Εργατικός Αγώνας

Οι ναζί δεν χωράνε στα γήπεδα, ούτε πουθενά

Γράφει ο Νίκος Σαμαρίνας

Η δολοφονία του φιλάθλου της ΑΕΚ Μιχάλη Κατσουρή στα πρόσφατα επεισόδια στη Νέα Φιλαδέλφεια από τους Κροάτες νεοναζί οπαδούς της Ντιναμό Ζάγκρεμπ και τους Έλληνες ομοϊδεάτες συνεργούς τους δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται και να ερμηνεύεται απλά ως ένα τυχαίο αποτέλεσμα σύγκρουσης και τυφλής βίας ανεγκέφαλων οπαδών. Επίσης δεν μπορεί να ερμηνεύεται στην βάση του ανταγωνισμού μεταξύ διαφορετικών επιχειρηματικών συμφερόντων, γενικά και αόριστα, όπως λίγο πολύ αντιμετωπίζει όλα τα περιστατικά οπαδικής βίας η υπεραπλουστευτική και εν τέλει ψευτομαρξιστική προσέγγιση του ΚΚΕ στον σύγχρονο επαγγελματικό αθλητισμό. Τα ζητήματα της οπαδικής βίας είναι πολύπλοκα, πολυεπίπεδα και πολυπαραγοντικά.

Πολλοί ρίχνουν το φταίξιμο για τα επεισόδια στην αστυνομία και ως έναν βαθμό καλά κάνουν. Όταν οι συγκρούσεις έχουν ενδοταξικό χαρακτήρα στις διάφορες κοινότητες, στις αθλητικές και πολιτικές οργανώσεις στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, είναι πάγια η τακτική της αστυνομίας να τις επιτρέπει να οξύνονται και να εκτονώνονται με την χρήση βίας και στη συνέχεια να υπάρχει αστυνομική παρέμβαση, καταστολή. Αντίθετα η παρέμβαση είναι ακαριαία, ακόμα και προληπτική, όταν απειλείται η άρχουσα τάξη και οι συγκρούσεις είναι διαταξικές, δηλαδή, όταν βάζουν στο στόχαστρό τους το κράτος και τους εκπροσώπους του, όπως είναι και η ίδια η αστυνομία.

Συνεπώς το ερώτημα αν μπορούσε η αστυνομία να αποτρέψει τα βίαια επεισόδια που οδήγησαν στον θάνατο ένα νέο άνθρωπο και πολλούς άλλους με σοβαρά και πιο ελαφρά τραύματα στο νοσοκομείο είναι ρητορικό και όχι ουσίας. Βεβαίως η κοινή γνώμη δεν μπορεί να αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα αυτά τα επίπεδα βίας που σήμερα είναι εκτός του υφιστάμενου κοινωνικού πλαισίου, γι’ αυτό και η κυβέρνηση Μητσοτάκη απάντησε άμεσα με «καρατόμηση» 7 αστυνομικών διευθυντών προκειμένου να αποποιηθεί την πολιτική της ευθύνη.

Ας μας επιτραπεί, όμως, εδώ να επικεντρώσουμε στον χαρακτήρα του συμβάντος της δολοφονίας και γενικότερα των επεισοδίων από κοινωνιολογική- πολιτική άποψη.

Όπως φανερώνουν μέχρι στιγμής τα στοιχεία που έχουν έρθει στη δημοσιότητα πρέπει να μιλάμε σαφώς για μια απρόκλητη εγκληματική πράξη, η οποία παραβιάζει τον ποινικό κώδικα. Είναι μια «τυφλή» εγκληματική πράξη, μιας και ο δράστης (ή οι δράστες) δεν γνωρίζονταν με το θύμα. Πρόκειται για μια έλλογη και με πρόθεση εγκληματική πράξη βίας με κίνητρα οπαδικά- πολιτικά, άμεσα συνδεδεμένα με την χουλιγκανική- νεοναζιστική ταυτότητα των δραστών. Στην τέλεση της πράξης χρησιμοποιήθηκε όπλο, ένα μαχαίρι, και μάλιστα εξ επαφής με το θύμα, γεγονός που φανερώνει την αγριότητα του δράστη και της πράξης του. Η βία και η τέλεση της εγκληματικής αυτής ενέργειας είναι αυτοσκοπός, ακόμα και αν δεν στόχευε άμεσα στον θάνατο, αλλά στον τραυματισμό του Μιχάλη Κατσουρή. Προκαλεί ευχαρίστηση και συναισθηματική διέγερση στον δράστη και τους συνεργούς του, οι οποίοι θεωρούν ότι «θα την γλιτώσουν» γι’ αυτό και τελούν το έγκλημα σε ξένη χώρα και κρύβονται μέσα στην σχετική ανωνυμία που τους παρέχει η μάζα των οπαδών που συγκροτείται γύρω από την τέλεση βίαιων πράξεων και τη ναζιστική ιδεολογία τους.

Οι πράξεις των Κροατών δεν οφείλονται σε κάποια «βεντέτα» με τους οπαδούς της ΑΕΚ ή σοβαρή πρόκληση από μέρους της ΑΕΚ, καθώς οι δυο ομάδες δεν έχουν προηγούμενα. Η σύγκρουση μεταξύ των οπαδών δεν έγκειται στην τοπικότητα και στην σύνδεση με την ομάδα, ούτε καν στην εθνικότητα. Δεν υπάρχει όπως όλα δείχνουν ρατσιστικό κίνητρο, Κροάτες εναντίον Ελλήνων, παρά το γεγονός ότι οι Κροάτες Bad Blue Boys που δημιούργησαν τα επεισόδια είναι δηλωμένοι ρατσιστές. Άλλωστε οι Κροάτες ήταν φιλοξενούμενοι, σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, ομοϊδεατών οπαδών του Παναθηναϊκού που συνέδραμαν στα επεισόδια. Αποδεικτικό εκτός των άλλων είναι ένα βίντεο στο οποίο ακούγεται Έλληνας οπαδός κατά τη διάρκεια των επεισοδίων να φωνάζει: «έτσι γαμάει η λεωφόρος».

Ποιος είναι λοιπόν ο δεσμός μεταξύ των Bad Blue Boys και μερίδας οπαδών του Παναθηναϊκού; Η τοπικότητα δεν είναι, ούτε η εθνικότητα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο δεσμός έχει ξεφύγει από τους παλιούς κληρονομημένους δεσμούς της οικογένειας και της τοπικότητας (που παίζουν ολοένα και μικρότερο ρόλο στο εσωτερικό των οπαδών και των κοινωνικών δεσμών συγκρότησης των ομάδων τους) και επικρατούν νέοι επίκτητοι δεσμοί, που καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον καταμερισμό της εργασίας, αλλά στην περίπτωσή μας εκφράζονται από την πολιτική τοποθέτηση και τη νεοναζιστική ιδεολογία τόσο των Κροατών, όσο και των Παναθηναϊκών οπαδών που τους φιλοξενούσαν. Φαίνεται, ότι ισχύει επίσης, αυτό που στην αθλητική κοινωνιολογία έχει περιγραφεί ως «σύνδρομο των Βεδουίνων» στο χώρο του σύγχρονου ποδοσφαίρου, ένα σχήμα, δηλαδή, στο οποίο υπάρχει η τάση σύναψης ad hoc συμμαχιών σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές: ο φίλος του φίλου είναι φίλος∙ ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος∙ ο φίλος του εχθρού είναι εχθρός∙ ο εχθρός του φίλου είναι εχθρός.

Η προσήλωση στην ομάδα και στην ιδεολογία του νεοναζισμού σε συνδυασμό με την λάσκα αστυνόμευση και νομική πίεση που ένιωσαν οι Κροάτες οπαδοί με την έλευσή τους στην χώρα μας, τους οδήγησε πολύ εύκολα στην χαλάρωση του αυτοελέγχου και στην άσκηση βίαιων επεισοδίων, με αποκορύφωμα την εγκληματική πράξη δολοφονίας του Μιχάλη Κατσουρή.

Οι νεοναζί Bad Blue Boys βάλθηκαν να αποδείξουν το αντριλίκι τους και την φήμη τους (θεωρούνται πανευρωπαϊκά από τους πιο ακραίους και σκληρούς οπαδούς), καθώς και πόσο «ετοιμοπόλεμοι» είναι απέναντι στον εχθρό, στους οπαδούς της ΑΕΚ, που σύμφωνα με τις δηλώσεις ενός εκ των δικηγόρων των Κροατών, του Νταβορίν Κάρατσιτς είναι: «τα μεγαλύτερα ανθρώπινα αποβράσματα, ναρκομανείς-αριστεριστές-αναρχικοί αποβράσματα, που για δεκαετίες μαχαιρώνουν, πετούν μολότοφ και ποδοπατούν κεφάλια». Από κοντά και οι ομοϊδεάτες οπαδοί του Παναθηναϊκού που ακόμα και μέρες μετά δεν μπορούν να κρύψουν την έξαψη που νιώθουν και δεν διστάζουν, οι πιο αφελείς απ’ αυτούς, να βγαίνουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να δηλώνουν περήφανα: «ήμουν και γω εκεί».

Η διάθεση σύγκρουσης των Κροατών κάτω από το οπαδικό περίβλημα δεν είχε, λοιπόν, κάποιο τοπικό, εθνικό ή ρατσιστικό, ούτε καν διαταξιακό περιεχόμενο που θα μπορούσε έστω να φανερώνει η σύγκρουση με τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης, τους μπάτσους. Αντίθετα, είχε καθαρά ενδοταξικό περιεχόμενο, απέναντι σε ανθρώπους της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων (ο νεκρός Μιχάλης από την πρώτη στιγμή χαρακτηρίστηκε από τους γνωστούς του ως «δουλευταράς»), που απλά πιθανολογείται ότι έχει άλλη πολιτική ιδεολογία, κοσμοθεωρία, αριστερή.

Οι Bad Blue Boys ήρθαν στην Ελλάδα για να επιτελέσουν και να νιώσουν ηδονική ευχαρίστηση από τον ρόλο που οι ίδιοι θεωρούν κοινωνικά αναγκαίο να παίξουν, τον ρόλο του ναζί.

Είναι αποδεδειγμένο από τις κοινωνιολογικές έρευνες ήδη από την δεκαετία του 1960 ότι η βάση των οπαδικών συνδέσμων συγκροτείται και στη συνέχεια συντίθεται από τις κοινότητες της εργατικής τάξης, ενώ ο επονομαζόμενος «χουλιγκανισμός» συνδέεται με τον πιο σκληρό πυρήνα της εργατικής τάξης και την μερίδα της που προσομοιάζει σ’ αυτό που ο Μαρξ χαρακτήριζε «λούμπεν προλεταριάτο». Από τη στιγμή που το εργατικό κίνημα άρχισε να απαξιώνει τον ρόλο των ποδοσφαιρικών συνδέσμων και οι κομμουνιστές να αποτραβιούνται από τα ποδοσφαιρικά τεκταινόμενα, κάτι που στην Ελλάδα συνδέεται χρονικά με την επαγγελματοποίηση του ποδοσφαίρου, οι νεοναζί άρχισαν να «παίζουν μπάλα» στον κενό χώρο που δημιουργήθηκε με βασικό αντίπαλο που αντιστέκεται στην επέλασή τους, τον αναρχικό χώρο.

Οι ακραίοι χούλιγκανς, οι Ultras όπως αναφέρονται τα τελευταία χρόνια, ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους οπαδούς και γενικότερα έχουν αποκτήσει κάποια κοινά χαρακτηριστικά ανεξάρτητα από την ομάδα και την εθνικότητα στην οποία συγκροτούνται.

Αν και οι πρώτοι Ultras στην Ιταλία την δεκαετία του 60 είχαν αριστερή τοποθέτηση, σήμερα ολοένα και περισσότερο οι Ultras ανά τον κόσμο συνδέονται άμεσα με εθνικιστικές, ρατσιστικές και νεοναζιστικές οργανώσεις με τις οποίες λειτουργούν άλλοτε ως παρακλάδια και άλλοτε ως συγκοινωνούντα δοχεία. Στρατολογούν σκληρούς οπαδούς και τους εκπαιδεύουν μέσω της οπαδικής βίας ως ομάδες κρούσης των οργανώσεων αυτών. Διαπλέκονται με το οργανωμένο έγκλημα και την παράνομη δραστηριότητα επιχειρηματικών κύκλων, οι οποίοι συνήθως ελέγχουν και τις οικείες ποδοσφαιρικές ομάδες των Ultra οπαδών.

Εξασκούνται να μην πέφτουν στα χέρια της αστυνομίας. Αποφεύγουν να φορούν τα διακριτικά της ομάδας τους για να μην τους σταματά για έλεγχο η αστυνομία. Επίσης, έχουν εγκαταλείψει τα παλιομοδίτικα στυλ των σκίνχεντ και ακολουθούν το mainstream ντύσιμο της νεολαίας, προκειμένου να μην ξεχωρίζουν. Ταξιδεύουν στους αγώνες με ΙΧ ή μικρά βανάκια, αλλά και με τα συνηθισμένα μέσα μαζικής μεταφοράς, ώστε να μην κάνουν διακριτή την παρουσία τους, όπως κάνουν οι συνηθισμένοι φίλαθλοι που κινούνται μαζικά κυρίως με μισθωμένα λεωφορεία.

Χρησιμοποιούν επεξεργασμένες τακτικές απέναντι στην αστυνομία και προσπαθούν να δημιουργούν με παραπλάνηση, αλλά και συνεννόηση με τους θύλακες που έχουν δημιουργήσει μέσα στην αστυνομία, ρήγματα στην αστυνομική επιτήρηση που θα τους δώσουν την ευκαιρία για «ντου» απέναντι στους αντιπάλους, να δείρουν και να δαρθούν, να τραυματίσουν και να τραυματιστούν στη μάχη σώμα με σώμα, με μαχαίρια, σιδερογροθιές και ρόπαλα, να σκοτώσουν αν χρειαστεί και οι συνθήκες το επιτρέψουν.

Όλα αυτά είναι γνωστά στην αστυνομία, καθώς και όλες οι κινήσεις των Κροατών που ήρθαν στη χώρα μας παρά το γεγονός ότι δεν τους επιτρέπονταν η είσοδος στο ματς ΑΕΚ- Ντιναμό Ζάγκρεμπ. «Μόνον τι νούμερο παπούτσι φόραγαν δεν ξέραμε» φέρεται να δήλωσε Έλληνας αστυνομικός, όταν ρωτήθηκε σχετικά.

Συνεπώς δεν πρέπει να αναζητούμε στην αστυνομία την λύση στην αντιμετώπιση των νεοναζιστικών συμμοριών εντός και εκτός γηπέδων, παρά το γεγονός ότι διεκδικούμε την παραδειγματική και σκληρότατη τιμωρία τους. Ούτε βέβαια στην αθλητική νομοθεσία που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να απομακρύνει την βία εκτός γηπέδων, σε άλλες περιοχές χωρίς κάμερες και αστυνόμευση.

Μόνον το οργανωμένο κίνημα μπορεί να τσακίσει τους φασίστες παντού, στο δρόμο, στη γειτονιά, στο γήπεδο, να τους απομονώσει και να τους διαλύσει. Το οργανωμένο εργατικό κίνημα και οι κομμουνιστικές οργανώσεις οφείλουν να αγκαλιάσουν το οπαδικό κίνημα, να το βοηθήσουν να βρει τον δρόμο του και να μην το απαξιώνουν, να το έχουν σύμμαχο στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, στο τσάκισμα του νεοναζισμού.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας