Εργατικός Αγώνας

Η χρηματιστηριακή ολιγαρχία

Ο Εργατικός Αγώνας ανταποκρινόμενος στην ανάγκη διάδοσης της μαρξιστικής λενινιστικής θεωρίας, όπως την ανέπτυξαν οι κλασικοί του μαρξισμού και στη συνέχεια την εφάρμοσε δημιουργικά ο Λένιν στην εποχή του ιμπεριαλισμού, δημοσιεύει αναρτήσεις κλασικών έργων τμηματικά, για να είναι περισσότερο εύχρηστα και αξιοποιήσιμα τα κείμενα, ή ολόκληρων έργων αν το επιτρέπει η έκταση τους. Θα δημοσιεύσει επίσης γενικότερου ενδιαφέροντος άρθρα τους και επιστολές.

Οι δημοσιεύσεις θα είναι κατά θέμα ώστε να διαμορφώνεται ολοκληρωμένη, κατά το δυνατόν, αντίληψη.

Θεωρούμε την προβολή των κλασικών κειμένων ιδιαίτερης σημασίας στα πλαίσια υπεράσπισης της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας από τις απόπειρες αποσιώπησης και κυρίως διαστρέβλωσης της που στις μέρες μας παίρνει ενδημικό χαρακτήρα.

Συνεχίζουμε σήμερα με την ανάρτηση του 3ου μέρους του έργου του Β. Ι. Λένιν «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» το οποίο αναφέρεται στη χρηματιστηριακή ολιγαρχία.

 

ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ Η ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΗ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ

«Ένα όλο και αυξανόμενο μέρος του βιομηχανικού κεφαλαίου -γράφει ο Χίλφερντινγκ- δεν ανήκει στους βιομηχάνους που το χρησιμοποιούν. Αυτοί αποκτούν το δικαίωμα να διαθέτουν το κεφάλαιο μόνο μέσω της τράπεζας, που αντιπροσωπεύει απέναντι τους τον ιδιοκτήτη αυτού του κεφαλαίου. Από το άλλο μέρος, και η τράπεζα είναι αναγκασμένη ένα διαρκώς αυξανόμενο μέρος των κεφαλαίων της να το κατοχυρώνει στη βιομηχανία. Χάρη σ’ αυτό, η τράπεζα γίνεται σε διαρκώς μεγαλύτερο βαθμό ένας βιομήχανος καπιταλιστής. Αυτό το τραπεζικό κεφάλαιο -δηλαδή το κεφάλαιο σε χρηματική μορφή- που μ’ αυτό τον τρόπο έχει μετατραπεί στην πραγματικότητα σε βιομηχανικό κεφάλαιο, το ονομάζω χρηματιστικό κεφάλαιο». «Χρηματιστικό κεφάλαιο είναι το κεφάλαιο που βρίσκεται στη διάθεση των τραπεζών και που χρησιμοποιείται από τους βιομήχανους».

Ο ορισμός αυτός δεν είναι πλήρης, εφόσον μέσα σ’ αυτόν δεν αναφέρεται ένα από τα σπουδαιότερα στοιχεία και συγκεκριμένα: η ανάπτυξη της συγκέντρωσης της παραγωγής και του κεφαλαίου σε τόσο υψηλό βαθμό, που η συγκέντρωση αυτή οδηγεί και έχει οδηγήσει στο μονοπώλιο. Σ’ όλη όμως την έκθεση του Χίλφερντινγκ γενικά, και ιδιαίτερα στα δυο κεφάλαια που προηγούνται από το κεφάλαιο απ’ όπου έχουμε πάρει αυτό τον ορισμό, υπογραμμίζεται ο ρόλος των καπιταλιστικών μονοπωλίων.

Η συγκέντρωση της παραγωγής, τα μονοπώλια που ξεπηδούν απ’ αυτήν, η συγχώνευση ή η σύμφυση των τραπεζών με τη βιομηχανία – αυτή είναι η ιστορία της γέννησης του χρηματιστικού κεφαλαίου και του περιεχομένου αυτής της έννοιας.

Τώρα πρέπει να περιγράφουμε με ποιο τρόπο η «διεύθυνση της οικονομίας» από τα καπιταλιστικά μονοπώλια μετατρέπεται αναπόφευκτα, μέσα στις γενικές συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής και της ατομικής ιδιοκτησίας, σε κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Ας σημειώσουμε ότι οι εκπρόσωποι της αστικής γερμανικής -και μάλιστα όχι μόνο της γερμανικής- επιστήμης, σαν τον Ρίσερ, τον Σούλτσε-Γκέβερνιτς, τον Λίφμαν κ.ά είναι πέρα για πέρα απολογητές του ιμπεριαλισμού και του χρηματιστικού κεφαλαίου. Δεν ξεσκεπάζουν, μα συγκαλύπτουν και εξωραΐζουν το «μηχανισμό» της διαμόρφωσης της ολιγαρχίας, τις μεθόδους της, τις διαστάσεις των εσόδων της, «θεμιτών και αθέμιτων», τις σχέσεις της με τα κοινοβούλια κλπ. κλπ. Ξεφορτώνονται τα «καταραμένα προβλήματα» με σπουδαιοφανείς, σκοτεινές φράσεις, με εκκλήσεις προς το «αίσθημα της ευθύνης» των διευθυντών των τραπεζών, με την εξύμνηση του «αισθήματος του καθήκοντος» των Πρώσων δημόσιων υπαλλήλων, με τη σοβαρή ανάλυση των λεπτομερειών τελείως μη σοβαρών νομοσχεδίων για την «επίβλεψη» και το «διακανονισμό», με θεωρητικές ανοησίες, σαν τον παρακάτω, λ.χ., «επιστημονικό» ορισμό, ως τον οποίο κατάντησε ο καθηγητής Λίφμαν:«.. .το εμπόριο είναι επαγγελματική δράση με σκοπό τη συγκέντρωση, τη διαφύλαξη και τη διάθεση αγαθών» (η υπογράμμιση με παχιά στοιχεία υπάρχει στο έργο του καθηγητή)… Βγαίνει έτσι ότι το εμπόριο υπήρχε και στον πρωτόγονο άνθρωπο, που δε γνώριζε ακόμη την ανταλλαγή και θα υπάρχει και στη σοσιαλιστική κοινωνία!

Τα τερατώδη όμως γεγονότα, που αφορούν την τερατώδη κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας, χτυπούν τόσο πολύ στα μάτια, που σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, και στην Αμερική, και στη Γαλλία, και στη Γερμανία, γεννήθηκε μια φιλολογία που, ενώ στέκει στην αστική άποψη, δίνει παρ’ όλα αυτά μια κατά προσέγγιση σωστή εικόνα και κάνει -φυσικά μικροαστική- κριτική της χρηματιστικής ολιγαρχίας.

Σαν πιο βασικό πρέπει να θεωρούμε το «σύστημα συμμετοχής», που γι’ αυτό είπαμε λίγα λόγια πιο πάνω. Να πώς περιγράφει την ουσία του ζητήματος ο Γερμανός οικονομολόγος Χάιμαν, που ίσως πιο πριν απ’ όλους έστρεψε την προσοχή του σ’ αυτό:

«Ο διευθυντής ελέγχει τη βασική εταιρία (στο κείμενο κατά λέξη: την «εταιρία-μητέρα»). Αυτή με τη σειρά της ελέγχει τις εξαρτημένες απ’ αυτήν εταιρίες (τις «εταιρίες-θυγατέρες»), αυτές οι τελευταίες – τις “εταιρίες-εγγονές” κλπ. Έτσι χωρίς πολύ με-γάλα κεφάλαια μπορεί κανείς να ελέγχει γιγάντιους τομείς της παραγωγής. Και πραγματικά, αν η κατοχή του 50% του κεφαλαίου αρκεί πάντα για τον έλεγχο μιας μετοχικής εταιρίας, τότε φτάνει να έχει ο διευθυντής μονάχα 1 εκατομμύριο, για να μπορεί να ελέγχει κεφάλαιο 8 εκατομμυρίων στις “εταιρίες-εγγονές”. Και αν αυτό το “αλληλομπλέξιμο” τραβήξει παραπέρα, μπορεί με 1 εκατομμύριο να ελέγχονται 16 εκατομμύρια, 32 εκατομμύρια κλπ.»

Στην πραγματικότητα, η πείρα δείχνει ότι αρκεί να κατέχει κανείς το 40% των μετοχών, για να διευθύνει τις υποθέσεις μιας μετοχικής εταιρίας, γιατί ένα ορισμένο μέρος των σκόρπιων μικρών μετόχων δεν έχει στην πράξη καμιά δυνατότητα να παίρνει μέρος στις γενικές συνελεύσεις κλπ. Ο «εκδημοκρατισμός» της κατοχής των μετοχών, από τον οποίο οι αστοί σοφιστές και οπορτουνιστές «σοσιαλδημοκράτες κι αυτοί» περιμένουν (ή βεβαιώνουν ότι περιμένουν) τον «εκδημοκρατισμό του κεφαλαί-ου», το δυνάμωμα του ρόλου και της σημασίας της μικρής παραγωγής κλπ., στην πραγματικότητα είναι μια από τις μεθόδους για την αύξηση της δύναμης της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Γι’ αυτό, ανάμεσα στ’ άλλα, στις πιο προηγμένες ή στις πιο παλιές και «έμπειρες» καπιταλιστικές χώρες η νομοθεσία επιτρέπει να εκδίδονται μετοχές μικρότερης αξίας. Στη Γερμανία, ο νόμος δεν επιτρέπει μετοχές μικρότερης αξίας από 1.000 μάρκα και οι Γερμανοί μεγιστάνες του χρηματιστικού κεφαλαίου βλέπουν με φθόνο την Αγγλία, όπου ο νόμος επιτρέπει μετοχές και 1 λίρας στερλίνας (=20 μάρκα, περίπου 10 ρούβλια). Ο Σίμενς, ένας από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους και «βασιλιάδες του χρηματιστικού κεφαλαίου» της Γερμανίας, δήλωσε στις 7 του Ιούνη 1900 στο Ράιχσταγκ ότι «η μετοχή της 1 λίρας στερλίνας είναι η βάση του βρετανικού ιμπεριαλισμού». Ο έμπορος αυτός καταλαβαίνει πολύ πιο βαθιά, πιο «μαρξιστικά» τι είναι ιμπεριαλισμός, από κάποιον θρασύ συγγραφέα, που θεωρείται θεμελιωτής του ρωσικού μαρξισμού και νομίζει ότι ο ιμπεριαλισμός είναι κακό χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός μόνο λαού…

Όμως «το σύστημα συμμετοχής» δε χρησιμεύει μόνο για να μεγαλώσει σε γιγάντιο βαθμό η εξουσία των μονοπωλητών εκτός απ’ αυτό επιτρέπει να σκαρώνεται ατιμώρητα οποιαδήποτε σκοτεινή και βρομερή υπόθεση και να καταληστεύεται το κοινό, για-τί οι διευθυντές της «εταιρίας-μητέρας» δεν ευθύνονται τυπικά, σύμφωνα με το νόμο, για την «εταιρία-θυγατέρα», που θεωρείται «αυτοτελής» και που μέσω αυτής μπορεί «να σκαρωθεί» το παν. Να ένα παράδειγμα που το πήραμε από το τεύχος του Μάη 1914 του γερμανικού περιοδικού Η Τραπέζα:

«“Η Μετοχική εταιρία χαλύβδινων ελατηρίων” στο Κάσελ, πριν λίγα χρόνια θεωρούνταν μια από τις πιο προσοδοφόρες επιχειρήσεις της Γερμανίας. Η κακή διαχείριση οδήγησε ως το σημείο να πέσουν τα μερίσματά της από 15% σε 0%. Όπως αποδείχτηκε, η Διοίκηση έδωσε, χωρίς να ξέρουν οι μέτοχοι, δάνειο 6 εκατομμυρίων μάρκων σε μια απ’ τις “εταιρίες-θυγατέρες” της, στην εταιρία “Χασία”, που το ονομαστικό κεφάλαιό της ήταν όλο-όλο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μάρκα. Για το δάνειο αυτό, που ξεπερνούσε σχεδόν τρεις φορές το μετοχικό κεφάλαιο της “εταιρίας-μητέρας”, δεν αναγράφηκε τίποτε στους ισολογισμούς της τελευταίας. Νομικά, αυτή η αποσιώπηση ήταν απόλυτα νόμιμη και μπορούσε να συνεχιστεί δυο ολόκληρα χρόνια, γιατί δεν παραβίαζε ούτε ένα από τα άρθρα της εμπορικής νομοθεσίας. Ο πρόεδρος του Εποπτικού συμβουλίου, που σαν υπεύθυνο πρόσωπο υπόγραφε τους ψεύτικους ισολογισμούς, ήταν και παραμένει πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Κάσελ. Οι μέτοχοι έμαθαν γι’ αυτό το δάνειο που δόθηκε στην εταιρία “Χασία” πολύ αργότερα από τη μέρα που αποδείχτηκε ότι ήταν άστοχο…» (αυτή τη λέξη ο συγγραφέας θα έπρεπε να τη βάλει σε εισαγωγικά)… «και όταν οι μετοχές της “Εταιρίας χαλύβδινων ελατηρίων” είχαν πια πέσει περίπου κατά 100%, γιατί οι μυημένοι είχαν αρχίσει να τις ξεφορτώνονται…

Αυτό το τυπικό παράδειγμα ακροβατισμών στα ζητήματα των ισολογισμών, που είναι τοπίο συνηθισμένο πράγμα στις μετοχικές εταιρίες, μας εξηγεί, γιατί τα διοικητικά συμβούλια των μετοχικών εταιριών επιδίδονται με πολύ λιγότερη διστακτικότητα απ’ ό,τι οι ατομικοί επιχειρηματίες σε ριψοκίνδυνες υποθέσεις. Η νεότερη τεχνική κατάρτισης των ισολογισμών δεν τους δίνει μόνο τη δυνατότητα να κρύβουν τις ριψοκίνδυνες υποθέσεις από το μέσο μέτοχο, μα και επιτρέπει στα κυρίως ενδιαφερόμενο πρόσωπα, σε περίπτωση αποτυχίας του πειράματος, ν’ αποφεύγουν τις συνέπειες, πουλώντας έγκαιρα τις μετοχές τους, ενώ ο ατομικός επιχειρηματίας ευθύνεται με το ίδιο του το τομάρι για ό,τι κάνει…

Οι ισολογισμοί πολλών μετοχικών εταιριών μοιάζουν με τα γνωστά παλίμψηστα της μεσαιωνικής εποχής, από τα οποία έπρεπε πρώτα να σβήσει κανείς αυτά που ήταν γραμμένα πάνω τους, για να φανερώσει τα γραπτά που υπήρχαν αποκάτω και που έδιναν το πραγματικό περιεχόμενο του χειρογράφου» (τα παλίμψηστα είναι περγαμηνές από τις οποίες έχουν ξύσει το αρχικό χειρόγραφο και κατόπιν πάνω στο ξυσμένο γράψανε άλλο).

«Το πιο απλό, και γι’ αυτό το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο μέσο για να γίνουν οι ισολογισμοί ανεξιχνίαστοι, είναι ο χωρισμός της ενιαίας επιχείρησης σε μερικά τμήματα με τη δημιουργία ή την προσάρτηση “εταιριών-θυγατέρων”. Τα πλεονεκτήματα αυτού του συστήματος από την άποψη διαφόρων επιδιώξεων -νόμιμων ή παράνομων- είναι τόσο ολοφάνερα, ώστε σήμερα, πραγματικά μόνο σαν εξαίρεση υπάρχουν μεγάλες εταιρίες που δεν έχουν αποδεχτεί αυτό το σύστημα».

Σαν παράδειγμα πολύ μεγάλης και μονοπωλιακής εταιρίας, που καταφεύγει σ’ αυτό το σύστημα στην πιο πλατιά κλίμακα, ο συγγραφέας αναφέρει την περίφημη «Γενική Εταιρία Ηλεκτρισμού» (ΑΕ6, γι’ αυτή θα μιλήσουμε παρακάτω). Το 1912 υπολόγιζαν ότι η Εταιρία αυτή συμμετέχει σε 175-200 εταιρίες, κυριαρχώντας φυσικά σ’ αυτές και αγκαλιάζοντας συνολικά ένα κεφάλαιο 1 περίπου δισεκατομμυρίων μάρκων

Οποιοιδήποτε κανόνες ελέγχου, δημοσίευσης ισολογισμών, επεξεργασίας ορισμένης μορφής τους, καθιέρωσης της επίβλεψης κλπ., πράγματα με τα οποία αποσπούν την προσοχή του κοινού οι καλοθελητές καθηγητές και υπάλληλοι -δηλαδή αυτοί που έχουν την καλή πρόθεση να υπερασπίζουν και να εξωραΐζουν τον καπιταλισμό- δεν μπορούν να έχουν στην περίπτωση αυτή καμιά σημασία. Γιατί η ατομική ιδιοκτησία είναι ιερή και σε κανέναν δεν μπορείς να απαγορέψεις να αγοράζει, να πουλά, να ανταλλάσσει, να ενεχυριάζει μετοχές κλπ.

Από τα στοιχεία που αναφέρει ο Ε. Αγκάντ, που 15 χρόνια ήταν υπάλληλος της ρωσοκινεζικής τράπεζας και το Μάη του 1914 δημοσίευσε ένα έργο με τον όχι και τόσο ακριβολογημένο τίτλο: Οι μεγάλες τράπεζες και η παγκόσμια αγορά, μπορεί να κρίνει κανείς ποιες διαστάσεις πήρε το «σύστημα συμμετοχής» στις μεγάλες ρωσικές τράπεζες. Ο συγγραφέας χωρίζει τις μεγάλες ρωσικές τράπεζες σε δυο βασικές ομάδες: α) σ’ εκείνες που δουλεύουν με το «σύστημα συμμετοχής» και β) στις «ανεξάρτητες», εννοώντας όμως αυθαίρετα με τη λέξη «ανεξαρτησία» την ανεξαρτησία από τις τράπεζες του εξωτερικού. Την πρώτη ομάδα, ο συγγραφέας τη χωρίζει σε τρεις υποομάδες: 1) γερμανική συμμετοχή· 2) αγγλική και 3) γαλλική, έχοντας υπόψη τη «συμμετοχή» και την κυριαρχία των μεγαλύτερων ξένων τραπεζών της αντίστοιχης εθνότητας. Τα κεφάλαια των τραπεζών ο συγγραφέας τα χωρίζει σε κεφάλαια τοποθετημένα «παραγωγικά» (στο εμπόριο και στη βιομηχανία) και σε κεφάλαια τοποθετημένα «κερδοσκοπικά» (στις χρηματιστηριακές και χρηματιστικές πράξεις) και υποθέτει, με τη μικροαστική-ρεφορμιστική αντίληψη που τον χαρακτηρίζει, ότι τάχα στις συνθήκες της διατήρησης του καπιταλισμού μπορεί να ξεχωρίσει κανείς το πρώτο είδος τοποθέτησης από το δεύτερο και να εξαλείψει το δεύτερο.

Τα στοιχεία του συγγραφέα είναι τα παρακάτω:

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, από τα 4 σχεδόν δισεκατομμύρια ρούβλια, που αποτελούν το «εργαζόμενο» κεφάλαιο των μεγάλων τραπεζών πάνω από τα 3/4, δηλ. πάνω από 3 δισεκατομμύρια, ανήκουν στις τράπεζες που αποτελούν στην ουσία «εταιρίες-θυγατέρες» των τραπεζών του εξωτερικού και πρώτ’ απ’ όλα των τραπεζών του Παρισιού (το περίφημο τραπεζικό τρίο: η Παρισινή Ένωση, η Τράπεζα του Παρισιού και των Κάτω Χωρών και η Γενική Εταιρία), και του Βερολίνου (κυρίως η Γερμανική Τράπεζα και η Εταιρία Προεξοφλήσεων). Οι δυο από τις μεγαλύτερες ρωσικές τράπεζες, η «Ρωσική» («Ρωσική Τράπεζα Εξωτερικού Εμπορίου») και η «Διεθνής» («Διεθνής Εμπορική Τράπεζα της Πετρούπολης») από το 1906 ως το 1912 αύξησαν τα κεφάλαιά τους από 44 σε 98 εκατομμύρια ρούβλια και τα αποθεματικά τους από 15 σε 39 εκατομμύρια, «εργαζόμενες κατά 3/4 με γερμανικά κεφάλαια». Η πρώτη τράπεζα ανήκει στο «κοντσέρν» της «Γερμανικής Τράπεζας» του Βερολίνου, η δεύτερη στην «Εταιρία Προεξοφλήσεων» του Βερολίνου. Ο αγαθός μας ο Αγκάντ εκφράζει τη βαθιά του αγανάκτηση γιατί οι τράπεζες του Βερολίνου κρατούν στα χέρια τους τις περισσότερες μετοχές και γι’ αυτό οι Ρώσοι μέτοχοι είναι ανίσχυροι. Και φυσικά, η χώρα που εξάγει κεφάλαιο μαζεύει το καϊμάκι: λόγου χάρη, η «Γερμανική Τράπεζα» του Βερολίνου, όταν εισήγαγε στο Βερολίνο τις μετοχές της Εμπορικής Τράπεζας της Σιβηρίας, τις κράτησε ένα χρόνο στο χαρτοφυλάκιό της και ύστερα τις πούλησε με τιμή 193 αντί 100, δηλαδή σχεδόν στο διπλάσιο, «κερδίζοντας» περίπου 6 εκατομμύρια ρούβλια, ένα κέρδος που ο Χίλφερντινγκ το ονόμασε «ιδρυτικό κέρδος».

Ο συγγραφέας υπολογίζει όλο το «δυναμικό» των μεγαλύτερων τραπεζών της Πετρούπολης σε 8.235 εκατομμύρια ρού-βλια, σχεδόν 8 74 δισεκατομμύρια, και τη «συμμετοχή», ή σωστότερα την κυριαρχία των ξένων τραπεζών, την κατανέμει έτσι: γαλλικές τράπεζες 55%, αγγλικές 10%, γερμανικές 35%. Απ’ αυτό το ποσό των 8.235 εκατομμυρίων ενεργού κεφαλαίου τα 3.687 εκατομμύρια, δηλαδή πάνω από τα 40%, ανήκει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του συγγραφέα, στα συνδικάτα: Προντούγκολ, Προνταμέτ, καθώς και στα συνδικάτα της βιομηχανίας του πετρελαίου, της μεταλλουργίας και του τσιμέντου. Συνεπώς, η συγχώνευση του τραπεζικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου, σε σχέση με τη δημιουργία καπιταλιστικών μονοπωλίων, έχει κάνει και στη Ρωσία τεράστια βήματα προς τα μπρος.

Το χρηματιστικό κεφάλαιο, που είναι συγκεντρωμένο σε λίγα χέρια και ασκεί πραγματικό μονοπώλιο, βγάζει τεράστια και διαρκώς αυξανόμενα κέρδη από την ίδρυση εταιριών, από την έκδοση χρεογράφων, από κρατικά δάνεια κλπ., σταθεροποιώ-ντας την κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας, επιβάλλοντας σ’ όλη την κοινωνία ένα φόρο υποτέλειας προς τους μονοπωλητές. Να ένα από τα άπειρα παραδείγματα που αναφέρει ο Χίλφερντινγκ και που δείχνει πώς «διαφεντεύουν» τα αμερικανικά τραστ: Το 1887, ο Χαβεμέγερ ίδρυσε ένα τραστ ζάχαρης με τη συγχώνευση 15 μικρών εταιριών, που το συνολικό κεφάλαιό τους έφτανε τα 6 ½  εκατομμύρια δολάρια. Το κεφάλαιο όμως του τραστ που «νερώθηκε» σύμφωνα με την αμερικανική έκφραση, καθορίστηκε σε 50 εκατομμύρια δολάρια. Η «υπερκεφαλαιοποίηση» υπολόγιζε τα μελλοντικά μονοπωλιακά κέρδη, όπως το τραστ του ατσαλιού στην ίδια, επίσης, Αμερική υπολογίζει τα μελλοντικά μονοπωλιακά κέρδη, αγοράζοντας όλο και περισσότερα κοιτάσματα σιδήρου. Και πραγματικά, το τραστ της ζάχαρης καθόρισε μονοπωλιακές τιμές και πραγματοποίησε τέτοια έσοδα, ώστε μπόρεσε να πληρώσει 10% μέρισμα για το επτά φορές «νερωμένο» κεφάλαιο, δηλαδή σχεδόν το 70% τον κεφαλαίου που είχε πραγματικά καταβληθεί κατά την ίδρυση του τραστ! Το 1909, το κεφάλαιο του τραστ ήταν 90 εκατομμύρια δολάρια. Μέσα σε είκοσι δύο χρόνια το κεφάλαιο αυξήθηκε πάνω από δέκα φορές.

Στη Γαλλία, η κυριαρχία της «χρηματιστικής ολιγαρχίας» (Ενάντια στη χρηματιστική ολιγαρχία στη Γαλλία είναι ο τίτλος του γνωστού βιβλίου του Λιζίς, που η πέμπτη έκδοσή του κυκλοφόρησε το 1908) πήρε μια λίγο μόνο διαφορετική μορφή. Οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες ασκούν όχι σχετικό, αλλά «απόλυτο μονοπώλιο» στην έκδοση χρεογράφων. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα «τραστ των μεγάλων τραπεζών». Και το μονοπώλιο εξασφαλίζει μονοπωλιακά κέρδη από τις εκδόσεις χρεογράφων. Όταν συνάπτεται δάνειο, η χώρα που δανείζεται παίρνει συνήθως όχι παραπάνω από το 90% του συνολικού ποσού· το 10% τα παίρνουν οι τράπεζες και οι άλλες μεσάζοντες. Το κέρδος των τραπεζών από το ρωσοκινεζικό δάνειο των 400 εκατομμυρίων φράγκων ήταν 8%, από το ρωσικό (1904) των 800 εκατομμυρίων 10%, από το δάνειο του Μαρόκου (1904) των 62½ εκατομμυρίων 18 ¾. 0 καπιταλισμός που άρχισε την ανάπτυξή του από το μικρό τοκογλυφικό κεφάλαιο, τελειώνει την ανάπτυξή του με το γιγάντιο τοκογλυφικό κεφάλαιο. «Οι Γάλλοι είναι οι τοκογλύφοι της Ευρώπης», λέει ο Λιζίς. Όλοι οι όροι της οικονομικής ζωής αλλάζουν βαθιά απ’ αυτή τη μετατροπή του καπιταλισμού. Όταν υπάρχει στασιμότητα στην αύξηση του πληθυσμού, της βιομηχανίας, του εμπορίου, των θαλασσίων μεταφορών, τότε η «χώρα» μπορεί να πλουτίζει από την τοκογλυφία. «Πενήντα άνθρωποι, που αντιπροσωπεύουν ένα κεφάλαιο 8 εκατομμυρίων φράγκων, μπορούν να διαχειρίζονται δυο δισεκατομμύρια σε τέσσερις τράπεζες». Το σύστημα «συμμετοχής», που μας είναι πια γνωστό, οδηγεί στα ίδια επακόλουθα: μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες, η «Γενική Εταιρία» (Société Générale) εκδίδει 64.000 ομολογίες της «εταιρίας-θυγατέρας», «Εργοστάσια ζάχαρης της Αιγύπτου». Η τιμή έκδοσή τους είναι 150%, δηλαδή η τράπεζα κερδίζει 50 καπίκια στο ρούβλι. Τα μερίσματα αυτής της εταιρίας αποδείχτηκαν εικονικά, το «κοινό» έχασε από 90 ως 100 εκατομμύρια φράγκα. «Ένας από τους διευθυντές της “Γενικής Εταιρίας” ήταν μέλος της διοίκησης των “Εργοστασίων ζάχαρης”.» Δεν είναι παράξενο ότι ο συγγραφέας αναγκάζεται να βγάλει το συμπέρασμα ότι «η γαλλική δημοκρατία είναι μια χρηματιστική μοναρχία», «μια απόλυτη κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας που εξουσιάζει και τον Τύπο και την κυβέρνηση».

Το εξαιρετικά μεγάλο κέρδος που φέρνει η έκδοση χρεογράφων, σαν μια από τις κύριες πράξεις του χρηματιστικού κεφαλαίου, παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη και τη σταθεροποίηση της χρηματιστικής ολιγαρχίας. «Στο εσωτερικό δεν υπάρχει ούτε μια κερδοσκοπική επιχείρηση, που να δίνει έστω και κατά προσέγγιση τόσο μεγάλο κέρδος όσο η μεσιτεία για την έκδοση εξωτερικών δανείων» – λέει το γερμανικό περιοδικό Η Τράπεζα:

«Δεν υπάρχει ούτε μια τραπεζική πράξη, που να φέρει τόσο μεγάλο κέρδος όσο η έκδοση τίτλων». Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οικονομολόγου της Γερμανίας, το κέρδος από την έκδοση μετοχών βιομηχανικών επιχειρήσεων ήταν κατά μέσο όρο το χρόνο:

 «Μέσα σε μια δεκαετία, στα 1891-1900, η έκδοση τίτλων της γερμανικής βιομηχανίας, “απόδωσε κέρδος” πάνω από ένα δισεκατομμύριο»

Αν στη διάρκεια της βιομηχανικής ανόδου είναι τεράστια τα κέρδη του χρηματιστικού κεφαλαίου, στη διάρκεια της πτώσης οι μικρές και ασταθείς επιχειρήσεις χάνονται, ενώ οι μεγάλες τράπεζες «συμμετέχουν» στην εξαγορά τους σε φτηνή τιμή ή στις επιτυχείς «εξυγιάνσεις» και «αναδιοργανώσεις». Στις «εξυγιάνσεις» των επιχειρήσεων που έχουν παθητικό «το μετοχικό κεφάλαιο μειώνεται, δηλαδή το κέρδος κατανέμεται με βάση μικρότερο κεφάλαιο και στο εξής υπολογίζεται πια πάνω σ’ αυτό. Ή, αν δεν υπάρχει καθόλου κέρδος, προσελκύεται καινούργιο κεφάλαιο, που ενωμένο μαζί με το λιγότερο αποδοτικό παλιό κεφάλαιο, θα δίνει πια αρκετό κέρδος. Με την ευκαιρία, ας σημειώσουμε -προσθέτει ο Χίλφερντινγκ- ότι όλες αυτές οι εξυγιάνσεις και αναδιοργανώσεις έχουν διπλή σημασία για τις τράπεζες: πρώτο, είναι μια επικερδής πράξη, και, δεύτερο, μια κατάλληλη ευκαιρία για να βάλουν κάτω από την εξάρτησή τους αυτές τις εταιρίες που βρίσκονται στην ανάγκη».

Να ένα παράδειγμα: η μετοχική εταιρία μεταλλείων «Ουνιόν» του Ντόρτμουντ ιδρύθηκε το 1872. Είχαν εκδοθεί συνολικά μετοχές 40 εκατομμυρίων μάρκων, που η τιμή τους ανέβηκε στο 170%, όταν τον πρώτο χρόνο δόθηκε μέρισμα 12%. Το χρηματιστικό κεφάλαιο μάζεψε το καϊμάκι κερδίζοντας κάτι «μικροπράγματα» κάπου 28 εκατομμύρια. Στην ίδρυση αυτής της εταιρίας, τον κύριο λόγο τον έπαιξε η ίδια εκείνη μεγάλη γερμανική τράπεζα, η «Εταιρία Προεξοφλήσεων», που το κεφάλαιό της ανέβηκε αισίως στα 300 εκατομμύρια μάρκα. Σε συνέχεια, τα μερίσματα της «Ουνιόν» πέφτουν στο μηδέν. Οι μέτοχοι βρίσκονται στην ανάγκη να συμφωνήσουν «να μειωθεί» το κεφάλαιο, δηλαδή να χάσουν ένα μέρος τους, για να μη το χάσουν ολόκληρο. Και το αποτέλεσμα μιας σειράς «εξυγιάνσεων» είναι να εξαφανιστούν από τα βιβλία της εταιρίας «Ουνιόν» πάνω από 73 εκατομμύρια μάρκα μέσα σε 30 χρόνια. «Σήμερα, οι πρώτοι μέτοχοι αυτής της εταιρίας έχουν στα χέρια τους μόνο το 5% της ονομαστικής αξίας των μετοχών τους» – ενώ σε κάθε «εξυγίανση» οι τράπεζες εξακολουθούσαν «να κερδίζουν».

Ιδιαίτερα επικερδής επιχείρηση του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι επίσης η κερδοσκοπία με τα οικόπεδα που βρίσκονται στα προάστια των γοργά αναπτυσσόμενων μεγαλουπόλεων. Το μονοπώλιο των τραπεζών συγχωνεύεται εδώ με το μονοπώλιο της γαιοπροσόδου και με το μονοπώλιο των συγκοινωνιών, γιατί η αύξηση της τιμής των οικοπέδων, η δυνατότητα επικερδούς πώλησής τους κομμάτι-κομμάτι κλπ. εξαρτάται πάνω απ’ όλα από τις καλές συγκοινωνίες με το κέντρο της πόλης, κι αυτές οι συγκοινωνίες βρίσκονται στα χέρια μεγάλων εταιριών, που συνδέονται με τις ίδιες αυτές τράπεζες με το σύστημα συμμετοχής και με το μοίρασμα διευθυντικών θέσεων. Έτσι έχουμε αυτό που το ονόμασε «βάλτο» ο Γερμανός συγγραφέας Λ. Έσβεγκε, συνεργάτης του περιοδικού Η Τράπεζα, που έχει ειδικά μελετήσει το εμπόριο των οικοπέδων, την υποθήκευσή τους κλπ.: αφηνιασμένη κερδοσκοπία με τα οικόπεδα των προαστίων, χρεοκοπίες οικοδομικών εταιριών, όπως της εταιρίας του Βερολίνου «Μπόσβαου και Κνάουερ», που άρπαξε περίπου 100 εκατομμύρια μάρκα με τη μεσολάβηση της «πιο σοβαρής και πιο μεγάλης» «Γερμανικής Τράπεζας» (Deutsche Bank) που δρούσε, εννοείται, σύμφωνα με το σύστημα «συμμετοχής», δηλαδή στα κρυφά, πίσω από την πλάτη, και που ξεγλίστρησε, χάνοντας «όλο-όλο» 12 εκατομμύρια μάρκα – ύστερα καταστροφή των μικρονοικοκυραίων και των εργατών, που δεν παίρνουν τίποτε από τις παραφουσκωμένες οικοδομικές εταιρίες, απατεωνίστικες συναλλαγές με την «τίμια» αστυνομία και τις διοικητικές αρχές του Βερολίνου για ν’ αρπάξουν στα χέρια τους το δικαίωμα έκδοσης πιστοποιητικών για τα οικόπεδα και αδειών της Δημαρχίας για την ανέγερση κτιρίων κλπ. κ.ο.κ.

Τα «αμερικανικά ήθη», για τα οποία τόσο υποκριτικά υψώνουν τα μάτια τους προς τον ουρανό οι Ευρωπαίοι καθηγητές και οι καλοπροαίρετοι αστοί, έγιναν στην εποχή του χρηματιστικού κεφαλαίου κυριολεκτικά ήθη κάθε μεγάλης πόλης οποιοσδήποτε χώρας.

Στο Βερολίνο, στις αρχές του 1914, λέγανε ότι πρόκειται να δημιουργηθεί «τραστ μεταφορών», δηλαδή «κοινότητα συμφερόντων» ανάμεσα στις τρεις επιχειρήσεις μεταφορών του Βερολίνου: τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο της πόλης, την εταιρία τροχιοδρόμων και την εταιρία λεωφορείων. «Ότι υπάρχει μια τέτοια πρόθεση -έγραφε το περιοδικό Η Τράπεζα- ήταν σε μας γνωστό από τότε που ανακοινώθηκε ότι οι περισσότερες μετοχές της εταιρίας λεωφορείων πέρασαν στα χέρια των δυο άλλων μεταφορικών εταιριών… Μπορεί να πιστέψει κανείς απόλυτα τα πρόσωπα που επιδιώκουν ένα τέτοιο σκοπό ότι με την ενιαία ρύθμιση των μεταφορών ελπίζουν να πετύχουν τέτοιες οικονομίες, που ένα μέρος τους θα μπορούσε στο κάτω-κάτω να δοθεί στο κοινό. Το ζήτημα όμως περιπλέκεται με το ότι πίσω απ’ αυτό το δημιουργημένο τραστ των μεταφορών βρίσκονται οι τράπεζες, που, αν το θελήσουν, μπορούν να υποτάξουν τις μονοπωλημένες συγκοινωνίες στα συμφέροντα του εμπορίου τους με τα οικόπεδα. Για να πειστεί κανείς πόσο φυσιολογική είναι μια τέτοια υπόθεση, φτάνει να θυμηθεί ότι κατά την ίδρυση κιόλας της εταιρίας του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου της πόλης ανακατεύτηκαν τα συμφέροντα της μεγάλης εκείνης τράπεζας, που βοήθησε στην ίδρυση της εταιρίας αυτής. Συγκεκριμένα: τα συμφέροντα αυτής της επιχείρησης μεταφορών μπλέκονταν με τα συμφέροντα του εμπορίου οικοπέδων. Η ουσία του ζητήματος είναι ότι η ανατολική γραμμή αυτού του σιδηροδρόμου έπρεπε να περνάει από οικόπεδα, τα οποία έπειτα η τράπεζα αυτή, όταν είχε ήδη εξασφαλιστεί το στρώσιμο της γραμμής, τα πούλησε με τεράστιο κέρδος για τον εαυτό της και για μερικά συμμετέχοντα πρόσωπα… »

Το μονοπώλιο, μια και έχει δημιουργηθεί και διαχειρίζεται δισεκατομμύρια, διεισδύει με απόλυτη αναγκαιότητα σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής, ανεξάρτητα από την πολιτική συγκρότηση και από οποιεσδήποτε άλλες «λεπτομέρειες». Στη γερμανική οικονομική φιλολογία είναι κάτι το συνηθισμένο η δουλόπρεπη περιαυτολογία για την εντιμότητα των Πρώσων υπαλλήλων και οι υπαινιγμοί για το γαλλικό Παναμά ή την αμερικανική πολιτική διαφθορά. Είναι όμως γεγονός ότι ακόμη και, η αστική φιλολογία, η αφιερωμένη στις τραπεζικές υποθέσεις της Γερμανίας, βρίσκεται συνεχώς στην ανάγκη να βγαίνει πολύ έξω από τα πλαίσια των καθαρά τραπεζικών πράξεων και να γράφει, λόγου χάρη, για την «τάση προς τις τράπεζες», παίρνοντας αφορμή από τις όλο και συχνότερες περιπτώσεις που δημόσιοι υπάλληλοι περνούν στην υπηρεσία των τραπεζών: «Πώς έχει όμως το ζήτημα με τον αδέκαστο δημόσιο υπάλληλο που ο κρυφός του πόθος είναι μια ζεστή θεσούλα στην Μπέρενστρασε;» -την οδό του Βερολίνου όπου βρίσκεται η «Γερμανική Τράπεζα». Ο εκδότης του περιοδικού Η Τράπεζα Άλφρεντ Λάνσμπουργκ, έγραφε το 1909 το άρθρο: «Η οικονομική σημασία του βυζαντινισμού», παίρνοντας αφορμή, ανάμεσα στ’ άλλα, από το ταξίδι του Γουλιέλμου Β’ στην Παλαιστίνη και από το «άμεσο αποτέλεσμα αυτού του ταξιδιού, την κατασκευή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης, αυτού του μοιραίου, “μεγάλου έργου του γερμανικού επιχειρηματικού πνεύματος”, που είναι περισσότερο υπεύθυνο για την “κύκλωση”, απ’ όλα τα πολιτικά λάθη μας μαζί παρμένα» (με τη λέξη κύκλωση εννοείται η πολιτική του Εδουάρδου Ζ’ που επιδίωκε ν’ απομονώσει τη Γερμανία και να την κυκλώσει με τον κλοιό μιας ιμπεριαλιστικής αντιγερμανικής συμμαχίας). Ο συνεργάτης του ίδιου περιοδικού Έσβεγκε, που τον έχουμε αναφέρει πιο πάνω, έγραψε το 1911 το άρθρο: «Η πλουτοκρατία και οι δημόσιοι υπάλληλοι», όπου ξεσκεπάζει, π.χ., την περίπτωση του Γερμανού δημόσιου υπάλληλου Φέλκερ, που σαν μέλος της επιτροπής για τα καρτέλ διακρίθηκε με τη δραστηριότητά του και ύστερα από λίγο καιρό βρέθηκε να κατέχει μια προσοδοφόρα θεσούλα στο πιο μεγάλο καρτέλ, στο συνδικάτο του ατσαλιού. Παρόμοιες περιπτώσεις, που δεν είναι καθόλου τυχαίες, ανάγκασαν αυτόν τον ίδιο αστό συγγραφέα να ομολογήσει ότι «η οικονομική ελευθερία, που εξασφαλίζει το γερμανικό Σύνταγμα, έγινε σήμερα κιόλας, σε πολλούς τομείς της οικονομικής ζωής, μια φράση χωρίς περιεχόμενο» και ότι με τη διαμορφωμένη πια κυριαρχία της πλουτοκρατίας «ακόμη και η πιο πλατιά πολιτική ελευθερία δεν μπορεί να μας σώσει από τη μετατροπή μας σε λαό μη ελεύθερων ανθρώπων».

Όσο για τη Ρωσία, θα περιοριστούμε μόνο σ’ ένα παράδειγμα: Πριν από μερικά χρόνια σ’ όλες τις εφημερίδες έκανε το γύρο η είδηση ότι ο Νταβίντοφ, διευθυντής του τμήματος κρατικών πιστώσεων, εγκαταλείπει την κρατική υπηρεσία και αναλαβαίνει υπηρεσία σε μια μεγάλη τράπεζα, με μισθό που, με βάση τη συμφωνία, θα έπρεπε μέσα σε λίγα χρόνια να ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο ρούβλια. Το τμήμα κρατικών πιστώσεων είναι ένα ίδρυμα, που σκοπός του είναι «ο συντονισμός της δράσης όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων του κράτους» και δίνει επιχορηγήσεις στις τράπεζες της πρωτεύουσας που φτάνουν τα 800-1.000 εκατομμύρια ρούβλια.

Χαρακτηριστικό του καπιταλισμού γενικά είναι ότι χωρίζει την ιδιοκτησία του κεφαλαίου από τη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου στην παραγωγή, ότι χωρίζει το χρηματικό κεφάλαιο από το βιομηχανικό ή το παραγωγικό, ότι χωρίζει τον εισοδηματία, που ζει μόνο από το εισόδημα του χρηματικού κεφαλαίου, από τον επιχειρηματία και απ’ όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν άμεσα στη διαχείριση του κεφαλαίου. Ο ιμπεριαλισμός ή η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι η ανώτατη εκείνη βαθμίδα του καπιταλισμού, όπου ο χωρισμός αυτός παίρνει πελώριες διαστάσεις. Η υπεροχή του χρηματιστικού κεφαλαίου πάνω σ’ όλες τις υπόλοιπες μορφές του κεφαλαίου σημαίνει κυρίαρχη θέση του εισοδηματία και της χρηματιστικής ολιγαρχίας, σημαίνει ξεχώρισμα μερικών κρατών, που κατέχουν τη χρηματιστική «δύναμη», απ’ όλα τα υπόλοιπα. Μπορεί να κρίνει κανείς για τις διαστάσεις αυτής της διαδικασίας από τα στοιχεία της στατιστικής για τις εκδόσεις, δηλαδή για την έκδοση κάθε είδους χρεογράφων.

Στο Δελτίο του Διεθνούς Στατιστικού Ινστιτούτου, ο Α. Νέιμαρκ δημοσίευσε τα πιο λεπτομερειακά, πλήρη και συγκρίσιμα στοιχεία για τις εκδόσεις χρεογράφων σ’ όλο τον κόσμο. Αργότερα, τα στοιχεία αυτά πολλές φορές αναφέρθηκαν τμηματικά στην οικονομική φιλολογία. Να ο απολογισμός για 4 δεκαετίες:

Το 1871-1880, το σύνολο των εκδόσεων σ’ όλο τον κόσμο αυξήθηκε ειδικά εξαιτίας των δανείων που έχουν σχέση με το γαλλοπρωσικό πόλεμο και με την εποχή της ίδρυσης εταιριών, που επακολούθησε στη Γερμανία ύστερα απ’ αυτόν τον πόλεμο. Γενικά, η αύξηση στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα δεν είναι σχετικά πολύ γρήγορη και μόνο η πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα παρουσιάζει τεράστια αύξηση, σχεδόν διπλασιασμό μέσα σε 10 χρόνια. Συνεπώς, τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα είναι εποχή στροφής όχι μόνο όσον αφορά την ανάπτυξη των μονοπωλίων (καρτέλ, συνδικάτων, τραστ), πράγμα για το οποίο μιλήσαμε ήδη, μα και όσον αφορά την ανάπτυξη του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Ο Νέιμαρκ υπολογίζει το 1910 το σύνολο των χρεογράφων σ’ όλο τον κόσμο περίπου σε 815 δισεκατομμύρια φράγκα. Αφαιρώντας κατά προσέγγιση τα ποσά που επαναλαμβάνονται, μειώνει το ποσό αυτό σε 575-600 δισεκατομμύρια. Να πώς κατανέμονται κατά χώρες (παίρνουμε σαν βάση τα 600 δισεκατομμύρια):

Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται αμέσως πόσο χτυπητά ξεχωρίζουν οι τέσσερις πιο πλούσιες καπιταλιστικές χώρες, που κατέχουν χρεόγραφα αξίας περίπου από 100 ως 150 δισεκατομμύρια φράγκα η καθεμιά. Οι δυο απ’ αυτές τις τέσσερις χώρες, η Αγγλία και η Γαλλία είναι οι πιο παλιές και, όπως θα δούμε, οι πιο πλούσιες σε αποικίες καπιταλιστικές χώρες. Οι άλλες δυο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία, είναι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες από την άποψη της ταχύτητας της ανάπτυξής τους και του βαθμού διάδοσης των καπιταλιστικών μονοπωλίων στην παραγωγή. Και οι τέσσερις αυτές χώρες μαζί κατέχουν 479 δισεκατομμύρια φράγκα, δηλαδή σχεδόν το 80% του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου. Σχεδόν όλος ο υπόλοιπος κόσμος παίζει, έτσι είτε αλλιώς, το ρόλο του οφειλέτη και του φόρου υποτελή σ’ αυτές τις χώρες, που είναι διεθνείς τραπεζίτες, σ’ αυτούς τους τέσσερις «στύλους» του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου.

Πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στο ρόλο που παίζει η εξαγωγή κεφαλαίου στη δημιουργία του διεθνούς δικτύου της εξάρτησής και των δεσμών του χρηματιστικού κεφαλαίου.

 

Η ΕΞΑΓΩΓΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Για τον παλιό καπιταλισμό, που κυριαρχούσε απόλυτα ο ελεύθερος συναγωνισμός, χαρακτηριστική ήταν η εξαγωγή εμπορευμάτων. Για το νεότατο καπιταλισμό, όπου κυριαρχούν τα μονοπώλια, έγινε χαρακτηριστική η εξαγωγή κεφαλαίου.

Ο καπιταλισμός είναι εμπορευματική παραγωγή στην ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξής της, όταν και η εργατική δύναμη γίνεται εμπόρευμα. Η αύξηση των ανταλλαγών τόσο μέσα στη χώρα όσο και σε διεθνή ιδιαίτερα κλίμακα, είναι το χαρακτηριστικό διακριτικό γνώρισμα του καπιταλισμού. Η ανισομετρία και ο αλματικός χαρακτήρας της ανάπτυξης των διαφόρων επιχειρήσεων, των διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας, των διαφόρων χωρών είναι αναπόφευκτα στις συνθήκες του καπιταλισμού. Πρώτη, πριν από τις άλλες χώρες, έγινε χώρα καπιταλιστική η Αγγλία, και προς τα μέσα του 19ου αιώνα, καθιερώνοντας το ελεύθερο εμπόριο, διεκδικούσε το ρόλο του «εργαστηρίου όλου του κόσμου», του προμηθευτή βιομηχανικών προϊόντων σε όλες τις χώρες, που σε αντάλλαγμα έπρεπε να την εφοδιάζουν με πρώτες ύλες. Αυτό όμως το μονοπώλιο της Αγγλίας υποσκάφτηκε στο τελευταίο κιόλας τέταρτο του 19ου αιώνα, γιατί μια σειρά άλλες χώρες, αφού υπεράσπισαν τον εαυτό τους με «προστατευτικούς» τελωνειακούς δασμούς, εξελίχτηκαν σε αυτοτελή καπιταλιστικά κράτη. Στο κατώφλι του 20ού αιώνα βλέπουμε να δημιουργούνται άλλου είδους μονοπώλια: πρώτο, μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών σ’ όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού δεύτερο, μονοπωλιακή θέση λίγων πλουσιότερων χωρών, όπου η συσσώρευση του κεφαλαίου πήρε γιγάντιες διαστάσεις. Δημιουργήθηκε ένα τεράστιο «περίσσευμα κεφαλαίου» στις προηγμένες χώρες.

Είναι αυτονόητο πως, αν ο καπιταλισμός μπορούσε ν’ αναπτύξει τη γεωργία, που τώρα μένει παντού φοβερά πίσω από τη βιομηχανία, αν μπορούσε ν’ ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο των μαζών του πληθυσμού, που παντού, παρά την ιλιγγιώδη τεχνική πρόοδο, μένει μισοπεινασμένος και εξαθλιωμένος, τότε δε θα μπορούσε ούτε λόγος να γίνει για περίσσευμα κεφαλαίου. Και το «επιχείρημα» αυτό προβάλλεται ακατάπαυστα από τους μικροαστούς κριτικούς του καπιταλισμού. Τότε όμως ο καπιταλισμός δε θα ήταν καπιταλισμός, γιατί και η ανισομετρία της ανάπτυξης και το βιοτικό επίπεδο πείνας για τις μάζες είναι ουσιαστικοί, αναπόφευκτοι όροι και προϋποθέσεις αυτού του τρόπου παραγωγής. Όσο ο καπιταλισμός θα εξακολουθεί να είναι καπιταλισμός, το περίσσευμα του κεφαλαίου δε θα χρησιμεύει για το ανέβασμα του βιοτικού επιπέδου των μαζών σε μια δοσμένη χώρα, γιατί αυτό θα μείωνε τα κέρδη των καπιταλιστών, μα για το ανέβασμα των κερδών με την εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό, στις καθυστερημένες χώρες. Σ’ αυτές τις καθυστερημένες χώρες, το κέρδος είναι συνήθως σχετικά μεγάλο, γιατί έχουν λίγα κεφάλαια, η τιμή της γης δεν είναι μεγάλη, ο μισθός εργασίας είναι χαμηλός και οι πρώτες ύλες φτηνές. Η δυνατότητα εξαγωγής κεφαλαίου δημιουργείται από το γεγονός ότι μια σειρά καθυστερημένες χώρες έχουν πια τραβηχτεί στην τροχιά του παγκόσμιου καπιταλισμού, έχουν κατασκευαστεί ή άρχισαν να κατασκευάζονται οι κύριες σιδηροδρομικές γραμμές, έχουν εξασφαλιστεί οι στοιχειώδεις όροι για την ανάπτυξη της βιομηχανίας κλπ. Η ανάγκη της εξαγωγής κεφαλαίου δημιουργείται από το γεγονός ότι σε μερικές χώρες ο καπιταλισμός έχει «παραωριμάσει» και για το κεφάλαιο δεν υπάρχει (στις συνθήκες της ανεξέλικτης γεωργίας και της εξαθλίωσης των μαζών), πεδίο για «επικερδή» τοποθέτηση.

Να τα κατά προσέγγιση στοιχεία για τις διαστάσεις των κεφαλαίων που έχουν τοποθετήσει στο εξωτερικό οι τρεις κυριότερες χώρες:

Από τα στοιχεία αυτά βλέπουμε ότι η εξαγωγή κεφαλαίου πήρε γιγάντια ανάπτυξη μόνο στις αρχές του 20ού αιώνα. Πριν τον πόλεμο, τα τοποθετημένα στο εξωτερικό κεφάλαια των τριών κυριότερων χωρών είχαν φτάσει τα 175-200 δισεκατομμύρια φράγκα. Το εισόδημα απ’ αυτό το ποσό, με μετριόφρονες υπολογισμούς ποσοστού 5%, πρέπει να φτάνει τα 8-10 δισεκατομμύρια φράγκα το χρόνο. Στέρεη βάση για την ιμπεριαλιστική καταπίεση και εκμετάλλευση της πλειοψηφίας των εθνών και χωρών του κόσμου, για τον καπιταλιστικό παρασιτισμό μιας χούφτας πολύ πλούσιων κρατών!

Πώς κατανέμεται αυτό το τοποθετημένο στο εξωτερικό κεφάλαιο ανάμεσα στις διάφορες χώρες, όπου έχει τοποθετηθεί; Στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί μόνο κατά προσέγγιση απάντηση, που ωστόσο είναι σε θέση να φωτίσει μερικές γενικές αμοιβαίες σχέσεις και δεσμούς του σύγχρονου ιμπεριαλισμού:

Στην Αγγλία προβάλλουν στην πρώτη σειρά οι αποικιακές της κτήσεις που είναι πολύ μεγάλες και στην Αμερική (λόγου χάρη ο Καναδάς) χωρίς να μιλάμε πια για την Ασία κ.α. Η τεράστια εξαγωγή κεφαλαίου συνδέεται εδώ πολύ στενά με τις τεράστιες αποικίες. Για τη σημασία που έχουν οι αποικίες για τον ιμπεριαλισμό θα μιλήσουμε ακόμη παρακάτω. Διαφορετική είναι η κατάσταση στη Γαλλία. Η Γαλλία το κεφάλαιό της του εξωτερικού το έχει τοποθετημένο κυρίως στην Ευρώπη και πρώτ’ απ’ όλα στη Ρωσία (όχι λιγότερο από 10 δισεκατομμύρια φράγκα). Και πρόκειται κυρίως για δανειστικό κεφάλαιο, για κρατικά δάνεια και όχι για κεφάλαιο τοποθετημένο σε βιομηχανικές επιχειρήσεις. Σε διάκριση από τον αγγλικό, αποικιακό ιμπεριαλισμό, ο γαλλικός μπορεί να ονομαστεί τοκογλυφικός ιμπεριαλισμός. Η Γερμανία παρουσιάζει μια τρίτη ποικιλομορφία: οι αποικίες της δεν είναι μεγάλες και το κεφάλαιο που τοποθετεί στο εξωτερικό κατανέμεται πιο συμμετρικά ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική.

Η εξαγωγή κεφαλαίου επιδρά στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στις χώρες όπου κατευθύνεται και την επιταχύνει εξαιρετικά. Γι’ αυτό το λόγο, αν η εξαγωγή αυτή είναι ικανή ως ένα ορισμένο βαθμό να φέρει κάποια στασιμότητα στις χώρες που εξάγουν το κεφάλαιο, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τίμημα το άπλωμα και το βάθεμα της παραπέρα ανάπτυξης του καπιταλισμού σ ’ όλο τον κόσμο.

Για τις χώρες που εξάγουν κεφάλαιο δημιουργείται σχεδόν πάντα η δυνατότητα ν’ αποκτήσουν ορισμένα «οφέλη», που ο χαρακτήρας τους ρίχνει φως πάνω στην ιδιομορφία της εποχής του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων. Να, λόγου χάρη, τι έγραφε τον Οκτώβρη του 1913 το περιοδικό του Βερολίνου Η Τράπεζα:

«Στη διεθνή αγορά των κεφαλαίων παίζεται τελευταία μια κωμωδία, άξια της τέχνης του Αριστοφάνη. Πολλά ξένα κράτη, από την Ισπανία ως τα Βαλκάνια, από τη Ρωσία ως την Αργεντινή, τη Βραζιλία και την Κίνα, αποτείνονται ανοιχτά ή κρυφά στις μεγάλες χρηματικές αγορές με αιτήσεις, και μερικές φορές με εξαιρετικά επίμονες αιτήσεις, να τους χορηγηθεί δάνειο. Οι χρηματικές αγορές δε βρίσκονται τώρα σε πολύ καλή κατάσταση και οι πολιτικές προοπτικές δεν είναι ρόδινες. Και όμως καμιά από τις χρηματικές αγορές δεν τολμά ν’ αρνηθεί τη χορήγηση δανείου, γιατί φοβάται ότι θα την προλάβει ο γείτονάς της, που θα συμφωνήσει να χορηγήσει το δάνειο και μαζί μ’ αυτό θα εξασφαλίσει ορισμένες εκδουλεύσεις έναντι της εκδούλευσης που πρόσφερε. Σε τέτοιου είδους διεθνείς συναλλαγές σχεδόν πάντα μένει κάτι προς όφελος του πιστωτή: κάποια παραχώρηση στην εμπορική συμφωνία, ένας σταθμός ανθράκευσης, η κατασκευή ενός λιμανιού, μια παχυλή εκχώρηση, μια παραγγελία για κανόνια».

Το χρηματιστικό κεφάλαιο δημιούργησε την εποχή των μονοπωλίων. Και τα μονοπώλια φέρνουν παντού μαζί τους τις μονοπωλιακές αρχές: η εκμετάλλευση των «δεσμών» για μια επικερδή συμφωνία παίρνει τη θέση του συναγωνισμού στην ανοιχτή αγορά. Το πιο συνηθισμένο πράγμα είναι τούτο δω: σαν όρος για τη χορήγηση δανείου μπαίνει να ξοδευτεί ένα μέρος του για την αγορά προϊόντων από την πιστώτρια χώρα και κυρίως για την αγορά ειδών εξοπλισμού, πλοίων κλπ. Η Γαλλία πολύ συχνά κατάφευγε σ’ αυτό το μέσο στις δυο τελευταίες δεκαετίες (1890- 1910). Η εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό γίνεται μέσο για την ενθάρρυνση της εξαγωγής εμπορευμάτων στο εξωτερικό. Παράλληλα, οι συμφωνίες ανάμεσα στις εξαιρετικά μεγάλες επιχειρήσεις είναι τέτοιες που βρίσκονται -όπως εκφράστηκε «μαλακά» ο Σίλντερ- «στα σύνορα της εξαγοράς». Ο Κρουπ στη Γερμανία, ο Σνάιντερ στη Γαλλία και ο Άρμστρονγκ στην Αγγλία είναι πρότυπα τέτοιων εταιριών, στενά συνδεμένων με τις γιγάντιες τράπεζες και με την κυβέρνηση, και που δεν είναι εύκολο να τις «παρακάμψει» κανείς, όταν συνάπτει δάνειο.

Η Γαλλία, δίνοντας δάνειο στη Ρωσία, τη «στρίμωξε» στο εμπορικό σύμφωνο της 16 του Σεπτέμβρη 1905, αποσπώντας ορισμένες παραχωρήσεις ως το 1917· το ίδιο έγινε με το εμπορικό σύμφωνο με την Ιαπωνία της 19 του Αυγούστου 1911.0 τελωνειακός πόλεμος της Αυστρίας με τη Σερβία, που συνεχίστηκε με επτάμηνη διακοπή από το 1906 ως το 1911, είχε προκληθεί εν μέρει από το συναγωνισμό της Αυστρίας με τη Γαλλία στο ζήτημα της προμήθειας πολεμικού υλικού στη Σερβία. Ο Πολ Ντεσανέλ δήλωσε στη Βουλή, το Γενάρη του 1912, ότι οι γαλλικές εταιρίες προμήθευαν στη Σερβία στην περίοδο 1908-1911 πολεμικό υλικό αξίας 45 εκατομμυρίων φράγκων.

Η έκθεση του προξένου της Αυστροουγγαρίας στο Σαν Πάολο (Βραζιλίας) αναφέρει: «Η κατασκευή των σιδηροδρόμων της Βραζιλίας γίνεται στο μεγαλύτερο μέρος της με γαλλικά, βελγικά, βρετανικά και γερμανικά κεφάλαια. Οι χώρες αυτές στις χρηματιστικές τους πράξεις, που σχετίζονται με την κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών, βάζουν σαν όρο την προμήθεια του αναγκαίου σιδηροδρομικού υλικού.»

Έτσι, το χρηματιστικό κεφάλαιο απλώνει τα δίχτυα του με την κυριολεκτική, μπορεί να πει κανείς, σημασία της λέξης σε όλες τις χώρες του κόσμου. Μεγάλο ρόλο παίζουν στην περίπτωση αυτή οι τράπεζες που ιδρύονται στις αποικίες και τα υποκαταστήματά τους. Οι Γερμανοί ιμπεριαλιστές βλέπουν με φθόνο τις «παλιές» αποικιακές χώρες που έχουν εξασφαλιστεί στο ζήτημα αυτό με ιδιαίτερη «επιτυχία»: το 1904, η Αγγλία είχε 50 αποικιακές τράπεζες με 2.279 υποκαταστήματα (το 1910: 72 με 5.449 υποκαταστήματα). Η Γαλλία 20 με 136 υποκαταστήματα. Η Ολλανδία 16 με 68, ενώ η Γερμανία «όλο-όλο» 13 με 70 υποκαταστήματα. Οι Αμερικανοί καπιταλιστές φθονούν με τη σειρά τους τούς Άγγλους και τους Γερμανούς: «Στη νότια Αμερική -παραπονούνταν το 1915 – 5 γερμανικές τράπεζες έχουν 40 υποκαταστήματα και 5 αγγλικές 70υποκαταστήματα… Η Αγγλία και η Γερμανία έχουν τοποθετήσει στα τελευταία 25 χρόνια στην Αργεντινή, στη Βραζιλία και στην Ουρουγουάη περίπου 4 δισεκατομμύρια δολάρια, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα να κατέχουν το 46% όλου του εμπορίου αυτών των τριών χωρών.»

Οι χώρες που εξάγουν κεφάλαιο μοίρασαν τον κόσμο ανάμεσά τους, με τη μεταφορική έννοια της λέξης. Όμως το χρηματιστικό κεφάλαιο οδήγησε και στο πραγματικό μοίρασμα του κόσμου.

 

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας