεία της γερμανικής βιομηχανικής στατιστικής για το 1907, που αναφέραμε πιο πάνω, φαίνεται ότι αυτές μόνο οι 12.000 μεγαλύτερες επιχειρήσεις συγκεντρώνουν σίγουρα πάνω από το μισό της συνολικής κινητήριας δύναμης σε ατμό και ηλεκτρισμό. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής, ο αριθμός των τραστ υπολογιζόταν το 1900 σε 185 και το 1907 σε 250. Η αμερικανική στατιστική χωρίζει όλες τις βιομηχανικές επιχειρήσεις σε επιχειρήσεις που ανήκουν σε χωριστά άτομα, σε εταιρίες και ενώσεις. Στις τελευταίες ανήκαν το 1904 τα 23,6% και το 1909 τα 25,9%, δηλαδή πάνω από το ένα τέταρτο του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων. Στις επιχειρήσεις αυτές εργάζονταν το 1904 τα 70,6% των εργατών και το 1909 τα 75,6%, δηλαδή τα τρία τέταρτα του συνολικού αριθμού των εργατών οι διαστάσεις της παραγωγής ήταν 10,9 και 16,3 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή τα 73,7% και 79,0% της συνολικής παραγωγής.
Στα χέρια των καρτέλ και των τραστ συγκεντρώνονται συχνά τα επτά ως οκτώ δέκατα όλης της παραγωγής ενός δοσμένου κλάδου της βιομηχανίας. Όταν το 1893 ιδρύθηκε το συνδικάτο κάρβουνου Ρήνου-Βεστφαλίας συγκέντρωνε το 86,7% όλης της παραγωγής κάρβουνου της περιοχής, και το 1910 είχε φτάσει κιόλας το 95,4%. Το μονοπώλιο που δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζει τεράστια έσοδα και οδηγεί στο σχηματισμό τεχνικοπαραγωγικών μονάδων πελώριων διαστάσεων. Το περίφημο τραστ του πετρελαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες (Standard Oil Company) ιδρύθηκε το 1900. «Τα κεφάλαιά του έφταναν τα 150 εκατομμύρια δολάρια. Εκδόθηκαν κοινές μετοχές αξίας 100 εκατομμυρίων δολαρίων και προνομιούχες αξίας 106 εκατομμυρίων. Για τις τελευταίες πληρώθηκαν τα παρακάτω μερίσματα στην περίοδο 1900-907:48,48,45,44, 36,40,40,40%, συνολικά 367 εκατομμύρια δολάρια. Από το 1882 ως το 1907 το καθαρό κέρδος έφτασε τα 889 εκατομμύρια δολάρια, απ’ αυτά τα 606 εκατομμύρια πληρώθηκαν σαν μερίσματα και το υπόλοιπο πέρασε στο αποθεματικό κεφάλαιο». «Σε όλες τις επιχειρήσεις του τραστ του ατσαλιού (United States Steel Corporation) απασχολούνταν το 1907 όχι λιγότεροι από 210.180 εργάτες και υπάλληλοι. Η πιο μεγάλη επιχείρηση της γερμανικής μεταλλευτικής βιομηχανίας, η εταιρία του Γκελζενκίρχεν (Gelsenkirchener Bergwerksgesselschaft), απασχολούσε το 1908 46.048 εργάτες και υπαλλήλους». Το 1902, το τραστ του ατσαλιού παρήγαγε κιόλας 9 εκατομμύρια τόνους ατσάλι. Το ατσάλι που παρήγαγε αποτελούσε το 1901 τα 66,3% και το 1908 τα 56,1% όλης της παραγωγής ατσαλιού των Ηνωμένων Πολιτειών· η εξόρυξη μεταλλεύματος αποτελούσε το 43,9% και το 46,3% για τις ίδιες χρονιές.
Η έκθεση της αμερικανικής κυβερνητικής επιτροπής για τα τραστ λέει: «Η υπεροχή τους απέναντι στους ανταγωνιστές τους στηρίζεται στις μεγάλες διαστάσεις των επιχειρήσεών τους και στον υπέροχο τεχνικό εξοπλισμό τους. Το τραστ του καπνού, από την αρχή ακόμη της ίδρυσής του, κατέβαλε όλες του τις προσπάθείες για ν’ αντικαταστήσει σε πλατιά έκταση τη χειρωνακτική εργασία με την εργασία των μηχανών. Για το σκοπό αυτό, αγόραζε όλα τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας που είχαν κάποια σχέση με την επεξεργασία του καπνού και ξόδευε γι’ αυτό τεράστια ποσά. Πολλά διπλώματα ευρεσιτεχνίας αποδείχνονταν στην αρχή άχρηστα και χρειαζόταν να τα επανεπεξεργαστούν οι μηχανικοί που βρίσκονταν στην υπηρεσία του τραστ. Στα τέλη του 1906, ιδρύθηκαν δυο θυγατρικές εταιρίες – με τον αποκλειστικό σκοπό ν’ αγοράζουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Για τον ίδιο σκοπό, το τραστ δημιούργησε δικά του χυτήρια, εργοστάσια για την κατασκευή μηχανών και εργαστήρια επισκευών. Μια απ’ αυτές τις επιχειρήσεις, στο Μπρούκλιν, απασχολεί κατά μέσο όρο 300 εργάτες. Εδώ δοκιμάζονται οι εφευρέσεις για την παραγωγή τσιγάρων, μικρών πούρων, ταμπάκου, φύλλων κασσίτερου για τη συσκευασία των κουτιών κλπ. Εδώ τελειοποιούνται επίσης οι εφευρέσεις». «Και άλλα τραστ έχουν στην υπηρεσία τους τούς λεγάμενους developing engineers (μηχανικούς για την ανάπτυξη της τεχνικής), που καθήκον τους είναι να εφευρίσκουν καινούργιες μεθόδους παραγωγής και να δοκιμάζουν τις τεχνικές βελτιώσεις. Το τραστ χαλυβουργίας πληρώνει στους μηχανικούς και στους εργάτες του μεγάλα βραβεία για εφευρέσεις που μπορούν ν’ ανεβάσουν την τεχνική ή να μειώσουν τα έξοδα παραγωγής».
Με παρόμοιο τρόπο είναι οργανωμένη η δουλειά για τις τεχνικές τελειοποιήσεις στη γερμανική μεγάλη βιομηχανία, λ.χ., στη χημική, που είχε τόσο γιγάντια ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες. Ακόμη, από το 1908, η διαδικασία συγκέντρωσης της παραγωγής είχε δημιουργήσει σ’ αυτή τη βιομηχανία δυο κύριες «ομάδες», που με το δικό τους τρόπο πλησίαζαν επίσης στο μονοπώλιο. Στην αρχή, οι ομάδες αυτές ήταν «διμερείς ενώσεις» από δυο ζευγάρια μεγάλα εργοστάσια, που το καθένα τους είχε κεφάλαιο 20-21 εκατομμύρια μάρκα: από τη μια μεριά, το πρώην εργοστάσιο Μάιστερ στο Χεχστ και το εργοστάσιο Κασέλα στη Φραγκφούρτη του Μάιν, από την άλλη, το εργοστάσιο ανιλίνης και σόδας στο Λουντβιγκσχάφεν και το πρώην εργοστάσιο Μπάγερ στο Έλμπερφελντ. Οι ομάδες αυτές έκλεισαν αργότερα συμφωνία, η καθεμιά με ένα ακόμη μεγάλο εργοστάσιο, η πρώτη το 1905 και η δεύτερη το 1908. Έτσι δημιουργήθηκαν δυο «τριμερείς ενώσεις» με κεφάλαιο 40-50 εκατομμύρια μάρκα η καθεμιά και ανάμεσα σ’ αυτές τις «ενώσεις» άρχισε ήδη η «προσέγγιση», «οι συμφωνίες» για τις τιμές κλπ.
Ο συναγωνισμός μετατρέπεται σε μονοπώλιο. Το αποτέλεσμα είναι μια τεράστια πρόοδος στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Ιδιαίτερα κοινωνικοποιείται και η διαδικασία των τεχνικών εφευρέσεων και τελειοποιήσεων.
Αυτό πια δεν είναι καθόλου ο παλιός ελεύθερος συναγωνισμός των σκόρπιων και άγνωστων μεταξύ τους εργοστασιαρχών, που παράγουν για την κατανάλωση σε μια άγνωστη αγορά. Η συγκέντρωση έφτασε στο σημείο που μπορεί να γίνει ένας κατά προσέγγιση υπολογισμός όλων των πηγών πρώτων υλών (λόγου χάρη των κοιτασμάτων σιδηρομεταλλεύματος) σε μια δοσμένη χώρα και ακόμη, όπως θα δούμε, σε μια σειρά χώρες και σ’ όλο τον κόσμο. Και όχι μόνο γίνεται ένας τέτοιος υπολογισμός, αλλά αυτές τις πηγές τις αρπάζουν στα χέρια τους οι γιγάντιες μονοπωλιακές ενώσεις. Γίνεται ένας κατά προσέγγιση υπολογισμός των διαστάσεων της αγοράς, που, ύστερα από συμφωνία, τη «μοιράζονται» μεταξύ τους αυτές οι ενώσεις. Μονοπωλούνται οι ειδικευμένες εργατικές δυνάμεις, μισθώνονται οι καλύτεροι μηχανικοί, αρπάζονται οι δρόμοι και τα μέσα επικοινωνίας – οι σιδηρόδρομοι στην Αμερική, οι ατμοπλοϊκές εταιρίες στην Ευρώπη και την Αμερική. Ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο οδηγεί άμεσα στην πιο ολόπλευρη κοινωνικοποίηση της παραγωγής, τραβάει, μπορούμε να πούμε, τους καπιταλιστές, παρά τη θέληση και τη συνείδησή τους, σε κάποια νέα κοινωνική κατάσταση πραγμάτων, που είναι μεταβατική από την πλήρη ελευθερία του συναγωνισμού προς την πλήρη κοινωνικοποίηση.
Η παραγωγή γίνεται κοινωνική, η ιδιοποίηση όμως μένει ατομική. Τα κοινωνικά μέσα παραγωγής παραμένουν ατομική ιδιοκτησία ενός μικρού αριθμού προσώπων. Τα γενικά πλαίσια του τυπικά αναγνωρισμένου ελεύθερου συναγωνισμού παραμένουν και η καταπίεση των λίγων μονοπωλητών πάνω στον υπόλοιπο πληθυσμό γίνεται εκατό φορές πιο βαριά, πιο αισθητή και πιο αβάσταχτη.
Ο Γερμανός οικονομολόγος Κέστνερ αφιέρωσε ειδικό έργο στην «πάλη ανάμεσα στα καρτέλ και στις έξω από τα καρτέλ εταιρίες», δηλαδή στους επιχειρηματίες που δεν μπήκαν στα καρτέλ. Το έργο αυτό το ονόμασε Ο εξαναγκασμός για οργάνωση, ενώ θα έπρεπε να μιλάει, αν δε θέλει φυσικά να εξωραΐσει τον καπιταλισμό, για εξαναγκαστική υποταγή στις ενώσεις των μονοπωλητών. Θα είναι διδακτικό να ρίξουμε μια ματιά έστω και μόνο στην απαρίθμηση των μέσων της σύγχρονης, νεότατης, πολιτισμένης πάλης για «οργάνωση», στην οποία καταφεύγουν οι ενώσεις των μονοπωλητών: 1) στέρηση των πρώτων υλών («.. .είναι μια από τις σπουδαιότερες μεθόδους για την εξαναγκαστική προσχώρηση στο καρτέλ»)· 2) στέρηση των εργατικών χεριών με τις «συνεργασίες» (δηλαδή με συμφωνίες των καπιταλιστών με τις εργατικές ενώσεις, για να πιάνουν οι εργάτες δουλειά μόνο σε επιχειρήσεις που ανήκουν στο καρτέλ)· 3) στέρηση του εφοδιασμού· 4) αποκλεισμός από την αγορά κατανάλωσης· 5) συμφωνία με τον αγοραστή να έχει εμπορικές σχέσεις αποκλειστικά με τα καρτέλ· 6) σχεδιασμένη μείωση των τιμών (για την καταστροφή των «εξωκαρτελικών», δηλαδή των επιχειρήσεων που δεν υποτάσσονται στους μονοπωλητές, ξοδεύονται εκατομμύρια για να πωλούνται επί ορισμένο χρονικό διάστημα τα εμπορεύματα σε τιμές κάτω από το κόστος. Στη βιομηχανία της βενζίνης υπήρξαν παραδείγματα μείωσης των τιμών από 40 σε 22 μάρκα, δηλαδή σχεδόν στο μισό!)· 7) στέρηση της πίστωσης· 8) κήρυξη μποϊκοτάζ.
Δεν έχουμε πια μπροστά μας την πάλη του συναγωνισμού των μικρών και των μεγάλων, των τεχνικά καθυστερημένων και των τεχνικά προοδευμένων επιχειρήσεων. Έχουμε μπροστά μας το πνίξιμο από τους μονοπωλητές εκείνων που δεν υποτάσσονται στα μονοπώλια, στο ζυγό τους, στην αυθαιρεσία τους. Να πώς αντανακλάται η διαδικασία αυτή στη συνείδηση ενός αστού οικονομολόγου:
«Ακόμη και μέσα στη σφαίρα της καθαρά οικονομικής δραστηριότητας -γράφει ο Κέστνερ- γίνεται μια ορισμένη μετατόπιση από την εμπορική δραστηριότητα, με την προηγούμενή της έννοια, στην οργανωτικο-κερδοσκοπική. Τη μεγαλύτερη επιτυχία δεν την έχει ο έμπορος που, στηριζόμενος στην τεχνική και εμπορική του πείρα, ξέρει να υπολογίζει καλύτερα τις ανάγκες των πελατών και που είναι σε θέση να βρίσκει και, μπορεί να πει κανείς, να «θέτει σε ενέργεια» τη ζήτηση, η οποία βρίσκεται σε υπολανθάνουσα κατάσταση, αλλά η κερδοσκοπική μεγαλοφυΐα (;!), που είναι σε θέση να υπολογίζει από πριν ή έστω και να προαισθάνεται μόνο την οργανωτική ανάπτυξη και τη δυνατότητα ορισμένων σχέσεων ανάμεσα στις ξεχωριστές επιχειρήσεις και στις τράπεζες…».
Αυτό, μεταφρασμένο σε ανθρώπινη γλώσσα, σημαίνει: η ανάπτυξη του καπιταλισμού έφτασε στο σημείο που, αν και η εμπορευματική παραγωγή «βασιλεύει» όπως και πριν και θεωρείται η βάση όλης της οικονομίας, στην πραγματικότητα όμως έχει πια υποσκαφτεί και τα κυριότερα κέρδη πάνε στις «μεγαλοφυΐες» των χρηματικών μηχανορραφιών. Αυτές οι μηχανορραφίες και κατεργαριές έχουν για βάση τους την κοινωνικοποίηση της παραγωγής, η τεράστια όμως πρόοδος της ανθρωπότητας, που με τη δουλειά της έφτασε ως αυτή την κοινωνικοποίηση, πάει προς όφελος… των κερδοσκόπων. Θα δούμε παρακάτω πώς «πάνω σ’ αυτή τη βάση» η μικροαστική-αντιδραστική κριτική του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού ονειρεύεται την επιστροφή προς τα πίσω, προς τον «ελεύθερο», «ειρηνικό», «τίμιο» συναγωνισμό.
«Συνεχής άνοδος των τιμών σαν αποτέλεσμα της δημιουργίας των καρτέλ -λέει ο Κέστνερ- παρατηρήθηκε ως τώρα μονάχα στα σπουδαιότερα μέσα παραγωγής, κυρίως στο πετροκάρβουνο, στο σίδερο, στο κάλιο, ενώ, αντίθετα, ποτέ δεν παρατηρήθηκε στα έτοιμα προϊόντα. Η αύξηση των κερδών, λόγω της ανόδου αυτής των τιμών περιοριζόταν επίσης στη βιομηχανία που παράγει μέσα παραγωγής. Αυτή η παρατήρηση πρέπει να συμπληρωθεί ακόμη με το ότι η βιομηχανία επεξεργασίας πρώτων υλών (και όχι ημικατεργασμένων προϊόντων) με τη δημιουργία καρτέλ δε βγάζει όφελος μόνο με τη μορφή υψηλών κερδών σε βάρος της βιομηχανίας που ασχολείται με την παραπέρα επεξεργασία των ημικατεργασμένων προϊόντων, μα και απόκτησε απέναντι της κάποια θέση κυριαρχίας, πράγμα που δεν υπήρχε στις συνθήκες του ελεύθερου συναγωνισμού.»
Οι λέξεις που υπογραμμίζουμε δείχνουν την ουσία του ζητήματος, που τόσο ανόρεκτα και σπάνια την παραδέχονται οι αστοί οικονομολόγοι και που με τόσο ζήλο προσπαθούν να την αποφύγουν και να μη της δώσουν προσοχή οι σημερινοί υπερασπιστές του οπορτουνισμού με τον Κ. Κάουτσκι επικεφαλής. Η σχέση κυριαρχίας και η βία που συνεπάγεται – αυτό είναι το χαρακτηριστικό της «νεότατης φάσης στην ανάπτυξη του καπιταλισμού», αυτό έπρεπε αναπόφευκτα να προκύψει και πρόκυψε από τη δημιουργία των παντοδύναμων οικονομικών μονοπωλίων.
Θα αναφέρουμε ακόμη ένα παράδειγμα που δείχνει πώς κυριαρχούν τα καρτέλ. Εκεί όπου μπορούν ν’ αρπάξουν στα χέρια τους όλες ή τις κυριότερες πηγές πρώτων υλών, η εμφάνιση των καρτέλ και η δημιουργία μονοπωλίων είναι πολύ εύκολη. Θα ήταν όμως λάθος να νομίσουμε ότι τα μονοπώλια δεν παρουσιάζονται και σε άλλους κλάδους της βιομηχανίας, όπου δεν μπορούν να βάλουν στο χέρι τις πηγές των πρώτων υλών. Στη βιομηχανία τσιμέντου, η πρώτη ύλη βρίσκεται παντού. Κι αυτή όμως η βιομηχανία έχει καρτελοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό στη Γερμανία. Τα εργοστάσια έχουν ενωθεί σε συνδικάτα κατά περιοχές: νοτιογερμανικό, του Ρήνου-Βεστφαλίας κλπ. Έχουν καθιερωθεί μονοπωλιακές τιμές: 230-280 μάρκα το βαγόνι, ενώ το κόστος είναι 180 μάρκα! Οι επιχειρήσεις δίνουν μερίσματα 12- 16%. Παράλληλα όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι «μεγαλοφυΐες» της σύγχρονης κερδοσκοπίας ξέρουν να τσεπώνουν μεγάλα ποσά από τα κέρδη, έξω από εκείνα που κατανέμονται στα μερίσματα. Οι μονοπωλητές για να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό σε μια τόσο επικερδή βιομηχανία, καταφεύγουν ακόμη και στο δόλο: διαδίδουν ψεύτικες φήμες για την κακή κατάσταση της βιομηχανίας, δημοσιεύουν ανώνυμες αγγελίες στις εφημερίδες: «Κεφαλαιούχοι! αποφεύγετε να τοποθετείτε κεφάλαια στη βιομηχανία τσιμέντου.» Τέλος, αγοράζουν τις επιχειρήσεις των «εξωμονοπωλιακών» (δηλαδή των επιχειρηματιών που δε συμμετέχουν στα συνδικάτα), τους πληρώνουν 60-80-150 χιλιάδες μάρκα «αέρα». Το μονοπώλιο ανοίγει το δρόμο του παντού και με όλα τα μέσα, αρχίζοντας από τη «σεμνή» πληρωμή του «αέρα» και τελειώνοντας στην αμερικανική «χρησιμοποίηση» του δυναμίτη ενάντια στον ανταγωνιστή.
Η εξάλειψη των κρίσεων με τα καρτέλ είναι παραμύθι των αστών οικονομολόγων που προσπαθούν να εξωραΐζουν με κάθε θυσία τον καπιταλισμό. Αντίθετα, το μονοπώλιο που δημιουργείται σε μερικούς κλάδους της βιομηχανίας δυναμώνει και οξύνει το χάος που χαρακτηρίζει όλη την καπιταλιστική παραγωγή στο σύνολό της. Η έλλειψη αντιστοιχίας στην ανάπτυξη της γεωργίας και της βιομηχανίας, που χαρακτηρίζει γενικά τον καπιταλισμό, γίνεται ακόμη μεγαλύτερη. Η προνομιούχος θέση της πιο καρτελοποιημένης, της λεγάμενης βαριάς βιομηχανίας και κυρίως του κάρβουνου και του σίδερου, οδηγεί τους άλλους κλάδους της βιομηχανίας «σε ακόμη μεγαλύτερη έλλειψη προγραμματισμού», όπως ομολογεί ο Γιάιντελς, που έχει γράψει ένα από τα καλύτερα έργα για τις «σχέσεις των μεγάλων γερμανικών τραπεζών με τη βιομηχανία».
«Όσο πιο αναπτυγμένη είναι μια εθνική οικονομία -γράφει ο Λίφμαν, ο ξετσίπωτος συνήγορος του καπιταλισμού- τόσο περισσότερο στρέφεται σε πιο ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις ή σε επιχειρήσεις στο εξωτερικό, σε τέτοιες που χρειάζεται πολύς καιρός για ν’ αναπτυχθούν, ή, τέλος, σε τέτοιες που έχουν μόνο τοπική σημασία». Η αύξηση του κινδύνου συνδέεται σε τελευταία ανάλυση με το γιγάντιο μεγάλωμα του κεφαλαίου, που, μπορούμε να πούμε, ξεχειλίζει, τρέχει στο εξωτερικό κλπ. Και ταυτόχρονα η εντατικά γοργή ανάπτυξη της τεχνικής φέρνει μαζί της ολοένα και περισσότερα στοιχεία αναντιστοιχίας ανάμεσα στις διάφορες πλευρές της εθνικής οικονομίας, στοιχεία χάους και κρίσεων. «Ίσως -αναγκάζεται να παραδεχτεί ο ίδιος ο Λίφμαν- στο κοντινό μέλλον να επιφυλάσσονται πάλι στην ανθρωπότητα νέες μεγάλες ανατροπές στον τομέα της τεχνικής, που θ’ ασκήσουν την επίδρασή τους και στην οργάνωση της εθνικής οικονομίας».. . ηλεκτρισμός, αερόπλοια… «Συνήθως και κατά γενικό κανόνα σε τέτοιες εποχές ριζικών οικονομικών αλλαγών αναπτύσσεται μεγάλη κερδοσκοπία.. .»
Και οι κρίσεις -κάθε είδους, πιο συχνά απ’ όλες οι οικονομικές, όχι όμως μόνο οι οικονομικές- δυναμώνουν με τη σειρά τους σε τεράστιες διαστάσεις την τάση για συγκέντρωση και για μονοπώλιο. Να ένας εξαιρετικά διδακτικός συλλογισμός του Γιάιντελς για τη σημασία της κρίσης του 1900, της κρίσης που, όπως ξέρουμε, αποτέλεσε σημείο στροφής στην ιστορία των νεότερων μονοπωλίων:
«Η κρίση του 1900 βρήκε, παράλληλα με τις γιγάντιες επιχειρήσεις των κυριότερων κλάδων της βιομηχανίας, και πολλές επιχειρήσεις με απαρχαιωμένη, σύμφωνα με τις σημερινές αντιλήψεις, οργάνωση, “καθαρές επιχειρήσεις” («δηλαδή όχι συνδυασμένες»), «που τις είχε ανεβάσει και αυτές προς τα πάνω το κύμα της βιομηχανικής ανόδου. Η πτώση των τιμών, η ελάττωση της ζήτησης, έφεραν αυτές τις “καθαρές” επιχειρήσεις σε τόσο δύσκολη θέση, που είτε δεν έθιξε καθόλου τις συνδυασμένες γιγάντιες επιχειρήσεις είτε τις έθιξε για πολύ λίγο διάστημα. Γι’ αυτό το λόγο, η τελευταία κρίση του 1900 οδήγησε στη βιομηχανική συγκέντρωση σε ασύγκριτα μεγαλύτερο βαθμό παρά η κρίση του 1873: η τελευταία αυτή κρίση είχε επίσης προκαλέσει μια ορισμένη επιλογή των καλυτέρων επιχειρήσεων, με το επίπεδο όμως της τεχνικής εκείνης της εποχής, η επιλογή αυτή δεν μπόρεσε να οδηγήσει στο μονοπώλιο των επιχειρήσεων, που κατάφεραν να βγουν νικηφόρες από την κρίση. Τέτοιο ακριβώς μακρόχρονο μονοπώλιο, και μάλιστα σε υψηλό βαθμό, κατέχουν οι γιγάντιες επιχειρήσεις της σημερινής μεγάλης σιδηροβιομηχανίας και ηλεκτροβιομηχανίας χάρη στην εξαιρετικά σύνθετη τεχνική τους, στην οργάνωσή τους σε πλατιά κλίμακα και στην ισχύ του κεφαλαίου τους, και μετά σε μικρότερο βαθμό και οι επιχειρήσεις μηχανοκατασκευών και μερικών κλάδων της βιομηχανίας μετάλλου, επικοινωνιών κλπ.».
Μονοπώλιο – να η τελευταία λέξη της «νεότατης φάσης ανάπτυξης του καπιταλισμού». Οι παραστάσεις μας όμως για την πραγματική δύναμη και σημασία των σύγχρονων μονοπωλίων θα ήταν πολύ ανεπαρκείς, ατελείς και μειωμένες, αν δεν παίρναμε υπόψη το ρόλο των τραπεζών.