Δε χρειάζεται να είναι κανείς αντιεμβολιαστης, για να οργίζεται με την τραγική κατάληξη (αυτοκτονία) της υγειονομικού που ήταν σε αναστολή.
Η απόφαση για αναστολή των ανεμβολίαστων υγειονομικών ήταν πολιτική επιλογή. Μια επιλογή που εντάσσεται στο πλαίσιο της παραπέρα αποδυνάμωσης του δημοσίου συστήματος υγείας που στενάζει κι υποχρηματοδοτείται. Μια αποδυνάμωση που ήρθε σε περίοδο που όλοι φώναζαν για τις ελλείψεις, τα κρεβάτια ΜΕΘ και το προσωπικό.
Σε εκείνη ακριβώς την περίοδο, αντί για τη θωράκιση, τη στελέχωση και την αποφασιστική χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας, οδηγήθηκε σε αναστολή ένας αριθμός υγειονομικών με ένα επιστημονικοφανές πρόσχημα. Αντί για ενίσχυση του ΕΣΥ, συρρίκνωση. Το υπόρρητο μήνυμα των κυβερνώντων προς την κοινωνία και τους υγειονομικούς ήταν: “αφού τα καταφέρνετε με λιγότερο προσωπικό τώρα, θα καταφέρετε μια χαρά στο μέλλον συνηθίζοντας τις χρόνιες ελλείψεις”.
Το πώς “συνήθισαν” ασθενείς και υγειονομικοί τις ελλείψεις το ξέρουν οι εφημερεύοντες στα δημόσια νοσοκομεία (με αυτοθυσία στις εφημερίες του τρόμου) και οι ασθενείς που περίμεναν για τακτικά χειρουργεία, τα οποία είχαν μπει στον “πάγο” λόγω μετατροπής ολόκληρων νοσοκομείων σε “αναφοράς για υποδοχή ασθενών με κορονοϊό”.
Πολιτική επιλογή και τίποτα παραπάνω η αναστολή των υγειονομικών. Ο ανορθολογισμός των αντιεμβολιαστών δεν αντιμετωπίζεται με απολύσεις και συρρίκνωση του δημόσιου συστήματος υγείας. Την καλύτερη απάντηση στον ανορθολογισμό θα μπορούσε να τη δώσει ένα αποκλειστικά δημόσιο, πλήρως στελεχωμένο, εξοπλισμένο και δωρεάν σύστημα υγείας. Αντ’ αυτού η κυβέρνηση έπαιξε το χαρτί του διχασμού για πολιτικούς και στρατηγικούς λόγους. Η κυβέρνηση, λοιπόν, χρεώνεται ΟΛΟΥΣ τους θανάτους διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ (πόρισμα Λύτρα). Η κυβέρνηση χρεώνεται και τον θάνατο της Χρυσάνθης. Τους χρεώνεται ως ηθικός αυτουργός.