Ο Εργατικός Αγώνας ανταποκρινόμενος στην ανάγκη διάδοσης της μαρξιστικής λενινιστικής θεωρίας, όπως την ανέπτυξαν οι κλασικοί του μαρξισμού και στη συνέχεια την εφάρμοσε δημιουργικά ο Λένιν στην εποχή του ιμπεριαλισμού, δημοσιεύει αναρτήσεις κλασικών έργων τμηματικά, για να είναι περισσότερο εύχρηστα και αξιοποιήσιμα τα κείμενα, ή ολόκληρων έργων αν το επιτρέπει η έκταση τους. Θα δημοσιεύσει επίσης γενικότερου ενδιαφέροντος άρθρα τους και επιστολές.
Οι δημοσιεύσεις θα είναι κατά θέμα ώστε να διαμορφώνεται ολοκληρωμένη, κατά το δυνατόν, αντίληψη.
Θεωρούμε την προβολή των κλασικών κειμένων ιδιαίτερης σημασίας στα πλαίσια υπεράσπισης της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας από τις απόπειρες αποσιώπησης και κυρίως διαστρέβλωσης της που στις μέρες μας παίρνει ενδημικό χαρακτήρα.
Συνεχίζουμε σήμερα με την ανάρτηση του 2ου μέρους του έργου του Β. Ι. Λένιν «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» το οποίο αναφέρεται στις τράπεζες.
ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΤΟΥΣ ΡΟΛΟΣ
Η βασική και η πρωταρχική πράξη των τραπεζών είναι η μεσολάβηση στις πληρωμές. Σε σχέση μ’ αυτό, οι τράπεζες μετατρέπουν το αδρανές χρηματικό κεφάλαιο σε ενεργό, δηλαδή σε κεφάλαιο που φέρνει κέρδος, συγκεντρώνουν τα χρηματικά έσοδα όλων των ειδών και τα θέτουν στη διάθεση της τάξης των καπιταλιστών.
Στο βαθμό που αναπτύσσεται η τραπεζική δραστηριότητα και συγκεντρώνεται σε λίγα ιδρύματα, οι τράπεζες μετεξελίσσονται από το μετριόφρονα ρόλο των μεσολαβητών σε πανίσχυρους μονοπωλητές, που διαθέτουν σχεδόν όλο το χρηματικό κεφάλαιο του συνόλου των καπιταλιστών και των μικρονοικοκυραίων, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των μέσων παραγωγής και των πηγών πρώτων υλών σε μια δοσμένη χώρα ή σε μια ολόκληρη σειρά χωρών. Αυτή η μετατροπή των πολυάριθμων μετριόφρονων μεσολαβητών σε μια χούφτα μονοπωλητές αποτελεί μια από τις βασικές διαδικασίες της μετεξέλιξης του καπιταλισμού σε καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό και γι’ αυτό θα πρέπει θα σταθούμε, πριν απ’ όλα, στη συγκέντρωση των τραπεζών.
Στα 1907-8, οι καταθέσεις σ’ όλες τις μετοχικές τράπεζες της Γερμανίας, που είχαν πάνω από ένα εκατομμύριο μάρκα κεφάλαιο, έφταναν τα 7 δισεκατομμύρια μάρκα. Στα 1912-3 είχαν φτάσει κιόλας τα 9,8 δισεκατομμύρια. Μέσα σε πέντε χρόνια έχουμε αύξηση κατά 40%. Παράλληλα, απ’ αυτά τα 2,8 δισεκατομμύρια αύξηση, τα 2,75 δισεκατομμύρια αναλογούν σε 57 τράπεζες, με κεφάλαιο πάνω από 10 εκατομμύρια μάρκα. Η κατανομή των καταθέσεων ανάμεσα στις μεγάλες και τις μικρές τράπεζες ήταν η παρακάτω:
Οι μικρές τράπεζες έχουν εκτοπιστεί από τις μεγάλες, από τις οποίες μόνο εννιά συγκεντρώνουν σχεδόν τις μισές απ’ όλες τις καταθέσεις. Εδώ όμως δεν πάρθηκαν ακόμη υπόψη πάρα πολλά πράγματα, όπως λόγου χάρη μετατροπή ολόκληρης σειράς μικρών τραπεζών σε πραγματικά παραρτήματα των μεγάλων κλπ., που γι’ αυτό θα μιλήσουμε παρακάτω.
Στα τέλη του 1913, ο Σούλτσε-Γκέβερνιτς υπολόγιζε τις καταθέσεις στις 9 μεγάλες τράπεζες του Βερολίνου σε 5,1 δισεκατομμύρια μάρκα μέσα σε σύνολο καταθέσεων 10 περίπου δισεκατομμυρίων. Παίρνοντας υπόψη όχι μόνο τις καταθέσεις, μα όλο το τραπεζικό κεφάλαιο, ο ίδιος συγγραφέας έγραφε: «Στα τέλη του 1909, οι 9 μεγάλες τράπεζες του Βερολίνου, μαζί με τις υπαγόμενες σ’ αυτές τράπεζες, διαχειρίζονταν 11,3 δισεκατομμύρια μάρκα, δηλαδή περίπου τα 83% του συνολικού γερμανικού τραπεζικού κεφαλαίου. Η «Γερμανική Τράπεζα» («Deutsche Bank»), που διαχειρίζεται μαζί με τις υπαγόμενες σ’αυτήν τράπεζες περίπου 3 δισεκατομμύρια μάρκα, αποτελεί, δίπλα στην πρωσική Διεύθυνση των κρατικών σιδηροδρόμων, τη μεγαλύτερη, και παράλληλα σε υψηλό βαθμό αποσυγκεντρωμένη συσσώρευση κεφαλαίου του παλιού κόσμου».
Υπογραμμίσαμε την υπόδειξη σχετικά με τις «υπαγόμενες» τράπεζες, γιατί αυτή αφορά ένα από τα σπουδαιότερα διακριτικά χαρακτηριστικά της νεότατης καπιταλιστικής συγκέντρωσης. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, κυρίως οι τράπεζες, δεν καταβροχθίζουν μόνο κατευθείαν τις μικρές, μα και τις «συνδέουν» μαζί τους, τις υποτάσσουν, τις συμπεριλαβαίνουν στη «δική τους» ομάδα, στο δικό τους «κοντσέρν» -όπως λέει η τεχνική ορολογία- με τη «συμμετοχή» στα κεφάλαιά τους, με την αγορά ή την ανταλλαγή μετοχών, με το σύστημα των χρεωστικών σχέσεων κλπ., κλπ. Ο καθηγητής Λίφμαν αφιέρωσε μια ολόκληρη τεράστια «εργασία» από μισή χιλιάδα σελίδες για την περιγραφή των σύγχρονων «εταιριών συμμετοχής και χρηματοδότησης», προσθέτοντας, δυστυχώς, πολύ κατώτερης ποιότητας «θεωρητικούς» συλλογισμούς στο συχνά κακοχωνεμένο ανεπεξέργαστο υλικό. Σε ποιο αποτέλεσμα με την έννοια της συγκέντρωσης οδηγεί αυτό το σύστημα της «συμμετοχής», φαίνεται καλύτερα από καθετί άλλο στο έργο του τραπεζικού «παράγοντα» Ρίσερ για τις μεγάλες γερμανικές τράπεζες. Πριν περάσουμε όμως στα στοιχεία που δίνει, θα αναφέρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα για το σύστημα της «συμμετοχής».
Η «ομάδα» της «Γερμανικής Τράπεζας» είναι μια από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη απ’ όλες τις ομάδες των μεγάλων τραπεζών. Για να πάρουμε υπόψη τα κύρια νήματα που συνδέουν μαζί όλες τις τράπεζες αυτής της ομάδας, πρέπει να ξεχωρίσουμε «συμμετοχή» πρώτου, δεύτερου και τρίτου βαθμού, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, εξάρτηση (των πιο μικρών τραπεζών από τη «Γερμανική Τράπεζα») πρώτου, δευτέρου και τρίτου βαθμού. Έτσι έχουμε την παρακάτω εικόνα:
Στον αριθμό των 8 τραπεζών «με εξάρτηση πρώτου βαθμού», που υποτάσσονται στη «Γερμανική Τράπεζα» «από καιρό σε καιρό», ανήκουν τρεις τράπεζες του εξωτερικού: μια αυστριακή (η «Τραπεζική Ένωση» της Βιέννης-«Bankverein») και δυο ρωσικές (η Εμπορική Τράπεζα της Σιβηρίας και η Ρωσική Τράπεζα Εξωτερικού Εμπορίου). Συνολικά στην ομάδα της «Γερμανικής Τράπεζας» ανήκουν άμεσα ή έμμεσα, εξολοκλήρου ή μερικά, 87 τράπεζες, και το συνολικό ποσό του δικού της και του ξένου κεφαλαίου, που διαθέτει η ομάδα αυτή, υπολογίζεται σε 2-3 δισεκατομμύρια μάρκα.
Είναι φανερό ότι η τράπεζα που βρίσκεται επικεφαλής μιας τέτοιας ομάδας και έρχεται σε συμφωνίες με μισή δωδεκάδα άλλες τράπεζες λίγο κατώτερες απ’ αυτήν, για εξαιρετικά μεγάλες και επωφελείς χρηματιστικές πράξεις, όπως τα κρατικά δάνεια, έχει ξεπεράσει πια το ρόλο του «μεσολαβητή» και μετατράπηκε σε ένωση μιας χούφτας μονοπωλητών.
Με πόση ταχύτητα γινόταν η συγκέντρωση των τραπεζών στη Γερμανία ακριβώς στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα φαίνεται από τα παρακάτω στοιχεία του Ρίσερ, που τα παραθέτουμε συντομευμένα:
Βλέπουμε πόσο γρήγορα αναπτύσσεται το πυκνό δίχτυ των καναλιών που αγκαλιάζουν όλη τη χώρα, συγκεντροποιούν όλα τα κεφάλαια και τα χρηματικά έσοδα, μετατρέπουν χιλιάδες και χιλιάδες σκόρπια νοικοκυριά σε μια ενιαία, πανεθνική καπιταλιστική και ύστερα σε παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Η «αποκέντρωση», για την οποία μιλάει, στην περικοπή που ανα φέραμε πιο πάνω, ο Σούλτσε-Γκέβερνιτς εξ ονόματος της αστικής πολιτικής οικονομίας των ημερών μας, είναι στην πραγμα τικότητα υποταγή σ’ ένα ενιαίο κέντρο όλο και περισσότερων οι κονομικών μονάδων, που προηγούμενα ήταν σχετικά «αυτοτε λείς» ή, πιο σωστά, περιορισμένες σε τοπικά πλαίσια. Αυτό στην πραγματικότητα αποτελεί συγκεντροποίηση, δυνάμωμα του ρόλου, της σημασίας και της ισχύος των μονοπωλιακών γιγάντων.
Στις πιο παλιές καπιταλιστικές χώρες, αυτό το «τραπεζικό δίχτυ» είναι ακόμη πιο πυκνό. Στην Αγγλία μαζί με την Ιρλανδία ο αριθμός των υποκαταστημάτων όλων των τραπεζών στα 1910 έφτανε τα 7.151. Τέσσερις μεγάλες τράπεζες είχαν η καθεμιά τους πάνω από 400 υποκαταστήματα (από 447 ως 689), μετά άλλες 4 πάνω από 200 και 11 πάνω από 100.
Στη Γαλλία, οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες η «Crédit Lyonnais», η «Comptoir National» και η «Société Général», ανάπτυξαν τις πράξεις τους και το δίχτυ των υποκαταστημάτων τους με τον παρακάτω τρόπο:
Για να χαρακτηρίσει τους «δεσμούς» μιας σύγχρονης μεγάλης τράπεζας, ο Ρίσερ παραθέτει στοιχεία για τον αριθμό των εισερχόμενων και εξερχόμενων επιστολών της «Εταιρίας Προεξοφλήσεων» («Disconto-Gesselschaft»), που είναι μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας και όλου του κόσμου (το 1914 τα κεφάλαιά της έφτασαν τα 300 εκατομμύρια μάρκα):
Στη μεγάλη τράπεζα του Παρισιού «Πιστωτική Τράπεζα της Λιόν», ο αριθμός των λογαριασμών αυξήθηκε από 28.535 το 1875 σε 633.539 το 1912.
Αυτοί οι απλοί αριθμοί δείχνουν ίσως πιο παραστατικά, απ’ ό,τι θα το ’καναν μακροί συλλογισμοί, πως μαζί με τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και την ανάπτυξη του κύκλου εργασιών των τραπεζών αλλάζει ριζικά και η σημασία τους. Από τους σκόρπιους καπιταλιστές διαμορφώνεται ένας συλλογικός καπιταλιστής. Η τράπεζα, όταν κρατά τον τρέχοντα λογαριασμό μερικών καπιταλιστών, φαίνεται σαν να εκπληρώνει μια καθαρά τεχνική, αποκλειστικά βοηθητική πράξη. Όταν όμως η πράξη αυτή αναπτύσσεται σε γιγάντιες διαστάσεις, τότε αποδείχνεται ότι μια χούφτα μονοπωλητές υποτάσσουν τις εμπορικές και βιομηχανικές πράξεις όλης της καπιταλιστικής κοινωνίας, αποκτώντας τη δυνατότητα -με τις τραπεζικές συνδέσεις, με τους τρέχοντες λογαριασμούς και τις άλλες χρηματικές πράξεις- στην αρχή να ξέρουν με ακρίβεια την κατάσταση των διαφόρων καπιταλιστών, ύστερα να τους ελέγχουν, να τους επηρεάζουν με την επέκταση ή τον περιορισμό, τη διευκόλυνση ή το δυσκόλεμα της πίστωσης, και τέλος να καθορίζουν απόλυτα την τύχη τους, να καθορίζουν τα εισοδήματά τους, να τους στερούν το κεφάλαιο ή να τους δίνουν τη δυνατότητα ν’ αυξάνουν το κεφάλαιό τους γρήγορα και σε τεράστιες διαστάσεις κλπ.
Μόλις πιο πάνω αναφέραμε το κεφάλαιο των 300 εκατομμυρίων μάρκων της «Εταιρίας Προεξοφλήσεων» του Βερολίνου. Η αύξηση αυτή των κεφαλαίων της «Εταιρίας Προεξοφλήσεων» ήταν ένα από τα επεισόδια της πάλης για την ηγεμονία ανάμεσα στις δυο μεγαλύτερες τράπεζες του Βερολίνου, τη «Γερμανική Τράπεζα» και την «Εταιρία Προεξοφλήσεων». Το 1870, η πρώτη ήταν ακόμη νεοσύστατη και διέθετε κεφάλαιο όλο-όλο 15 εκατομμύρια και η δεύτερη 30 εκατομμύρια. Το 1908, η πρώτη είχε κεφάλαιο 200 εκατομμύρια, η δεύτερη 170 εκατομμύρια. Το 1914, η πρώτη ανέβασε το κεφάλαιό της σε 250 εκατομμύρια, η δεύτερη, ύστερα από τη συγχώνευσή της με μια άλλη πρώτης γραμμής μεγάλη τράπεζα, την «Ένωση Τραπεζών του Σαφχάουζεν», σε 300 εκατομμύρια. Φυσικά, η πάλη αυτή για την ηγεμονία συμβαδίζει με τις όλο και συχνότερες και σταθερότερες «συμφωνίες» και των δυο τραπεζών. Να τι συμπεράσματα επιβάλλει αυτή η πορεία της εξέλιξης στους ειδικούς του τραπεζικού ζητήματος που εξετάζουν τα οικονομικά προβλήματα από μια άποψη, που με κανένα τρόπο δε βγαίνει έξω από τα πλαίσια του πιο μετριοπαθούς και πιο προσεκτικού αστικού μεταρ- ρυθμισμού:
«Άλλες τράπεζες ακολουθούν τον ίδιο επίσης δρόμο -έγραφε το γερμανικό περιοδικό Η Τράπεζα, παίρνοντας αφορμή από την αύξηση του κεφαλαίου της «Εταιρίας Προεξοφλήσεων» σε 300 εκατομμύρια- και από τα 300 άτομα που κυβερνούν σήμερα οικονομικά τη Γερμανία με την πάροδο του χρόνου να μείνουν 50,25 ή και ακόμη λιγότερα. Δεν πρέπει να περιμένει κανείς ότι η κίνηση που εμφανίστηκε τελευταία για συγκέντρωση κεφαλαίων θα περιοριστεί μόνο στις τράπεζες. Οι στενοί δεσμοί ανάμεσα στις διάφορες τράπεζες οδηγούν φυσιολογικά και στην προσέγγιση των συνδικάτων των βιομηχάνων που πατρονάρονται απ’ αυτές τις τράπεζες… και ένα ωραίο πρωί θα ξυπνήσουμε και μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας θα υπάρχουν μονάχα τραστ· θ’ αντιμετωπίζουμε την ανάγκη ν’ αντικαταστήσουμε τα ιδιωτικά μονοπώλια και κρατικά. Και όμως στην ουσία δεν έχουμε να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας για τίποτε άλλο, παρά για το ότι αφήσαμε την εξέλιξη των πραγμάτων ν’ ακολουθήσει ελεύθερα την πορεία της, που επιταχύνθηκε κάπως με τη μετοχή».
Να ένα υπόδειγμα ανικανότητας της αστικής δημοσιολογίας, από την οποία η αστική επιστήμη διαφέρει μόνο με τη μικρότερη ειλικρίνειά της και με την τάση να συγκαλύπτει την ουσία του ζητήματος, να κρύβει το δάσος πίσω από τα δέντρα. «Όταν μένουμε έκθαμβοι» μπροστά στα επακόλουθα της συγκέντρωσης, «όταν κατηγορούμε» την κυβέρνηση της καπιταλιστικής Γερμα- νιας ή την καπιταλιστική «κοινωνία» («εμείς»), όταν φοβόμαστε την «επιτάχυνση» της συγκέντρωσης με εισαγωγή μετοχών, όπως ένας Γερμανός ειδικός «για τα ζητήματα των καρτέλ», ο Τσίρσκι, φοβάται τα αμερικανικά τραστ και «προτιμά» τα γερμανικά καρτέλ, γιατί αυτά είναι τάχα σε θέση «να μην επιταχύνουν τόσο υπερβολικά την τεχνική και την οικονομική πρόοδο, όπως τα τραστ» – μήπως αυτό δεν είναι ανικανότητα;
Τα γεγονότα όμως παραμένουν γεγονότα. Στη Γερμανία δεν υπάρχουν τραστ, αλλά «μόνο» καρτέλ, και όμως την κυβερνούν όχι περισσότεροι από 300 μεγιστάνες του κεφαλαίου. Και ο αριθμός τους ελαττώνεται σταθερά. Πάντως οι τράπεζες σ’ όλες τις καπιταλιστικές χώρες, και παρ’ όλες τις ποικιλομορφίες της τραπεζικής νομοθεσίας, δυναμώνουν και επιταχύνουν κατά πολύ τη διαδικασία συγκέντρωσης του κεφαλαίου και δημιουργίας μονοπωλίων.
«Οι τράπεζες δημιουργούν σε κοινωνική κλίμακα τη μορφή, αλλά ακριβώς μόνο τη μορφή μιας γενικής λογιστικής και γενικής κατανομής των μέσων παραγωγής», – έγραφε ο Μαρξ πριν από μισό αιώνα στο Κεφάλαιο (ρωσ. έκδ., τόμ. 3ος, Μέρος II, σελ. 144). Τα στοιχεία που αναφέραμε για την αύξηση του τραπεζικού κεφαλαίου, για την αύξηση του αριθμού των γραφείων ανταλλαγών και των υποκαταστημάτων των μεγαλύτερων τραπεζών, του αριθμού των λογαριασμών τους κλπ., μας δείχνουν συγκεκριμένα αυτή τη «γενική λογιστική» όλης της τάξης των καπιταλιστών και μάλιστα όχι μονάχα των καπιταλιστών, γιατί οι τράπεζες συγκεντρώνουν, έστω και προσωρινά, κάθε είδους χρηματικά έσοδα, και των μικρονοικοκυραίων, και των υπαλλήλων, και ενός μηδαμινού ανώτερου στρώματος των εργατών. «Η γενική κατανομή των μέσων παραγωγής» – να τι αναπτύσσεται, όταν δούμε την τυπική πλευρά του ζητήματος, από τις σύγχρονες τράπεζες, από τις οποίες οι τρεις ως έξι μεγαλύτερες της Γαλλίας και έξι ως οκτώ της Γερμανίας διαθέτουν δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια. Όμως, ως προς το περιεχόμενό της, αυτή η κατανομή των μέσων παραγωγής δεν είναι καθόλου «γενική», μα ιδιωτική, δηλαδή προσαρμοσμένη στα συμφέροντα του μεγάλου -και κατά πρώτο λόγο του μεγαλύτερου, του μονοπωλιακού-κεφαλαίου, που δρα σε συνθήκες κάτω από τις οποίες η μάζα του πληθυσμού φυτοζωεί, η όλη ανάπτυξη της γεωργίας μένει σε απελπιστικό βαθμό πίσω από την ανάπτυξη της βιομηχανίας, ενώ στη βιομηχανία, η «βαριά βιομηχανία» εισπράττει ένα φόρο υπο- τελείας από όλους τους υπόλοιπους βιομηχανικούς κλάδους.
Στην κοινωνικοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας τις τράπεζες αρχίζουν να τις συναγωνίζονται τα ταμιευτήρια και τα ταχυδρομικά γραφεία, που είναι πιο «αποκεντρωμένα», δηλαδή αγκαλιάζουν στον κύκλο της επιρροής τους περισσότερους τόπους, μεγαλύτερο αριθμό απομακρυσμένων από το κέντρο σημείων, πιο πλατιά στρώματα του πληθυσμού. Να τα στοιχεία που συγκέντρωσε μια αμερικανική επιτροπή σχετικά με το ζήτημα της συγκριτικής ανάπτυξης των καταθέσεων στις τράπεζες και στα ταμιευτήρια: (Βλ. πίνακα, σελ. 340. Σημ. τ. μετ.).
Τα ταμιευτήρια, που πληρώνουν 4 και 4¼ % τόκο καταθέσεων, είναι αναγκασμένα να ζητούν «προσοδοφόρα» τοποθέτηση για τα κεφάλαιά τους, να καταπιάνονται με συναλλαγματικές, με υποθήκες και μ’ άλλες δουλειές. «Όλο και περισσότερο σβήνουν» τα όρια ανάμεσα στις τράπεζες και στα ταμιευτήρια.
Τα εμπορικά επιμελητήρια, λ.χ. του Μπόχουμ και της Ερφούρτης, ζητούν να «απαγορευτεί» στα ταμιευτήρια να κάνουν «καθαρά» τραπεζικές πράξεις, όπως είναι, λ.χ., η προεξόφληση συναλλαγματικών, ζητούν να περιοριστεί η «τραπεζική» δράση των ταχυδρομικών γραφείων. Οι μεγαλοκαρχαρίες των τραπεζών σαν να φοβούνται μήπως από καμιά αναπάντεχη μεριά τούς πλευρίσει το κρατικό μονοπώλιο. Φυσικά όμως αυτός ο φόβος δε βγαίνει έξω από τα πλαίσια του συναγωνισμού, ας πούμε, δυο τμηματαρχών μέσα στο ίδιο γραφείο. Γιατί, από τη μια μεριά, τα δισεκατομμύρια των κεφαλαίων των ταμιευτηρίων βρίσκονται στην πραγματικότητα και σε τελευταία ανάλυση στη διάθεση των ίδιων μεγιστάνων του τραπεζικού κεφαλαίου, και από την άλλη, το κρατικό μονοπώλιο στην καπιταλιστική κοινωνία είναι απλώς ένα μέσο για να μεγαλώνουν και να σταθεροποιούνται τα έσοδα των εκατομμυριούχων του ενός ή του άλλου κλάδου της βιομηχανίας, που βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Η αντικατάσταση του παλιού καπιταλισμού, όπου κυριαρχούσε ο ελεύθερος συναγωνισμός, από το νέο καπιταλισμό, όπου κυριαρχεί το μονοπώλιο, εκφράζεται, ανάμεσα στ’ άλλα, με τη μείωση της σημασίας του χρηματιστηρίου. «Το χρηματιστήριο -γράφει το περιοδικό Η Τράπεζα- από καιρό έπαψε να είναι ο απαραίτητος μεσάζων στην κυκλοφορία, όπως ήταν παλιότερα, τότε που οι τράπεζες δεν μπορούσαν ακόμη να διαθέτουν στους πελάτες τους το μεγαλύτερο μέρος των χρεογράφων που εκδίδονταν».
«“Κάθε τράπεζα είναι ένα χρηματιστήριο” – αυτό το σύγχρονο απόφθεγμα κλείνει μέσα του τόσο περισσότερη αλήθεια όσο μεγαλύτερη είναι η τράπεζα, όσο περισσότερες προόδους σημειώνει η συγκέντρωση στον τραπεζικό κλάδο». «Αν προηγούμενα, στα 1870-1880, το χρηματιστήριο, με τις νεανικές του υπερβολές» (πρόκειται για ένα «λεπτό» υπαινιγμό για το χρηματιστηριακό κραχ του 1873, για τα ιδρυτικά σκάνδαλα κλπ.) «εγκαινίασε την εποχή της εκβιομηχάνισης της Γερμανίας, σήμερα οι τράπεζες και η βιομηχανία μπορούν “να τα βγάλουν πέρα μόνες τους”. Η κυριαρχία των μεγάλων τραπεζών μας στο χρηματιστήριο… δεν είναι παρά η έκφραση του ολόπλευρα οργανωμένου γερμανικού βιομηχανικού κράτους. Αν έτσι περιορίζεται ο τομέας των οικονομικών νόμων που λειτουργούν αυτόματα και επεκτείνεται εξαιρετικά ο τομέας της συνειδητής ρύθμισης μέσω των τραπεζών, τότε σε σχέση με αυτό αυξάνει απεριόριστα και η ευθύνη των λίγων ηγετικών προσώπων στην εθνική οικονομία» – αυτά γράφει ο Γερμανός καθηγητής Σούλτσε- Γκέβερνιτς, απολογητής του γερμανικού ιμπεριαλισμού και αυθεντία για τους ιμπεριαλιστές όλων των χωρών, που προσπαθεί να συγκαλύψει μια «λεπτομέρεια», και συγκεκριμένα το ότι η «συνειδητή ρύθμιση» μέσω των τραπεζών συνίσταται στην καταλήστευση του κοινού από μια χούφτα «ολόπλευρα οργανωμένους» μονοπωλητές. Σκοπός του αστού καθηγητή δεν είναι η αποκάλυψη ολόκληρου του μηχανισμού, το ξεσκέπασμα όλων των τεχνασμάτων των τραπεζιτών μονοπωλητών, μα η συγκάλυψή τους.
Το ίδιο ακριβώς κάνει και ο Ρίσερ, οικονομολόγος με ακόμη μεγαλύτερο κύρος και τραπεζικός «παράγοντας», ο οποίος με φράσεις που δε λένε τίποτε ξεφορτώνεται τα γεγονότα που δεν μπορεί να τ’ αρνηθεί κανείς: «Το χρηματιστήριο χάνει όλο και περισσότερο την εντελώς απαραίτητη ιδιότητά του για όλη την οικονομία και για την κυκλοφορία των χρεογράφων: να είναι όχι μόνο το πιο λεπτό όργανο μέτρησης, αλλά και ένας σχεδόν αυτόματα δρων ρυθμιστής των οικονομικών κινήσεων που συρρέουν σ’ αυτό».
Μ ’ άλλα λόγια: ο παλιός καπιταλισμός, ο καπιταλισμός του ελεύθερου συναγωνισμού με τον απόλυτα απαραίτητο γι’ αυτόν ρυθμιστή, το χρηματιστήριο, περνάει στο παρελθόν. Στη θέση του ήρθε ο νέος καπιταλισμός, που έχει πάνω του ξεκάθαρα τα γνωρίσματα ενός μεταβατικού φαινομένου, κάποιου μίγματος ελεύθερου συναγωνισμού και μονοπωλίου. Φυσικά, προβάλλει το ερώτημα: σε τι «μετατρέπεται» αυτός ο νεότατος καπιταλισμός, οι αστοί όμως επιστήμονες φοβούνται να βάλουν αυτό το ερώτημα.
«Πριν τριάντα χρόνια, οι ελεύθερα συναγωνιζόμενοι επιχειρηματίες εκτελούσαν τα 9/10 της οικονομικής εργασίας που δεν ανήκε στον τομέα της χειρωνακτικής δουλειάς των “εργατών”. Σήμερα, τα 9/10 αυτής της οικονομικής πνευματικής εργασίας τα εκτελούν υπάλληλοι. Οι τράπεζες βρίσκονται επικεφαλής αυτής της εξέλιξης.» Αυτή η ομολογία του Σούλτσε-Γκέβερνιτς καταλήγει για μια ακόμη φορά στο ερώτημα: σε τι πράγμα μετατρέπεται ο νεότατος καπιταλισμός, ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο;…
Ανάμεσα στις λίγες τράπεζες, που εξαιτίας της διαδικασίας συγκέντρωσης παραμένουν επικεφαλής όλης της καπιταλιστικής οικονομίας, παρατηρείται και δυναμώνει φυσικά όλο και περισσότερο η τάση προς μια μονοπωλιακή συμφωνία, προς ένα τραστ των τραπεζών. Στην Αμερική όχι εννιά, αλλά δυο από τις μεγαλύτερες τράπεζες, οι τράπεζες των δισεκατομμυριούχων Ροκφέλερ και Μόργκαν εξουσιάζουν ένα κεφάλαιο 11 δισεκατομμυρίων μάρκων. Στη Γερμανία, η καταβρόχθιση της «Ένωσης Τραπεζών του Σαφχάουζεν» από την «Εταιρία Προεξοφλήσεων», που αναφέραμε πιο πάνω, προκάλεσε το παρακάτω σχόλιο της Εφημερίδας της Φραγκφούρτης, που εκφράζει τα χρηματιστηριακά συμφέροντα:
«Με την ανάπτυξη της συγκέντρωσης των τραπεζών στενεύει ο κύκλος των ιδρυμάτων, στα οποία μπορεί κανείς ν’ απευθυνθεί για να ζητήσει πιστώσεις, πράγμα που μεγαλώνει την εξάρτηση της μεγάλης βιομηχανίας από λίγες ομάδες τραπεζών. Με τη στενή σύνδεση ανάμεσα στη βιομηχανία και στον κόσμο των χρηματιστών, η ελευθερία κίνησης των βιομηχανικών εταιριών που χρειάζονται τραπεζικό κεφάλαιο περιορίζεται. Γι’ αυτό η μεγάλη βιομηχανία βλέπει με ανάμικτα αισθήματα την εντεινόμενη τραστοποίηση (συνένωση ή μετατροπή σε τραστ) των τραπεζών. Και πραγματικά, πολλές ήδη φορές παρατηρήθηκαν σπέρματα ορισμένων συμφωνιών ανάμεσα στα διάφορα κοντσέρν των μεγάλων τραπεζών, συμφωνιών που οδηγούν στον περιορισμό του συναγωνισμού.
Και πάλι, για μια ακόμη φορά, η τελευταία λέξη στην ανάπτυξη των τραπεζών είναι το μονοπώλιο.
Όσο για τη στενή σύνδεση ανάμεσα στις τράπεζες και τη βιομηχανία, σ’ αυτόν ακριβώς τον τομέα εκφράζεται ίσως με τον πιο παραστατικό τρόπο ο καινούργιος ρόλος των τραπεζών. Αν η τράπεζα προεξοφλεί τη συναλλαγματική ενός δοσμένου επιχειρηματία, του ανοίγει τρέχοντα λογαριασμό κλπ., αυτές οι πράξεις, παρμένες χωριστά, δε μειώνουν ούτε κατά ένα γιώτα την αυτοτέλεια αυτού του επιχειρηματία, και η τράπεζα δε βγαίνει από το μετριόφρονα ρόλο του μεσάζοντα. Αν όμως αυτές οι πράξεις γίνονται συχνότερα και μονιμότερα, αν η τράπεζα «συγκεντρώνει» στα χέρια της τεράστια κεφάλαια, αν η διεκπεραίωση των τρεχόντων λογαριασμών μιας δοσμένης επιχείρησης επιτρέπει στην τράπεζα-και αυτό ακριβώς γίνεται-να γνωρίζει όλο και πιο λεπτομερειακά, όλο και πληρέστερα την οικονομική κατάσταση του πελάτη της, τότε έχουμε σαν αποτέλεσμα την όλο και πληρέστερη εξάρτηση του βιομήχανου καπιταλιστή από την τράπεζα.
Παράλληλα αναπτύσσεται, μπορεί να πει κανείς, η προσωπική ένωση των τραπεζών με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της βιομηχανίας και του εμπορίου, η συγχώνευση των πρώτων και των δεύτερων με την κατοχή μετοχών, με την είσοδο διευθυντών των τραπεζών σαν μελών στα Εποπτικά συμβούλια (ή στις διοικήσεις) των εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων και αντίστροφα. Ο Γερμανός οικονομολόγος Γιάιντελς έχει συγκεντρώσει πολύ λεπτομερειακά στοιχεία γι’ αυτό το είδος συγκέντρωσης των κεφαλαίων και των επιχειρήσεων. Οι έξι μεγαλύτερες τράπεζες του Βερολίνου αντιπροσωπεύονταν με τους διευθυντές τους σε 344 βιομηχανικές εταιρίες και με τα μέλη των διοικήσεών τους σε άλλες 407, συνολικά σε 751 εταιρίες. Σε 2&9εταιρίες είχαν είτε από δυο μέλη στα Εποπτικά συμβούλια είτε τη θέση του προέδρου του εποπτικού συμβουλίου. Ανάμεσα σ’ αυτές τις εμπο- ροβιομηχανικές εταιρίες συναντούμε τους πιο διαφορετικούς κλάδους της βιομηχανίας, και ασφαλιστικές εταιρίες, και επιχειρήσεις συγκοινωνιών, και εστιατόρια, και θέατρα, και βιομηχανίες ειδών τέχνης κ.ά. Από την άλλη μεριά, στα εποπτικά συμβούλια αυτών των ίδιων έξι τραπεζών βρίσκονταν (το 1910) 51 από τους μεγαλύτερους βιομήχανους, μαζί και ο διευθυντής της εταιρίας Κρουπ, ο διευθυντής της γιγάντιας ατμοπλοϊκής εταιρίας «Hapag» (Hamburg-Amerika) κλπ. κλπ. Καθεμιά από τις έξι τράπεζες συμμετείχε από το 1895 ως το 1910 στην έκδοση μετοχών και ομολογιών για πολλές εκατοντάδες βιομηχανικές εταιρίες και συγκεκριμένα: από 281 ως 419.
Η «προσωπική ένωση» των τραπεζών με τη βιομηχανία συμπληρώνεται με την «προσωπική ένωση» αυτών ή εκείνων των εταιριών με την κυβέρνηση. «Οι θέσεις των μελών των Εποπτικών συμβουλίων-γράφει ο Γιάιντελς-παραχωρούνται πρόθυμα σε πρόσωπα με μεγάλα ονόματα, καθώς και σε πρώην δημόσιους υπαλλήλους που μπορούν να προσφέρουν όχι και λίγες διευκολύνσεις (!!) στις σχέσεις με τις αρχές»… «Στο Εποπτικό συμβούλιο μιας μεγάλης τράπεζας συναντάς συνήθως κάποιο μέλος της Βουλής ή κάποιο μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Βερολίνου.»
Η δημιουργία και η τελική διαμόρφωση, μπορεί να πει κανείς, των μεγάλων καπιταλιστικών μονοπωλίων ακολουθεί, κατά συνέπεια, ολοταχώς όλους τους «φυσικούς» και «υπερφυσικούς» δρόμους. Διαμορφώνεται συστηματικά ένας ορισμένος καταμερισμός της δουλειάς ανάμεσα σε μερικές εκατοντάδες χρηματιστές βασιλιάδες της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας:
«Παράλληλα μ’ αυτή τη διεύρυνση του πεδίου δράσης ορισμένων μεγαλοβιομηχάνων» (που μπαίνουν στις Διοικήσεις των τραπεζών κλπ.) «και με τον περιορισμό των επαρχιακών διευθυντών τραπεζών σε μια καθορισμένη βιομηχανική περιοχή μεγαλώνει κάπως και η ειδίκευση των διευθυντών των μεγάλων τραπεζών. Αυτή η ειδίκευση είναι γενικά νοητή μόνο όταν είναι μεγάλες οι διαστάσεις όλης της τραπεζικής επιχείρησης και ιδίως οι σχέσεις της με τη βιομηχανία. Αυτός ο καταμερισμός της εργασίας ακολουθεί δυο κατευθύνσεις: από τη μια μεριά, τις σχέσεις με τη βιομηχανία στο σύνολό της τις αναθέτουν σ’ έναν από τους διευθυντές, σαν ειδικό τομέα του, και από την άλλη, κάθε διευθυντής αναλαβαίνει την επίβλεψη ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων ομάδων επιχειρήσεων που έχουν συναφή ειδίκευση ή συμφέροντα»… (Ο καπιταλισμός έχει κιόλας αναπτυχθεί ως την οργανωμένη επίβλεψη των διαφόρων επιχειρήσεων)… «Η γερμανική βιομηχανία, κάποτε μάλιστα μονάχα η βιομηχανία της Δυτικής Γερμανίας» (η Δυτική Γερμανία είναι το πιο βιομηχανικό μέρος της Γερμανίας), «αποτελεί και ειδικότητα του ενός· οι σχέσεις με τα κράτη και τη βιομηχανία του εξωτερικού, οι πληροφορίες σχετικά με τα πρόσωπα των βιομηχάνων κ.ά., οι χρηματιστηριακές υποθέσεις κλπ. αποτελούν την ειδικότητα των άλλων. Εκτός απ’ αυτό, συχνά ο καθένας από τους διευθυντές της τράπεζας αναλαβαίνει τη διεύθυνση και κάποιου ιδιαίτερου κλάδου ή κάποιας ιδιαίτερης περιοχής. Ο ένας βρίσκεται κυρίως στα Εποπτικά συμβούλια ηλεκτρικών εταιριών, ο άλλος χημικών εργοστασίων, εργοστασίων παραγωγής μπίρας ή ζάχαρης, άλλος βρίσκεται σε μερικές απομονωμένες επιχειρήσεις και παράλληλα στα Εποπτικά συμβούλια των ασφαλιστικών εταιριών… Με λίγα λόγια, είναι βέβαιο ότι στις μεγάλες τράπεζες, στο βαθμό που αναπτύσσονται η έκταση και η ποικιλομορφία των πράξεών τους, διαμορφώνεται ένας ολοένα και μεγαλύτερος καταμερισμός της εργασίας ανάμεσα στους διευθυντές, με σκοπό (και με αποτέλεσμα) να τους ανεβάσουν, μπορεί να πει κανείς, πιο πάνω από τις καθαρά τραπεζικές υποθέσεις, και να τους κάνουν πιο ικανούς να κρίνουν, πιο εμπειρογνώμονες στα γενικά ζητήματα της βιομηχανίας και τα ειδικά ζητήματα των ξεχωριστών της κλάδων, να τους προετοιμάσουν για δράση στον τομέα της βιομηχανικής σφαίρας επιρροής της τράπεζας. Το σύστημα αυτό των τραπεζών συμπληρώνεται από την τάση τους να εκλέγουν στα Εποπτικά τους συμβούλια ανθρώπους ειδικούς στα ζητήματα της βιομηχανίας, επιχειρηματίες, πρώην δημόσιους υπαλλήλους, ιδιαίτερα ανθρώπους που έχουν υπηρετήσει στους σιδηροδρόμους, στη διεύθυνση μεταλλείων» κλπ.
Παρόμοια ιδρύματα βλέπουμε και στις γαλλικές τράπεζες, μόνο με κάπως διαφορετική μορφή. Λόγου χάρη, μια από τις τρεις μεγαλύτερες γαλλικές τράπεζες, η «Πιστωτική Τράπεζα της Λιόν», έχει οργανώσει ιδιαίτερη «υπηρεσία οικονομικών μελετών» (service des études financières). Στην υπηρεσία αυτή, εργάζονται μόνιμα πάνω από 50 μηχανικοί, στατιστικοί, οικονομολόγοι, νομικοί κ.ά. Στοιχίζει εξακόσιες ως επτακόσιες χιλιάδες φράγκα το χρόνο. Η υπηρεσία αυτή υποδιαιρείται με τη σειρά της σε οκτώ τμήματα: το ένα συγκεντρώνει στοιχεία ειδικά για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις, το άλλο μελετάει τη γενική στατιστική, το τρίτο τις σιδηροδρομικές και ατμοπλοϊκές εταιρίες, το τέταρτο τα χρεόγραφα, το πέμπτο τις οικονομικές εκθέσεις κλπ.
Έτσι έχουμε, από τη μια μεριά, μια όλο και μεγαλύτερη συγχώνευση ή, όπως εκφράστηκε εύστοχα ο Ν.Ι. Μπουχάριν, σύμφυση του τραπεζικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου, και από την άλλη, μετεξέλιξη των τραπεζών σε ιδρύματα αληθινά «καθολικού χαρακτήρα». Θεωρούμε απαραίτητο να αναφέρουμε τις ακριβείς εκφράσεις πάνω σ’ αυτό το ζήτημα του Γιάιντελς, ενός συγγραφέα που μελέτησε καλύτερα απ’ όλους το ζήτημα:
«Σαν αποτέλεσμα της εξέτασης των βιομηχανικών σχέσεων στο σύνολό τους, προκύπτει ο καθολικός χαρακτήρας των χρηματιστικών ιδρυμάτων, που δρουν για τη βιομηχανία. Σε αντίθεση προς τις άλλες μορφές των τραπεζών και σε αντίθεση προς τις απαιτήσεις που πρόβαλλε πού και πού η φιλολογία, ότι δηλ. οι τράπεζες πρέπει να ειδικεύονται σ’ έναν ορισμένο τομέα ή κλάδο βιομηχανίας για να μη χάνουν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους, οι μεγάλες τράπεζες επιδιώκουν να κάνουν τις συνδέσεις τους με τις βιομηχανικές επιχειρήσεις όσο το δυνατό πιο πολύμορφες, ανάλογα με τον τόπο και το είδος της παραγωγής, επιδιώκουν να εξαλείφουν τις ανισότητες στην κατανομή του κεφαλαίου ανάμεσα στις διάφορες περιοχές και κλάδους της βιομηχανίας, ανισότητες που εξηγούνται από την ιστορία των διαφόρων επιχειρήσεων». «Η μια τάση συνίσταται στο να κάνουν τη σύνδεση με τη βιομηχανία γενικό φαινόμενο, η άλλη, στο να την κάνουν μόνιμη και εντατική. Και οι δυο έχουν πραγματοποιηθεί πια στις έξι μεγάλες τράπεζες, όχι στο ακέραιο, μα σε σημαντικές διαστάσεις και στον ίδιο βαθμό.»
Από την άλλη πλευρά των εμποροβιομηχανικών κύκλων ακούγονται συχνά παράπονα για την «τρομοκρατία» των τραπεζών. Και δεν είναι εκπληκτικό ότι ακούγονται παρόμοια παράπονα, όταν οι μεγάλες τράπεζες «διοικούν» με τον τρόπο που δείχνει το παρακάτω παράδειγμα. Στις 19 του Νοέμβρη 1901, μια από τις λεγόμενες άτράπεζες του Βερολίνου (τα ονόματα των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών αρχίζουν με το γράμμα ά) έστειλε στη Διοίκηση του συνδικάτου τσιμέντου της Βορειοδυτικής και Κεντρικής Γερμανίας το παρακάτω γράμμα: «Από την ανακοίνωση που δημοσιεύσατε στις 18 αυτού του μήνα στην τάδε εφημερίδα, φαίνεται πως πρέπει να λογαριάζουμε ότι στη γενική συνέλευση του συνδικάτου σας, που θα γίνει στις 30 αυτού του μήνα, είναι ενδεχόμενο να παρθούν αποφάσεις που μπορούν να επιφέρουν στην επιχείρησή σας αλλαγές, απαράδεκτες για μας. Γι’ αυτό, προς μεγάλη μας λύπη, είμαστε αναγκασμένοι να σας κόψουμε την πίστωση που είχατε… Αν όμως σ’ αυτή τη γενική συνέλευση δεν ψηφιστούν απαράδεκτες για μας αποφάσεις και μας δοθούν οι αρμόζουσες σχετικές εγγυήσεις για το μέλλον, είμαστε έτοιμοι να έρθουμε σε διαπραγματεύσεις μαζί σας, για να σας ανοίξουμε καινούργια πίστωση».
Στην ουσία είναι τα ίδια ακριβώς παράπονα του μικρού κεφαλαίου για την καταπίεσή του από το μεγάλο, μόνο που στην κατηγορία των «μικρών» βρέθηκε στην περίπτωση αυτή ένα ολόκλήρο συνδικάτο! Η παλιά πάλη ανάμεσα στο μικρό και στο μεγάλο κεφάλαιο επαναλαβαίνεται σε καινούργια, ασύγκριτα πιο υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης. Φυσικά, οι δισεκατομμυριούχες επιχειρήσεις των μεγάλων τραπεζών μπορούν να προωθούν προς τα μπρος και την τεχνική πρόοδο με μέσα που δεν επιδέχονται καμιά σύγκριση με τα προηγούμενα. Οι τράπεζες ιδρύουν λόγου χάρη ειδικές εταιρίες τεχνικών ερευνών, που από τα αποτελέσματά τους επωφελούνται φυσικά μόνο οι «φιλικές» βιομηχανικές επιχειρήσεις. Τέτοια είναι η «Εταιρία για τη μελέτη του ζητήματος των ηλεκτρικών σιδηροδρόμων», το «Κεντρικό Γραφείο επιστημονικοτεχνικών ερευνών» κλπ.
Οι ίδιοι οι καθοδηγητές των μεγάλων τραπεζών δεν μπορούν να μη βλέπουν ότι διαμορφώνονται κάποιες καινούργιες συνθήκες στην εθνική οικονομία, μα είναι ανίσχυροι μπροστά σ’ αυτές:
«Όποιος παρακολούθησε στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων -γράφει ο Γιάιντελς- τις αλλαγές των διευθυντών και των μελών των Εποπτικών συμβουλίων των μεγάλων τραπεζών, δεν μπορεί παρά να έχει παρατηρήσει ότι η εξουσία περνάει σιγά-σιγά σε πρόσωπα που θεωρούν απαραίτητο και όλο πιο επιτακτικό καθήκον των μεγάλων τραπεζών τη δραστήρια ανάμιξή τους στη γενική ανάπτυξη της βιομηχανίας, και μάλιστα ότι σ’ αυτά τα πρόσωπα και στους παλιούς διευθυντές των τραπεζών αναπτύσσεται για το λόγο αυτό υπηρεσιακή και συχνά προσωπική αντίθεση. Στην ουσία πρόκειται για το αν ζημιώνουν οι τράπεζες σαν πιστωτικά ιδρύματα απ’ αυτή την ανάμιξη των τραπεζών στη βιομηχανική διαδικασία παραγωγής, για το αν θυσιάζονται οι σοβαρές αρχές και το σίγουρο κέρδος γι’ αυτή τη δράση, που δεν έχει τίποτε το κοινό με τη μεσολάβηση στη χορήγηση πίστωσης και που οδηγεί την τράπεζα να ανακατευτεί σ’ έναν τομέα όπου είναι εκτεθειμένη πολύ περισσότερο από πριν στην τυφλή κυριαρχία της βιομηχανικής συγκυρίας. Και ενώ πολλοί από τους παλιούς διοικητές των τραπεζών μιλάνε μ’ αυτό τον τρόπο, η πλειοψηφία των νέων βλέπει στη δραστήρια ανάμιξη στα ζητήματα της βιομηχανίας την ίδια αναγκαιότητα, που μαζί με τη σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία δημιούργησε και τις μεγάλες τράπεζες και τη νεότερη βιομηχανική τραπεζική επιχείρηση. Μόνο σ’ ένα πράγμα συμφωνούν και οι δυο πλευρές, στο ότι δεν υπάρχουν ακόμη ούτε στέρεες αρχές ούτε συγκεκριμένος σκοπός για τη νέα δράση των μεγάλων τραπεζών».
Ο παλιός καπιταλισμός έφαγε τα ψωμιά του. Ο καινούργιος είναι πέρασμα σε κάτι άλλο. Το να προσπαθεί κανείς να βρει «στέρεες αρχές και συγκεκριμένο σκοπό» για να «συμφιλιώσει» το μονοπώλιο με τον ελεύθερο συναγωνισμό, είναι φυσικά χαμένος κόπος. Η ομολογία των ανθρώπων της πρακτικής δεν αντηχεί καθόλου σαν επίσημη εξύμνηση των χαρισμάτων του «οργανωμένου» καπιταλισμού που κάνουν οι απολογητές του, σαν τους Σούλτσε-Γκέβερνιτς, Λίμφαν και λοιπούς «θεωρητικούς».
Σε ποια ακριβώς εποχή τοποθετείται η οριστική καθιέρωση της «νέας δράσης» των μεγάλων τραπεζών, γι’ αυτό το σπουδαίο ζήτημα βρίσκουμε αρκετά ακριβολογημένη απάντηση στον Γιάιντελς:
«Οι σχέσεις ανάμεσα στις βιομηχανικές επιχειρήσεις με το νέο τους περιεχόμενο, με τις νέες τους μορφές, με τα νέα τους όργανα, και συγκεκριμένα ανάμεσα στις μεγάλες τράπεζες, που είναι οργανωμένες ταυτόχρονα και συγκεντρωτικά και αποκεντρωτικά, είναι ζήτημα αν διαμορφώνονται σαν χαρακτηριστικό φαινόμενο της εθνικής οικονομίας πριν από τη δεκαετία 1890- 1900. Με μια ορισμένη μάλιστα έννοια μπορεί να μετατοπιστεί αυτή η αφετηρία στα 1897, με τις μεγάλες “συγχωνεύσεις” επιχειρήσεων, που εφαρμόζουν για πρώτη φορά τη νέα μορφή της αποκεντρωτικής οργάνωσης για λόγους βιομηχανικής πολιτικής των τραπεζών. Η αφετηρία αυτή θα μπορούσε ίσως να μετατοπιστεί σε μια ακόμη νεότερη ημερομηνία, γιατί μόνο η κρίση του 1900 επιτάχυνε τεράστια τη διαδικασία της συγκέντρωσης τόσο στη βιομηχανία όσο και στις τράπεζες, εδραίωσε αυτή τη διαδικασία, μετάτρεψε για πρώτη φορά τις σχέσεις με τη βιομηχανία σε πραγματικό μονοπώλιο των μεγάλων τραπεζών και τις έκανε πολύ πιο στενές και εντατικές».
Ο 20ός λοιπόν, αιώνας – να το σημείο ριζικής στροφής από τον παλιό στον καινούργιο καπιταλισμό, από την κυριαρχία του κεφαλαίου γενικά στην κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου.