Εργατικός Αγώνας

Το έγκλημα στα Τέμπη, οι εθνικοποιήσεις και ο Λένιν

Γράφει ο Βασίλης Μπάκος 

Ο Μάρτιος σημαδεύτηκε από τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις του λαού και της νεολαίας, με αφορμή το πολύνεκρο έγκλημα στα Τέμπη. Ένα έγκλημα που ενεργοποίησε τα αγωνιστικά αντανακλαστικά μιας νεολαίας που “βράζει” τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της πολιτικής, η οποία συμπιέζει τη ζωή και τα όνειρά της. Νέες και νέοι που είδαν να περνά από πάνω τους η καταστροφική μνημονιακή πολιτική, από το 2010 και μετά, βρισκόμενοι στις συμπληγάδες του χρέους και της “δημοσιονομικής προσαρμογής”. Μιας “προσαρμογής” που οδήγησε σε μισθούς πείνας, σε κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας και σε έξοδο από τη χώρα πάνω από μισό εκατομμύριο ανθρώπους στην πιο παραγωγική τους ηλικία (brain drain).
Και μόλις μας είπαν ότι “βγαίνουμε στο ξέφωτο” της ανάπτυξης δοκιμαστήκαμε από νέα σκληρά μέτρα με αφορμή και πρόσχημα την πανδημία: ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής, μέτρα που στοχεύουν στον περιορισμό μέχρι αποκλεισμού από τη μόρφωση και τις σπουδές των παιδιών από τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα, με σχολεία και πανεπιστήμια που θα λειτουργούν με ιδιωτικά οικονομικά κριτήρια.
Αυτό ακριβώς είναι το έδαφος, πάνω στο οποίο ξέσπασε η οργή του λαού και της νεολαίας για ένα πολύνεκρο έγκλημα που συντελέστηκε πάνω στις ράγες του κέρδους, της ιδιωτικοποίησης, της “απελευθέρωσης”. Αλλά και στις ράγες των μνημονίων, της διάλυσης εδώ και δεκαετίες των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας.
Τα συνθήματα που κυριάρχησαν για δικαιοσύνη και ασφάλεια απαντούν στις αγωνίες νέων ανθρώπων που είδαν συμφοιτητές, συνομήλικους να δολοφονούνται από μια πολιτική που λογίζει τις ζωές με όρους κόστους-οφέλους. Το έγκλημα αυτό έκανε ακόμη περισσότερους να συνειδηοποιήσουν τι σημαίνει “απελευθέρωση” της αγοράς, “λογική” του κέρδους και εξάρτηση της χώρας.
Μόνο που η οργή αυτή έχει ταβάνι. Ο λαός -από μόνος του- δεν συσκέπτεται, δεν συνεδριάζει, δεν χαράζει γραμμή που θα κάνει το βήμα παραπέρα. Κι αυτό το λέμε όχι από κάποια έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στις δυνατότητες του λαού. Ίσα ίσα, που ο λαός έκανε το χρέος του. Απέφυγε τις μπανανόφλουδες της κυρίαρχης αφήγησης περί “ανθρώπινου λάθους”, εστίασε στις χρόνιες παθογένειες και ανεπάρκειες και, ένα σημαντικό κομμάτι κόσμου, χρέωσε την κατάσταση αυτή στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Αυτή η στάση σημάδεψε και καθόρισε το πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό της χώρας.
Με έναν τρόπο ο λαός βρέθηκε προς στιγμήν, για άλλη μια φορά κατά τα τελευταία 15 χρόνια, μπροστά από τις συνδικαλιστικές και πολιτικές ηγεσίες. Μόνο που το κάρο δεν μπορεί να τραβήξει μπροστά απ’ τ’ άλογο. Στην προκειμένη, για να μπορέσει το κίνημα να συγκρουστεί άμεσα με τις αιτίες του εγκλήματος, που πατάει πάνω στο διαχρονικό έγκλημα απέναντι στον λαό, έπρεπε να ριχτεί μαζικά, αποφασιστικά και ξεκάθαρα το αίτημα για άμεση επανακρατικοποίηση του σιδηροδρόμου χωρίς αποζημίωση, με συμμετοχή στη λειτουργία και στη χάραξη της πολιτικής και στον έλεγχο της εφαρμογής του των εργαζομένων του, εκπροσώπων της εργατικής τάξης της χώρας και της κοινωνίας. Για να έχει το κράτος την αποκλειστική ευθύνη του εκσυγχρονισμού του δικτύου και της ασφάλειας των μεταφορών.   
Πώς αλλιώς μπορεί να ικανοποιηθεί το αίτημα για ασφάλεια και δικαιοσύνη, όταν το κράτος έχει ξεπουλήσει έναντι 45 εκατομμυρίων μια υποδομή της οποίας η αντικειμενική αξία ξεπερνά τα 200 εκατομμύρια και χαρίζει 750 εκατομμύρια στο ιταλικό μονοπώλιο, χωρίς να υπάρχουν οι στοιχειώδεις κανόνες ασφάλειας; Αυτό συμβαίνει γιατί τα μονοπώλια φαίνεται πώς λογαριάζουν το κόστος της πρόληψης ως μεγαλύτερο από το κόστος της “θεραπείας” πάνω στο αίμα που η πολιτική τους προξενεί. Η ανθρώπινη ζωή κοστίζει λιγότερο από τα μέτρα ασφαλείας. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.
Αντ’ αυτού είδαμε μια ΑΔΕΔΥ να ψελλίζει εντελώς γενικά, θολά κι αόριστα κάποιες κουβέντες ενάντια στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Είδαμε μια ΓΣΕΕ ξεπερνώντας τον προδοτικό απέναντι στην εργατική τάξη εαυτό της, να αποφεύγει με γελοία “συνεδριακά” (στα πεντάστερα του Καβουρίου) προσχήματα να κηρύξει απεργία στις 8 του Μάρτη, ημέρα που ξεσηκώθηκαν μέχρι και οι πέτρες. Κι όταν αναγκάστηκαν, κάτω από την πίεση του κόσμου, να συρθούν στην απόφαση για απεργία στις 16 του μήνα όχι μόνο δεν ανέφεραν έστω αυτά τα θολά ενάντια στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά έθεσαν σαν βασικό αίτημα τον “συμψηφισμό ευθυνών κράτους-εργοδοσίας”, εμφανίζοντας τον εμπρηστή σε ρόλο πυροσβέστη.
Καλά, θα πει κάποιος. Τους συσχετισμούς στο επίπεδο των διοικήσεων του συνδικαλιστικού κινήματος τους γνωρίζουμε. Ο ρόλος του εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού είναι γνωστός. Όμως, θα περίμενε κανείς από το κόμμα που θέλει να ονομάζεται πρωτοπορία της εργατικής τάξης να θέσει το πλαίσιο της άμεσης σύγκρουσης με την πολιτική της λαοκτόνας “απελευθέρωσης”, υπό το πρίσμα και των νέων δεδομένων που δημιούργησε το πολύνεκρο έγκλημα. Συνεπές στην αδιέξοδη -για την προοπτική της εργατικής τάξης- πολιτική που έχει χαράξει τα τελευταία χρόνια, δεν το έπραξε.
Αντ’ αυτού στις 11/3, εν μέσω των μεγάλων κινητοποιήσεων το Πολιτικό Γραφείο της Κ.Ε του ΚΚΕ εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία ανάμεσα στα άλλα αναφέρει:

Αυτό το κράτος, που κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών στον ΟΣΕ, λειτουργεί με τους ίδιους νόμους του κέρδους που λειτουργεί και η ιδιωτικοποιημένη ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ενώ την ίδια στιγμή έχει μετατρέψει τις Μεταφορές σε πεδίο δράσης για ισχυρούς ομίλους, που αναλαμβάνουν δουλειές στο σιδηροδρομικό δίκτυο μέσα από ΣΔΙΤ και εργολαβίες. Και είναι το ίδιο κράτος που με την ευκολία που ιδιωτικοποιεί τομείς της οικονομίας, με την ίδια ευκολία τους «επανακρατικοποιεί», για να μεταφέρει από άλλον δρόμο το κόστος στον λαό και να ξαναμοιράσει μετά την πίτα, αν χρειαστεί.

Χωρίς καμία αυταπάτη για τον ρόλο που διαχρονικά παίζει το αστικό κράτος, χωρίς καμία προσπάθεια να βγει λάδι το αλισβερίσι αστικού κράτους-μονοπωλίων μέσα σε αυτό το σύστημα, μπορεί, αλήθεια, κάποιος να εξηγήσει:
-Γιατί αυτό που αναφέρει η ανακοίνωση πως προτίθεται το σύστημα να κάνει “ΑΝ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ” δεν έχει χρειαστεί να γίνει στην Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια;
-Γιατί ενώ είναι λάβρο το Κόμμα ενάντια στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων παραπέμπει για άλλη μια φορά στο αποσδιόριστο σοσιαλιστικό/κομμουνιστικό μέλλον το ζήτημα της πολιτικής ενάντια στην “απελευθέρωση” που οδηγεί σε εγκλήματα τύπου Τεμπών;
-Γιατί ενώ σωστά αναδεικνύεται η Ε.Ε ως ατμομηχανή προώθησης αυτής της πολιτικής δεν ακούγεται εδω και τουλάχιστον 10-15 χρόνια το αίτημα για άμεση αποδέσμευση της χώρας από αυτον τον ιμπεριαλιστικό οργανισμό;
-Ποιος είναι ο ρόλος της πρωτοπορίας, του ΚΚ; Είναι οι διαπιστώσεις και η συντήρηση ενός κλίματος οργής ή η μετατροπή της οργής σε πολιτική κατεύθυνση ρήξης με τις αιτίες που γεννούν την εκμετάλλευση, τη φτωχοποίηση και τα ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ/ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ;
Να εξηγήσουμε λίγο καλύτερα ορισμένα από τα παραπάνω ερωτήματα-προβληματισμούς. Στην Ελλάδα εκτεταμένες κρατικοποιήσεις έχουν να γίνουν εδώ και 3 δεκαετίες. Αυτό που αναφέρει η ανακοίνωση του Π.Γ του ΚΚΕ για τη διαδικασία να πληρώνει ο ελληνικός λαός τα σπασμένα από ζημιογόνες ιδιωτικές εταιρείες και αυτές να ιδιωτικοποιούνται εκ νέου όντας υγιείς οικονομικά, συνέβαινε σε μια εποχή που το μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης ήταν διαφορετικό. Ήταν η εποχή της -λεγόμενης- κεϋνσιανής διαχείρισης. Μια εποχή κατά την οποία το αστικό κράτος έπαιζε διαφορετικό ρόλο στη διαδικασία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ενώ μια σειρα τομείς λογίζονταν σαν κοινωνικά αγαθά και ήταν δημόσια εξαιτίας και των διαφορετικών συσχετισμών δύναμης (ύπαρξη ΕΣΣΔ και δυνατό εργατικό κίνημα που επέβαλλε και προασπίζονταν κατακτήσεις).
Η τάση εδώ και δεκαετίες είναι διαφορετική: όλα ιδιωτικά, νέα πεδία κερδοφορίας για το πολυεθνικό κεφάλαιο. Ιδιαίτερα σε κράτη όπως η Ελλάδα τα πάντα αποτελούν “φιλέτα” κερδοφορίας. Σημαντικές υποδομές έχουν ξεπουληθεί μέσω του υπερταμείου, τεράστιες εκτάσεις ξεπουλιούνται (πχ Ελληνικό), οι μεταφορές έχουν ιδιωτικοποιηθεί εδώ και χρόνια, ενώ στην ίδια κατεύθυνση γίνονται βήματα στην παιδεία και την υγεία. Επομένως αυτό το “αν χρειαστεί” που αναφέρεται στην ανακοίνωση του Π.Γ του ΚΚΕ δεν πατάει πάνω στην ανάλυση κάποιας συγκεκριμένης κατάστασης, αλλά σε ένα θεωρητικό σχήμα γενικά σωστό που, όμως, αν το δεις έξω από το συγκεκριμένο -κάθε φορά- πλαίσιο δεν περιγράφει την πραγματικότητα.
Παρά το γεγονός ότι το αστικό κράτος είναι ένα αντιδραστικό, εκμεταλλευτικό κράτος που συμφύεται με τα μονοπώλια, για τους κομμουνιστές το αίτημα των εκτεταμένων εθνικοποιήσεων πρέπει να αποτελεί όχημα ενάντια στην πολιτική του κεφαλαίου. Ιδιαίτερα το αίτημα συνολικής εθνικοποίησης των δημόσιων αγαθών και βασικών υποδομών πρέπει να αποτελεί αιχμή του κινήματος στην ανάπτυξη των αγώνων για βαθύτερες αλλαγές με προοπτική τον σοσιαλισμό. Όπως αναφέρει ο Λένιν «σ’ ένα πραγματικά επαναστατικό-δημοκρατικό κράτος ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός σημαίνει αναπότρεπτα και αναπόφευκτα ένα βήμα ή μάλλον βήματα προς το σοσιαλισμό!» (Λένιν, Άπαντα, τ. 34, σ. 191). «Γιατί ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το άμεσο βήμα προς τα μπρος, πέρα από το κρατικό-καπιταλιστικό μονοπώλιο. Ή με άλλα λόγια: ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το κρατικό καπιταλιστικό μονοπώλιο, που χρησιμοποιείται προς όφελος όλου του λαού και γι’ αυτό το λόγο έπαψε να είναι καπιταλιστικό μονοπώλιο» (στο ίδιο, σ. 192),

«…αλλά και γιατί ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι η πληρέστερη υλική προετοιμασία του σοσιαλισμού, είναι τα πρόθυρά του, είναι το σκαλοπατάκι εκείνο της ιστορικής κλίμακας, που ανάμεσα σ’ αυτό και στο σκαλοπατάκι που λέγεται σοσιαλισμός, δεν υπάρχουν άλλα ενδιάμεσα σκαλοπατάκια» (στο ίδιο, σ. 193).

Στην κατεύθυνση αυτή στις Θέσεις του Απρίλη ο Λένιν αναφέρει:

«Μέτρα, όπως η εθνικοποίηση της γης, η εθνικοποίηση όλων των τραπεζών και των συνδικάτων των κεφαλαιοκρατών, ή, τουλάχιστο, η επιβολή άμεσου ελέγχου πάνω σ’ αυτά από τα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών κτλ., μέτρα που σε καμιά περί­πτωση δεν αποτελούν «εισαγωγή» του σοσιαλισμού, πρέπει να τα υποστηρίζουμε απόλυτα και, στο μέτρο του δυνατού, να τα εφαρ­μόζουμε με επαναστατικό τρόπο. Χωρίς τέτοια μέτρα, που αποτελούν μόνο βήματα προς το σοσιαλισμό και που οικονομικά είναι πέρα για πέρα πραγματοποιήσιμα, δεν είναι δυνατή η επούλωση των πληγών, που προξένησε ο πόλεμος, και η αποτροπή της καταστροφής που μας απειλεί. Και το κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου δε θα διστάσει ποτέ να βάλει χέρι στα πρωτά­κουστα μεγάλα κέρδη των κεφαλαιοκρατών και των τραπεζιτών, που πλουτίζουν ίσα-ίσα «από τον πόλεμο» με πολύ σκανδαλώδικο τρόπο». (Λένιν, «Θέσεις του Απρίλη», σ. 57)

Για να φανεί πληρέστερα ότι η πολιτική που έχει ως απάντηση σε κάθε ερώτηση τη “λαϊκή εξουσία”, αφενός αποτελεί γραμμή ήττας για τον λαό -καθώς ο σοσιαλισμός/κομμουνισμός δεν προσεγγίζεται ούτε μόνο με θεωρητική ζύμωση, ούτε με απλή κινηματική διαχείριση της λαϊκής οργής- κι αφετέρου δεν αποτελεί κάτι νέο, αλλά ταλανίζει το Κομμουνιστικό Κίνημα εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, θα κλείσουμε το άρθρο με εκτεταμένα αποσπάσματα από την απάντηση του Λένιν, προς τους Μπουχάριν και Σμυρνόφ, οι οποίοι στις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης (Μάιος 1917), προτείνουν «να εξοστρακιστεί εντελώς το πρόγραμμα-μίνιμουμ. Ο χωρισμός, λένε, σε πρόγραμμα-μάξιμουμ και πρόγραμμα-μίνιμουμ “έχει παλιώσει”, τι μας χρειάζεται εφόσον πρόκειται για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Δεν χρειάζεται κανένα πρόγραμμα-μίνιμουμ, αλλά ένα άμεσο πρόγραμμα μεταβατικών μέτρων προς το σοσιαλισμό» (Λένιν, Άπαντα, τ. 34, σ. 372). Στη θέση αυτή ο Λένιν απαντάει ως εξής:


«Ο πόλεμος και το οικονομικό χάος αναγκάζει όλες τις χώρες να περάσουν από το μονοπωλιακό καπιταλισμό στον κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό. Τέτοια είναι η αντικειμενική κατάσταση. Στις συνθήκες όμως της επανάστασης, τον καιρό της επανάστασης, ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός περνάει άμεσα σε σοσιαλισμό. Στις συνθήκες της επανάστασης δεν μπορεί να τραβάει κανείς μπροστά, αν δεν τραβάει προς το σοσιαλισμό – τέτοια είναι η αντικειμενική κατάσταση που δημιούργησε η επανάσταση και ο πόλεμος. Την κατάσταση αυτή πήρε υπόψη της η συνδιάσκεψη του Απρίλη, προβάλλοντας το σύνθημα της “δημοκρατίας των Σοβιέτ” (πολιτική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου) και της εθνικοποίησης των τραπεζών και των συνδικάτων (το βασικό από τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό). Ως εδώ όλοι οι μπολσεβίκοι είναι απόλυτα σύμφωνοι μεταξύ τους. Οι σύντροφοι όμως Β. Σμιρνόφ και Ν. Μπουχάριν θέλουν να προχωρήσουν παραπέρα και να εξοστρακίσουν εντελώς το πρόγραμμα-μίνιμουμ. Αυτό θα σήμαινε πως θα ενεργούσαμε παρά τη σοφή συμβουλή της σοφής παροιμίας, που λέει:
“Να μην παινεύεσαι όταν πηγαίνεις στον πόλεμο, να παινεύεσαι όταν γυρίζεις από τον πόλεμο”. 
Εμείς πάμε στον πόλεμο, δηλαδή αγωνιζόμαστε να κατακτήσει το Κόμμα μας την πολιτική εξουσία. Αυτή η εξουσία θα ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς. Παίρνοντας αυτή την εξουσία, όχι μόνο δεν φοβόμαστε να βγούμε έξω από τα πλαίσια του αστικού καθεστώτος, αλλά αντίθετα, λέμε καθαρά ανοιχτά, συγκεκριμένα και για να το ακούσουν όλοι, πως θα βγούμε έξω από τα πλαίσια, πως θα τραβήξουμε άφοβα στο σοσιαλισμό και ότι ο δρόμος που θα ακολουθήσουμε είναι: δημοκρατία των Σοβιέτ, εθνικοποίηση των τραπεζών και των συνδικάτων, εργατικός έλεγχος, γενική υποχρεωτική εργασία, εθνικοποίηση της γης, δήμευση των εργαλείων και των ζώων των τσιφλικάδων κτλ. Μ’ αυτή την έννοια δώσαμε το πρόγραμμα των μεταβατικών μέτρων προς το σοσιαλισμό. 
Δεν πρέπει όμως να παινευόμαστε όταν πηγαίνουμε στον πόλεμο, δεν πρέπει να πετάμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ, γιατί αυτό το πράγμα θα ισοδυναμούσε με κούφιο κομπασμό: δεν θέλουμε “να ζητήσουμε” τίποτε “από την αστική τάξη”, αλλά να δημιουργούμε οι ίδιοι, δεν θέλουμε να ασχολούμαστε με μικροπράγματα στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος. 
Αυτό θα ήταν κούφιος κομπασμός, γιατί πρώτα πρέπει να κατακτήσουμε την εξουσία, ενώ εμείς δεν την κατακτήσαμε ακόμη. Πρέπει να πραγματοποιήσουμε τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό, να οδηγήσουμε την επανάστασή μας ως τη νίκη της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης και ύστερα πια, “γυρίζοντας από τον πόλεμο”, μπορούμε και πρέπει να πετάξουμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ σαν αχρείαστο πια. 
Μπορούμε τώρα να εγγυηθούμε πως το πρόγραμμα αυτό δεν χρειάζεται πια; Φυσικά δεν μπορούμε, απλούστατα γιατί δεν έχουμε ακόμη κατακτήσει την εξουσία, δεν έχουμε πραγματοποιήσει το σοσιαλισμό και δεν φτάσαμε ακόμη ούτε στην αρχή της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. 
Πρέπει να βαδίζουμε σταθερά, τολμηρά, χωρίς ταλαντεύσεις προς σ’ αυτό το σκοπό, είναι όμως γελοίο να διακηρύσσουμε πως τον πετύχαμε, τη στιγμή που είναι ολοφάνερο ότι δεν τον έχουμε πετύχει ακόμη. Ο εξοστρακισμός όμως του προγράμματος-μίνιμουμ ισοδυναμεί με τη δήλωση, με τη διακήρυξη (για να το πούμε πιο απλά, με τον κομπασμό), “πως νικήσαμε κιόλας”.
Όχι αγαπητοί σύντροφοι δεν νικήσαμε ακόμη. 
Δεν ξέρουμε αν θα νικήσουμε αύριο, ή λίγο αργότερα. (Εγώ προσωπικά κλίνω να πιστέψω ότι θα νικήσουμε αύριο – αυτό το γράφω στις 6 του Οκτώβρη 1917 – και πως μπορεί να αργήσουμε με την κατάληψη της εξουσίας, όμως και το αύριο είναι ωστόσο αύριο κι όχι σήμερα.) Δεν ξέρουμε πόσο γρήγορα ύστερα από τη νίκη μας θα αρχίσει η επανάσταση στη Δύση. Δεν ξέρουμε αν δεν θα έχουμε ακόμη προσωρινές περιόδους αντίδρασης και νίκης της αντεπανάστασης ύστερα από τη νίκη μας – αυτό δεν είναι καθόλου αδύνατο – και γι’ αυτό, όταν νικήσουμε, θα φτιάξουμε “τριπλό χαράκωμα” ενάντια σε μια τέτοια δυνατότητα.
Όλα αυτά δεν τα ξέρουμε και δεν μπορούμε να τα ξέρουμε. Κανείς δεν μπορεί να τα ξέρει αυτά. Γι’ αυτό ακριβώς είναι γελοίο να πετάμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ, που είναι απαραίτητο, όσο ζούμε ακόμη στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος, όσο δεν έχουμε καταστρέψει ακόμη αυτά τα πλαίσια, όσο δεν έχουμε πραγματοποιήσει το βασικό για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, όσο δεν έχουμε τσακίσει τον εχθρό (την αστική τάξη) και τσακίζοντάς τον, δεν τον έχουμε συντρίψει. Όλα αυτά θα γίνουν και θα γίνουν ίσως πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι νομίζουν πολλοί (εγώ προσωπικά νομίζω πως αυτό πρέπει να αρχίσει αύριο), μα αυτά ακόμη δεν έγιναν. 
Πάρτε το πρόγραμμα-μίνιμουμ στον πολιτικό τομέα. Το πρόγραμμα αυτό έχει υπόψη του την αστική δημοκρατία. Προσθέτουμε ότι δεν περιοριζόμαστε στα πλαίσιά της, αλλά αγωνιζόμαστε για να περάσουμε αμέσως στη δημοκρατία των Σοβιέτ, δημοκρατία ανώτερου τύπου. Αυτό πρέπει να το κάνουμε. Προς τη νέα δημοκρατία πρέπει να βαδίζουμε με απεριόριστη τόλμη και αποφασιστικότητα και, είμαι βέβαιος, πως θα πάμε προς αυτήν ακριβώς έτσι. Μα σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να πετάμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ, γιατί, πρώτο, δεν υπάρχει ακόμη δημοκρατία των Σοβιέτ. Δεύτερο, δεν αποκλείεται η δυνατότητα να γίνουν “προσπάθειες παλινόρθωσης”. Τις προσπάθειες αυτές πρέπει πρώτα να τις ξεπεράσουμε και να τις κατανικήσουμε. Τρίτο, κατά το πέρασμα από το παλιό στο καινούργιο μπορεί να έχουμε προσωρινούς “συνδυασμένους τύπους” (όπως σωστά τόνισε αυτές τις μέρες η “Ραμπότσι Πουτ”), λογουχάρη και Δημοκρατία των Σοβιέτ και Συντακτική Συνέλευση. Ας ξεπεράσουμε πρώτα όλα αυτά κι έπειτα έχουμε τον καιρό να πετάξουμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ. 
Το ίδιο και στον οικονομικό τομέα. Είμαστε όλοι σύμφωνοι πως ο φόβος να τραβήξουμε προς το σοσιαλισμό είναι η μεγαλύτερη προστυχιά και προδοσία της υπόθεσης του προλεταριάτου. Είμαστε όλοι σύμφωνοι πως τα βασικά μέτρα ανάμεσα στα πρώτα στο δρόμο αυτό πρέπει να είναι η εθνικοποίηση των τραπεζών και των καπιταλιστικών συνδικάτων. Ας πραγματοποιήσουμε πρώτα αυτά και άλλα τέτοια μέτρα και τότε θα δούμε. Τότε θα δούμε καλύτερα, γιατί η πρακτική πείρα, που αξίζει ένα εκατομμύριο φορές περισσότερο από τα καλύτερα προγράμματα, θα πλατύνει απεριόριστα τον ορίζοντά μας. Είναι δυνατό και μάλιστα πιθανό και μάλιστα αναμφισβήτητο, ότι χωρίς τους μεταβατικούς “συνδυασμένους τύπους” δεν θα τα βγάλουμε πέρα κι εδώ, λχ τα μικρά νοικοκυριά με ένα-δυο μισθωτούς εργάτες δεν μπορούμε με το πρώτο ούτε να τα εθνικοποιήσουμε, ούτε να τα βάλουμε κάτω από πραγματικό εργατικό έλεγχο. Ας είναι ο ρόλος τους μηδαμινός, ας είναι τα νοικοκυριά αυτά δεμένα χειροπόδαρα από την εθνικοποίηση των τραπεζών και των τραστ, όλα αυτά είναι σωστά, όσο όμως υπάρχουν έστω και σε μικρές γωνίτσες οι αστικές σχέσεις, για ποιο λόγο να πετάξουμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ; Σαν μαρξιστές που βαδίζουν τολμηρά προς τη μεγαλύτερη επανάσταση του κόσμου και ταυτόχρονα σταθμίζουν νηφάλια τα γεγονότα δεν έχουμε το δικαίωμα να πετάξουμε το πρόγραμμα-μίνιμουμ.
Αν το πετούσαμε τώρα, θα αποδείχναμε ότι πριν προλάβουμε να νικήσουμε, χάσαμε κιόλας τα μυαλά μας. Και όμως δεν πρέπει να τα χάνουμε ούτε πριν από τη νίκη, ούτε την ώρα της νίκης, ούτε μετά από τη νίκη, γιατί, χάνοντας τα μυαλά μας, χάνουμε τα πάντα» (στο ίδιο, σ. 373-376).


Πηγές:
Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας. (12/3/2023). Ανακοίνωση- Δελτίο Τύπου: 24ωρη Πανελλαδική Απεργία Πέμπτη 16 Μαρτίου. Διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο https://gsee.gr/deltia-typou/24ori-panelladiki-apergia-pempti-16-martiou/ 
Λένιν, Β.Ι. (1986). Άπαντα. τ.34. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Λένιν, Β.Ι. (1981). «Θέσεις του Απρίλη». Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Ριζοσπάστης. (11-12/3/2023). Ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου της Κ.Ε του ΚΚΕ “Για το σιδηροδρομικό έγκλημα στα Τέμπη και τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις του λαού και της νεολαίας”. Διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=12039287

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας