Εργατικός Αγώνας

Το μέσο και ο σκοπός-οι μεταρρυθμίσεις και ο αγώνας για το σοσιαλισμό (Μέρος Β)

Γράφει ο Γεράσιμος Αραβανής

Μια διδακτική περίπτωση

Σε συνθήκες μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και πολύ περισσότερο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης προωθημένα αιτήματα που σε άλλες εποχές θα ήταν άκαιρα εύκολα γίνονται αποδεχτά από την πλειοψηφία των εργατών, οξύνουν τις αγωνιστικές διαθέσεις και την ταξική συνείδησή τους.

Ο Λένιν στο Έργο του “Η καταστροφή που μας απειλεί” που έγραψε το Σεπτέμβρη του 1917 θέλοντας να αξιοποιήσει τους τεράστιους κινδύνους που απειλούσαν τότε τη Ρωσία από τη διάλυση και τη γενικευμένη πείνα έθεσε ένα τέτοιο πλαίσιο μέτρων και διεκδικήσεων. Μεταξύ άλλων πρότεινε:

  •  Εθνικοποίηση των Τραπεζών χωρίς να αφαιρεθεί ένα καπίκι από τους ιδιοκτήτες και τη συνένωση τους σε μια τράπεζα.
  •  Εθνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων σε κρίσιμους κλάδους της καπιταλιστικής οικονομίας.
  •  Αναγκαστική οργάνωση σε ενώσεις των καπιταλιστικών επιχειρήσεων χωρίς καμία αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας.
  •  Ρύθμιση της κατανάλωσης.
  • Για την αποφυγή της δημοσιονομικής χρεοκοπίας πρότεινε προοδευτικό φόρο εισοδήματος με πολύ μεγάλα ποσοστά φορολογίας για τα μεγάλα και πολύ μεγάλα εισοδήματα κ.α.

Οι στόχοι δεν ήταν σοσιαλιστικοί ούτε προτάθηκαν ως τέτοιοι, όμως η τσαρική κυβέρνηση και η εξουσία καπιταλιστών και γαιοκτημόνων τότε καμία πρόθεση δεν είχε να τους υλοποιήσει, αφού η υλοποίησή τους αμφισβητούσε την ίδια την κυριαρχία τους.

Εκτιμώντας η ηγεσία των μπολσεβίκων τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Ρωσία εκτίμησε ότι οι στόχοι αυτοί θα υποστηριχθούν πλατιά από τους εργάτες όπως και έγινε. Ωρίμασαν αποφασιστικά οι αγωνιστικές διαθέσεις των εργατών και ο συσχετισμός έγειρε υπέρ των μπολσεβίκων.

Ανάλογα αιτήματα όμως δεν προώθησαν σε διαφορετικές συνθήκες οι μπολσεβίκοι, τα θεωρούσαν άκαιρα. Γενικότερα τα αιτήματα και η τακτική τροποποιούνται και μάλιστα συχνά ανάλογα με τις κάθε φορά συνθήκες και ιδιαίτερα στις φάσεις μεγάλης επιτάχυνσης των εξελίξεων τότε που η εργατική τάξη και ο λαός βγαίνουν πολύ πιο μαζικά και αποφασιστικά στο ιστορικό προσκήνιο.

Η επαναστατική τακτική έχει ως προϋπόθεση της την επίδραση της μαρξιστικής λενινιστικής θεωρίας και της πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, του κομμουνιστικού κόμματος και των κομμάτων εργατικής αναφοράς. Η αξιοποίηση της μαρξιστικής θεωρίας και η καθοδήγηση της πολιτικής πρωτοπορίας είναι αναγκαία για να διαμορφωθούν οι υποκειμενικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό. Συμμαχία με πολιτικές δυνάμεις και συνδικαλιστικές ηγεσίες που επιδιώκουν το ξεπέρασμα της κρίσης του καπιταλισμού και τη στερέωσή του και ιδιαίτερα συμφωνίες κορυφής που οδηγούν στην ανάληψη υποχρεώσεων που εξ’ αντικειμένου δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια του ρεφορμισμού και των μικροβελτιώσεων δεν έχει κανένα νόημα.

Λανθασμένα αιτήματα και στόχοι πάλης

Κατά καιρούς ιδιαίτερα σε συνθήκες υποχώρησης του εργατικού κινήματος και ήττας του κομμουνιστικού κινήματος προβλήθηκαν και προβάλλονται άκαιρα αιτήματα και στόχοι, ακόμη και εντελώς λανθασμένα, που λειτουργούν αποπροσανατολιστικά και εν τέλει βλαπτικά για το εργατικό κίνημα και την υπόθεση που σοσιαλισμού. Και αυτό λόγω λανθασμένου υπολογισμού των δυνατοτήτων του κινήματος, των δυσκολιών του συστήματος γενικότερα ολοκληρωμένης εκτίμησης της συγκυρίας, είτε λόγω άγνοιας της μαρξιστικής θεωρίας και της κομμουνιστικής στρατηγικής.

Προβλήθηκε, κατά κόρον προβάλλεται και σήμερα η αυτοδιαχείριση από τους εργαζόμενους επιχειρήσεων που για τον ένα ή τον άλλο λόγο εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους. Πολλές φορές τίθεται ως στόχος προς κατάκτηση και όχι ως ένα ενδεχόμενο το οποίο πρέπει οι εργαζόμενοι να διαχειριστούν. Σε συνθήκες απόλυτης επικράτησης του μεγάλου κεφαλαίου, γενικότερα σε εχθρικό περιβάλλον και με όταν δεν υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες το φαινόμενο να διευρυνθεί, αργά η γρήγορα τα εγχειρήματα αυτά θα πάρουν τέλος και το πιθανότερο είναι με αρνητικές επιπτώσεις.

Με διαφορετικό τρόπο αντιμετωπίζεται η κατάληψη επιχειρήσεων σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, τότε μπορεί να δώσει σημαντική ώθηση στο κίνημα, στην ένταση των αγώνων και στην βελτίωση του συσχετισμού δύναμης.

Μεταπολεμικά ιδιαίτερα προβλήθηκε το αίτημα της συμμετοχής των εργαζομένων στη διαχείριση των επιχειρήσεων ως μέσο ελέγχου των ενεργειών και αποφάσεων των καπιταλιστών. Σε μία τέτοια περίπτωση πρέπει να συνυπολογιστεί ότι τα συμφέροντα των εργατών και αυτά των επιχειρηματιών είναι εκ διαμέτρου αντίθετα. Η από κοινού διαχείριση και διοίκηση των επιχειρήσεων μεταξύ εργατών και εργοδοτών σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να γίνεται για λογαριασμό και προς το συμφέρον και των δύο. Στις συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής προφανώς θα λειτουργήσει υπέρ των επιχειρήσεων και θα οδηγήσει αργά η γρήγορα στην υποταγή των εργατών. Για την εργατική τάξη η συμμετοχή στη διαχείριση των επιχειρήσεων δεν έχει κανένα νόημα αν δεν συνδυαστεί με την επιδίωξη της εξουσίας.

Η συμμετοχή στη διαχείριση και λειτουργία των κρατικών και εθνικοποιημένων επιχειρήσεων δεν εμφανίζει ριζικές διαφορές με ότι ισχύει για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Το κρατικό κεφάλαιο λειτουργεί ως κεφάλαιο και φυσικά όχι υπέρ των εργαζομένων αλλά υπέρ του ιδιωτικού κεφαλαίου με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Με διαφορετικό ενδεχομένως τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστεί το θέμα της συμμετοχής εργαζομένων στις διοικήσεις σε δημόσιες και κοινωφελείς επιχειρήσεις, όπως συγκοινωνίες, επιχειρήσεις που ασχολούνται στον κοινωνικό τομέα, στο περιβάλλον κλπ και πάλι ο ρόλος των εκπροσώπων των εργαζομένων κατά βάση πρέπει να περιορίζεται στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων των επιχειρήσεων αυτών και σε μία πίεση για πιο φιλολαϊκή πολιτική, ιδιαίτερα αν το εργατικό κίνημα είναι ισχυρό.

Μία πιο “σύγχρονη” πρόταση για επαναστατική τακτική προσφέρει ο Σεραφείμ Σεφεριάδης με το βιβλίο του “Για την πολιτική που διαμορφώνει εργατικό κίνημα και κράτος”. Αφού θέσει το ερώτημα συνδικαλιστική δράση για ποιο σκοπό απαντά ως εξής:

“Υπάρχει λόγος ύπαρξης ενός εργατικού διεθνισμού αν τα συνδικάτα δεν επιδιώκουν την επέκταση της δημοκρατικής λογοδοσίας στους πολιτικούς, πολιτισμικούς και οικονομικούς θεσμούς της κοινωνίας με μείζονα ανάμεσά τους το δημοκρατικό έλεγχο πάνω στον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο” και στη συνέχεια αντλώντας επιχειρηματολογία από το Global Labour Institute συνεχίζει: “Το στοιχείο που πρώτιστα διαφοροποιεί τη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση από προηγούμενες μορφές καπιταλιστικής διεθνοποίησης είναι η ανάδυση μιας “εικονικής” παγκόσμιας διακυβέρνησης που όμως δεν υπόκειται σε καμία απολύτως μορφή δημοκρατικής λογοδοσίας… Η δημοκρατική λογοδοσία του διεθνούς κεφαλαίου και ο εκδημοκρατισμός της παγκόσμιας διακυβέρνησης είναι το κεντρικό αιτούμενο του 21ου αιώνα”. Το συμπέρασμα του συγγραφέα είναι ότι η διαπίστωση αυτή “Βάζει επιτακτικά το καθήκον στα συνδικάτα να καταστούν ορατοί πρωτοπόροι στη διεκδίκηση της δημοκρατικής διεύθυνσης, με την διεξαγωγή αγώνων όχι μόνο για καλύτερες αμοιβές και συνθήκες εργασίας αλλά και για διευρυμένο εργατικό και συνδικαλιστικό έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας των επενδύσεων, της χρήσης των νέων τεχνολογιών, των υπεργολαβιών, της κατάρτισης και της εκπαιδευτικής πολιτικής”. Χρησιμοποιεί μάλιστα τη ρήση κάποιου ακτιβιστή “ότι τα συνδικάτα οφείλουν όχι μόνο να στέλνουν υπομνήματα σε δισεκατομμυριούχους προσκαλώντας τους να επενδύσουν τμήμα του πλούτου τους σε μέρος Α αντί Β ή να εκχωρήσουν λίγα περισσότερα σε φιλανθρωπίες, αλλά να επιδιώκουν να θέσουν τα δισεκατομμύρια κάτω από δημοκρατικό έλεγχο και διαχείριση”. σελίδες 379 – 380 στο βιβλίο αυτό.

Κεντρικό πρόβλημα κατά το συγγραφέα είναι το δημοκρατικό πρόβλημα, η ύπαρξη μιας παγκόσμιας εικονικής δημοκρατίας. Αυτή θεωρεί ότι είναι η βασική αντίθεση σήμερα του πρέπει να αντιμετωπιστεί και εκεί πρέπει να στραφεί η δράση.

Όμως η περιστολή της δημοκρατίας δεν είναι φαινόμενο που εμφανίζεται στην εποχή της ‘‘νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης’’. Η ροπή σε μέτρα περιστολής της δημοκρατίας και σε αυταρχικές και αντιδημοκρατικές μεθόδους διακυβέρνησης είναι διαπιστωμένη από τα πρώτα βήματα ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού. Σταδιακά υποβαθμίστηκαν τα κοινοβούλια ακόμη και οι κυβερνήσεις, η λαϊκή ψήφος έχασε τα όποια ουσιαστικά χαρακτηριστικά της, στο προσκήνιο ήρθαν όλο και πιο έντονα και άμεσα οι εκπρόσωποι των μονοπωλιακών ομίλων και των πολυεθνικών και στο βαθμό που η διακυβέρνηση παίρνει όλο και πιο αντιλαϊκό χαρακτήρα μονιμοποιήθηκε ο αυταρχισμός και η καταστολή, οι επεμβάσεις και οι πόλεμοι, ο εξανδραποδισμός ολόκληρων λαών.

Η εκτροπή της αστικής δημοκρατίας είναι παρούσα δεκαετίες, πολυσυζητημένη και επαρκώς επεξηγημένη. Είναι φαινόμενο που ανήκει στο πολιτικό εποικοδόμημα αντανάκλαση της καπιταλιστικής βάσης των κοινωνιών και την καθιστούν αναγκαία οι ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Ως τέτοιο φαινόμενο πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Καπιταλισμός δημοκρατικός με το ολοκληρωμένο περιεχόμενο του όρου ποτέ δεν υπήρξε και στις μέρες μας αντιδραστικοποιείται όλο και περισσότερο, είναι στοιχείο της μεγάλης παρακμής του και γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνος.

Ως εκ τούτου η δημοκρατική λογοδοσία του κεφαλαίου πρέπει να αναζητηθεί στη σφαίρα της φαντασίας του αρθρογράφου, αφού στη ζωή εμφανίζεται ως σύγχρονη μορφή ρεφορμισμού ικανή μόνο να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των αδιεξόδων του συστήματος.

Ένα συνδικαλιστικό κίνημα που διεξάγει τους αγώνες του κυρίως για τον έλεγχο στην παραγωγική διαδικασία, στις μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων, στις υπεργολαβίες, στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση του προσωπικού για να τεθούν εν τέλει τα δισεκατομμύρια του κεφαλαίου κάτω από δημοκρατικό έλεγχο και διαχείριση είναι η μεγαλύτερη ουτοπία, πραγματική προσφορά στο κεφάλαιο, αφού με βάση την πρόταση το κεφάλαιο διατηρεί την ιδιοκτησία του, την εξουσία, τους νόμους και τους μηχανισμούς του και εκχωρεί στους εργάτες στα δισεκατομμύρια του να αποφασίσουν με ποιο τρόπο αυτά θα διατεθούν.

Απλά κάποιος να υπενθυμίσει στους συγγραφείς ότι το κεφάλαιο δεν θα εκχωρήσει ποτέ το παραμικρό, πρέπει να ανατραπεί από την εργατική τάξη, να του αφαιρεθούν οι εξουσίες και τα προνόμιά του.

Εντύπωση προκαλεί ότι στη σύγκρουση αυτή που οδηγεί, υποτίθεται, στην υποταγή του κεφαλαίου, λείπει παντελώς η επαναστατική θεωρία και στρατηγική και η πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, στο προσκήνιο βρίσκονται μόνο τα συνδικάτα. Ο συγγραφέας μας γυρίζει πίσω στα πρώτα στάδια του ουτοπικού σοσιαλισμού.

Οι σημερινές συνθήκες και η οργάνωση των συνδικαλιστικών αγώνων

Η νίκη του καπιταλισμού σε βάρος του σοσιαλισμού και η εξάλειψη του υπαρκτού σοσιαλισμού ως αντίπαλου πόλου, η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού οδήγησαν σε ολομέτωπη επίθεση εναντίον της εργατικής τάξης, σε αφαίρεση κατακτήσεων και μεγάλη αφαίμαξη των εισοδημάτων της και παράλληλα σε μεγάλη υποχώρηση του συνδικαλιστικού κινήματος με κύρια χαρακτηριστικά της την απίσχναση των γραμμών του και την ολοκληρωτική σχεδόν επικράτηση του ρεφορμισμού στα συνδικάτα.

Η αδυναμία του κεφαλαίου να επιτύχει την ανάκαμψη του μέσου ποσοστού κέρδους και η εικόνα στασιμότητας των οικονομιών το αναγκάζει να εντείνει την επίθεση στην εργατική τάξη και τα δικαιώματα της. Όλα δείχνουν ότι μπαίνουμε σε νέα ύφεση.

Η εργατική τάξη στη χώρα μας και παγκόσμια βρίσκεται σε συνθήκες άμυνας και υπεράσπισης των κατακτήσεων της χωρίς να λείπουν ορισμένοι νικηφόροι αγώνες, το γενικό χαρακτηριστικό όμως είναι υποχώρηση και η άμυνα. Στην Ελλάδα μετά από χρόνια μνημονίων και σκληρής λιτότητας και παρά την οικονομική ανάκαμψη που συντελέστηκε από το 2018 και ύστερα το εργατικό εισόδημα βρίσκεται πολύ πίσω από αυτό του 2008 και όλα δείχνουν ότι θα δοκιμαστεί ακόμη περισσότερο με σκληρή λιτότητα, αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στην παιδεία, διαλυμένα νοσοκομεία και πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων και οργανισμών και εκχώρηση στο κεφάλαιο του δημόσιου χώρου.

Παράλληλα τα αδιέξοδα του καπιταλισμού εντείνονται, η κρίση του παραμένει, οι οικονομικοί ανταγωνισμοί εντείνονται, οι ζώνες επιρροής και τα πολιτικά και στρατιωτικά μπλοκ δυναμώνουν και οι περιφερειακοί πόλεμοι πληθαίνουν και γίνονται πιο αιματηροί. Ο καπιταλισμός δεν τελείωσε μεν, αλλά την κρίση και τα αδιέξοδά σου φαίνεται ότι δεν μπορεί να τα ξεπεράσει, ο σοσιαλισμός είναι αναγκαίος από ποτέ, μας βλέπει από όλα τα ανοιχτά παράθυρα, κατά την ρήση του Λένιν.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, με αίσθηση των δυσκολιών και των αντικειμενικών δυνατοτήτων και προοπτικών και όχι μόνο από την άποψη της ιστορικής αναγκαιότητας, πρέπει να οργανωθεί η δράση. Η δράση πρέπει να διαμορφώνει ένα μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα μακριά από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που θα φέρει την εργατική τάξη και το λαό στο προσκήνιο όχι ως θεατές και χειροκροτητές, αλλά κίνημα που θα έχει το βλέμμα στους αγώνες και όχι στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Ένα κίνημα που οργανώνει την άμυνά της εργατικής τάξης για να διατηρήσει τα κεκτημένα της, αξιοποιεί κάθε μικρότερο και μεγαλύτερο πρόβλημα και την παραμικρή δυνατότητα, δεν ξεχνά όμως να προβάλλει και να διεκδικεί γενικευμένους και προωθημένος στόχους που αντιπαρατίθενται στον πυρήνα της πολιτικής του κεφαλαίου.

Καθημερινά οι επιθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης διαμορφώνουν συνθήκες σκληρής αντιπαράθεσης που μπορούν να φτάσουν στον πυρήνας της ασκούμενης πολιτικής, αρκεί το κίνημα να επιλέξει το δικό του γήπεδο για να δράσει.

Στο νόμο για τη φορολόγηση των ελευθεροεπαγγελματιών να μην απαντά με μισόλογα και απλή απόρριψή του, αλλά να αντιτάσσει μία ολοκληρωμένη φορολογική μεταρρύθμιση που θα κατανέμει δίκαια τα φορολογικά βάρη, μεταρρύθμιση που το κεφάλαιο ξορκίζει και δεν πρόκειται να την δεχθεί, που όμως στη μεγάλη εργατική και λαϊκή πλειοψηφία μπορεί να βρει μεγάλη απήχηση.

Με ένα τέτοιο ολοκληρωμένο πλαίσιο βαθιών μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς που υπερβαίνουν την ανοχή του κεφαλαίου και δοκιμάζουν τις αντοχές του πρέπει το κίνημα να απαντήσει χωρίς να παραμελήσει τους επιμέρους αγώνες και αιτήματα που είναι μεγάλης σημασίας για την επιβίωση των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email
Ηλεκτρονική Βιβλιοθήκη
Εργατικός Αγώνας