Γράφει ο Βαγέλης Μητράκος
Με το που έκλειναν, τότε, τα σχολεία και άρχιζε η εποχή της ξεγνοιασιάς, κάθε αξιοπρεπής γαβριάς το πρώτο που φρόντιζε να κάνει ήταν να φτιάξει το λάστιχό του, τη σφεντόνα του, δηλαδή.
Πηγαίναμε πρώτα στη Μαγουλίτσα και ψάχναμε στις λυγιές της όχθης για να βρούμε ένα κλαδί που να κάνει καλή διχάλα. Το κόβαμε με τα σουγιαδάκια μας και ύστερα, στην αυλή του σπιτιού, κάτω από την κληματαριά, κόβαμε τη διχάλα στις σωστές διαστάσεις, έτσι όπως μας είχε διδάξει η εμπειρία και οι παλαιότεροι, γδύναμε το ξύλο από τη φλούδα του, και αφήναμε τη διχάλα στον ήλιο για να στεγνώσει και να σκληρύνει.
Κατόπιν ζητάγαμε χαρτζιλίκι από τη μάνα μας και πηγαίναμε στα ψιλικατζίδικα της Σπάρτης, κυρίως στου Νικητόπουλου και στου Μερεκούλια και αγοράζαμε το λάστιχο της σφεντόνας. Ήταν ένα μαύρο, μακρόστενο, σκληρό λάστιχο, που δεν ξέρω, πραγματικά, αν χρησίμευε και σε κάτι άλλο πάρεξ για να φτιάχνουμε σφεντόνες τα παιδιά του ’50 και του ’60. Με το λάστιχο αυτό στα χέρια πηγαίναμε κατευθείαν σε κάποιον τσαγκάρη και τον παρακαλούσαμε να μας βάλει τη «φόλα».
Όποιος τσαγκάρης και να ήταν, χωρίς να βαρυγκομάει (ήταν άλλωστε μια δουλειά επετειακή που του θύμιζε και τα δικά του τα χρόνια τα παιδικά) έπαιρνε ένα κομμάτι μαλακό δέρμα από εκείνα τα ρετάλια που του έμεναν από το φτιάξιμο των χειροποίητων παπουτσιών, έκοβε με τη φαλτσέτα ένα ορθογώνιο κομματάκι (αυτός ήξερε καλά σε τι διαστάσεις), του στρογγύλευε τις γωνίες και του άνοιγε δυο τρύπες στις στενές πλευρές του για να περάσει το λάστιχο.
Με το λάστιχο και τη φόλα στα χέρια, τρέχαμε ανυπόμονοι στο σπίτι για να ολοκληρώσουμε την κατασκευή της σφεντόνας: Παίρναμε τη διχάλα και της κάναμε ψηλά δυο εγκοπές με τα σουγιαδάκια μας, μια αριστερά και μια δεξιά, για να δεθεί με μεγαλύτερη ασφάλεια, το λάστιχο. Ύστερα, «ζυγιάζαμε» το λάστιχο, το κόβαμε ακριβώς στη μέση, περνάγαμε τις άκρες από τα δυο κομμάτια στις τρύπες της φόλας και τις δέναμε πολύ σφιχτά ή με σπάγκο κερωμένο από κείνον που πετάγαμε τους χαρταετούς τις απόκριες ή με ψιλό σύρμα. Τέλος, προσαρμόζαμε τα δυο λάστιχα στη σφεντόνα και τα δέναμε με τον ίδιο τρόπο στο σημείο που είχαμε κάνει τις εγκοπές. Το σφιχτό και σωστό δέσιμο του λάστιχου, τόσο στη φόλα, όσο και στη διχάλα, ήτανε το σημαντικότερο για τη σωστή λειτουργία της σφεντόνας, αφού πάντα υπήρχε ο κίνδυνος να «ξελυθεί» με το τέντωμα και … «φτου κι απ’ την αρχή», χώρια που σου κάνανε καζούρα οι άλλοι, ότι δεν ξέρεις να φτιάχνεις καλές σφεντόνες, κι αυτό ήτανε (όσο να το κάνεις) μια βαριά ντροπή.
Από κει και πέρα η σφεντόνα γινότανε ένα με το σώμα μας. Ό,τι και να κάναμε, την κουβαλάγαμε πάντα μαζί μας, είτε στο χέρι, είτε στην κωλότσεπη, είτε κρεμασμένη στο λαιμό μας, είτε περασμένη στο λάστιχο της «βρακούλας», έτσι όπως οι παλαιοί περνάγανε τις κουμπούρες τους στο σελάχι. Έτσι, ξυπόλητοι, με τη μαύρη μας βρακούλα από κάτω και το λευκό αθλητικό φανελάκι από πάνω, σέρνοντας επιδεικτικά τη σφεντόνα πάνω μας, νιώθαμε σπουδαίοι και τρανοί και παίρναμε τον αέρα εκείνων που δεν είχανε σφεντόνα, αφού η σφεντόνα δεν ήτανε μόνο παιχνίδι αλλά και μαγκιά.
Φυσικά, οι τσέπες μας ήτανε γεμάτες με στρογγυλωπές πετρούλες που μαζεύαμε από τους χωματένιους (τότε) δρόμους. Όταν έπρεπε, βάζαμε μια πετρούλα-βόλι στη φόλα, κρατάγαμε με το ένα χέρι τη διχάλα από τη βάση της, με τα τρία δάχτυλα του άλλου χεριού πιάναμε την οπλισμένη φόλα, ευθυγραμμίζαμε τη σφεντόνα στο ύψος των ματιών για να κάνουμε τη σκόπευση, τεντώναμε το λάστιχο μέχρι που η φόλα να φτάσει στο αυτί μας και ύστερα το αφήναμε για να εκτοξευθεί με δύναμη η πέτρα εναντίον του στόχου που είχαμε βάλει.
Με τις σφεντόνες γίνονταν ομηρικές μάχες ανάμεσα στις αντίπαλες γειτονιές και πολλά κεφάλια (ενήλικα σήμερα) έχουν ακόμα τα σημάδια από τις πετριές που δέχτηκαν από τις αντίπαλες σφεντόνες. Άλλες φορές, απλώς παραβγαίναμε κάνοντας σκοποβολή σε στόχους που επιλέγαμε (άδεια κονσερβοκούτια, μπουκάλια, πινακίδες σε οικόπεδα, πόρτες σε χτήματα και κήπους, φρούτα σε δέντρα περιβολιών, κλπ, κλπ. χωρίς να λείπει και η σκοποβολή πάνω σε κακόμοιρα ζωάκια –κυρίως γάτες, σκυλιά και κότες- που η κακή η μοίρα τους τα έφερνε μπροστά μας).
Φυσικά δεν έλειπε και το κυνήγι μικρόπουλων που όμως δεν ήταν και τόσο αποδοτικό, γιατί δεν ήταν κι εύκολο πράγμα να πετύχεις κάποιο πουλί από μακριά με τη σφεντόνα. Ωστόσο υπήρχαν μερικοί δεινοί σκοπευτές και χειριστές της σφεντόνας που κατάφερναν να χτυπούν πουλάκια (συνήθως σπεντζούρια) και τότε κέρδιζαν τον θαυμασμό, μαζί και τον σεβασμό, της ομάδας. Μάλιστα, κάπου στο βάθος, τους ζηλεύαμε, κιόλας, γιατί ξέραμε πως θα πηγαίνανε τα σκοτωμένα πουλάκια στη μάνα τους, για να τους τα κάνει τηγανιτά με χτυπημένα αυγά. Αυτοί οι δεινοί σκοπευτές με τις σφεντόνες χτυπούσαν ακόμα και τζιτζίκια, που ήταν ένα προσφιλές καλοκαιρινό σπορ εκείνης της εποχής: Εκεί που καθότανε ο καημένος ο τζίτζικας στο κλαρί και λάλαγε, του ’ρχότανε η πετριά από τη σφεντόνα και, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, κατέληγε, βαριά χτυπημένος, στο χώμα.
Πολλές φορές οι πέτρες της σφεντόνας ξέφευγαν πολύ από το στόχο τους και την πλήρωνε κανένα τζάμι. Με το «κρακ» που ακούγαμε φεύγαμε τρέχοντας και εξαφανιζόμαστε στις γωνίες και στους μπαξέδες ενώ πίσω μας ακούγονταν οι φωνές και οι φοβέρες του νοικοκύρη ή της νοικοκυράς.
Οι γονείς μας, οι δάσκαλοι, οι παπάδες του κατηχητικού, οι συγγενείς και οι γείτονες, μας νουθετούσαν να μη φτιάχνουμε σφεντόνες, γιατί « αυτό είναι κακό πράγμα και δεν το θέλει ο Θεός».Όμως εμείς τους λέγαμε «τότε γιατί ο Θεός βόηθησε τον Δαυίδ να σκοτώσει με τη σφεντόνα του τον Γολιάθ και να γίνει βασιλιάς και προφήτης» κι εκεί σταματούσε η κουβέντα και η νουθεσία. Παρ’ όλα αυτά οι παλιές μανάδες συνέχιζαν να νανουρίζουν τα αγοράκια τους τραγουδώντας:
«Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
έλα πάρε και τούτο
κρύψε και τη σφεντόνα του
φρόνιμο κάνε μου το».
Φαντασθείτε τώρα και τη χαρά και την περηφάνια που νιώσαμε όταν, διαβάζοντας τον Μικρό Ήρωα, είδαμε, στο τεύχος 163 («Ο Διαβολάκος»), να εμφανίζεται δίπλα στο Παιδί Φάντασμα, τον Γιώργο Θαλάσση, στην Κατερίνα και τον Σπίθα, ο Διαβολάκος, ένα εντεκάχρονο αγόρι από την Κρήτη, που το πραγματικό όνομά του ήταν Γιάννης Αστράκης και πολεμούσε τους Γερμανούς κατακτητές με τη σφεντόνα του. Ο Διαβολάκος υπήρξε ο μακροβιότερος συνεργάτης και συναγωνιστής του Μικρού Ήρωα και όλοι εμείς, έχοντας τις σφεντόνες στην κωλότσεπη, διαβάζοντας τα κατορθώματα του Διαβολάκου και βλέποντάς τον στις εικόνες και στα εξώφυλλά να κραδαίνει την σφεντόνα του κατά των Γερμανών, γινόμαστε ένα μ’ αυτόν και νομίζαμε πως εμείς είμαστε που κάναμε αντίσταση και αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους ξένους κατακτητές.
Όταν στο τεύχος 168, ο Διαβολάκος σκοτώθηκε, μας έπιασε μαύρη απελπισία. Φαίνεται όμως ότι η ίδια απελπισία έπιασε όλα τα Ελληνόπουλα, και τότε, ο Στέλιος Ανεμοδουράς, ο συγγραφέας του Μικρού Ήρωα, «αναγκάσθηκε» να επαναφέρει τον Διαβολάκο στη ζωή, στο τεύχος 170 («Ο Διαβολάκος ξαναζεί») κρατώντας τον για πολλά ακόμα τεύχη σε δράση, μέχρις ότου τον αντικαταστήσει, οριστικά, με κάποιον άλλο μικρό ήρωα.
Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσαν τα παιδιά του «τότε», άλλαξαν οι ζωές και οι συνήθειες, χάθηκαν τα παιχνίδια τα παλιά, χάθηκαν, μαζί, και οι παλιές, χειροποίητες σφεντόνες.
Όμως, για μας, που φτιάξαμε κάποτε σφεντόνες και τις είχαμε παιχνίδι του καλοκαιριού, πάντα μένει μέσα μας τεντωμένη μια σφεντόνα που στοχεύει τις καλύτερες μέρες της ζωής μας, απλώς και μόνο για να τις δείχνει, χωρίς ποτέ να τους ρίχνει ούτε μία πετριά.