Παρά τα όσα μονότονα επαναλαμβάνονται, μέσω των εκλογών δεν αναδεικνύεται βουλή πού εκλέγει κυβέρνηση μόνο. Σε αυτό προσπαθούν να τις περιορίσουν οι αστικές και μικροαστικές πολιτικές δυνάμεις που τα εξαρτούν όλα από τις εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια και από το κοινοβούλιο.
Οι εκλογές καταγράφουν το συσχετισμό δύναμης ως αποτέλεσμα της δράσης των προηγούμενων ετών, της αποδοχής της πολιτικής κάθε δύναμης. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου δίνεται η δυνατότητα ευρύτερης επικοινωνίας με τον λαό πού οι κομμουνιστές μπορούν να αξιοποιήσουν για να θέσουν τα πραγματικά διλήμματα της χώρας και των εργαζομένων και να συζητήσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις ώστε να βγει η χώρα από την κρίση δίνοντας λύσεις στα προβλήματα που ταλανίζουν το λαό.
Ο συσχετισμός που θα προκύψει από τις ερχόμενες εκλογές έχει ιδιαίτερη σημασία αν η κυρίαρχη τάξη και τα κόμματά της αντιμετωπίζουν δυσκολίες να προωθούν απρόσκοπτα την πολιτική της. Όμως το κλίμα που επικρατεί και οι γενικότερες συνθήκες δεν είναι υπέρ βαθύτερων αλλαγών αφού οι περισσότεροι θα κινηθούν στη λογική να αποφευχθεί το μεγαλύτερο κακό, όπως και αν το εννοούν. Κατά συνέπεια τα πράγματα για την κομμουνιστική και αγωνιστική αριστερά δεν είναι ευοίωνα.
Το ερώτημα πως θα σταματήσει η στασιμότητα και υποχώρηση των κομμουνιστικών πρωτίστως και ριζοσπαστικών δυνάμεων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, τι πρέπει να αλλάξει, με ποιο πρόγραμμα, ποιο κόμμα και ποια στρατηγική αξιοποιώντας και την ιστορική πείρα αυτό πρέπει να έρθει στο επίκεντρο της συζήτησης και της δράσης.
Σε αυτό πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία ειδάλλως θα ακολουθούμε άγονους δρόμους και ορισμένοι θα ποτίζουν ξένες γλάστρες.
Ζούμε μία γκρίζα και επικίνδυνη πραγματικότητα που χειροτερεύει. Η κρίση του καπιταλισμού παγκόσμια και κυρίως στην Ευρώπη οξύνει τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις στο εσωτερικό των χωρών και παγκόσμια. Οι πόλεμοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον, στην Ουκρανία διεξάγεται μία σύγκρουση παγκοσμίων διαστάσεων μεταξύ των αμερικανονατοϊκών και της Ρωσίας και η Ελλάδα πρωτοστατεί. Αίμα, νεκροί, καταστροφές, καταλήστευση των λαών και υποταγή των μικρότερων κρατών και κίνδυνοι παγκόσμιας ανάφλεξης ενδεχομένως με πυρηνικά όπλα.
Από την κρίση του 2008 ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν μπορεί ακόμη να ανακάμψει. Η κρίση μαστίζει όλες τις χώρες και αυτές του ιμπεριαλιστικού πυρήνα και πιο πολύ τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχουμε αλλεπάλληλες κρίσεις σε διάφορους τομείς που αλληλοτροφοδοτούνται και οδηγούν σε μια κρίση οργανική του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, που επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής ζωής.
Η οικονομική κρίση μαστίζει τις λαϊκές τάξεις, αυξάνει την ανέχεια, φτωχαίνει τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, πληθαίνουν αυτοί που περισσεύουν για την κίνηση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και οδηγούνται στο περιθώριο.
Η οικονομική κρίση δημιουργεί τεράστια προβλήματα και αδιέξοδα στο λαό, τροποποιεί τις διαθέσεις και την πολιτική συμπεριφορά του, μετατρέπεται σε κρίση πολιτική, κρίση αντιπροσώπευσης, κρίση των πολιτικών δυνάμεων, τουλάχιστον των κυρίαρχων και των κρατικών θεσμών. Προϊόν της κρίσης αυτής είναι η άνοδος της ακροδεξιάς και φασιστικών Δυνάμεων στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλα μέρη του κόσμου με πιο ενδεικτικές στιγμές την επίθεση για την κατάληψη του Καπιτωλίου από τις δυνάμεις του Τραμπ και τα πρόσφατα αντίστοιχα επεισόδια στη Βραζιλία από τις δυνάμεις Μπολσονάρο.
Έχουμε δηλαδή μία κρίση πολιτικής ηγεμονίας των κυρίαρχων αστικών δυνάμεων και αντίστοιχα κρίση των κομμουνιστικών και εργατικών δυνάμεων για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
Είναι κρίση ηθική, κρίση πολιτικής νομιμοποίησης των κομμάτων, των θεσμών και της πολιτικής τους. Το Κατάργκεϊτ φανερώνει το μέγεθος της διαφθοράς και της σήψης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο καταιγισμός των οικονομικών και κάθε είδους σκανδάλων που βγαίνουν κάθε μέρα στην επικαιρότητα στην Ελλάδα, της παραβίασης των κανόνων της ίδιας της αστικής δημοκρατίας αποτελεί ακριβώς την απάντηση σε αυτόν τον ισχυρισμό μας. Οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ στην Ευρώπη σαπίζουν, οι κρατικοί θεσμοί σαπίζουν και μολύνουν σημαντικά κοινωνικά κινήματα.
Η οικονομική κρίση του συστήματος είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναταχθεί, δεν έχει διεξόδους και φαίνεται ως μοναδικός δρόμος για κάποια αποτελέσματα η μείωση του εργατικού κόστους, των μισθών και των συντάξεων, των κοινωνικών δαπανών και η ιδιωτικοποίηση σημαντικών τμημάτων όλων των τομέων της οικονομίας, του τομέα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, της παράδοσης της δημόσιας περιουσίας στο μονοπωλιακό κεφάλαιο.
Εφόσον η μοναδική λύση που έχει το κεφάλαιο για να αμβλύνει την κρίση του είναι η επίθεση στην εργατική τάξη και στο λαό, στα εισοδήματα, στις κατακτήσεις και τα δικαιώματα του, αυτό δεν είναι διατεθειμένο για κανενός είδους παραχώρηση παρά μόνο αν συναντήσει μαζική και σκληρή αντίσταση των εργαζομένων, τότε ενδεχομένως να επιτευχθεί κάτι. Όμως το κίνημα αυτή τη στιγμή δεν είναι σε θέση να τις επιβάλει. Η επίθεση θα συνεχιστεί και έτσι θα πορευτεί η κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Αυτό σημαίνει επίσης ότι τα όποια μεταρρυθμιστικά προγράμματα προβάλλονται και πολύ περισσότερο όσα θεωρούν ότι θα έχουν την ανοχή του κεφαλαίου, των αστικών κομμάτων και των θεσμών και όλα αυτά θα συντελεστούν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ δεν έχουν καμία απολύτως τύχη, είναι παραπλανητικά, στοχεύουν στη λαϊκή ψήφο και δεν δίνουν προοπτική.
Αυτά που ακούγονται από κόμματα που κινούνται εντός του συστήματος όπως ΣΥΡΙΖΑ, και περισσότερο το ΜΕΡΑ25 , θα δώσω αυξήσεις, δεν θα εφαρμόσω τις επιταγές του μνημονίου, δεν θα πειθαρχήσουμε στο ένα ή το άλλο είναι για λαϊκή κατανάλωση και οι λόγοι είναι βασικά δύο:
Ο πρώτος είναι ότι ο καπιταλισμός έχει απόλυτη ανάγκη να μειώσει το εργατικό κόστος και άρα δεν μπορεί να δεχθεί και να εγκρίνει τέτοιου είδους πολιτικές και ο δεύτερος ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται να δεχτεί τέτοιου είδους μέτρα και από λόγους ανάγκης και γιατί θα αποτελέσουν αρνητικό παράδειγμα για άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Το πολυεθνικό κεφάλαιο με επικεφαλής το γερμανικό δεν θα επιτρέψει να αμφισβητηθεί εύκολα η πολιτική του. Αυτό προϋποθέτει πρακτικά ρήξη με την ουσία της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε αυτές τις συνθήκες και στο πλαίσιο που περιγράψαμε πρέπει να ξετυλιχθεί η δράση πριν και μετά τις εκλογές.
Μία σύντομη αναφορά στο ρόλο και στις θέσεις των πολιτικών δυνάμεων
Αρχίζουμε με τη Νέα Δημοκρατία. Τα τέσσερα χρόνια που κυβερνά τον τόπο η ΝΔ το μονοπωλιακό κεφάλαιο είδε τις καλύτερες μέρες του. Για τους εργαζόμενους αντί αυξήσεων στους μισθούς και τις συντάξεις για αύξηση των Δημοσίων Επενδύσεων στον κοινωνικό τομέα επιδόθηκε σε άκρατη επιδοματολογία ανεπαρκέστατη να ανακουφιστεί η φτώχεια και με στόχο τη λεηλασία της λαϊκής ψήφου. Αντίθετα τα κέρδη των μονοπωλίων έφτασαν σε πρωτοφανή επίπεδα και σ΄ αυτό συντέλεσε η ασυδοσία που αυτό απολαμβάνει, η μείωση της φορολογίας του και των κάθε είδους υποχρεώσεων του. Τα επιχειρήματα της Νέας Δημοκρατίας περί έκρηξης των επενδύσεων, υψηλού ρυθμού ανάπτυξης, μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ που διαμορφώνουν συνθήκες για εκτίναξη της Ελληνικής οικονομίας είναι παντελώς αβάσιμα.
Με την πολιτική της οδηγεί σε μεγαλύτερη συρρίκνωση τον αγροτικό τομέα και ακόμη μεγαλύτερη τη Βιομηχανική παραγωγή. Τουρισμός, ξεπούλημα της γης και των ακινήτων και μία ορισμένη οικοδομική ανάπτυξη είναι η περιβόητη οικονομική εκτίναξη που επικαλείται η κυβέρνηση. Η περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων, τα αντιδραστικά νομοθετήματα, η ασυδοσία των δυνάμεων καταστολής και η διαφθορά παίρνουν ενδημικό χαρακτήρα. Η ευθυγράμμιση με τους αμερικανονατοϊκούς, η εκχώρηση συνολικά του εδάφους της χώρας στις ένοπλες δυνάμεις τους, και η συμμετοχή στις επικίνδυνες για τους λαούς ιμπεριαλιστικές επιχειρήσεις τους δίνουν εικόνα χώρας προτεκτοράτου. Οι τεράστιες εξοπλιστικές δαπάνες υπαγορεύονται από τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και οδηγούν σε εκτόξευση του δημόσιου χρέους και προοπτικά σε χρεοκοπία.
Μία νέα τετραετία της Νέας Δημοκρατίας θα είναι πιο επιθετική, με στόχο την ολοκλήρωση των σχεδιασμών της και την υπαγορεύουν οι αυξημένες ανάγκες, η οικονομική στασιμότητα του καπιταλιστικού κόσμου και οι γεωστρατηγικές αναγκών του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιο συντηρητικός από την περίοδο της διακυβέρνησης του σε απόλυτη εναρμόνιση του με τις απαιτήσεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων και του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Η οικονομική πολιτική που εξαγγέλλει, η εξωτερική πολιτική και η πολιτική άμυνας βρίσκονται σε παράλληλη διαδρομή με αυτές της Νέας Δημοκρατίας. Και μόνο ότι στην προεκλογική περίοδο σημαία του αποτελούν οι παρακολουθήσεις των τηλεφώνων των πολιτικών αντιπάλων , επιχειρηματιών και του ίδιου του προσωπικού της κυβέρνησης και του κυβερνητικού κόμματος, τα σκάνδαλα και η διαφθορά είναι ενδεικτικό.
Αν η “πρώτη φορά αριστερά” ήταν επώδυνη για το λαό και τραυματική για την αριστερά και τις ιδέες της εργατικής τάξης, του ταξικού αγώνα και του σοσιαλισμού η επανάληψη της θα είναι πολύ χειρότερη. Ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τις διαφορές του με τη Νέα Δημοκρατία είναι κόμμα της αστικής τάξης, ο δεύτερος πυλώνας του διπολικού πολιτικού συστήματος. Ο λαός δεν μπορεί να περιμένει από το ΣΥΡΙΖΑ κάτι ουσιαστικό.
Το ΠΑΣΟΚ πορεύεται όλο και πιο ατλαντικά και φιλομονοπωλιακά. Το βαρύνουν οι μεγάλες αμαρτίες της πολιτικής διαδρομής του και τα σημάδια της πολιτικής παρακμής των κομμάτων για τους πολιτικού συστήματος της χώρας. Το σύνθημα του νέου αρχηγού του ότι είναι ‘‘υπερήφανος σοσιαλδημοκράτης’’ και μάλιστα στη σημερινή συγκυρία τα λέει όλα.
Το ΜεΡΑ25 προβάλλει 7 “σημεία τομές” ως βάση παλλαϊκής συστράτευσης και κυβερνητικών συνεργασιών, όπως αναφέρει. Την εννοεί μάλιστα ως συστράτευση για ρήξη με την ολιγαρχία και όχι ως εναλλαγή κυβερνήσεων τις οποίες ανέχεται η ολιγαρχία.
Προφανώς δεν εννοεί μία συμμαχία για τα άμεσα προβλήματα και ανάγκες των εργαζομένων της χώρας αλλά μία στρατηγική συμμαχία ρήξης με την ολιγαρχία και οι τομές αυτές θα αποτελέσουν τη βάση για το κυβερνητικό πρόγραμμα. Πρόκειται όμως για σημεία-προτάσεις και όχι πρόγραμμα και πολύ περισσότερο για πρόγραμμα ανατροπής της αστικής εξουσίας.
Στις προτάσεις αυτές περιλαμβάνονται ορισμένα μέτωπα δράσης αναγκαία που είναι δυνατό να αποτελέσουν τη βάση συνεννόησης και κοινής δράσης για τους αγώνες των εργαζομένων. Τέτοια είναι η αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή στους κατώτατους μισθούς, η μείωση του ΦΠΑ και των φόρων για τις μικρές επιχειρήσεις όχι όμως η αύξηση της φορολογίας στο 30% για τις μεγάλες επιχειρήσεις που είναι χαριστική. Θετική είναι η πρόταση για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Η πρόταση όμως για οργανισμό κοινωνικής στέγης είναι εντελώς αόριστη ώστε να καταντά ανεφάρμοστη ή να οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα. Αξιοποιώντας την ευαισθησία ευρέων τμημάτων του λαού και της νεολαίας προτείνει “καμιά εξόρυξη, κανένας αγωγός, όλα τα ορυκτά καύσιμα στα έγκατα της γης”. Για τον λιγνίτη έρχεται δεύτερος, στην κατάργηση της εξόρυξής του τον πρόλαβε ο Μητσοτάκης με τη διαφορά ότι δεν θα αξιοποιείται ο πάμφθηνος λιγνίτης αλλά η Ελλάδα θα εισάγει πανάκριβο LΝG από τις ΗΠΑ εντελώς ασύμφορο για τους Έλληνες καταναλωτές και πανάκριβο για την οικονομία. Ποιον ωφελεί η πρόταση αυτή; Πώς θα αντικατασταθεί η ενέργεια που παράγεται από τις εξορύξεις: με ένα πρόγραμμα το οποίο θα οδηγεί ‘‘σε κάθε στέγη και ένα φωτοβολταϊκό, σε θαλάσσιες ανεμογεννήτριες, σε ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, σε Ελλάδα Μεσογειακό κέντρο παραγωγής και διανομής πράσινου υδρογόνου’’ κλπ. Με ποιους όρους, σε πόσο χρόνο και τι θα γίνει μέχρι τότε δεν υπάρχει καμία αναφορά.
Πολύ μεγάλα ζητήματα που συγκροτούν μία πολιτική ρήξης με την ολιγαρχία όπως η εξωτερική πολιτική, οι βάσεις, οι άξονες με χώρες υπό την εποπτεία και καθοδήγηση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στην Ανατολική Μεσόγειο κ.α. αναφέρονται απλώς ως τίτλοι. Και το κυριότερο με ποια εξουσία θα υλοποιηθούν όλα αυτά, ιδιαίτερα αν πρόκειται για μία πολιτική ρήξης;
Μοιάζει με επανάληψη της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ πριν τον Ιούλιο του 2015 που τα τραγικά αποτελέσματα της τα ζήσαμε. Μάλλον ως όχημα για την επιβίβαση στο τρένο του ΜέΡΑ δυσαρεστημένων πολιτών και προθύμων συλλογικοτήτων και οργανώσεων για να ξεφύγουν από τα αδιέξοδα τους πρόκειται. Η επανάληψη της ιστορίας όμως θα είναι χειρότερη τραγωδία.
Το ΚΚΕ πρέπει να κριθεί από τη σκοπιά κατά πόσον μπορεί να εκπληρώσει το ρόλο της πρωτοπορίας για τη δημιουργία ενός πλατιού μαζικού ενωτικού εργατικού και λαϊκού κινήματος για την βελτίωση της ζωής του λαού σήμερα και προοπτικά για την κοινωνική αλλαγή, για το σοσιαλισμό.
Δυστυχώς με την πολιτική του γενικότερα κυρίως όμως τα τελευταία 15-20 χρόνια και ιδιαίτερα αυτή της περιόδου των μνημονίων και ύστερα αδυνατεί για λόγους λανθασμένης αντίληψης του μαρξισμού και ολοκληρωμένης και αντικειμενικής γνώσης της ελληνικής κοινωνίας και του καπιταλισμού σήμερα, των τάξεων και των ταξικών συμφερόντων, του Κράτους και των μηχανισμών του και φυσικά των ταξικών συγκρούσεων. Δεν μπορεί να χαράξει σωστή τακτική και το δρόμο για τα άμεσα για την εξουσία.
Δεν μπορεί να υπερασπίσει τα άμεσα συμφέροντα των εργαζομένων που θέλει ειλικρινά να εκπροσωπήσει. Ενώ έπρεπε να προχωρά στη δημιουργία ενός ευρέως μετώπου τάξεων και κοινωνικών ομάδων και μαζί πολιτικών δυνάμεων που τις εκπροσωπούν και να μπορέσει να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη του κόσμου αυτού καλεί τους εργαζόμενους να συμπαραταχθούν με το Κ.Κ.Ε., ατομικά καθένας να συσπειρωθεί γύρω από το κόμμα. Η πολιτική αυτή ιστορικά ποτέ έδωσε αποτελέσματα για αυτό και σήμερα το κόμμα δεν μπορεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των εργαζομένων και να δράσει υπέρ των χειμαζόμενων τμημάτων της κοινωνίας.
Τελικά απομονώνεται, περιχαρακώνεται, βλάπτεται το ίδιο και πολύ περισσότερο με την πολιτική του βλάπτει την εργατική τάξη και το λαό αφού στερούνται ηγεσίας και πρωτοπορίας.
Το ιστορικό ΚΚΕ με τις συγκροτημένες δυνάμεις του και την συσσωρευμένη πείρα του μπορούσε στις σημερινές συνθήκες να δράσει καταλυτικά στην οργάνωση των αγώνων και της λαϊκής αντίστασης απέναντι στη σαρωτική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη και του κεφαλαίου και στις εκλογές. Αν το ΚΚΕ ήθελε να διαμορφώσει ένα ευρύ συνεκτικό εκλογικό συνασπισμό καλώντας το λαό να καταδικάσει την κυβέρνηση και το μικρότερο κακό που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ, καλώντας τον να μην υποστηρίξει τον αδιέξοδο δρόμο του ουτοπικού μεταρρυθμισμού του Βαρουφάκη και φυσικά να μην κάνει βήμα στην ακροδεξιά αφενός θα σημείωνε εκλογική επιτυχία και αφετέρου η επόμενη μέρα θα ήταν με πολύ καλύτερους όρους για το λαό και τους αγώνες. Δυστυχώς μία τέτοια τακτική την έχει απορρίψει και επιμένει στην απόρριψη αυτή.
Τι πρέπει να κάνουμε.
Καταρχήν να πούμε ανοιχτά στο λαό ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις μέσω ανάθεσης σε μία κυβέρνηση που θα αναλάβει όλα αυτά να τα πραγματοποιήσει. Τέτοια κυβέρνηση δεν υπάρχει ούτε καν η κυβέρνηση της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό.
Το πρώτο βήμα είναι να κατανοηθεί όσο το δυνατόν ευρύτερα από περισσότερο κόσμο η κατάσταση που υπάρχει και οι ανάγκες που αναδεικνύονται. Ολοκληρωμένα φυσικά δεν είναι δυνατόν για το πολύ μεγάλο τμήμα του λαού, αλλά μία ευρεία συνειδητή πρωτοπορία είναι αναγκαία.
Αναγκαίο βήμα είναι απέναντι στην απόλυτη κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας και της θεωρίας του μονόδρομου να αναπτυχθεί σημαντική αντίσταση, ισχυρός αντίλογος στη βάση της υπεράσπισης των συμφερόντων της εργατικής τάξης και του λαού και την ιστορική προοπτική των κοινωνιών, το σοσιαλισμό. Οι ιδέες, οι αξίες και η προοπτική της εργατικής τάξης πρέπει να κερδίσουν χώρο και απήχηση.
Μεγάλο στοίχημα είναι ο λαός, οι εργάτες και οι υπάλληλοι, οι φτωχοί επαγγελματίες, οι συνταξιούχοι, οι νέοι μας είτε σπουδάζουν είτε είναι στην παραγωγή, οι εκπαιδευτικοί να ενωθούν κατά κλάδο και χώρο πάνω στα προβλήματά τους και να διεκδικήσουν λύσεις. Η σημερινή κατάσταση που κάθε κόμμα δρα ξεχωριστά, ιδρύει ή προσπαθεί να ιδρύσει ξεχωριστό σωματείο, η κομματικοποίηση του ενιαίου σωματείου και η προσπάθεια των κυβερνήσεων να μετατρέψουν συνδικαλιστικούς φορείς σε φερέφωνά τους δεν οδηγεί πουθενά. Η αντιμετώπιση αυτής της απαράδεκτης κατάστασης είναι πρωτίστως ζήτημα των εργαζομένων και το οποίο θα πρέπει να διεκδικήσουν με κάθε μέσον.
Οι εργαζόμενοι κάθε τομέα και κλάδου πρέπει πρωτίστως να αγωνιστούν για τα δικά τους καθημερινά προβλήματα, το οικονομικό, τα κοινωνικά προβλήματα, τα προβλήματα κρατικής καταστολής, της ακύρωσης αντιλαϊκών νόμων, της διεκδίκησης καλύτερων αποδοχών και κοινωνικής προστασίας. Η πάλη εναντίον του ιμπεριαλισμού, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και των πολέμων, η αλληλεγγύη μεταξύ εργαζομένων διαφορετικών κλάδων και συνολικά της εργατικής τάξης, η αλληλεγγύη στους λαούς που αγωνίζονται, στους πρόσφυγες, με ένα λόγο η ταξική αλληλεγγύη πρέπει να έρθουν στην πρώτη γραμμή.
Μέσω των αγώνων που συνεχώς θα μαζικοποιούνται θα συσσωρεύεται πολιτική πείρα, θα συνειδητοποιούνται οι πραγματικές ανάγκες αλλά και οι αίτιες που εμποδίζουν την ικανοποίησή τους και με την ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση της πρωτοπορίας θα διαμορφώνεται ολοκληρωμένη ταξική συνείδηση και θα συνειδητοποιείται η ανάγκη της κοινωνικής αλλαγής. Η αναγκαιότητα συνένωσης των αγωνιζομένων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων σε ενιαίο μέτωπο θα ωριμάζει και με τη δράση του πολιτικού παράγοντα θα γίνεται ισχυρή πραγματικότητα.
Προϋπόθεση για όλα τα παραπάνω είναι η δημιουργία της αναγκαίας πολιτικής πρωτοπορίας, του ικανού κόμματος που θα μπει επικεφαλής σε αυτή την προσπάθεια. Το πρωτοπόρο κόμμα δεν μπορεί να είναι κόμμα με χαλαρή συγκρότηση, πολυσυλλεκτικό και πολυτασικό. Η πείρα από το ΣΥΡΙΖΑ και αντίστοιχα κόμματα στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο είναι ενδεικτική. Η πολιτική πρωτοπορία, το Κομμουνιστικό Κόμμα, θα πρέπει να είναι κόμμα απολύτως δημοκρατικό όχι μόνο με την έννοια του δικαιώματος να λέει κάποιος τη γνώμη του, αλλά με την έννοια ότι θα έχει πληροφόρηση για όλα, θα υπάρχει ελεύθερη διακίνηση των ιδεών που θα φθάνει σε όλες τις δυνάμεις και τους φίλους του κόμματος και συμμετοχή σε όλες τις αποφάσεις και τη δράση. Εξυπακούεται ότι το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να είναι κόμμα πειθαρχημένο πού δρα ομόθυμα και ενιαία με βάση το Δημοκρατικό Συγκεντρωτισμό. Θεωρία του έχει το μαρξισμό λενινισμό, είναι κόμμα που οικοδομείται πάνω στην πάλη εναντίον του κεφαλαίου για τα άμεσα και τα στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, για το σοσιαλισμό.
Θα ρωτήσει κάποιος το ΚΚΕ δεν είναι τέτοιο κόμμα;
Τέτοιο κόμμα όπως το περιγράφουμε ήταν το κόμμα που ίδρυσε ο Λένιν, το οποίο είχε και τεράστιες επιτυχίες, έκανε επανάσταση και εγκαθίδρυσε εργατική εξουσία, στην πορεία τα κομμουνιστικά κόμματα εκφυλίστηκαν και απόδειξη είναι η εξέλιξή τους, είτε διαλύθηκαν, είτε αστικοποιήθηκαν, είτε αποδεκατίστηκαν. Είναι σαφές ότι χωρίς σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα ουσιαστικές κατακτήσεις για το λαό δεν θα υπάρξουν πολύ περισσότερο η νίκη επί της αστικής τάξης και ο σοσιαλισμός.
Αν μέσα στη δράση προς τις εκλογές γίνει ένα βήμα μπροστά στην ωρίμανση αυτών των προϋποθέσεων θα είναι το μεγαλύτερο κέρδος για την Εργατική τάξη και το λαό.